28 Σεπτεμβρίου 2018 at 01:08

Στρατιωτικά ενθυμήματα (1947-1950): Η μαρτυρία ενός Έλληνα στρατιώτη για την γερμανική κατοχή και τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.

από

Στρατιωτικά ενθυμήματα (1947-1950): Η μαρτυρία ενός Έλληνα στρατιώτη για την γερμανική κατοχή και τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.

Ο Δημήτριος (Δημητρός) Δεληγιάς, γόνος Θρακιώτη πρόσφυγα, γεννήθηκε στην Αυγή Κοζάνης το 1925. Μεγάλωσε σε αγροτική-κτηνοτροφική οικογένεια. Αν και υπηρέτησε ως στρατιώτης του εθνικού στρατού, μιλούσε χωρίς μίσος για τους αντιπάλους αντάρτες. Τους σέβονταν, τους χαρακτήριζε γενναίους και τολμηρούς. Ωστόσο επιθυμούσε ολόψυχα τη νίκη των εθνικών, κυβερνητικών δυνάμεων. Να τελειώσει αυτός ο αδελφικός πόλεμος. Να πάψει η γη να ποτίζεται με διχαστικό ελληνικό αίμα. Η Ελλάδα να γίνει μια ελεύθερη, δημοκρατική χώρα. Ο λαός της να ζήσει σε καθεστώς ελευθερίας, δημοκρατίας και προόδου.

Είναι προφανές, ότι τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα του Δ. Στ. Δεληγιά δε συγκροτούν «επιστημονική ιστορία» του Εμφυλίου Πολέμου· αποτελούν καθαρά μια προσωπική αντίληψη και έκφραση των οπτικών και ακουστικών παραστάσεων του αφηγητή∙ μια βιωματική έκθεση των γεγονότων ενός στρατιώτη του εθνικού στρατού. Η καταγραφή σε αρχείο ήχου έγινε στα 92 του χρόνια του χαρισματικού αφηγητή. Η αφήγηση περιορίστηκε στα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας (Οκτώβρης 1947- Μάρτης 1950). Πρόκειται για τα κρίσιμα και οδυνηρά χρόνια του εμφυλίου διχασμού, που έζησε ο ελληνικός λαός μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Δυόμισι χρόνια καθημερινής προσωπικής διακινδύνευσης και ψυχικής δοκιμασίας για το αδικοχυμένο αδελφικό αίμα ήταν η θητεία του Δ. Δεληγιά. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της γερμανικής κατοχής και την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.

«Εγώ πήγα στο στρατό το φθινόπωρο του ’47, Οκτώβρης μήνας θα ήταν, στο Βόλο. Εμάς άργησαν κάνα χρόνο να μας καλέσουν στο στρατό.»
«Εγώ πήγα στο στρατό το φθινόπωρο του ’47, Οκτώβρης μήνας θα ήταν, στο Βόλο. Εμάς άργησαν κάνα χρόνο να μας καλέσουν στο στρατό.»

Στρατιωτικά ενθυμήματα (1947-1950)

«Οι Γερμανοί μάς πήραν γίδια, πρόβατα, γελάδια. Κάτ’ δικοί μας ρουφιάνοι μάς καλούσαν να πάμε τα γελάδια στον Πολύμυλο, τάχα να τα σφραγίσουν οι Γερμανοί. Άκου οι γαμημένοι τι έκαναν; Τους υποψιαστήκαμε τι σχεδίαζαν. Να τα πάμε εκεί και να τα φάν’ αυτοί κι οι Γερμανοί. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς. Κρύψαμε τα περισσότερα κάτω κατά τα πυκνά πουρνάρια, στα βουνά· πήγαμε μόνο μερικά ζώα. Κάποια πάλι τα κρύψαμε στο δρόμο στα πυκνά πουρνάρια και στα κέδρα. Ένα δαμάλι το πήγαμε. Καλό δαμάλι, είπαμε· θα τους αρέσει, δε θα ρωτήσουν για άλλα. Τάχα το σφράγισαν. Μας το κράτησαν, το πήραν. Τ’ άλλα τα κρύψαμε, τα γλιτώσαμε, τα γυρίσαμε πίσω στα μαντριά να τα φυλάξουμε καλύτερα. Κι εκεί δεν ήμασταν σίγουροι, αλλά πού αλλού να πάμε; Εκεί στα βουνά και τα ρέματα φοβούνταν κι αυτοί απ’ τους αντάρτες να πάνε. Τέλος πάντων οι Γερμανοί μάς πήραν το δαμάλι και 18-20 γίδια. Πήραν κι απ’ άλλους. Έκαναν κοπάδ’ μεγάλο από σφαχτά, να έχνε να τρών’ οι καταραμένοι…

