Ρέκβιεμ[1] για αυτοκρατορίες.
Που «γηράσκουν» χωρίς να «διδάσκονται»
Κείμενο: Μάριος Πλωρίτης
Το θέαμα, αν και κρατάει καιρό, δεν παύει να είναι συνταρακτικό: η αποσύνθεση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, φυσικά. Με τις «δημοκρατίες» της όλες να μάχονται για να πάψουν να είναι δικές της, με την οικονομία της που, αποτινάζοντας τις χειροπέδες του σταλινικού κομμουνισμού, παραδέρνει στο χάος, με την κοινωνία της πελαγωμένη ανάμεσα στην α-πορία (τη φτώχεια), στην απορία για τα τωρινά και τα μελλούμενα, και στη διαφθορά, με το μέγα ιερατείο του ΚΚΕΣΣΔ απογυμνωμένο από δόγμα, άμφια και αρχιερείς.
Οι ύστατοι δογματικοί λένε (φανερά ή κρυφά) πως η αυτοκρατορία θα είχε μείνει αλώβητη, αν ο Γκορμπατσόφ δεν είχε αποσκορακίσει τη σταλινική ορθοδοξία και την ανελέητη πρακτική των δεσμωτηρίων και των Γκουλάγκ. Αλλά αποσιωπούν σκόπιμα πως αιτία της σημερινής διάλυσης δεν είναι η κατάλυση του σταλινικού συστήματος αλλά αντίθετα το σύστημα το ίδιο, με την πολιτική και οικονομική αφροσύνη του, την κτηνωδία του και τη μεγαλομανία του. Την τωρινή αποσάρκωση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» την προκάλεσε η ίδια η ύπαρξή του, όχι η αποκάλυψη της ουσιαστικής ανυπαρξίας του.
Παρόμοια, ωστόσο, δεν ήταν η μοίρα όλων των αυτοκρατοριών που «χάρηκε» ο κόσμος μέσα στους αιώνες; Αυτή η δραματική νομοτελειακή καμπύλη απ’ το τράνεμα, την άμετρη δύναμη κι επέκταση, στην εσωτερική κρίση, κι απ’ τη λεηλάτησή τους μέσα κι έξω, στην τελική αποσάθρωσή τους. Περσία και Ρώμη, Βυζάντιο και Κίνα, Οθωμανικό δοβλέτι και Ισπανία, Τσαρική Ρωσία και Γερμανία, αποικιοκρατικές Βρετανία και Γαλλία, όλες «εμεγαλαύχουν και έπραττον ανομήματα»[2] – για να φτάσουν στην κατάρρευση, τη σήψη ή τη συρρίκνωση, όπως οι δύο τελευταίες αποικιοκρατίες, που επιζούν σαν όποια άλλα «κοινά» κράτη.
Η αιτία είναι κοινή και απλή: επειδή σχηματίσθηκαν με τη βία, manu militari, έγιναν «απέραντες φυλακές λαών» (όπως είχε πει ο Λένιν για την τσαρική Ρωσία – αλλά και όπως θα έπρεπε να πει, αν ζούσε, και για το δικό του δημιούργημα, την ΕΣΣΔ). Οι λαοί αυτοί δεν είχαν πραγματικούς συνεκτικούς δεσμούς με τη «Μητρόπολη», αλλ’ αντίθετα πάλευαν να διατηρήσουν το εθνικό τους πρόσωπο, τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους, τον πολιτισμό τους, και ν’ ανακτήσουν ή ν’ αποκτήσουν την αυτοκυριαρχία τους και την αυτοδιάθεσή τους. Πανάρχαιος είναι ο νόμος: ό,τι κερδίζεται με τη βία, με τη βία θα χαθεί.
Αλλά και όταν υπάρχουν κάποιοι δεσμοί των λαών αυτών (όπως η γλώσσα και η θρησκεία στο Βυζάντιο), πάλι η υπέρμετρη υπερ-εξάπλωση, υπερ-σπατάλη, υπερ-καταπίεση (που είναι αναπότρεπτο παρακολούθημά τους), κατατρώνε αργά ή γρήγορα τον πελώριο κορμό της αυτοκρατορικής Βαβέλ.
