«Όπως στον μπούφον το πουλί.»
Η παροιμία του τίτλου λέγεται για κάποιον που όλα του έρχονται βολικά και κατ’ ευχήν· για όσους στέκονται τυχεροί χωρίς να προσπαθήσουν και να κοπιάσουν πολύ. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί την παροιμιώδη έκφραση τουλάχιστον δύο φορές: «Ὅσον διὰ τὸν καπετὰν Στέφον, οἱ τωρινοὶ πλοίαρχοι εἶχον ξεχάσει πλέον ὅλα τὰ παλαιὰ ἐγκώμια, καὶ τὸν περιέγραφον μόνον ὡς «μποῦφον». Τὸ ὄρνεον ἐκεῖνο, ὡς διηγοῦνται, φύσει ἀνίκανον νὰ κυνηγῇ, ὅπως κάμνουν τ᾽ ἄλλα ἁρπακτικά, κάθεται ἐπὶ κλάδου ἢ ἐπὶ βράχου, ὅπου ἡ μαύρη μορφή του συγχέεται καὶ γίνεται ἓν μὲ τὸ βάθρον καὶ μὲ τὴν σκοπιάν του, ἀνοίγει μίαν σπιθαμὴν τὸ πλατὺ καὶ λαίμαργον στόμα του, καὶ τὰ καημένα τὰ πουλάκια, ἀπατώμενα ἀπὸ τὸν μέλανα γνόφον, καθὼς πλέουν εἰς τὸ κενόν, ἔρχονται ὡσὰν τυφλὰ καὶ πέφτουν μέσα εἰς τὸ χάσκον, τὸ σπηλαιῶδες στόμα τοῦ μπούφου. Οὕτω πως τοῦ ἤρχοντο ὅλαι αἱ ὑποθέσεις, ὅλαι αἱ ἐπιχειρήσεις, τοῦ Στέφου. «Σὰν τ᾽ μπούφ᾽ τοὺ π᾽λί». Ὅπως στὸν μποῦφον τὸ πουλί.»

Και λίγο παρακάτω: «Οἱ ἄλλοι πλοίαρχοι, ἐπὶ μῆνας καθήμενοι εἰς τὸν Γαλατᾶν, ἢ εἰς τοὺς λιμένας τοῦ Εὐξείνου, δὲν ἐναυλώνοντο. Αὐτὸς μόλις ἔφθανεν, εὕρισκε ναῦλον. Ἄλλοι, ἱκανώτεροι αὐτοῦ θεωρούμενοι ναυτικοί, μόλις ἀπέπλεον, εὕρισκον τοὺς καιροὺς ἐναντίους. Αὐτὸς εὕρισκε πάντοτε πρύμον τὸν ἄνεμον. Οἱ ἄλλοι ἐναυλώνοντο πρὸς 95 ἑκατοστὰ τοῦ φράγκου. Αὐτὸς πρὸς 1,05. Οἱ ἄλλοι δὲν ἐγλύτωναν ἀπὸ «σταλία» καὶ ἄργητα εἰς τὸ ἐκφόρτωμα. Αὐτὸς ἐξεφόρτωνεν ἀμέσως. Οἱ ἄλλοι συχνὰ ἐφουρτουνιάζοντο, ἢ εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ κάμουν ἀβαρίαν· εἰς αὐτὸν ποτὲ δὲν συνέβη.»[1]
Στο «Καμίνι» προξενεύουν μια φτωχή δεκαοχτάχρονη βοσκοπούλα με τον Κώστα της Γαρουφαλίνας, χηρευμένο, με δύο παιδιά· ο υποψήφιος γαμπρός «ἤθελε νὰ τὴν πάρῃ χωρὶς προῖκα, τῆς ἔδιδε μάλιστα καὶ εἴκοσι γίδια ὡς κοριτσιάτικο.» Ο πατέρας της φαίνεται πρόθυμος να τη δώσει:
«Ἀπρόντο, τσούπα, τῆς εἶπε, ἀλέστα, καὶ μὴ τσινιάζῃς. Ντούρμα γαμπρὸς ἔρχεται γυρεύοντα· σὰν τ᾿ μπούφ᾿ τοὺ π᾿λί, σοῦ ᾽ρθε… Θιὸς τόνε στέλνει. Ἒμ προικιὰ δὲ γυρεύει, ἒμ κοριτσιάτικο σοῦ δίνει… Τί ἄλλο θέλεις, κορίτσι;… Τί κάνει πὼς ἔχει ἄνθρωπος δυὸ παιδάκια;… Τί σὲ πειράζει σένα; Ὅπως θέν᾿ ἔῃς τὰ γίδια θέν᾿ ἔῃς κὶ τὰ πιδιά… Θροφὴ θέλ᾿ν τὰ γίδια, θροφὴ κὶ τὰ πιδιά· φύλαμα τὰ γίδια, φύλαμα κὶ τὰ πιδιά… Ἕνα πρᾶμα εἶναι… Ταχιὰ νὰ στολιστῇς κὶ νὰ πᾶμε ντουγροὺ* στοὺ καλύβ᾿ τ᾿ γαμπροῦ, νὰ σᾶς στεφανώσω.»
Τελικά η νεαρή κοπέλα θα «κλεφτεί» με τον Νίκο, τον γιο του καπετὰν Σύρραχου: «Τσούλα, ἀγάπη μου! σὲ παντρεύουν; Τὰ ἔμαθα ὅλα!… Πάρε αὐτὴν τὴν σκάλα ποὺ σοῦ ἔρριξα… ξετύλιξέ την… κάρφωσέ την καλά, καὶ τὰ δυὸ τ᾿ ἁρπάγια της στὴ ρίζα τοῦ χονδροῦ σχοίνου!… Καλουμάρισέ την κάτω, βάλε τὰ πόδια σου, καὶ κατέβα κάτω… μὴ φοβᾶσαι!… εἰδεμή, θέλεις ν᾿ ἀνεβῶ ἐγώ;
Ἡ Τσούλα ἀπήντησε:
― Κατεβαίνω, Νῖκο!… δὲν φοβοῦμαι.
Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἡ ὡραία βοσκοπούλα ἔπεσεν εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ νεαροῦ ναύτου.
Ὁ γάμος ἐτελέσθη τὴν ἰδίαν ἑσπέραν εἰς τὸ χωρίον.»
Δ.Τ.
[1] Τ᾿ Μποῦφ᾿ τ᾿ πλί (1904)
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/
Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