Το γράμμα του Μεγαλέξανδρου στη μητέρα του (Ψευδοκαλλισθένης)
Η περιπέτεια του Αλέξανδρου αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μία πληθώρα αφηγήσεων, όπου το ιστορικό πρόσωπο μετατρέπεται σε μυθικό, και οι φαινομενικά υπεράνθρωπες κατακτήσεις του γίνονται κυριολεκτικά τέτοιες, με τον Μακεδόνα βασιλιά να εμφανίζεται ακόμα και σε ιερά κείμενα όπως το Κοράνι όπου φυλακίζει τους Γκωγ και Μαγκώγκ, ή το Ταλμούδ όπου ίπταται στους αιθέρες, συναντάει τις Αμαζόνες, παρουσιάζεται στις πύλες του παραδείσου κλπ.
Στην εκστρατεία του Αλέξανδρου ακολουθούσε κι ο Καλλισθένης μεταξύ καλλιτεχνών κι επιστημόνων, στον οποίο είχε ανατεθεί η καταγραφή των γεγονότων. Τα παλιότερα σωζόμενα χειρόγραφα του βιβλίου του Αλεξάνδρου Βίος ανάγονται στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ., όπου όμως έχει γίνει ήδη η νόθευση της ιστορίας και η ανάμειξή της με το μύθο (εξάλλου ο Καλλισθένης είχε πεθάνει πριν τον Αλέξανδρο). Ψευδο-Καλλισθένης, λοιπόν, ο συγγραφέας του κειμένου που έχει αντέξει στο χρόνο, και είναι σε αυτό το βιβλίο όπου περιέχονται και γράμματα από τον Αλέξανδρο προς τη μητέρα του Ολυμπιάδα, είτε ολόκληρα είτε αποσπάσματά τους (όπως και ένα γράμμα προς τον Αριστοτέλη). Σε αυτά, ξαναβρίσκουμε τη αφήγηση για τον Γκωγκ και τον Μαγκώγκ (η εκδοχή του Κορανίου είναι παραλλαγή αυτής) και διάφορες αναφορές για μυστικιστικές θρησκείες και πρακτικές ανατολίτικων λατρειών.
Ακολουθεί παρακάτω, σε μετάφραση Αλέξανδρου Ασωνίτη, από τις εκδόσεις Βήμα (σελ.271-279). Όπου υπάρχει αστερίσκος (*) υπάρχει κενό στο πρωτότυπο.
Οι Αμαζόνες έστειλαν ό,τι υποσχέθηκαν κι ο Αλέξανδρος γράφει τα πεπραγμένα στη μητέρα του: «Ο βασιλιάς Αλέξανδρος στη γλυκύτατη μητέρα μου Ολυμπιάδα, χαίρε. Μητέρα, αφού συναντηθήκαμε σε επίσημη πολεμική παράταξη με τις Αμαζόνες, πορευθήκαμε προς τον Πρύτανι ποταμό. Φθάνοντας στους πρώτους οικισμούς, οι στρατιώτες μας είδαν έναν τεράστιο ποταμό κι έδειξαν μεγάλη απροθυμία να συνεχίσουν. Κι ενώ ήταν σχεδόν μεσημέρι, ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε κι έγινε ζοφερός. Η βροχή δεν σταμάτησε, ενώ έπεφταν κεραυνοί κι αστραπές, και πολλοί πεζικάριοι είχαν προβλήματα με τα πόδια τους. Σκοπεύαμε να περάσουμε τον Πρύτανι κι οι στρατιώτες μας σκότωσαν πολλούς ντόπιους. Από κει ήλθαμε στον ποταμό Θερμόδοντα, ο οποίος διασχίζει μια εύφορη πεδινή χώρα, την οποία κατοικούν οι Αμαζόνες, γυναίκες που υπερέχουν των υπόλοιπων στη σωματική διάπλαση, το κάλλος και την ευρωστία, είναι σπουδαίες στον πόλεμο και φορούν ποικιλόχρωμες εσθήτες. Για όπλα χρησιμοποιούσαν ασημένιες αξίνες. Ο σίδηρος κι ο χαλκός τούς ήταν άγνωστα. Ήταν όμως εξαιρετικά συνετές και έξυπνες. Φθάσαμε κοντά στον ποταμό, πέρα απ’ τον οποίο κατοικούν οι Αμαζόνες Αυτός ο ποταμός είναι μέγας και αδιάβατος, και στις όχθες του υπήρχαν πολλά θηρία. Οι Αμαζόνες τον πέρασαν και παρατάχθηκαν απέναντι. Κι εμείς με επιστολές τις πείσαμε να υποταχθούν σε μας.
