Από τις εθνικιστικές εξάρσεις στις συνεχείς παραχωρήσεις, η εξωτερική μας πολιτική
Σαν ένα επικίνδυνο εκκρεμές, που κινείται πότε προς τις εθνικιστικές εξάρσεις, και πότε προς τις παθητικές πολιτικές συνεχών παραχωρήσεων, χαρακτηρίζει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας προς την Τουρκία, ο Κώστας Λάβδας, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Και εξηγεί ότι πρέπει επιτέλους η Ελλάδα να στηρίξει… την Ελλάδα, με συμμαχίες, ενίσχυση της θέσης μας στο ΝΑΤΟ, αύξηση της στρατιωτικής μας ισχύος, και μια κυβέρνηση που δεν θα στερείται συνοχής, ούτε θα αντιμετωπίζει τα ζητήματα με όρους πολιτικού οφέλους, όπως ο Πάνος Καμμένος.
Παράλληλα, εκφράζει το φόβο ότι η δήλωση του υπ. Άμυνας για κίνδυνο θανατηφόρου ατυχήματος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, θα μπορούσε να πλήξει τον τουρισμό μας, δίχως ταυτόχρονα να προσθέτει τίποτα στο οπλοστάσιο των επιχειρημάτων μας, ενώ μιλά για την ανάγκη να συνδεθεί επιτέλους ο άμεσος με τον μακρόπνοο εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό, γι’ αυτό και συμφωνεί με τη δήλωση Μητσοτάκη για θέσπιση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.
Αναφέρεται επίσης στην ανησυχητική επιλογή Erdogan να κρατά συνεχώς απασχολημένες τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις με μικρότερες ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις, στην προσέγγιση Άγκυρας-Μόσχας, αλλά και στη στήριξη των ΗΠΑ προς την Ελλάδα. «Δεν σημαίνει ωστόσο αυτό ότι η Ουάσινγκτον θα κάνει κάτι που θα σπρώξει την Τουρκία, ακόμη πιο μακριά από τον ατλαντικό κόσμο», τονίζει ο κ. Λάβδας. Ούτε και η υπαρκτή στήριξη των ΗΠΑ, αναιρεί το γεγονός ότι δεν καταγράφεται από την Ουάσινγκτον η νέα διαπλοκή τύπου ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και η ενίσχυση ολιγαρχών ρωσικών συμφερόντων, επισημαίνει με νόημα ο καθηγητής του Παντείου.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
– Σχολιάστε μας την προ ημερών δήλωση Τσίπρα στη Βουλή «δεν θα αναδείξω ένα σύνηθες μεθοριακό επεισόδιο σε μείζον διπλωματικό που μπορεί ενδεχομένως να μας μπλέξει σε περιπέτειες». Ποια χώρα που σέβεται τον εαυτό της βλέπει με αυτό τον τρόπο, μια τέτοια εξέλιξη;
Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να καταδείξει και στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και στους Έλληνες πολίτες ότι δίνει μεγάλη σημασία στην επιστροφή των δυο στρατιωτικών μας και ότι εργάζεται νυχθημερόν για αυτό. Οπότε κάθε δήλωση που μοιάζει να απαξιώνει το γεγονός του Έβρου είναι εξαιρετικά ατυχής.
Όμως δυο είναι οι ουσιαστικές διαστάσεις που θα πρέπει να θυμόμαστε. Πρώτον, ανεξάρτητα από τις συγκυρίες και τις προκλήσεις κάθε φορά, η τουρκική απειλή είναι υπαρκτή και δεν αντιμετωπίζεται με σπασμωδικές αντιδράσεις.
Όπως έλεγα ανέκαθεν και βέβαια πολύ πριν έλθουν πάλι στην επικαιρότητα τα ελληνοτουρκικά, η εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα και άλλα ζητήματα (όπως π.χ. το λεγόμενο «Σκοπιανό») θα πρέπει να τα προσεγγίζουμε μέσα από αυτό το πρίσμα. Και δεύτερον, θα υπάρχει Τουρκία και μετά τον Erdogan. Όπως υπήρξε και πριν και ήταν ενίοτε χειρότερη από την άποψη των ελληνοτουρκικών.
