Κωνσταντίνος Η’. Βαρβαρικές επιδρομές. Οι Πατσινάκοι. Ο τελευταίος Ελληνορρωσικός πόλεμος.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο Βασίλειος Β’ απέθανεν άπαις (ή ως φαίνεται και άγαμος)· έμεινε δε μόνος νυν άρχων και κυβερνήτης του κράτους ο γηραιός ήδη αδελφός και συμβασιλεύς εκ παίδων, Κωνσταντίνος Η’, βασιλεύσας μόνος έτη τρία μετά τον θάνατον του αδελφού και ουδέν άξιον λόγου εν τω χρόνω τούτω διαπράξας. Διάδοχος αυτού, μη έχοντος υιόν, εγένετο (1028) ο επί θυγατρί γαμβρός Ρωμανός (Γ’) Αργυρός, νυμφευθείς την δευτέραν των τριών θυγατέρων αυτού Ζωήν (η πρώτη Ευδοκία εγένετο εκ νεότητος μοναχή). Ο Αργυρός ήτο ανήρ μετρίας ικανότητος. Και επεχείρησε μεν να συνεχίση τα εν Μεσοποταμία πολεμικά έργα των μεγάλων προκατόχων αυτού Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννου Τσιμισκή και Βασιλείου Β’, αλλ’ απέτυχεν οικτρώς (1030)· έμελλε δε να επενέγκη ου σμικράς απωλείας εις το κράτος εν ταις χώραις εκείναις, αν μη ο γενναίος στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης αποκαθίστα εν ταις περί τον Τίγρητα χώραις την ηθικήν δύναμιν του κράτους εμπνέων τρόμον τοις Μωαμεθανοίς. Τον Ρωμανόν Αργυρόν τελευτήσαντα τω 1034 διεδέξατο ο τέως τραπεζίτης της βασιλικής αυλής Μιχαήλ Δ’ ο Παφλαγών, προς όν συνήψε δεύτερον γάμον η Ζωή. Επί του Μιχαήλ Δ’ (1034-1041) οι εν Κωνσταντινουπόλει επεχείρησαν την από Αράβων ανάκτησιν της Σικελίας (σ. 185 και 189) πέμψαντες επί τούτω στόλον και στρατόν εις την νήσον. Και ο μεν εν τοις έμπροσθεν μνημονευθείς γενναίος στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης ανακληθείς από της Ασίας και γενόμενος αρχηγός του στρατού του αποβάντος εις την νήσον κατώρθωσε μετά πολλάς στρατιωτικάς επιτυχίας να καταλάβη σχεδόν άπασαν την νήσον. Αλλά τότε οι περί τον αρχηγόν του στόλου Στέφανον, γαμβρόν επ’ αδελφή του Μιχαήλ Δ’, υπό φθόνου καταληφθέντες προς τον μέγαν στρατηγόν ενήργησαν διά ραδιουργιών και επέτυχον να ανακληθή μεν ούτος, να ανατεθή δε η αρχιστρατηγία εις τον Στέφανον αυτόν. Αλλ’ αποτέλεσμα της ανατεθείσης τω Στεφάνω αρχηγίας ήτο η εν βραχεί απώλεια συμπάσης της νήσου, περιελθούσης αύθις υπό το κράτος των Μωαμεθανών, πλην της πρωτευούσης Μεσσήνης, ήν διετήρησαν οι Έλληνες.
Τον Μιχαήλ Δ’, αποχωρήσαντα της αρχής και γενόμενον μοναχόν, μετά μικρόν δε αποθανόντα (1041), διεδέξατο ο τούτου ανεψιός (υιός του μνημονευθέντος ανικάνου ναυάρχου και στρατηγού Στεφάνου) Μιχαήλ Ε’, υιοθετηθείς υπό της Ζωής χάριν μείζονος νομιμοφροσύνης. Αλλ’ ο Μιχαήλ Ε’, ο επικαλούμενος υπό του λαού εμπαικτικώς Καλαφάτης, χάριτι της Ζωής προ πάντων ανελθών εις τον θρόνον, ήθελε νυν να μείνη μόνος βασιλεύς απαλλασσόμενος της συμβασιλείας της Ζωής. Αλλ’, ότε επειράθη να πέμψη ταύτην εις μοναστήριον, ο λαός εξηγέρθη υπέρ της Ζωής και της αδελφής αυτής, αναγκάσας αυτόν τον Μιχαήλ να αποχωρήση της αρχής και να μεταβή εις μοναστήριον (1042).
