23 Αυγούστου 2019 at 13:41

Ο Λένιν, η πολεμική ρητορική και η επίθεση σε εσέρους και μενσεβίκους

από

Ο Λένιν, η πολεμική ρητορική και η επίθεση σε εσέρους και μενσεβίκους

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Το ότι οι οικονομικές προτάσεις ΝΕΠ με το ελεύθερο εμπόριο και τις εκχωρήσεις παρεκκλίνουν από τις αρχές της κομμουνιστικής οικονομίας ο Λένιν δεν το έκρυψε ποτέ. Αυτός είναι και ο λόγος που η ΝΕΠ παρουσιάστηκε ως ελιγμός, ως υποχώρηση μπροστά στις πιέσεις της πραγματικότητας προκειμένου να σωθεί η επανάσταση. Ο παροδικός χαρακτήρας που της αποδόθηκε, αν και δεν τοποθετήθηκε ποτέ σε κάποιο αυστηρό χρονικό πλαίσιο (και πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο), καταδεικνύει την έννοια της τακτικής, της συγκεκριμένης οικονομικής στρατηγικής που φιλοδοξούσε να συνταιριάσει τις αμείλικτες ανάγκες της τρέχουσας κατάστασης με την υλοποίηση του κομμουνιστικού ιδεώδους που αποτελούσε τον απώτερο σκοπό. Τουλάχιστον έτσι έθετε το ζήτημα ο Λένιν.

Ηγέτες των Μενσεβίκων στην συνοικία Νόρα Μπάντοργκετ της Στοκχόλμης τον Μάιο του 1917: ο Πάβελ Άξελροντ, ο Γιούλι Μάρτοφ και ο Αλεξάντρ Μαρτίνοφ.
Ηγέτες των Μενσεβίκων στην συνοικία Νόρα Μπάντοργκετ της Στοκχόλμης τον Μάιο του 1917: ο Πάβελ Άξελροντ, ο Γιούλι Μάρτοφ και ο Αλεξάντρ Μαρτίνοφ.

Στον 45ο τόμο από τα Άπαντα ο Λένιν είναι ξεκάθαρος στο ζήτημα της υποχώρησης: «Η υποχώρηση είναι δύσκολο πράγμα, κυρίως για τους επαναστάτες εκείνους που έχουν συνηθίσει να επιτίθενται, κυρίως όταν κάμποσα χρόνια έχουν συνηθίσει να επιτίθενται με τεράστιες επιτυχίες, κυρίως αν είναι περιτριγυρισμένοι από επαναστάτες άλλων χωρών που ένα μόνο ονειρεύονται – να αρχίσουν την επίθεση. Βλέποντας ότι υποχωρούμε, ορισμένοι απ’ αυτούς μάλιστα άρχισαν να κλαίνε κατά τρόπο απαράδεκτο, και σαν τα μικρά παιδιά, όπως έγινε στην τελευταία πλατιά Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ορισμένοι σύντροφοι, σπρωγμένοι από τα καλύτερα κομμουνιστικά αισθήματα και από τους καλύτερους κομμουνιστικούς πόθους, έβαλαν τα κλάματα, γιατί οι καλοί ρώσοι κομμουνιστές –για φανταστείτε– υποχωρούν. Μου είναι ίσως δύσκολο τώρα να μεταφερθώ σ’ αυτή τη δυτικοευρωπαϊκή ψυχολογία, αν και έζησα αρκετά χρόνια εκπατρισμένος σ’ αυτές τις ωραίες δημοκρατικές χώρες» (σελ. 87).

Για τον Λένιν το ζήτημα τίθεται απολύτως πρακτικά. Εφόσον οι ποθητές μεταρρυθμίσεις είναι αδύνατο να υλοποιηθούν υπό τις παρούσες συνθήκες της εξαθλιωμένης οικονομίας, δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό από την υποχώρηση προκειμένου να ξεπεραστεί κι αυτή η δυσκολία. Στον 44ο τόμο από τα Άπαντα σημειώνεται: «Πριν από τη νίκη του προλεταριάτου οι μεταρρυθμίσεις είναι δευτερεύον προϊόν της επαναστατικής ταξικής πάλης. Ύστερα από τη νίκη οι μεταρρυθμίσεις (εξακολουθώντας να είναι σε διεθνή κλίμακα το ίδιο “δευτερεύον προϊόν”) αποτελούν για τη χώρα, όπου κερδήθηκε η νίκη, εκτός από αυτό και μια απαραίτητη και νόμιμη ανάπαυλα στις περιπτώσεις που, ύστερα από μια υπερένταση των δυνάμεων στον ανώτατο βαθμό, είναι ολοφάνερο ότι οι δυνάμεις δεν επαρκούν για την επαναστατική πραγματοποίηση τούτου ή εκείνου του περάσματος» (σελ. 229).

