4 Σεπτεμβρίου 2019 at 15:33

«Θα κληροδοτήσουμε τον πόλεμο στα παιδιά μας…». (Μέρος Β’)

από

               «Θα κληροδοτήσουμε τον πόλεμο στα παιδιά μας…». (Μέρος Β’)

               Της Ιωάννας Μαλλιότα

(Για το πρώτο μέρος του άρθρου, δείτε εδώ: https://eranistis.net/wordpress/2019/08/23/%ce%bf-%cf%80%ce%b5%ce%bb%ce%bf%cf%80%ce%bf%ce%bd%ce%bd%ce%b7%cf%83%ce%b9%ce%b1%ce%ba%cf%8c%cf%82-%cf%80%cf%8c%ce%bb%ce%b5%ce%bc%ce%bf%cf%82-431-%cf%80-%cf%87-404-%cf%80-%cf%87/ )

«καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες…».

Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 1.70.3

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε εξαρχής χαρακτηριστικά που τον κατέστησαν τελείως διαφορετικό από τους πολέμους που μέχρι τότε είχαν λάβει χώρα σε ελληνικό έδαφος˙ τα αναρίθμητα πεδία μάχης, η συμμετοχή όλου του ελληνικού κόσμου, το ιδεολογικό πάθος που προερχόταν από την αντίθεση όχι μόνο μεταξύ δύο πολιτικών συστημάτων, αλλά και μεταξύ δύο τρόπων ζωής, κατέστησαν τη σύγκρουση μεγαλειώδη, εξαιρετικά βίαιη και ιδιαιτέρως ανεξέλεγκτη.

Ο Θουκυδίδης αντιμετωπίζει τον μακρόχρονο αυτό πόλεμο ως έναν ενιαίο πόλεμο, ωστόσο για λόγους σαφήνειας τον υποδιαιρεί σε μέρη. Για τους Λακεδαιμόνιους η εμφύλια αυτή σύγκρουση αποτέλεσε τον «Αττικό Πόλεμο», δηλαδή την ευθεία επίθεση ενάντια στην Αθήνα. Από την εποχή του Λυσία στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. η πρώτη δεκαετία του πολέμου αναφερόταν ως «Αρχιδάμειος Πόλεμος», από το όνομα του Σπαρτιάτη βασιλιά που είχε προειδοποιήσει για τα όσα θα επακολουθούσαν. Η πρώτη αυτή φάση έληξε με την ανακωχή του 423 π.Χ. και την υπογραφή της Νικείου Ειρήνης το 421 π.Χ.. Η περίοδος της «Σικελικής Εκστρατείας» διήρκησε από το 415 π.Χ. έως το 412 π.Χ., ενώ η τελευταία φάση του πολέμου, ο «μετά από αυτήν πόλεμος», σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, που ακολούθησε την ταραγμένη περίοδο της ειρήνης του Νικία, ονομάστηκε Ιωνικός ή Δεκελεικός Πόλεμος, αφενός γιατί μεγάλο μέρος των συγκρούσεων έλαβε χώρα στα παράλια της Ιωνίας, αφετέρου επειδή μεταξύ 413 π.Χ. και 404 π.Χ. οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν και οχύρωσαν την Αττική Δεκέλεια.

Ο Περικλής (από τις λέξεις περί και κλέος δηλαδή o περιτριγυρισμένος από δόξα, περίδοξος, περίπου 495-429 π.Χ.) ήταν Αρχαίος Έλληνας πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ., γνωστού και ως «Χρυσού Αιώνα», και πιο συγκεκριμένα της περιόδου μεταξύ των Περσικών Πολέμων και του Πελοποννησιακού Πολέμου.Ελληνικό γραμματόσημο.
Ο Περικλής (από τις λέξεις περί και κλέος δηλαδή o περιτριγυρισμένος από δόξα, περίδοξος, περίπου 495-429 π.Χ.) ήταν Αρχαίος Έλληνας πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ., γνωστού και ως «Χρυσού Αιώνα», και πιο συγκεκριμένα της περιόδου μεταξύ των Περσικών Πολέμων και του Πελοποννησιακού Πολέμου.Ελληνικό γραμματόσημο.