Και ακριβώς -μ’ όλες τις πολλαπλές διαφορές τους- η σοβιετική κρίση θυμίζει κάποιες όψεις του Βυζαντινού κράτους τις παραμονές της Άλωσης:
Η άλλοτε περίλαμπρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε πια καταντήσει «ένα άσαρκο, ετοιμόρροπο θλιβερό κορμί, που στήριζε μια πελώρια κεφαλή, την Κωνσταντινούπολη»[3] -όπως σήμερα κοντεύει να γίνει η άλλοτε υπερδύναμη.
– Όλοι οι άνεμοι χτυπούσαν το Βυζάντιο, απ’ έξω κι από μέσα, «γλίτωνε τον δράκο και βρισκόταν μπροστά στον αστρίτη, ξέφευγε απ’ το λιοντάρι κι έπεφτε στην αρκούδα» («τον δράκοντα φεύγομεν και βασιλίσκω συναντώμεν αποδιδράσκομεν λέοντα και άρκτω προσπίπτομεν», καθώς έγραφε ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος[4] – όπως σήμερα, κάθε λογής λαίλαπες τραντάζουν και ξεσκίζουν την ΕΣΣΔ.
– Σφάζονταν, τότε, «δυτικόφιλοι» (οι κήρυκες της εκκλησιαστικής ένωσης με την παπική Ρώμη) και «ανθενωτικοί» (που προτιμούσαν ακόμα και «το τουρκικό σαρίκι παρά τη λατινική καλύπτρα») όπως τώρα μάχονται στη Ρωσία οι οπαδοί της πολιτικο-οικονομικής δυτικοποίησης της χώρας και οι «δογματικοί».
Το εμπόριο του Βυζαντίου είχε περάσει ολοκληρωτικά στα χέρια των Βενετσιάνων, των Γενοβέζων, των Πιζάνων – όπως τώρα η δυτική διείσδυση στην ΕΣΣΔ απλώνει όλο και πιο βαθιά τα πλοκάμια της, με τα δάνεια που παίρνει ικετευτικά απ’ τους «κεφαλαιοκράτες» και με τα «Μακντόναλντς», που έχουν γίνει το περιπόθητο Ελντοράντο για τους Σοβιετικούς πολίτες!
Η απόγνωση είχε, και τότε, σπιρουνίσει τον θρησκευτικό φανατισμό, τη μοιρολατρία, τη φυγή στον «Ησυχασμό» – όπως τώρα η θρησκολατρία αναζωπυρώθηκε στη Ρωσία, πλημμυρίζοντας τις εκκλησίες-καταφυγή των ταλανιζόμενων «πιστών».
Φυσικά, η ΕΣΣΔ δεν αντιμετωπίζει τα στίφη των Οθωμανών πολιορκητών, όπως η Πόλη. Φυσικά, μένει μια χώρα με τεράστιους πόρους και ανθρώπινες ικμάδες. Αλλά η επίθεση απ’ την «πέμπτη φάλαγγα» των εσωτερικών προβλημάτων και αδιεξόδων της, δεν είναι λιγότερο απειλητική απ’ τα «φοβερά και εξαίσια» κανόνια του Μωάμεθ.
Η νεότατη απ’ τις αυτοκρατορίες -οι ΗΠΑ-είναι η πιο «άτυπη» απ’ τις ομολόγους της, μια και δεν έχει αποικίες, ούτε κατέχει ξένα εδάφη και λαούς – κατά τον «κλασικό», τουλάχιστον, τρόπο. Ωστόσο, έχει επεκτείνει το «κράτος» της σ’ όλη σχεδόν την Οικουμένη, με τις έμμεσες μεθόδους, που λέγονται «βάσεις» και, προπάντων, πολιτικο-οικονομική επικυριαρχία.
Απ’ την άλλη, η πανσπερμία του αρχικού και του ανανεούμενου πληθυσμού της απορροφήθηκε κι απορροφιέται στη χοάνη του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, που έχει χαλκεύσει αναμεταξύ τους τους δεσμούς της κοινής μοίρας, ελευθερίας και κέρδους – της βούλησης να κυριαρχήσουν πρώτα στη γη τους κι έπειτα, οικονομικά, στον κόσμον όλον.
Παραβλέπουν, όμως, κι αυτοί τη νέμεση της αυτοκρατορικής ύβρης, την παραβλέπουν ακόμα κι όταν το παντοδύναμο αμερικανικό κράτος πνίγεται στα ελλείμματα και σταματάει ξαφνικά να λειτουργεί – όπως έγινε τις προάλλες με την άρνηση του Κογκρέσου να εγκρίνει τον καινούργιο προϋπολογισμό.
Εκείνο, όμως, που δεν διαβλέπουν οι πολιτικοί και οι οικονομικοί δεινόσαυροι, το προβλέπουν κάποιοι «απλοί γραφιάδες», όπως ο Αμερικανός ποιητής Καρλ Σάντμπεργκ (1878-1967), που έγραφε πριν 62 ολόκληρα χρόνια:
«Ο μπάρμπα Σαμ είναι τώρα θρονιασμένος πάνω στον κόσμο. Πριν λίγο καιρό, ήταν ο Τζον Μπόουλ, και λίγο παλαιότερα, την πορεία καθόριζαν ο Ναπολέοντας κι ο γαλλικός στρατός. Και πριν, ήταν η Ισπανία, η Ρώμη, η Ελλάδα, η Περσία. Η μια μετά την άλλη, με τα πυροβόλα, τις λόγχες, τους καταπέλτες και τις γαλέρες τους, στήθηκαν στην κορφή των πολιτισμένων λαών.
Η μια μετά την άλλη παραμερίστηκαν, διαλύθηκαν, αφανίστηκαν ή έχασαν το τόπι, που είχαν συνηθίσει να παίζουν με πολύ άσκημο τρόπο.
Η μια μετά την άλλη εκθρονίστηκαν – και τώρα, ο ελπιδοφόρος νεοφερμένος ξένος είναι ο μπάρμπα Σαμ, η Αμερική, κι όλοι τραγουδούν “Η αστερόεσσα για πάντα”, αν και το “για πάντα” σημαίνει ένα πολύ μεγάλο διάστημα.
Τραγουδούν, μ’ όλο που ξέρουν πως κι οι παλιοί ηγεμόνες έβαζαν τους τροβαδούρους και τους παλιάτσονς τους να φωνάζουν “Ω βασιλιά μας, αιώνια ας είναι η βασιλεία σου!”»[5]
Και ηδονίζονταν και ηδονίζονται με τέτοια λιβανιστικά εγκώμια, ξαστοχώντας την πολύ παλιότερη βιβλική «παροιμία», πως η αλαζονεία ανοίγει τον δρόμο στον όλεθρο και η μεγαλοφαντασιά στον αφανισμό: «προ συντριβής ηγείται ύβρις, προ δε πτώματος κακοφροσύνη».[6]
Αλλά αυτά, οι κάθε καιρού «αυτοκρατορικοί» τα λογαριάζουν «μωροφιλολογίες». Και δεν πείθονται για την αλήθεια τους παρά μόνο όταν συναντήσουν τους αυτοκρατορικούς προδρόμους τους στο οστεοφυλάκιο της Ιστορίας.
Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα», 14.10.1990.
Παραπομπές
[1] = νεκρώσιμη ή επιμνημόσυνη ακολουθία των καθολικών· νεκρώσιμη ή επιμνημόσυνη μουσική σύνθεση. [λόγ. < μσνλατ. requiem αιτ. του λατ. Requies= ανάπαυση.
[2] 1. Ιεζεκιήλ, ΙΣτ’,50.
[3] Ch. Diehl, L’Empire byzantin sous les Paleologues, Παρίσι 1905.
[4] Τα ευρεθέντα (Λιψία 1768), τόμ. Β’, σελ.246. Πρβλ. και το καινούργιο, πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια,1990, σελ.290 κ.ε.
[5] Good Morning, America, 1982.
[6] Παροιμίαι, ΙΣΤ’, 18.