Τουρκία: «Μόλις κάποιος χτυπήσει στην πόρτα…»
Tο νέο καθεστώς τρομοκρατίας που επιβάλλει στην Τουρκία ο Ερντογάν
Του Πιέρ Πισό*
Είκοσι ένα μήνες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία από τμήμα του στρατού και 115.000 άνθρωποι έχουν ήδη εξοστρακιστεί. Κάποιοι πέθαναν στη φυλακή. Άλλοι ζουν με τη μνήμη των βασανιστηρίων, περιμένοντας να καταδικαστούν σε βαριές ποινές. Η ρήξη μέσα στη κοινωνία είναι τεράστια.
Βρισκόμαστε σε ένα μικρό οικιστικό συγκρότημα, σε μια απομακρυσμένη συνοικία της Κωνσταντινούπολης που στεγάζει την τουρκική μεσαία τάξη. Έξι τσιμεντένιοι πύργοι των είκοσι ορόφων. Όλοι γνωρίζονται. Όλοι γνωρίζουν και τη δυστυχία που βρήκε μία από τις οικογένειες του Πύργου C. Τη δυστυχία της κας Ράβζα Κ., που μας μιλά με ψεύτικο όνομα.
«Είμαστε στην καρδιά ενός ψυχολογικού πολέμου που διεξάγει η κυβέρνηση», λέει αναστενάζοντας αυτή η σαρανταδυάχρονη γυναίκα, μητέρα δύο εφήβων. «Μόλις κάποιος χτυπήσει την πόρτα, φοβόμαστε ότι θα συλληφθούμε. Η ζωή μας μπορεί να αναποδογυρίσει ανά πάσα στιγμή, κατά τη διάρκεια ενός οδικού ελέγχου ή λόγω μίας απλής τηλεφωνικής συνομιλίας».
Αυτό το κλίμα είναι αποτέλεσμα της επίθεσης που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εναντίον του πρώην συμμάχου του, δισεκατομμυριούχου μουσουλμάνου ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, ιδρυτή του κινήματος Χιζμέτ. Αφού πρώτα βοήθησε τον Ερντογάν να ανέλθει στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Γκιουλέν, εγκατεστημένος πλέον στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει μεταμορφωθεί σε «προδότη», στον άνθρωπο που υποτίθεται ότι ξεκίνησε και καθοδήγησε υπογείως τις αγωγές κατά της οικογένειας Ερντογάν στα τέλη Δεκεμβρίου 2013. Ο πρόεδρος τον κατηγορεί τώρα ότι ενορχήστρωσε και το αποτυχημένο πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου 2016 – χωρίς να έχει δώσει, προς το παρόν, απτές αποδείξεις για κάτι τέτοιο.
Το κυνήγι μαγισσών, που έχει εξαπολύσει εναντίον οπαδών του, προκαλεί δεκάδες χιλιάδες παράπλευρες απώλειες. Συλλήψεις, αποκλεισμοί από τον δημόσιο τομέα, τον στρατό και τα σώματα ασφαλείας και δικαστικές διώξεις, μαρτυρούν μια πρωτοφανή εκκαθάριση στην κοινωνία. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που βρίσκεται σε ισχύ μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ενισχύθηκε περαιτέρω στις 24 Δεκεμβρίου 2017, με δύο διατάγματα. Ακόμη και τα κύματα καταστολής που ακολούθησαν τα στρατιωτικά πραξικοπήματα μεταξύ 1960 και 1980, δεν έφταναν σε τέτοια επίπεδα. Οι γκιουλενιστές δεν είναι οι μόνοι που βρίσκονται στο στόχαστρο. Τον περασμένο Φεβρουάριο, η καταδίκη σε ισόβια του συγγραφέα και αρθρογράφου Αχμέτ Αλτάν, με την κατηγορία της προσπάθειας ανατροπής της εθνοσυνέλευσης, της κυβέρνησης και της συνταγματικής τάξης, προκάλεσε αίσθηση τόσο στην Τουρκία όσο και στο εξωτερικό.
