Η χολέρα του 1854
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Ο Κριμαϊκός πόλεμος, που ξέσπασε στα 1853 ανάμεσα στη Ρωσία και τις ενωμένες δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, απετέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για το ελληνικό βασίλειο να διεκδικήσει εδάφη από τον «μεγάλο ασθενή» της Ανατολής. Επαναστατικά κινήματα ξέσπασαν σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία από το Γενάρη του 1854 με τη διακριτική συμβολή του ελληνικού βασιλείου. Έλληνες αξιωματικοί, που περνούσαν κρυφά στα οθωμανικά εδάφη, προσπαθούσαν να οργανώσουν αντάρτικα σώματα εκμεταλλευόμενοι την εμπλοκή μεγάλου μέρους του στρατού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο μέτωπο της Κριμαίας. Εξ αρχής φάνηκε η συμπάθεια του ελληνικού λαού προς τη Ρωσία, τόσο λόγω του ομόδοξου μεταξύ των δυο λαών, όσο και λόγω της «ανίερης» συμμαχίας των κυρίαρχων χριστιανικών δυνάμεων της Δύσης, Αγγλίας και Γαλλίας, ενάντια σε μια χριστιανική δύναμη. Οι δυο Μεγάλες Δυνάμεις σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι το μικρό ελληνικό βασίλειο θα προσπαθούσε να ασκήσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική ενάντια στα συμφέροντα τους. Βέβαια, το ελληνικό βασίλειο δεν είχε ούτε την οικονομική δυνατότητα, ούτε την στρατιωτική δύναμη να υποστηρίξει μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις στις τρεις επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όπως σωστά επισημαίνει ο Γ. Ασπρέας: «Ο κύβος το οποίον είχεν απόφασιν να ρίψη το Στέμμα θα ωδήγει προς βεβαίαν πανωλεθρίαν διότι εστηρίζετο επί της εξεγέρσεως της φυλής και η φυλή ήτο καθ΄ ολοκληρίαν ανοργάνωτος, ουδ΄ ήτο δυνατόν να χαρακτηρισθή ανταξία της περιστάσεως η οργάνωσις του ελευθέρου Βασιλείου. Κατά θάλασσαν μηδαμινότης και κατά ξηράν αταξία και ανεπάρκεια».
Αποτέλεσμα αυτής της, μάλλον, συναισθηματικής και άκαιρης κινητοποίησης ήταν η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η νίκη απέναντι στην Ρωσία είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία για τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Αγγλίας και της Γαλλίας από ότι η επέκταση του μικρού ελληνικού Βασιλείου εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι με τελεσίγραφο τους απαιτούσαν από τον βασιλιά Όθωνα να δηλώσει ότι αποκηρύσσει τα επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο, την Θεσσαλία και τη Μακεδονία και να παραιτήσει την κυβέρνηση Κριεζή αντικαθιστώντας τη με άλλη της απολύτου εγκρίσεως τους. Πράγματι ο Όθωνας αμέσως προέβη σε δήλωση μετανοίας, καταδικάζοντας τα επαναστατικά κινήματα και δέχτηκε να σχηματιστεί κυβέρνηση από τον εκλεκτό Αγγλίας και Γαλλίας Αλεξ. Μαυροκορδάτο. Παρά όμως την υποχώρηση του Όθωνα οι δυο Μεγάλες Δυνάμεις επιθυμούσαν την ταπείνωση του ίδιου και της Ελλάδας. Γαλλικά οπλιταγωγά τον Μάη του 1854 θα αποβιβάσουν στρατό κατοχής, περίπου 3.500 Γάλλους και Άγγλους στρατιώτες, στον Πειραιά με σκοπό να ελέγχεται η συγκοινωνία μεταξύ Μασσαλίας και Κωνσταντινούπολης.
