Η γερμανοφιλία του Ιωάννη Μεταξά και η Καταστροφή
Του Γιώργου Καραμπελιά
O Μεταξάς, από πεποίθηση φιλομοναρχικός, δεν έκρυβε ποτέ την πίστη του στη στρατιωτική υπεροχή της Γερμανίας, άλλωστε είχε φοιτήσει, από το 1898 έως το 1902, στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εν συνεχεία, συνεργάστηκε με τον Βίκτωρα Δούσμανη, στο νεοσύστατο ΓΕΣ, και το 1907 ανέλαβε τη στρατιωτική εκπαίδευση του μετέπειτα βασιλιά Γεωργίου Β΄. Βρισκόταν δηλαδή στον πυρήνα του «κωνσταντινισμού». Και όμως, ο Βενιζέλος το 1910-1911 όχι μόνο τον διόρισε υπασπιστή του, αλλά και τον απέστειλε στη Σόφια να διαπραγματευτεί τη συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Τελικώς δε, μαζί με τον Δούσμανη, θα καθοδηγούν τον Κωνσταντίνο και στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και έτσι ολόκληρη η στρατιωτική ηγεσία θα στελεχωθεί από αντιπάλους των επαναστατών του 1909 και του ιδίου του Βενιζέλου.
Αυτός ο κύκλος είχε διαμορφωθεί και παγιωθεί ήδη από το 1897, όταν οι Δούσμανης και οι νεώτεροι, Παπαβασιλείου, Στρατηγός και Μεταξάς, συνδέθηκαν με τον Κωνσταντίνο ως μέλη του επιτελείου. Αυτούς, τον Ξενοφώντα Στρατηγό, τον Ιπποκράτη Παπαβασιλείου και τον Ιωάννη Μεταξά θα αποστείλει ο Κωνσταντίνος από το 1899 έως το 1901 στην Ακαδημία Πολέμου στο Βερολίνο. Αυτοί μαζί με τον Δούσμανη, τον Στρέιτ και τους αδελφούς Θεοτόκη αποτέλεσαν και τη λεγόμενη «Μικρή Αυλή», όπως την αποκαλούσαν οι Γάλλοι διπλωμάτες. Όταν η γερμανική πολιτική υποστήριζε ήδη μετά το 1898 την προσέγγιση της Ελλάδας με την Τουρκία, στην οποία αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτιζε ο διάδοχος και η οποία έμοιαζε να αποφέρει καρπούς, ο Ιωάννης Μεταξάς θα γράψει στο ημερολόγιό του στη Γερμανία: «Ὅτι προσεγγίζομεν εἰς τὴν Γερμανίαν δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἀλλ’ οὕτῳ συγγρόνως προσεγγίζομεν καὶ εἰς τὴν Τουρκίαν. Καλλίτερον ἴσως…»[1]
Και ο φιλοτουρκισμός του ή ίσως ο φόβος του απέναντι στην Τουρκία, φίλης και συμμάχου της Γερμανίας, παραμένει σταθερός μέχρι το τέλος. Ακόμα και όταν απεστάλη από τον Βενιζέλο ως στρατιωτικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμμαχίας με τη Βουλγαρία, όχι μόνο δεν έβλεπε και τόσο ρόδινα τα πράγματα, αλλά ευχόταν να παρέμβουν οι Ευρωπαίοι για να αποτραπεί ο πόλεμος! Παραθέτει στο ημερολόγιό του τις καθημερινές επιστολές που έστελνε στη σύζυγό του:
Ἄν σοῦ ἔγραφα πρὶν γράμματα ποὺ δὲν ἤθελα τον πόλεμον, δὲν σημαίνει. Δὲν τὸν θεωρῶ ὠφέλιμον διὰ τὴν Ἑλλάδα… Ἐλπίζω νὰ μᾶς σταματήσωσιν ἐν καιρῷ οἱ Εὐρωπαῖοι… (Σόφια, 19 Σεπτεμβρίου 1912).