Άρα η εξισορρόπηση (με συμμαχίες, ακύρωση της τουρκικής περικύκλωσης, αύξηση της επικεντρωμένης στρατιωτικής ισχύος μας, σφυρηλάτηση εθνικής ενότητας) πρέπει να συνοδεύεται πάντα με ανοιχτούς διαύλους διπλωματικής, οικονομικής και κοινωνικής επαφής και επικοινωνίας.
– Τελικά οι δυο στρατιωτικοί είναι ή δεν είναι «όμηροι» όπως λέει ο κ. Καμμένος;
Εδώ τα πράγματα πρέπει να είναι σαφή και συμφωνώ απολύτως με τη σχετική δήλωση του κ. Κουμουτσάκου. Αν είναι όμηροι, οι Τούρκοι ζητούν ανταλλάγματα.
Ποια είναι αυτά; Σπεύδω να διευκρινίσω ότι άλλο πράγμα μια δημοσιογραφική ή και διεθνολογική ανάλυση να επιχειρηματολογεί ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική ασκείται με ομηρίες, όπως με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο έγραψε προ ημερών ο Nate Schenkkan και εντελώς άλλο πράγμα να το δηλώνει ο Έλληνας υπουργός Εθνικής Άμυνας που χειρίζεται την κρίση.
– Βλέπετε να υπάρχουν πολλές φωνές στην κυβέρνηση; Σε αντίθεση με τον κ. Καμμένο, ο κ. Κατρούγκαλος δήλωσε ότι «μέχρι στιγμής δεν προκύπτει το θέμα της ομηρίας, ακριβώς επειδή περιμένουν να δικαστούν». Τελικά υπάρχει κυβερνητική γραμμή ή όχι σε ένα τόσο σημαντικό θέμα;
Προφανώς ο κ. Κατρούγκαλος είναι ακριβής στη συγκεκριμένη διατύπωση, αλλά αυτό που ρωτάτε είναι πραγματικά κρίσιμο μέρος του προβλήματος. Πρόκειται για μια κυβέρνηση που αφενός στερείται συνοχής και αφετέρου αντιμετωπίζει όλα τα ζητήματα ως ζητήματα επικοινωνιακής διαχείρισης. Το καθένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι προβληματικό, και τα δυο μαζί είναι καταστροφικά.
Για παράδειγμα, η άλλη δήλωση του κ. Καμμένου, ο οποίος σε συνέντευξή του στη Liberation προειδοποιεί πως «η Ελλάδα είναι πολύ κοντά σε θανατηφόρο ατύχημα με την Τουρκία», γίνεται σε μια περίοδο που σίγουρα θα πλήξει τον τουρισμό της χώρας χωρίς να προσθέτει κάτι στο οπλοστάσιο των επιχειρημάτων μας.
– Σε μια στιγμή που βρίσκονται σε εξέλιξη οι «κρίσεις των ανώτατων αξιωματικών», καρατομήθηκαν οι διοικητές των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που συνέλαβαν οι Τούρκοι. Σωστή κίνηση ή έγινε για να εκτονωθεί η δυσαρέσκεια στην κοινή γνώμη;
Για το συγκεκριμένο επεισόδιο θεωρώ γενικότερα ότι δεν βοηθούν αυτή τη στιγμή οι κάθε λογής νέοι σχολιασμοί, υποθέσεις, «αποκαλύψεις» ότι ήταν «προσχεδιασμένο», κλπ., ειδικά όταν δεν έχουμε ασφαλή και πλήρη πληροφόρηση.
Αυτό που μετράει είναι να λήξει κατά το δυνατόν καλά και σύντομα – όσο και αν δεν είμαι πολύ αισιόδοξος για το «σύντομα» – και παράλληλα να εξαχθούν συγκεκριμένα συμπεράσματα για τις περιπολίες και τη συνολική φύλαξη της δύσκολης αυτής περιοχής.
Πάντως εάν η τουρκική πλευρά δεν σκόπευε να το αξιοποιήσει με νέο τρόπο (ανεξαρτήτως του πώς ξεκίνησε, πιθανότατα ως ατύχημα), θα είχε ήδη λήξει το θέμα. Οπότε η μέχρι στιγμής εξέλιξη δεν αποτελεί θετική ένδειξη για σύντομη επίλυση. Ως προς το ζήτημα που βάζετε, έχω πολλά ερωτήματα για το πώς ακριβώς συνέβη, άρα και για τυχόν ευθύνες, αλλά στο μέτρο που ακόμη η πληροφόρηση είναι αποσπασματική προτιμώ να περιμένουμε τις εξελίξεις.
– Απέναντι στη τουρκική τακτική (Ίμια, Έβρος, κλπ.) η αντίδραση μας δεν αποκαλύπτει μια σειρά από ελλείμματα; Όχι σε επίπεδο εξοπλισμών, αλλά όσον αφορά το δόγμα και τη στρατηγική που ακολουθούμε. Έχουμε μείνει σε λογικές δεκαετίας ’80 και ’90;
Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε – γιατί είναι πολύ σημαντικό – πως αυτό ισχύει, δυστυχώς, και σε επίπεδο εξοπλισμών. Μετρά κυρίως η δομή των εξοπλισμών και όχι οι αριθμοί, μετράει τι πηγαίνει που, οπότε αναφορικά με την αγορά νέων συστημάτων και τον εκσυγχρονισμό των παλιών υστερούμε, ανεξαρτήτως του συνολικού όγκου αμυντικών δαπανών που αν και μειώνεται παραμένει σημαντικός κυρίως λόγω λειτουργικών δαπανών αλλά και αποπληρωμής παλιών αγορών. Επίσης υστερούμε στην ανανέωση και συντήρηση των όπλων, πυραύλων κλπ.
Οπότε όταν λέμε ότι στα χαρτιά η Ελλάδα έχει 11 υποβρύχια και η Τουρκία 12 (ενώ π.χ. η Γερμανία έχει 6 και η Γαλλία 11), όταν λέμε ότι η Ελλάδα έχει 13 φρεγάτες και η Τουρκία 16 (ενώ π.χ. η Γερμανία έχει 10 και η Γαλλία 11), το ζήτημα είναι διπλό: πρώτον, πόσες μονάδες είναι πράγματι έτοιμες για δράση και δεύτερον, πόσες μονάδες έχουν οπλικά συστήματα που δεν έχουν λήξει… Κι εκεί οι συγκρίσεις οι πραγματικές, όχι στα χαρτιά, δεν εξελίσσονται καθόλου καλά για την Ελλάδα.
Τώρα στο γενικότερο ζήτημα που θέσατε και είναι κρίσιμο, θα μου επιτρέψετε να επαναλάβω κάτι που επισημαίνω επί χρόνια και παραμένει δυστυχώς επίκαιρο: Δεν έχουμε εθνική στρατηγική πέρα από τις σκοπιμότητες πολιτικού οφέλους και πολιτικού κόστους. Με αυτή τη συγκεκριμένη έννοια υπάρχει μια υπερπολιτικοποίηση που δεν ευνοεί τη χάραξη μιας σχετικά συναινετικής και μακρόπνοης στρατηγικής.
– Συμφωνείτε σε αυτό το πλαίσιο με την πρόταση Μητσοτάκη για άμεση συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, ώστε «να μην κάνει ο καθένας του κεφαλιού του, όπως συμβαίνει σήμερα με τους υπουργούς Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών που έχουν διαφορετικές απόψεις σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα»;
Απολύτως και επειγόντως. Διότι σωστά ο κ. Μητσοτάκης επισημαίνει ότι η θεσμοθέτηση ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας επείγει, ενόψει και της συνάντησης Τουρκίας-Ε.Ε. στις 26 Μαρτίου στη Βάρνα.