Από τη στιγμή που το «πέρασμα» είναι αδιάβατο προς το παρόν, αυτό που μένει είναι το απόθεμα των δυνάμεων που θα καταστήσουν εφικτό τον ελιγμό που θα οδηγήσει στην τελική νίκη: «Η νίκη εξασφαλίζει ένα τέτοιο “απόθεμα δυνάμεων” που μας επιτρέπει να κρατηθούμε ακόμη και σε περίπτωση αναγκαστικής υποχώρησης, να κρατηθούμε και με την υλική και με την ηθική έννοια» (σελ. 229).

Για να δοθούν εξηγήσεις: «Να κρατηθούμε με την υλική έννοια σημαίνει να διατηρήσουμε αρκετή υπεροχή δυνάμεων, έτσι που ο εχθρός να μην μπορεί να μας τσακίσει τελειωτικά. Να κρατηθούμε με την ηθική έννοια σημαίνει να μην αφήσουμε να πέσει το ηθικό μας, να μην αποδιοργανωθούμε, να εξακολουθούμε να εκτιμούμε ψύχραιμα την κατάσταση, να διατηρήσουμε τη ζωντάνια και τη σταθερότητα του πνεύματος, να υποχωρήσουμε έτσι, ώστε να σταματήσουμε την υποχώρηση την ώρα που χρειάζεται και να περάσουμε ξανά στην επίθεση» (σελ. 229).

Είναι φανερό ότι ο Λένιν αντιλαμβάνεται πλήρως την κρισιμότητα της κατάστασης. Τα οικονομικά αδιέξοδα είναι τόσο επιτακτικά, που αν δεν υπάρξει μια άμεση τονωτική παρέμβαση στις παραγωγικές δυνάμεις η επανάσταση θα κινδυνέψει. Χρειάζονται μεγάλα υλικά και ηθικά αποθέματα προκειμένου να μην τσακιστούν «τελειωτικά», αλλά να αντέξουν τα ισχυρά πλήγματα που έχουν αναμφισβήτητα υποστεί. Η εφαρμογή της ΝΕΠ θα λειτουργήσει ευεργετικά. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν πρέπει να φοβηθούν την υποχώρηση.

Mπολσεβίκoi κόκκινοι φρουροί σε πορεία διαμαρτυρίας το 1917 για την επιστράτευση 11 εκατομμυρίων χωρικών στα πλαίσια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Mπολσεβίκoi κόκκινοι φρουροί σε πορεία διαμαρτυρίας το 1917 για την επιστράτευση 11 εκατομμυρίων χωρικών στα πλαίσια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Και βέβαια, η υποχώρηση δεν είναι ούτε άτακτη ούτε άμετρη: «Υποχωρήσαμε προς τον κρατικό καπιταλισμό. Υποχωρήσαμε όμως με μέτρο. Τώρα υποχωρούμε προς τη ρύθμιση του εμπορίου από το κράτος. Θα υποχωρήσουμε όμως με μέτρο. Υπάρχουν κιόλας σημάδια που δείχνουν ότι αρχίζει να διαφαίνεται το τέλος αυτής της υποχώρησης, αρχίζει να διαφαίνεται η δυνατότητα να σταματήσουμε αυτή την υποχώρηση σε όχι πολύ μακρινό μέλλον. Όσο πιο συνειδητά, όσο πιο ομόφωνα, με όσο το δυνατό λιγότερες προλήψεις εκτελέσουμε αυτή την αναγκαία υποχώρηση, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσουμε να τη σταματήσουμε, τόσο πιο σταθερή, πιο γρήγορη και πιο πλατιά θα είναι έπειτα η νικηφόρα κίνησή μας προς τα μπρος» (σελ. 229).

Η ανάγκη να υποσχεθεί ότι η υποχώρηση θα είναι σύντομη καταδεικνύει την προσπάθεια του ηγέτη να τονώσει το ηθικό των συντρόφων του. Η αναγνώριση των ενδείξεων που μαρτυρούν τη βελτίωση της κατάστασης υπηρετεί ακριβώς τον ίδιο σκοπό. Αυτό που μένει είναι η συσπείρωση: «Υποβάλλονται και τέτοια ερωτήματα: “Πού βρίσκονται τα όρια της υποχώρησης;” Μερικά σημειώματα υποβάλλουν ένα ερώτημα με το ίδιο νόημα: “Μέχρι πότε θα υποχωρούμε;” […] Το ερώτημα αυτό εκφράζει μια ορισμένη τάση απογοήτευσης και κατάπτωσης και δε στηρίζεται απολύτως πουθενά. Μοιάζει με τα ερωτήματα που ακούγαμε στον καιρό της ειρήνης του Μπρεστ. Το ερώτημα αυτό δεν μπήκε σωστά, γιατί μόνο η παραπέρα εφαρμογή της στροφής που κάνουμε θα μας δώσει στοιχεία για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα» (σελ. 220).

