Παροιμίες για τους παπάδες και τις παπαδιές
Ο παπάς παπά δε θέλει. Κάνε το παιδί σου παπά, κι απόλα το στο λόγγο. Σαν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας. Όσους βλέπει ο παπάς, τόσους και θυμιατίζει. Ο παπάς τα θαφτικά κι ο νεκρός στ’ ανάθεμα. Για καλό κακό, τον παπά περδουκλωμένο. Σφάκελά της π’ αγαπά παντρεμένον ή παπά. Και παπάς εγίνης χότζια; Έτσι τόφερε η κατάρα. Χώρια παπάς, χώρια παπαδιά. Αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα βαγγέλια φέραν. Είδα κι είδα, γύφτο παπά δεν είδα. Άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά. [= σε όλους δεν αρέσουν τα ίδια πράγματα, είναι ζήτημα γούστου.] Αλλού ο παπάς, αλλού τα ράσα του. Βασίλη, τίμα τον παπά, και συ, παπά, έχε γνώση. Άλλοι παπάδες έρχονται, άλλα χαρτιά κρατάνε. Άμα δεν σε θέλουν στο χωριό μη ρωτάς για του παπά το σπίτι. Γύφτος παπάς δε γίνεται κι αν γίνει, δε βλογάει. Κι αν πολυβαρύνεις, Δέσποτα, θα πω και τ’ είχε μέσα. [= για όσους θέλουν να κάνουν κάποιον αθώο συνένοχο σε κάτι.] Δέσποτα παππά πρεσβύτα, έπαιρνε και πάντα ζήτα. [= για όσους δέχονται και τις μικρής αξίας προσφορές.] Δέσποτα, πέρδικα στα δάση. [Βεν. Επί των απροσέκτων εν τω βίω.] Βρήκαμε παπά, θα θάψουμε και τους ζωντανούς. Αν είν’ παππάς και λειτουργά, η αυγή θα μας το δείξει.
Βοήθα παπά, να θάψουμε πέντε-έξι. Βάλε, βγάλε παπά τη βράκα σου. Δεν έγινα παπάς ν’ αγιάσω, έγινα για να περάσω. Γούμενος καθήμενος έραφτε και ξέραφτε. Ο τεμπέλης κι ο ακαμάτης, ο υπνάρης κι ο φαγάς, άλλον έργο δεν του μένει παρά να γενεί παπάς. Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι. Ο παπάς είναι κάρβουνο, που αναμμένο καίει και σβηστό μουτζαλώνει. Ο παπάς τα μπρος εθώρει και τα πίσω δεν εθώρει. Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα χαρτιά κρατούσαν. Να σου μπει ο παπάς στο αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι. Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του. Παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα ‘ναι να μην μπαίνουνε στο σπίτι. Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Το πολύ το κυριελέησον το βαριέται κι ο παπάς (ή κι ο Θεός). Αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη. Ας μ’ αγαπά ο πίσκοπος κι ας με μισούν οι διάκοι. Ο παπάς για τη λεχουδιά του έχασε τη λειτουργιά του. Τρελός παπάς τον βάφτισε. Όποιος έχει γένια τρώει με το δεσπότη. Μη το πεις ούτε του παπά. Κουμπάρε, τίμα τον παπά, κι εσύ, παπά, ‘χε γνώση. Γούμενος καθήμενος μεγάλα αντάτσια [= χαντάκια, αυλάκια] κόβει. [Κυπρ.] Για του παπά τ’ αμπέλι μη σε μέλει. Εκείνον που βλέπει ο παπάς εκείνον και θυμιατίζει. Του παπά η κοιλιά είν’ αμπάρι κι όπου πάει θε να πάρει. Αλλιώς μας τα ‘λεγες παπά, πριν σε χειροτονήσουν. Θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη. Ψάλε, δεσπότη μου· με πονεί το δάχτυλο μου. Όπου πάει ο παπάς, πάνε και τα ράσα σου. Πέντε του διάκου και δέκα του δεσπότη. Αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού έχω τον πόνο. Κάθε πρώτη του μηνός, για δεσπότης, για φανός. Ο παπά κουλούρης και το χαρτί του. [= για όσους επιδιώκουν πάντοτε το κέρδος.] Από του παπά το χουλιάρι γλίτωσε. [Για όσους ανέλπιστα γλίτωσαν από κίνδυνο.] Βοήθα παπά, να θάψουμε πέντε-έξι. Ο παπάς κι η καμουλίκα, όταν σου μιλούν αγρίκα. Βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντε-έξι. Βρήκαμε τρελό παπά κι όλη μέρα ψάλουμε. Δεν έγινα παπάς ν’ αγιάσω, έγινα για να περάσω. Αν ήταν η δουλειά καλό θα δούλευε κι ο δεσπότης. Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς.