Αι δύο αδελφαί έμειναν νυν μόναι κύριαι του κράτους. Αλλ’ αύται, νοούσαι ότι το κράτος δεν ήτο δυνατόν να κυβερνηθή υπ’ αυτών εν μέσω των περιστοιχιζόντων αυτό πολλών κινδύνων, εξελέξαντο και τρίτον συνάρχοντα, τον συγγενή προς τον βασιλικον οίκον Κωνσταντίνον (Θ’) τον Μονομάχον, όστις και ενυμφεύθη την παρήλικα ήδη γενομένην Ζωήν. Ούτω δε η πραγματική του κράτους κυβέρνησις περιήλθεν εις τον Κωνσταντίνον Θ’, άνδρα μετρίας αξίας, έχοντα μέν τινας αρετάς, αλλά και πολλάς κακίας, μη επαρκούντα δε εν πάσιν εις τας απαιτήσεις της θέσεως, καθ’ όν χρόνον τα του κράτους ήρξαντο αύθις δεινώς ταρασσόμενα και εσωτερικώς, αλλά προ πάντων εξωτερικώς και δη και εν τη Ανατολή και από Δύσεως και από βορρά. Επαναστάσεις εσωτερικαί σοβαραί ετάραττον το κράτος ήδη από της βασιλείας του Μιχαήλ Δ’, ιδίως δ’ επανάστασίς τις Βουλγαρική βιαίως κατασταλείσα. Επί δε του Κωνσταντίνου Θ’ σοβαρωτάτη επανάστασις εγένετο υπό του γνωστού ημίν στρατηγού Γεωργίου Μανιάκη. Διορισθείς ούτος αρχιστράτηγος των εν τη Κάτω Ιταλία στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους και παυθείς μετά μικρόν ανηγορεύθη βασιλεύς υπό του στρατού. Αλλ’ οι περί τον Κωνσταντίνον Θ’ κατώρθωσαν διά των από της βορείου Γαλλίας ελθόντων τότε εις την Κάτω Ιταλίαν Νορμανδών μισθοφόρων (σ. 158) να καταβάλωσι την στάσιν. Ο Μανιάκης όμως και μετά την ήτταν διαπεραιωθείς μετά του υπολειπομένου έτι αυτού στρατού από Υδρούντος εις Δυρράχιον εβάδιζεν εντεύθεν κατά της πρωτευούσης νικήσας τα κατ’ αυτού πεμφθέντα στρατεύματα. Αλλ’ έν τινι συμπλοκή πεσών από του ίππου αιφνιδίως απέθανε γενόμενος, ως φαίνεται, θύμα προδοτικής δολοφονίας. Δύο άλλαι κατά του Κωνσταντίνου Θ’ στάσεις του Λέοντος Τορνικίου και του Θεοφίλου Ερωτικού ταχέως κατεβλήθησαν διά τε της τόλμης και της ανδρείας και της επιεικούς προς τους ηττηθέντας διαγωγής του βασιλέως.
Επί του Κωνσταντίνου Θ’ τον Οικουμενικόν πατριαρχικόν θρόνον διέποντος του πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου, τον δε παπικόν θρόνον της Ρώμης του Λέοντος Θ’, επήλθε και το οριστικόν πλέον έκτοτε καταστάν μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας σχίσμα (1054), αναφυεισών νέων τότε μεταξύ των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης ερίδων, ών κατ’ ακολουθίαν πάπας Ρώμης και πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αφώρισαν αλλήλους. Πάσαι λοιπόν αι αυτοκέφαλοι εν Ανατολή ορθόδοξοι Εκκλησίαι και αυτή η νεοφώτιστος Ρωσική συνηνώθησαν μετά της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως εν τη καταδίκη της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ως αιρετικής, ούτω δε οριστικόν επήλθε Σχίσμα μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας.