Ἀπὸ τὰς ἐφημερίδας γνωρίζεις τὰ νεώτερα﮲ ὅλα λέγουν ὅτι βαίνομεν πρὸς πόλεμον﮲ ἐν τούτοις μέσα μου κάτι μοῦ λέγει ὅτι κάτι θὰ μᾶς σταματήσῃ… Συλλογίζομαι τὴν κακομοίραν τὴν Ἑλλάδα μας. Μόλις ἄρχισε νὰ ἀνακύπτῃ… νὰ τύχῃ ἡ φοβερὰ αὐτὴ ἀνωμαλία. Ἀλλὰ οἱ εὐλογημένοι πὼς ἀφέθησαν καὶ ἐμπλέχθηκαν; Ἔκαμαν τόσας ἀνοησίας!… Τοὐλάχιστον θὰ πάρωμεν τὴν Κρήτην; Ἐγὼ ἀμφιβάλλω πολύ…
Οἰκονομικὴ κρίσις εἰς Ἀθήνας! Τὰ δικαστήρια ἐσταμάτησαν. Ἄραγε θὰ πληρώσουν οἱ ἐνοικιασταί; Ἀμφιβάλλω. Δι’ ὅλα αὐτὰ ἐγὼ θεωρῶ τὸν πόλεμον ἀσύμφορον διὰ τὴν Ἑλλάδα, διότι κατὰ τὴν γνώμην μου, δὲν πρόκειται περὶ ζωτικοῦ ζητήματος αὐτῆς… (Σόφια 21 Σεπτεμβρίου)[2]
Αυτόν τον άνθρωπο έστειλε ο Βενιζέλος να διαπραγματευτεί τους όρους της αντιτουρκικής συμμαχίας με τη Βουλγαρία! Δέκα οκτώ ημέρες πριν την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, πιστεύει ότι τελικώς δεν θα γίνει η σύγκρουση, αλλά και την απεύχεται! «Ἐλπίζω νὰ μᾶς σταματήσωσιν ἐν καιρῷ οἱ Εὐρωπαῖοι…», καθώς δεν θεωρεί τον πόλεμο «ὠφέλιμον διὰ τὴν Ἑλλάδα…». Η προοπτική της απελευθέρωσης της Κρήτης, της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται ως «ἡ φοβερὰ αὐτὴ ἀνωμαλία» στην οποία μας ενέπλεξε ο Βενιζέλος: «Ἀλλὰ οἱ εὐλογημένοι πὼς ἀφέθησαν καὶ ἐμπλέχθηκαν; Ἔκαμαν τόσας ἀνοησίας!…Τοὐλάχιστον θὰ πάρωμεν τὴν Κρήτην; Ἐγὼ ἀμφιβάλλω πολύ…» Όσο για τη Θεσσαλονίκη, ούτε η παραμικρή αναφορά. Άλλωστε ο πόλεμος θα προκαλέσει οικονομική κρίση, οι «ἐνοικιασταί» δεν θα πληρώνουν τα ενοίκιά τους καθώς «τὰ δικαστήρια ἐσταμάτησαν…» Και η κατακλείδα: «Δι’ ὅλα αὐτὰ ἐγὼ θεωρῶ τὸν πόλεμον ἀσύμφορον διὰ τὴν Ἑλλάδα, διότι κατὰ τὴν γνώμην μου, δὲν πρόκειται περὶ ζωτικοῦ ζητήματος αὐτῆς…»
Πάντως και παρά το ότι ο διαπραγματευτής μας ευχόταν «ὅτι κάτι θὰ μᾶς σταματήσῃ…», κινήθηκαν ταυτόχρονα οι δυνάμεις τεσσάρων χωρών –και του Μαυροβουνίου– ενώ και οι αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων επέτρεψαν τελικώς την ανεμπόδιστη πολεμική κινητοποίηση των βαλκανικών συμμάχων. Η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα επιταχυνθεί αιφνιδίως, ενενήντα χρόνια μετά την έναρξή της με την ελληνική Επανάσταση. Ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο (και τον Μεταξά ως σύμβουλό του!), προήλασε προς τη Μακεδονία και, μετά από αλλεπάλληλες νίκες, που κατέπληξαν όσους θεωρούσαν αναξιόπιστο τον ελληνικό στρατό, στις 26 Οκτωβρίου 1912 κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, ενώ την ίδια στιγμή ο ελληνικός στόλος απελευθέρωνε τα νησιά του Αιγαίου, κατατροπώνοντας το οθωμανικό ναυτικό.
Δηλαδή ο Μεταξάς δεν ήταν μόνο ενάντιος στην Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και σε κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης των αλύτρωτων Ελλήνων. Ο Μεταξάς και οι συν αυτώ φοβούνταν κατά βάθος ότι μια «μεγάλη» Ελλάδα δεν χωρούσε στα στενά μικροελλαδίτικα ρούχα της ολιγαρχίας, καθώς θα επέβαλλε νέες ιεραρχήσεις, νέες αξίες, νέους ανθρώπους. «Η μικρή αλλά έντιμος Ελλάς» της Μελούνας θα έχανε οριστικά το παιγνίδι.
Και προφανώς ο βαθύτατα ριζωμένος φιλογερμανισμός του και η πίστη του στην υπεροχή της Γερμανίας τού αφαιρούσαν κάθε δυνατότητα ψύχραιμης εκτίμησης των καταστάσεων. Απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ο ίδιος είχε συντάξει έκθεση προς το αρχηγείο του επιτελείου τον Ιούλιο του 1914 για απόβαση… στην Καλλίπολη εξ αιτίας του θεωρουμένου τότε ως επικείμενου ελληνοτουρκικού πολέμου.. Γράφει σχετικώς ο Μεταξάς:
Θὰ ἦτο δυνατὴ ταχεῖα καὶ ἀποφασιστικὴ ἡ λῆξις τοῦ πολέμου ἐὰν ἡ Ἑλλὰς ἠδύνατο νὰ πλήξῃ τὴν Τουρκίαν καιρίως. Πράγματι δὲ καίριον πλῆγμα εἶναι ἡ ἀπόβασις ὁλοκλήρου ἢ εἰς τί τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ εἰς Μικρὰν Ἀσίαν καὶ ἡ ἐν αὐτῇ καταστροφὴ τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων τῆς Τουρκίας. Ἡ ἐπιχείρησις αὕτη εἶναι τεχνικῶς δυνατὴ καὶ στρατιωτικῶς ἔχει πολλὰς δυνατότητας ἐπιτυχίας, ἀλλὰ πολιτικῶς πρὸς τὸ παρὸν ἀποκλείεται ἕνεκα τῆς ἐχθρότητος τῆς Βουλγαρίας…
Εν συνεχεία, αφού απορρίπτει πιθανή εκστρατεία διά μέσου της Θράκης προς την Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας και πάλι των Βουλγάρων που κατείχαν τη Δυτική Θράκη, καταλήγει στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης μέσω απόβασης… στην Καλλίπολη.
Συνεπῶς δὲν ἀρκεῖ ὁ εἴσπλους μόνον εἰς τὴν Προποντίδα﮲ πρέπει νὰ γίνωμεν κύριοι τῆς διόδου τῶν Δαρδανελλίων (καὶ)…ἕπεται ὅτι πρέπει τὰ (τουρκικὰ) πολυβολεία νὰ προσβληθῶσι κατὰ ξηράν, δι’ ἀποβάσεως στρατοῦ…[3]
Επομένως ο Μεταξάς παρότι θεωρεί πιθανότατη τη νίκη της Ελλάδας σε μια μονομαχία με την Τουρκία στη Μικρά Ασία (sic), την απορρίπτει μόνο και μόνο για τον εύλογο φόβο της βουλγαρικής αντίδρασης και προκρίνει τελικώς την πορεία προς την Κωνσταντινούπολη μέσω Καλλιπόλεως και στενών.
Μερικούς μήνες μετά οι Αγλλογάλλοι θα καλέσουν τους Έλληνες να συμμετάσχουν στην από κοινού εκστρατεία στην Καλλίπολη, στις 17 Φεβρουαρίου 1915, ο δε Βενιζέλος έμοιαζε να πείθει τον βασιλιά για την ανάγκη απόβασης, στο πλευρό της Αντάντ, στην ανοχύρωτη ακόμα Καλλίπολη. Τότε ο Ιωάννης Μεταξάς, που είχε μόλις αναλάβει την αρχηγία του επιτελείου, πιθανώς σε κρυφή συνεννόηση με τον Κωνσταντίνο, διαφώνησε ανοικτά και ανακοίνωσε την παραίτησή του. Άλλωστε δεν ήταν μια κίνηση που έπεφτε από τον ουρανό, καθώς όλες τις προηγούμενες ημέρες διοχέτευε μέσω της βασίλισσας Σοφίας όλα τα άκρως απόρρητα έγγραφα για τις συζητήσεις της κυβέρνησης με την Αντάντ στον Γερμανό επιτετραμμένο.
Ο Βενιζέλος δεν απέλυσε αμέσως τον Μεταξά και ζήτησε τη σύγκληση συμβουλίου του Στέμματος, και παρότι όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί συντάχθηκαν μαζί του, ο Μεταξάς κατόρθωσε εν τέλει να αποτρέψει την ελληνική συμμετοχή, μεταστρέφοντας τον Κωνσταντίνο. Γράφει ο παρευρισκόμενος στη συζήτηση πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι, και τότε στενός φίλος του Κωνσταντίνου, Άθως Ρωμάνος:
Ὁ Βενιζέλος εἶχε τὴν ἔγκρισιν τοῦ Βασιλέως διὰ τὴν ἐκστρατείαν τῶν Δαρδανελλίων. Ἔπρεπε νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ καὶ νὰ βαδίσῃ ἐμπρός, ἀντικαθιστῶν ἁπλῶς τὸν Μεταξᾶν[4].