Αφού μας πλήρωσαν φόρους, προχωρήσαμε προς την Ερυθρά θάλασσα και τον Τένοντα ποταμό. Μετά πήγαμε στον ποταμό Άτλαντα, απ’ όπου όμως δεν μπορούσες να δεις ούτε τη γη ούτε τον ουρανό! Εκεί κατοικούσαν πολλά έθνη κάθε φυλής. Είδαμε ανθρώπους ακέφαλους, που είχαν στο στήθος ένα μάτι κι ένα στόμα, κι άλλους ανθρώπους με έξι χέρια, άλλους με πρόσωπο ταύρου, άλλους τρωγλοδύτες, άλλους με στρεβλά πόδια, ανθρώπους άγριους, άλλους μαλλιαρούς σαν κατσίκια, άλλους λεοντοπρόσωπους, και πολλά θηρία κάθε είδους και μορφής.
Αποπλεύσαμε απ’ αυτό τον ποταμό και ήλθαμε σ’ ένα μεγάλο νησί, που απείχε εκατόν πενήντα στάδια απ’ την ξηρά, και βρήκαμε εκεί την πόλη του ήλιου. Είχε δώδεκα πύργους κατασκευασμένους από χρυσάφι και σμαράγδια. Το τείχος της ήταν από Ινδική πέτρα. Η περίμετρός της έφτανε τα εκατόν είκοσι περίπου στάδια. Στο κέντρο της υπήρχε ένας βωμός από χρυσό και σμαράγδια κι αυτός, με εφτά σκαλοπάτια. Πάνω του ήταν τοποθετημένο ένα άρμα, ο ιππηλάτης του οποίου ήταν από χρυσάφι και σμαράγδια επίσης. Δεν ήταν όμως εύκολο να τα δει κανείς, εξαιτίας της ομίχλης. Ο ιερέας του ήλιου ήταν Αιθίοπας και φορούσε έναν καθαρό κίτρινο χιτώνα. Μας μίλησε βαρβαρικά και μας είπε να φύγουμε από κει. Φύγαμε και προχωρήσαμε επί εφτά μέρες. Συναντήσαμε σκοτεινούς τόπους, όπου δεν φαινόταν ούτε καν κάποιο φως.
Μετά φθάσαμε στο λιμάνι του Λύσου και αντικρίσαμε ένα ψηλό όρος, στο οποίο ανέβηκα και είδα πολυτελή σπίτια γεμάτα χρυσό κι ασήμι. Είδα ένα μεγάλο περίβολο από ζαφείρι, ο οποίος είχε εκατόν πέντε σκαλιά και πάνω του υπήρχε ένα στρογγυλό ιερό με εφτά ζαφειρένιους στύλους και εκατό σκαλιά. Μέσα κι έξω υπήρχαν ανδριάντες ημίθεων, Βάκχες, Σάτυροι και Μύστιδες. Πάνω σ’ ένα υποζύγιο ήταν καθισμένος ο γέροντας Μάρων. Μέσα στο ναό ήταν ένα σφυρηλατημένο από χρυσό κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ένας άνδρας τυλιγμένος μ’ ένα βαμβακερό σεντόνι. Δεν είδα τη μορφή του, γιατί ήταν καλυμμένος. Έβλεπα απλώς το μέγεθος και τη διάπλασή του. Στο μέσο του ναού υπήρχε μια χρυσή αλυσίδα, που υπολόγισα γύρω στα εκατό λίτρα, και ένα χρυσό λαμπερό στεφάνι κρεμασμένο. Αντί για φωτιά, υπήρχε ένας πολύτιμος λίθος, που αντιφέγγιζε φως σ’ ολόκληρο το ναό. Στην οροφή κρεμόταν ένα χρυσό ορτυγοτροφείο, μέσα στο οποίο βρίσκονταν ένα μικρό περιστέρι, το οποίο μου μίλησε με ανθρώπινη φωνή στα Ελληνικά και μου είπε: “Αλέξανδρε, παύσαι λοιπόν τω θεώ αντιτασσόμενος, και υπόστρεφε εις τα ίδια μέλαθρα και μη προπετεύου αναβαίνειν εις ουρανίους οδούς”. Θέλοντας να το ξεκρεμάσω μαζί με το καντήλι, για να στα στείλω, είδα αυτόν που ’ταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι να ανασαλεύει. Τότε οι φίλοι μου είπαν: “Μην το κάνεις, βασιλιά. Είναι ιερό”. Βγήκα στον περίβολο και είδα εκεί δυο χρυσούς κρατήρες που χωρούσαν εξήντα αμφορείς, τους οποίους και μετρήσαμε στο δείπνο.