Παροιμίες για τους καλόγερους
Σαν γεράσει ο διάβολος γίνεται καλόγερος. Αδειανός καλόγερος, εύκαιρο το σακί του. Είναι βαριά η καλογερική. Πβ. Είναι βαρύ το ράσο. Αδειανός καλόγερος, ψύλλους εμουνούχιζε. Χόλιασε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του. Χόλιασε ο καλόγερος κι έκοψε τ΄αρχίδια του (ή τα γένια του.) Από μυλωνάς δεσπότης. Αδειανός καλόγερος μύγες εκοντάρευε. Αλλού ο καλόγερος, αλλού τα δισάκια του. Ο καλόγερος είπε το ψάρι φακή και το ‘φαγε Σαρακοστή. Όσο κάθεται ο καλόγερος, τόσο μαλλί μαζώνει. Το ξένο βιο ο καλόγερος για την ψυχή του δίνει. Καλογριά στα γεράματα. Καλός κακός καλόγερος στην πόρτα του παράδεισου. Καλογέροι για δουλειά, ούτε κρίση ούτε λαλιά· καλογέροι για φαΐ, όλοι εδώ οι ορφανοί. Αλλού με ξεις καλόγηρε κι αλλού με τρώει εμένα. Δεκοχτώ καλόγεροι μ’ ένα χουλιάρι και τους εφώναξαν και βρέθηκαν κι οι δεκοχτώ μπουκωμένοι. Κάτσε, καλόγερε, μες στο κελλί σου, νάχεις τα ρούχα σου και την τιμή σου.
Παροιμίες για τις παπαδιές
Γνέθει, γνέθει η παπαδιά κι ο παπάς ξεβράκωτος. Είναι σιγανοπαπαδιά. Τι κυράτσα ράφτισσα, τι κυράτσα παπαδιά, άντρας σου με το φελόνι [= ιερατικό άμφιο], άντρας μου με το βελόνι. Κέρνα παπαδιά κι ας είν’ και ξίδι. Ο παπάς κι η παπαδιά, πέντε μήνες δυο παιδιά. Ο παπάς απ’ την Πόλη, η παπαδιά μολογάει. Γνέθει, γνέθει η παπαδιά κι ο παπάς ξεβράκωτος.
Δείτε ακόμη: Παροιμίες για τον Ιανουάριο. Παροιμίες για τους γαϊδάρους. Λαϊκές παροιμίες για τις γυναίκες.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://www.facebook.com/ARKAS-The-Original-Page-352589524877216/
Δ.Τ.
Περισσότερες παροιμίες μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ και στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Βιβλιογραφία
Πολ.= Νικόλαος Γ. Πολίτης.
Βεν. Ι. Βενιζέλος
Π. Αραβαντινός. Παροιμιαστήριον ή συλλογή παροιμιών εν χρήσει ουσών παρά τοις Ηπειρώταις. Τυπογραφείον Δωδώνης. Ιωάννινα 1863.
Ι. Βενιζέλου. Παροιμίαι δημώδεις. Εκ του τυπογραφείου της πατρίδος. Εν Ερμουπόλει, 1867.
Κ. Κωστογιάννης. Πριγκηπιανές παροιμίες. NUR BASIMEVI. ISTANBUL. 1960.
Μιλτιάδου Λουλουδόπουλου. (Εξ Αγχιάλου). Ανέκδοτος συλλογή ηθών, εθίμων, δημοτικών ασμάτων, προλήψεων δεισιδαιμονιών, παροιμιών, αινιγμάτων κλπ. Των Καρυών (επαρχίας Καβακλή). Εν Βάρνη, 1903.
Μιχαήλ Γκέκας. Παροιμίαι Ελληνο-Γαλλικαί. Αθήνα 1926.
Ν.Γ. Πολίτου. Μελέται επί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού. Εν Αθήναις. Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου. 1900.