Ο Αρχιδάμειος Πόλεμος. (431-421 π.Χ.) 

Ο Αθηναίος πολιτικός Περικλής, με τη συνηθισμένη του διαύγεια και καθώς ήταν προετοιμασμένος για τον πόλεμο, επεξεργάστηκε μια άψογη από στρατιωτική άποψη στρατηγική, υποτιμώντας όμως το ψυχολογικό της κόστος, εξ αιτίας του οποίου η ιδέα του κινδύνεψε να ηττηθεί. Ξεκίνησε από τρεις συλλογισμούς, δύο θετικούς και έναν αρνητικό˙ οι δύο πρώτοι γεννήθηκαν από τη διαπίστωση της μεγάλης ανωτερότητας των οικονομικών πόρων της Αθήνας και από την εξ ίσου πολεμική υπεροχή στη θάλασσα λόγω του στόλου τεραστίων διαστάσεων και οργανωμένο στην εντέλεια τον οποίο κατείχε η Αθήνα. Ο τρίτος και αρνητικός συλλογισμός προέκυψε από την αναγνωρισμένη και αναμφισβήτητη υπεροχή του σπαρτιατικού στρατού και των συμμάχων στην ξηρά. Βασισμένος σε αυτές τις σκέψεις και σκεπτόμενος ότι μια χερσαία μάχη δε θα είχε θετική έκβαση, ο Περικλής αποφάσισε ότι οι Αθηναίοι δε θα έπρεπε να απαντήσουν στις σπαρτιατικές προκλήσεις στην ξηρά.

Έτσι, όταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αρχίδαμος εισέβαλε με τον στρατό του στην Αττική περιμένοντας κάποια αντίδραση από τους Αθηναίους, δε συνέβη τίποτα. Όλοι οι Αθηναίοι αποτραβήχτηκαν μέσα στα Μακρά Τείχη, τα οποία έφταναν ως τον Πειραιά, διασφαλίζοντας έναν πολύ μεγάλο χώρο, που όμως ήταν αδύνατον να εξασφαλίσει την αξιοπρεπή και υγιή εγκατάσταση χιλιάδων ατόμων. Και αυτό ακριβώς ήταν το ψυχολογικό κόστος˙ από τη μία αναγκάζονταν με μένουν αδρανείς βλέποντας τις περιουσίες τους να καταστρέφονται και από την άλλη ζούσαν για μήνες σε ιδιαίτερα δύσκολες και ανθυγιεινές συνθήκες. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, μόλις στο δεύτερο έτος του πολέμου, ξέσπασε στην Αθήνα μια βίαιη επιδημία, η οποία μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια οδήγησε στον θάνατο τουλάχιστον το 1/3 του πληθυσμού της πόλης, ανάμεσά τους, κατά το 429 π.Χ. και τον ίδιο τον Περικλή.

Χάρτης των περιχώρων της Αθήνας. Διακρίνονται ο Πειραιά, το Φάληρο, και τα Μακρά Τείχη.
Χάρτης των περιχώρων της Αθήνας. Διακρίνονται ο Πειραιά, το Φάληρο, και τα Μακρά Τείχη.