Η αναφορά στη συνθήκη του Μπρεστ που σύναψε το επαναστατικό καθεστώς με τη Γερμανία παραχωρώντας ρώσικα εδάφη κι εξασφαλίζοντας την αποχώρηση της Ρωσίας από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο αποσκοπεί στη δικαίωση της πολιτικής των υποχωρήσεων (όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο). Και τότε υπήρξε δριμύτατη κριτική για τους μπολσεβίκους. Οι εξελίξεις όμως τους δικαίωσαν. Και τώρα ακούγονται φωνές που δυσφορούν με την υποχώρηση. Θα διαψευστούν επίσης. Ο Λένιν χρησιμοποιεί τα διδάγματα του πρόσφατου παρελθόντος λειτουργώντας συσπειρωτικά. Κανείς δεν πρέπει να αμφισβητεί την ανάγκη για υποχώρηση. Κανείς δεν πρέπει να δείχνει ανυπόμονος. Οι ελιγμοί δε ματαιώνουν το στόχο. Αντίθετα, τον υπηρετούν.

Ο Λένιν θα γίνει σαφέστερος: «Η υποχώρηση δεν είναι καθόλου ευχάριστη, μα όταν σε δέρνουν δε ρωτούν αν σου αρέσει ή δε σου αρέσει, τα στρατεύματα υποχωρούν και κανείς δεν απορεί γι’ αυτό. Από τις συζητήσεις γύρω στο πρόβλημα ως πότε θα συνεχίζουμε να υποχωρούμε, τίποτε το καλό δεν πρόκειται να βγει. Γιατί λοιπόν να επινοούμε προκαταβολικά για τον εαυτό μας καταστάσεις, από τις οποίες δεν υπάρχει διέξοδος; Αντί γι’ αυτό πρέπει να καταπιαστούμε με τη συγκεκριμένη δουλειά. Πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή τις συγκεκριμένες συνθήκες, την κατάσταση, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από πού μπορούμε να πιαστούμε, από το ποταμάκι, από το βουνό, από το βάλτο, απ’ αυτόν ή τον άλλο σταθμό, γιατί μόνο όταν κατορθώσουμε να πιαστούμε από κάπου, θα μπορέσουμε να περάσουμε στην επίθεση. Και δεν πρέπει να αφήσουμε να μας παρασύρει η απογοήτευση, δεν πρέπει να παρακάμπτουμε το πρόβλημα με προπαγανδιστικές διακηρύξεις, που είναι εξαιρετικά πολύτιμες όταν γίνονται στην ώρα τους, μα που στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο ζημιά μπορούν να κάνουν» (σελ. 220).

Με δυο λόγια, όποιος δεν κατανοεί την ανάγκη της οπισθοχώρησης, όσο δυσάρεστη κι αν είναι, δε συμβάλλει θετικά στα τεκταινόμενα. Οι μεμψιμοιρίες περί ορίων ή χρονικού πλαισίου της υποχώρησης αποτελούν βαρίδιο για την υπόθεση του κομμουνισμού. Το ζήτημα είναι τι θέλει να πετύχει κανείς: την εδραίωση ή την υπονόμευση του εγχειρήματος;

Είναι φανερό ότι ο Λένιν επιθυμεί την αναντίρρητη συσπείρωση. Η χρήση στρατιωτικών όρων καταδεικνύει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια. Όλοι πρέπει να στρατευτούν: «Αν ένας στρατός που πείστηκε πως δεν μπορεί να καταλάβει το φρούριο με έφοδο έλεγε πως δε δέχεται να απαγκιστρωθεί από τις παλιές θέσεις, πως δε θέλει να καταλάβει νέες θέσεις, δε θέλει να περάσει σε νέες μεθόδους λύσεις του προβλήματος – για έναν τέτοιο στρατό θα έλεγαν: όποιος έμαθε να επιτίθεται και δεν έμαθε κάτω από ορισμένες δύσκολες συνθήκες, προσαρμοζόμενος στις συνθήκες αυτές, να υποχωρεί, αυτός δεν πρόκειται να τερματίσει νικηφόρα τον πόλεμο» (σελ. 209).

Σοβιετική αφίσα εποχής
Σοβιετική αφίσα εποχής

Η ρητορική του πολέμου καθιστά περιττές όλες τις αντιρρήσεις. Στον πόλεμο δεν υπάρχουν συζητήσεις. Οι αποφάσεις πρέπει να ληφθούν και να εκτελεστούν: «Στην παγκόσμια ιστορία δεν υπήρξαν πόλεμοι που να άρχισαν και να τέλειωσαν με μια πέρα για πέρα νικηφόρα επίθεση, ή κι αν υπήρξαν αποτελούν εξαίρεση. Κι αυτό όσον αφορά τους συνηθισμένους πολέμους. Μα σ’ έναν πόλεμο που κρίνεται η τύχη ολόκληρης τάξης, που αποφασίζεται το πρόβλημα: σοσιαλισμός ή καπιταλισμός – υπάρχει άραγε λογική βάση, να υποθέσουμε πως ένας λαός, που για πρώτη φορά αναλαμβάνει να λύσει αυτό το πρόβλημα, μπορεί να βρει αμέσως τη μοναδική σωστή, αλάνθαστη μέθοδο; Πού μπορεί να στηρίξουμε μια τέτοια προϋπόθεση; Πουθενά!» (σελ. 209).

Από τη στιγμή που αλάνθαστες μέθοδοι δεν υπάρχουν οι ελιγμοί είναι η μόνη λογική λύση. Κι αν κάποιος δεν κατανοεί ότι η δικτατορία του προλεταριάτου, στο όνομα της οποίας γίνονται όλες οι ενέργειες, αποτελεί πόλεμο και μάλιστα σκληρό και πεισματώδη απέναντι σε έναν αδηφάγο κι εχθρικό καπιταλιστικό κόσμο, τότε δεν έχει κατανοήσει τίποτε για την υπόθεση που διακυβεύεται: «Φυσικά, κάνουμε την κατάστασή μας πιο επικίνδυνη, μα δεν πρέπει να ξεχνάμε τους βασικούς νόμους κάθε πολέμου. Το στοιχείο του πολέμου είναι ο κίνδυνος. Στον πόλεμο δεν υπάρχει ούτε ένα λεπτό που να μη σε περιβάλλει ο κίνδυνος. Και τι σημαίνει δικτατορία του προλεταριάτου; Σημαίνει πόλεμο, και πόλεμο πολύ πιο σκληρό, πιο μακρόχρονο και πεισματώδη, από κάθε άλλο πόλεμο που έγινε ποτέ. Εδώ ο κίνδυνος μας απειλεί σε κάθε μας βήμα» (σελ. 210-211).

Μέσα σε τέτοιες πολεμικές συνθήκες δε θα μπορούσε να γίνει τίποτε διαφορετικό: «Είχαμε λιποταξίες από το στρατό, το ίδιο κι από το μέτωπο της δουλειάς: πρώτα δούλευες για τον καπιταλιστή, για τον εκμεταλλευτή, και είναι ευνόητο πως δούλευες άσχημα, τώρα όμως δουλεύεις για τον εαυτό σου, για την εργατοαγροτική εξουσία. Μην ξεχνάς ότι πρέπει να λυθεί το πρόβλημα, αν θα μπορέσουμε να εργαστούμε για τον εαυτό μας, γιατί αλλιώς   –το ξαναλέω– η Δημοκρατίας μας πάει χαμένη. Και λέμε, όπως λέγαμε στο στρατό: ή θα εξοντωθούν όλοι όσοι ήθελαν να μας εξοντώσουν, κι εδώ θα εφαρμόσουμε τα πιο σκληρά πειθαρχικά μέτρα, ή θα σώσουμε τη χώρα και η Δημοκρατία μας θα ζήσει» (σελ. 167).

Το παράδειγμα το Κόκκινου Στρατού είναι απολύτως καθοριστικό: «Στον Κόκκινο Στρατό ύστερα από μια πολύμηνη περίοδο συγκεντρώσεων η πειθαρχία ήταν τέτοια που δεν υστερούσε από την πειθαρχία του παλιού στρατού. Εφαρμόζονταν αυστηρά, σκληρά μέτρα, που έφταναν ως τον τουφεκισμό, μέτρα που ούτε και τα ήξερε η προηγούμενη κυβέρνηση. Οι μικροαστοί έγραφαν και ξεφώνισαν: “Ορίστε, οι μπολσεβίκοι καθιέρωσαν την ποινή του τουφεκισμού”. Οφείλουμε να πούμε: “Μάλιστα, την καθιερώσαμε, και την καθιερώσαμε με πλήρη επίγνωση του πράγματος”» (σελ. 166).

Η ιερότητα του σκοπού αγιοποιεί και τα μέσα. Η Σοβιετική Δημοκρατία –κατά τον Λένιν πάντα– δεν έχει περιθώρια για συναισθηματισμούς. Ο πόλεμος είναι αβυσσαλέος και η πειθαρχία που απαιτείται απαρέγκλιτη. Κατά τα πρότυπα του Κόκκινου Στρατού όποιος δεν πειθαρχεί πρέπει να εξοντώνεται: «Οφείλουμε να πούμε πως ή πρέπει να εξοντωθούν, και νομίζουμε πως πρέπει να εξοντωθούν εκείνοι που θέλουν να εξοντώσουν εμάς, και τότε θα επιζήσει η Σοβιετική Δημοκρατία – ή αντίθετα θα επιζήσουν οι καπιταλιστές και θα χαθεί η Δημοκρατία. Σε μια χώρα που έχει εξαθλιωθεί ή θα εξοντωθούν εκείνοι που δεν μπορούν να πειθαρχήσουν, ή θα εξοντωθεί ολόκληρη η εργατοαγροτική Δημοκρατία. Και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα εκλογής, όπως δεν μπορεί να υπάρχει και κανένας συναισθηματισμός. Ο συναισθηματισμός δεν είναι μικρότερο έγκλημα από το φιλοτομαρισμό σε ώρα πολέμου. Όποιος παραβαίνει το καθεστώς της πειθαρχίας, μπάζει στο περιβάλλον του τον εχθρό» (σελ. 166-167).