Οι ΠΑΟτζήδες στην αρχή δήθεν μας φύλαγαν από τους αντάρτες και τους Γερμανούς. Μερικοί όμως από αυτούς κάτι είχαν με τους Γερμανούς, συνεργάζονταν. Ήταν κάτι καθάρματα απ’ αυτούς: σκότωναν, βίαζαν γυναίκες, άρπαζαν ζώα, μας απειλούσαν. Αυτοί οι άτιμοι ήταν απ’ τα γύρω χωριά. Απ’ τη Σκάφη ήταν πολλοί. Σχεδόν όλοι. Ήταν κάτ’ τουρκόφωνοι, κάτ’ ξυπόλυτοι που έγιναν τάχα μου καπεταναίοι οι μισκίνηδες. Στη Σκάφη ο ΕΛΑΣ σκότωσε καμπόσους ΠΑΟτζήδες. Το χωριό μας δεν είχε θύματα, ούτε απ’ τον ΕΛΑΣ ούτε από τους ταγματασφαλίτες. Κάποιοι ΠΑΟτζήδες με αρχηγό έναν απ’ τη Σιάτιστα -ξέχασα τώρα και τ’ όνομα τ’- μπήκαν στο χωριό: χτύπησαν, βίασαν γυναίκες. Την Π., την Κ., τη Μ., τις ατίμασαν οι ρουφιάνοι.

Αυτοί οι τουρκόφωνοι ήταν με την ΠΑΟ . Στις Κρανιές, στο μονοπάτι για τη Σκάφη, έπιασαν οι ΠΑΟτζήδες 7-8 άνδρες. Τους εκτέλεσαν οι εγκληματίες στη ράχη, στους «Σκοτωμένους» που το λέμε τώρα. Ήταν κομμουνιστές είπαν. Ένας θεός ξέρει από πού ήταν τα θύματα.

Μια μέρα ήρθαν 5-6 νομάτοι καβαλαραίοι με τα όπλα απ’ τα χωριά. Από ξένα χωριά. Βίαιη επιστράτευση από τον ΕΛΑΣ. Όσοι αρνούνταν να πάνε… μαχαίρι! Έναν ρουφιάνο που ατίμασε την Π. Τ, τον γνώρισε η ίδια, όταν τον είδε. Είχε κρυφτεί σ’ ένα σπίτι. Φοβήθηκε τους αντάρτες. Αυτή, η Π.Τ. το είπε στους αντάρτες ότι τη βίασε ένας που τώρα είναι κρυμμένος. Έδειξε το σπίτι· οι ΕΛΑΣίτες τον έπιασαν. Στο «Σταυροδρόμι» τον σκότωσαν. Ήταν μαζί τους κι ένας καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Από τη Σιάτιστα έλεγαν ότι ήταν. Δε θυμάμαι τώρα πώς τον έλεγαν. Πέρασαν και τα χρόνια μ’.

Η Σκάφη (Κίζοβα) είχε πολλούς ΠΑΟτζήδες, γερμανόφιλους. Μια νύχτα επιτέθηκε ο ΕΛΑΣ. Σκότωμα να δεις! Άλλους έριξαν μες τα πηγάδια κι άλλους τους σκόρπισαν εδώ κι εκεί στα χαντάκια και τ’ αυλάκια. Κακό μεγάλο έγινε! Άνθρωποι σφάχτηκαν σαν ζωντανά! Θρήνος! σου λέω, Γιάννη μου. Πήγαμε και εμείς απ’ εδώ από την Αυλήαννα. Μεγάλα παιδιά ήμασταν. Πολλούς τους ξέραμε, γειτονιά ήμασταν. Κάποιοι φταίγαν, τζάμπα πήγαν κι αθώοι. Μισκίνικα πράγματα έγιναν, ρε παιδί μ’. Ούτε θέλω να τα θυμούμαι.

«Πήγαινε και μη με σκέπτεσαι.» Έλληνας στρατιώτης αποχαιρετά τη μάνα του φεύγοντας για το αλβανικό μέτωπο. Αφίσα εποχής.
«Πήγαινε και μη με σκέπτεσαι.» Έλληνας στρατιώτης αποχαιρετά τη μάνα του φεύγοντας για το αλβανικό μέτωπο. Αφίσα εποχής.

Εγώ πήγα στο στρατό το φθινόπωρο του ’47, Οκτώβρης μήνας θα ήταν, στο Βόλο. Εμάς άργησαν κάνα χρόνο να μας καλέσουν στο στρατό. Βλέπεις μέχρι το ’46 το καλοκαίρι είχαμε πολύ λίγο στρατό. Είχαμε μόνο τους χωροφύλακες και πολύ λίγους στρατιώτες, παλιές σειρές από τη Μέση Ανατολή, τον «Ιερό Λόχο», την ταξιαρχία του Ρίμινι και κάτ’ λίγους ακόμα. Τότε βρήκαν ευκαιρία και οι ταγματασφαλίτες να μπουν στις εθνικές δυνάμεις, στη χωροφυλακή και στο στρατό για ενίσχυση. Η Χωροφυλακή χρειαζόταν δυνάμεις και δέχτηκε αυτούς τους άτιμους στο σώμα τους. Όλοι αυτοί παρίσταναν τους εθνικόφρονες και τους εχθρούς των κομμουνιστών. Πήραν «συγχωροχάρτι» από την ελληνική κυβέρνηση για τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς λόγω ανάγκης, αλλά ο κόσμος δεν τους συγχώρεσε.

Τότε, το ’46, όταν οι ελληνικές κυβερνήσεις κατάλαβαν ότι τα πράγματα με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ γίνονταν δύσκολα κι άρχιζε ο άγριος εμφύλιος πόλεμος, η κυβέρνηση μάζεψε στρατό. Αυτούς που μάζεψαν πρώτα τους έψαξαν καλά, να είναι βασιλόφρονες και «καθαροί» εθνικόφρονες. Πολλούς άλλους που είχαμε σειρά, μας άφησαν. Εξαίρεσαν αυτοί οι ρουφιάνοι, τους μισούς Έλληνες από τη στράτευση. Ακούς; Τους μισούς Έλληνες απόξω ως ύποπτους, προδότες. Και οι φιλελεύθεροι βενιζελικοί θεωρούνταν ύποπτοι φιλο-κομμουνιστές. Και ας ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου ο πρωθυπουργός που χτύπησε τους κομμουνιστές στα Δεκεμβριανά στην Αθήνα το’44. Όταν όμως άρχισαν οι επιχειρήσεις το φθινόπωρο του ’46 ενάντια στους αντάρτες, τα πράγματα φάνηκαν πολύ δύσκολα.

Οι αντάρτες (ΔΣΕ ) ήταν ακόμα πολύ περισσότεροι από τους στρατιώτες. Ήταν έμπειροι και σκληροί πολεμιστές. Πολύς κόσμος τους στήριζε κι άλλοι τους συμπαθούσαν για την αντίσταση στους Γερμανούς κατακτητές απ’ την Κατοχή και τους βοηθούσαν με τρόφιμα. Είχαν και όπλα ακόμα από την Κατοχή από τους Άγγλους, αλλά και λάφυρα απ’ τους Γερμανούς. Τους εξόπλιζαν ακόμα και τα βαλκανικά κράτη: Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και Βουλγαρία. Έλεγαν ότι η Ρωσία ήταν από πίσω. Δεν ξέρω. Αυτά τ’ ακούαμε από ’δώ κι από ’κεί· εμείς ούτε ράδια είχαμε, ούτε εφημερίδες διαβάζαμε. Εγώ λέω ό,τι ακούαμε. Κάποιοι όμως που ήταν από την Αθήνα κι άλλες πόλεις έλεγαν μυστικά πώς πολλούς που ήρθαν στρατιώτες τους έστειλαν αλλού να τους εκπαιδεύσουν κι άλλους εξορία να τους κάνουν «αληθινούς εθνικόφρονες». Δεν ξέρω, ρε παιδί μ’. Εμένα μια φορά μ’ έδωσαν αμέσως κι όπλο.

Ναρκαλιευτές του Ελληνικού Στρατού στον Γράμμο, 1949. Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Ναρκαλιευτές του Ελληνικού Στρατού στον Γράμμο, 1949. Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού.

Ο εθνικός στρατός έχασε αρκετές μάχες απ’ τους αντάρτες. Οι στρατιώτες εκεί που νόμιζαν ότι έχουν να κάνουν με λίγους γκόλιαβους «συμμορίτες» και θα ξεμπερδέψουν γρήγορα να γυρίσουν στα σπίτια τους, άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι έχουν πολύ αγώνα μπροστά τους. Οι διοικητές και οι λοχαγοί μας το κατάλαβαν νωρίς αυτό. Όχι όλοι, βέβαια, γιατί κάποιοι απ’ αυτούς τους τρανούς δεν είχαν ιδέα από πόλεμο κι ούτε από ανταρτοπόλεμο. Οι ικανοί διοικητές το κατάλαβαν αυτό, Γιάννη μ’. Άρχισαν να ζητούν από το Γενικό Επιτελείο κι άλλο στρατό καλά εκπαιδευμένο. Έτσι η κυβέρνηση κάλεσε κι άλλες κλάσεις, που εξαιρούσε στην αρχή επειδή τάχα δεν ήταν «καθαροί εθνικόφρονες». Σ’ αυτούς ήμουν κι εγώ. Έτσι, ο εθνικός στρατός διπλασιάστηκε κι έφτασε ίσα με 80-90 χιλιάδες άνδρες στα τέλη του ’47 αρχές του ’48.

Αυτά μας τα έλεγαν στις ομιλίες και στις ημερήσιες διαταγές οι διοικητές των ταγμάτων, των λόχων: ταγματάρχες, λοχαγοί και δεν ξέρω τι διάολο βαθμούς είχαν και τι ήταν. «Θα συντρίψουμε τους κομμουνιστοσυμμορίτες!», φώναζαν. Είμαστε πολλοί τώρα, έχουμε κι όπλα περισσότερα και καλύτερα. Εμείς τ’ ακούαμε σκεφτικοί μες το κρύο και τη βροχή.

Εκεί στο Βόλο παρουσιάστηκα μαζί με άλλους τον Οκτώβριο του ’48. Ήταν κι ο Αλ. απ’ το χωριό μας: καλός, ήσυχος άνθρωπος, αλλά λίγο αθώος. Ζει ακόμα. Εκείνο τον καιρό έβρεχε συνέχεια, έκανε και κρύο. Κοντά ήταν η θάλασσα, είχε και πολλή υγρασία που μας τρυπούσε τα κόκαλα.

Στο Βόλο μας έντυσαν, μας εκπαίδευσαν. Εκεί, σε ώρες σχόλης, συζητούσαμε μεταξύ μας οι στρατιώτες για την κατάσταση. Ο Εμφύλιος Πόλεμος είχε αγριέψει πολύ. Οι αντάρτες ήταν έμπειροι και σκληροί πολεμιστές. Ήξεραν όλα τα κατατόπια: τι βουνά, τι ποτάμια, περάσματα και καταφύγια στα βουνά, που ο στρατός εύκολα δεν μπορούσε ακόμα να τα πατήσει. Οι περισσότερο αξιωματικοί μας δεν ήξεραν από ανταρτοπόλεμο. Οι αντάρτες χτυπούσαν πότε εδώ και πότε αλλού. Εκεί που τους χάναμε, άλλ’ ξεφύτρωναν από πίσω και μας αιφνιδίαζαν, μας κύκλωναν. Ανταρτοπόλεμος είπαμε. Είχαν και κόσμο στα χωριά και τις πόλεις που τους συμπαθούσε και τους βοηθούσε. Μάθαιναν για τις κινήσεις του στρατού, των χωροφυλάκων και των ΜΑΫδων από τους συνδέσμους κι άλλους πληροφοριοδότες. Οι «συμμορίτες», όπως έλεγαν οι αξιωματικοί τους αντάρτες, κυριαρχούσαν μέχρι όξω απ’ την Αθήνα και στα περισσότερα ορεινά μέρη και χωριά.

Οι διοικητές μας και οι αξιωματικοί είδαν ότι χρειαζόμασταν κι άλλη εκπαίδευση. Είχαν φέρει και καινούρια όπλα από του Αμερικανούς. Οι Άγγλοι αρχίζουν να μας αφήνουν στους Αμερικανούς. Μας εκ-παίδευσαν όξω απ’ το Βόλο. Μάθαμε κάπως να χειριζόμαστε τα όπλα. Κάναμε ασκήσεις ανταρτοπόλεμου στα γύρω βουνά. Μας μιλούσαν για τις παγίδες του αντάρτικου· πώς κινούνται οι αντάρτες, πώς να τους πολεμούμε και πώς να φυλαγόμαστε.

Από το Βόλο μάς έστειλαν στα Φάρσαλα. Εκεί, στα Τρίκαλα είχε έδρα η ΙΧ (9η) μεραρχία. Μέσα στον κάμπο έπρεπε να καθαρίσουμε τον τόπο από τους «συμμορίτες» (ΔΣΕ). Να τους αιχμαλωτίσουμε ή να τους σπρώξουμε κατά τον Παρνασσό, αλλά να μη φύγουν βόρεια κατά τα Άγραφα, γιατί θα ενίσχυαν από εκεί τους αντάρτες στην Ήπειρο, στο Σμόλικα, το Γράμμο και το Βίτσι. Οι αντάρτες είχαν σκοπό να χτυπήσουν το Μέτσοβο κι ύστερα την Κόνιτσα. Άλλες μονάδες του εθνικού στρατού από τα δυτικά, από το Αγρίνιο, θα επιχειρούσαν μέχρι το Καρπενήσι. Εμείς από εδώ απ’ το Δομοκό και οι άλλοι δικοί μας από το Αγρίνιο θα τους πιέζαμε κατά τον Παρνασσό, Γκιώνα, Βαρδούσια. Από κάτω απ’ τα νότια ήταν άλλος στρατός. Σχέδιο του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ) ήταν να τους κυκλώσουμε και να τους καταστρέψουμε μέσα σ’ αυτά τα άγρια βουνά.

«Οι αντάρτες (ΔΣΕ ) ήταν ακόμα πολύ περισσότεροι από τους στρατιώτες. Ήταν έμπειροι και σκληροί πολεμιστές.»
«Οι αντάρτες (ΔΣΕ ) ήταν ακόμα πολύ περισσότεροι από τους στρατιώτες. Ήταν έμπειροι και σκληροί πολεμιστές.»

Εμείς, τώρα εδώ στον κάμπο καθαρίζαμε τον τόπο από τους αντάρτες. Τρίκαλα, Καρδίτσα ο κόσμος δεν ενίσχυε τους αντάρτες με εφέδρους, ζώα, τρόφιμα. Ούτε οι σύνδεσμοί τους μπορούσαν να κινηθούν εύκολα, γιατί πιάνονταν απ’ τη χωροφυλακή που τώρα εκπαιδεύτηκε και εξοπλίστηκε καλύτερα. Εμποδίζονταν από τους ένοπλους ΜΑΫδες ή αιχμαλωτίζονταν από τις περιπόλους του στρατού. Οι αντάρτες, όταν δεν προλάβαιναν να φύγουν στα πυκνά βουνά, κρύβονταν μες τα καλάμια στους βαλτότοπους, τα ρέματα, τα μαντριά.

Ήμασταν σκορπισμένοι μες τον κάμπο σε ομάδες· κάθε ομάδα είχε 6-7 στρατιώτες. Πιάσαμε καναδυό φορές καμιά 5-6 κατσαπλιάδες. Μόλις τους κυκλώσαμε αυτοί πέταξαν τα όπλα τους και παραδόθηκαν με τα χέρια ψηλά. Πονούσε η ψυχή σ’ να τους βλέπεις τους φουκαράδες. Σχισμένα παπούτσια, κουρέλια ρούχα, παγωμένοι, ταλαιπωρημένοι. Μας είπαν ότι λιποτάχτησαν από τους αντάρτες και ήρθαν να παραδοθούν στο στρατό. Ένας στρατιώτης έσπρωξε έναν απ’ αυτούς, αλλά ο ομαδάρχης μας τον μάλωσε. Τους πήραμε, τους παραδώσαμε στον διοικητή. Δεν ξέρω τι έγιναν στη συνέχεια. Εμείς συνεχίζαμε τις περιπόλους μες τον κάμπο. Εγώ είχα και το οπλοπολυβόλο στα χέρια μ’. Οι αντάρτες εκεί που χάνονταν από μπροστά μας μες τα τραχιά βουνά, νάτοι πάλι από πίσω μας.

Είμαστε στα τέλη του ’47. Η θέση των ανταρτών γίνονταν πολύ δύσκολη· δεν το έβαζαν όμως κάτω. Μας είπαν οι διοικητές μας ότι ο καπετάνιος τους Μάρκος Βαφειάδης -που όλοι τον είχαμε ακουστά από τη γερμανική Κατοχή- άρχισε να εφαρμόζει εκτός από ανταρτοπόλεμο και τακτική κανονικού στρατού με απόφαση του ΚΚΕ. Αυτή η νέα τακτική για τον εθνικό στρατό θα ήταν πιο ευνοϊκή, γιατί ο στρατός μας τώρα είχε πολύ περισσότερες δυνάμεις. Ήταν κι οι χωροφύλακες και οι ΜΑΫδες. Τους ΜΑΫδες δε τους χώνευε ούτε ο λαός. Τους θεωρούσαν βάρβαρους, τους μισούσαν. Κάποιους τους ήξεραν από τη γερμανική Κατοχή. Συνεργάζονταν με τους Γερμανούς και τρομοκρατούσαν το λαό· ήταν μισκίνηδες, καθάρματα. Τώρα, τάχα μου έγιναν πατριώτες πάλι… Τι να πεις, ρε παιδί μου!…

Τέλος πάντων όμως ο κόσμος είχε αρχίσει να κουράζεται με αυτή την κατάσταση. Ήθελε να τελειώσει αυτός ο αδελφικός πόλεμος, να γυρίσουν τα παιδιά του με ειρήνη και ασφάλεια στον τόπο τους, στις οικογένειές τους, να κοιτάξουν τις δουλειές τους. Κι ο στρατός είχε κουραστεί και οι αξιωματικοί. Κάθε βράδυ ενέδρες εκεί στον κάμπο της Καρδίτσας και στους Σοφάδες.

Ένα μικρό διάστημα ήμασταν μια ομάδα 7 κι η διμοιρία 30 στρατιώτες. Πήγαμε 1, 2, 3, 4 βραδιές περιπολία. Δήθεν ερχόταν οι αντάρτες. Οι τρανοί οι δικοί μας δεν μας άφηναν να κοιμηθούμε. Ο ανθυπολοχαγός μας τραυματίστηκε ο φουκαράς από μια αδέσποτη σφαίρα στο μπούτ’ ψηλά. Ευτυχώς ήταν ελαφρύς ο τραυματισμός. Δέσαμε το τραύμα πρόχειρα με κάτι γάζες που είχαμε. Ήταν μαζί μας ο Πλαγάκης απ’ τη Σπάρτη κι ο Θεοδώρου. Ο Θεοδώρου, ένα παλικάρι! Αν θυμάμαι καλά, ήταν από την Αλεξανδρούπολη. Πέντε βραδιές δε βγάλαμε τ’ άρβυλα. Πρήσκαν τα πόδια μας. Θα σκάζαμε! Πού να κοιμηθείς; Φοβούμασταν απ’ τους αντάρτες. Μας είπαν απ’ το Κέντρο ότι στα Φάρσαλα απόξω έμειναν λίγοι αντάρτες. Να βρισκόμαστε σε επιφυλακή.

Πολυβολεία του ΔΣΕ στον Γράμμο, 1949. Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Πολυβολεία του ΔΣΕ στον Γράμμο, 1949. Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού.

Εμείς ήμασταν σ’ ένα μεγάλο χωριό, όπως είναι η Κοιλάδα, απόξω απ’ την Καρδίτσα. Κάθε βράδυ ενέδρες. Μας είχαν ανά μια ώρα να φυλάγουμε σκοπιά. Ήμασταν 7 άνδρες, μέσα στις ελιές και τ’ αμπέλια. Από εκεί είδαμε 4-5 αντάρτες σ’ ένα μικρό ξέφωτο ανάμεσα στα καλάμια. Εγώ με το λοχία, Στέφανο τον έλεγαν, κάτσαμε στα χορτάρια, κάτω από μια απιδιά. Ήμασταν ξεθεωμένοι. Ο Θόδωρος είχε το τόμιγκαν, εγώ το δικό μ’. Παρακάτ’ ήταν κάτι βάτα. Κοίταξα γύρω. Δεν είδα τίποτα. Κάτσαμε λίγο. Αποκοιμήθκαμε. Ο Τίναγας ήτανε σκοπός.

Περνάει αυτός ο αντάρτης, παίρνει τ’ οπλοπολυβόλο απ’ τα χέρια μ’. Τίποτα δεν κατάλαβα. Κοίτα να δεις! Απ’ τους πολλούς πέρασε κι ήρθε εδώ σε μας. Ο λοχίας είδε τον κατσαπλιά που πέρασε από μένα. Με χτυπάει μια κλοτσιά, με ξύπνησε. Τηρώ πλάι μ’, έλειπε το οπλοπολυβόλο. «Τώρα!… Τι κάνω τώρα;…», λέω μέσα μ’. Και να πεις ότι κοιμήθηκα! Όσο που έκλεισα τα μάτια μ’. Πήγα να σκάσω απ’ την ντροπή μ’. Ποιος με ξεπλένει τώρα απ’ την προσβολή και χώρια η τιμωρία που με καρτεράει. Απ’ την άλλη πάλι συλλογίστηκα κι είπα μέσα μου: «πώς δε με σκότωσε!…».

Λέω στο λοχία: «με πήραν τ’ όπλο!». Ο λοχίας αυτός είχε χειροβομβίδες. Αυτός που πέρασε θα το πήρε, είπε. Τον είδα έκανε κατά τα καλάμια, μες στα βάτα. Τον βλέπω, το λοχία, βγάζει μια χειροβομβίδα, την κρατάει στο χέρι και τρέχει κατά ’κεί που έκανε ο «συμμορίτης». Κοντά μου ήταν κι άλλοι της ομάδας μας. Σε λίγο ακούμε ένα «μπαμ»! Πήγαμε κι εμείς κατά εκεί. Βλέπουμε το λοχία. «Τι έγινε;», τον ρωτάμε. «Τον είδα στα καλάμια. Πέταξα τη χειροβομβίδα. Πρέπει να τον πέτυχαν τα θραύσματα, τα κομμάτια. Άκουσα ένα “ωχ, μάνα μ’!”, τίποτα άλλο».

«Τέλος πάντων όμως ο κόσμος είχε αρχίσει να κουράζεται με αυτή την κατάσταση. Ήθελε να τελειώσει αυτός ο αδελφικός πόλεμος, να γυρίσουν τα παιδιά του με ειρήνη και ασφάλεια στον τόπο τους.» Φωτό: Λοκατζήδες κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
«Τέλος πάντων όμως ο κόσμος είχε αρχίσει να κουράζεται με αυτή την κατάσταση. Ήθελε να τελειώσει αυτός ο αδελφικός πόλεμος, να γυρίσουν τα παιδιά του με ειρήνη και ασφάλεια στον τόπο τους.» Φωτό: Λοκατζήδες κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.

Η απόσταση που έριξε τη χειροβομβίδα ο λοχίας θα ήταν ίσα με 80-90 μέτρα. Τον ξέραμε κι από τις ασκήσεις ότι έριχνε πιο μακριά απ’ όλους τις χειροβομβίδες. Ήταν ένα γερό παλικάρι αυτός ο λοχίας. Προχωρήσαμε κατά τα καλάμια να δούμε τι έγινε ο αντάρτης. Εκεί που περπατούσαμε ένα φαντάρος βλέπει το οπλοπολυβόλο στα καλάμια σε μια άκρη. Κάνω κάνα δυο βήματα το παίρνω ξετρελαμένος απ’ τη χαρά μ’. Παρακάτω ήταν ένα ρέμα. Με το όπλο στο χέρι πάω κατά εκεί. Βλέπω κάτι αίματα ανάμεσα στα κα-λάμια και τα βάτα. Προχωρώ. Φτάνω πέντε μέτρα απ’ το ρέμα. Κοιτάζω, βλέπω έναν άνθρωπο σκυμμένο με το κεφάλι μέσα στο νερό. Πάω σιμά τ’. Τον κουνώ με το χέρι. Τίποτα αυτός. Ήταν πεθαμένος. Τα ρούχα τ’ ήταν γεμάτα αίματα. Απλώνω το ένα χέρι μου, με τ’ άλλο βαστούσα το όπλο μ’. Τραβώ το μανίκι του, βλέπω το μπράτσο βαθιά σχισμένο. Τραβώ το ποδονάρι τ’, το ίδιο κι εκεί ξεσχισμένο το ποδάρι τ’. Το αίμα του φαινόταν σαν παγωμένο. Οι σάρκες του σαν να ήταν ανοιχτές και κρέμονταν κατά όξω. Το κεφάλι του γερμένο μες το νερό. «Α, τον φουκαρά!», λέω μέσα μου. Ξεψύχησε μόλις έγειρε το κεφάλι να πιει νερό. Τα κομμάτια της χειροβομβίδας τον ξέσχισαν. Τον αφήνω εκεί όπως ήταν. Γυρίζω πίσω στη ομάδα μ’. Να ρε, τον βρήκα αυτού παρακάτ’ είναι, σκοτωμένος. Όλο το σώμα τ’ ξεσκισμένο από τα θραύσματα της χειροβομβίδας.

Αιχμάλωτοι μαχητές του ΔΣΕ στον Γράμμο, 1949. Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Αιχμάλωτοι μαχητές του ΔΣΕ στον Γράμμο, 1949. Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού.

Στο μεταξύ, το «μπαμ» της χειροβομβίδας είχε ακουστεί γύρω και στις άλλες ομάδες. Θάρσαν κάτ’ γίνεται. Μαζεύτηκαν εκεί σε μας κι άλλοι στρατιώτες. Μαζί τους ήρθε κι ένας τρανός. Έτρεμε ο ταλαίπωρος κι ήταν ανθυπολοχαγός κιόλας. Με φάνηκε ντιπ ψειριάρης. Πήγε κατ’ να μας ρωτήσει και δεν μπορούσε να μιλήσει. Τέλος πάντων, του είπαμε τι έγινε. Πέρασε ένας κατσαπλιάς και τον σκοτώσαμε με τη χειροβομβίδα. Εδώ σιμά παρακάτ’ απ’ τ’ αμπέλια, στο ρέμα. Απ’ εδώ ακούστηκε το «μπαμ» κι άκουσαν όλοι. Για το όπλο, που με άρπαξε αυτός ο αντάρτης, δεν είπαμε κουβέντα: τσιμουδιά, τάφος!… Είχαμε συμφωνήσει να μην πει κανένας τίποτα. Γιατί θα μας ρωτούσε και πώς μας το πήρε, το ’να και τ’ άλλο. Τι θα απαντούσαμε; Θα λέγαμε ότι αποκοιμήθκαμε; Ε, τότε… αλίμονό μας!

Σε λίγη ώρα ήρθε κι ένας λοχαγός. Μας ρώτησε αν ήταν ένας ή περισσότεροι οι αντάρτες. Ήταν κι άλλοι είπαμε, αλλά έφυγαν μέσα στο βάλτο. Πόσοι ήταν, τώρα δεν ξέρουμε. Εμείς είδαμε 5-6. Πάμε να με δείξτε το μέρος, μας λέει.

Νύχτωσε. Βγήκε και το φεγγάρι. Εγώ έβλεπα καλά στη νύχτα. Πήγαμε κατά το ρέμα. Από πέρα μέσα στη νύχτα, αλλά με φεγγάρι γεμάτο, βλέπω ένα μαύρο πράγμα μέσα στο καθαρό νερό. Κύριε Λοχαγέ, να εδώ στο ρέμα είναι ο σκοτωμένος. Πλησίασε. Τον είδε, όπως τον είχα αφήσει με το κεφάλι μες το νερό και γεμάτο πηχτό αίμα στα ρούχα τ’. Κούνησε μόνο το κεφάλι· δεν είπε τίποτα. «Άλλοι δυο τρεις παρταλάδες χάθκαν μες τα καλάμια, γλίτωσαν», λέω στο λοχαγό.

Μας λέει ο λοχαγός: «τώρα τι κάνουμε;». Δεν είχαμε κι ασύρματο τότε Το χωριό το μεγάλο, πώς το είπα-με.. ε, δεν θυμάμαι καλά τώρα…γέρασα, το ξέχασα. Αυτού όξω απ’ τα Τρίκαλα ήταν, Γιάννη μ’, δεν ήταν πολύ μακριά ούτε και κοντά. Στείλαμε έναν δικό μας φαντάρο να βρει άλλη ομάδα παραπέρα που είχε ασύρματο, να ζητήσει από το τάγμα να μας στείλουν ενισχύσεις. Μιλήσαμε με το τάγμα κι είπαν θα μας στείλουν. Είχαν κι όπλα και πυροβόλα. Μόνο ασύρματο θέλουμε, τους είπαμε. Δεν κινδυνεύουμε από τους «συμμορίτες». Έναν βρήκαμε, τον χτυπήσαμε. Τότε μας λέν’ να ξεκινήσουμε αραιωμένοι να πάμε το γρηγορότερο στο τάγμα. Φτάσαμε στα Τρίκαλα σ’ ένα ύψωμα κατά το μεσημέρι. Λέει ο αρχηγός: μη τυχόν και πει κανένας εκεί ότι πήραν από το Δεληγιά το οπλοπολυβόλο, θα σας τιμωρήσω. Δε θα μιλήσουμε, είπαμε. Πήγαμε στο ποταμάκι που περνάει έξω από τα Τρίκαλα. Η γέφυρα ήταν ριγμένη από τους αντάρτες, αλλά δεν είχε και πολύ νερό. Μπορούσες να περάσεις με τα ποδάρια από λίγο παραπάν’. Να περπατήσεις και να περάσεις.

Σιδηροδρομική γραμμή που ανατινάχτηκε από αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Σιδηροδρομική γραμμή που ανατινάχτηκε από αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού.

Είχε βρέξει και το νερό ήταν θολό. Πήγαμε καμιά φορά στην όχθη απ’ το ποτάμι. Καθόμαστε από πέρα να ξαποστάσουμε. Όσοι ήξεραν μπάνιο, μπήκαν μέσα. Εμάς τους βουνίσιους μάς κυνηγούσαν να μπούμε μέσα. Ήταν μαζί μας ένα παιδί από την Πρέβεζα, πολύτεκνος θαρρώ, οχτώ αδέλφια ήταν. Πώς το πήραν στρατιώτη, δεν ξέρω. Αλλά τότε μάζευαν ό,τι έβρισκαν. Αυτός ήξερε κολύμπ’. Βγάζ’ τα ρούχα, βουτά, Γιάννη μ’. Κι αυτός ο Θ. έπεσε μέσα. Χώθηκε με το κεφάλι τ’ μέσα και δεν μπορούσε να βγει. Βάλτωσε, φράκαρε, δεν ξέρω κι εγώ τι να πω, μια φορά τον χάσαμε από μπροστά μας. Τώρα…τι κάνουμε τώρα;… Σηκωνόμαστε, πάμε κοντά στο νερό. Πουθενά! ο Θόδωρος. Όσο ψάχναμε, φωνάζει ένας: «εδώ έπεσε ένας κι δεν βγαίνει.» Πάμε κατά ’κεί. Δεν τον βλέπαμε. Τίποτα δε βλέπαμε. Αυτός όμως ο Τίναγας, ένα παλικάρι, μπήκε μες το νερό κι έψαχνε. Ήξερε και κολύμπι. Δε φοβόταν. Ψάχνοντας τον βρήκε. Φώναξε. Πήγαμε κοντά του. Τον τράβηξε ο Θόδωρος, ο Τίναγας. Τον σηκώσαμε ψηλά, τον κρεμάσαμε ανάποδα απ’ τα πόδια. Έτρεχαν νερά απ’ το στόμα τ’. Έβγαιναν τα νερά που ήπιε. Κάποια στιγμή τον βλέπουμε να κουνάει τα χέρια τ’. Τον ξεκρεμάσαμε. Τον ξαπλώσαμε κατακάτ’ με το κεφάλ’ γερμένο πλάι, να στραγγίσουν όλα τα νερά. Κάνα καιρό συνήλθε. Σώθηκε!

Τώρα είπαμε να πάμε στο τάγμα. Ο διοικητής θα μας τιμωρήσει. Εσύ, Δημήτρη, δε θα μιλήσεις, μ’ είπαν οι άλλοι της ομάδας. Καλά εγώ δε θα μιλήσω· είμαι κι ο παθών, αλλά το ράδιο αρβύλα στέκεται; Ώσπου να φτάσουμε απάν’ στο τάγμα, τα νέα είχαν φτάσει. Ήρ-θαν κάτι παιδιά από άλλες ομάδες και με λεν: «ρε Δημήτρη, τι έπαθες απόψε; Σου πήραν οι κατσαπλιάδες το όπλο;». «Άντε ρε ρουφιάν’, γαμ… Τίποτα, τι έπαθα!». «Πώς τίποτα! Σου πήραν το πολυβόλο οι κατσαπλιάδες», με λεν αυτοί πάλι. Ο διοικητής δεν έμαθε τίποτα. Μας μίλησε μόνο. Εμένα με ρώτησε μόνο για την επιχείρηση της ομάδας μας∙ πώς πήγε και τίποτα άλλο. Δεν είπε τίποτε απ’ αυτά που φοβόμουν. Α, λέω μέσα μ’: «τώρα που γλίτωσα τη ζωή μ’ !… οπλοπολυβόλα βρίσκουμε κι άλλα».

Πηγή: Η εισαγωγή και το απόσπασμα είναι από το βιβλίο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤ. ΔΕΛΗΓΙΑΣ. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ (1947-1950). Επιμέλεια: Μαγνητοφώνηση-απομαγνητοφώνηση-καταγραφή αφήγησης- επιμέλεια αφήγησης-σημειώσεις-ενδεικτική βιβλιογραφία. Δρ Ιωάννης Π. Μπάκανος., δάσκαλος-φιλόλογος-Σχολικός Σύμβουλος Π. Ε. © Ιωάννης Π. Μπάκανος (ιδιωτική έκδοση). Οι φωτογραφίες του ΓΕΣ είναι από εδώ: https://www.scribd.com/document/

(Εμφανιστηκε 3,494 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.