12 Ιουλίου 2022 at 19:59

Το… νερό νεράκι έλεγαν οι πρόγονοί μας!

από

Το… νερό νεράκι

έλεγαν οι πρόγονοί μας!

Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

Οι περισσότεροι όταν ακούνε για  χωριά της Ηπείρου, έχουν στο μυαλό τους τρεχούμενα νερά χειμώνα-καλοκαίρι, βρύσες όπου βρεθείς κι όπου σταθείς…

Δεν είναι έτσι όμως τα πράγματα, ή μάλλον δεν ήταν τα παλιά χρόνια….

Μέχρι και το 1988, δηλαδή όταν έφυγα απ’ το χωριό για σπουδές στην Αθήνα, δεν είχαμε δίκτυο νερού, βρύση μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε. Η κάθε οικογένεια βολευόταν όπως μπορούσε, και βέβαια ακόμη και η κάθε σταγόνα νερού δεν έπρεπε να πάει χαμένη.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως, όταν γύριζα απ’ το σχολείο, αφού έτρωγα, η πρώτη μου υποχρέωση ήταν, όχι να διαβάσω, αλλά να πάω με τα παγούρια στη βρύση για να φέρω πόσιμο νερό. Οι γονείς μου, ούτως ή άλλως, είχαν πολλές άλλες υποχρεώσεις, οπότε το κουβάλημα του νερού ήταν μια δουλειά που πολύ συχνά την έκαναν τα παιδιά.

Δεν γκρινιάζω για τα περασμένα, όπως επίσης δεν έχω καμία πρόθεση να κάνω τον ήρωα. Εξάλλου, οι γονείς μας και οι ακόμη παλαιότεροι αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρότερα προβλήματα με το αγαθό αυτό που λέγεται νερό…

«Ο άμπ’λας είναι εκεί π’ δράζει (πηγάζει, αναβλύζει) το νερό, βγαίνει από μέσα απ’ τ’ γης. Άλλος άμπ’λας έχει νερό και το καλοκαίρι, άλλος έχει μαναχά το χειμώνα»
«Ο άμπ’λας είναι εκεί π’ δράζει (πηγάζει, αναβλύζει) το νερό, βγαίνει από μέσα απ’ τ’ γης. Άλλος άμπ’λας έχει νερό και το καλοκαίρι, άλλος έχει μαναχά το χειμώνα»

Άμπουλας, η… αμπούλα τρεχούμενου νερού!

Γνωρίζουμε όλοι την αμπούλα… όχι όμως τον άμπουλα! Η μητέρα μου θα μας λύσει την απορία:

«Ο άμπ’λας είναι εκεί π’ δράζει (πηγάζει, αναβλύζει) το νερό, βγαίνει από μέσα απ’ τ’ γης. Άλλος άμπ’λας έχει νερό και το καλοκαίρι, άλλος έχει μαναχά το χειμώνα.

Και δεν είναι σιμά (κοντά) στο χωριό… Τον άμπ’λα τον έσκαφταμαν μ’ ένα σκαλιστήρι, για να γένει η γούρνα στρόγγυλη.

Ήγλεπαμαν πού έδραζε νερό, αλλά με τι να τό ’παιρναμαν; Έπερπε να τον φκιάσουμε τον άμπ’λα. Πρώτα με το σκαλιστήρι και κοντά (έπειτα) να σιάσουμε τη γουρνούλα με τα χέρια, για να ‘ναι στρόγγυλος ο άμπ’λας και να πιάνει και νερό, να μην πααίνει κάτω (προς) το ρέμα.

Για να πιούμε νερό έσκυφαμαν (σκύβαμε), γονάταγαμαν καταή κι έπ’ναμαν νεράκι. Αφού δεν είχαμαν αγγειό, με τι να πιούμε νερό…

Εμείς οι τζιομπαναραίοι π’ πάαιναμαν και φύλαγαμαν τα πρόβατα, στάλιζαμαν τα πραματάκια (αφήναμε στον ίσκιο τα ζώα) κι πάαιναμαν κι έπ’ναμαν νερό. Τα γιδοπρόβατα, επειδή θέλουν πολύ νερό, τα σαλάγαγαμαν κι έπ’ναν στο ρέμα νερό, πού να χορτάσουν εκεί τα πράματα στον άμπ’λα…».

Τα ξυλάγγεια

Οξύτατο πρόβλημα ήταν η έλλειψη δοχείων για αποθήκευση και μεταφορά νερού:

«Βαρέλια σιδερένια δεν ήταν τότε… Μπα… Πού να ηύρισκες σιδερένιο βαρέλι.

Αλλά είχαμαν ξυλάγγεια, ξύλινα βαρέλια, νεροβάρελα καθ’ αυτού (ειδικά). Δεν έβαναν τίποτα άλλο μέσα. Τά ’φκιαναν οι μαραγκοί, οι ξυλαγγάδες.

Αυτό το νεροβάρελο έπιανε (χωρούσε) κάμποσο νερό. Είχε σκ’νί, τριχιά και το κρέμαγαν στον ώμο. Δεν πιάνονταν αλλιώς. Είχε θηλούλες και το κρέμαγαν στον ώμο… όπως βάνουν τώρα οι κυρίες τ’ν τσιάντα!

Το νεροβάρελο το κ’βάλαγαν κι άντρες και γ’ναίκες, όποιος είχε αδειά (ευκαιρία)».

«Τα παλιά τα χρόνια, πάαιναμαν με τ’ βαρέλα για νερό. Λίγο νερό, αλλά μας έφτανε…».
«Τα παλιά τα χρόνια, πάαιναμαν με τ’ βαρέλα για νερό. Λίγο νερό, αλλά μας έφτανε…».

«Ζαλιγκώνομασταν με τριχιά…»

Πληροφορήτρια που ζει σε απόσταση αναπνοής από την τεχνητή λίμνη του Αράχθου εξιστορεί τη δική της ταλαιπωρία:

«-Μακάρι (ευτυχώς) που ’ρθες να με ιδείς φέτο, μωρέ Βασίλη μ’… Μ’ φαίνεται δε θα φτουρήσω (ζήσω) μέχρι τ’ χρόνου…

-Φάε τ’ γλώσσα σου, θείτσα! Όχι να τα κατοστή’εις, να τα χιλιά’εις τα χρόνια σου!

-Να ‘σαι καλά, παιδάκι μ’…

Τήρα να ιδείς… Όταν ήμαν κούτσικη (μικρή), δεν είχαμαν νερό στο σπίτι. Πηγαίναμαν να βρούμε νερό σε ρέματα, στον άμπ’λα ή και στο ποτάμι. Άμα δεν ηύρισκαμαν άμπ’λα, παίραμαν νερό απ’ το ποτάμι, απ’ τον Άραχθο. Ε, κι ο άμπ’λας δίπλα στο ποτάμι τον είναι.

Με βαρέλα ξύλινη πάαιναμαν για νερό. Ζαλιγκώνομασταν (φορτωνόμαστε στην πλάτη) με τριχιά. Ήταν πόσο (αρκετά) μακριά η βρύση… Απόσταιναμαν (κουραζόμασταν) φορτωμένες. Ήφερναμαν τ’ βαρέλα και τ’ν απίθωναμαν στο βαρελοστάσι (την τοποθετούσαμε στην ειδική θέση της).

Κι έπρεπε να πααίνουμε κάθε μέρα. Να πιούμε, να πλύνουμε τ’ν τσαντήλα (τουλπάνι) για το τυρί, τ’ν κάδη π’ βάρ’γαμαν το γάλα, τ’ν κορφή (γάλα που έχει υποστεί ζύμωση) για να γένει ξ’νόγαλο και βούτυρο.

Ε, όσο οικονομία και να έκαναμαν, σώνονταν (τελείωνε) το νερό. Έπρεπε πάλι να ματαπάμε στ’ βρύση.

Απ’ αυτό το νερό π’ κ’βάλαγαμαν ήταν και για πιει και για σκέρεμα (πλύσιμο οικιακών σκευών), να ζυμώ’εις, να μαειρέψεις…

Για πλύσιμο, πάαιναμαν στο ρέμα ή στο ποτάμι. Το καλοκαίρι, τότε πο’ ’στυφτε το ρέμα, τότε πάαιναμαν στο ποτάμι.

Νερό στο σπίτι ήρθε μετά απ’ το ’80, τότε ήρθε και το ρεύμα εδώ στο μαχαλά μας…».

«Να μην τα ’ναι άδεια τα χέρια…»

«Εμείς οι παλιακοί δεν είχαμαν απαιτήσεις πο’ ’χετε εσείς σήμερα. Με μία βαρέλα νερό πέραγαμαν. Και για μαέρεμα και για σκέρεμα, ό,τι ανάγκη είχε το ν’κοκυριό.

Με τ’ λίτρα (η λίτρα: κανάτα, παλαιότερα μεταλλική, αργότερα πλαστική) το νερό. Ή με κάνα μαστραπά (ίδια σημασία).

Κι άμα έχυναμαν λίγο πλειότερο νερό κανιά φορά, τότε μας μάλωνε η μάνα, να μην το χαλάμε. Το κονόμαγαμε το νερό (το ξοδεύαμε με μεγάλη προσοχή).

Τότε π’ άδειαζε η βαρέλα, η μάνα μας έπαιρνε ζαλίγκα τ’ βαρέλα και το παιδί στ’ν αγκαλιά. Άμα δεν κράταγε παιδί, είχε τ’ ρόκα κι έγνεθε. Πάαινε κι έρθονταν γνέθονταν, να μην τα ’ναι άδεια τα χέρια.

Και τώρα οι γ’ναίκες… τηράει η μία τ’ν άλλη, ξεσυνερίζονται (ανταγωνίζονται) ποια έχει τα νύχια βαμμένα καλύτερα…».

«Αν ηύρισκες κάνα παγούρι στρατιωτικό τσίγκινο (αλουμινένιο) από παλιό φαντάρο…».

«Όπως ηύρες, νύφη…»

Η μητέρα μου όσο ζούσε στο πατρικό της ήταν τυχερή με το νερό, αφού το Πλατανόρεμα, ο οικισμός στον οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ήταν πολύ κοντά στον Άραχθο. Η ίδια αφηγείται:

«Όταν ήμαν κοπέλα, προτού παντρευτώ κι έρθω εδώ, είχαμαν νερό στο σπίτι, και για πιει (πόσιμο) και για σκέρεμα (πλύσιμο, φαγητό κ.λπ.) κι για πότ’σμα στα κήπια.

Είχαμαν π’γάδι θ’κό μας, σιμά στο σπίτι. Κι επειδή ήμασταν σιμά στο Μέγα (Άραχθο), ήταν ένας αύλακας, π’ πέραγε όξω απ’ του σπίτι μας, είχε… πηγήσιμο νερό. Πότ’ζαμαν τα κήπια, έπ’ναν οι κότες και τα ζωντανά νερό. Αυτό το νερό βάσταγε μέχρι το Θερ’τη (Ιούνιο), κοντά έστυφε (στέρευε) κι πάαιναμαν στο Μέγα για να πλύνουμε τα σκ’τιά (σκουτιά: ρούχα).

Αλλά όταν παντρεύ’κα κι ήρθα εδώ στο χωριό, εδώ δεν ήταν ούτε δραγκιά (σταγόνα) νερό!

Τι να κάνω… έμαθα… “Όπως ηύρες, νύφη, όχι όπως ήξερες…” (παροιμιώδης φράση: ο άνθρωπος πρέπει να προσαρμόζεται στις νέες καταστάσεις όπως η νύφη στο σπίτι του συζύγου).

Να πας να πλύν’ς στ’ν Κρυόβρυση κι να φέρ’ς από ‘κεί ζαλιγκωμένη τ’ βαρέλα ή τον τσίγκο (μεταλλικό υδροδοχείο) στο κεφάλι για να κάμ’ς τ’ς δ’λειές. Στ’ν αρχή δεν είχαμαν ούτε στέρνα (δεξαμενή).

Το χειμώνα έπιαναμαν (συγκεντρώναμε) νερό απ’ τα σταλάματα απ’ τ’ βροχή. Έβαναμαν αγγειά, κατσαρόλες, λεκάνες, καζάνια, σκαφίδια για να πιάσουμε νερό. Δεν ήταν για πιει αυτό το νερό, τού ‘χαμαν για να σκερεύουμε (οικιακή χρήση).

Αλλά πού να φτάσει αυτό του νερό; Να ‘χ’ς πέντε παιδιά κι να πρέπει να τα λού’εις, να τ’ αλλάξεις. Μάζωνα τα σκ’τιά σας κι πάαινα στο ρέμα να τα πλύνω… Ή στ’ν Κούρζα ή στ’ν Κρυόβρυση…

Πιάτα να πλύν’ς; Με τι νερό; Ξέπλεναμαν τα πιάτα με το στανιό. Τα πλύματα απ’ τα πιάτα τά ‘ρ’χναμαν στα τενεκέδια με τα λουλούδια, δεν ήταν να πααίνει χαμένο το νερό.

Κοντά έφκιασαμαν μια στερνούλα, αλλά δεν πετ’χήθηκε (δεν κατασκευάστηκε καλά) κι έβγαζε κι αυτήνη (είχε διαρροή). Το χειμώνα έβαναμαν στ’ στέρνα το νερό το βρόχινο. Το καλοκαίρι πάαιναμαν κάθε μέρα στο ρέμα για νερό. Πότε με τ’ βαρέλα ζαλίγκα (φορτωμένη), πότε με τ’ φοράδα για να κ’βαλήσουμε τέσσερα ντενεκέδια με νερό, δυο από ‘δώ, δυο από ‘κεί (απ’ την κάθε πλευρά του ζώου).

Αυτό γένονταν μέχρι να ‘ρθει ο χινόπωρος, να βρέξει πάλι, να πιάσουμε νερό. Αυτό ήταν η ζωή τότε στο χωριό.

Το χειμώνα, απ’ τ’ς βροχές, είχε εδώια στ’ν κορφή απ’ το χωριό μπαρδάκα (πηγή νερού), έβγαζε σε πολλές μεριές νερό ο τόπος, μπαρδάκες…».

«Νερό ηύρισκα στο δρόμο, αλλά πού να το πάρω; Στο πλόχερο (χούφτα); Αφού δεν είχα αγγειό. Έπ’να νεράκι όσο μπόρ’γα στ’ς βρυσούλες και τράβαγα το δρόμο μ’…»

«Το νερό απ’ τη σκεπή… ήταν δάκρυ!»

Η στέγη, λοιπόν, εκτός από το να σκεπάζει το σπίτι, είχε και έναν άλλο ρόλο: τη συγκέντρωση βρόχινου νερού.

«Αφού δεν είχαμαν δραγκιά (σταγόνα) νερό, έπιαναμαν βρόχινο, απ’ τ’ σκεπή.

Τα παλιά τα σπίτια είχαν πλάκα μαύρη (σχιστόλιθο) κι έπιαναμαν τα σταλάματα απ’ τ’ βροχή.

Το χειμώνα ή όποτε έβρεχε, έβαναμαν κατσαρόλια κι άλλα αγγειά, ό,τι είχαμαν, για να πιάσουμε λίγο νεράκι, νά ’χουμε για σκέρεμα, για λούσιμο, να πλύνουμε και κάνα σκ’τί (σκουτί: ρούχο). Για πιει δεν τού ’χαμαν αυτό το νερό.

Ήταν λαγαρό αυτό το νερό… δάκρυ (πεντακάθαρο). Απ’ τον ουρανό, όπως έπεφτε. Είχαμαν τζιάκι, αλλά ο καπνός απ’ το μπουχαρή (καπνοδόχος) πάαινε απάνω, δεν πάαινε στ’ς πλάκες.

Αυτό το νερό π’ συμμάζωναμαν σε κάνα καζάνι. Βαρέλια μεγάλα σιδερένια δεν είχαμαν τότε. Γι’ αυτό καρτέρ’γαμαν πότε να πιάσει κανιά βροχή, για να γιομώσουμε τ’ αγγειά μας νερό».

«Το χειμώνα ήταν ολούθε νεροφαϊές…»

Τον χειμώνα, ειδικά παλαιότερα, οι βροχοπτώσεις ήταν πολύ συχνές, όμως το νερό πήγαινε χαμένο…

«Το χειμώνα έρ’χνε βροχάδες πολλές! Με τ’ ασκί, π’ λέμε! Άμα αρχίναγε να βρέξει, έλεγες πότε να κρατήσει…

Νερά το χειμώνα; Ουου… Και τα λιθάρια έβγαναν νερό!

Κίναγε το νερό κάτω… Ολούθε νεροφαϊές (το μέρος όπου κυλά το νερό και «τρώει», δηλ. διαβρώνει το έδαφος). Κάθε σοκάκι είχε κι από νια νεροσυρμή (ίδια σημ.), γιατί τότε δεν ήταν π’θενά τσιμέντο. Οι στράτες ήταν κάργα νεροσυρμές!

Το νερό πάαινε χαμένο. Το χειμώνα πού θα το ’πιαναμαν (συγκεντρώναμε); Κύλαγε κάτω στα ρέματα, στ’ς λαγκάδες…

Δεν είχαμαν ούτε βαρέλι σιδερένιο, για να μάσουμε (συγκεντρώσουμε) νερό. Ό,τι μάζωναμαν ήταν στον τσίγκο, σε κανιά λεκάνη, στο καζάνι πο’ ’πλεναμαν…

Άμα είχαμαν στέρνα, έβαναμαν μέσα τ’ς σταλαματιές απ’ τ’ σκεπή, για να ’χουμε νερό το καλοκαίρι.

Αλλά κι αυτές οι στέρνες δεν ήταν προκοπή… Έτρεχαν (είχαν διαρροή), δεν κράταγαν. Δεν ήταν καλοί τεχνίτες, τ’ς είχαν μουντζωμένες τ’ς στέρνες (κακής κατασκευής).

Τι να έκαναμαν… Τ’ αψύχαγαμαν (ξοδεύαμε με μέτρο) το νερό για να βγάλουμε καλοκαίρι…».

Καφούσκι… αντί για κύπελλο!

Δεν ήταν όμως μόνο το νερό που έλειπε. Ο πατέρας μου αφηγείται το… φυτικό υποκατάστατο του ποτηριού:

«Γυαλικά και τέτοια πράματα δεν είχαμαν εμείς. Ποτήρι γυάλινο δεν ήγλεπες π’θενά! Αν είχαμαν κάνα ποτήρι, το φύλαγαμαν για τ’ς μ’σαφ’ραίους, δεν τού ’χαμαν για να πίνουμε νερό εμείς. Εμείς με το τσ’κάλι (μικρή χάλκινη κανάτα) έπ’ναμαν νερό. Το τσ’κάλι, ξέρεις, είναι χάλκωμα. Το γάνωναν οι γανωτζήδες, οι καλαντζήδες π’ τ’ς έλεγαμαν εμείς.

Στ’ς βρυσούλες που ’ταν καταμεσής τ’ δρόμου για τ’ς στρατοκόπους ηύρισκες ένα καφούσκι για να πιεις νερό.

Τι ήταν το καφούσκι; Από ρόκα, από ροκόφ’λλο (καλαμποκόφυλλο), αλλά μαζί με το κοτσιάνι.

Τι έκαναμαν; Έπαιρναμαν μία ρόκα, έκοβαμαν το καλαμπόκι κι έμνησκε (έμενε) το καφούσκι, αλλά έπρεπε να ’χει και το κοτσιάνι, για να περάει μέσα το σουφλί για να στεριώνει και να το κρατάμε από ‘κεί. Και στ’ν άλλη τ’ν άκρη τό ’δεναμαν με σκ’νί.

Κι αυτό τό ’φκιανε ένας και τ’ άφ’νε στ’ς βρυσούλες για να πίνει νερό όποιος πέραγε από ‘κεί: τζιοπάνος, διαβάτ’ς, κυνηγός…

Έπ’ναμαν όλοι μ’ αυτό το καφούσκι. Δεν ασκαίνονταν (σιχαινόταν) καένας εκειά τα χρόνια. Αλλά ούτε κι ήξερες ποιος πήγε κι έπ’γε προτού από σένα. Το ‘χες σιάδι (είχες πλήρη άγνοια) ποιος πέρασε κι έπ’γε. Εμείς τήραγαμαν να στομώσουμε (σβήσουμε) τ’ δίψα, να χορτάσουμε νερό. Δεν τήραγαμαν ποιος πέρασε κι έπ’γε νερό μ’ αυτό το ροκόφ’λλο…».

«Στ’ς βρυσούλες που ’ταν καταμεσής τ’ δρόμου για τ’ς στρατοκόπους ηύρισκες ένα καφούσκι για να πιεις νερό. Τι ήταν το καφούσκι; Από ρόκα, από ροκόφ’λλο (καλαμποκόφυλλο), αλλά μαζί με το κοτσιάνι».
«Στ’ς βρυσούλες που ’ταν καταμεσής τ’ δρόμου για τ’ς στρατοκόπους ηύρισκες ένα καφούσκι για να πιεις νερό.
Τι ήταν το καφούσκι; Από ρόκα, από ροκόφ’λλο (καλαμποκόφυλλο), αλλά μαζί με το κοτσιάνι».

Το άγχος των μυλωνάδων

Ο συνονόματος παππούς μου ήταν μυλωνάς, οπότε η μητέρα μου μάς μεταφέρει τα άγχη τους…

«Για ν’ αλέσει ο μύλος, έπερπε να καθαρίσουμε το μυλαύλακο, να έρθεται το νερό για να κινάει η φτερωτή και ν’ αλέθουμε.

Το καλοκαίρι το καθάρ’ζαμαν αυτό το αυλάκι, να μην έχει σωρόφ’λλα, σκούπρα (σκουπίδια), ό,τι ήφερνε η μπασιά (φερτά υλικά). Γι’ αυτό έλεγαν οι παλιοί “Καθένας με τον πόνο του κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι”, γιατί αυτήνη τ’ν έγνοια είχε.

Αλλά έπερπε και να βρέχει, για να σέρει νερό. Με λίγο νεράκι τι ν’ αλέσεις… Ούτε η φτερωτή δεν έρ’ται γύρα (έρχεται γύρω, γυρίζει).

Απ’ τ’ν κάναλη (κανάλι, αυλάκι) το νερό έπεφτε στο σιφούνι και κοντά βάρ’γαν τα κ’τάλια απ’ τ’ φτερωτή, αυτήνη έρθονταν γύρα κι άλεθε ο μύλος.

Άμα ήταν ξερικός ο χειμώνας, έκλειγαμαν τ’ γούρνα (στέρνα) για να μάσουμε νερό, κοντά τ’ν απόλαγαμαν κι άλεθαμαν τα σπορίματα (δημητριακά). Ε, άλεθαμαν ένα φόρτωμα (υποζυγίου), 50 οκάδες, μαναχά με το νερό που ’χε αυτήνη η στέρνα.

Ματά τ’ν έκλειγαμαν τ’ στέρνα και ματαμάζωνε νερό. Άμα δεν έβρεχε, έστυφε ντιπ (στέρευε) το νερό, δεν είχε ούτε δραγκιά και καρτέρ’γαμαν πότε θα ρίξει Εκειός από πάνω τ’ βροχούλα…».

«Το νερό ήταν καταδίκη…»

Την ολιγάρκεια στην κατανάλωση νερού τονίζει ο συνομιλητής μου:

«Νερό στα σπίτια στα χρόνια μ’ (εποχή μου); Μπα… Όχι! Στο σπίτι, τρεχούμενο νερό δεν είχε κα’ένας. Όλοι σε βρύσες πάαιναν.

Λίγοι ήταν οι τυχεροί που ‘χαν σιμά (κοντά) βρύσες. Με το ποδάρι πάαιναμαν. Άμα είχες μ’λάρι ή άλογο ή γομάρι, το φόρτωνες δυο βαρέλες κι ήφερνες πλειότερο νερό.

Γεννήθ’κα το 1930. Νερό στο σπίτι μας δεν είχαμαν. Έπαιρναμαν τ’ βαρέλα και πάαιναμαν στον άμπ’λα, σε μία γούρνα που ’ταν καταή, σ’ ένα ρεματάκι. Είχε και το καλοκαίρι νερό.

Αλλά ήταν σιμά και μια λαγκαδούλα, είχε νερό το χειμώνα. Κιο (μα) έβρεχε κάθε μέρα… Δε θα να ’χε νερό;

Τότε που ’μαν λιανοπαίδι, αλλά και μεγάλος, μέχρι τριγιάντα χρονών, κ’βάλαγαμαν νερό στ’ν πλάτη με τ’ βαρέλα τ’ν ξύλινη. Είχαμαν και κάτι φ’τσέλια (φουτσέλι, βουτσέλι: μικρό ξύλινο βαρέλι) και τ’ ασκί.

Τότε, κυρ-Βασίλη, δεν ήθελαμαν και πολύ νερό, γιατί… δεν είχαμαν τόσα έξοτα. Το νερό τού ’θελαμαν για λούσιμο στο κεφάλι μαναχά, όχι στο κορμί. Δεν ήξερεμαν τι είναι το μπάνιο, αλλά εμείς τα παιδιά το καλοκαίρι ηύρισκαμαν βρούδια (φυσικές πισίνες), κολύμπαγαμε, ήγλεπε το κορμί μας νερό. Οι γερόντοι πού θα πάαιναν… Αλλά ούτε τ’ς έγνοιαζε, όχι. Δεν υπήρχε τότε πολυτέλεια για να κάμουν μπάνιο στο κορμί οι μεγάλοι.

Αλλά ούτε και για το μέρος (τουαλέτα) ήθελαμαν νερό! Μέρος δεν είχε κα’ένας! Έκοβαμε (πηγαίναμε) πέρα το λόγκο, με το συμπάθειο…

Τότε π’ κυκλοφόρησαν τα λάστιχα (διαδόθηκε η χρήση λάστιχων για μεταφορά νερού), πήρε άνεση ο κόσμος! Όπου ήταν νεράκι, σε κάνα στεφάνι (γκρεμός), όποιος συμφέρονταν (βολευόταν) κι όποιος πρόκανε (προλάβαινε) κιόλα, πάαινε και τό ’πιανε το νερό (δηλ. αυτός που έκανε την υδρομάστευση, έβαζε το νερό στο λάστιχο ήταν αυτός που θα είχε αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης). Το σημάδευαμαν κι έβαναμαν ένα κομματάκι σωλήνα, ό,τι νά ’βανες μέχρι να πάρ’ς τ’ν κ’λούρα το λάστιχο. Άμα έβανες λάστιχο, ήταν θ’κό σου το νερό! Αποκλείονταν να πάει άλλος!

Νερό… Ό,τι είχε… Άμα ήταν από βρύση, ήφερνε πολύ νερό. Κι έπρεπε να ‘ναι βρύση, να βγαίνει σε ψ’λό μέρος, καταή δεν τό ’παιρνε το λάστιχο (ήταν αδύνατο να πάρεις νερό αν βρισκόταν στο επίπεδο του εδάφους κι όχι σε ψηλότερο).

