5 Σεπτεμβρίου 2019 at 23:05

Μάριος Πλωρίτης: Πατέρες και ιοί του έθνους

από

Το «ΚΛΙΜΑ» ΚΑΙ ΤΟ «ΠΝΕΥΜΑ» Πατέρες και ιοί του έθνους

Κείμενο: Μάριος Πλωρίτης

Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΚΡΙΣΙΜΗ ΕΠΟΧΗ, μια χαραμάδα αισιοδοξίας άνοιξε η δηλωμένη πρόθεση των αρχηγών της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης να διαμορφώσουν «ήπιο κλίμα» στις μεταξύ τους σχέσεις – ένα κλίμα, όπου οι «θέσεις» της πρώτης δεν θα προκαλούν αυτόματα και άκριτα την άρνηση της δεύτερης, και όπου η κριτική της δεύτερης δεν θα θεωρείται εξ ορισμού κακοβουλία και συκοφαντία. Αν οι προθέσεις αυτές δεν μείνουν μόνο λόγια για τα τηλεοπτικά μικρόφωνα, μπορούμε να ελπίσουμε πως η μεγάλη εθνική κρίση θ’ αντιμετωπισθεί, κι απ’ τους δυο, με δίκαιη κρίση-σκέψη, πως και οι δυο θ’ αποδυθούν σε σωστή κρίση (με την άλλη έννοια της λέξης: άμιλλα) και πως δεν θα έχουμε μιαν ακόμα υποτροπή της άλογης και άγονης κρίσης (με την τρίτη έννοια της λέξης: φιλονικία).

Νίκος Εγγονόπουλος
Νίκος Εγγονόπουλος

Τέτοιες τραχύτατες ώρες, δεν θα ήταν άσκοπο όλοι οι «ταγοί» μας ν’ αναθυμούνται τον ωραίο λόγο του εξοστρακισμένου Αριστείδη στον αντίπαλό του Θεμιστοκλή, λίγες ώρες πριν απ’ τη ναυμαχία της Σαλαμίνας:

«Ημέας στασιάζειν χρεών εστΊ εν τω άλλω καιρώ και δη και εν τώδε, περί του οκότερος ημέων πλέω αγαθά την πατρίδα εργάσεται» («Εμείς πρέπει να μαλώνουμε και σε άλλες περιστάσεις και προπάντων τώρα, ποιος από εμάς τους δυο θα κάνει μεγαλύτερο καλό στην πατρίδα»).[1] Κι ίσως η φράση αυτή θα έπρεπε να χαραχθεί στην αίθουσα της Βουλής, για να την έχουν αδιάκοπα μπρος στα μάτια τους οι «εθνοπατέρες» – πριν ανταλλάξουν ύβρεις και χαστούκια.

Φυσικά, κανένας δεν μπορεί ν’ αρνηθεί σε κανέναν το δικαίωμα να έχει τις δικές του απόψεις για το «καλό της πατρίδας» -φτάνει μόνο, με το «καλό» αυτό, να μην εννοεί το «καλό» για το κόμμα του και το «κάλλιστο» για τον εαυτό του. Σήμερα, όμως, είναι τόσο εξόφθαλμο πως η χώρα βρίσκεται στην «κόψη του ξυραφιού», ώστε δεν έχει μείνει κανένα περιθώριο για τέτοιου είδους πλαστογραφίες και ιδιοποιήσεις. Το εγωιστικό-σαρκαστικό, «Ή όλοι θα ζήσουμε ή όλοι θα πεθάνετε», δεν έχει πια πέραση – τώρα, βρισκόμαστε όλοι στο ακρόφρυδο του τάφου, και δεν υπάρχει περίπτωση να επιζήσουν κάποιοι, ούτε για να ρίξουν την ύστατη χούφτα χώμα.

Αλλά το «ήπιο κλίμα» δεν είναι παρά δευτερεύουσα προϋπόθεση για την επιβίωση του τόπου. Το πραγματικό ζητούμενο είναι το «νέο πνεύμα» όχι μόνο στην αντιπαράθεση των κομμάτων, αλλά και -προπάντων- στην αντιμετώπιση των εθνικών προβλημάτων. Κι όχι μόνο απ’ τους «χρισμένους» πολιτικούς αλλά κι απ’ τους «ά-χριστους» πολίτες όλους. Ένα πνεύμα, που έχει λείψει ολότελα απ’ τον πιο «πνευματώδη λαό του κόσμου», όπως καυχιόμαστε ότι είμαστε.