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος –όπως καταδεικνύουν και όλα τα σχετικά γερμανικά απόρρητα έγγραφα–, τότε θα διαβεί τον Ρουβίκωνα και θα περάσει οριστικά στο φιλογερμανικό στρατόπεδο, συγκρουόμενος ανοικτά με τον Βενιζέλο. Ο Κωνσταντίνος, προς στιγμήν, έδειξε να διστάζει σχετικά με την επιλογή του και είχε αναφέρει στη βασίλισσα, που μετέφερε τη συζήτηση στον Γερμανό πρέσβη, πως «Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα σοβαρή και η χώρα μου θα ήταν δυνατό να με θεωρήσει ως γυναικάδελφο του Κάιζερ, προδότη, εάν δεν αποδεχτώ την προσφορά της Αντάντ με την οποία το Κράτος μου θα πενταπλασιαζόταν»[5]. Για μερικές ημέρες συνέχισε να ταλαντεύεται και ο Βενιζέλος πίστευε πως τον είχε πείσει, άλλωστε τις ίδιες πληροφορίες μετέφερε στον πρέσβη της Γερμανίας Quadt και η Σοφία.
Ο Βενιζέλος, σε μια ύστατη προσπάθεια, θα συναντηθεί με τον βασιλιά στις 22 Φεβρουαρίου και θα προσπαθήσει να τον πείσει πως η Καλλίπολη θα πέσει, «ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀποτυγχάνοντες ἐξασφαλίζομεν διὰ τῆς Ἀγγλίας καὶ Γαλλίας τὴν Βόρειον Ἤπειρον, τὴν Κύπρον, τὴν Μικρασίαν». Στις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου ότι η Ρωσία δεν θα αφήσει τους Έλληνες να πάνε στην Πόλη, ο Βενιζέλος κατέδειξε πως η Ρωσία δεν μπορεί να κάνει τίποτε διότι δεν διαθέτει ούτε ένα σύνταγμα στην περιοχή:
Αὐτὸ ἄλλωστε καθὼς καὶ τὸ ἀπαράσκευον τῆς τουρκικῆς ἀμύνης ὀνομάζω εὐκαιρίαν. Δὲν ζητοῦμεν δὲ νὰ γίνωμεν κύριοι της Κωνσταντινουπόλεως. Θὰ συντελέσωμεν πρὸς κατάκτησιν καὶ διεθνοποίησιν τῆς πόλεως… Καὶ ἔπειτα… Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, μεγαλειότατε, θὰ πᾶμε ἀπὸ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν…»[6].
Όμως, ενώ πραγματοποιούνταν ακόμα διαβουλεύσεις για να αποφασιστεί η τελική απόφαση της χώρας (συμβούλιο Στέμματος κ.ά.), ο Κάιζερ Γουλιέλμος, με τηλεγράφημά του προς τον Κωνσταντίνο τρεις ημέρες πριν από τη συνάντησή του με τον Βενιζέλο, είχε μάλλον κρίνει τελεσίδικα προς τα πού θα έγερνε η ζυγαριά:
Βερολῖνον 4 Μαρτίου [19 Φεβρουαρίου παλ. ἡμερολόγιον] 1915
Ἀγαπητὲ μου Τῖνο!
Μανθάνω ὅτι ἡ ἐπίθεσις τῶν Δαρδανελλίων ἐπροκάλεσεν ἀγωνίαν ἐν Ἑλλάδι… Δὲν θὰ ἦτο δύσκολον…, νὰ πεισθῇ ἡ κοινὴ γνώμη ὅτι μόνον ἂν ἡ Κωνσταντινούπολις παραμείνει εἰς χεῖρας τῶν Τούρκων, θὰ ἠδύνατο νὰ ἀποβῇ χρήσιμος εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Πάντες οἱ δυνάμενοι νὰ ἐκφέρουν αὐθεντικὴν κρίσιν εἶναι σύμφωνοι εἰς τὸ ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἠμποροῦν ἀκόμη, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, νὰ ὑπερασπίσουν τὰ Δαρδανέλλια, ἐὰν ἡ Ἑλλὰς ἠρνεῖτο τὴν ἄμεσον ἢ ἔμμεσον συνδρομήν της εἰς τοὺς ἐπιτιθέμενους.