Η ΝΕΠ είναι οικονομική αναγκαιότητα ζωής και θανάτου, αφού η τόνωση της οικονομίας και η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις είναι ο μόνος δρόμος για να βγει η χώρα από το αδιέξοδο. Κι αυτή είναι η ουσία του καπιταλιστικού ελιγμού που πρέπει να επιτευχθεί. Όποιοι σαμποτάρουν τη ΝΕΠ φέρνοντας αντιρρήσεις ανήκουν στις δυνάμεις της αντεπανάστασης και δεν έχουν κανένα άλλο σκοπό από το να παίξουν το παιχνίδι του καπιταλισμού. Πρόκειται για προβοκάτορες στους οποίους δεν αξίζει κανένα έλεος. Κι αυτοί είναι βέβαια οι εσέροι και οι μενσεβίκοι.

Σοβιετική αφίσα εποχής
Σοβιετική αφίσα εποχής

Ο Λένιν στον 43ο τόμο των Απάντων εξηγεί: «… το δικό μας απόθεμα και η δυνατότητα να το συμπληρώσουμε με την ανταλλαγή εμπορευμάτων με το εξωτερικό παρουσιάζεται μόνο φέτος, χάρη σε μια σειρά συμβάσεις με καπιταλιστικά κράτη. Είναι αλήθεια πως οι συμβάσεις αυτές είναι για την ώρα μόνο προοίμιο, πρόλογος· ως τώρα δεν έχει αρχίσει ακόμη μια πραγματική ανταλλαγή εμπορευμάτων. Η πλειοψηφία ή το μεγαλύτερο μέρος των καπιταλιστικών κύκλων εξακολουθούν ασταμάτητα το σαμποτάρισμα και τις κάθε λογής προσπάθειες τορπιλισμού αυτών των συμφωνιών, και το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι ο ρωσικός λευκοφρουρίτικος Τύπος, μαζί και ο εσέρικος και ο μενσεβίκικος, ζήτημα είναι αν συγκεντρώνει τις δυνάμεις του με τόση δραστηριότητα και επιμονή ενάντια σε οτιδήποτε άλλο, όπως ενάντια στη συμφωνία αυτή» (σελ. 304).

Κι όχι μόνο αυτό: «Η καμπάνια που εξαπολύθηκε φέτος την άνοιξη» (πρόκειται για την άνοιξη του 1921) «σε εξαιρετικά μεγάλη έκταση –οι εσέροι και οι μενσεβίκοι κατέλαβαν την πρώτη θέση ανάμεσα στις αντεπαναστατικές δυνάμεις– η πάλη αυτή διεξαγόταν με συγκεκριμένο σκοπό: να τορπιλιστούν ως την άνοιξη οι οικονομικές συμφωνίες ανάμεσα στη Ρωσία και τον καπιταλιστικό κόσμο. Και ο σκοπός αυτός πέτυχε σε σημαντικό βαθμό. Είναι αλήθεια πως τις βασικές συμφωνίες τις κλείσαμε, ότι ο αριθμός των συμφωνιών αυτών μεγαλώνει και ότι υπερτιμούμε την αντίσταση που εντάθηκε στον τομέα αυτό, ωστόσο έχουμε μια πολύ επικίνδυνη για μας καθυστέρηση, γιατί χωρίς μια ορισμένη βοήθεια από το εξωτερικό η ανόρθωση της μεγάλης βιομηχανίας και η αποκατάσταση της κανονικής ανταλλαγής εμπορευμάτων είναι είτε ακατόρθωτη, είτε σημαίνει μια τέτοια καθυστέρηση, που είναι εξαιρετικά επικίνδυνη» (σελ. 304-305).

Για να ολοκληρώσει με το θέμα των εκχωρήσεων: «Δε θα θίξω το ζήτημα των εκχωρήσεων, επειδή αυτό συζητήθηκε περισσότερο από όλα τα ζητήματα στις κομματικές συνελεύσεις και τελευταία δεν προκαλεί πια καμιά απορία. Όπως και πρώτα η υπόθεση έχει ως εξής: εμείς προτείνουμε επίμονα εκχωρήσεις, όμως οι ξένοι καπιταλιστές δεν πήραν ως σήμερα καμιά κάπως σοβαρή εκχώρηση, δεν κλείσαμε ως σήμερα καμιά κάπως σημαντική σύμβαση για εκχώρηση. Όλη η δυσκολία βρίσκεται στο να βρεθεί ένας πρακτικά δοκιμασμένος τρόπος προσέλκυσης του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου» (σελ. 305).