Μαζί, όμως, με τα Γαλλικά και Αγγλικά στρατεύματα έφθασε στον Πειραιά και μια πιο ύπουλη και αόρατη απειλή. Αρχές Ιουνίου του 1854 γαλλικό μεταγωγικό αποβίβασε στον Πειραιά μερικούς στρατιώτες οι οποίοι κατευθύνονταν από τη Μασσαλία στο μέτωπο της Κριμαίας και είχαν προσβληθεί από χολέρα, ασθένεια που μάστιζε τότε την νότια Γαλλία. Οι ασθενείς μεταφερθήκαν σε νοσοκομείο που είχαν οργανώσει οι Γάλλοι και οι Άγγλοι. Στις 15 Ιουνίου ξέσπασε το πρώτο κρούσμα χολέρας στον ντόπιο πληθυσμό. Αντίστοιχα, στρατεύματα φορείς της νόσου αποβιβάστηκαν στις 26 Ιουνίου και στην Σύρο, μεταφέροντας το πρόβλημα στο νησί. Το μικρόβιο, δονάκιο της χολέρας, όπως ονομάστηκε, ανακαλύφθηκε πολύ αργότερα από τον R.Koch στα 1883 και αποδείχτηκε ότι πρόκειται για μια οξεία μολυσματική ασθένεια που πλήττει κυρίως το πεπτικό σύστημα. Η υγιεινή εκείνα τα χρόνια ήταν ανύπαρκτη, τουλάχιστον όσον αφορά στις κρατικές υποδομές, όπως η αποχέτευση και η υδροδότηση, γεγονός που διευκόλυνε την διάδοση της νόσου. Ο Μπ. Άννινος σημειώνει χαρακτηριστικά: «[…] η Κατοχή του 1854 δεν απέφερε μόνον την ταπείνωσιν, αλλά και τον όλεθρον, αποβιβάζουσα εις Πειραιά την απαίσιον χολέραν, ήτις εθέρισε τόσας υπάρξεις, σκληρώς δεκατίσασα την πόλιν ταύτην και κατόπιν την πρωτεύουσαν και άλλας επαρχίας». Οι Άγγλοι βλέποντας τη συμφορά φρόντισαν να διασπείρουν τα στρατεύματα τους στην περιφέρεια μετατοπίζοντας περί τους 500 στρατιώτες στην Πεντέλη. Βλέποντας την κίνηση αυτή και πολλοί από τους κατοίκους του Πειραιά ακολούθησαν την ίδια τακτική. Γράφει ο «Αιών» στο φύλο της 28ης Ιουλίου 1854: «… εκ των κατοίκων δε Πειραιώς διεσκόρπισαν πλείστοι. Η αραίωσις υπόσχεται πολύν τον περιορισμόν και την καταστολήν του νοσήματος. Αλλ΄ η εις τα μεσόγεια, ως εις το Πεντελικόν, μετατόπισις μέγαν εις τους πέριξ κατοίκους ενέπνευσεν φόβον δίκαιον». Πολλοί κάτοικοι, επειδή σταδιακά απαγορεύτηκε η συγκοινωνία μεταξύ Πειραιά και Αθήνας, κατευθύνθηκαν προς διάφορα νησιά, όπως η Μύκονος, η Τήνος και η Πάρος, κουβαλώντας όμως μαζί τους την χολέρα.
Η ίδια εικόνα επικράτησε και στο εμπορικό νησί της Σύρου, που τότε αριθμούσε περί τους 25.000 κατοίκους, ενώ στο νησί είχαν φτάσει και πρόσφυγες από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο φόβος και ο πανικός οδήγησαν πολλούς στα πέριξ νησιά, Τήνο και Μύκονο μεταφέροντας παράλληλα και την μάστιγα. Οι καθολικοί της Άνω Σύρου, που επλήγη λιγότερο από την Ερμούπολη, έδειξαν αλληλεγγύη και περιέθαλψαν αρκετούς πρόσφυγες. Στην άλλοτε πολύβουη εμπορική πόλη επικρατούσε πλέον ερημιά. Η εφημερίδα του νησιού «Αίολος» αναφέρει χαρακτηριστικά στις 18 Αυγούστου 1854: «Τέλος πάντων η πόλις μας, η αεικίνητος και θορυβώδης, ομοιάζει νεκρούπολιν φέρουσαν τον τρόμον και την αθυμίαν ζωγραφισμένην εις τας οδούς και τας αγοράς». Υπολογίζεται ότι ο μισός πληθυσμός του νησιού είχε καταφύγει στα γειτονικά νησιά. Μέχρι το τέλος Αυγούστου, πάντως, η επιδημία θα ξεθυμάνει. Η αθηναϊκή εφημερίδα «Αθηνά» στο φύλο της 18ης Οκτωβρίου σημείωνε για τις επιπτώσεις της επιδημίας: «Η γενική νέκρωσις του εμπορίου ην η πρώτη κατά της Ερμουπόλεως πληγή. Επηρέασε δε ου μόνον τους κατοίκους αυτής, αποκλειστικώς εις το εμπόριον, την ναυτιλίαν και την βιομηχανίαν ασχολουμένους, αλλ΄ εστέρησε και τον δήμον των κυριοτέρων αυτού πόρων».
