Η τέχνη των ιθαγενών της Αμερικής κατά την προκολομβιανή εποχή
Κείμενο: Άννυ Μάλαμα
Στη συγκεκριμένη διδακτική ενότητα, περισσότερο ίσως απ’ όσο σε οποιαδήποτε άλλη, εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι καλούνται να συνειδητοποιήσουν πως η παρουσίαση ενός χρονικού της τέχνης δε σημαίνει την παράθεση πληροφοριών που περιγράφουν μια γραμμική, εξελικτική πορεία. Δεν υπάρχει δηλαδή ένα αφετηριακό σημείο, όπου τοποθετούνται τα σύνολα των απλοϊκών (και άρα, υποδεέστερων) διατυπώσεων, για να καταλήξουμε βαθμηδόν στη σύνθετη (και επομένως, προηγμένη) σύγχρονη καλλιτεχνική πραγματικότητα.
Αν οι χαρακτηρισμοί «πρωτόγονος» και «προϊστορικός» απαντώνται κάποιες φορές στο πλαίσιο απαξιωτικών κρίσεων, είναι απλώς γιατί το υπό εξέταση αντικείμενο προσκρούει σε μια σειρά από στείρα και αδιέξοδα στερεότυπα.

Το πώς προσεγγίζουμε εμείς αυτά τα έργα σήμερα σχετίζεται σίγουρα με τον τρόπο με τον οποίο έχουμε γαλουχηθεί, ώστε εξ αρχής να αντιμετωπίζουμε ως αριστουργήματα τα έργα της κλασικής αρχαιότητας και ως ατελείς απόπειρες έργα, όπως η Τελετουργική μάσκα από την περιοχή του Κόλπου των Παπούα (Νέα Γουινέα).
Τι είναι όμως αυτό που ενδιαφέρει τους δημιουργούς (και όχι τι μπορούν να καταφέρουν) – αυτό είναι το θεμελιώδες ερώτημα που θα πρέπει να προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και επιχειρώντας να προσδιορίσουμε τη λειτουργία των αντικειμένων στο «φυσικό» τους περιβάλλον (πριν δηλαδή αυτά γίνουν εκθέματα στις προθήκες των μουσείων).
Δεν είναι η στάθμη της τεχνογνωσίας ή ο βαθμός της επιδεξιότητας που διαφέρουν στη συγκεκριμένη παραγωγή. Οι ουσιαστικές διαφορές αφορούν στις ιδέες και τις αντιλήψεις για τον άνθρωπο και τη θέση του στον κόσμο.
Ίσως, αν εξηγήσουμε την απόφαση της συνεξέτασης προϊστορικών και πρωτόγονων πολιτισμών, να γίνει περισσότερο σαφές τι εννοούμε. Στην κατεύθυνση αυτή είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Δεν μπορούμε να καταλάβουμε την τέχνη του παρελθόντος, αν δεν ξέρουμε τους σκοπούς που εξυπηρετεί. Όσο πιο μακριά ανατρέχουμε στην Ιστορία, τόσο πιο καθορισμένοι αλλά και πιο παράξενοι γίνονται οι στόχοι που υποτίθεται πως εξυπηρετεί η τέχνη. Το ίδιο συμβαίνει όταν φεύγουμε από τις πόλεις και πηγαίνουμε στα χωριά ή, ακόμη καλύτερα, όταν φεύγουμε από πολιτισμένες χώρες και πηγαίνουμε σε λαούς που ο τρόπος της ζωής τους μοιάζει ακόμη με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι μακρινοί μας πρόγονοι. Αυτούς τους λαούς τους λέμε «πρωτόγονους», όχι επειδή είναι πιο απλοϊκοί – οι διαδικασίες της σκέψης τους είναι συχνά πιο περίπλοκες από τις δικές μας – αλλά επειδή είναι πιο κοντά στην κατάσταση από την οποία κάποτε ξεκίνησε ολόκληρη η ανθρωπότητα. Για τους πρωτόγονους, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ’ ένα κτίσμα και σε μια εικόνα σε ό,τι αφορά τη χρησιμότητα. Οι καλύβες τους τούς προστατεύουν από τη βροχή, τον άνεμο και τον ήλιο, καθώς και από τα πνεύματα που ορίζουν τα στοιχεία της φύσης. Οι εικόνες γίνονται για να τους προστατεύουν από άλλες δυνάμεις, εξίσου πραγματικές με τα στοιχεία: εικόνες και αγάλματα ασκούν μαγικό ρόλο».