Παρόμοια αφήγηση άλλου συνομιλητή:

«Σώθ’καμαν όταν βήκαν τα λάστιχα. Γιατί έρθονταν από μακριγιά το νερό, όσο μακριγιά και να ήταν η βρύση. Αλλά… έπρεπε να ’ναι κατήφορος για να έρθει το νερό. Γιατί το νερό στο ίσιο δεν έρθεται, ούτε… τον ανήφορο πααίνει!

Κι άμα έρθονταν το νερό στο γείτονα μ’ ένα λάστιχο, πάαινε κι ο γείτονας να πάρει.

Το νερό ήταν τ’ καθεμιανού, δε μπόρ’γε να πας στον ξένο τον τόπο (εννοεί ιδιοκτησία). Αλλά γένονταν και τ’ άλλο… Άμα ήταν το νερό… αδέσποτο (δηλ. ανάβλυζε σε τοποθεσία που δεν ανήκε σε κανέναν), εκεί ήταν ποιος θα πρόπαγε (προλάβαινε) να βάλει το λάστιχο και να… πιάσει το νερό!

Κοντά ήρθε (κατασκευάστηκε) το υδραγωγείο. Ε, και σήμερα έχουμε τ’ς πολυτέλειες πο’ ’χουν ο κόσμος στ’ς πόλεις. Νερό μέσα στο σπίτι εμείς ούτε π’ το φαντάζομασταν…».

Ασκί για μεταφορά

Τη φράση «βρέχει με το τουλούμι» την ξέρουμε όλοι. Πόσοι όμως γνωρίζουν τι ήταν το τουλούμι; Ο πρόσχαρος χρονομάρτυρας μάς δίνει την απάντηση:

«Βαρέλα ξύλινη είχε το κάθε ν’κοκυριό. Αλλά είχαν και κάτι άλλο, τ’ ασκιά. Τα λέν’ και τουλούμια…

Δεν είχαν όλοι ασκιά για νερό, γιατί κάποιοι τ’ ασκαίνονταν (σιχαίνονταν) ή δεν ηύρισκαν τομάρι γιατί δεν έσφαζαν, ή μπορεί να μην είχαν και ζωντανά (ζώα).

Τ’ ασκί ήταν από γιδοτόμαρο (δέρμα κατσίκας). Αφού έγδερναμαν το σφάγιο, το ξούρ’ζαμαν το τομάρι με ξουράφι, γιατί τότε δεν είχαμαν ξουράφια σαν τα σημερ’νά, αλλά κάτι που κάτι που ‘ταν σα σ’γιάδια, το ξουράφι είχε θηκούλα σα σ’γιάς.

Κοντά το τομάρι (ύστερα το δέρμα) το γύρναμαν τ’ ανάποτα, το μέσα όξω. Το καθαρό, αυτό π’ ξούρ’ζαμαν να ’ναι από μέσα, για να μη μυρίζει (ενν. το μέρος που είχε τη σάρκα). Αλλά δε θα μύρ’ζε, γιατί τό ’βαναμαν αλάτι, ξεμύρ’ζε και δε ματαμύρ’ζε. Έδεναμαν το πλατύ κάτω (το πίσω μέρος σφαγίου), μ’ ένα σκ’νί. Έβαναμαν ένα σ’φλάκι και τό ’δεναμαν με σκ’νί κι απάνω στο λαιμό, π’ το λέμε γούλη (στόμιο), το στένευαμαν, τό ’δεναμαν μ’ ένα σκ’νί και μ’ άλλο σκ’νί τό ’βαναμαν στ’ν πλάτη για να το κουβαλάμε.

Άμα έμνησκε χωρίς νερό 2-3 μέρες, ζάρωνε το τομάρι, ξεραίνονταν. Κι έβαναμαν το νερό και ματαάπλωνε, φούσκωνε πάλι. Δεν πάθαινε τίποτε άμα ξεραίνονταν.

Τέτοιο ασκί έφκιαναμαν και για να βάνουμε μέσα το τυρί, αρτ’μή, τσιαλαφούτη (γαλακτοκομικά προϊόντα).

Το ασκί βάσταγε κανα-δυο χρόνια, αλλά… αλίμονο αν πιάνονταν σε κανιά βελόνα! Άμα έπεφτε γιομάτο σε βελόνα ή ακόμα και σε κάνα ξ’λάκι σουφλερό, θα τρύπαγε. Και τ’ ασκί δε μπαλώνεται… Δεν παίρει μπάλωμα…».

«Είχαν και κάτι άλλο, τ’ ασκιά. Τα λέν’ και τουλούμια… Δεν είχαν όλοι ασκιά για νερό, γιατί κάποιοι τ’ ασκαίνονταν (σιχαίνονταν) ή δεν ηύρισκαν τομάρι γιατί δεν έσφαζαν, ή μπορεί να μην είχαν και ζωντανά (ζώα). Τ’ ασκί ήταν από γιδοτόμαρο (δέρμα κατσίκας)…»
«Είχαν και κάτι άλλο, τ’ ασκιά. Τα λέν’ και τουλούμια…
Δεν είχαν όλοι ασκιά για νερό, γιατί κάποιοι τ’ ασκαίνονταν (σιχαίνονταν) ή δεν ηύρισκαν τομάρι γιατί δεν έσφαζαν, ή μπορεί να μην είχαν και ζωντανά (ζώα).
Τ’ ασκί ήταν από γιδοτόμαρο (δέρμα κατσίκας)…»

Οι νερουλάδες των Ιωαννίνων

Ας πάμε στα παλιά Γιάννενα, να δούμε κι εκεί την ταλαιπωρία για να εξασφαλίσουν το νερό…

«Στα παλιά τα Γιάννινα, αν ήταν 2-3 βρυσούλες, π’ να βγαίνει το νερό μοναχό του (να αναβλύζει).

Αλλά είχαμαν τ’ λίμνη π’ μας έδ’νε το νερό για το πηρέτειο (για οικιακές εργασίες, μαγείρεμα, πλύσιμο κ.λπ.), όχι για πιει (για να πιούμε). Για πιει έπρεπε να ’ταν καθαρό.

Γιατί αν δεν ήταν λαγαρό το νερό για πιει, σ’ έπιανε τύφος κοιλιακός. Άμα σ’ έπιανε τύφος, δεν είχες γλιτωμό. Αλλά και γλίτωνες, θα σ’ άφ’νε κουσούρια, λίγο μπανταλομάρα (άνοια). “Πέρασε τύφο αυτήνη, είναι λίγο μπανταλούτσικη…” έλεγαν.

Νερό για πιει ήφερναν απ’ τ’ Ντραμπάτοβα με τ’ς βάρκες στα γκιούμια (μεταλλικά υδροδοχεία), κλειούσαν (έκλειναν) μ’ ένα καπάκι. Χαράματα πάαιναν οι βαρκάρ’δες στ’ μισόλιμνη κι έπαιρναν νερό με τα γκιούμια, ή πλόσκες (ξύλινα υδροδοχεία) αν είχαν, κάνα παγούρι στρατιωτικό τσίγκινο (αλουμινένιο), αν ηύρισκες κανένα τέτοιο, από παλιό φαντάρο…

Ήταν κι οι γαράφες, οι μπουκάλες οι γυάλινες, αλλά αυτές έσπαγαν! Άμα σο’ ’σπαγε, πάαινε χαμένο το μεροκάματο! Και το νερό και το μεροκάματο!

Οι βαρκάρ’δες Νησιώτες ήταν (από το Νησί της Παμβώτιδας). Ήφερναν το νερό στο μώλο, από ‘κεί τό ’παιρναν φτωχοί ανθρώποι, οι νερουλάδες, για να το κ’βαλήσουν στα σπίτια. Τό ‘βαναν σε χειραμάξια και σεργιάναγαν στ’ μαχαλάδες για να π’λήσουν το νερό.

Φώναζαν:

-Καλό νερό απ’ τ’ Ντραμπάτοβα!

-Καλό νερό νερό απ’ τον Πλίτση. Κι αυτό ήταν άλλη πηγή. Αν ξέρ’ς το Στρούνι, Καλλιθέα το λέν’ τώρα. Απ’ τον Πλίτση έλεγαν τάχα ήφερναν νερό τ’ Αλήπασα οι Τούρκοι.

-Καλό νερό απ’ τη βρύση τ’ς Σαντοβίτσας! Απ’ τ’ Σαντοβίτσα έπαιρναν οι απάνω γειτονιές, που ’ναι ο Αϊ-Σπυρίδωνας, τα Ζευγάρια π’ λέν’ (σημερινή πλατεία Ομήρου). Ήταν ο Φόρος π’ τελείωναν τα Γιάννενα, απ’ τ’ν απάνω μεριά. Άλλος Φόρος ήταν όπως βγαίνουμε απ’ τα Γιάννενα για Κόνιτσα και Ζαγόρια κι ο άλλος ήταν όπως μπαίνουμε στ’ν Καλούτσιανη.

Εκεί είχαν καρτέρι οι φοροεισπράχτορες κι όποιος χωριάτ’ς έρχονταν στα Γιάννενα φορτωμένος με πράματα για πούλημα… τον ξαλάφρωναν!

