Τα Σκιαδικά
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Το τέλος της δεκαετίας του 1850 βρίσκει την Ελλάδα ταπεινωμένη και απογοητευμένη. Ο Κριμαϊκός πόλεμος και ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ως αντίδραση στις προσπάθειες των Ελλήνων για αναζωπύρωση των απελευθερωτικών κινημάτων στην Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Μακεδονία, έδειξε για μια ακόμη φορά το μέγεθος της εξάρτησης, καθώς και τα όρια αυτενέργειας του ασθενικού ελληνικού κράτους. Η διατήρηση του κοτζαμπασισμού, η βία και η καλπονοθεία στις εκλογές, η παραβίαση του Συντάγματος από τον Όθωνα και τους αυλοκόλακες, το πανταχού παρόν ρουσφέτι και η αμορφωσιά της ελληνικής κοινωνίας δημιουργούσαν ένα κλίμα μιζέριας που πολύ σωστά αποδόθηκε με τον όρο «ψωροκώσταινα». Μέσα σε αυτό το κλίμα γενικότερης ένδειας και διαφθοράς έκανε δειλά την εμφάνιση της μια νέα γενιά Ελλήνων. Πρόκειται για τους νέους που είχαν γεννηθεί μετά την επανάσταση του 1821 και των οποίων τα βιώματα και οι αντιλήψεις ήταν σαφώς διαφορετικά από της προηγούμενης. Κύριο στοιχείο των νέων που είχαν γεννηθεί μετεπαναστατικά ήταν η μόρφωση. Μπορεί να μην ήταν όλοι πτυχιούχοι του πανεπιστημίου, που ιδρύθηκε στην Αθήνα στα 1837, αλλά σε σύγκριση με την προηγούμενη γενιά ένα σημαντικό ποσοστό του αστικού πληθυσμού ήταν τουλάχιστον εγγράμματο. Ο περιορισμός του αναλφαβητισμού δημιούργησε μια πρώτη γενιά με άποψη και επιθυμία για ενεργότερη και ουσιαστικότερη συμμετοχή στα κοινά. Οι εφημερίδες άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και ο λαός άρχισε να κατανοεί τα οφέλη της ενημέρωσης. Κύριο απότοκο της πνευματικής βελτίωσης των ανθρώπων ήταν ο θάνατος των «ξενικών» κομμάτων. Ο κόσμος κατάλαβε ότι η διατήρηση τους μόνο βλαπτικές επιπτώσεις θα είχε στην εξέλιξη του κράτους. Ο νέος πατριωτισμός πρέσβευε ότι η πρόοδος και η προκοπή του έθνους έπρεπε να στηρίζονται στις ίδιες τις εθνικές δυνάμεις και όχι στους ξένους. Η «χρυσή νεολαία», όπως ονομάστηκε η νέα γενιά των Ελλήνων, θα είναι αυτή που θα ξεκινήσει τον αγώνα ενάντια στον απολυταρχισμό του Όθωνα, στην αυθαιρεσία των κοτζαμπάσιδων και στην ξενοδουλεία του παλαιοκομματισμού.