Ἐν τούτοις ἐφελκύω σοβαρῶς τὴν προσοχήν σου, διὰ τὸ συμφέρον τῆς χώρας σου καὶ διὰ τὴν ἀτομικήν σου εὐτυχίαν ἥτις εἶναι ἀλληλέγγυος μὲ ἐκείνην τῆς ἀδελφῆς μου, ἐπί τοῦ ὅτι δὲν πρέπει νὰ παρασυρθῇς εἰς περιπέτειαν, τῆς ὁποίας ἡ ἄγνωστος ἔκβασις θὰ ἠδύνατο νὰ θέσῃ ἐν κινδύνῳ τὰ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ θρόνου σου ἐπιτευχθέντα, διὰ τῶν δύο προσφάτων πολέμων, ἀποτελέσματα…
(ὑπογραφὴ) Γουλιέλμος[7]
Τελικώς ο Βενιζέλος δίστασε να έλθει σε ρήξη με τον Κωνσταντίνο, το momentum χάθηκε και τελικώς η αποστολή ελληνικού αγήματος στην Καλλίπολη ακυρώθηκε. Επρόκειτο για μια καθοριστική στιγμή: όχι μόνο ακύρωσε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, για την οποία ήδη οι Αγγλογάλλοι πρότειναν εδαφικά ανταλλάγματα στη Μικρά Ασία τη Βόρειο Ήπειρο και την Κύπρο, και ο ελληνικός στρατός θα ενέγραφε υποθήκες για την ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Σε περίπτωση νίκης δε, –την οποία ο Βενιζέλος θεωρούσε βεβαία καθώς ακόμα η Καλλίπολη δεν είχε οχυρωθεί, όπως έγινε δύο μήνες μετά από τους Γερμανούς–, ίσως δεν θα είχε ανατείλει καν το άστρο του Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος, μερικούς μήνες μετά, μεταβλήθηκε σε ήρωα εξαιτίας της απόκρουσης των δυνάμεων της Αντάντ στην Καλλίπολη. Ο Βενιζέλος, σε άρθρο του στις 26 Οκτωβρίου του 1934, στα πλαίσια της κονταρομαχίας του δια του Τύπου με τον Ιωάννη Μεταξά υποστηρίζει πως:
Ἄνευ τῆς ἐκθέσμου ἐνεργείας τοῦ κ. Μεταξᾶ… ἡ ἐπιστράτευσις θὰ ἐκηρύσσετο τὴν ἰδίαν ἑσπέραν, εἰς διάστημα ὀλιγώτερον τῆς μίας ἑβδομάδος θὰ κατελαμβάνετο ἡ χερσόννησος τῆς Καλλιπόλεως, ὁ βασιλεὺς θὰ εἰσήρχετο εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καὶ ἀγγλογαλλικῶν ἀγημάτων, τὰ Δαρδανέλλια καὶ ὁ Βόσπορος θὰ ἠνοίγοντο, ἡ Ρωσία ἡ ὁποία τότε εὑρίσκετο εἰς Πρεσμὺλ θὰ ἀνεφοδιάζετο μὲ πολεμικὸν ὑλικὸν τοῦ ὁποίου ἐστερείτο…ο πόλεμος οὕτω θὰ ἐβραχύνετο κατὰ τὸ ἥμισυ… καὶ ἄνευ τῆς ἐκθέσμου δράσεώς του (τοῦ Μεταξᾶ)…ὁ ἐθνικὸς διχασμὸς θὰ ἐπρολαμβάνετο καὶ ὁ Κωνσταντῖνος θὰ ἦτο ἕνας ἐκ τῶν κυριωτάτων παραγόντων τῆς νίκης τῶν συμμάχων καὶ θὰ ἐβασίλευε εὐτυχὴς ἐπὶ ἡνωμένου τοῦ ἔθνους…[8]
Ο Μεταξάς ο οποίος έβλεπε το καλοκαίρι του 1914 ακόμα και μια μονομερή ενέργεια τα Ελλάδας εναντίον της Τουρκίας, εντούτοις, το 1915 θα απορρίψει την εκστρατεία στην Καλλίπολη παρ’ όλο που αυτή θα διεξαγόταν με τη συμμαχική συνδρομή των Αγγλογάλλων, οι οποίοι ως αντάλλαγμα παραχωρούσαν την Κύπρο, την Ιωνία και τη Βόρειο Ήπειρο στην Ελλάδα.
Το 1919 θα θεωρήσει απολύτως λανθασμένη την απόβαση στη Σμύρνη, η οποία μάλιστα είχε πραγματοποιηθεί με τη συναίνεση του σουλτάνου, παρότι το 1914 ως μόνο εμπόδιο έβρισκε τη βουλγαρική απειλή, ανύπαρκτη μετά το 1918.
