Νίκος Τσιφόρος: «Είμαι διανοούμενος»
Το επόμενο κείμενο είναι από το βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου (1909-1970) «Άνθρωποι και Ανθρωπάκια». Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα, 1989.
[…] Τι επαγγέλεσθε ακριβώς, τον ρώτησε μια δεσποινίς πού είχε κάνει την ζώνη της φούστα, και την φούστα της αντίσκηνο.
Είμαι διανοούμενος.
Γράφετε;
– Σ’ ελεύθερο στίχο και γράφω και θέατρο.
Πραγματικά έγραφε θέατρο, αλλά δεν είχε ανεβάσει κανένα έργο γιατί κάθε φορά πού πήγαινε να το διαβάσει τον δέρνανε στην δεύτερη σελίδα.
Τότε, αγόρασε ένα τσιμπούκι και δήλωσε: Θα γίνω κριτικός και θα τους αλλάξω τα φώτα. Καλύτερα να γίνετε ηλεκτρολόγος. Όχι. Κριτικός.
Περπατούσε λοιπόν στον δρόμο με ύφος κριτικού. Αυτό το ύφος που έχουν οι τραπεζίτες όταν στο μαγαζί τους το χρηματοκιβώτιο τους είναι γεμάτο χιλιόδραχμα. Αυτός είχε το συρτάρι του γεμάτο πνευματικά προϊόντα.
Κατ’ αρχήν, δεν αφήνουν οι παλαιοί. Κλείνουν τον δρόμο στους νέους.
Του υποδείξανε ότι οποίος έχει την δυνατότητα ανοίγει τον δρόμο μόνος του. Τότε εξαγριώθηκε.
Κύριοι, γνωρίζω είκοσι τέσσερα γράμματα. Δεν θα γίνω σκαφτιάς.
Και τράβαγε την πίπα του, που ήταν συνεχώς σβηστή.
Πήγαινε όμως στο θέατρο.
Στα γραφεία των διαφόρων εντύπων.
Έπιασε φιλίες.
Ανέπτυσσε θεωρίες.
Ο Ίονέσκο. Είδατε την «Φαλακρή τραγουδίστρια»;
Όλοι συμφωνούσαν ότι η «Φαλακρή τραγουδίστρια» θα ήταν αριστούργημα αν φορούσε περούκα.
Ο Μπρεχτ. Είδατε την «Όπερα των τεσσάρων πεντάρων»;
ΚαΙ μιλούσε με σεβασμό για τον Μπρεχτ, τον Μπέκετ, όλους τους επιτυχημένους.
Μα αυτοί πετύχανε γιατί είχαν ταλέντο. Του αντιλέγανε.
Αυτό, δεν το είχε σκεφθεί ως τώρα. Δεν φτάνουν τα είκοσι τέσσερα γράμματα, δεν φτάνει να βρίζεις η να ενθουσιάζεσαι, χρειάζεται και λίγο ταλέντο.
Δεν εννοούσε να το παραδεχθεί με κανένα τρόπο. Ακριβώς σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ζωής του μπήκε στην μέση μια δεσποινίς πού έγραφε ποιήματα.
Θαυμάσια ποιήματα.
Με νόημα ποιήματα.
Μόνο οι τιράντες του κομπιναιζόν της θέλανε λίγο πλύσιμο. Γίναν όμως πολύ φίλοι. Οι αδελφές ψυχές.
Κρατιόντουσαν στο δρόμο σφιχτοπιασμένοι από το μπράτσο. Κάποτε της είπε:
Γιατί δεν μεταχειρίζεσαι το σαπούνι τάδε; Έχω δει στην τηλεόραση ότι πολλές πετύχανε γιατί πλενόντουσαν με αυτό το αποσμητικό σαπούνι.
Δεν έχω καιρό, είπε αυτή. Αφού ξέρεις ότι κάθε βράδυ ταξιδεύω μέσα στον Γαλαξία.
Δεν του κακοφάνηκε γιατί και ο ίδιος δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις με τα σαπούνια.
Ένα βράδυ. Μπακαλιαράκια. Υπόγειο. Σκορδαλιά. Ρομαντισμός. Ρετσίνα. Στεναγμοί και απόφαση.
Να γράψουμε κάτι μαζί; Σχεδόν κλάψανε.
Πώς δεν το είχανε σκεφτεί τόσο καιρό;
Εκείνο πού τους έλειπε ήταν το θέμα.
Να γράψουμε το «Ακέφαλο τραγουδιστή», είπε αυτή.
Θα ‘ταν μακάβριο. Έξοχα μακάβριο. ‘Ένας τραγουδιστής που δεν έχει κεφάλι, ·που τραγουδάει μπροστά σ’ ένα κατάπληκτο κοινό. Δίπλα του ο βοηθός του, που είναι εγγαστρίμυθος.
Ένα δηλαδή συμβολικό έργο που αποδεικνύει ότι οι αξίες, οι μεγάλοι τραγουδιστές, οι μεγάλοι καλλιτέχνες βασίζονται σε εγγαστρίμυθους πού πάντα μένουν στον βαθμό του βοηθού.
Παρ’ ολίγο να φιληθούνε, αλλά είχανε φάει πολλή σκορδαλιά και σιχαινόντουσαν ο Ένας τον άλλο.