«Όσοι, εξάλλου, ήταν έως τότε υγιείς, χωρίς καμία φανερή αιτία προσβάλλονταν αιφνίδια από πονοκέφαλο με ισχυρό πυρετό, ερυθρότητα και φλόγωση των ματιών. Το δε εσωτερικό του στόματος, δηλαδή ο φάρυγγας και η γλώσσα, γίνονταν αμέσως κόκκινα σαν αίμα και η εκπνοή ήταν αφύσικη και βρωμούσε. έπειτ’ απ’ αυτά άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα, και σε λίγο κατέβαινε στο στήθος το πάθημα, με δυνατό βήχα· κι όταν πιανόταν από την καρδιά, της έδινε μια και τη γύριζε ανάποδα, κ’ έβγαινε χολή από το στόμα κι από κάτω, όσων λογιών έχουν κι όλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με δυνατούς πόνους, και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερ’ από λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες. Και σ’ όποιον τ’ άγγιζε απ’ έξω, το κορμί του αρρώστου δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπυριά ή και πληγές· από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοια πύρα, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια ή οτιδήποτε άλλο και την πιο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθαν αν μπορούσαν να ριχτούνε μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί απ’ όσους δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει έκαναν αυτό ακριβώς, πέφτοντας μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα· και το ίδιο έκανε είτε έπιναν πολύ είτε λίγο. Και πάνω απ’ όλα και χωρίς αναπαμό ήταν η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα, και ούτε μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα όμως, όσον καιρό ήταν η αρρώστια στο κρίσιμο στάδιό της, δε μαραινόταν, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, έτσι που πέθαιναν ―οι περισσότεροι― ύστερ’ από εννιά ή εφτά μεριές από τη μέσα τους κάψα, χωρίς να ‘χει εντελώς εξαντληθεί η δύναμή τους· ή αν ξέφευγαν αυτό το στάδιο, κατέβαινε ύστερα το κακό στην κοιλιά, που γέμιζε πληγές κι αφού τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια, πέθαιναν οι περισσότεροι στο δεύτερο αυτό στάδιο από την εξάντληση. Και το κακό περνούσε απ’ όλο το κορμί, μια και είχε στερεωθεί στην αρχή στο κεφάλι και προχωρούσε από πάνω προς τα κάτω, κι αν κανείς σωζόταν από τα χειρότερα, φανερωνόταν τούτο επειδή έπιανε πια τις άκρες· γιατί έπεφτε και στα γεννητικά όργανα, και στις άκριες των χεριών και των ποδιών, και πολλοί που συνήλθαν έμειναν χωρίς αυτά· μερικοί άλλοι πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους ενώ άντεξαν στην καθαυτό αρρώστια στην αρχή, και ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.

Λοιμός σε αρχαία πόλη, πίνακας του 17ου αιώνα του Μίχιελ Σβέιρτς· θεωρείται ότι αναφέρεται στο λοιμό των Αθηνών (430 π.Χ.)
Λοιμός σε αρχαία πόλη, πίνακας του 17ου αιώνα του Μίχιελ Σβέιρτς· θεωρείται ότι αναφέρεται στο λοιμό των Αθηνών (430 π.Χ.)

Γιατί η μορφή της αρρώστιας ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις λογικές εικασίες των ανθρώπων, και πρόσβαλλε τον καθένα πιο βαριά απ’ όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση […]. Και πέθαιναν οι άνθρωποι, άλλοι χωρίς περιποίηση, κι άλλοι που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Και δε βρέθηκε κανένα γιατρικό, που να μπορεί κανείς να πει πως είναι το γιατρικό της αρρώστιας αυτής, που έμελλε χωρίς άλλο να βοηθήσει τον άρρωστο αν του το ‘δινε (γιατί ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο αυτό πράμα χειροτέρευε τον άλλον), και καμιά ανθρώπινη κράση δε φάνηκε από μόνη της άξια ν’ αντισταθεί στην αρρώστια, είτε ήταν πολύ δυνατή, είτε τόσο αδύνατη ώστε να μην την πιάσει το κακό αλλά τους εσάρωσε όλους, κ’ εκείνους ακόμη που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής. Χειρότερο απ’ όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις ένιωθε πως αδιαθετούσε (γιατί η ψυχική τους κατάσταση γύριζε τότε στην απελπισία, κι αφήνονταν πολύ περισσότερο από μιας αρχής και δεν αντιδρούσαν) καθώς κι ότι ο ένας γέμιζε μόλεμα από τον άλλον που περιποιόταν και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα· και τη μεγαλύτερη φθορά την προξενούσε τούτο: αν δηλαδή δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κ’ έρημοι· κι άδειασαν έτσι πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει· κι αν πάλι επικοινωνούσαν, τους χαλούσε η αρρώστια, και περισσότερο εκείνους που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει· γιατί ντρέπονταν να δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους αγαπημένους τους. Αφού ακόμα και τα μοιρολόγια των πεθαμένων τα παράτησαν στο τέλος και οι ίδιοι oι συγγενείς τους, αποκαμωμένοι από τη μεγάλη συμφορά».