Στις 18 του Ιουλίου 2016, καθώς όδευε μαζί με τον σύζυγό της προς το Ικόνιο, η κα Κ. μαθαίνει ότι όλα τα γκιουλενικά ντερσάν (σχολικές τάξεις) θα κλείσουν, συμπεριλαμβανομένου και αυτού στο οποίο φοιτά ο δεύτερος γιος της. Ο σύζυγός της επιστρέφει στην Πόλη για να γράψει τον έφηβο σε άλλο σχολείο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο εργοδότης του τον καλεί για να του ανακοινώσει την απόλυσή του. Καθηγητής ιστορίας, ο κ. Κ. είχε εργαστεί προηγουμένως σε γκιουλενικό σχολείο· αλλά εδώ και τέσσερα χρόνια, εργάζονταν σε δημόσιο ίδρυμα. Λίγες ώρες αργότερα, η κα Κ. μαθαίνει και αυτή τη λήξη της σύμβασής της ως καθηγήτρια θεολογίας σε άλλο σχολείο, επίσης δημόσιο. Το ίδιο βράδυ κουκουλοφόροι της ασφάλειας εισβάλλουν στο διαμέρισμα. Περνάνε χειροπέδες στον σύζυγο και τον ρίχνουν στο έδαφος. Τον χτυπούν ανελέητα. Του ζητάνε να δώσει ονόματα μελών της «τρομοκρατικής ομάδας» που οργάνωσε το πραξικόπημα. Στη συνέχεια η αστυνομία τον οδηγεί στο τμήμα. Όντας ψηφοφόροι του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), του οποίου που ηγείται ο νυν πρόεδρος, η κα Κ. και ο σύζυγός της πάντοτε, όπως μας λέει, «εγκωμίαζαν το Έθνος και την Τουρκική Δημοκρατία» στους μαθητές τους. Το να αποκαλούνται «τρομοκράτες» την ξεπερνάει. Η περίπτωσή τους απεικονίζει τη στρατηγική της εξουσίας: να απειλεί τους πάντες, συμπεριλαμβανομένων των πρώην υποστηρικτών του ΑΚΡ.
Επί πέντε ημέρες η κα Κ. προσπαθεί να εντοπίσει το αστυνομικό τμήμα όπου κρατείται ο σύζυγός της. Είναι διαβητικός και φοβάται ότι η αστυνομία δεν θα του δώσει τις ενέσεις ινσουλίνης που χρειάζεται. Τελικά μαθαίνει ότι βρίσκεται στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα του Βατάν. Αλλά δεν θα τον δει ξανά ζωντανό. Επίσημα, πέθανε από καρδιακή ανακοπή. Η ιατρική έκθεση (στην οποία καταγράφεται μεταξύ άλλων ένα σπασμένο πλευρό), καθώς και αρκετές μαρτυρίες συγκρατούμενών του, αναφέρουν επανειλημμένα βασανιστήρια. Έκτοτε, για να ζήσει με τα δύο παιδιά της, η κα Κ., πενθούσα και άνεργη, μπορεί μόνο να στηριχθεί στην αλληλεγγύη των λιγοστών γειτόνων οι οποίοι δεν αποστρέφουν το βλέμμα τους όταν διασταυρώνονται μαζί της στον διάδρομο, καθώς και σε μικρές εργασίες ραπτικής που της αποφέρουν 700 τούρκικες λίρες τον μήνα (περίπου 150 ευρώ). Μετά από ένα χρόνο απελπισμένων προσπαθειών, η νομική διαδικασία που ξεκίνησε για να μάθει την αλήθεια, λήφθηκε επιτέλους υπόψη από τα δικαστήρια. Στα μέσα του 2017, ξεκίνησε δικαστική έρευνα της οποίας περιμένει πάντα τα αποτελέσματα. […]
Όπως η κυρία Κ., χιλιάδες Τούρκοι ζουν σήμερα με αναστολή των δικαιωμάτων τους. Από τον Αύγουστο του 2016, η επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης δημοσιεύει καταλόγους ονομάτων. Κάθε μήνα, δύο έως τρεις χιλιάδες άνθρωποι κρίνονται ύποπτοι για σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις. Τα μέσα ενημέρωσης που βρίσκονται κοντά στην εξουσία τα αναπαράγουν. Με αυτόν τον τρόπο, 115.000 πολίτες στερήθηκαν όλα τα δικαιώματά τους: δεν μπορούν πλέον να ψηφίζουν, έχουν χάσει τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα και τα διαβατήριά τους. Ο φόβος έχει εξαπλωθεί σε όλη την κοινωνία. Δεκάδες άτομα που ήρθαν σε επαφή μαζί μας δεν θέλησαν να μας απαντήσουν, από φόβο ότι θα επιστρέψουν στη φυλακή υπό οποιοδήποτε αόριστο πρόσχημα.
«Οι άνθρωποι που βρίσκονται στους καταλόγους έχουν γίνει ανεπιθύμητοι», λέει ο Εκίν Φ., ένας νέος ψυχολόγος, άνεργος από τότε που εκτέθηκε στις λίστες ονομάτων. Όπως και οι άλλοι, δεν έχει πλέον ούτε δουλειά ούτε διαβατήριο και δεν δικαιούται επίδομα ανεργίας και κοινωνική ασφάλιση. Οι φίλοι του δεν έρχονται να τον δουν πια. Επιβιώνει όπως μπορεί. «Το πιο σκληρό είναι η απομόνωση. Εξακολουθώ να εργάζομαι λίγο για ιδιωτικά γραφεία. Αλλά η μοναξιά, οι φίλοι που αποστρέφουν το βλέμμα από τον φόβο μη μολυνθούν… Ευτυχώς, οργανωνόμαστε μαζί με άλλους ομοιοπαθείς. Μία φορά την εβδομάδα συναντιόμαστε για να μιλήσουμε, ενώ χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιχειρούν να δώσουν δημοσιότητα στα αιτήματά μας». Πάντα υπό τον φόβο μίας ενδεχόμενης σύλληψης.
Καθώς πέρασαν οι μήνες, δημιουργήθηκαν νέες δομές αλληλεγγύης, πέρα από τις συνήθεις πολιτικές ταυτότητες. «Ισλαμιστές έρχονται σε μας για βοήθεια», μας δήλωσε ο κ. Μουσταφά Ντογκάν, του αριστερού συνδικάτου Εγκιτίμ Σεν (Egitim Sen), το οποίο εκπροσωπεί τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. «Είμαστε συνηθισμένοι στην καταστολή. Αλλά, γι’ αυτούς, είναι κάτι καινούριο. Τους βοηθάμε όσο καλύτερα μπορούμε». Οι διαδηλώσεις του συνδικάτου προσελκύουν ωστόσο όλο και λιγότερους ανθρώπους. Στα μέσα Δεκεμβρίου 2017 κατά την εβδομαδιαία συνάντηση στην πλατεία Αλτιόλ, κοντά στο λιμάνι του Καντίκιοϊ, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήταν παρά εννέα άνθρωποι που ζητούσαν την αποκατάσταση των δικαιωμάτων τούς. […]
Απέναντι σε αυτήν την αυθαιρεσία, κάποιες προσωπικότητες προσπαθούν να αντιδράσουν. Ο κουρδικής καταγωγής βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), ο κ. Μουσταφά Σεζγκίν Τανρικουλού, αγωνίζεται από το 1980 σε διάφορες ΜΚΟ για να προσπαθήσει να επιβάλει την τήρηση του νόμου. Μερικοί από τους συντρόφους του πέθαναν δολοφονημένοι. Στα βίντεο που μεταδίδονται στο τουίτερ κάθε Παρασκευή στους 511.000 συνδρομητές του, προσπαθεί να ενημερώσει για αυτή την «πρωτοφανή» κατάσταση, όπως τη θεωρεί. Ο ίδιος διώκεται σύμφωνα με το άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο τιμωρεί όποιον επικρίνει «το Τουρκικό Έθνος», «την Κυβέρνηση» και «τα Θεσμικά Όργανα» και προβλέπει ποινή φυλάκισης έξι μηνών έως δύο χρόνων. Κάθε εβδομάδα συναντιέται με μια ομάδα δικηγόρων για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα κρατουμένων, όπως ο δημοσιογράφος Αχμέτ Σικ. Όμως, το Κοινοβούλιο έχει μετατραπεί σε απλή υπηρεσία καταγραφής των επιθυμιών του προεδρικού μεγάρου. «Δεν υπάρχει κοινοβουλευτική δραστηριότητα άξια του ονόματός της», λέει ο κ. Αϊχάν Μπιλγκέν, μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP, κουρδική αριστερά). Εδώ και ένα-ενάμιση χρόνο, πέρασε αρκετές φορές από τη φυλακή, ενώ οι δύο ηγέτες του κόμματός του, ο Σελαχαντίν Ντερμιτάς και η Φιγκέν Γιουκσεκντάγκ, βρίσκονται φυλακισμένοι από το φθινόπωρο του 2016 και απειλούνται με βαριές ποινές, καθώς κατηγορούνται για υποστήριξη του Κόμματος των Εργαζομένων του Κουρδιστάν (PKK). «Η εξουσία συνθλίβει κάθε αντίπαλό της», λέει ο Μπιλγκέν. «Πρέπει αυτό να σταματήσει, διαφορετικά σύντομα θα ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος».
Για πολλούς παρατηρητές, αυτή η στρατηγική της τρομοκρατίας απηχεί συμβάντα άλλων εποχών στην ιστορία της Τουρκίας. «Η κυβέρνηση χρειάζεται συνεχώς έναν εχθρό», λέει ένας εξόριστος δημοσιογράφος στη Γαλλία. «Κατά το παρελθόν, εχθροί υπήρξαν οι Αλεβίτες, οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι… Σήμερα είναι η αδελφότητα Γκιουλέν. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι ένα ομοιογενές έθνος, αλλά ένα συγκρότημα εθνών που ενώνονται με τη βία, απέναντι σε έναν κοινό εχθρό».
Αυτή η ιδέα είναι ελκυστική από πνευματικής άποψης, αλλά υποτιμά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της τρέχουσας περιόδου, λέει ο Αχμέτ Κουγιάς, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Γαλατασαράι. «Δεν είναι απλώς θέμα ενός πολιτικού κόμματος, το οποίο, μετά την ανάληψη της εξουσίας, ξεφορτώνεται την προϋπάρχουσα γραφειοκρατία, όπως είδαμε να γίνεται το 1908-1913 και, στη συνέχεια, με τον Μουσταφά Κεμάλ το 1923, ή το 1950, όταν οι Δημοκρατικοί κατέκτησαν την εξουσία, ή ακόμη μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960. Ο Γκιουλέν και το AKP ανέλαβαν την εξουσία μαζί. Και σήμερα, η κυβέρνηση κάνει την εσωτερική της εκκαθάριση. Είναι κάτι εντελώς καινούργιο. Ακόμα και μεταξύ του 1908 και του 1913 πολλοί άνθρωποι διώχθηκαν, αλλά δεν στερήθηκαν τα πάντα όπως στερούνται σήμερα όσοι κατηγορούνται ως γκιουλενιστές».
«Η συμμαχία με τον Γκιουλέν υπήρξε κερδοφόρα για το AKP», λέει ο Σελίμ Κορού, σύμβουλος σε μια κεντροδεξιά δεξαμενή σκέψης που συνδέεται με το Εμπορικό Επιμελητήριο της Άγκυρας. «Χρησιμοποίησαν τον Γκιουλέν, και τώρα τον ξεφορτώνονται». Ωστόσο, ο Κουγιάς βλέπει να έρχεται το τέλος αυτής της «εξαιρετικής κατάστασης», όταν όλα τα θύματα της «εκκαθάρισης» θα στραφούν εναντίον του κράτους για να απαιτήσουν την αποκατάστασή τους. «Το ΑΚΡ έχει ήδη χάσει τις μεγάλες πόλεις: η Κωνσταντινούπολη και η Άγκυρα ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017».
Ο συνδικαλιστής της Εγκιτίμ Σεν παραδέχεται ότι η εκκαθάριση επιβραδύνεται, αλλά πιστεύει ότι «το AKP εξακολουθεί να έχει πολλά περιθώρια ελιγμών και μία καινούργια λίστα ονομάτων μπορεί να δημοσιευθεί ανά πάσα στιγμή. Ο τρόμος ριζώνει κάθε μέρα και περισσότερο στο τουρκικό υποσυνείδητο, αφού κανείς δεν ξέρει πόσο μακριά η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να πάει, από τη στιγμή που θα έχει εξουδετερώσει το δικαστικό σύστημα και τα τελευταία αντίβαρα στην εξουσία της.»
* Ειδικός Απεσταλμένος του Monde Diplomatique, Απρίλιος 2018. Από την Ρήξη φ. 145.