Η απομάκρυνση του πληθυσμού από τον Πειραιά και την Σύρο φάνηκε προς στιγμήν να αντιμετωπίζει την επιδημία, αφού στις αρχές του φθινοπώρου κανένα νέο κρούσμα δεν σημειώθηκε. Η συγκοινωνία της πρωτεύουσας με τον Πειραιά σταδιακά αποκαταστάθηκε και όλα έδειχναν ότι η ζωή θα ακολουθούσε τους φυσιολογικούς ρυθμούς. Στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1854 εμφανίσθηκαν και στην Αθήνα μερικά κρούσματα, που δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα τις αρχές. Από τις 16, όμως, του Οκτωβρίου η νόσος θα ξεσπάσει στην πρωτεύουσα με ιδιαίτερη ορμή. Ο Μπ. Άννινος αναφέρει στα «Ιστορικά Σημειώματα»: «Η πόλις των Αθηνών, αύτη η πραγματική πρωτεύουσα της Ανατολής, φαίνεται άλλη Πομπηία, εις τας οδούς της οποίας άλλοτε περιεπάτουν άνθρωποι. Τα εργαστήρια, μαγαζεία, παντοπωλεία, καφενεία και αυτά τα παράθυρα των οικιών ήσαν κεκλεισμένα […] Οι νεκροθάπται καταληφθέντες υπό πανικού είχον φύγει, μετά πολλής δε δυσκολίας και επί αδρά αμοιβή ευρέθησαν αντικαταστάται αυτών και νεκροφόροι. […] Αλλ΄ οι μυσαροί εκείνοι λειτουργοί του θανάτου, ανάλγητοι προ της συμφοράς, μετήρχοντο μετ΄ αυθάδους πλεονεξίας το φρικτόν αυτών επάγγελμα[…]». Η «Αθηνά» από τις σελίδες της έδινε λίγες χρηστικές συμβουλές προς τους πολίτες για να αντιμετωπίσουν το κακό: «Το έχειν το ηθικόν ήσυχον, αποφεύγειν παν ό,τι ταράττει το πνεύμα, αποφεύγειν την θέαν χολερικών […] Το ουδόλως πιστεύειν εις ειδικόν φάρμακον˙ το αληθές φάρμακον είναι η συμβουλή των ιατρών […] Το μη μακρύνεσθαι από την συνειθισμένην δίαιταν[…] Και τελευταίον το μη συνδιαλέγεσθαι περί χολέρας διότι δια τούτων προέρχεται λύπη».
Το Νοέμβριο η Αθήνα δοκίμασε όλη την επιθετικότητα της νόσου. Πλήθος λαού ακολουθούσαν τώρα την αντίθετη πορεία, προς Πειραιά για να μπορέσουν να περάσουν στα κοντινά νησιά. Η κυβέρνηση θέλοντας να αποφύγει την συσσώρευση πληθυσμού ναύλωσε ένα ατμόπλοιο που έκανε δρομολόγια στα κοντινά νησιά μια φορά την εβδομάδα. Σε λίγες μέρες προστέθηκε ακόμη ένα ατμόπλοιο που παραχώρησαν οι Γάλλοι. Ο Νικ. Δραγούμης στις ιστορικές του αναμνήσεις αναφέρει τα εξής για την επιδημία χολέρας: «Εμάστισε δε τας Αθήνας περί τους πέντε μήνας, εξ ων ο Νοέμβριος υπήρξεν ο πάντων ολεθριώτατος, ως αποθανόντων εντός αυτού οκτακοσίων τουλάχιστον, και απέστειλεν εις Άδου τρεις χιλιάδας εκ των τριών μυριάδων κατοίκων αυτής. […] Παρίστα δε οικτρόν θέαμα τας ημέρας εκείνας η πόλις της Αθήνας, καθόσον, δια το καινοφανές της νόσου και την πρόδρομον αυτής τρομεράν φήμην, μέγας αριθμός έφυγον την πρωτεύουσαν, τινές δε και τους φιλτάτους των οικείων παλαίοντας προς τον θάνατον εγκατέλιπον άνευ παραμυθίας […] Και κατ΄ αρχάς μεν άλλο δεν έβλεπες ει μη οχήματα και υποζύγια μετακομίζοντα σωρούς ανδρών, γυναικών και παιδίων εις τους λιμένας, εις τους αγρούς και αλλαχού […] Μετ΄ ολίγον δε, αι οδοί μετεβλήθησαν εις ερήμους, τα εργαστήρια εκλείσθησαν […] μόνος ο ήχος των ιδίων σου βημάτων ανέβαινεν εις τας ακοάς σου και εξήγειρε τον τρόμον σου […] Την πρωίαν μόνον, ενίοτε δε και την εσπέραν, προσέβαλλεν εις τας ακοάς, ως γόος βαθύς, ο πένθιμος τριγμός των φορείων, άτινα, βαρέως και βραδέως ελαυνόμενα, ωδήγουν σωρούς ασαβανώτων πολλάκις δε και γυμνών νεκρών προς λάκκους, εις ους ρίπτοντες τα σώματα οι νεκροθάπται, ως λίθους αργούς, κατεκάλυπτον δι΄ ασβέστου ως δια σινδόνης νεκρικής».