Ο Λένιν προσπαθεί σχεδόν απεγνωσμένα να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Το ότι η αποτυχία του εγχειρήματός του οφείλεται πρωτίστως στην έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά του κεφαλαίου (κανείς δε θέλει να επενδύσει σε μια χώρα που θεωρεί πολιτικά και οικονομικά ασταθή και μάλιστα με ένα καθεστώς που θεωρεί εκ των προτέρων εχθρικό) είναι προτιμότερο να αποσιωπηθεί. Την ευθύνη τη φέρουν κυρίως οι εχθροί της επανάστασης (εσέροι και μενσεβίκοι) που προβοκάρουν όλες τις προσπάθειες.

Ο Λένιν θα το διατυπώσει σε όλους τους τόνους: «Για να εξασφαλίσουμε μια αδιάκοπη, έστω και αργή, ανόρθωση της μεγάλης βιομηχανίας, δεν πρέπει να αρνούμαστε να δίνουμε κοκαλάκια στους άπληστους για τέτοια κοκαλάκια καπιταλιστές του εξωτερικού, γιατί τώρα, από την άποψη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, μας συμφέρει να πληρώσουμε στους καπιταλιστές του εξωτερικού εκατοντάδες εκατομμύρια παραπάνω από ό,τι πρέπει, να πάρουμε όμως τις μηχανές και τα υλικά για την ανόρθωση της μεγάλης βιομηχανίας, που θα μας ανασυγκροτήσουν την οικονομική βάση του προλεταριάτου, θα το μετατρέψουν σε σταθερό προλεταριάτο και όχι σε προλεταριάτο που παραμένει κερδοσκοπικό. Οι μενσεβίκοι και οι εσέροι μας πήραν τα αυτιά φωνάζοντας πως μια και το προλεταριάτο έχασε την ταξική του συνείδηση, πρέπει να παραιτηθούμε από τα καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Τα φώναζαν αυτά από το 1917 και είναι να θαυμάζει κανείς που δεν κουράστηκαν να τα επαναλαμβάνουν ως το 1921» (σελ. 310-311).

Το τελικό συμπέρασμα τίθεται ευθέως: «Οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές, και μάλιστα οι μόνοι ειλικρινείς υπερασπιστές του παλιού καπιταλιστικού κόσμου, είναι οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. Στα άλλα στρατόπεδα, ανάμεσα σε εκατοντάδες, σε χιλιάδες, ακόμη και σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, δε θα βρείτε ειλικρινείς υπερασπιστές του καπιταλιστικού κόσμου. Στους κύκλους όμως της λεγόμενης καθαρής δημοκρατίας, που την αντιπροσωπεύουν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι, εκεί έμειναν ακόμη τέτοιου είδους σπάνιοι τύποι που υπερασπίζονται ειλικρινά τον καπιταλισμό. Και όσο πιο επίμονα υπερασπίζονται την άποψή τους, τόσο πιο επικίνδυνη είναι η επιρροή τους στην εργατική τάξη» (σελ. 308).

Για τον Λένιν δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να εξοντωθούν. Εξάλλου, μέσα σε συνθήκες πολέμου οι συναισθηματισμοί δεν απέχουν από το φιλοτομαρισμό. Κι όχι μόνο αυτό: εσέροι και μενσεβίκοι βρήκαν τρόπο να υπηρετούν τον καπιταλισμό δρώντας αντιπολιτευτικά με το να παριστάνουν τους εξωκομματικούς: «Τα γεγονότα της άνοιξης του 1921 μας έδειξαν ακόμη μια φορά το ρόλο των εσέρων και των μενσεβίκων: βοηθούν το ταλαντευόμενο μικροαστικό στοιχείο να απομακρυνθεί από τους μπολσεβίκους, να πραγματοποιήσει τη “μετατόπιση της εξουσίας” προς όφελος των καπιταλιστών και των τσιφλικάδων. Οι μενσεβίκοι και οι εσέροι έμαθαν τώρα μα μεταμφιέζονται σε “εξωκομματικούς”. Αυτό έχει αποδειχθεί πέρα για πέρα. Και μόνο οι ανόητοι μπορούν τώρα να μη το βλέπουν αυτό και να μην καταλαβαίνουν ότι δεν πρέπει να αφήνουμε να μας εξαπατούν. Οι εξωκομματικές συνδιασκέψεις δεν είναι φετίχ. Είναι πολύτιμες, αν μπορούν να μας δώσουν τη δυνατότητα να πλησιάζουμε τις μάζες, που δεν τις έχει ακόμη αγγίξει η δράση μας, τα στρώματα των εκατομμυρίων εργαζομένων που στέκονται έξω από την πολιτική, είναι όμως επιζήμιες, αν προσφέρουν μια πλατφόρμα στους μενσεβίκους και στους εσέρους, που μεταμφιέστηκαν σε “εξωκομματικούς”» (σελ. 241).