Ήταν και η Σαντινίκ, μεγάλη πηγή με καλό νερό. Είναι στο Πέραμα. Εκεί μας πάαιναν εκδρομή με το σκολειό.

Όλες οι πηγές έπεφταν στ’ λίμνη, γι’ αυτό η λίμνη είχε καλό νερό, πίνονταν…

Γι’ αυτό π’ με ρώτ’σες… Για τα νερά… Τα νερά έρχονταν σφραϊσμένα απ’ τ’ Ντραμπάτοβα, ήταν σίγουρα (ασφαλή για κατανάλωση)!

Να σ’ δώκω να καταλάβ’ς, τα νερά που ’φερναν οι βαρκάρ’δες στο μώλο, τα σφράιζε ένας υπάλληλος για να ’ναι σίγουρα… μη σ’ βάλουν νερό απ’ όπου να ’ταν απ’ τ’ λίμνη!

Αυτός σφράιζε το βούλωμα με ένα σύρμα με μολύβι (μόλυβδο) λιωμένο. Κι όταν αγοράζαμαν νερό στ’ βαρέλα μ’ αυτό το μολύβι, το καρτερούσε ο αδερφός μ’ πώς και πώς για να το λιώσει και να ρίξει απάνω στα κότσια. Κότσια από αρνιά. Είχαν μια τρύπα τα κότσια. Ο αδερφός μ’ έλιωνε το μολύβι σ’ ένα τ’γάνι κι έρ’χνε το λιωμένο μολύβι στα κότσια για να γένουν βαριά. Ήταν παιχνίδι για τα παιδιά αυτό… Τά ’βαζαν στ’ σειρά κι όποιος τα πετύχαινε. Έχ’ς παίξει κότσια εσύ;

Οι νερουλάδες ήταν φτωχοί ανθρώποι, τ’ς είχαν παρακατιανούς…

Το χειμώνα για πηρέτειο μάζωναν νερό στ’ν κάναλη (υδρορροή). Απ’ τ΄ν κάναλη στο βαρέλι το σιδερένιο. Ή καρούτες μεγάλες, καδιά μεγάλα π’ κάναμαν το κρασί. Νάιλα δεν υπήρχαν τότε! Α πα πα πα! Κοντά γιόμ’σε ο κόσμος λεκάνες πλαστικές, γκουβάδες, μπιτόνια…

Οι αρχόντοι ήθελαν νερό καλό απ’ τ’ λίμνη, χειμώνα-καλοκαίρι. Οι φτωχοί το χειμώνα μάζωναν το νερό τ’ς βροχής απ’ τ’ς κάναλες, τό ’βραζαν και το ‘π’ναν… Καταλαβαίν’ς, τα κεραμίδια απ’ τ’ς γάτες…».

Ο νερουλάς Σιλομός

Ζητάω από τη συνομιλήτριά μου να μου μιλήσει λίγο εκτενέστερα για τους νερουλάδες:

«Νερό για λάτρα ήφερναν απ’ τ’ λίμνη και για πιει απ’ τ’ς ανάβρες (πηγές), απ’ τ’ μεσόλιμνη.

Θ’μάμαι ήταν ένας Οβριός, παλιός. Φόραγε ντ’λαμά (ντουλαμά), σα ρόμπα μακριά. Πολλοί βαθιοί (παλιακοί) Οβραίοι φόραγαν ντ’λαμάδες, δε φόραγαν φράγκικα παντελόνια (ευρωπαϊκά, όπως τα σημερινά).

Αφού είχαμαν Τούρκικο (ήμασταν υπό τουρκική κατοχή) τόσα χρόνια, είχαμαν μείνει πίσω σ’ όλα..

Αυτός ο έρμος ο Σιλομός ήταν ένας φτωχός Οβριός, ο μαύρος (δυστυχισμένος). Για να σηκώνει βαρέλες, ε δεν ήταν και ζαμανικός (υπερήλικας)!

Ξύλινες βαρέλες με νερό κ’β’άλαγε, αυτές τ’ς βαρέλες π’ τ’ς λέμε και φ’τσέλες στα χωριά (φουτσέλα, βουτσέλα).

Είχε μεγάλη χαμάλα μ’ άλογο. Η χαμάλα ήταν κάρο μεγάλο, μακρύ, με τέσσερες ρόδες.

Φόρτωνε τ’ς βαρέλες στ’ χαμάλα κι ήφερνε γύρα τα Γιάννενα.

Ήταν λίγο κακοσούσουμος (άσχημος), λιγοστός (μικρόσωμος). Κούτσαινε και λίγο. Βάιζε (έγερνε) απ’ το βάρος ο καψαρός, πήγαινε βαϊστά…

Απόσταινε (κουραζόταν) όλη τ’ μέρα να κ’βαλάει νερά απ’ τ’ λίμνη, να τα πάει στα σπίτια, κι έπρεπε να τα μπάσει μέσα. Τι… Θα κατέβαινε η κυρά να τα πάρει; Έπρεπε να τα μπάσει αυτός τα νερά μέσα στα μαγειρειά και τά ‘παιρναν οι δούλες απ’ τα μεγάλα τα σπίτια, απ’ τ’ αρχοντόσπιτα.  Άφ’νε μία βαρέλα με νερό κι έπαιρνε τ’ν άδεια, αυτή που ‘χε αφήκει άλλη μέρα.

Τον καρτερούσαν, γιατί ήξεραν τι ώρα θα περάσει για να φέρει το νερό.

Μεροκαματιάρ’ς άνθρωπος, για το τίποτα δούλευε, για πενταροδεκάρες. Να πάρει το μεριάτικο (μεροκάματο), βασανίζονταν όλη τ’ μέρα για να πάει το κατιτίς στο σπίτι, να θρέψει τ’ φαμιλιά του…».

Μπότης: η στάμνα που… ανάσαινε!

Τον μπότη τον θυμάμαι πολύ αμυδρά, η μητέρα μου όμως καλύτερα, αφού τον χρησιμοποιούσε για πολλά χρόνια:

«Για να κ’βαλάμε νερό είχαμαν και τα μπότια (ο μπότης, τα μπότια, όπως ο κήπος, τα κήπια).

Τι είναι ο μπότ’ς; Είναι χωματένια στάμνα. Αυτά τά ’φκιαναν οι λαηνάδες (αγγειοπλάστες). Ο μπότ’ς το βάσταγε κρύο το νερό, γιατί δεν τον περονιάζει η ζέστα. Δράζει (βγάζει) λίγο νεράκι απόξω, σα να ανασαίνει ο μπότ’ς, γι’ αυτό κρατιόται κρύο το νερό. Αλλά… αλίμονο άμα σο’ ’πεφτε ο μπότ’ς! Γένονταν τρύψαλα! Γι’ αυτό έλεγαν οι παλιοί, “Πολλές φορές πααίνει ο μπότ’ς για νερό, αλλά κάποτε θα σπάσει”.

Αλλά εμείς οι γ’ναίκες τον φύλαγαμαν να μη μας πέσει, γιατί πού θα ματαηύρισκαμαν μπότη; Με τι να κ’βαλήσουμε νερό απ’ τ’ βρύση; Με τ’ς χούφτες;

Δεν ήταν ακριβό αυτό τ’ αγγειό, γιατί ήταν από χώμα. Τι θα κόσταγε; Το χώμα;

Κοντά απ’ τ’ς μπότ’δες βήκαν τα τσίγκια (ειδικά υδροδοχεία που προσαρμόζονταν στο κεφάλι, οπότε ισορροπούσαν και μεταφέρονταν χωρίς να τα κρατάνε οι γυναίκες)».

Το... νερό νεράκι έλεγαν οι πρόγονοί μας!
Το… νερό νεράκι έλεγαν οι πρόγονοί μας!

«Γιομίζει ο άντρας μ’ παγούρια στο ρέμα…»

Ζητάω από ένα ζευγάρι μετακινούμενων κτηνοτρόφων, και συγκεκριμένα από τη σύζυγο, να μου μιλήσει για το θέμα, αλλά κάτι θέλει να με φιλέψει…

«Θύμα με (θύμισέ μου) τότε π’ θα φύβγ’ς να σ’ δώκω ένα τόσοϊα κομματάκι χλωροτύρι, το ’χω ασπραλατ’σμένο…

Μωρέ, στέκα (στάσου) να σ’ το δώκω τώρα, γιατί θα ξαστοχήσω (ξεχάσω) εγώ…

Κάτσε τώρα να πούμε κανιά κ’βέντα…

Νερό κάτω στο ρέμα παίρουμε, απούθε να πάρουμε; Βρύσινο νερό δεν έχουμε.

Επροχτέ έβρεξε, σέρει (ρέει) το νερό στο νερό και πααίνουμε και παίρουμε. Γιομίζει 3-4 παγούρια ο άντρας μ’ και τα φέρει στο σπίτι. Στο σακούλι μέσα τα φέρει. Ε, ποτίζει και τα γίδια.

Παίρει κι απ’ το ρέμα, από έναν άμπ’λα, παίρει κι απ’ τ’ βρυσούλα, όπ’θε βρεθεί.

Σκερεύομαστε απ’ τ’ στέρνα (για πλύσιμο εξυπηρετούμαστε απ’ τη δεξαμενή), αλλά αυτό δεν κάνει για πιει (πόσιμο).

Έχουμε και τ’ στέρνα, πιάνει (χωράει) πολύ νερό, 500 κιλά. Είχαμαν κι άλλο βαρέλι, τρανό, για να μαζώνουμε νερό απ’ τα σταλάματα, αλλά μας τό ’φαγαν τα ποντίκια αυτό το βαρέλι!

Το γιομίζαμαν νερό και περάμαν πόσο καιρό.

Τα παλιά τα χρόνια, πάαιναμαν και με τ’ βαρέλα για νερό. Λίγο νερό, αλλά μας έφτανε…».

«Ανέβαινε ένα παιδί στο καμπαναριό…»

Ταξίδι στα πολύ ορεινά τώρα, αλλά και αρκετές δεκαετίες πίσω…

«Τ’ ανατολικό Ζαγόρι, το Βλαχοζάγορο π’ το λέμε, έχει νερά πολλά! Μάνες (μεγάλες πηγές)! Μες στο καταλακόκαιρο το νερό… χοχλάζει στ’ς λακιές! Βγαίνει πολύ απ’ τ’ νερομάνα!

 Έχουν κήπια, λάχανα, κρομμύδια… Κι όπως είναι αφράτο το χώμα, γένονται μεγάλα τα κεφάλια, και τα κρομμύδια και τα σκόρδα! Κι οι γίγαντες είν’ ονομαστοί απ’ τ’ ανατολικό Ζαγόρι. Κι αφού έχουν πολλά ζωντανά, είναι τσελιγκάδες βαρβάτοι, μαζώνουν τ’ φουσκή (κοπριά), τ’ βάνουν στα σακιά και τ’ ρίχνουν στα κήπια.

Και στο δυτικό Ζαγόρι κι εκεί έχει νερά, όπως έχουν στο Τσεπέλοβο και στο Σκαμνέλι.

Αλλά εμείς που ’μαστε στο Καπέσοβο, περάει η χαράδρα τ’ Βίκου εκεί, και κόβεται η φλέβα τ’ νερού (διακόπτεται ο υδροφόρος ορίζοντας).

Τα παλιά τα χρόνια δεν είχαμαν νερό τρεχούμενο στα σπίτια. Πάαιναν οι γ’ναίκες στ’ς βρύσες, φορτωμένες τ’ φ’τσέλα.

Είχαμαν και μια βρυσούλα τενεκεδένια, νιφτήρα, στον οβορό (πλακόστρωτη αυλή). Τ’ αψυχάγαμαν το νερό, γιατί μ’ αυτήνη τ’ βρυσούλα έπρεπε να πλυθούμε όλη η φαμ’λιά. Μας έλεγε η κυραμάνα (γιαγιά): “Μην το σκορπάτε ανέφροντα το νερό, τσιούπρες! Μην το προντάτε (ξοδεύετε άσκοπα) το νερό! Το βρυστάρι στο λίγο (να μην ανοίξουν τελείως τη μικρή τσίγκινη βρύση), είναι μακριά η βρύση κι η στέρνα…”. Για να πάμε και να ‘ρθουμε… μία ώρα! Και δεν έχει και νερό η βρύση! Είναι σιουρνάρα! Ράμμα το νερό!

Στο Καπέσοβο οι βρύσες είχαν τα ονόματά τ’ς: Βρυσοπούλα μία, στ’ς Καρυές η άλλη, τ’ν άλλη τ’ν έλεγαν Τσιούβαλη, Κάρπινος άλλη μία, Ρογκοβό τ’ν έλεγαν τ’ν άλλη…

Εκτός απ’ τ’ς βρύσες είχαμαν και τ’ς στέρνες (μεγάλες δεξαμενές, όπως τα πηγάδια). Το καλοκαίρι π’ στέρευαν οι βρυσούλες τ’ χωριού απ’ τ’ ζέστα, άν’γαν οι στέρνες. Είχε η εκκλησιά μία στέρνα κι άλλη μία είχε το σκολειό. Και το κάθε σπίτι έπαιρνε μια φ’τσέλα, μια βαρέλα τ’ μέρα. Μας έστελναν εμάς τα παιδιά για να κρατήσουμε τ’ σειρά, να πάρουμε νερό απ’ τ’ στέρνα.

Ήταν βαθιές οι στέρνες μες στ’ γη και το ροδάνι (σιδερένιο καρούλι για ανεβοκατεβαίνει ο κουβάς) ήταν πολύ βαρύ, σα μαναβέλα. Ένας άντρας γύρ’ζε τ’ μαναβέλα απ’ το ροδάνι και μία κοπέλα έρ’χνε τον γκουβά μέσα και τραβούσαν μαζί το σκ’νί.

Και καταλαβαίν’ς τι γένονταν… Πάαιναν τα σερ’κά τάχα να βοηθήσουν στο ροδάνι, αλλά ήθελαν να ιδούν και τ’ς τσιούπρες! Μεγάλο παν’γύρι!

Κι οι γριές να μαλώνουν τα παιδιά… Σερ’κά και θηλυκά…

-Σιγά το σιούκλο (κουβάς), μωρέ ζουρλά, δεν είναι να χάνουμε νερό! Εμείς τ’ αψυχάμε, δεν έχουμε να νιφτούμε! Φρόν’μα (με προσοχή) ρίξ’τε το νερό, με το χωνί, στ’ βαρέλα!

-Μην τον ρίχν’ς έτσι, μωρή ζουρλιάγκω, το σιούκλο! Θα το σπά’εις! (απευθυνόταν σε κοπέλες που έριχναν με δύναμη τον γκουβά μέσα στη στέρνα).

Πήγαινε το βρισίδι… γόνα!

Τσακώνονταν και συναμεταξύ τ’ς οι γριές:

-Εγώ ήρθα γληγορότερα, μωρή!

-Το’χ’ς ντιπ χαμένο! Δεν ξέρω εγώ πότε ήρθα;

Τι άκ’γες…

Με τ’ μεγάλη τ’ ζέστα, τότε που ’ταν ν’ ανοίξει η στέρνα τ’ σχολειού, ανέβαινε ένα παιδί στο καμπαναριό και φώναζε:

-Ακούτε, χωριανοί! Τ’ς 12 η ώρα θ’ ανοίξει η στέρνα τ’ σκολειού! Κάθε φαμ’λιά θα πάρει μία φ’τσέλα (μια βαρέλα νερό).

Και κόσευαν (έτρεχαν) οι γ’ναίκες να φτάσουν πρώτες!

Κι άμα έπιανε κανιά βροχή καλοκαιριάτικα, μάζωναν το νερό για περέτειο, για τ’ς δ’λειές τ’ σπιτιού, όχι για πιει. Και για να ποτίζουν και τα λουλούδια. Τα λουλούδια δεν έλειπαν απ’ τον οβορό».

Διψασμένοι οι διαβάτες

Έκανα επανειλημμένες προσπάθειες να βρω στο τηλέφωνο τον πρόθυμο χρονομάρτυρά μου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πήρα το ρίσκο και πήγα κατευθείαν στο σπίτι του. Ευτυχώς ήταν εκεί, με μεγάλη όρεξη για συζήτηση κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο της κρεβατίνας…

«Εσύ μ’ έπαιρνες τηλέφωνο απ’ τ’ από τόρε; Δεν άκ’γα ντιπ! Μία βαζούρα (βουητό) άκ’γα… Είναι παραγκωλύσιο (ελαττωματικό) το τηλέφωνο πο’ ’χω….

Απ’ τ’ν Απάνω Καλεντίνη έκαναμαν 7-8 ώρες να πάμε στ’ν Άρτα. Άσωτος (ατελείωτος) δρόμος! Απ’ το Πουρνάρι (παραποτάμια τοποθεσία σχετικά κοντά στην πόλη) και κάτω, στον κάμπο, στο σιάδι, δε σώνονταν η στράτα! Κόλλαγαν τα ποδάρια!

Κίναγαμαν το πρωί απ’ το χωριό, τότε πο’ ’φεγγε (ξημέρωνε). Δεν έφευγαμαν άμα δε χάραζε.

Εμείς όταν κίναγαμαν με το ποδάρι να πάμε στ’ν Άρτα, δεν έπαιρναμαν νερό από κοντά… γιατί δεν είχαμαν παγούρι! Τι έκαναμαν; Σταμάταγαμαν στο Λιβίτσικο (παλιά ονομασία χωριού Ζυγός), είχε μία βρυσούλα. Αλλά κι εκεί ποιος να πρωτόπαιρνε νερό… Οι ντόπιοι, οι χωριανοί, ή εμείς οι διαβάτες;

Δεν είχε πολύ νερό η βρύση αυτήνη, όχι. Κι από ‘κεί κατέβαιναμαν στ’ Νάκου, στο Πουρνάρι, εκεί είναι το φράγμα τώρα. Κι έφταναμαν στ’ν Άρτα.