Βαρβαρικοί επιδρομαί και πόλεμοι επί του Κωνσταντίνου Θ’. Πατσινάκοι. Ο τελευταίος Ελληνορρωσικός πόλεμος.
Μεγάλαι βαρβαρικαί επιδρομαί εγένοντο εις τας Ευρωπαϊκάς επαρχίας του Ελληνικού κράτους υπό των πέραν του Ίστρου οικούντων Πατσινάκων, διαρκέσασαι έξ έτη, καθ’ ά μέρος των Πατσινάκων εδέξατο τον Χριστιανισμόν.
Σπουδαιότατον πολεμικόν γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ’ είναι η του Ρώσου «μεγάλου ηγεμόνος» Ιαροσλαύου επί την Κωνσταντινούπολιν στρατεία. Οι Ρώσοι, αφού επί του Βλαδιμήρου προσήλθον εις την χριστιανικήν πίστιν, εις συχνάς και ζωηράς διετέλουν σχέσεις προς την Κωνσταντινούπολιν και εις αδιάλειπτον προς αυτήν πνευματικήν επικοινωνίαν. Εν τούτοις δεν έλειπον και εχθρικαί μεταξύ των δύο κρατών συγκρούσεις αναμιμνήσκουσαι την κατάστασιν την υφισταμένην μεταξύ των δύο κρατών πριν οι Ρώσοι προσέλθωσιν εις την χριστιανικήν πίστιν.
Αποθανόντος εν Ρωσία του Βλαδιμήρου τω 1015, το κράτος διενεμήθη μεταξύ των 8 υιών αυτού· αλλά μεταξύ τούτων την πρωτεύουσαν θέσιν ως μέγας ηγεμών έλαβεν ο Σβετοπόλσκης, άρξας μέχρι του 1019· μετά τον θάνατον δε τούτου ο αδελφός αυτού Ιαροσλαύος (1019-1054) υπήγαγεν υπό την αρχήν αυτού πάντας τους άλλους ηγεμόνας, αδελφούς τε και ανεψιούς. Ο Ιαροσλαύος δε ούτος εστράτευσεν εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως ζητών εκδίκησιν διά τον φόνον Ρώσου τινός ευπατρίδου (βοϊάρου), φονευθέντος εν Κωνσταντινουπόλει έν τινι μεταξύ των Ελλήνων και των αυτόθι παροικούντων Ρώσων επελθούση έριδι. Επήλθε δε μετά στόλου εξ απείρου πλήθους τροχαντήρων συγκεκροτημένου και πολυαρίθμου στρατού συγκειμένου εξ εκατόν χιλιάδων ανδρών, Νορμανδών ή Βαράγγων, οίτινες δελεαζόμενοι από του ονόματος της Κωνσταντινουπόλεως και της προσδοκωμένης εκ της κατ’ αυτής στρατείας απείρου λείας, πανταχόθεν έσπευσαν υπό τας σημαίας του Νορμανδοσλαύου «μεγάλου ηγεμόνος» της Ρωσίας. Αλλ’ η μεγάλη αύτη Ρωσική στρατεία απέτυχεν ολοσχερώς, ένεκα της μεγάλης τρικυμίας ήν έπαθεν ο Ρωσικός στόλος εν τω στομίω του Βοσπόρου και των καταστροφών άς επήνεγκεν εις αυτόν το Ελληνικόν πυρ, και ένεκα της κατά θάλασσαν υπερτέρας δεξιότητος των Ελλήνων ναυτών. Μέγα μέρος του στόλου διεσκορπίσθη υπό της θυέλλης, το δε λοιπόν κατέστρεψεν ο υπό τον ναύαρχον Βασίλειον Ελληνικός στόλος. Ολίγοι των μυριάδων μαχητών του Ιαροσλαύου εσώθησαν επί των τροχαντήρων· οι δε λοιποί αποβάντες εις την ξηράν υπεχώρουν διά της παρά τον Εύξεινον Θρακικής και Βουλγαρικής παραλίας. Αλλά και ούτοι γενόμενοι παρά το στόμιον του Δανουβίου προσεβλήθησαν υπό του εκ Βάρνης ορμήσαντος κατ’ αυτών Έλληνος στρατηγού Κατακαλών, και εν μέρει μεν κατεστράφησαν, εν μέρει δε ηχμαλωτίσθησαν. Ο Ιαροσλαύος διεσώθη εις Ρωσίαν μετ’ ολίγον εκ των Ρώσων αυτού.
Η ατυχής αύτη επί το Βυζάντιον Ρωσική στρατεία ήτο η τελευταία εναντίον του Ελληνικού κράτους και της χριστιανικής Κωνσταντινουπόλεως Ρωσική στρατεία. Έκτοτε επήλθε και εν τω Ελληνικώ κράτει και εν Ρωσία και εν τη καθόλου Ανατολή κατάστασις πραγμάτων, ποιήσασα ήττον συχνάς και ζωηράς τας μεταξύ Ρωσίας και του Ελληνικού κράτους σχέσεις. Η Ρωσία μετά τον θάνατον του Ιαροσλαύου (1054) διηρέθη μεταξύ των τούτου υιών (162) και των εγγόνων εις πολλά κράτη και περιεπλάκη εις εμφυλίους πολέμους, κατά δε τας αρχάς του 13 αιώνος υπέκυψεν υπό το κράτος του εξ Ασίας φοβερού Μογγόλου επιδρομέως Δζεγγίς-χαν και των υιών αυτού.
Το δε Ελληνικόν κράτος, αφού περί τα τέλη του 10 και τας αρχάς του 11 αιώνος επί των μεγάλων βασιλέων Νικηφόρου Β’, Ιωάννου Τσιμισκή και Βασιλείου Β’ εξίκετο εις το ύψιστον, από των χρόνων του Ηρακλείου, σημείον της δυνάμεως και της δόξης αυτού, επί των διαδόχων του Βασιλείου Β’ και ιδίως επί του Κωνσταντίνου Θ’ ήρξατο διηνεκώς εξασθενούμενον και καταρρέον. Αιτία της νυν αρξαμένης ταύτης παρακμής και αδυναμίας του κράτους δεν ήτο μόνον η έλλειψις βασιλέων μεγάλων εφαμίλλων προς τους προειρημένους, αλλ’ η νέα περί το κράτος δημιουργηθείσα κατάστασις των εξωτερικών πραγμάτων, περί ης ανάγκη να πραγματευθώμεν ειδικώτερον.
Οι νέοι πολέμιοι του κράτους
Νέοι φοβεροί πολέμιοι προς Βορράν και Δυσμάς και Ανατολάς εγεννήθησαν κατά του κράτους, εργαζόμενοι δεινώς προς καταστροφήν αυτού.
Προς βορράν η κατάλυσις του Βουλγαρικού κράτους απήλλαξε μεν το Ελληνικόν κράτος πολεμίου οχληροτάτου και αγριοτάτου, αλλ’ εξ άλλου ήγαγε το κράτος τούτο εις άμεσον επαφήν προς τους πέραν του Δανουβίου βαρβάρους πολεμικούς Τουρκικούς λαούς Ούγγρους, Πατσινάκους, Ούζους (ών μόνοι οι Ούγγροι κατά τους χρόνους του Κωνσταντίνου Θ’ είχον προσέλθει εντελώς εις τον Χριστιανισμόν), αφ’ ών τέως εχωρίζετο ως διά φραγμού διά του Βουλγαρικού κράτους. Και ενώ υφισταμένου του Βουλγαρικού κράτους οι ειρημένοι βάρβαροι ήσαν άμεσοι ή έμμεσοι, φανεροί ή λανθάνοντες, σύμμαχοι του Ελληνικού κράτους εναντίον των Βουλγάρων, νυν από συμμάχων εγίνοντο πολέμιοι και επιδρομείς επικίνδυνοι, ως μαρτυρεί και η τω 1048 γενομένη μεγάλη των Πατσινάκων επιδρομή. Αλλ’ οι λαοί ούτοι ουδέ διενοήθησαν ουδέποτε ουδ’ ηδύναντο να διανοηθώσι περί καταλύσεως του Ελληνικού κράτους, και διά τούτο οι εξ αυτών κίνδυνοι ήσαν πάντοτε παροδικοί.
Τουναντίον νέος κινδυνωδέστατος πολέμιος ηγέρθη εν τη Δύσει. Οι Νορμανδοί, οίτινες επί του Κωνσταντίνου Θ’, καθά είπομεν, ως μισθοφόροι των Ελλήνων κατέστειλαν την κατά του βασιλέως τούτου στάσιν του Γεωργίου Μανιάκη, ου πολύ μετά το γεγονός τούτο, επί των διαδόχων του Κωνσταντίνου Θ’, από μισθοφόρων εγένοντο κατακτηταί της Κάτω Ιταλίας, καταλύσαντες ολοσχερώς εν τη χώρα ταύτη το Ελληνικόν κράτος. Ο δ’ αρχηγός αυτών ο πανουργότατος Ροβέρτος Γυσκάρδος, ήτοι Διάβολος, όμοιος ων εν πολλοίς κατά το πανούργον και πολύτροπον εν μέρει δε και κατά την βαρβαρότητα προς τον Βανδήλον Γεζέριχον (σελ. 52 και 61-62), είς των 12 υιών του Ταγκρέδου του εξ Ωτεβίλλης (Hauteville) της Γαλλικής Νορμανδίας και αδελφός Γουλιέλμου του Σιδηρόχειρος επικαλουμένου (του ιδρυτού του εν Κάτω Ιταλία Νορμανδικού κράτους), ανεγνωρίσθη επισήμως υπό του Πάπα ηγεμών της Κάτω Ιταλίας. Αφού δε μετά μικρόν οι Νορμανδοί ούτοι υπέταξαν εαυτοίς και την Σικελίαν, αφαιρέσαντες αυτήν από των Αράβων, συνεκρότησαν μέγα κράτος εκ των τέως Ελληνικών τούτων εν τη Δύσει χωρών και διενοήθησαν να εκτείνωσι το κράτος τούτο προς ανατολάς, Ο μνημονευθείς Ροβέρτος Γυσκάρδος επεχείρησεν, ορμώμενος από Ιταλίας, να καταλύση ολοσχερώς το Ελληνικόν κράτος και επί τούτω δεινούς διεξήγαγε πολέμους εναντίον των Ελλήνων περί τα τέλη έτι του 11 αιώνος.
Ενώ δε τοιούτος φοβερός πολέμιος από Δυσμών επεβούλευε τω Ελληνικώ κράτει, άλλος κίνδυνος έτι δεινότερος ενέσκηψεν εξ Ανατολών. Ήτο δ’ ούτος ο κίνδυνος η εν Ασία επελθούσα κατά τους χρόνους τούτους (τον 11 αιώνα μ. Χ.) αναζωογόνησις του Μωαμεθανισμού διά νέας πολεμικωτάτης φυλής, της των Τούρκων. Και η αναζωογόνησις ακριβώς αύτη του Μωαμεθανισμού και η εν τη σκηνή της ιστορίας εμφάνισις μωαμεθανών Τούρκων υπήρξεν ολεθριωτάτη εις το Ελληνικόν κράτος, αφαιρέσασα εν σμικρώ το πλείστον των Ασιατικών, των και καλλίστων και ζωτικωτάτων χωρών του Κράτους, και επενεγκούσα βραδύτερον την οριστικήν κατάλυσιν του κράτους τούτου.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.»
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: