16 Σεπτεμβρίου 2019 at 23:30

Μάριος Πλωρίτης: REQUIEM

από

REQUIEM

Κείμενο: Μάριος Πλωρίτης

Η ΓΕΝΙΑ TOY ‘40 ΕΙΧΕ ΤΗ ΔΙΚΟΠΗ ΤΥΧΗ να ζήσει απανωτά, στο διάβα της, όλα τα ζοφερά κι όλα τα φωτερά ετούτου του ελληνικού αιώνα.

Στα γεννοφάσκια της, η Μικρασιατική καταστροφή και η ατέλειωτη τραγική θεωρία των προσφύγων απ’ τις χαμένες πατρίδες. Στα παιδικά της χρόνια, η συνέχιση του εθνικού Διχασμού, με τους απανωτούς κλυδωνισμούς των «κινημάτων» και πραξικοπημάτων, κι απόκοντα η παγκόσμια οικονομική κρίση, που τ’ απόνερά της έφτασαν ώς τη χώρα μας. Στην εφηβεία της, η οικτρή τεταρταυγουστιανή δικτατορία, που μαϊμούδιζε τους φύρερ-ντούτσε της Ευρώπης. Στα πρώτα της νιάτα, ο Αρμαγεδών του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, και το σκλάβωμα όλης σχεδόν της ηπείρου μας. Αλλά κι ο περίδοξος δικός μας πόλεμος του ’40, που ανάσταινε το «καταπεπτωκός γένος». Κι αμέσως μετά, ο Καιάδας της Κατοχής, της δουλείας και του θανάτου, αλλά και η περίλαμπρη Αντίσταση των Πανελλήνων. Κι ύστερα, το σέλας της Απελευθέρωσης, και η καταβαράθρωσή του στον Εμφύλιο. Για ν’ ακολουθήσουν η ανασυγκρότηση, ο Ψυχρός Πόλεμος, η εξευτελιστική κι εξευτελισμένη απριλιανή δικτατορία, και το τερατογέννημά της, το μέγα όνειδος της Κύπρου.

Μικρασιατική εκστρατεία, Έλληνες πρόσφυγες από την Κιλικία στο κατάστρωμα ατμόπλοιου. Μικρά Ασία. 1921-1922.
Μικρασιατική εκστρατεία, Έλληνες πρόσφυγες από την Κιλικία στο κατάστρωμα ατμόπλοιου. Μικρά Ασία. 1921-1922.

«Πάρα πολλά για να χωρέσουν στη ζωή μιας γενιάς», καταπώς έλεγε ένας ξένος φίλος, που είχε ψηλαφήσει από κοντά την πορεία του τόπου, μέσα στις δεκαετίες.

Όλα εκείνα τα αυχμηρά και πολυώδυνα χρόνια, είχαμε την αίσθηση πως χορεύαμε πάνω σ’ ένα ηφαίστειο – χορό με αδιάκοπες εναλλαγές από θριαμβικά και μακάβρια κρεσέντα. Όχι «ένα βήμα μπροστά, δύο πίσω», αλλά κάθε προχώρημα κι αμέσως μια ανατροπή κι ένα βάραθρο.

Σαν άλλοι Σίσυφοι, μόλις σκαρφαλώναμε κάπου κάπως, μόλις αντικρίζαμε κάποια κορφή, κάποιαν αυγή, το βαρύ λιθάρι της Ρωμιοσύνης κατρακυλούσε πάλι στα Τάρταρα, παρασέρνοντάς μας, φταίχτες κι άφταιγους αντάμα.

Όμως, το λιθάρι το πιο ασήκωτο στάθηκε ο Εμφύλιος.

Τούτη η λιανή χώρα, που μόνη είχε ορθωθεί απέναντι στο ρεσάλτο του διπλού φασισμού κι είχε δώσει την πρώτη νίκη κι ελπίδα στον συμμαχικόν αγώνα, τούτη η χώρα, που είχε μαρτυρήσει, ματώσει, ρημαχτεί, αποσκελετωθεί, πεινάσει, αποδεκατισθεί, αλλά και αντισταθεί όσο καμιά άλλη στην τριπλή κατοχή, βρέθηκε να πολεμάει τον εαυτό της, διχασμένη, κομματιασμένη, να βυθίζεται σε καινούργια αίματα, καινούργιους αφανισμούς, μα απ’ τα δικά της τώρα χέρια, απ’ τα δικά της «αναστήματα».

Αρχή στην πάσα συμφορά είχε γίνει τον τελευταίο καιρό της Κατοχής, όπου «αριστεροί» και «δεξιοί» αλληλομάχονταν στους δρόμους της Αθήνας, για να φουντώσει το κακό στην αφροσύνη του Δεκέμβρη ‘44, και ν’ αποκορυφωθεί στην παραφροσύνη του Εμφύλιου.