Και στ’ν Άρτα έπρεπε να το πληρώσουμε το νερό. Οι βρύσες τ’ς ήταν μέσα στα μαγαζιά, έπρεπε να μπεις μέσα.

Τι θ’μήθ’κα τώρα… Κάποτε έρθομαν απ’ τ’ν Άρτα για το χωριό. Καλοκαίρι ήταν. Ζέστα μεγάλη! Κάμα!

Γκάνιαξα απ’ τ’ δίψα! Δεν είχα ούτε δραγκιά νερό! Νερό ηύρισκα στο δρόμο, αλλά πού να το πάρω; Στο πλόχερο (χούφτα); Αφού δεν είχα αγγειό. Έπ’να νεράκι όσο μπόρ’γα στ’ς βρυσούλες και τράβαγα το δρόμο μ’.

Κι όταν έφτασα, π’ λες, Βασίλη, στο Λιβίτσικο, ηύρα έναν άντρα και μία γ’ναίκα, σ’ ένα χωράφι, δίπλα στο δρόμο. Δεν ήταν δημοσιά, αλογόστρατα ήταν.

Εγώ μπαΐλισα απ’ τ’ ζέστα κι απ’ τ’ δίψα.

Και τ’ς είπα:

-Ωρέ παιδιά, έχετε να μ’ δώκετε τσιότσιο (λίγο) νερό γιατί μπαΐλισα απ’ τ’ δίψα;

Προσφέρθ’καν οι ανθρώποι και μ’ τό ’δωκαν ούλο το νερό που ’χαν, μαζί με το μπουκάλι! Μπουκάλι καλό, γυάλινο! Αυτό το μπουκάλι τού ’χαν από πιοτό. Δεν ήταν τότε πλαστικά, όχι.

Και τ’ς είπα εγώ:

-Φχαριστώ πολύ, αλλά να μη σας πάρω το μπουκάλι…

Είπαν αυτοίνοι:

-Όχι, να το πάρ’ς όπως τού ’ναι, γιατί εμείς θα φύβγουμε, θα πάμε στο σπίτι μας. Πάρ’ το μπουκάλι με το νερό, γιατί έχ’ς δρόμο εσύ μπροστά σου… Μέχρι να σώ’εις (σώσεις: φτάσεις) στα ορεινά, έχ’ς στράτα μεγάλη! Πάρ’ το μπουκάλι…

Καληώρα σου, ξέρ’ς τι έχουμε τραβήσει η θ’κή μας η γενεά; Κι οι γονέοι μας περισσότερα ακόμα…».

«Νερό για λάτρα (καθαριότητα) ήφερναν απ’ τ’ λίμνη και για πιει απ’ τ’ς ανάβρες (πηγές), απ’ τ’ μεσόλιμνη».
«Νερό για λάτρα (καθαριότητα) ήφερναν απ’ τ’ λίμνη και για πιει απ’ τ’ς ανάβρες (πηγές), απ’ τ’ μεσόλιμνη».

Αλαφρόπετρα για να τροχάν’ τα ποδάρια!

Ένα μεγάλο πρόβλημα, φυσικά, ήταν και το νερό για την ατομική υγιεινή, η οποία ως έννοια ήταν μάλλον άγνωστη…

«Ο κόσμος είχαν λέρα γιατί δε λούζονταν (δεν έκαναν μπάνιο). Στο κεφάλι λούζονταν, όχι στο κορμί.

Νερό δεν είχαν, ούτε σαπούνια ήταν. Κι να είχαν νερό, έπρεπε να το ζεστάνουν στο κακάβι.

Τι μπάνιο να κάν’ς… με μία κατσαρόλα νερό!

Γι’ αυτό ο κόσμος είχε λέρα πολλή.

Ήταν σαν τα ποδάρια τ’ς χελώνα οι φτέρνες μας!

Οι γ’ναίκες ήταν ξυπόλητες, με τα καλία, τα ξυλοπάπ’τσα, τα παπούτσια απ’ τ’ς πλύστρες. Για να βγάλουν τ’ σκόρτσα (μεγάλη βρομιά) απ’ τα ποδάρια, τ’ς φτέρνες, τ’ς τρόχαγαν με αλαφρόπετρα, ένα λιθαράκι μ’κρό. Τα λιθάρια αυτά τά βρισκαμαν στ’ς στράτες. Τι άλλο να ’χε ο κόσμος…

Τι θ’μήθ’κα… Κάποτε παντρεύονταν μία κοπέλα εδώ στο χωριό κι δεν είχε ούτε σαπούνι να πλύνει τα ποδάρια τ’ς… Τα τρόχαγε (έτριβε) η έρμη μ’ ένα λιθάρι μέσα στο μαντρί, τ’ μέρα π’ θα παντρεύονταν! Τότε παντρεύουνταν στο σπίτι, δεν πάαιναν στ’ν εκκλησιά για στέφανα…

Αυτά π’ σε λέω δε θέλουν να τ’ ακούσουν τα παιδιά μ’, τ’ αγγόνια μ’… “Δε θέλουμε παραμύθια εμείς”, έτσι λέν’, δεν τα γνοιάζει…

Τα παιδιά μ’ και τ’ αγγόνια μ’, όταν έρθονται στο χωριό, καλά να τά ’ναι, θέλουν… από δυο κυβικά νερό ο ένας για να πλυθούν! Κι άμα κοπεί κανιά μέρα το νερό, λέν’ ότι θα φύβγουν, γιατί δεν αντέχουν… Έτσι έμαθαν… Αλλά ακόμα κι η κότα, άμα πίνει νερό, τηράει απάνω στο Θεό…».

Οι κοπέλες… ζεμάταγαν τα ρούχα των ανταρτών!

Με το νερό, φυσικά, σχετίζεται και το θέμα του πλυσίματος των ρούχων. Η βιομάρτυρας εξιστορεί την υποχρέωση των γυναικών να πλένουν τα ρούχα των ανταρτών στα Ζαγοροχώρια:

«Μόνο σαπούνι κι αλισίβα για να πλύν’ς τα ρούχα! Αλλά σαπούνι πού να το βρεις… Αλισίβα ήταν, τίποτ’ άλλο. Κι οι τσιούπρες από κάθε χωριό πήγαιναν στ’ς αντάρτες, ζεμάταγαν τα ρούχα τ’ς, τ’ άπλωναν γύρα-γύρα στ’ς βατσ’νιές (βάτα) κι όταν στέγνωναν, τά ’παιρναν και τα μπάλωναν, γιατί τα ρούχα των ανταρτών ήταν ρέντζελα (παλιά, τρύπια).

Κι αφού τά ’ραβαν, τ’ς τα ’δωναν πίσω.

Α, να σ’ μολογήσω και κάτι να γελάσεις…

Ήταν κάποτε μία χήρα, θεια μ’. Θα να ’ταν 60 χρονών, με το μαύρο το φακιόλι (μαντήλι) στο κεφάλι. Η μαύρη (δυστυχισμένη) είχε μείνει από νέα χήρα… Τι να θ’μάται η έρμη τι ήταν τα βρακιά τ’ αντρικά… Και σάμπως είχαν και βρακιά τ’ς προκοπής οι άντρες…

Των καψο-ανταρτών τα περισσότερα βρακιά τά ‘χε μπαλώσει αυτήνη. Κι είπε μια μέρα εκεί πο’ ’ραβαν τα βρακιά των ανταρτών:

-Ούι! Απόστασα (εξαντλήθηκα), μωρ’ κοπέλες… Πολλές τρύπες είχαν τα βρακιά απ’ τ’ς αντάρτες… Κι όλες… στ’ν ίδια μεριά… μπροστά!

Δεν κατάλαβε γιατί ήταν οι τρύπες μπροστά…

Οι άλλες οι γ’ναίκες είχαν ξαντερ’στεί στα γέλια!

-Α, μωρ’ θεια, πόσα χρόνια έχ’ς χήρα;

-Από 23 χρονών, δε θ’μάμαι τον άντρα μ’ ντιπ…

-Α για ταύτο, μωρ’ θεια, τά ’ραψες όλα! Ξαστόχησες, μωρ’ καψαρή, τι χρειάζονται οι άντρες τ’ς τρύπες στο βρακί!».

Άκρως επικίνδυνη η κατασκευή πηγαδιού!

Μια πολύ καλή λύση για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας ήταν το πηγάδι, του οποίου όμως η κατασκευή συνεπαγόταν θανάσιμους κινδύνους. Ο ογδονταεφτάχρονος χρονομάρτυρας είναι χείμαρρος στην αφήγησή του:

«Πώς έκαμα και δεν ξέρω (ασφαλώς και γνωρίζω) για τα π’γάδια…

Αρχινάς και σκάφ’ς 4Χ4 στ’ν κορφή, ολοστρόγγυλο. Ε, μπορεί να ‘ναι και 3,80, δε χάλασε η δ’λειά… Ούλος ο γύρος να ’ναι τόσο, στ’ν κορφή. Κι όσο προχωράς, στενεύει. Στον πάτο ήταν λίγο λιγότερο, στενό. Μπορεί νά ’βγαινε 1,50-1,70 το γύρα γύρα.