Οι εξωκομματικές συνδιασκέψεις είναι πολύτιμες και δεν πρέπει κανείς να περιφρονεί τους προβληματισμούς και τις απόψεις των εξωκομματικών, που αποτελούν τα σεβαστά στρώματα των εργαζομένων, τα οποία δε γνωρίζουν ακόμη τη δράση του μπολσεβικισμού. Αρκεί να μην είναι εσέροι ή μενσεβίκοι: «Η θέση των μενσεβίκων και των εσέρων, τόσο των ανοιχτών, όσο και των μεταμφιεσμένων σε “εξωκομματικούς”, είναι στη φυλακή […] και όχι σε εξωκομματική συνδιάσκεψη. Μπορούμε και πρέπει να βρούμε άλλες μεθόδους για να ελέγξουμε τις διαθέσεις των μαζών, για να τις πλησιάσουμε. Ας πάει στο εξωτερικό εκείνος που θέλει να παίζει το παιχνίδι του κοινοβουλευτισμού, της Συντακτικής, της εξωκομματικής συνδιάσκεψης. […] Εμείς δεν έχουμε καμιά διάθεση να παίζουμε τις “αντιπολιτεύσεις” στις “συνδιασκέψεις”. Είμαστε κυκλωμένοι από την παγκόσμια αστική τάξη, που καραδοκεί κάθε στιγμή ταλάντευσης για να ξαναφέρει τους “δικούς της”, για να παλινορθώσει τους τσιφλικάδες και την αστική τάξη. Εμείς θα κρατάμε στη φυλακή τους μενσεβίκους και τους εσέρους τόσο τους ανοιχτούς, όσο και τους μεταμφιεσμένους σε “εξωκομματικούς”» (σελ. 241-242).

Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο προς όλες τις κατευθύνσεις: στον πόλεμο υπάρχει στράτευση κι όποιος διαφωνεί παίζει το παιχνίδι των εχθρών, όπως οι μόνιμοι διαφωνούντες εσέροι και μενσεβίκοι. Η εξόντωση πρέπει να γίνει χωρίς τον ελάχιστο συναισθηματισμό. Ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, ο Λένιν χαράζει τη γραμμή κι όποιος δεν εντάσσεται είναι εσέρος ή μενσεβίκος έχοντας την πλήρη ευθύνη των κυρώσεων που θα του επιβληθούν. Κι όλα αυτά στο όνομα της δικτατορίας του προλεταριάτου που κατά τον Λένιν έχει ήδη εγκαθιδρυθεί στη Ρωσία, όταν –και πάλι κατά τον Λένιν– στη χώρα δεν υπάρχουν ακόμη προλετάριοι, τουλάχιστον με τη σταθερή κι όχι κερδοσκοπική σημασία.

Αυτό που μένει είναι ο εξαναγκασμός όλων να ακολουθήσουν τη γραμμή. Ο Λένιν δεν έκρυψε ποτέ την αναγκαιότητα του εξαναγκασμού για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στο βιβλίο «Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν. Ι. Μπουχάριν», όπου ο Λένιν σχολιάζει το έργο του Μπουχάριν «Η Οικονομία της Μεταβατικής Περιόδου», μπορεί κανείς να διαβάσει την εξής άποψη του Μπουχάριν, στην οποία ο Λένιν δεν κάνει κανένα σχόλιο (ούτε θετικό ούτε αρνητικό) παρά μόνο υπογραμμίζει κάποιες φράσεις – προφανώς για τις τονίσει: «… επί κυριαρχίας του προλεταριάτου το στοιχείο του εξαναγκασμού και της καταστολής παίζει μεγάλο ρόλο, τόσο μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των μη καθαρά προλεταριακών στοιχείων, από τη μια μεριά, και των ασυνείδητων ή μισοσυνειδητών στοιχείων μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο, από την άλλη. Σε μια τέτοια περίπτωση η “στρατικοποίηση” του πληθυσμού –με τη στρατιωτική οργάνωση πριν από όλα– αποτελεί τη μέθοδο αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης και οργάνωσης από αυτή της αγροτιάς» (σελ. 58). [Τα μαυρισμένα σημεία έχουν υπογραμμιστεί από τον Λένιν].

Με άλλα λόγια, ο εξαναγκασμός και η καταστολή δε σταματούν ακόμη κι όταν το προλεταριάτο έχει πια κυριαρχήσει και αφορούν φυσικά οποιαδήποτε άλλη φωνή, δηλαδή τα μη προλεταριακά στοιχεία ή τα μη συνειδητοποιημένα στοιχεία του προλεταριάτου. Κι αν κάποιος έχει απορία για το τι σημαίνει προλεταριακός εξαναγκασμός, ο Μπουχάριν θα διευκρινίσει: «Από ευρύτερη άποψη, δηλαδή από την άποψη της μεγαλύτερης ως προς το μέγεθός του ιστορικής διάστασης, ο προλεταριακός εξαναγκασμός σε όλες τις μορφές του, αρχίζοντας από τις εκτελέσεις και τελειώνοντας με την υποχρεωτική εργασία, είναι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό, μέθοδος διαμόρφωσης της κομμουνιστικής ανθρωπότητας από το ανθρώπινο υλικό της καπιταλιστικής εποχής…» (σελ. 75). Ο Λένιν όχι μόνο υπογραμμίζει την τελευταία φράση, αλλά σημειώνει κι από δίπλα: «Ακριβώς!»

Κι ο Μπουχάριν συνεχίζει: «Η δικτατορία του προλεταριάτου, εκφράζοντας στην αρχή την πιο χτυπητή διάσπαση του καπιταλιστικού κόσμου, μετά την αποκατάσταση μιας ορισμένης ισορροπίας, αρχίζει να συγκεντρώνει πάλι την ανθρωπότητα» (σελ. 75). Πέρα από την υπογράμμιση ο Λένιν σημειώνει: «πολύ καλά!». Κι αμέσως μετά σχολιάζει για το σύνολο του κεφαλαίου που έχει τον τίτλο «Ο “εξωοικονομικός” εξαναγκασμός στη μεταβατική περίοδο»: «Αυτό είναι ένα υπέροχο κεφάλαιο!» (σελ. 75).

Στάλιν, Λένιν, Τρότσκι
Στάλιν, Λένιν, Τρότσκι

Στον 54ο τόμο από τα Άπαντα του Λένιν είναι καταγραμμένη και μια επιστολή που υπαγορεύτηκε τηλεφωνικά στις 21/1-22 προς τον Τρότσκι. Η πολεμική προς τους μενσεβίκους αποτελεί σταθερή πολιτική γραμμή καταδεικνύοντας ότι δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτές οποιασδήποτε απόψεις αμφισβητούν το πνεύμα και την αναγκαιότητα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Ο Λένιν φαίνεται αποφασισμένος….

                                                ΠΡΟΣ ΤΟΝ Λ. ΝΤ. ΤΡΟΤΣΚΙ

σ. Τρότσκι! Δεν αμφιβάλλω ότι οι μενσεβίκοι τώρα δυναμώνουν και θα δυναμώσουν την κακόβουλη προπαγάνδα τους. Γι’ αυτό, νομίζω ότι είναι απαραίτητο να οξυνθούν και η επαγρύπνηση και τα μέτρα καταπίεσης εναντίον τους. Μίλησα με τον Ούνσλιχτ γι’ αυτό και Σας παρακαλώ να διαθέσετε δέκα λεπτά για να μιλήσετε μαζί του, όχι όμως από το τηλέφωνο. Όσον αφορά την ουσία του ζητήματος, νομίζω ότι συμφωνώ μαζί Σας. Τώρα μου γεννιέται η επιθυμία να γράψω ένα αρθράκι με θέματα παραπλήσια με αυτά που θίξατε, ωστόσο είναι αμφίβολο, αν θα μπορέσω να το κάνω αυτό νωρίτερα από δυο εβδομάδες. Γι’ αυτό θα ήταν ίσως εξαιρετικά ωφέλιμο, αν Εσείς αρχίζατε αμέσως ανοιχτή μάχη στον Τύπο, χαρακτηρίζατε το μενσεβίκο αυτό, εξηγούσατε τον κακόβουλο, λευκοφρουρίτικο χαρακτήρα της ομιλίας του και κάνατε εμπνευσμένη έκκληση στο Κόμμα να δραστηριοποιηθεί. Ο όρος “κρατικός καπιταλισμός” (για τον οποίο επανειλημμένα λογομαχούσα με τον Μπουχάριν) είναι ο μοναδικά σωστός θεωρητικά και αναγκαίος για να αναγκάσουμε τους ρουτινιασμένους κομμουνιστές να καταλάβουν ότι η νέα πολιτική προχωρεί σοβαρά. Φυσικά, τέτοιοι κακόβουλοι βοηθοί των λευκοφρουρών, όπως είναι όλοι οι μενσεβίκοι, μπορεί παράπλευρα να προσποιούνται πως δεν καταλαβαίνουν ότι ο κρατικός καπιταλισμός σε κράτος προλεταριακής εξουσίας μπορεί να υπάρξει μόνο περιορισμένος και όσον αφορά τη χρονική διάρκεια και τους κλάδους επέκτασής του, και όσον αφορά τους όρους εφαρμογής του, τον τρόπο ελέγχου κτλ. (σελ 130-131)

Λένιν: «Άπαντα», τόμος 45, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 5η έκδοση, Αθήνα, Μάρτιος 1984.

Λένιν: «Άπαντα», τόμος 44, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 5η έκδοση, Αθήνα, Δεκέμβριος 1983.

Λένιν: «Άπαντα», τόμος 43, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 5η έκδοση, Αθήνα, Σεπτέμβρης 1983.

 Λένιν: «Άπαντα», τόμος 54, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 5η έκδοση, Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Β. Ι. ΛΕΝΙΝ: «Παρατηρήσεις στο Βιβλίο του Μπουχάριν “Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου” εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1999. 

 

(Εμφανιστηκε 651 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.