Στις αρχές του 1859 η αντιπολίτευση ενάντια στον Όθωνα άρχισε να γίνεται εντονότερη. Το αντιδυναστικό κίνημα δυνάμωνε και ο πόλεμος που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στην Ιταλία και στην Αυστροουγγαρία. Η κάθοδος της Γαλλίας στο πλευρό των Ιταλών δημιούργησε κύμα συμπάθειας στην ελληνική κοινωνία προς τους αγωνιζόμενους για την ανεξαρτησία τους Ιταλούς, ενώ ο Όθωνας κατηγορούταν από την αντιπολίτευση ως φίλα προσκείμενος προς την Αυστροουγγαρία, λόγω και των καλών σχέσεων που είχε η οικογένεια των Βίτελσμπαχ με τους Αψβούργους. Ο Τρ. Ευαγγελίδης αναφέρει χαρακτηριστικά για τις κατηγορίες ενάντια στον Όθωνα: «Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι ο μεταξύ Αυστρίας και Ιταλικών κρατιδίων τη βοηθεία της Γαλλίας πόλεμος ήτο συμπαθής προς το ελληνικόν έθνος, όπερ διεώρα ότι ήτο αγών δικαίου, ήτο αγών λαού, επιζητούντος την ανάκτησιν της ελευθερίας και την αποκατάστασιν της εθνικής αυτού ενότητος, απελευθερουμένου των δεσμών της αυστριακής τυραννίας[…] Αλλ΄ όσον δίκαιαι και ευγενείς ήσαν αι του ελληνικού λαού υπέρ των αγωνιζομένων Ιταλών συμπάθειαι, επί τοσούτον αγενείς όλως και άδικοι ήσαν αι κατά του Όθωνος υπό της αντιπολιτεύσεως εκτοξευθείσαι συκοφαντίαι, επί τοσούτον αδικαιολόγητοι και παιδαριώδεις ήσαν εν ταις αγύιαις, τοις καφείοις και τω θεάτρω αντιβασιλικαί διαδηλώσεις…». Την κατάσταση, όμως, επιδείνωσε ένα δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας «Ταχυδρόμος της Κυριακής», στο οποίο γινόταν λόγος για μυστική συμφωνία Αυστρίας και Τουρκίας με την πρώτη να αναλαμβάνει την υποχρέωση να υποστηρίξει στρατιωτικά την Τουρκία σε περίπτωση αναζωπύρωσης απελευθερωτικών κινημάτων στην Βαλκανική, κυρίως από τους Σλάβους, ενώ η ελληνική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να μην παραβιάσει τα τουρκικά σύνορα ούτε να ενισχύσει τους επαναστάτες. Την ίδια πολιτική ουδετερότητας συμβούλευαν και οι πρεσβευτές των τριών Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα. Οι απαντήσεις της κυβέρνησης μπορεί να έπεισαν την Βουλή, αλλά η κοινή γνώμη ήταν ανάστατη. Μάλιστα, στις 25 Μαρτίου 1859 χιλιάδες προκηρύξεις μοιράστηκαν στην Αθήνα οι οποίες αντί για υπογραφή είχαν την φράση «η άγνωστος αλλά πανίσχυρος λαϊκή θέλησις». Η κυβέρνηση κατηγορούταν ως αυλόδουλη και ελεγχόμενη από τις ξένες Δυνάμεις, ενώ ως μοναδικός τρόπος σωτηρίας του έθνους προτεινόταν η απομάκρυνση του Όθωνα.
Η αντιπολίτευση με ηγέτες τους Δημ. Βούλγαρη στην Αθήνα, Μπενιζέλο Ρούφο στην Πάτρα, Θρ. Ζαΐμη στα Καλάβρυτα και Επ. Δεληγιώργη στο Μεσολόγγι καθημερινά βομβάρδιζε δια του τύπου τον λαό με αντιδυναστικά μηνύματα. Γράφει ο Γ. Ασπρέας: «Προς ενίσχυσιν των αντιδυναστικών τούτων τάσεων ήρχοντο συνεπίκουροι αι εφημερίδες […] Οι τίτλοι των ήσαν όλοι πατριωτικότατοι μέχρι μειδιάματος και φαιδρότητος […] Οι διευθύνοντες ή γράφοντες ταύτας ήσαν ή φοιτηταί ή νεαροί επιστήμονες, κατερχόμενοι εις την πολιτικήν πάλην με μόνα εφόδια την θερμουργόν, αλλ΄ ασύνετον ορμήν της άκρας νεότητος. Απετέλουν θαυμασίαν ζύμην εις χείρας καλών πολιτικών αρχηγών αλλ΄ ως εχειρίσθησαν τούτους αι πολιτικαί δυνάμεις, απέβησαν και ούτοι, όπως και εκείναι κρημνιστικοί ουχί δε επικοδομητικοί». Για την δράση του αντιπολιτευόμενου τύπου κάνει λόγο και ο Π. Καρολίδης: «Αλλ΄ η αντιπολίτευσις η ορμητική εκτήσατο μετ΄ ολίγον εν τω ζητήματι του πολέμου συνήγορον και δη όργανον δημοσιογραφικόν σοβαρόν και ισχυρόν, τον «Αιώνα».[…] Τα γραφεία του «Αιώνος» κατεστάθησαν τότε κέντρον των συνηγόρων και εργατών του υπέρ Ιταλίας οχλαγωγικού κινήματος και ταμείον των πανταχόθεν δια των θερμών προτροπών της εφημερίδας εκ πάσης γωνίας του Βασιλείου, εκ μέρους γερουσιαστών, βουλευτών, πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων ανωτέρων και κατωτέρων και κατωτάτων έτι βαθμών, προ πάντων δε φοιτητών και μαθητών γυμνασίων και ελληνικών σχολείων συρρεουσών χρηματικών συνδρομών, των καθ΄ εκάστην εν ταις στήλαις της εφημερίδος ταύτης δημοσιευομένων». Η νεολαία, εσφαλμένα, θεωρούσε ότι όλα τα προβλήματα του τόπου θα μπορούσαν να λυθούν αρκεί να έφευγε ο Όθωνας. Η αντίδραση του παλατιού με διώξεις αντιπολιτευομένων, όπως του Αλ. Σούτσου, που κατηγορήθηκε για δυσφήμιση του Συντάγματος και η έντονη αστυνομοκρατία με την δράση κατασκόπων και χαφιέδων στα στέκια της νεολαίας, όπως ήταν το καφενείο «Ωραία Ελλάς», εξερέθιζε ακόμη περισσότερο τα πολιτικά πράγματα. Την ίδια περίοδο κάνει και την εμφάνιση του στον Τύπο και ο Θεοδ. Γ. Κολοκοτρώνης, εγγονός του Γέρου του Μωριά, που χτυπούσε από την στήλη του στην «Νέα Εφημερίδα» τα κακώς κείμενα του τόπου. Πρώτα καταφερόταν ενάντια στις νόθες εκλογές και κατά δεύτερον ενάντια στην μάταιη πολυτέλεια, που εκπορευόταν από το παλάτι. Ο Φαλέζ, όπως ήταν το δημοσιογραφικό του ψευδώνυμο, εξέδιδε ακόμη και διάφορα σατιρικά φυλλάδια με σκοπό να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη.
Το υλικό για την έκρηξη είχε συσσωρευτεί και το μόνο που έμενε ήταν το έναυσμα. Και προήλθε από κάτι εντελώς ειρηνικό και αθώο, όπως ήταν τα… καλοκαιρινά ψαθάκια για τον ήλιο, που τότε ονομάζονταν σκιάδια. Εκείνη την εποχή στο εμπόριο κυριαρχούσαν τα ευρωπαϊκά σκιάδια, κυρίως από Γαλλία και Ιταλία. Την Κυριακή 10 Μαΐου 1859 κατά τη διάρκεια του περιπάτου της στο Πεδίον του Άρεως η αθηναϊκή κοινωνία είδε μαθητές και φοιτητές να συγκεντρώνονται φορώντας όλοι ψαθάκια από την Σίφνο. Για την αστυνομία και την κυβέρνηση οι μαθητές και οι φοιτητές χαρακτηρίζονταν «συνωμότες» και η πράξη τους προσβλητική προς το παλάτι, ενώ οι εισαγωγείς των αλλοδαπών σκιαδίων θεωρούσαν ότι ζημιώνονταν οικονομικά από τον ανταγωνισμό που τους έκανε η νεολαία. Πρώτα αντέδρασαν οι μαγαζάτορες που πλήττονταν από την ενέργεια αυτή, στέλνοντας περίπου είκοσι παλληκαράδες με ρόπαλα να χλευάσουν και να προπηλακίσουν τους μαθητές. Εν συνεχεία παρενέβη και η αστυνομία, η οποία αντί να επιβάλλει την τάξη επιτέθηκε μόνο ενάντια στους νέους, τους «ψαθοφόρους συνωμότας». Αποτέλεσμα των συμπλοκών ήταν η σύλληψη τριών φοιτητών. Τα γεγονότα κινητοποίησαν μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και το καφενείο «Ωραία Ελλάς» έγινε το στρατηγείο των αντιφρονούντων. Το βράδυ αποφασίστηκε να κινηθούν προς το παλάτι, αλλά εμποδίστηκαν από αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, με τις τελευταίες, όμως, να μην δείχνουν τον ζήλο των αστυνομικών, γεγονός που προκάλεσε την μήνι του Όθωνα, αλλά τον ενθουσιασμό του λαού. Ο Γ. Ασπρέας περιγράφει την συνέχεια των ταραχών: «Η αντιπολίτευσις δεν ήτο δυνατόν ν’ αφήσει να παρέλθη η λαμπρά εκείνη ευκαιρία. Ενεκολπώθη τους νέους και επί τριήμερον η πρωτεύουσα συνεταράχθη εκ θορυβωδών διαδηλώσεων. Ωχυρώθησαν δε την τρίτην ημέρα οι φοιτηταί εν τω Πανεπιστημίω και αντέταξαν ένοπλον αντίστασιν κατά του στρατού όστις απεστάλη κατ’ αυτών. Η Κυβέρνησις, διαβλέψασα εγκαίρως ότι ο αγών ήτο αντιπολιτευτικός και φοβηθείσα τας συνεπείας εάν επέμενε δια του αίματος να συνετίση την Πανεπιστημιακήν νεότητα, υπεχώρησεν εις τα αιτήματά της δια της απομακρύνσεως του διευθυντού της αστυνομίας. Έσχε δε τούτο συνεπείας ηθικάς λίαν δυσαρέστους. Αφ’ ενός μεν διέσεισε το γόητρον της κυβερνήσεως, αφ’ ετέρου δε ενεθάρρυνε την νεολαίαν».
Τα «Σκιαδικά», όπως έμειναν στην ιστορία τα γεγονότα αυτά, ήταν η πρώτη αυθόρμητη αντίδραση της νεολαίας απέναντι στον θρόνο. Ο Επ. Δεληγιώργης γράφει στα «Πολιτικά Ημερολόγια»: «Από του Μαΐου (1859) η νεολαία των Αθηνών εξαφθείσα τυχαίως εκ της υποθέσεως των διαβόητων σκιαδίων απέδειξε χαρακτήρα λαμπρόν. Απέδειξε δια του ενθουσιασμού και των πράξεων της δυο ιδίως συμπτώματα˙ πρώτον ότι, καίτοι μη πάσχουσα ως μη διοικουμένη, αισθάνεται τα παθήματα των άλλων˙ δεύτερον ότι η παλαιά γενεά, ης είναι τέκνον, αν και υπηρέτησε και υπηρετεί το φθοροποιόν σύστημα, μολατάυτα σώζει την συναίσθησιν του καλού, διότι υπ΄ αυτής διδασκομένη η νέα γενεά συνέλαβε τα αισθήματα όσα εσχάτως διεδήλωσεν. Τρίτον ότι το κυβερνητικόν σύστημα πνίγει την φωνή της νομίμου αντιπολιτεύσεως, της νομίμου εθνικής γνώμης». Το νεολαιίστικο κίνημα αν και δεν είχε προηγούμενη εμπειρία αγώνων στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Ο συγχρωτισμός μεγάλου μέρους της σπουδάζουσας νεολαίας με τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις αφύπνισε νέα, φιλελεύθερα ήθη και της ενστάλαξε την επιθυμία για ενεργότερη συμμετοχή στα κοινά. Υπό την επιρροή και του Τύπου, που παρότι πολλές φορές λειτούργησε προπαγανδιστικά και με κομματικές σκοπιμότητες, άρχισε να κατακρίνει τα κακώς κείμενα της οθωνικής απολυταρχίας και να αποζητά τα οφέλη της ομαλής συνταγματικής λειτουργίας ενός προοδευμένου Δυτικού κράτους. Παράλληλα, η λειτουργία των κομμάτων υπέστη ριζική αναμόρφωση. Τα προσωποπαγή «πολιτικά καπετανάτα» του παρελθόντος άρχισαν να δίνουν την θέση τους σε πολιτικούς σχηματισμούς που δεν μπορούσαν να στηρίζονται στην βία, αλλά στην πειθώ και σε κάποιο στοιχειώδες ιδεολογικό πολιτικό πρόγραμμα, αφού απευθύνονταν σε όλο και πιο πεπαιδευμένους πολίτες. Μπορεί τα ψάθινα σκιάδια να μην έριξαν τον Όθωνα στα 1859, αλλά αποτέλεσαν την απαρχή της πτώσης του θρόνου τρία χρόνια αργότερα.
Διαβάστε:
- Γ. Ασπρέας, «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», τομ. 1.
- Επ. Κυριακίδης, «Ιστορία του συγχρόνου ελληνισμού», τομ. 1.
- Π. Καρολίδης, «Σύγχρονος ιστορία των Ελλήνων», τομ. 5.
- Δημ. Φωτιάδη, «Όθωνας, η έξωση», εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
- Τρ. Ευαγγελίδη, «Ιστορία του Όθωνος».