Διέταξα το στρατό να στρατοπεδεύσει και να δειπνήσει. Εκεί ήταν κι ένα πολύ μεγάλο σπίτι, με πολλά ποτήρια από πολύτιμους λίθους εξαίσιας εμφάνισης. Κι ενώ εμείς κι οι στρατιώτες είχαμε ξαπλώσει για ν’ απολαύσουμε το δείπνο, ξαφνικά ακούστηκε ένας σκληρός θόρυβος από αυλούς, πολλά κύμβαλα, σύριγγες, σάλπιγγες, τύμπανα και κιθάρες! Όλο το βουνό ήταν τυλιγμένο στους καπνούς, σαν να ’χε πέσει πάνω μας κεραυνός! Φοβηθήκαμε και φύγαμε από κει και ήλθαμε στην επικράτεια του Κόρου και καταλάβαμε πολλές έρημες πόλεις, και μια σημαντική, στο μέσο της οποίας υπήρχε ένα μεγάλο σπίτι, όπου ο βασιλιάς λάμβανε τους χρησμούς του.
Μέσα εκεί, μου είπαν μερικοί, υπήρχε ένα πουλί με ανθρώπινη φωνή που δίνει χρησμούς. Μπήκα μέσα κι είδα πολλά αξιοθαύμαστα πράγματα. Κατ’ αρχάς το σπίτι ήταν ολόχρυσο. Στο κέντρο της οροφής κρεμόταν ένα χρυσό ορτυγοτροφείο, ίδιο με το προηγούμενο. Μέσα υπήρχε ένα πουλί χρυσού χρώματος, που ’μοιαζε με περιστέρι. Μου είπαν πως χρησμοδοτεί στους βασιλείς με τις φωνές που έβγαζε, κι ότι είναι ιερό. Εκεί είδα κι ένα χρυσό κρατήρα (αυτά συνέβησαν εντός της επικράτειας του Κόρου)* ο κρατήρας χωρούσε εξήντα αμφορείς. Η κατασκευή του προκαλούσε το θαυμασμό. Στο χείλος είχε ανάγλυφους ανδριάντες και μια ναυμαχία στο πάνω μέρος, ενώ στο μέσο μια τελετή. Τα γύρω μέρη ήταν χρυσά και μου είπαν πως είναι απ’ τη Μέμφιδα της Αιγύπτου κι ότι το ’φεραν εκεί οι Πέρσες, όταν κυρίευσαν την Αίγυπτο. Υπήρχε κι ένα σπίτι με Ελληνικό ρυθμό, όπου επίσης συνήθιζε να λαμβάνει χρησμούς ο ίδιος ο βασιλιάς. Στους τοίχους του, έλεγαν, ήταν ζωγραφισμένη η ναυμαχία που έγινε επί Ξέρξη. Στο ίδιο εκείνο σπίτι υπήρχε ένας χρυσός θρόνος κοσμημένος με πολύτιμους λίθους και μια λύρα που έπαιζε αυτομάτως, μόνη της! Γύρω γύρω υπήρχε μια χρυσή ποτηροθήκη είκοσι επτά πήχεων κι άλλη μια επίσης δεκαέξι πήχεων, με οκτώ σκαλιά. Από πάνω κρεμόταν ένας αετός που με τα φτερά του κάλυπτε ολόκληρη την ποτηροθήκη, Υπήρχε επίσης μια κληματαριά χρυσή με επτά κλαδιά, που κι αυτά ήταν όλα από χρυσάφι. Τι να σου πω και για τα άλλα αξιοθαύμαστα; Είναι τόσα, ώστε λόγω του πλήθους τους δεν μπορώ να περιγράψω το εξέχον κάλλος τους σε μια μέρα.
