«Όσα έχει η μοίρα στο χαρτί πελέκι δεν τα κόβει.»
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Η αρχαία ελληνική λέξη μοίρα σημαίνει: μέρος, τεμάχιο, κομμάτι, σε αντιδιαστολή με το «όλον», το σύνολο ενός πράγματος· ανάλογο μερίδιο, μερτικό της λείας, μερίδα δείπνου· ό,τι μοίρασαν οι θεοί σε καθέναν από τους θνητούς· η ειμαρμένη,[1] η τύχη, καλή ή κακή που ακολουθεί τον άνθρωπο δια βίου και θεωρείται ορισμένη εκ γενετής, λ.χ. «δεν είναι η μοίρα σου να πεθάνεις.»· καλή τύχη, ευδαιμονία· το πεπρωμένο και το μη πεπρωμένο – όσα πρόκειται να γίνουν και όσα δεν θα συμβούν. Η αρχαία λέξη «πότμος» σημαίνει επίσης μοίρα, κλήρος, τύχη, πεπρωμένο, πεπρωμένος θάνατος· ό,τι πίπτει και προσπίπτει τινί τυχαίως, η τυχαία συμμετοχή ενός ανθρώπου σε κάτι. Στην Ιλιάδα, διαβάζουμε: «Και τούτοι απ’ τον Τυδέα καλύτερη δεν ήβραν μοίρα ωστόσο· / τους σκότωσε όλους· έναν άφησε μονάχα να γυρίσει· – «Τυδεὺς μὲν καὶ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκε· / πάντας ἔπεφν᾽, ἕνα δ᾽ οἶον ἵει οἶκον δὲ νέεσθαι·»[2] Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, «αυτή που κλώθει», γνέθει το νήμα της ζωής· η δεύτερη, η Λάχεσις, το ξετυλίγει, μοιράζει δηλαδή τους κλήρους, καθορίζει τι θα «λάχει» στον καθένα, εξ ου και η λέξη λαχείο. Η Λάχεση ήταν υπεύθυνη για το παρελθόν, η Κλωθώ για το παρόν και η Άτροπος για το μέλλον.
Ό,τι γράφει η μοίρα μελανό, ο ήλιος δεν τ’ ασπρίζει.
Ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει.
Αν ήταν να μοιραίνουνε δυο φορές οι Μοίρες, ποτέ δεν ευρισκόντανε στον κόσμο κακομοίρες.
Αλί που τον δέρνει η μοίρα του και δεν τον δέρνει ο νους του.
Σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση των αρχαίων Ελλήνων, οι Μοίρες έγραφαν σε κατάλογο τα ονόματα εκείνων που επρόκειτο να πεθάνουν· η «Άτροπος» παρέδιδε καθημερινά τον κατάλογο στον Ερμή κι αυτός «ανέβαινε» στον κόσμο. Με το «Κηρύκειο» στο χέρι πήγαινε «εις έκαστον ασθενή ή οδοιπόρον, ή πλέοντα ή πολεμούντα ή όπως κι αν ήτο και εψηλάφιζεν αυτόν με το Κηρύκειον και ούτως εξέπνεεν.» Ήταν αδύνατο να πεθάνει άνθρωπος που δεν τον άγγιξε ο Ερμής· στη συνέχεια, «αφ’ ου εσύναζεν όλους όσους περιείχε ο κατάλογος, επορεύοντο, αυτός μεν με το Κηρύκειον υψωμένον» εκείνοι δε «ηκολούθουν ως πρόβατα, ελκυόμενοι από της δυνάμεως του Κηρυκείου.» Έτσι κατέβαιναν στον κάτω κόσμο, μέσω της Αχερουσίας λίμνης, όπου βρισκόταν το στόμιο του Άδη, το Τελώνιον του Αιακού και το πορθμείο του Χάρωνος. Ο Αιακός μετρούσε προσεκτικά τους νεκρούς, επειδή ο Ερμής -αν και θεός- «δεν είχε υπόληψιν εις ταύτα, κλέπτης ων.» Ακολούθως, επιβιβάζονταν στο πλοίο του Χάρωνος· στην αποβάθρα καθόταν η Μοίρα Κλωθώ, «εξετάζουσα έκαστον, ποίος ήτον και πώς απέθανεν και αν ετάφη το σώμα αυτού.» Οι άταφοι έπρεπε να μείνουν εκατό χρόνια έξω από την Αχερουσία λίμνη, «όθεν και η λύσσα περί ταφής των νεκρών τοις παλαιοίς.» Επιπλέον, αν είχαν και χρέος στον απάνω κόσμο, θα περίμεναν μέχρι να το πληρώσουν οι συγγενείς τους.[3]
Στην Ιλιάδα (Ω525-530) διαβάζουμε για τη μοίρα των βροτών, δηλαδή των θνητών ανθρώπων: «Τέτοια οι θεοί μαθές στους άμοιρους θνητούς έκλωσαν μοίρα, / να ζουν με πίκρες και με βάσανα, κι αυτοί περνούν ανέγνοιοι. / Μπροστά στου Δία την πόρτα βρίσκουνται στημένα δυο πιθάρια, / να ‘χει να δίνει, το ‘να βάσανα, το άλλο αγαθά γεμάτο. / Κι αν δώσει ο Δίας ο κεραυνόχαρος μαζί απ’ τα δυο σε κάποιον, / πότε λαχαίνει τούτος βάσανα, πότε χαρές μεγάλες.»
Ο Δημήτρης Τζήκας είναι δάσκαλος και ιστορικός.
[1] Από το ρήμα μείρομαι, που σημαίνει λαμβάνω μερίδιο ή το οφειλόμενο από κάτι· ό,τι δίνεται σε κάποιον, το πεπρωμένο, η μοίρα, το ριζικό, το πεπρωμένο. LIDDELL & SCOTT.
[2] Δ396-397. Μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή.
[3] Βλ. & Αθανάσιος Σταγειρίτης. Ωγυγία. Εν τη τυπογραφία του Ιωαν. Βαρθ. Σβέκιου. Εν Βιέννη της Αούστριας. 1815. Τομ. Α. Σελ. 49.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/
Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