Ας δούμε μερικές παραμέτρους του θέματος.

Α. Η κοινή ευθύνη. Ο Πρωθυπουργός είπε πως θ’ αποφύγει τις «παρελθοντολογίες». Από μιαν άποψη, σωστά: η ατέρμονη αναμόχλευση των αμαρτημάτων του Χτες χρησιμεύει, συχνά, σαν προπέτασμα καπνού για τ’ αμαρτήματα του Σήμερα και συσκοτίζει τον ορίζοντα του Αύριο. Απ’ την άλλη, όμως, θεραπεία αποτελεσματική δεν μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς γνώση του «ιστορικού» του αρρώστου, χωρίς σωστή διάγνωση των αιτίων της αρρώστιας, χωρίς θαρραλέο εντοπισμό κι εξουδετέρωση των ιών που προκάλεσαν την μέχρι σηψαιμίας μόλυνση.

Ακόμα κι ένας πρωτοετής της πολιτικής ιατρικής ξέρει πως γεννήτορες των ιών αυτών είμαστε όλοι και πως μόνο αν οι ιοί τούτοι αποβληθούν οριστικά από το εθνικό σώμα, μπορούμε να ελπίσουμε σε αναρρώσεις και «αναγεννήσεις». Και οι ιοί αυτοί έχουν ένα όνομα, που το αγνοεί η κλασική Ιατρική, αλλά το γνωρίζει άριστα η ελληνική πολιτική: λέγονται «Αντίληψη για τις σχέσεις κράτους – πολιτών – πολιτικών» («ΑΣΚΡΑΠΟΛ», θα τους βάφτιζαν οι νονοί φαρμακευτικών παρασκευασμάτων και καταποτίων).

Η αντίληψη αυτή μπορεί να διατυπωθεί με το σχήμα: «Το κράτος υπάρχει για να τρέφει τους πολίτες και να εκτρέφει πολιτικούς». Το περίεργο είναι πως το σχήμα αυτό διασταυρώνεται με ένα άλλο (πρό)σχημα: «Το κράτος υπάρχει απομυζώντας τους πολίτες, και οι πολιτικοί υπάρχουν απομυζώντας το κράτος».

Τα δυο σχήματα δεν είναι διόλου αντιφατικά, όπως θα νόμιζε η απλή λογική. Στο «παράλογο» του ελληνικού βίου, όλοι (ή οι περισσότεροι) φιλοδοξούν να τρυπώσουν στο Δημόσιο και να σιτίζονται απ’ το Πρυτανείο, δίνοντάς του το ελάχιστο της εργασίας και παίρνοντας το μέγιστο των απολαβών. Συνακόλουθα -και επειδή «η ευγένεια και οι ευγενικές φιλοδοξίες υποχρεώνουν»- το Κράτος χαρατσώνει μέχρις αίματος τους πολίτες-καματερά του, για να ψωμίζει τους πολίτες-τροφίμους του. (Η ρήση του Μάρκου Αυρήλιου, που είχα μνημονεύσει, «Ω Φύση, από σένα τα πάντα, εντός σου τα πάντα, σ’ εσένα τα πάντα», έχει διασκευασθεί εδώ σε: «Ω Κράτος, από σένα περιμένουμε τα πάντα, εντός σου θέλουμε να είμαστε οι πάντες, σε σένα δίνουμε τα πάντα»…).

Το αποτέλεσμα αυτού του φαύλου κύκλου είναι πασίγνωστο: το Κράτος διαθέτει δεκαπλάσιους υπαλλήλους απ’ όσους χρειάζεται, η απόδοσή τους είναι το ένα δέκατο απ’ αυτήν που απαιτείται, οι δημόσιες δαπάνες φτάνουν στο δεκαπλάσιο απ’ όσο μπορεί το Κράτος ν’ αντέξει, και τις δαπάνες τις πληρώνουν οι πολίτες πέρα απ’ τα όρια της αντοχής τους. Έτσι, «λύνεται το κοινωνικό πρόβλημα», αφού οι μισοί Έλληνες συντηρούνται άμεσα ή έμμεσα απ’ το Δημόσιο, που το συντηρούν όλοι οι Έλληνες – αλλά δεν λύνεται κανένα δημοσιονομικό, λειτουργικό κ.λπ. πρόβλημα, αφού ο υπερπληθωρισμός των (εξ ορισμού αλλά κατ’ ευφημισμόν) «λυτών» οδηγεί στη χρεοκοπία τόσο του δημόσιου ταμείου όσο και της κρατικής λειτουργίας.

Πολύ περισσότερο επειδή υπάρχουν και άλλοι επίδοξοι «λύτες», που τρέφουν τις ίδιες φιλοδοξίες δημόσιου σιτισμού. Εφ’ ω και κάθε κυβέρνηση φροντίζει να ικανοποιήσει τα «ντεζιντεράτα» τους, μπάζοντας στο κρατικό μαντρί τούς κομματικά «δικούς» και διώχνοντας τους «αλλότριους» – πράγμα που εκείνη το ονομάζει «αποκατάσταση των διωχθέντων», ενώ η προκάτοχός της το θεωρεί «κομματικό διωγμό». (Όπως ακριβώς γίνεται τώρα, με την επικείμενη κατά χιλιάδες επιστροφή των «αδικηθέντων» και την κατά άφθονα δισεκατομμύρια επιβάρυνση του προϋπολογισμού). Και οι καντρίλιες αυτές συνεχίζονται και θα συνεχίζονται με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, πολλαπλασιάζοντας τα ελλείμματα, μεγιστοποιώντας την ανασφάλεια των υπαλλήλων και, φυσικά, ελαχιστοποιώντας την απόδοσή τους.

Την πλατεία των οδών Σταδίου – Παπαρρηγοπούλου – Δραγατσανίου την είχε ονομάσει ο «αθηναιογράφος» Δημ. Γρ. Καμπούρογλου «Πλατεία Κλαυθμώνος», επειδή σ’ αυτήν και μπρος στο τότε υπουργείο Οικονομικών, μαζεύονταν οι εκάστοτε απολυμένοι δημόσιοι υπάλληλοι θρηνώντας τη μοίρα τους και προσδοκώντας την επαναπρόσληψή τους.[2] Το υπουργείο έφυγε από εκεί, η ονομασία έμεινε και ο κλαυθμός συνεχίζεται σ’ όλη την επικράτεια. Αλλά ο μεγαλύτερος κλαυθμός και οδυρμός πρέπει για το ελληνικό Δημόσιο που, αντί να χρησιμοποιεί δημόσιους λειτουργούς, χρησιμοποιείται για να λειτουργεί το παμφάγον κομματικό αλισιβερίσι.

Και φυσικά, το μόνο που ξεχνιέται σ’ αυτό τον κακοήθη πυρετό των «αποκαταστάσεων» και των «διωγμών» είναι η ικανότητα των διοριζομένων-απολυομένων ν’ ανταποκριθούν στην αποστολή τους. Έχει από καιρούς ξαστοχηθεί αυτό που πρόβλεψαν οι νομοθέτες του Αγώνα, πριν 170 χρόνια: «Όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς, έχουσι το αυτό δικαίωμα· δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου».[3] Οι απόγονοί τους έχουμε κρατήσει μετά μανίας το πρώτο μέρος του άρθρου, «όλοι οι Έλληνες…», κι έχουμε διαγράψει μετά βδελυγμίας το περί «αξιότητος» δεύτερο. Πράγμα που δεν μας εμποδίζει διόλου ν’ αναμασάμε αδιάκοπα το περιβόητο ξόρκι της «αξιοκρατίας», που κανένας δεν την πιστεύει και κανένας δεν τη θέλει.

Ο Ντισραέλι έλεγε πως «Μια συντηρητική κυβέρνηση είναι μια οργανωμένη υποκρισία».[4] Εμείς φροντίσαμε να πλατύνουμε τον ορισμό σ’ όλες τις πτέρυγες του Κοινοβουλίου. Κι αυτή η «οργανωμένη υποκρισία» είναι ο μόνος πραγματικά οργανωμένος θεσμός σ’ αυτή τη χώρα του «πνεύματος»…

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (12.12.1993)

Παραπομπές

[1] Ηρόδοτος, Η’,79.

[2] Περ. Εστία 1878, τχ. 133. Βλ. Κ. Μπίρη, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών, 1971.

[3] Σύνταγμα Επιδαύρου (1822), άρθρο 6. Σύνταγμα Άστρους (1823), άρθρο 5. Σύνταγμα Τροιζήνας (1827), άρθρο 8 («…έκαστος κατά το μέτρον της προσωπικής του αξίας»). Τα επόμενα Συντάγματα μιλούν μόνο για προσόντα, που ορίζονται με νόμο.

[4] Στη Βουλή των Κοινοτήτων, 17.3.1845.

(Εμφανιστηκε 307 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.