«Κοίταξε, συμπέθερε, μὴν τὸ κάμῃς χειρότερα.»

Ἄλλη ἐπήγαινε καβάλα ἀνὰ τὰ ρέματα καὶ τὰ λιβάδια τοῦ Πηλίου τὴν ἄνοιξιν, ὁ δὲ νεαρὸς ἀγωγιάτης ἠκολούθει πεζὸς ὄπισθεν, καὶ συχνὰ τῆς ἔδειχνε τὶς χλοερὲς φτέρες, κ᾿ ἔλεγε: «Γιαγιάκα μ᾿, φτέρις. ― Ἂμ σὰν εἶν᾿, μωρέ, καὶ τί; ― Λιέου κ᾿ ἰγὼ καημένος.»

Διαβάστε περισσότερα ›