Μπροστά σε αυτή την λαίλαπα η κυβέρνηση αντέδρασε με ότι μέσα είχε. Σύστησε νοσοκομείο για τους χολερικούς, διόρισε γιατρούς και μερίμνησε για την πάταξη της αισχροκέρδειας, που έπληττε κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ο βασιλιάς Όθων, προς τιμήν του, δεν έφυγε καθόλου από την Αθήνα. Καθημερινώς περιδιάβαινε την πόλη και παρηγορούσε τους υπηκόους του. Το ίδιο, όμως, δεν μπορεί να ειπωθεί για πολλούς κρατικούς λειτουργούς και αξιωματούχους. Ο Νικ. Δραγούμης σχολιάζει δηκτικά: «[…] υπουργοί δε και νομάρχης και πολλοί των δημοσίων λειτουργών, καταλιπόντες αυτογνωμόνως τας θέσεις αυτών, κατέφυγον εις όρη και νήσους, αμειφθέντες μάλιστα δια την παράβασιν του καθήκοντος, δια παρασήμων υπό προσωποληπτόυσης εξουσίας ˙ ουδ΄ ο θάνατος αφοπλίζει τα πάθη». Ο Δήμαρχος Αθηνών Ιω. Κόνιαρης δεν ακολούθησε το παράδειγμα του βασιλιά του και εξαφανίστηκε από την πόλη αφήνοντας τα δημοτικά πράγματα στην τύχη τους… Αμέσως αντικαταστάθηκε από τον Α΄ Πάρεδρο Κ. Γαλάτη ο οποίος επέδειξε ζήλο και φρόντισε για την εφαρμογή των κυβερνητικών μέτρων. Τα ίδια αναφέρει και η εφημερίδα της Σύρου «Αίολος», τονίζοντας την αυταπάρνηση των κρατικών υπαλλήλων του νησιού που παρέμειναν στις θέσεις τους καθ΄ όλη τη διάρκεια του κακού σε αντίθεση με τους «ριψάσπιδες» Αθηναίους: «Εξ Αθηνών ανεχώρησαν εγκαταλείψαντες τας θέσεις των πολλοί στρατιωτικοί και πολιτικοί Υπάλληλοι φοβηθέντες, ενώ ημείς ενταύθα καυχώμεθα, ότι όχι μόνον ουδείς των Υπαλλήλων άφησε την θέσιν του, αλλά όλοι εν γένει και Διοικητικοί και Δημοτικοί Υπάλληλοι ενεκαρτέρησαν με πολλήν αυταπάρνησιν εγκαρδιώσαντες τον λαόν δια του παραδείγματός των και θραύσαντες τα βέλη της νόσου δια των δραστηρίων και φρονίμων μέτρων τα οποία έλαβον». Ο Χρ. Λούκος αναφέρει για την διαφορά στην αντιμετώπιση της κατάστασης ανάμεσα στην Σύρο και στην Αθήνα: «Γενικά, αντίθετα με την Ερμούπολη, στην Αθήνα ο κοινωνικός ιστός, μπρος στην επιδημία, έχασε τελείως την συνοχή του με συνέπεια τα αποτελέσματα να είναι ακόμη πιο ολέθρια. Οι ηγετικές ομάδες που είχαν και την διοίκηση της πόλης δεν φαίνεται ότι στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Οι ομάδες αυτές, πρόσφατα εγκατεστημένες στην πρωτεύουσα χαρακτηρίζονται από ανομοιογένεια, έλλειψη συνοχής και με ποικίλους ανταγωνισμούς. Δεν είχαν την συνοχή των εμπόρων που διεύθυναν την Ερμούπολη». Προς το τέλος του Δεκέμβρη το κακό εξαφανίστηκε οριστικά από το «κλεινόν άστυ» και η ζωή άρχισε σταδιακά να επιστρέφει στους φυσιολογικούς της ρυθμούς.
Ο αποκλεισμός της Ελλάδος από τις δυνάμεις της Αγγλίας και της Γαλλίας πέρα από την ταπείνωση του γοήτρου του βασιλιά Όθωνα, ο οποίος είχε αρχίσει να γίνεται αντιπαθής στην Αγγλία και στην Γαλλία λόγω της υιοθέτησης του μεγαλοϊδεατισμού στην εξωτερική πολιτική, σκοπό είχε να καταστήσει σαφές urbi et orbi ποιος κάνει κουμάντο στην στρατηγικής σημασίας για το εμπόριο της Ευρώπης λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Η παράλληλη δε υποστήριξη της Ελλάδας προς τη Ρωσία, περίπου 1000 Έλληνες αγωνίστηκαν μαζί με τα ρωσικά στρατεύματα, ενέτεινε έτι περαιτέρω την σκληρή στάση των Άγγλων και των Γάλλων. Τα στρατεύματα που ήρθαν να επιβάλλουν τη βούληση των δυο μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, όμως, μετέφεραν μαζί τους και την ύπουλη συμφορά της χολέρας. Η νόσος χτύπησε κατά κύριο λόγο τα μέρη όπου στάθμευσαν τα ξενικά στρατεύματα, ήτοι Πειραιά, Σύρο και Αθήνα. Τα κατεξοχήν κοινωνικά στρώματα που επλήγησαν ήταν τα κατώτερα. Ενδεείς και άποροι ήταν αυτοί που δέχτηκαν τα θανατηφόρα βέλη της νόσου. Η κακή διατροφή, οι ανθυγιεινές κατοικίες τους (σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι διέμεναν στον ίδιο χώρο με οικόσιτα ζώα), η έλλειψη καθαριότητας και, βεβαίως, η ανυπαρξία υποδομών υγιεινής ήταν τα κύρια αίτια της διάδοσης της χολέρας. Ο «Αίολος» της Σύρου σημείωνε χαρακτηριστικά στις 30 Σεπτέμβρη 1854: «ολίγιστα μόνον πρόσωπα εκ των διακεκριμένων οικογενειών προσεβλήθησαν και τα προσβληθέντα εκτός 3-4 διεσώθησαν και τούτο ωσαύτως δύναται ν΄ αποδοθή εις την καλήν δίαιταν και την καθαριότητα». Αξιοπρόσεκτο είναι και το γεγονός ότι παρά την ένταση της νόσου δεν παρατηρήθηκε ιδιαίτερη έξαρση της θρησκευτικότητας. Μάλιστα, ο επίσκοπος Σύρου και Τήνου Δανιήλ επέτρεψε στους πιστούς να λύσουν τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, ώστε να τρέφονται καλύτερα και διέταξε τον περιορισμό των λειτουργιών για να μη δημιουργείται συνωστισμός.
Ο Μανόλης Πλούσος είναι ιστορικός.
Διαβάστε:
- Δημ. Φωτιάδη, «Όθωνας, η έξωση», εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.
- Νικ. Δραγούμη, «Ιστορικαί αναμνήσεις», εκδ. Λαζ. Βηλαρά.
- Μπ. Άννινου, «Ιστορικά σημειώματα».
- Χρ. Λούκος, «Η χολέρα στην Ερμούπολη της Σύρου».