Θουκυδίδου Ἱστορίαι, Ο λοιμός της Αθήνας, 2.49.2-2.51.5

Νέοι Σπαρτιάτες ασκούνται, πίνακας του Edgar Degas (1834-1917)
Νέοι Σπαρτιάτες ασκούνται, πίνακας του Edgar Degas (1834-1917)

Ο θάνατος του Περικλή άφησε την Αθήνα έρμαιο των εχθρών της και των ανίκανων διαδόχων. Αυτό όμως που πέθανε μαζί με τον ίδιο, ήταν το εκπληκτικό του όραμα. Αυτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα στους Αθηναίους, επειδή δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος διάδοχος του Περικλή. Ήταν μια δημοκρατική πόλη και δεν υπήρχε κυβέρνηση. Αυτοί που θεωρούσαν τους εαυτούς τους διαδόχους είχαν εντελώς διαφορετική άποψη και δεν είχαν την ευστροφία του Περικλή. Η Αθήνα, λοιπόν, βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Πέρα από τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ο λοιμός προκάλεσε σοβαρό ψυχολογικό πλήγμα στους Αθηναίους. Η πίστη τους στους θεούς είχε τρανταχτεί και η αυτοπεποίθησή τους είχε κλονιστεί..

«Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ
στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν
τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστῳ τῆς γνώμης
μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. Οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες
καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον
κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους.
»

(Γιατί τάφος των εξαιρετικών ανδρών είναι όλη η γη και δε διατηρούνται στη μνήμη των ανθρώπων μόνο στη δική τους πατρίδα με τις επιτύμβιες στήλες και τις επιγραφές. Αντίθετα, η μνήμη τους διατηρείται άγραφη και στην ξένη γη, χαραγμένη περισσότερο στο μυαλό του καθενός παρά σε υλικά μνημεία. Τους άνδρες αυτούς οφείλετε να μιμηθείτε και θεωρώντας ότι θεμέλιο της ευτυχίας είναι η ελευθερία και της ελευθερίας η ανδρεία, μην αντιμετωπίζετε με ανησυχία τους κινδύνους του πολέμου.)

-Θουκυδίδης, Περικλέους Ἐπιτάφιος Λόγος, 2.43.3-2.43.4

Παρ’ όλη την αναστάτωση, η αντίδραση των Αθηναίων σε αυτές τις συγκυρίες ήταν εξαιρετική˙ οι ικανότητες του στρατηγού Φορμίωνα επιβεβαίωσαν τη ναυτική υπεροχή έναντι των Κορινθίων, η επανάσταση στη Μυτιλήνη τιμωρήθηκε με ιδιαίτερη αυστηρότητα, ενώ με την επιχείρηση του στρατηγού Δημοσθένη είχαν την ευκαιρία να αιχμαλωτίσουν στο νησάκι της Σφακτηρίας το 425 π.Χ. 300 Σπαρτιάτες, εκ των οποίων οι 120 αποτελούσαν σημαντικές φυσιογνωμίες. Το 424 π.Χ., ο στρατηγός Νικίας κατέλαβε το νησί των Κυθήρων με αποτέλεσμα οι τρομοκρατημένοι Σπαρτιάτες να κάνουν συνεχείς προτάσεις ειρήνης, τις οποίες όμως ο τότε ηγέτης Κλέωνας απέρριψε περιφρονητικά. Τον ίδιο χρόνο, οι Αθηναίοι γνώρισαν μια καταστροφική ήττα κοντά στο Δήλιο, στην πρώτη χερσαία μάχη κατά των Θηβαίων, ενώ λίγο αργότερα ο Σπαρτιάτης Βρασίδας κατάφερε να μεταφέρει το κύριο πεδίο της μάχης στη βόρεια Ελλάδα, απομακρύνοντας πολλές πόλεις της Συμμαχίας της Δήλου από τον αθηναϊκό έλεγχο.