Η ηλίθια τυραννία της μεταξικής δικτατορίας, το θάμα και το σελάγισμα του πολέμου του ‘40, οι πόνοι και το έρεβος της Κατοχής, το άλλο θαύμα της Αντίστασης, όλα σαρώνονταν και βυθίζονταν στη φρίκη του πολέμου στην ξέφρενη αμάχη της αδερφοσφαγής – όπου δεν υπάρχουν παρά μόνο ηττημένοι. Η «Ψωροκώσταινα», που το ‘40 είχε υψωθεί σε μοναδικό παγκόσμιο σύμβολο του αγώνα για την ελευθερία, γινόταν πάλι «παλιόψαθα των εθνών» και οικτιρμός της Οικουμένης.

Όπως κι αν ονομάστηκε απ’ τις δυο πλευρές εκείνη η σύρραξη -«ηρωική» ή «προδοτική», «εθνική» ή «ξενοκίνητη», «δημοκρατική» ή «φασιστική»- ήταν πόλεμος Ελλήνων μ’  Έλληνες, πόλεμος ανθρώπων που είχαν θηλάσει το ίδιο γάλα, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν γεννηθεί στον ίδιο τόπο, στο ίδιο χωριό ίσως, μπορεί στην ίδια γειτονιά – και τώρα μάνιαζαν κι αφρομανούσαν ν’ αφανίσει ο ένας τον άλλον. Τα άτομα, τα γνώριμα πρόσωπα είχαν εξαφανισθεί, έμεναν μόνο οι αφιονισμένες «παρατάξεις».

Ιδεολογίες αντιθετικές, κίνητρα, «ξένοι δάκτυλοι» – όλα αυτά, ναι. Αλλά το αποτρόπαιο «μέγα», ήταν εκείνο το κατασπάραγμα, το ξεσάρκωμα μιας χώρας κι ενός λαού με τα ίδια τους τα νύχια, ο κατατρεγμός και το μίσος, ο οίστρος φόνου κι εξολοθρεμού αδερφού απ’ αδερφό.

Και πλήθαιναν ολοένα η ερήμωση, η ορφάνια, οι χαμοί, οι τάφοι – όχι τάφοι τρανοί πια, όπως του πολέμου και της Κατοχής, αλλά τάφοι φαρμακωμένοι, σκαμμένοι από λεπίδι αδερφικό.

Τελετή στο Βίτσι, μετά τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων, 1949.
Τελετή στο Βίτσι, μετά τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων, 1949.

Πόσοι φίλοι, που είχαμε συζήσει και συν-αγωνισθεί στην Κατοχή, αιχμαλωτίζονταν σαν αγρίμια, δικάζονταν σαν κακούργοι, κατατρέχονταν σαν ληστές, εξορίζονταν σαν λεπροί. Και εκτελούνταν σαν προδότες, σαν εθνοβόροι ή σαν λαοφάγοι.

Και δεν ήταν λιγότερη η λύπη για κείνους που έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς, και χάνονταν για χρόνια και χρόνια, ώς την ώρα του μισεμού – που, αργότερα, το ‘67, θα τον ακολουθούσε άλλη υπερωρία…

Μιλάω γι’ ανθρώπους, που τους είχαμε γνωρίσει με την πιο αλάθευτη γνωριμιά – τη γνωριμιά μέσα στον κοινό πόνο, τις κοινές ελπίδες, τις κοινές προσπάθειες, ανθρώπους, που ξέραμε την ανιδιοτέλειά τους, την παλικαριά τους, την πίστη τους για ένα άλλο Αύριο, τον πνευματικό τους πλούτο, το ήθος και το «δόσιμο χωρίς μιστό». Ανθρώπους, που δεν είχαν διστάσει να στήσουν τα νιάτα τους απέναντι σε ξένες κάννες για τη λευτεριά της χώρας – και τώρα, βρίσκονταν απέναντι σε ελεύθερες κάννες ελληνικές.

Ποιος πόλεμος, ποια σκλαβιά, ποιος λιμός, είναι πιο φρικιαστικοί απ’ αυτόν τον αλληλοχαλασμό;

Δεν θα κρίνω, ιστορικά και πολιτικά, τον Εμφύλιο, δεν θα μιλήσω για κίνητρα και «κινητήρες», ημεδαπούς κι αλλοδαπούς, δεν θα πω για ευθύνες τούτων κι εκείνων. Ο χώρος είναι πολύ λίγος, ο υπογράφων δεν γίνεται να είναι, όσο θα ‘θελε, αντικειμενικός.

Αναλογίζομαι, μόνο, τα θύματα, τους ανθρώπους και τη χώρα όλη, την καταματωμένη ψυχή ενός λαού κι ενός τόπου που, μέσα στους αιώνες, έχει δείξει πόσο πολλά και μεγάλα μπορεί να πράξει και να πλάσει, και πόσο γρήγορα κι αλόγιστα μπορεί να τ’ αφανίζει.

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα». (17.10.1999)

(Εμφανιστηκε 467 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.