«Έρκος οδόντων»
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Η έκφραση «ἕρκος ὀδόντων» είναι ομηρική και σημαίνει το τείχος ή το «δαχτυλίδι» που σχηματίζουν τα δόντια, το φράγμα που σχηματίζεται από τις δύο σειρές των δοντιών.
Η λέξη ἕρκος (από το ρήμα ἔργω, εἵργω) έχει διάφορες σημασίες: φράχτης, τείχος, μαντρότοιχος, περίφραξη· αυλόγυρος των σπιτιών, μέρος περιφραγμένο· δίχτυ, ξώβεργα, παγίδα για πουλιά· το «γαίας ἕρκος» λέγεται για την περιτειχισμένη πόλη· «ἕρκος ἱερόν» είναι ο βωμός· «ἕρκος ἀκόντων» λέγεται η ασπίδα, που χρησιμεύει ως μέσο άμυνας εναντίον των ακοντίων. Η φράση «ἕρκος Ἀχαιῶν» αναφέρεται, στον Αίαντα ενώ το «ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πολέμοιο» λέγεται για τον Αχιλλέα.
Στην Ιλιάδα (Δ350) διαβάζουμε: «Ἀτρεΐδη ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;» – «Ατρείδη, τι είναι αυτός που ξέφυγε τα δυο σου χείλια λόγος;» Στην Οδύσσεια (α65) βρίσκουμε την ίδια περίφραση: «…τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς: τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;» – «…και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης: Ποιος λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη;»[1] Ο Αργύρης Εφταλιώτης μεταφράζει: Κι ο Δίας τής αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης· / «Τί λόγο από τ’ αχείλι σου ξεστόμισες, παιδί μου;»
Όταν ο άνθρωπος φτάνει στο τέλος της ζωής του, η ομηρική «ψυχή» φεύγει για πάντα: «Τα παχιά πρόβατα κουρσεύουνται, κουρσεύουνται τα βόδια, / τα ξανθοκέφαλα αγοράζουνται φαριά και τα τριπόδια· / μόνο η ζωή του ανθρώπου, ως ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη, / πίσω δε γέρνει, δεν κουρσεύεται, δεν πιάνεται ποτέ της.»
Οι πληροφορίες είναι από εδώ:
LIDDELL & SCOTT. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007).
[1] Μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/
Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