Ο Θουκυδίδης, ελληνικό γραμματόσημο,1998. Thucydides
Ο Θουκυδίδης, ελληνικό γραμματόσημο,1998. Thucydides

Το 422 π.Χ. ο ταυτόχρονος θάνατος τόσο του Βρασίδα, όσο και του Κλέωνα άνοιξε τον δρόμο για την ανακωχή. Η κούραση, η διαπίστωση ότι καμία από τις δύο μεγάλες δυνάμεις δε θα κατάφερνε να επικρατήσει και τα υπέρογκα έξοδα του πολέμου, δυνάμωσαν τις φωνές των οπαδών της ειρήνης και στις δύο πόλεις. Έτσι, το 421 π.Χ και παρά την αντίσταση των συμμάχων της Σπάρτης, συνάφθηκε η Νίκειος Ειρήνη, η οποία προέβλεπε συγκεκριμένα την αποκατάσταση των αιχμαλώτων και των θέσεων που είχαν καταληφθεί και στους συμμάχους της Αθήνας παρείχε την εγγύηση αυτονομίας και επιστροφής στον φόρο του Αριστείδη. Η προβλεπόμενη διάρκειά της ήταν πενήντα χρόνια, με ετήσιες ανανεώσεις, ωστόσο πολλοί από τους συμμάχους αρνήθηκαν να συνομολογήσουν. Οι αποχές αυτές επιβεβαίωσαν ακριβώς την κατάσταση που προϋπήρχε του πολέμου: η Αθήνα διατήρησε άθικτη την αυτοκρατορία της.

Η Νίκειος Ειρήνη και η αθηναϊκή αποστολή στη Σικελία. (421-413 π.Χ.) 

[Ο θεός Διόνυσος, στον Άδη, ζητά από τον Ευριπίδη και το Αισχύλο την άποψή τους για τον Αλκιβιάδη: ο ίδιος ο Διόνυσος εκφράζει τη σύνθεση των απόψεων της πόλης γι’ αυτόν:

«τον ποθεί, τον απεχθάνεται και θέλει να τον έχει».

-Αριστοφάνης, Βάτραχοι, στ. 1425-26]

 

Τα πρώτα χρόνια της Νικείου Ειρήνης σημαδεύτηκαν από την εξέχουσα προσωπικότητα του Αλκιβιάδη και τις έξυπνες, επικίνδυνες και αντιφατικές πρωτοβουλίες του. Ο ίδιος υπήρξε ο τελευταίος εκπρόσωπος της πιο εκλεπτυσμένης αθηναϊκής αριστοκρατίας, μαθητής του Σωκράτη, μακρινός συγγενής του Περικλή και ίσως το μοναδικό παράδειγμα ατόμου με τόσο ξεχωριστά προσόντα, τα οποία δύσκολα περιορίζονταν στο γενικότερο στενό πλαίσιο της αρχαίας πόλης.

Ο Αλκιβιάδης ήταν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αναζωπύρωσης του πολέμου και τον διακατείχαν μια τεράστια φιλοδοξία και το πάθος για εξουσία, σε βαθμό που, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, προσάρμοζε την πολιτική, τα λόγια και αυτή την ίδια την ιδεολογία του στις περιστάσεις. Ο νέος αυτός φιλόδοξος πολιτικός, βλέποντας πως το κλίμα στην πόλη είχε ήδη στραφεί σε μεγάλο βαθμό ενάντια στους Σπαρτιάτες και την ειρήνη, υποστήριξε ένθερμα μια συμμαχία με το Άργος, τη Μαντίνεια και την Ηλεία. Ο συνασπισμός αυτός έθεσε σε κίνδυνο τις σχέσεις Αθήνας και Σπάρτης, οι οποίες είχαν διασφαλισθεί με την ειρήνη του Νικία. Έτσι, λίγο αργότερα, η παρέμβαση της Σπάρτης να υποστηρίξει την Επίδαυρο απέναντι στο Άργος, το οποίο είχε απειλήσει την τελευταία, οδήγησε στην πολεμική σύγκρουση της Σπάρτης με τις συσπειρωμένες δυνάμεις της Αθήνας στη Μαντίνεια το 418 π.Χ., όπου η Σπάρτη και οι σύμμαχοί της κρίθηκαν νικητές.

Η σημασία της μάχης ήταν μεγάλη για το γόητρο της Σπάρτης ως πρώτης στρατιωτικής δύναμης στην Ελλάδα. Συνέπεια της μάχης ήταν η προσχώρηση για πρώτη φορά στην Πελοποννησιακή Συμμαχία του Άργους και της Μαντίνειας. Επιπλέον, στις πόλεις αυτές, όπου είχε εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία, επανήλθε η αριστοκρατία. Η διαφορετική κατάσταση, που είχε τώρα διαμορφωθεί στην Αθήνα και στη Σπάρτη, οφειλόταν στους χειρισμούς του Αλκιβιάδη, που κάθε άλλο παρά ορθή πολιτική φαινόταν ότι είχε χαράξει για την πόλη του. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να μην επανεκλεγεί ο Αλκιβιάδης στρατηγός το 418 π.Χ.. Ωστόσο, με διπλωματικές κινήσεις ο ίδιος κατόρθωσε να πείσει τον Νικία να συνεργασθούν. Και οι δύο εκλέχθηκαν στρατηγοί το 417/16 π.Χ.. Σχέδιό τους ήταν να επιχειρήσουν δυο εκστρατείες˙ ο Νικίας στη Θράκη, για να καταλάβει πάλι την Αμφίπολη, αφού οι Σπαρτιάτες δεν την είχαν παραχωρήσει στους Αθηναίους· και ο Αλκιβιάδης να πλεύσει στη Μήλο και να την προσαρτήσει στην Αθήνα. Η Μήλος, αν και σπαρτιατική αποικία, είχε παραμείνει ουδέτερη στον πόλεμο. Η εκστρατεία στην Αμφίπολη απέτυχε, διότι οι Αθηναίοι δεν υποστηρίχθηκαν από τον Περδίκκα, ο οποίος τάχθηκε πάλι με το μέρος της Σπάρτης. Στη Μήλο όμως η επίθεση των Αθηναίων ήταν επιτυχής. Οι καταστροφές που προκάλεσε ο Αλκιβιάδης στο νησί αποτέλεσαν μεγάλη πρόκληση για τους Σπαρτιάτες. Οι κάτοικοι της Μήλου περίμεναν βοήθεια από τη Σπάρτη, η οποία όμως δεν έφθασε ποτέ. Η Μήλος δεν ανταποκρίθηκε στην πίεση των Αθηναίων να προσχωρήσει στη συμμαχία τους και γι’ αυτό τιμωρήθηκε: οι άνδρες σκοτώθηκαν, τα γυναικόπαιδα υποδουλώθηκαν και στο νησί εγκαταστάθηκαν Αθηναίοι κληρούχοι..

«Πράγματι, κατείχε, μεταξύ των αναρίθμητων χαρισμάτων του, την πολύ ιδιαίτερη τέχνη να ξεγελά τους ανθρώπους με το να αλλάζει και να προσαρμόζεται στις συνήθειες και τα έθιμα των άλλων, επιβάλλοντας στον εαυτό του πιο γρήγορες και ριζικές αλλαγές ακόμα και από έναν χαμαιλέοντα. […] Ο Αλκιβιάδης περνούσε το ίδιο εύκολα από το κακό στο καλό, και το αντίστροφο, και δεν υπήρχε πράγμα που να μην μπορεί να μιμηθεί και να οικειοποιηθεί: στη Σπάρτη αφοσιωνόταν στις αθλητικές ασκήσεις, ζούσε νηφάλια, είχε αυστηρή έκφραση˙ στην Ιωνία έκανε τον εκλεπτυσμένο, αφηνόταν σε όλες τις μορφές πολυτέλειας και επιτήδευσης˙ στη Θράκη συχνά μεθούσε και έκανε ιππασία˙ όταν έπειτα συναναστράφηκε τον σατράπη Τισσαφέρνη, ξεπέρασε σε χλιδή και λάμψη το περσικό μεγαλείο».

-Πλουτάρχου, Αλκιβιάδης, 23.

Το δεύτερο μέτωπο που άνοιξε ο Αλκιβιάδης ήταν αυτό της Σικελικής Εκστρατείας, το οποίο διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό το πεδίο του πολέμου. Ο ίδιος, όντας ο κύριος υποστηρικτής της αποστολής και βλέποντας πόσο συνεπαρμένος ήταν ο λαός από τον πλούτο της Σικελίας, άδραξε την ευκαιρία που ζητούσε για θεαματικές επιτυχίες. Τα οφέλη της κατάκτησης, όπως τα παρουσίασε ο Αλκιβιάδης στον λόγο του, ερέθισαν τη φαντασία, έτσι ώστε να καταστεί αδύνατη η νηφάλια κρίση, με ό,τι θα μπορούσε να αποτρέψει μια τέτοια εκστρατεία: την οδυνηρή εμπειρία της καταστροφής στην Αίγυπτο, την αναζωπύρωση της έχθρας με τους Σπαρτιάτες, τις εδαφικές απώλειες στη Θράκη, τη δυσφορία των συμμάχων και τις επαπειλούμενες αποστασίες.

Η ανάμειξη των Αθηναίων στη Σικελία άρχισε με το αίτημα των συμμάχων τους Εγεσταίων για βοήθεια στον πόλεμο εναντίον των κατοίκων του Σελινούντα, που είχαν συμμάχους τους Συρακοσίους. Ωστόσο, η πραγματοποίηση του σχεδίου του Αλκιβιάδη επέφερε δυσάρεστες συνέπειες για την Αθήνα στην εξέλιξη του πολέμου. Ο Νικίας μάταια προσπάθησε να αποτρέψει την πραγματοποίηση της εκστρατείας στη Σικελία. Πίστευε ότι, επειδή η Αθήνα είχε ήδη ζημιωθεί οικονομικά εξαιτίας του πολέμου, αλλά και είχε πληγεί ως προς το ανθρώπινο δυναμικό, ήταν ανάγκη να ανακάμψει, προτού επιχειρήσει νέες εκστρατείες. Τελικά, η άποψη του Αλκιβιάδη επικράτησε και στόλος από Αθηναίους και συμμάχους κατευθύνθηκε στη Σικελία το 415 π.Χ.. Αρχηγοί της επιχείρησης είχαν ορισθεί ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας και ο Λάμαχος. Προτού όμως αρχίσουν οι επιχειρήσεις, η Εκκλησία του Δήμου κάλεσε στην Αθήνα τον Αλκιβιάδη, προκειμένου εκείνος να δικασθεί, επειδή είχε επιδείξει ασέβεια στα Ελευσίνια Μυστήρια. Η κατηγορία του είχε μάλιστα σχετιστεί με την ανάμειξη του Αλκιβιάδη στην κοπή των Ερμών, δηλαδή των λίθινων προτομών στις εισόδους των αθηναϊκών σπιτιών και των ναών. Η ενέργεια της κοπής τους είχε ερμηνευθεί στην Αθήνα ως συνωμοσία των εταιρειών, ολιγαρχικών δηλαδή οργανώσεων, εναντίον της αθηναϊκής δημοκρατίας. Αντί να επιστρέψει στην Αθήνα, ο Αλκιβιάδης διέφυγε στη Σπάρτη, όπου συμβούλευσε τον εχθρό σε βάρος της ίδιας της πατρίδας του.

Οι Αθηναίοι στη Σικελία κατέλαβαν μια στρατηγική θέση, τις Επιπολές, κοντά στο λιμάνι των Συρακουσών το 414 π.Χ.. Ο Λάμαχος όμως σκοτώθηκε. Επειδή οι Συρακούσες κινδύνευαν, ζήτησαν στρατεύματα από τη Σπάρτη και την Κόρινθο, αφού εκείνες θα στήριζαν τους Δωριείς της Σικελίας. Η Σπάρτη ανταποκρίθηκε στο αίτημα μετά από υπόδειξη του Αλκιβιάδη και έστειλε τον Γύλιππο στη Σικελία. Η κατάσταση τότε άρχισε να διαμορφώνεται σε βάρος των Αθηναίων με στρατιωτικές επιτυχίες του Γυλίππου στην περιοχή των Συρακουσών. Το 413 π.Χ. ακολουθώντας τις συμβουλές του Αλκιβιάδη ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγης κατέλαβε τη Δεκέλεια της Αττικής. Το γεγονός αυτό είχε ως πρώτη συνέπεια τη διακοπή της άμεσης επικοινωνίας της Αττικής με τον Ωρωπό. Έτσι, η σύνδεση με την Εύβοια γινόταν πλέον από το Σούνιο. Η Αθήνα έστειλε στρατιωτική βοήθεια στις δυνάμεις της που βρίσκονταν στη Σικελία, όμως η υπεροχή των Συρακουσίων μετά την ενίσχυσή τους από σπαρτιατικά και άλλα ελληνικά στρατεύματα απέτρεψε τους Αθηναίους από τη νίκη. Ένας από τους Αθηναίους στρατηγούς ήταν και ο Δημοσθένης. Ο αθηναϊκός στρατός δεν ήταν οργανωμένος στις επιθέσεις του και εύκολα ηττήθηκε τον Ιούλιο του 413 π.Χ.. Ενώ είχε τεθεί δίλημμα μεταξύ των Αθηναίων στρατηγών, εάν θα έπρεπε να επιστρέψουν οι Αθηναίοι στην Ελλάδα, τελικά επικράτησε η άποψη του Νικία για τη συνέχιση του αγώνα στη Σικελία αντί οπισθοχώρησης. Ο αθηναϊκός στρατός όμως αδράνησε και, όταν ήταν έτοιμος να υποχωρήσει, αναβλήθηκε ο απόπλους λόγω έκλειψης της σελήνης.

Τελικά, η καθυστέρηση της αναχώρησης αποδείχθηκε θετική για τους Συρακούσιους, που απέκλεισαν το λιμάνι εμποδίζοντας έτσι κάθε κίνηση των αθηναϊκών πλοίων. Οι Αθηναίοι στρατηγοί Νικίας και Δημοσθένης στράφηκαν στην ξηρά ελπίζοντας ότι εκεί θα ήταν ευνοϊκότερη η άμυνα για τον στρατό τους. Όμως και πάλι χρονοτρίβησαν, οι αντίπαλοι υπερίσχυσαν και νίκησαν τους Αθηναίους ολοκληρωτικά. Η ήττα αυτή των Αθηναίων και η εκτέλεση των δυο στρατηγών τους ήταν η κατάληξη μιας ατυχούς εκστρατείας με θλιβερές συνέπειες για την Αθήνα. Μία από τις συνέπειες της Σικελικής εκστρατείας για την Αθήνα ήταν η απομάκρυνση μελών από τη συμμαχία της˙ η Χίος και πόλεις της Λέσβου καθώς και αρκετές ιωνικές πόλεις αποστάτησαν και το 412 π.Χ. κηρύχθηκε ο Ιωνικός Πόλεμος.

Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της Σικελικής Εκστρατείας για τον ελληνικό κόσμο ήταν η σύναψη συμμαχίας μεταξύ της Σπάρτης και των Περσών, ύστερα από παρέμβαση του Αλκιβιάδη.

Ο πόλεμος πλέον είχε αναζωπυρωθεί παντού και ήταν φανερό πως θα αργούσε να τελειώσει…

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Θουκυδίδου Ἱστορίαι

Ιωάννης Σ. Τουλουμάκος, Ιστορία των Αρχαίων Ελλήνων

François Lefèvre, Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου

Ελλήνων Ιστορικά, εφημ. Ελεύθερος Τύπος

 

 

*Η Ιωάννα Μαλλιότα είναι φοιτήτρια στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

(Εμφανιστηκε 587 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.