Κι όπως γίνεται με τις μεγάλες δημιουργίες αρχίσανε να το συζητούν. Στην αρχή μπλέξανε με τα ονόματα. Εκείνη ήθελε τον ήρωα να τον λένε Αλκή. Και την ηρωίδα να την λένε Ρένα.
Εκείνος ήθελε το ανάποδο. Να λένε τον ήρωα Ρένο και την ηρωίδα Αλκή.
Ποτέ κανένα είδος γραφτού δεν πετυχαίνει όταν οι ήρωες ονομάζονται Άλκης και Ρένα.
Η δεύτερη διαφωνία τους έμεινε κάπου σ’ ένα ράφι και δεν την θυμηθήκανε σχεδόν καθόλου.
Ένα βράδυ υγρασίας εκείνη είπε: η συνεργασία μας τελειώνει εδώ. Θα γράψω μόνη μου.
Μπορείς να κρατήσεις και τον τίτλο, είπε μεγαλόψυχα αυτός.
Αλλά δεν τον κράτησε κανείς τους.
Εκείνη πήγε σπίτι της πήρε, χαρτί, μπικ, ένα πακέτο τσιγάρα σέρτικα, τα ετοίμασε όλα και μετά μπήκε στο μπάνιο και έπλυνε τις μπρετέλες του κομπιναιζόν της.
Εκείνος τράβηξε σ’ ένα από τα φιλολογικά πατάρια βρήκε ένα σωρό φίλους του, πού όλοι ετοιμαζόντουσαν κάτι να γράψουνε και ζήτησε λίγο καπνό πίπας.
Καπνό πίπας δεν έχουμε, είπανε μελαγχολικοί όλοι. Μπορούμε όμως να σου δώσουμε ένα τσιγάρο, να το σκίσεις και να γεμίσεις την πίπα σου.
Έτσι γίνεται πάντα με τις μέλλουσες μεγαλοφυΐες. Μετά, οι μεγαλοφυΐες όλο λένε: «θα γράψω».
Μετά, διαβάσουνε η μια μεγαλοφυΐα στην άλλη εκείνα πού γράψανε. Η μεγαλοφυΐα που ακούει λέει δυνατά:
Έκτακτο! Αριστούργημα! Ανεπανάληπτο!
Και λέει μέσα της.:
Πω πω αηδία! Που το δικό μου.
Οι μεγαλοφυΐες αρχίζουνε σε μεγάλες παρέες από είκοσι τουλάχιστον άτομα.
Και τα είκοσι άτομα μισούν τους φθασμένους που φτάσανε χωρίς να αξίζουνε.
Μετά, κάποια μεγαλοφυΐα την πιάνει η πείνα και διορίζεται με χίλιες οχτακόσιες τον μήνα.
Σε έξι μήνες οι δέκα οχτώ από τις είκοσι μεγαλοφυΐες είναι διορισμένες.
Και να δεις πού φοράνε καινούργια παπούτσια. Όλο λένε: Θα γράψω. Αλλά πού καιρός. Η άτιμη η ρουτίνα.
Σε δέκα χρόνια, έχουνε ένα καλό μισθό και κοροϊδεύουν εκείνους που θέλουν να γράψουν.
Μερικοί είναι παντρεμένοι.
Μερικοί έχουν παιδιά.
Μερικοί γράφουνε κρυφά. Από την γυναίκα τους. Τα κλειδώνουν σ’ ένα συρτάρι. Κάνουν επίδειξη γνώσεως. Ύστερα ξυρίζονται και κουρεύονται σαν άνθρωποι.
Και οι δυο που περισσέψανε από την εικοσάδα, επιμένουν αλλά ακόμα δεν κατάφεραν τίποτα.
Κάποιο έντυπο δέχεται να φιλοξενήσει μια κριτική τους. Για οτιδήποτε.
Ακόμα και για εικαστικές τέχνες.
Από την στιγμή αυτή, γράφουνε με μπικ πού είναι γεμάτα με χολή. «Κανείς δεν αξίζει τίποτα».
«Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το βάθος “η το ύψος” της δικής μας διανόησης».
«Είμαστε ανώτεροι».
Αν είχανε και ένα παντελόνι της προκοπής με σχιστές τσέπες τότε θα μπορούσαν να μπούνε μέσα στους κλειστούς κύκλους των «μεγάλων παραγνωρισμένων» που είναι ένα είδος μασονικής στοάς, με δικούς τους κανόνες.
Πάντως γράφουνε.
Τις περισσότερες φορές ο αρχισυντάκτης φωνάζει. Τους δίνει το χειρόγραφο.
Γιατί χτυπάτε τόσο τον κ. Δεινόσαυρο; ο κ. Δεινόσαυρος είναι άνθρωπος δικός μας.
Τότε παίρνουνε πίσω την κριτική και την μεταβάλλουνε από φιλιππικό σε διθύραμβο.
«Κανείς δεν μπορεί να φθάσει το ύψος του μεγαλείου του Δεινόσαυρου».
Το κακό είναι ότι το πιστεύει και ο Δεινόσαυρος. Όταν συναντιώνται στον δρόμο ο Δ. λέει μερσί και ο κριτικός λέει το «ένιωσα και το έγραψα».