Είναι αληθινά εντυπωσιακή η συγγένεια που παρουσιάζουν οι καλλιτεχνικές διατυπώσεις λαών που απέχουν σημαντικά στο χώρο και το χρόνο. Κατ’ αντιστοιχία, εντυπωσιακές είναι και οι δομές που συγκροτούν την κοινωνική τους οργάνωση. Έτσι, μελέτες προερχόμενες από το χώρο της εθνολογίας ή της κοινωνικής ανθρωπολογίας μπορούν, για παράδειγμα, να βοηθήσουν σημαντικά στην κατανόηση παραμέτρων που δεν φωτίζονται αρκετά από τα δεδομένα της προϊστορικής αρχαιολογίας (που καλείται να φωτίσει τα υλικά κατάλοιπα πολιτισμών, για τους οποίους δεν έχουμε στη διάθεσή μας γραπτές πηγές, τουλάχιστον όχι σε μια μορφή καταληπτή από εμάς σήμερα).
Από το γυναικείο ειδώλιο της νεολιθικής Θεσσαλίας, που συμβολίζει τη γονιμότητα, μέχρι την ξύλινη μάσκα χορού των Ινουίτ στην Αλάσκα του τέλους του 19ου αιώνα, και από τους ζωγραφισμένους βίσωνες στα σπήλαια της Altamira στην Ισπανία, γύρω στα 15.000-10.000 π.Χ., μέχρι το ξυλόγλυπτο υπέρθυρο μιας κατοικίας Μαορί στις αρχές του 19ου αιώνα, υπάρχουν κάποιες σταθερές που ορίζουν μια κοινή νοοτροπία αναφορικά με τη διαχείριση της εικόνας και το πώς αυτή μπορεί να αποδεικνύεται εξίσου λειτουργική με τα αγροτικά εργαλεία, για παράδειγμα, των αντίστοιχων κοινοτήτων.
Οι σταθερές αυτές σχετίζονται με την προσωποποίηση των δυνάμεων της φύσης, κατ’ επέκταση με το συσχετισμό της εικόνας με τη μαγεία και τη θρησκεία, αλλά και το χειρισμό της ως μιας αρχικής μορφής γραφής.

Όλα αυτά βέβαια με την παραδοχή ότι μια εξονυχιστική τυπολογική κατάληξη των δεδομένων (μια «στεγνή» περιγραφή δηλαδή των εξωτερικών τους γνωρισμάτων) δεν είναι το ζητούμενο, εκτός κι αν συμβάλλει, αν προωθεί το πρόβλημα της ερμηνείας. Στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας είναι προτιμότερο να τοποθετηθεί το ερώτημα πώς προκύπτει η διάθεση κατασκευής όλων αυτών των αντικειμένων, δεδομένου ότι η τέχνη στο πλαίσιο των προϊστορικών και των πρωτόγονων κοινωνιών δεν είναι παρά η θεωρητική έκφραση του ανθρώπου.

Διαφορετικά, μπορεί να οδηγηθούμε σε ακραία συμπεράσματα, που με τη σειρά τους θα επιβάλλουν νέα στερεότυπα: για παράδειγμα, δεν είναι απαραίτητο το νεολιθικό ειδώλιο της Θεσσαλίας, που προαναφέραμε, να σχετίζεται αποκλειστικά με τις περιοχές της μαγείας και της θρησκείας, αποκλείοντας και άλλες πιθανές χρήσεις, όπως το παιδικό παιχνίδι, ακόμη και μια ενδεχόμενη ανταλλακτική αξία.
«Η γυναίκα κρατάει τους μαστούς της και υπενθυμίζει τη χρησιμότητά τους. Από τους μαστούς βγαίνει το γάλα που θηλάζουν τα μικρά, νεογέννητα παιδιά, όπως γίνεται και με τα μικρά ζώα. Και σ’ αυτήν την πράξη στηρίζεται η ζωή του ανθρώπου, επομένως και των ζώων. Το ειδώλιο γίνεται ο φορέας ενός μηνύματος, που σχετίζεται άμεσα με τη διαδικασία της αναπαραγωγής και ίσως, ως ένα σημείο, με την κοινωνική οργάνωση του οικισμού. Με μέσο λοιπόν το ειδώλιο μπορεί να μεταδοθεί ένα μήνυμα. Να διατυπωθεί ένας κανόνας. Να προκληθεί η προσοχή πάνω σ’ ένα γεγονός και στην ιδιαίτερη σημασία του. […] Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τα νεολιθικά ειδώλια της Θεσσαλίας δεν πρέπει να είναι απεικονίσεις θεοτήτων ούτε σκεύη λατρευτικών ή άλλων τελετών. Δεν πρέπει ακόμα να ήταν αντικείμενα προσωπικής χρήσης (παιγνίδια, φυλαχτά, κοσμήματα). Ανήκαν στην ομάδα και βοηθούσαν τα μέλη αυτής της ομάδας να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. […] Συνιστούσαν, με λίγα λόγια, μια πρώιμη (και πρωτόγονη βέβαια) μορφή γραφφής. Με ένα ειδώλιο ένας νεολιθικός γεωργοκτηνοτρόφος μπορούσε να μεταδώσει ένα μήνυμα, να ανακοινώσει μια ιδέα, να γνωστοποιήσει μια κατάσταση. Δε νομίζουμε ότι είναι υπερβολή να θυμηθούμε την πρώτη απόπειρα για την καταγραφή των λογαριασμών των Σουμεριακών ναών του τέλους της 4ης χιλιετίας π.Χ. Και τα πρώτα ιδεογράμματα των πρώτων «κειμένων» ήταν απεικονίσεις των έμψυχων όντων και των αντικειμένων της καθημερινής ζωής. [.] όταν λέμε νεολιθική πλαστική, δε θα πρέπει να εννοούμε μόνον τα ειδώλια των ανθρώπων και των ζώων. Η θεματογραφία της μικροπλαστικής των νεολιθικών πρέπει να συμπληρωθεί με τις πλαστικές μικρογραφικές απεικονίσεις των σπιτιών, τραπεζιών, αγγείων, αρτόσχημων αντικειμένων κι ακόμα των μικρών, πρακτικά άχρηστων, πέτρινων εργαλείων κλπ. Όλα αυτά τα αντικείμενα, οι πλαστικές αυτές μικρογραφίες των στοιχείων (έμψυχων και άψυχων) της καθημερινής ζωής, αποτελούσαν σήματα (ιδεογράμματα) της νεολιθικής πρωτογραφής. Με όλα αυτά καλύπτεται η κλίμακα των θεμάτων της καθημερινής ζωής. Όσο για την κυριαρχία της γυναικείας μορφής εξηγείται από την ίδια τη σημασία του θηλυκού για την επιβίωση της ανθρώπινης ομάδας. […] Για να κυριαρχήσει η μορφή του θηλυκού μέσα στα θέματα μιας τέχνης, δε χρειάζεται να αντιστοιχεί η παρουσία του με την ιδέα κάποιας υπέρτατης θεότητας. Το ότι αντιστοιχεί με την ερωτική πράξη, την κύηση, τον τοκετό, το θηλασμό, με τη δημιουργία δηλαδή ενός νέου ανθρώπου, είναι αρκετό για να επιβληθεί σαν κυρίαρχο θέμα. [.] Μπορούσαν λοιπόν τα θέματα της νεολιθικής μικροπλαστικής να καλύψουν όλα τα στάδια της διαδικασίας της νεολιθικής ζωής· να καθιερωθεί, με τη βοήθειά τους, ένα πλήρες σύστημα, με βάση το οποίο θα μπορούσε να προωθηθεί μια «εμπορική» πράξη, μια «εκπαιδευτική» προσπάθεια γύρω από θέματα πρακτικά πιο πολύ. Θα μπορούσε ακόμα να δηλωθεί η ιδιοκτησία, να γνωστοποιηθεί η κοινωνική σημασία ενός προσώπου, η λειτουργική σημασία ενός χώρου.Όσο, βέβαια, η γλώσσα γινόταν πιο σύνθετη και αποκτούσε δικά της μέσα, για να καλύψει τις έννοιες της καθημερινής ζωής, η ειδωλοπλαστι-κή υποχωρούσε. […] Τα ειδώλια σιγά-σιγά εξαφανίζονται. Κι αυτό δείχνει ότι κάποιο άλλο μέσο τα αντικαθιστά.» Γιώργος Χ. Χουρμουζιάδης, Τα νεολιθικά ειδώλια, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1994, σ. 228-231.

Ασφαλώς είναι καθοριστικής σημασίας παράγοντες, όπως το πέρασμα από τη νομαδική ζωή, τη ζωή του κυνηγού και του τροφοσυλλέκτη, στο στάδιο της εγκατάστασης και της καλλιέργειας της γης (νεολιθική εποχή). Σταδιακά, οι εξελίξεις αυτές αντανακλούν στο επίπεδο οικιστικής και κοινωνικής οργάνωσης, και κατ’ επέκταση επηρεάζουν τον τρόπο ένταξης και λειτουργίας της τέχνης στη ζωή του ατόμου, αλλά και της ομάδας.
Ο τρόπος, με τον οποίο μπορεί, εξάλλου, η τέχνη να λειτουργεί στο πλαίσιο διαφορετικών συστημάτων σκέψης, μπορεί να ποικίλει με εξαιρετικά αποκλίνοντες και ενδιαφέροντες τρόπους.
Για παράδειγμα, η προκολομβιανή τέχνη, η τέχνη δηλαδή που αναπτύσσεται στην Αμερική πριν την ανακάλυψή της με το υπερατλαντικό ταξίδι του Κολόμβου στα τέλη του 15ου αιώνα, τη συνακόλουθη εισβολή των Ευρωπαίων και τη διάλυση του αυτόχθονου στοιχείου, προκειμένου να επιβληθεί ο χριστιανικός πολιτισμός, προκύπτει αρκετά αποκαλυπτική σε ζητήματα σχετικά με τις οργανωτικές δομές της ζωής των ομάδων.

Εντυπωσιακών διαστάσεων αρχιτεκτονήματα, σχηματοποιημένος ανάγλυφος και ζωγραφικός διάκοσμος, αγαλματίδια και μάσκες με διακριτικά γνωρίσματα της υψηλής θέσης που κατέχει το εικονιζόμενο πρόσωπο, πιθανές επικαλύψεις κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας – με τις θρησκευτικές τελετές να παίζουν εξέχοντα ρόλο, όπως αποδεικνύουν οι τεράστιοι, χτισμένοι μπροστά σε μεγάλες πλατείες ναοί, προκειμένου τα συγκεντρωμένα πλήθη να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα – είναι κάποια από τα κοινά γνωρίσματα των πολιτισμών της Μεσοαμερικής (όπου σήμερα βρίσκεται το Μεξικό, η Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ονδούρα και το Μπελίζ).
Επίσης, τα ευρήματα καταδεικνύουν υψηλή τεχνογνωσία σε ζητήματα σχετικά με τη χάραξη οδικών δικτύων, άρδευσης, συστηματικών καλλιεργειών.

Και είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι, ενώ μπορεί για έναν ανυποψίαστο εξωτερικό παρατηρητή να φαντάζουν ίδιοι οι πολιτισμοί όπως εκείνοι των Ολμέκων (1200-500 π.Χ., στα τροπικά δάση γύρω από τον κόλπο του Μεξικού), των Μάγια (περ. 300-900 μ.Χ., στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου του Γιουκατάν στο Μεξικό, τη Γουατεμάλα, το Μπελίζ και την Ονδούρα), των Αζτέκων (περ. 1150-1521 μ.Χ, οπότε και με την εισβολή των Ισπανών καταστρέφεται η πρωτεύουσά τους Τενοχτιτλάν, η οποία βρισκόταν, όπου βρίσκεται σήμερα η Πόλη του Μεξικού), των Τολτέκων (η περίοδος της ακμής τους τοποθετείται γύρω στο 980, περίπου, στη σημερινή Κολομβία) ή των Ίνκα (ίδρυσαν την πρωτεύουσά τους στο Κούζκο, το 13ο αιώνα – η αυτοκρατορία τους εκτεινόταν από το Εκουαδόρ μέχρι τη νότια Χιλή), οι αποκλίσεις που εμφάνιζαν, θα ήταν οπωσδήποτε σημαντικές βάσει του δικού τους αξιακού συστήματος. Ο συσχετισμός των περισσότερο δυσερμήνευτων για τη σύγχρονη έρευνα ζητημάτων με τη θρησκεία μπορεί απλώς να δηλώνει μια αδυναμία εμβάθυνσης σε συστήματα σκέψης και κοινωνικής οργάνωσης, για τα οποία λίγα πράγματα μπορούμε να γνωρίζουμε ουσιαστικά και να κατανοήσουμε, χωρίς να απεγκλωβιστούμε από αγκυλώσεις και στερεότυπα, σύμφυτα με τη θέση μας, ως φορέων του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.

και κρατάει στην αγκαλιά της βρέφος. Όλη η μορφή είναι διακοσμημένη με απλές γραμμές και σπείρες. (Μουσείο Βόλου)
Πηγή: Ιστορία της τέχνης. Επιστημονική Ευθύνη: Άσπα Τσαούση, Δρ. Κοινωνιολογίας, Επίκ. Καθηγήτρια ALBA. Συγγραφή: Μάλαμα Άννυ. Έκδοση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, 2008.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/istoria/a-01-02.htm