Αλλά για να αποδώσει σε βάθος χρόνου χρειάζονται και ορισμένες νέες προϋποθέσεις. Πρώτον, να διευρύνουμε τη συμμετοχή και τον ρόλο του και να αξιοποιήσουμε με δημιουργικό τρόπο αντίστοιχες εμπειρίες σημαντικών χωρών. Το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής όπως προβλεπόταν από το Σύνταγμα και όπως συστάθηκε τελικά το 2003 υπήρξε αρκετά χρήσιμο αλλά αποδείχθηκε μάλλον περιθωριακό.
Δεύτερον, ένα πραγματικά νέο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας θα πρέπει να υποστηρίζεται από μια αξιόλογη διπλωματική – τεχνοκρατική – ακαδημαϊκή δομή. Στη δομή αυτή θα πρέπει να υπάρχει πραγματική πολυφωνία έγκυρων προσεγγίσεων.
Επίσης, η σύνθεση της δομής θα πρέπει να κρατηθεί μακριά από τις επιλογές και τις επιρροές της δημοσιότητας και των ΜΜΕ. Υπάρχουν φωνές προβεβλημένες από τα ΜΜΕ που συνεισφέρουν σημαντικές γνώσεις και απόψεις, υπάρχουν και φωνές προβεβλημένες από τα ΜΜΕ που συνεισφέρουν άγνοια και επικίνδυνη σύγχυση.
Τρίτον, θα πρέπει η έμφαση εξαρχής και συνεχώς να είναι διττή: αφενός συμβουλές σε επίπεδο άμεσων ερεθισμάτων, εξελίξεων και κρίσεων, «θεμάτων αιχμής», αφετέρου επικέντρωση στη στρατηγική και το μακροχρόνιο σχεδιασμό και τη σύνδεση του άμεσου και επείγοντος με το μακρόπνοο και το στρατηγικό. Γιατί ακριβώς αυτή η σύνδεση, αυτή η γέφυρα είναι που λείπουν.
– Κάποιοι αναλυτές πιστεύουν ότι η Τουρκία του Erdogan αρχίζει να μοιάζει με ένα νέο Πακιστάν. Ένα κράτος όπου επικρατεί μείγμα σκληροπυρηνικού εθνικισμού και θρησκείας, και που όπως το Πακιστάν – αν και παραδοσιακός σύμμαχος των ΗΠΑ – προσέφερε προστασία σε δίκτυα τζιχαντιστών, έτσι και η Τουρκία, προσφέρει κάλυψη σε τζιχαντιστές που πολεμούσαν στη γειτονική Συρία, ενώ στηρίζει την ισλαμική Χαμάς, που κυβερνά την παλαιστινιακή Λωρίδα της Γάζας. Τι λέτε;
Μέσα στο Σαββατοκύριακο ο τουρκικός στρατός κατόρθωσε να φτάσει στα όρια του Αφρίν, ενώ στην πόλη παραμένουν οχυρωμένες μονάδες Κούρδων μαχητών του YPG.
Η Ουάσιγκτον, η οποία έχει στο πρόσφατο παρελθόν εξοπλίσει το YPG εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, εξακολουθεί να απορρίπτει την άποψη της Άγκυρας ότι το YPG συνδέεται άμεσα με το PKK και εξακολουθεί να θεωρεί τους Κούρδους της Συρίας συμμάχους της εναντίον των τζιχαντιστών. Οπότε οι εξελίξεις αυξάνουν την απόσταση μεταξύ Τουρκίας – ΗΠΑ, ενώ παράλληλα το κοινό μέτωπο των δυο εναντίον του καθεστώτος Άσαντ που στηρίζεται από την Μόσχα παραμένει ισχυρό.
Πώς όμως διαμορφώνεται η μεγαλύτερη εικόνα; Αποφεύγοντας πάντα την αυθαίρετη εικοτολογία, τρεις διαστάσεις αναδεικνύονται με σχετική σαφήνεια.
Η πρώτη αφορά την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη που επιμένει να της αναγνωριστεί αυτός ο ρόλος, ανεξαρτήτως εσωτερικών πολιτικών διεργασιών και συγκυριών. Σε αυτό το πλαίσιο και παρά τη διένεξη για τη Συρία, η διαφαινόμενη προσέγγιση Τουρκίας – Ρωσίας είναι σημαντική και θα έχει μέλλον. Δυνητικά αυτή η εμμονή της Άγκυρας για τον κομβικό περιφερειακό ρόλο της μπορεί να οδηγήσει σε υπερέκταση και πολύ δυσάρεστες για την Τουρκία συνέπειες, αλλά δεν βρισκόμαστε εκεί ή δεν βρισκόμαστε ακόμη εκεί.
Η δεύτερη διάσταση αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ πολιτικής – καθεστώτος – ενόπλων δυνάμεων – θρησκείας στην Τουρκία. Υπάρχει μια αναδιάταξη σε εξέλιξη, η οποία μετά την έγκριση των συνταγματικών αλλαγών από το δημοψήφισμα του 2017 θα αναδειχτεί πλήρως μετά τις εκλογές του 2019. Ο πρόεδρος θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο και οι προθέσεις της προεδρίας θα διαφανούν με ακόμη περισσότερο απροκάλυπτη μορφή.
Τέλος, υπάρχει η διάσταση της ακραίας εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής και γεωγραφικής πόλωσης στην Τουρκία. Οι εκλογικοί χάρτες των αποτελεσμάτων των τελευταίων εκλογών και του δημοψηφίσματος μιλούν από μόνοι τους.
– Μα εκεί ακριβώς υπάρχει ένα μείζον ζήτημα. Ενόψει των εκλογών του 2019, ο Erdogan συμφώνησε να συνεργαστεί με το εθνικιστικό κόμμα της γείτονος. Υποδηλώνει αυτό στροφή προς ένα αφήγημα ακόμη πιο αποσταθεροποιητικό και άρα πιο επικίνδυνο για εμάς;
Ο Erdogan παραμένει απρόβλεπτος και επικίνδυνος. Η μόνη πρόβλεψη που μπορεί να γίνει με σοβαρότητα είναι ότι η εσωτερική πολιτική στρατηγική που επέλεξε οδηγεί σε σκλήρυνση και όξυνση της εξωτερικής πολιτικής του ιδιαίτερα σε πεδία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εθνικιστικές εξάρσεις στο εσωτερικό.
Δυστυχώς τα ελληνοτουρκικά συμπεριλαμβάνονται σε αυτά τα πεδία. Μια άλλη διάσταση που είναι επίσης ανησυχητική είναι η προφανής επιλογή του καθεστώτος να κρατάει συνεχώς τις ένοπλες δυνάμεις απασχολημένες σε επιχειρήσεις μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας.
– Είναι πραγματική ή μόνο στα λόγια, η στήριξη των ΗΠΑ προς την Ελλάδα και στο δικαίωμα της Κύπρου να κάνει έρευνες στην ΑΟΖ της; Το ρωτώ γιατί η Τουρκία είναι από τους μεγαλύτερους αγοραστές αμερικανικών όπλων…
Από τα τρέχοντα ζητήματα στα ελληνοτουρκικά, το ενεργειακό και οι έρευνες στο Αιγαίο είναι από τα πράγματι σημαντικά. Η στήριξη των ΗΠΑ είναι υπαρκτή και πραγματική και όχι μόνον λόγω των συμφερόντων της Exxon. Η στήριξη είναι στρατηγική και περιλαμβάνει συνολικά το ρόλο της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και γενικότερα την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σας θυμίζω την συνεχή πίεση των ΗΠΑ για να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ όταν κάποιες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης είχαν αρχίσει να καταστρώνουν σχέδια Grexit με την εκκωφαντικά αποτυχημένη «διαπραγμάτευση» των πρώτων μηνών Τσίπρα στην εξουσία.
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι η Ουάσιγκτον θα κάνει κάτι που θα σπρώξει την Τουρκία ακόμη πιο μακριά από τον ατλαντικό κόσμο. Το πώς οι σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ θα διαμορφωθούν μακροπρόθεσμα είναι μια ιστορία που δεν περνάει μέσα από τα ελληνοτουρκικά.
Εάν περάσει μέσα από τα ελληνοτουρκικά – πράγμα απίθανο αλλά όχι αδύνατο – θα είναι λόγω στρατηγικής επιλογής της Τουρκίας για να προκαλέσει ρήξη ή να επισπεύσει εξελίξεις στις σχέσεις με τον ατλαντικό κόσμο.
Για να επιστρέψουμε όμως στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, θα πρέπει, από την άλλη πλευρά, να θυμόμαστε ότι it takes two to tango!
Δεν είναι δυνατόν να υπολογίζεις στη βοήθεια των ΗΠΑ και την ίδια στιγμή να επιχειρείς να ενισχύσεις ολιγάρχες ρωσικών συμφερόντων σε τομείς που αποτελούν σημείο-κλειδί της ελληνικής οικονομίας και των ΜΜΕ.
Το γεγονός ότι η στήριξη των ΗΠΑ είναι υπαρκτή και στρατηγικής σημασίας δεν σημαίνει ότι η νέα διαπλοκή τύπου ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν καταγράφεται.
– Ποια η γνώμη σας για την μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή στάση ενόψει και της επικείμενης Συνόδου στη Βάρνα, με αντικείμενο τα ευρωτουρκικά; Τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει την Ελλάδα στη διένεξή της με την Τουρκία;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί στηρίζουν την Ελλάδα, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, στο μέτρο που μπορούν και με τα εργαλεία που διαθέτουν.
Τα εργαλεία κατά πάσα πιθανότητα θα ενισχυθούν στο μέλλον, όσο η Ένωση ισχυροποιείται, οπότε αποτελεί στρατηγικό στοίχημα για την Ελλάδα να παραμείνει στον πυρήνα της Ένωσης.
Παράλληλα όμως θα πρέπει η Ελλάδα να στηρίξει την Ελλάδα. Όπως επιμένω επί χρόνια, η Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία πάσχει. Αφενός από έναν μονομερή ιδεολογικό αφοπλισμό ως αποτέλεσμα της εσωτερικής υπερπολιτικοποίησης που οδήγησε στην έλλειψη εθνικής συνεννόησης και αφετέρου από ένα εκκρεμές εξωτερικής πολιτικής (από τις εθνικιστικές εξάρσεις στις παθητικές πολιτικές συνεχών παραχωρήσεων με σκοπό τον κατευνασμό). Ένα εκκρεμές που καθιστά αδύνατη τη διαμόρφωση συνολικής εθνικής στρατηγικής απέναντι στη γείτονα.
Και όλα αυτά σε μια Ελλάδα που στο παρελθόν έκτισε μια ισχυρή – συγκριτικά – στρατιωτική παρουσία χωρίς όμως να την εκμεταλλευτεί διπλωματικά με δημιουργικό τρόπο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ όσο μπορούσε.
Θα το διατυπώσω ωμά: Η άποψη «εξοπλιζόμαστε γιατί μας απειλεί η Τουρκία» δεν συγκινεί κανένα, η άποψη «είμαστε μια ισχυρή και συνεπής χώρα του ΝΑΤΟ που συμμετέχει όσο μπορεί σχεδόν σε όλα» θα κέρδιζε πολλές συμπάθειες και στήριξη στο ευρωατλαντικό πλαίσιο.
Αντίθετα, ο μονομερής ιδεολογικός αφοπλισμός της Ελλάδας και της ελληνικής κοινής γνώμης σε συνδυασμό με μια εξαιρετικά διχαστική και αυτοαναφορική πολιτική σκηνή, έχουν διαβρώσει την εθνική ενότητα. Χωρίς εθνική ενότητα – όχι βερμπαλισμούς και εθνικιστικές δημαγωγίες αλλά σχεδιασμό και στρατηγική χωρίς την πρόταξη του κομματικού οφέλους – δεν υπάρχει για την Ελλάδα μέλλον με ειρήνη και ευημερία.
* Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.