Στον πάτο (πυθμένα) στενεύει, για να μην πάρει πολύ λιθάρι. Γιατί άμα ζυγών’ς στο νερό, κάνει… ξατμίσεις, καταλαβαίνεται η υγρασία! Ε, άμα είναι δροσιά, καταλαβαίν’ς ότι είναι σιμά το νερό. Γλέπ’ς τ’ς ζωνάρες (πετρώματα) ότι πααίνουμε καλά.

Όλο με σκαμπάνια γένονταν το σκάψιμο για το π’γάδι! Πού να ηύρισκαμαν εκρηκτικά! Ήθελες άδειες…

Άμα έβανες φουρνέλο για να σκάψεις, έπρεπε να προπήσεις να φύβγ’ς, να βγεις όξω! Άμα γένονταν η… ανατίναξη μέσα, άμα έσκαγε το καψούλι, θα έσκαγαν τα… υγραέρια (!), η μπαρούτη που ’χε το φουρνέλο, όπως είναι το φ’σέκι στο τ’φέκι, π’ το σκανταλάς και βγαίνει η μπαρούτη π’ τ’φεκάν’ τ’ αγριόγ’ρουνα!

Το φουρνέλο δε μπόρ’γες να το πετάξεις από πάνω. Έσκαβες με το λοστάρι, να σπάσουν οι ζωνάρες για να πας κάτω, τύλωνες (έβαζες) σιγά σιγά το φουρνέλο, όχι με δύναμη, για να μη σκάσει το καψούλι και σε σκοτώσει… Έβαναν καψούλι μέσα στ’ μπαρούτη, το μασούρι, κι έβαναν φωτιά στο λουρί, στο καλώδιο π’ τ’ άφ’ναμαν 25 πόντους όξω από ‘κεί που ‘ταν η τρύπα. Καίονταν σιγά σιγά όπως τα… κάρ’να στο θυμιατό, για να περάσει στο χώμα να κάνει τ’ν ανατίναξη.

Το καλώδιο είχε μπαρούτη μέσα, γι’ αυτό πάαινε τ’ φωτιά κάτω.

Κάποτε σ’ ένα μαχαλά έφκιαναν ένα π’γάδι. Τό ‘σκαψαν μέσα κι ήθελε μέσα ο μάστορας να θεμελιώσει, για να φύβγει απ’ το νερό απάνω, να μην πατάει μέσα.

Έβαλαν μία μηχανή για να τραβήσει το νερό. Αλλά τράβ’σε και το οξυγόνο… κι ο μάστορας λιγοθύμ’σε! Απομώθ’κε, τ’ κόπ’κε η ανάσα! Άμα είσαι εμπαθής (φιλάσθενος), δε βαστάς εκεί!

Σκοτούριασε ο μάστορας, αλλά πώς να τ’ς ειδοποίγαγε ότι δεν τον είναι καλά… Έπεσε καταή μέσα στο νερό, θ’ απομώνονταν ο άνθρωπος!

Και τι γίν’κε; Ένα παλικάρι μπήκε μέσα στο καλάθι και με τ’ν ανέμη σιγά-σιγά τον κατέβασαν στον πάτο, στο μάστορα π’ θα θεμέλιωνε τον τοίχο απ’ το π’γάδι.

Ο μάστορας ήταν μωροζώντανος (μισοπεθαμένος)! Τον έβαλε το μάστορα στο καλάθι, τον τράβ’σε κι έκατσε το παλικάρι μέσα, για να βγει πρώτος ο μάστορας, που ‘ταν κιντυνεμένος. Τον άρπαξε τ’ αμάξι, τον πήγαν στο νοσοκομείο και γλίτωσε.

Γιατί τότε δεν ήξεραμαν από μηχανήματα, τι είναι το οξυγόνο, το ένα, τ’ άλλο…

Και στο χτίσιμο ήθελε μαστοριά το π’γάδι, να κατέχει από τοίχια ο μάστορας, γιατί άμα δεν ήταν ίσιος ο τοίχος, θα χτύπαγαν τα μπακράτσια (κουβάδες) πέρα-δώθε, πρέπει να μην κρούει το μπακράτσι π’ το τράβαγαν απάνω.

Κι ο τοίχος έπρεπε να μην είναι διπλός και να κλειει. Να βγει ευθεία απάνω. Απάνω στ’ν κορφή, στο σφ’ρά (σοφράς: στόμιο) έπρεπε να είναι κάνα μέτρο γύρα-γύρα.

Τα λιθάρια τα τσιούγκραγαν, τα πελέκαγαν λίγο, για να έρθονται καλά (να εφαρμόζουν).

Απάνω είναι το χώμα (σαθρό έδαφος), παρακάτω είναι όλο στέρεο, δεν ξεκόβει (καταρρέει) απ’ τα τρία-τέσσερα μέτρα.

Οι μαστόροι μέσα στο π’γάδι δούλευαν ορθοί.

Τα λιθάρια τα κατέβαζαν με τ’ν ανέμη, μέσα σ’ ένα καλάθι. Το κατέβαζαν για να ‘χουν λιθάρια οι μαστόροι. Κι έρθονταν τον ανήφορο (ανέβαιναν) χτίζοντα. Όταν γιόμ’ζαν το καλάθι από πάνω και τ’ς το κατέβαζαν μέσα, αυτοί ακούμπαγαν τ’ς πλάτες στον όχτο (στην άκρη, στα τοιχώματα), για να μην τ’ς βαρέσει κάνα λιθάρι. Γιατί άμα σο’ ’ρθει ακόμη και λιθαράκι, στα δυο μέτρα, αλίμονο! Άμα τον βάρ’γε το μάστορα στο κεφάλι, θα το ’ρθονταν σκοτούρα και θα ’πεφτε στο βάθος!

Έχτ’ζαν γλήγορα! Δυο ήταν μέσα. Ο ένας έδωνε τα λιθάρια, ο άλλος έχτ’ζε, να προχωρέσουν απάνω.

Τίποτα δεν έβαναν, ούτε λάσπη, ξηροτοίχι! Λιθάρια μαναχά.

Κι όταν έπρεπε να καθαρίσουν το π’γάδι, κατέβαινε ένας και το καθάρ’ζε. Εγώ κατέφ’κα στα 17 μέτρα για να καθαρίσω ένα π’γάδι. Μ’ έδεσαν με μία τριχιά, αργανέλα σκληρή, και τ’ν ανέμη τ’ν απόλαγαν σιγά-σιγά.

Έφτασα στον πάτο, είχα ένα σιατίλι, πώς να σ’ πω… γκουβάς! Το γιόμ’ζα νερό, να τελειώσει το νερό απ’ το π’γάδι, τον Αύγουστο μήνα π’ λιγοστεύει το νερό, τό ‘πλυνα το π’γάδι με νερό π’ μο’ ’δωναν από πάνω. Γιατί έχει θελούρα μέσα το νερό απ’ το π’γάδι, έχει χώματα… Μέχρι και μπακράτσια, μπούγλες (τενεκέδες που χρησιμοποιούνταν σαν κουβάδες για άντληση νερού), τά ‘ταν μέσα στο νερό και τά ‘βγαζα! Άμα κόβονταν η τριχιά, αυτά έπεφταν μέσα στο π’γάδι.

Για 35 δραχμές έκανα αυτή τη δ’λειά, αλλά ήταν… ακριβά τα λεπτά!

Μία φορά ολομία (παραλίγο) να μείνω μέσα σ’ ένα π’γάδι. Γιατί κατέφ’κα να καθαρίσω ένα π’γάδι, αλλά δύο γ’ναίκες δε μπόρ’γαν να με βγάλουν. Άντρας δεν ήταν εκεί. Και καρτέρ’γαν μην περάσει κάνα λεφωρείο, να ‘ναι κάνας άντρας να τ’ς βοηθήσει, να ’ναι χειροδύναμος, αλλά μπόρεσα σιγά-σιγά και βήκα απάνω…».

***

Αρκετά χρόνια πριν, όταν η Αθήνα αντιμετώπιζε οξύτατο πρόβλημα με την έλλειψη νερού, μια ευρηματική γελοιογραφία έδειχνε κάποιον να ποτίζει το γκαζόν με… το μπιμπερό λέγοντας «Μέχρι να πάρεις το κολάι είναι λίγο δύσκολο, αλλά μετά παιγνιδάκι…».

Είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν θα φτάσουμε ποτέ σε αυτό το ακραίο σημείο, τον εφιάλτη της λειψυδρίας όμως κανείς δεν μπορεί να τον αποκλείσει.

Πριν από λίγες μέρες, μια είδηση έκανε τον γύρο του Διαδικτύου, και μάλιστα αφορούσε μια λαμπερή ευρωπαϊκή πρωτεύουσα…

«Χωρίς νερό κινδυνεύουν να μείνουν τα περίφημα σιντριβάνια στη Ρώμη, ενώ έρχονται περιορισμοί στην κατανάλωση νερού από νοικοκυριά και επιχειρήσεις…».

Τ’ άκουσες στη γειτονιά σου; Καρτέρα τα και στη γωνιά σου, που λέμε και στην Ήπειρο!

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Email: [email protected]

LinkedIn: Vasilis Malisiovas

(Εμφανιστηκε 979 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.