Τι είχε αλλάξει μεταξύ 1914 και 1915; Απλούστατα, η συμμαχία της Τουρκίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Τι είχε αλλάξει μεταξύ 1914 και 1920; Η ταύτιση του Μεταξά με τον Κωνσταντίνο και τον μικροελλαδισμό και η πρωταγωνιστική εμπλοκή του στον εθνικό διχασμό.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας του κωνσταντινισμού στην Αθήνα (Οκτώβριος 1915 – καλοκαίρι 1917) είχε συστηματικές σχέσεις με τους Γερμανούς και προσπάθησε μέχρι την τελευταία στιγμή να πείσει τον βασιλιά το 1917 να μη παραιτηθεί αλλά, αφού μεταβεί στην Τρίπολη να προχωρήσει σε ανοικτό εμφύλιο πόλεμο έχοντας ως εφεδρεία τους επιστράτους. Άλλωστε θα προσπαθεί συστηματικά να παρασύρει τον Κωνσταντίνο και τη βασιλική νότια Ελλάδα σε συμμαχία με τους Γερμανούς. Όπως γράφει ο Ζαβιτσιάνος, «Ἡ θλιβερὰ αὕτη κατάστασις εἶχε καὶ τὴν κωμικοτραγικήν της πλευράν. «Ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς ἐθεώρησε τὴν στιγμὴν κατάλληλον διά νὰ ἐξέλθῃ ἡ Ἑλλὰς ἐκ τῆς οὐδετερότητος παρὰ τὸ πλευρόν, ἐννοεῖται τῶν Κεντρικῶν Αὐτοκρατοριῶν. Ἔκαμε καὶ λεπτομερὲς σχέδιον εξὀδου καὶ ἐπιστρατεύσεως…»[9]
Ωστόσο αντίθετο στο σχέδιό του αυτό δεν βρήκε μόνο τον Κωνσταντίνο, αλλά και τον ίδιο τον… Γερμανό πρέσβη.
Πράγματι, ο Μεταξάς είχε φιλοτεχνήσει το σχετικό σχέδιο μαζί με Γερμανό στρατιωτικό σύμβουλο και το υπέβαλαν στον πρέσβη φον Μίρμπαχ. Αυτός όμως με μια λεπτομερή έκθεση, την υπ’ αριθμ. 597 της 3/16 Οκτωβρίου 1916 προς το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, το απορρίπτει και σημειώνει:
Κατὰ τὴν ἰδικήν μου ἀντίληψιν ἡ στρατιωτικὴ σύμπραξις μιᾶς Ἑλλάδος σπαρασσομένης ἐσωτερικῶς δὲν θὰ ἔκλινε σημαντικῶς τὴν πλάστιγγαν πρὸς τὸ μέρος μας. Τοὐναντίον τὴν ὥραν τῶν λογαριασμῶν (προφανώς με τη Βουλγαρία και την Τουρκία, Γ.Κ.) ὀφείλομεν νὰ περιμένωμεν ὅτι ἡ Ἑλλὰς θὰ μᾶς παρουσιάσῃ παθητικὸν πολὺ ὀχληρὸν καὶ τὸ ὁποῖον δυσκόλως θὰ καλύψωμεν[10].
Τελικώς και ο Κωνσταντίνος, που τον θεωρούσε υπεύθυνο για πολλά από τα στραβοπατήματά του, τον απομάκρυνε οριστικά από το περιβάλλον του.
Πάντως στο Αιάκιο, εξόριστος μετά το 1917 , θα έχει τον χρόνο και την απόσταση από τα γεγονότα για να εμβαθύνει στις απόψεις του. Οι παλιές φιλοβασιλικές και συντηρητικές του αντιλήψεις μετεξελίχθηκαν, μέσα από την εμπειρία του εμφυλίου πολέμου, στις αυταρχικές φασίζουσες αντιλήψεις που έχει πλέον διαμορφώσει και οι οποίες τον έφερναν τόσο κοντά στους Γερμανούς. Αντιθέτως, ο Ίων Δραγούμης εξόοριστος και αυτός στο Αιάκιο, θα δώσει την αντίθετη κατεύθυνση στον αντιβενιζελισμό του, προς τον αντιϊμπεριαλισμό και την εκθείαση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Γράφει ο Κεφαλλήνας «ευγενής»:
Ἀγωνίζεται σήμερον ἡ Γερμανία πράγματι ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἐπικρατήσεως τῆς ἀξίας… Ἡ ἀνθρωπότης εἰσέρχεται εἰς νέον στάδιον. Νέος γεννᾷται πολιτισμός… Ἡ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἀνισότης εἶναι ἡ φυσικὴ κατάστασις τῆς κοινωνίας… Αἱ Δημοκρατίαι… ἔχουσιν κύριον σκοπόν, τὴν… καταναγκαστικὴν ἐπιβολὴν τῆς Ἰσότητος. Ἑπομένως, εὑρίσκονται εἰς διαρκῆ ἐσωτερικὸν ἀγῶνα: τὸν ἀνταγωνισμὸν δηλαδὴ μιᾶς πολιτικῆς θρησκείας κατὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως…[11]
Ο δε φιλογερμανισμός του –και το ανάλογο μίσος εναντίον της Γαλλίας και της Βρετανίας– ήταν τόσο ισχυρός, ώστε θα τον τυφλώνει ολοκληρωτικά μέχρι το τέλος του πολέμου. Γράφει στο ημερολόγιό του λίγο μετά την έναρξη του Α΄ Π.Π:
Ἀθῆναι 13 Αὐγούστου 1914, 8 πρωί
Χθές… ἀντὶ ἀηδῶν γαλλικῶν μυθιστορημάτων ἄρχισα νὰ διαβάζω γερμανικὰ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Verdy[12] καὶ ἀμέσως ἠσθάνθῃ τὸ πνεῦμα μου εὐεξίαν, τόσην εὐεξίαν ποὺ ἐγέννησεν εὐθὺς μίαν φαεινὴν ἰδέαν, τὴν ὁποία… ἔγραψα καὶ ἐνεχείρισα εἰς τὸν Δούσμανην (καὶ) τὸν Στρέιτ. Πρόκειται ἁπλούστατα περὶ τοῦ ἑξῆς: ἡ σωτηρία τῆς Ἑλλάδος ἐξασφαλίζεται μόνον ἐὰν νικήσῃ ἡ Γερμανία…
…φαίνεται ὅτι ἡττήθῃ ὁλόκληρος ὁ γαλλικὸς στρατός. Ἐλπίζω ὅτι μὲ τὴν νίκην αὐτὴν ἡσυχάζομεν ἐδῶ, βλέπω ἤδη τὰ πράγματα ἡσυχότερα[13].
Ο Μεταξάς, εμπνεόμενος από τον Γερμανό επιτελάρχη, είχε τη φαεινή ιδέα πως «ἡ σωτηρία τῆς Ἑλλάδος ἐξασφαλίζεται μόνον ἐὰν νικήσῃ ἡ Γερμανία», ιδέα για την οποία ένιωθε τόσο υπερήφανος ώστε την ενεχείρισε και στους επίσης φιλογερμανούς Δούσμανη και Στρέιτ. Παράλληλα επιχαίρει για τη νίκη της Γερμανίας επί των Γάλλων αντί να την θεωρεί ανησυχητική διότι κάνει πιο επιτακτικές τις υποχρεώσεις της Ελλάδας έναντι της ήδη σκληρά δοκιμαζόμενης συμμάχου της, Σερβίας· αντίθετα πιστεύει ότι μετά από αυτήν «ησυχάζομεν»! Και ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη η πίστη του στη Γερμανία, –όπως και εκείνη του Κωνσταντίνου– ώστε λίγες ημέρες πριν την παράδοση της Γερμανίας, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 4/17 Οκτωβρίου 1918 θα σημειώσει:
Τὰ πλήγματα τὰ ὁποῖα ὑφίσταται ἡ Γερμανία εἶναι τὰ κτυπήματα τῆς σφύρας, διά τῶν ὁποίων πίπτουν καὶ ἐκρίπτονται αἱ σκωρίαι, ὅπως ἀναφανεῖ τὸ εὐγενὲς μέταλλον [14].
Ενώ στις 23 Οκτωβρίου/5 Νοεμβρίου, έξι ημέρες πριν την ανακωχή της Κομπιένης που θα επισφραγίσει την ήττα του γερμανικού μιλιταρισμού γράφει:
…εἶναι μέγα εὐτύχημα τῆς Γερμανίας ὅτι ἀπηλάγη τῆς Αὐστρίας (που είχε υπογράψει ανακωχή δύο ημέρες πριν! Γ.Κ.). Μόνον τώρα δύναται νὰ ὑψώσῃ, πλήρης εἰλικρινείας καὶ πίστεως, τὴν σημαίαν τῶν μεγάλων ἰδεωδῶν τῆς ἀνθρωπότητος, τὰ ὁποῖα ἀνταποκρίνονται εἰς τὰς τάσεις τῆς γερμανικῆς ψυχῆς..[15]
Ήταν τόσο ισχυρή η φιλογερμανική εμμονή του Μεταξά ώστε επέμενε, αυτός, ένας επιτελικός, να πιστεύει στη νίκη της Γερμανίας τρεις ημέρες πριν την κατάρρευσή της.
Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη: Ως προσωπική του ήττα. Διαβάζουμε στο Ημερολόγιό του:
Τὸ βράδυ αἱ ἐφημερίδες: Οἱ Ἕλληνες κατέλαβον τὴν Σμύρνην… Ἐτελείωσε! Ἡμεῖς ἡττήθηκεν ὁριστικῶς πολιτικῶς, ἀλλὰ ἂς μεγαλυνθῇ ἡ Ἑλλάς, καὶ ἂς εὐδαιμονήσῃ ὅπως αὐτὴ νομίζει καλλίτερον…θεέ μου συγχώρησον τὰς τελευταίας μου ματαιότητας. Ἐτελείωσεν πλέον! Ὁ πολιτικός μου βίος παύει διά παντὸς (υπογρ. Ι.Μ)[16].
[1]Ιωάννης Μεταξάς, Το Προσωπικό του Ημερολόγιο Ίκαρος Αθήνα 1951-1960 τ. Α΄ σ. 492.
[2] Ιωάννης Μεταξάς, Προσωπικό Ημερολόγιο τ. Β΄ σσ. 169-170﮲ βλ και Ρένος Αποστολίδης «Ανατίναξη του κεντρικού θρύλου ή Exhibitio Dictatoris», Νέα Ελληνικά τχ. 3 της Γ΄ περιόδου (σ. 209-231) τχ. 7 (σ. 524-533), τχ. 9 (σ. 692-698), τχ. 11 (σ. 865-868), 16 (σ. 1.211-1.215), 19166-1967. εδώ τχ. 11.
[3] Ιωάννης Μεταξάς, Το προσωπικό του Ημερολόγιο, τόμοι 4, Ίκαρος 1960, Γκοβόστης 1980 Β΄τόμος σσ. 294-296.
[4] Γ. Βεντήρης Η Ελλάς του 1910-1920, Ίκαρος, Αθήνα 1970, σ. 282. Από το 1913 μέχρι την Ανακωχή τον Οκτώβριο του 1918 οι ΄Έλληνες που είχαν διωχθεί από τα σπίτια τους κυμαίνονταν από 500 έως 755.000. Άγγελος Συρίγος – Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή 50 ερωτήματα και απαντήσεις, Πατάκης, Αθήνα 2022 σ. 41
[5] George B. Leon, Greece and the Great Powers, 1914-1917 IMXA Θεσσαλονίκη 1974, σ. 111, βλ. Quadt προς το γερμανικό ΥΠΕΞ, 26 Ιανουαρίου 1915.
[6] Βεντήρης, ό.π, τ. Α΄σ. 303.
[7] Βεντήρης, ό.π ,τ. Β΄ σ. 300. Μελάς,
[8] Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δημοσίευσε 37 άρθρα στο Ελεύθερον Βήμα σχετικά με τον Εθνικό Διχασμό (11 Οκτωβρίου 1934-28 Νοεμβρίου 1934) στα οποία απάντησε ο Μεταξάς από την Καθημερινή με 70 δικά του άρθρα (13 Οκτωβρίου 1934-23 Ιανουαρίου 1935) σε μια μονομαχία χωρίς προηγούμενο για την ελληνική ιστορία. Βλ. Η ιστορία του εθνικού διχασμού (κατά την αρθρογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννου Μεταξά) Κυρομάνος Θεσ/νίκη 1994, 2003, εδώ σσ. 57-60.
[9] Κωνσταντίνου Ζαβιτσιάνου, Αι αναμνήσεις του εκ της ιστορικής διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε (1914-1922) Αθήγνα 1947 τ. Α΄, σ. 214.
[10] Ζαβιτσιάνος, ό..π. Α΄ σσ. 214-215.
[11] Ιωάννης Μεταξάς, Το προσωπικό του Ημερολόγιο, Β΄τόμος, Αιάκειον 4/17 Απριλίου 1918, σσ. 458-459.
[12]O Verdy de Vernois (1832-1910) ήταν Πρώσος στρατιωτικός και στρατιωτικός συγγραφέας που διακρίθηκε στον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870-1871 ως στενός συνεργάτης του αρχηγού του πρωσικού επιτελείου Γκραφ Μόλτκε. Οι Αναμνήσεις του (Erinnerungen) οι οποίες δημοσιευθήκαν το 1895 και στις οποίες αναφέρεται ο Μεταξάς, υπήρξαν διάσημες τουλάχιστον κατά την περίοδο που προηγήθηκε του Α΄ ΠΠ.
[13] Προσωπικό Ημερολόγιο, ό.π., σ. τ. Β΄σ. 340 (Ο Μεταξάς αναφέρεται στη μεγάλη ήττα του γαλλικού στρατού στις πρώτες μέρες του πολέμου, κατά την οποία οι Γάλλοι είχαν μέσα σε μερικές μέρες απώλειες 40.000 νεκρών. Μάλιστα, η 9/22 Αυγούστου έχει χαρακτηριστεί η πιο αιματηρή ημέρα στην ιστορία του γαλλικού στρατού, καθώς οι νεκροί έφθασαν τις 27.000.)
[14] Προσωπικό Ημερολόγιο, ό.π., τ. Β΄, σ. 462.
[15] Προσωπικό Ημερολόγιο, ό.π., τ. Β΄, σ. 462-463.
[16] Προσωπικό Ημερολόγιο, ό.π., τ. Β΄, σ. 506
Πηγή: | δημοσιεύθηκε στο Άρδην τ. 123 (Φεβρ. – Απρίλιος 2022)