Συνάντησα επίσης εκεί πολλά έθνη που έτρωγαν σάρκες ανθρώπων και έπιναν το αίμα ζώων (και θηρίων) σαν νερό. Τους νεκρούς τους δεν τους έθαβαν, αλλά τους έτρωγαν. Και βλέποντας αυτά τα τόσο βάρβαρα έθνη και φοβήθηκα μήπως κάποτε, με το να τρώνε σάρκες, μιάνουν όλη τη γη με τα άθλιά τους μιάσματα, προσευχήθηκα στην άνω πρόνοια, τους επιτέθηκα, σκότωσα με το σπαθί μου πολλούς απ’ αυτούς και υποδούλωσα τη χώρα τους. Και πανικοβλήθηκαν όλοι, απ’ άκρη σ’ άκρη της γης τους. Όταν μίλησα κι άκουσαν ότι έρχεται ο Αλέξανδρος, ο βασιλιάς των Μακεδόνων, είπαν: “Θα μας σκοτώσει όλους με το σπαθί του, θα καταλάβει τις πόλεις μας και θα τις σκλαβώσει!”. Και τράπηκαν σε άτακτη φυγή και κατεδίωκε ο ένας τον άλλον, και σε λίγο όλα αυτά τα έθνη πολεμούσαν αναμεταξύ τους κι οπισθοχωρούσαν. Έχουν είκοσι δύο βασιλείς και τους κατεδίωξα με το στρατό, μέχρι που οχυρώθηκαν πίσω απ’ τα δυο μεγάλα βουνά, που λέγονται οι Μαζοί του Βορρά, και δεν υπάρχει άλλη είσοδος ή έξοδος εκτός απ’ αυτήν ανάμεσα στα δυο βουνά. Αυτά είναι πιο ψηλά κι απ’ τα σύννεφα, κι έτσι όπως ορθώνονται, είναι σαν δυο τείχη, ένα από δεξιά κι ένα από αριστερά κι εκτείνονται προς το βορρά μέχρι τη μεγάλη θάλασσα, της υπό “άνσον” και τη σκοτεινή γη. Και μεταχειρίσθηκα κάθε μέσο, ώστε να μην έχουν άλλη έξοδο πλην αυτής μέσω των ορέων, διά της οποίας μπήκαν κι η οποία έχει πλάτος σαράντα έξι πήχες.
Αμέσως μετά ικέτευσα εκ βάθους καρδίας την πρόνοια των θεών, κι εκείνη άκουσε τη δέησή μου. Και πρόσταξε τα δυο βουνά, και τα βουνά κινήθηκαν και συνέκλιναν το καθένα κατά δώδεκα πήχες! Και στο σημείο αυτό έκτισα χάλκινες πύλες πλάτους είκοσι δύο πήχεων και ύψους εξήντα, και τις πέρασα μέσα έξω με ασβέστη ώστε να μην μπορούν να τις ανοίξουν ούτε με φωτιά, ούτε με σίδερο, ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Γιατί ο ασβέστης σβήνει τη φωτιά και σπάει τα σίδερα. Έξω απ’ αυτές τις φοβερότατες πύλες έκτισα άλλη οικοδομή με σκληρές πέτρες, που καθεμιά τους είχε πλάτος έντεκα πήχες, ύψος είκοσι και μήκος εξήντα. Έτσι λοιπόν ασφάλισα τη νέα αυτή οικοδομή, πότισα τις πέτρες με κασσίτερο, τον οποίο ανέμειξα με μολύβι και την πέρασα με “ασικύτινο”, ώστε τίποτε να μην μπορέσει ποτέ να τις ανοίξει, και τις ονόμασα πύλες της Κασπίας. Εκεί μέσα έκλεισα είκοσι δύο βασιλείς. Τα ονόματα αυτών των εθνών είναι Μάγωγ, Γώθ, Κυνεκέφαλοι, Νούνοι, Φονοκεράτοι, Συριασοροί, Ίωνες, Καταμόργοροι, Ιμαντόποδες, Καμπάνες, Σαμάνδρεις, Ιππύεις, Επάμβοροι.
Κι έτσι καθάρισα τα μέρη του βορρά απ’ αυτούς τους δυσσεβείς κι έκτισα άλλα δυο τεράστια τείχη, ένα στην ανατολή πλάτους εκατόν είκοσι πήχεων κι ένα στη δύση πλάτους ογδόντα και μήκους δεκατεσσάρων. Πέρασα μέσα απ’ τους Τούρκους και τους Αρμένιους κι από κει όρμησα εναντίον τους, όπως το λιοντάρι στο θήραμά του, και τους σκότωσα όλους με το σπαθί μου, και τον ίδιο τους το βασιλιά, τον ονομαζόμενο Κάνο, και λεηλάτησα τα σπίτια του και μπήκα στ’ ανάκτορά του. Εκεί μέσα βρήκα κλειδωμένους σ’ ένα δωμάτιο τον Κανδαύλη, το γιο της βασίλισσας των Ινδών Κανδάκη, και τη γυναίκα του. Τους απελευθέρωσα, και τον ρώτησα πώς τους έπιασαν και μου ’πε: “Είχα βγει για κυνήγι αναψυχής με τη γυναίκα μου και περιοδεύαμε τη χώρα μας, έχοντας μαζί πεντακόσιους παίδες με λεοπαρδάλεις, γεράκια και σκυλιά. Και ξαφνικά μας επιτέθηκαν και σκότωσαν όλους τους συνοδούς μου· αιχμαλώτισαν εμένα και τη γυναίκα μου και μας οδήγησαν στο βασιλιά τους, ο οποίος μας κράτησε για να μας θυσιάσει στο θεό του. Τώρα, όμως, καλή τύχη σ’ έφερε εδώ, και να ’μαστε μπροστά σου, παγκράτιστε κοσμοκράτορα!”. Διέταξα να τους προστατεύσουν και να τους αποδώσουν κάθε τιμή, και μετά δυο μέρες τους έστειλα στη βασίλισσα Κανδάκη. Μητέρα, να είσαι καλά».
Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στη Βαβυλώνα, έγραψε κι άλλα γράμματα στη μητέρα του, μιας που επρόκειτο να αφήσει τα εγκόσμια και να πεθάνει: «Μητέρα, λένε πως η πρόβλεψη των θεών είναι πολύ σκληρή για μένα. Μια γυναίκα γέννησε ένα βρέφος, το οποίο απ’ τη μέση και πάνω ήταν άνθρωπος, αλλά απ’ τη μέση και κάτω είχε κεφαλές θηρίων κι έμοιαζε με τη λεγάμενη Σκύλλα. Τα κεφάλια ήταν λιονταριών κι άγριων σκύλων. Τα πρόσωπά τους όμως ήταν πεντακάθαρα, ώστε οι μορφές τους να ξεχωρίζουν εύκολα. Το κεφάλι του παιδιού, το ανθρώπινο μέρος αυτού του πλάσματος, ήταν νεκρό. Τα άλλα του μέρη, των θηρίων, ήταν ζωντανά και κινούνταν. Μόλις η γυναίκα γέννησε το βρέφος, το τύλιξε με κουρέλια, το κάλυψε, κι ήλθε κι είπε στον αγγελιοφόρο μου: “Πες στον Αλέξανδρο ότι συμβαίνει κάτι παράδοξο και θέλω να του το δείξω”.» Ήταν μεσημέρι κι ο Αλέξανδρος ξεκουραζόταν στο δωμάτιό του. Όταν σηκώθηκε, έμαθε τα σχετικά με τη γυναίκα και πρόσταξε να τη φέρουν μπροστά του… [η συνέχεια στη σελίδα 279 του βιβλίου]