Η αυτοκυριαρχία, η μετριοπάθεια και τα τελευταία τους κίνητρα
Κείμενο: Φρειδερίκος Νίτσε
Δεν βρίσκω λιγότερες από έξι βαθιά διαφορετικές μεθόδους για να καταπολεμήσω τη σφοδρότητα μιας ορμής. Πρώτα πρώτα, μπορούμε να αποκρύψουμε τα ελατήρια για την ικανοποίηση της ορμής, να την αποδυναμώσουμε και να την αποστεγνώσουμε, αποφεύγοντας να την ικανοποιήσουμε για ολοένα μεγαλύτερα διαστήματα. Κατόπιν, μπορούμε να κάνουμε νόμο μας μια αυστηρή και ακριβή τάξη με το να χορτάσουμε τις ορέξεις της. Τις υποβάλλουμε έτσι σε ένα κανόνα, περιορίζουμε την παλίρροια και την άμπωτη τους σε σταθερά χρονικά όρια, για να κερδίσουμε στο μεταξύ το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν μας ενοχλούν πια. Ξεκινώντας από δω, θα μπορέσουμε ίσως να περάσουμε στην πρώτη μέθοδο. Τρίτο, μπορεί κανείς να εγκαταλειφθεί εσκεμμένα στην ικανοποίηση ενός άγριου και αχαλίνωτου ενστίκτου ώσπου να νιώσει αηδία, και μέσα απ’ αυτή την αηδία να κατακτήσει μια δύναμη πάνω στο ένστικτο: αν παραδεχτούμε εντούτοις ότι δεν κάνει το ίδιο με τον καβαλάρη που θέλοντας να κεντρίσει το άλογο του, του συντρίβει τον λαιμό – πράγμα που είναι δυστυχώς ο κανόνας σε παρόμοιες απόπειρες. Τέταρτο, υπάρχει μια διανοητική μέθοδος που συνίσταται στο να συνδέσουμε με την ιδέα της ικανοποίησης μια οδυνηρή σκέψη κι αυτό με τόση ένταση που με λίγη εξάσκηση η ιδέα της ικανοποίησης γίνεται κάθε φορά κι αυτή η ίδια οδυνηρή. (Για παράδειγμα, όταν ο χριστιανός στη διάρκεια της σεξουαλικής απόλαυσης, συνηθίζει να σκέφτεται την παρουσία και τον χλευασμό του διαβόλου, ή την αιώνια κόλαση για ένα έγκλημα που έγινε από εκδίκηση, ή ακόμη την περιφρόνηση που ζωγραφίζεται στο βλέμμα των ανθρώπων που εκτιμά περισσότερο, αν διαπράξει μια κλοπή. Επίσης, κάποιος μπορεί να καταστείλει μια βίαιη επιθυμία αυτοκτονίας που του έχει έρθει στο μυαλό εκατό φορές όταν συλλογίζεται την απέραντη θλίψη των γονιών και των φίλων του και τις κατηγορίες που θα εκτοξεύσουν στους ίδιους τους εαυτούς τους, κι έτσι κατορθώνει να κρατηθεί στη ζωή -επειδή από τότε αυτές οι φαντασιώσεις παρουσιάζονται διαδοχικά στο νου του, σαν η αιτία και το αποτέλεσμα). Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε εδώ την περηφάνια του ανθρώπου που επαναστατεί, όπως έκαναν για παράδειγμα ο Βύρων και ο Ναπολέων, που αισθάνθηκαν σαν προσβολή την υπεροχή ενός πάθους πάνω στη γενική στάση και διαρρύθμιση της λογικής: απ’ αυτό προέρχεται κατόπιν η συνήθεια και η χαρά που νιώθουν όταν βασανίζουν την ορμή και την κάνουν να χτυπιέται κατά κάποιο τρόπο. («Δεν θέλω να είμαι ο σκλάβος οποιουδήποτε πόθου» – έγραφε ο Βύρων στο ημερολόγιο του). Πέμπτο: επιχειρούν μια μετατόπιση των συσσωρευμένων δυνάμεων αναλαμβάνοντας μια οποιαδήποτε δύσκολη και κοπιαστική εργασία, ή μάλλον υποτασσόμενοι σκόπιμα σε καινούριες απολαύσεις και σε καινούρια θέλγητρα, για να κατευθύνουν έτσι σε νέους δρόμους, τις σκέψεις και το παιχνίδι των φυσικών δυνάμεων. Το ίδιο συμβαίνει όταν ευνοούν προσωρινά ένα άλλο ένστικτο, δίνοντας του πολυάριθμες ευκαιρίες να ικανοποιηθεί, για να το κάνουν έτσι να σπαταλήσει αυτή τη δύναμη που θα κυριαρχούσε σε άλλη περίπτωση, το ένστικτο που ενοχλεί με τη βιαιότητα του και που θέλουν να αναγεννήσουν. Αυτός ή ο άλλος θα ξέρει ίσως επίσης να συγκρατήσει το πάθος που θα ήθελε να εξουσιάζει, δίνοντας σε όλα τα άλλα ένστικτα που γνωρίζει μια ενθάρρυνση και μια προσωρινή ελευθερία για να καταβροχθίσουν την τροφή που θα ήθελε ο τύραννος να μονοπωλήσει. Και τέλος έκτο, αυτός που ανέχεται και βρίσκει λογικό να εξασθενίζει και να καταπιέζει ολόκληρο τον φυσικό και ψυχικό οργανισμό που φτάνει φυσικά μ’ αυτόν τον τρόπο στον σκοπό του να εξασθενίσει ένα μόνο βίαιο ένστικτο: όπως κάνει για παράδειγμα αυτός που στερεί τη σεξουαλικότητα του και που καταστρέφει ταυτόχρονα το λογικό του, σαν τον ασκητή. Άρα: το να αποφεύγουμε τις ευκαιρίες, το να εμφυτεύουμε τον κανόνα μέσα στο ένστικτο, το να δημιουργούμε τον κορεσμό και την αηδία του ενστίκτου, το να εγκαθιστούμε τον συνειρμό μιας μαρτυρικής ιδέας (όπως της ντροπής, των κακών συνηθειών ή της προσβλητικής περηφάνιας), στη συνέχεια η μετατόπιση των δυνάμεων και τέλος η γενική εξασθένιση και εξάντληση – αυτές είναι οι έξι μέθοδοι. Αλλά η θέληση να καταπολεμήσουμε τη βία ενός ενστίκτου εξαρτάται από παράγοντες που είναι πέρα από τη δύναμη μας, το ίδιο και η μέθοδος που υιοθετούμε και η επιτυχία που μπορούμε να έχουμε στην εφαρμογή αυτής της μεθόδου. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, το πνεύμα μας είναι αντίθετα, μάλλον το τυφλό όργανο ενός άλλου ενστίκτου που είναι ο αντίπαλος του ενστίκτου που η βιαιότητα του μας βασανίζει, είτε είναι η ανάγκη για ανάπαυση είτε ο φόβος της ντροπής και άλλων ολέθριων συνηθειών ή ακόμη ο έρωτας. Έτσι, ενώ εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να παραπονιόμαστε για τη βιαιότητα ενός ενστίκτου είναι στο βάθος ένα ένστικτο που παραπονιέται για ένα άλλο ένστικτο, δηλαδή η αίσθηση του πόνου που μας προκαλεί μια τέτοια βιαιότητα έχει ως προϋπόθεση ένα άλλο ένστικτο εξίσου βίαιο ή ακόμη πιο βίαιο, και ότι προετοιμάζεται ένας αγώνας στον οποίο η διάνοια μας είναι υποχρεωμένη να λάβει θέση.
Απόσπασμα από το βιβλίο Φρίντριχ Νίτσε, ΑΥΓΗ (Σκέψεις για τις ηθικές προλήψεις), μετάφραση: Ελένη Καλκάνη, εκδοτικός οίκος ΔΑΜΙΑΝΟΣ.
Ένα σχόλιο