«Κοίταξε, συμπέθερε, μὴν τὸ κάμῃς χειρότερα.»
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τὰ Χέλια» (1925) βρίσκουμε τουλάχιστον τρία «πικάντικα» λαϊκά .«ανέκδοτα». Ο Παπαδιαμάντης δεν κυριολεκτεί βεβαίως, όλοι όμως μπορούμε κάθε φορά να καταλάβουμε το (ερωτικό ή σεξουαλικό) νόημα της ιστορίας. Ίσως χρειάζεται να εξηγήσουμε μερικές λέξεις: «κατής» ή «καδής» λεγόταν ο Tούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο. [μσν. καδής < αραβ. qadī -ς· τουρκ. kadι (από τα αραβ.) -ς].
Το σερμπέτι είναι είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού. [τουρκ. şerbet (από τα αραβ.) -ι]
Μεντέρι ονομαζόταν ένα είδος ανατολίτικου χαμηλού καναπέ, ο σοφάς, το ντιβάνι. [< τουρκ. minder.]
Το απόσπασμα έχει ως εξής:
«Τὰς Κυριακὰς λοιπόν, ὅταν ἐξαπόσταινε κ᾿ ἔκαμνε κέφι ὁ μπαρμπα-Δ., ἠγαθύνετο ἡ καρδία του, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, κ᾿ ἐθυσίαζεν ὁλοκλήρους φιάλας ρακὶ καὶ μοσχᾶτο, τῆς ἰδίας παραγωγῆς καὶ κατασκευῆς του, διὰ νὰ κεράσῃ καὶ περιποιηθῇ τοὺς πελάτας. Κ᾿ ἡ πελατεία του ἦσαν οἱ πρόκριτοι ἐκ τῶν ἐντοπίων, καὶ 〈οἱ〉 ἐν τέλει ἐκ τῶν ξένων, εἰρηνοδίκης, δήμαρχος, λιμενάρχης, τελώνης, ὑγιειονόμος κλπ.
Καὶ τότε ἐγίνετο φαιδρὸς καὶ εὔθυμος ―ἦτο ροδοκόκκινος, μὲ κατάμαυρα ἡνωμένα φρύδια, πεντηκοντούτης― καὶ ἤρχιζε νὰ διηγῆται παλαιὰ «γερονίκικα», παροιμίας καὶ ἀνέκδοτα εἰς τοὺς πελάτας του. Πῶς ἐκάθισεν ὁ κατὴς νὰ κάμῃ τὴν κρίση ― τοῦτο τὸ διηγεῖτο πρὸς αὐτὸν τὸν εἰρηνοδίκην τοῦ τόπου, μακαρίως καγχάζοντα. Εἶχε ζητήσει μία νὰ χωρίσῃ τὸν ἄνδρα της, διὰ λόγους ὑπερμέτρου δυσαναλογίας, καὶ τότε ἡ κυρὰ εἶπε: «Ποῦ ᾽σαι, ἀφέντη κατή, νὰ καθίσῃς νὰ κάμῃς τὴν κρίση;».
Ἄλλη ἐπήγαινε καβάλα ἀνὰ τὰ ρέματα καὶ τὰ λιβάδια τοῦ Πηλίου τὴν ἄνοιξιν, ὁ δὲ νεαρὸς ἀγωγιάτης ἠκολούθει πεζὸς ὄπισθεν, καὶ συχνὰ τῆς ἔδειχνε τὶς χλοερὲς φτέρες, κ᾿ ἔλεγε: «Γιαγιάκα μ᾿, φτέρις. ― Ἂμ σὰν εἶν᾿, μωρέ, καὶ τί; ― Λιέου κ᾿ ἰγὼ καημένος.»
Δυὸ συμπέθεροι καθήμενοι στὰ μεντέρια ἐκάπνιζον, ἐνῷ ἡ νύμφη . . . . . . . . μὲ τὰ νυχτικά της, κυπτὴ εἰς τὴν ἑστίαν τοὺς ἔβραζε φασκομηλιά, διὰ νὰ τοὺς κάμῃ σερμπέτι μὲ πετμέζι, νὰ τοὺς περιποιηθῇ. Ὁ εἷς συμπέθερος μὲ τὴν χεῖρα ἔδειχνε τὴν στέγην καὶ τοὺς τοίχους, κ᾿ ἐσχεδίαζε πῶς εἶχε σκοπὸν νὰ διαιρέσῃ καὶ καλλωπίσῃ τὴν οἰκίαν καὶ μὲ τὸ τσιμπούκι ἔθιγεν εἰς τὰ νῶτα τὴν κόρην του, διὰ νὰ τὴν κάμῃ κοσμιωτέραν καὶ προσεκτικήν. Ὁ ἄλλος τοῦ ἔλεγε: «Κοίταξε, συμπέθερε, μὴν τὸ κάμῃς χειρότερα» κτλ. Ὅπως τὸ ἔλεγεν ὁ δεύτερος, οὕτω καὶ συνέβη. Τότε ὅλοι οἱ ἀκούοντες ἐγέλων θορυβωδῶς.»
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Περισσότερες παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ.