Κωστής Παπαγιώργης: Στους πέντε δρόμους
Το κείμενο με τίτλο «Στους Πέντε δρόμους» έχει ληφθεί από τη συναγωγή κειμένων του Κωστή Παπαγιώργη, Σιαμαία και ετεροθαλή, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998. Αυτή είναι η τέταρτη έκδοση. Η πρώτη ήταν από τις εκδόσεις Ροές το 1987.
Οι αριθμοί στις αγκύλες αντιστοιχούν προς αυτές της έντυπης έκδοσης.
«Ας διηγηθούμε αυτή την όμορφη ιστορία» MICHELET
[39] Με πιθανή εξαίρεση τον Γκέοργκ Λούκατς, η ευρωπαϊκή αριστερά έχει να επιδείξει έναν ιδιότυπο άθλο: μετά τον Μάρξ δεν ανέδειξε κανένα στοχαστή. Οι μεγάλες μορφές της ήταν είτε επαναστάτες με ιδιοφυές πολιτικό ένστικτο (Λένιν, Λούξεμπουργκ, Γκράμσι) είτε μπόσικοι θεωρητικοί χωρίς συγκρότηση (Ένγκελς, Πλεχάνοφ, Τρότσκι και δυστυχώς ο Κόρς). Διαπίστωση που δε σκοπεύει βέβαια να επικρίνει την ακριβά αποχτημένη παιδεία ανθρώπων που ανδρώθηκαν μέσα στον κίνδυνο αλλά κάτι πολύ διαφορετικό: τη σχέση τους με το έργο του μεγάλου τελετάρχη. Απλοϊκή στην post festum πια επικαιρότητά της, η ερώτηση είναι η εξής: Πώς διάβασαν οι μαρξιστές τον Μάρξ; Και πιο προκλητικά: Μπορούσαν να τον διαβάσουν;
Οι καταφάσεις υπεραφθονούν. Μυριάδες τα βιβλία που δορυφορούν προστατεύοντας τη σκέψη του. Συγγράμματα κοινωνιολογικά, οικονομικά, πολιτικά, ανθρωπολογικά, ιστορικά κτλ που, άλλοτε με τον πασίγνωστο οίστρο του θρησκευτικού πεπεισμένου, άλλοτε με τη βαρύγδουπη ρητορική του «επιστημονικού» άλλοθι, πασχίζουν να υψώσουν αυτό το στοχαστή του δεκάτου ενάτου αιώνα σε μάγιστρο της βιωμένης και αβίωτης ιστορίας. Αλλά για τους νηφάλιους ο μέγας απών σε τούτο το παραληρηματικό συνέδριο είναι το φιλοσοφικό βιβλίο του μαρξισμού. Προσιτός σαν οικονομολόγος, θεωρητικός της πολιτικής και κριτής του καπιταλι – [40] σμού, ο Μάρξ παρέμεινε απόκρημνος φιλοσοφικά.
Συνέπεια φυσική άλλωστε, αφού εξ αρχής ο μαρξισμός θέλησε να ασκήσει την «κριτική των όπλων» και όχι να αποβεί μια απλή «κριτική» της μεταφυσικής παράδοσης, όπως τόσες φορές έγινε από άλλους. Στράφηκε, δηλαδή, στην πράξη πιο αποφασιστικά από οιαδήποτε άλλη θεωρία. Και τα επακόλουθα ήρθαν αθρόα: το ζήτημα ήταν το πάρσιμο της εξουσίας και όχι τι είναι αυτή η εξουσία – εξ οὗ και η μαρξιστική γύμνια στην προβληματική του Κράτους. Το ζήτημα ήταν η απελευθέρωση του ανθρώπου κι όχι τι είναι ο άνθρωπος – εξ οὗ και η μηδαμινή ανθρωπολογία των μαρξιστών. Το ζήτημα ήταν η κατάργηση της πολιτικής και όχι τι είναι η πολιτική – εξ οὗ και το Κράτος και επανάσταση που επιμένει να ρεκάζει πλάι στο σοβιετικό Λεβιάθαν. Δεν υπήρξε με άλλα λόγια μαρξιστής φιλόσοφος που έγκυρα – φευ, η λέξη είναι διάτρητη – να τοποθέτησε ή να απέσπασε το μαρξισμό από το πλαίσιο της δυτικής μεταφυσικής.
Η παρατήρηση δεν είναι σχολαστική. Εφόσον η βασική μέθοδος της θεωρίας επικαλείται τη διαλεκτική, μέχρι σημείου μάλιστα το Κεφάλαιο να καθίσταται δυσανάγνωστο χωρίς τη Λογική του Χέγκελ – που βέβαια δεν είναι μία αλλά τέσσερις – κάθε σύνδεση του μαρξισμού με τη μεταφυσική παράδοση είναι θεμιτή. Δεν έχει σημασία η βάναυση άρνηση που πρόβαλλε ο Μάρξ απέναντι στον Χέγκελ. Στη φιλοσοφία οι αρνήσεις όσο πιο βίαιες είναι, τόσο μεγαλύτερες ενοχές υποκρύπτουν. Έτσι, οι μαρξιστές, σαφώς ή αορίστως, παιδεύονταν πάντα από τη βαριά επιταγή που τους κληροδότησε ο δάσκαλός τους: να διαβάσουν τον Χέγκελ και συνακόλουθα τη δυτική φιλοσοφία.
Κάτι δηλαδή, που ποτέ δεν έγινε. Ο Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός ασυζητητί δεν είναι φιλοσοφικό βιβλίο. Ούτε βέβαια τα πονήματα του Πόλιτζερ. Ούτε του Κάουτσκι. Ούτε του Κόρς. Ούτε του Αλτουσέρ. Όσο για τον Λούκατς, αποδείχτηκε τόσο σταθερά εγελιανός, ώστε ο μόνος μαρξιστής που είχε αξιώσεις στοχαστή να καταντά από-[41] δειξη της μαρξιστικής ένδειας. Και πρόκειται για μια ένδεια χειροπιαστή. Μόλις ο ορθόδοξος μαρξιστής απεκδύεται το ράσο του επαναστάτη – που τίμησε όσο τίμησε – νιώθει γυμνός. Κυριολεκτικά στους πέντε δρόμους.
Είναι η μοιραία στιγμή – η στιγμή της αλήθειας – που πρέπει να ζητιανέψει το ξένο ψωμί. Αυτός που σε σχέση με την πράξη θεωρούσε τη φιλοσοφία ό,τι και τον αυνανισμό σε σχέση με την φυσική ερωτική πράξη τώρα αναγκάζεται να ανακαλέσει. Αυτός που (ad aperturam libri) καταδικάζει κάθε «ιδεαλιστικό» αποκύημα τώρα γίνεται ντροπαλός και συχνά ακραιφνής τιμητής τους. Έτσι, έχουμε καντιανίζοντες, αριστοτελίζοντες, σπινοζίζοντες κτλ. Με άλλα λόγια ένα ιερατείο της μετάνοιας που κάθε μέλος του, στο μέτρο της σοβαρότητάς του, πληρώνει το τίμημα της κενόλογης υπεροψίας του.
Από την άλλη πλευρά (και γιατί όχι από την ίδια), καθώς η πραγματικότητα δεν παίρνει μαθήματα από κανένα, η φρούδα επιστημονικότητα του μαρξισμού δεν μπορεί παρά να γεννάει νοσταλγούς. Το Κράτος επανέρχεται χλευαστικά δριμύτερο. Η «ανθρώπινη φύση», αυτό το κενό (…) φιλοσόφημα, δεν εννοεί να υποχωρήσει. Η οικονομία επιμένει να καθορίζει μόνο τον εαυτό της. Η θρησκευτικότητα γνωρίζει μεγάλες στιγμές ειδικά στις χώρες του «υπαρκτού» καταπώς λένε σοσιαλισμού. Το προλεταριάτο, περιούσια τάξη της Ιστορίας, δε βρήκε εντέλει τη γη Ευιλάτ. Η Ιστορία όχι μόνο δεν αποδείχτηκε «προϊστορία» αλλά κατάπιε σαν Καιάδας όλες τις ανάπηρες μεγαλοδοξίες των αναμορφωτών της. Αργά ή γρήγορα κάθε μαρξιστής αναγκάζεται να διαβάσει τους μεγάλους μεταφυσικούς – άλλο παράδοξο αυτό! – όχι μόνο σαν προγόνους του Μαρξ αλλά και σαν επιγόνους…Και συχνά, για να εκδικηθεί το ανερμάτιστο παρελθόν του, καταντά μανιακός αποσυνάγωγος.
Πηγή: https://mesaellada.wordpress.com