11 Απριλίου 2017 at 22:42

Πολιτιστικοί Φορείς και Πολιτιστική Πραγματικότητα

από

Πολιτιστικοί Φορείς και Πολιτιστική Πραγματικότητα

του Παύλου Τσακιρίδη*

Σήμερα υπάρχουν στη χώρα μας περισσότεροι από 8.000 σύλλογοι πολιτιστικοί, εξωραϊστικοί, μορφωτικοί κ.α. Μπορούμε να προσθέσουμε στον παραπάνω αριθμό τις ερασιτεχνικές ομάδες, την τοπική αυτοδιοίκηση, διάφορα σωματεία, οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων, οι μαθητικές κοινότητες, κ.α. που βοηθούν στην ανάπτυξη του πολιτιστικού κινήματος στη χώρα μας.

Τι είναι όμως πολιτιστικό κίνημα; Πολιτιστικό κίνημα είναι ένα λαϊκό κίνημα σε ανάπτυξη. Ο πολιτιστικός φορέας είναι κατ’ εξοχήν έκφραση της λαϊκής θέλησης για πρωτοβουλίες στον πολιτιστικό τομέα. Είναι ζωντανό δημοκρατικό κύτταρο της ζωής, του τόπου, και η δράση του είναι η δράση του λαού που απαιτεί, διεκδικεί αλλά και δημιουργεί. Στοχεύει στην ατομική και συλλογική έκφραση, στην ψυχαγωγία, στην χαρά, στην επιμόρφωση στην συμμετοχή για την ειρήνη, την δημοκρατία την εθνική ανεξαρτησία με την ανάπτυξη της ευρύτερης πολιτιστικής δραστηριότητας.

Θόδωρος Αγγελόπουλος και Παύλος Τσακιρίδης
Θόδωρος Αγγελόπουλος και Παύλος Τσακιρίδης

Αποτελεί μέσο για την πολιτιστική χειραφέτηση των κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων από την κυρίαρχη πολιτιστική αντίληψη που ουσιαστικά τις οδηγεί στον σκοταδισμό. Αποτελεί εστία πνευματικής αντίστασης απέναντι στην ξένη και ντόπια υποκουλτούρα. Εξασφαλίζει μία αναγκαία προϋπόθεση της πολιτιστικής ανάπτυξης, δηλαδή την εμπιστοσύνη των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων στις ίδιες τους τις δυνάμεις, μέσα από την ενεργοποίησή τους. Καλλιεργεί το πνεύμα της συλλογικότητας μέσα σε μια οργάνωση κοινωνίας, που σήμερα κυρίως θεοποιεί τον ατομικισμό. Είναι φυτώριο ανάδειξης και υποστήριξης των νέων ταλέντων του καινούργιου αίματος στην καλλιτεχνική δημιουργία.

Θεωρούμε ότι κάθε πολιτιστικός φορέας αποτελεί εθνική υπηρεσία, και ειδικά στην επαρχία, διότι βοηθά να αντιστέκεται ο λαός στην πολιτιστική διάβρωση και την υποκουλτούρα, διότι δημιουργεί βιβλιοθήκες, διότι δημιουργεί λαογραφικά μουσεία, διότι δημιουργεί στέκια νεολαίας, διότι δημιουργεί ερασιτεχνικά τμήματα μουσικά, χορευτικά, θεατρικά κ.α. διότι, …, διότι, …. πολλά διότι ακόμη υπάρχουν για να απαριθμήσω.

Να γιατί υπάρχει και θα υπάρχει ο πολιτιστικός φορέας, να γιατί ο ρόλος του στην πολιτιστική αλλαγή του τόπου είναι αναντικατάστατος και θεμελιακός, να γιατί αξίζει κάθε υλική και ηθική υποστήριξη από το επίσημο κράτος, να γιατί πρέπει να κατοχυρωθεί θεσμικά η κατάθεση τις υπεύθυνης γνώμη τους στην διαδικασία λήψης αποφάσεων για τα πολιτιστικά ζητήματα, σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.

Τι συμβαίνει όμως με την ανάπτυξη του πολιτιστικού κινήματος στην επαρχία; Ποια αντίληψη υπάρχει;

Πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχει στην επαρχία μία στερεότυπη αντίληψη για την έννοια και τη λειτουργία των πολιτιστικών συλλόγων. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η δραστηριότητά τους περιορίζεται στη δημιουργία ενός χορευτικού συγκροτήματος και στη διοργάνωση εκδηλώσεων περιστασιακά και κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι εκδηλώσεις αυτές μοιάζουν περισσότερο με φιέστες κατά τις οποίες ξοδεύονται υπέρογκα ποσά για να συμμετάσχουν καλλιτέχνες εμπορικοί και δημοφιλείς μα με καλλιτεχνικό έργο αμφισβητήσιμης ποιότητας κι αξίας. Η αντίληψη αυτή που θεωρεί το πολιτιστικό κίνημα ως αφορμή και εκτόνωση και φαντασμαγορικά θεάματα έχει ακόμη μία αρνητική συνέπεια: την ουσιαστική νέκρωση των συλλόγων κατά τους χειμερινούς μήνες. Την έντονη πολιτιστική κίνηση του καλοκαιριού τη διαδέχεται η αδράνεια, το τέλμα, ο «κρύος χειμώνας». Είναι απαραίτητο για την αναβάθμιση του πολιτιστικού κινήματος, πέρα απ’ τα άλλα μέτρα, να χτυπηθεί κι αυτή η νοοτροπία, να οργανωθούν δραστηριότητες σε μόνιμη βάση, όχι ευκαιριακά κι απρογραμμάτιστα, να διατηρούν οι σύλλογοι τη συνοχή και τη ζωντάνια τους σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Στο Πολιτιστικό σύλλογο της Βυρώνειας πρωταρχικό μας μέλημα στάθηκε, η διάρκεια της παρουσίας μας στα πολιτιστικά πράγματα, της περιοχής, και μάλιστα σε περιόδους που για τους άλλους θεωρούνται «νεκρές». Ακόμη αγωνιστήκαμε για ποικιλία δραστηριοτήτων που δεν περιορίζονται στην διατήρηση των παραδοσιακών χορών αλλά αγκαλιάζουν και τη μουσική – παραδοσιακή και έντεχνη – το θέατρο και τον Κινηματόγραφο, την άθληση, το βιβλίο, τη φωτογραφία, την παράδοση.

Πέρα όμως απ’ τη στενή αντίληψη για την ουσία και τη δράση των πολιτιστικών φορέων θα πρέπει να εξετάσουμε κι ένα πλήθος άλλων προβλημάτων που πηγάζουν απ’ την ιδιαιτερότητα της ελληνικής επαρχίας.

Η ασφυκτική πραγματικότητα της ελληνικής υπαίθρου, η ρουτίνα και η στασιμότητα τονώνει τις φιλοδοξίες κάποιων ατόμων που προβλέποντας στην κοινωνική ανάδειξη και προβολή, αναμειγνύονται στα πολιτιστικά παίρνοντας συχνά καίριες θέσεις στους συλλόγους. Έτσι διοργανώνονται εκδηλώσεις θεαματικές και πολυδάπανες που δεν ευνοούν τη μαζική συμμετοχή στον πολιτισμό και τη γνήσια ερασιτεχνική δημιουργία, παρά μέσα από λόγους βαρύγδουπους στοχεύουν να καταξιώσουν κοινωνικά τους διοργανωτές, να τους βοηθήσουν ν’ αποκτήσουν προσβάσεις στη διοίκηση και στην πολιτική. Αυτό το χαμηλό ήθος ορισμένων στελεχών του πολιτιστικού κινήματος, που δεν έχουν τη διάθεση ν’ αγωνιστούν ανιδιοτελώς, που μεταφέρουν στο χώρο τη λογική των συναλλαγών και του φιλοτομαρισμού, είναι συχνά η αιτία για την παραίτηση, την απογοήτευση (στις πρώτες δυσκολίες) και τέλος την εγκατάλειψη. Παράδειγμα ο Ν. Σερρών. Μέχρι το 1987 ήταν γραμμένοι στο πρωτοδικείο 310 σύλλογοι. Σήμερα λειτουργούν ή ακόμη υπολειτουργούν όπως ανέφερα λιγότεροι από 50 σύλλογοι. Όμως όσοι ασχολούνται ή σκοπεύουν ν’ ασχοληθούν με τον πολιτισμό στην επαρχία, οφείλουν να γνωρίζουν πως κίνητρα για κάθε προσπάθεια δε μπορεί να ‘ναι άλλο απ’ την αγάπη για τον τόπο τους και τη θέληση να αγωνιστούν ενάντια στην πνευματική υποβάθμιση και το μαρασμό της υπαίθρου.

Θεατρική παράσταση - Δον Καμίλο
Θεατρική παράσταση – Δον Καμίλο

Η έλλειψη τέτοιων ανθρώπων είναι ιδιαίτερα φανερή στις μικρές κοινότητες που πασχίζουν να δημιουργήσουν κάποιο κύτταρο πολιτιστικής ζωής. Καθώς η επαρχία είναι περισσότερο δεκτική σε μοντέλα ζωής και ψυχαγωγίας που προβάλλονται απ’ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το ενδιαφέρον της νεολαίας στρέφεται στο καφενείο, στο βίντεο, στη ντισκοτέκ, στα όνειρα για γρήγορο κι εύκολο κέρδος που θα τους προσφέρει άφθονα τα καταναλωτικά αγαθά που διαφημίζονται από παντού και ταυτίζονται με την ευτυχία. Λείπουν οι νέοι άνθρωποι με μεράκι, με ευαισθησία και φαντασία με αγωνιστική διάθεση και πνευματικές ανησυχίες. Λείπουν οι μπροστάρηδες που θα ταρακουνήσουν τα λιμνάζοντα νερά, που θα συμπαρασύρουν και τους άλλους, που θα σπείρουν προβληματισμούς κι ανησυχίες. Οι νέοι τις επαρχίες που σπουδάζουν ολοένα λιγοστεύουν, κι όταν υπάρχουν αποκόβουν γρήγορα τους δεσμούς με το χωριό παρασυρόμενοι απ΄ τη φαντασμαγορία της μεγαλούπολης. Αλλά κι όσα άτομα με δυνατότητες βρίσκονται στην επαρχία, περιστασιακά ή μόνιμα (νέοι επιστήμονες, γιατροί, εκπαιδευτικοί, υπάλληλοι) γρήγορα ισοπεδώνονται στη δίνη του βιοπορισμού και των παρεϊστικων απολαύσεων.

Ωστόσο και σύλλογοι με αξία και ικανά μέλη συχνά αδυνατούν να επιβιώσουν ή να αποδώσουν ανάλογα με τις δυνατότητες και τις προσδοκίες τους κι αυτό γιατί προσκρούουν στο μόνιμο και κοινό για όλους πρόβλημα: το οικονομικό. Οι συνδρομές κι οι έρανοι δεν αρκούν να καλύψουν τα έξοδα που εμφανίζονται αυξημένα στους επαρχιακούς συλλόγους. Όσο μάλιστα πληθαίνουν οι δραστηριότητες τόσο αυξάνεται η οικονομική στενότητα. Οι στοιχειώδεις δαπάνες για την οργάνωση μιας εκδήλωσης (μικροφωνικές εγκαταστάσεις, φωτισμός, εξέδρες, παραδοσιακές στολές, όργανα κ.λ.π.) ξεπερνούν κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες μιας πολιτιστικής ομάδας που στηρίζεται στις συνδρομές και στην καλή θέληση κάποιων συγχωριανών. Βέβαια τα μεγάλα έξοδα δε συνεπάγονται πάντα υψηλής ποιότητας αποτέλεσμα καθώς έχει σημασία η σωστή αξιοποίηση των χρημάτων κι όχι ο όγκος των δαπανών. Ωστόσο για να μπορέσουν οι φορείς του πολιτισμού να ανταγωνιστούν τα θεαματικά προϊόντα της βιομηχανίας του ελεύθερου χρόνου και τις μορφές της νόθας ψυχαγωγίας που βομβαρδίζουν τη νεολαία, θα πρέπει να διευρύνουν τη δράση τους, ν’ αγκαλιάσουν όλες τις μορφές της τέχνης και του πολιτισμού. Θα πρέπει ν’ αγορασθούν βιβλία, να βρεθούν δάσκαλοι μουσικής, χορού, φυσικής αγωγής, να βρεθούν τα μέσα για κινηματογραφικές προβολές και θεατρικές παραστάσεις, χρήματα για την έκδοση τοπικών εφημερίδων. Απ’ τα παραπάνω λοιπόν προβάλλει επιτακτική η ανάγκη της ενίσχυσης των συλλόγων απ’ την τοπική αυτοδιοίκηση και την πολιτεία. Οι συγκρούσεις όμως των πολιτιστικών φορέων με τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι συχνές κυρίως σε περιπτώσεις όπου οι δήμοι κι οι κοινότητες είναι στελεχωμένοι με άτομα της αντίδρασης και του σκοταδισμού, σ’ οποίο κόμμα και αν ανήκουν, που βλέπουν με καχυποψία κάθε πολιτιστική δράση και τη θεωρούν προπαγανδιστική κι ανατρεπτική. Αυτές οι αντιλήψεις είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στα χωριά όπου βρίσκουν ακόμα πρόσφορο έδαφος κηρύγματα πόλωσης και μισαλλοδοξίας. Έτσι υπάρχουν κοινότητες (Βυρώνειας) που αρνούνται και το ένα τοις εκατό του τακτικού ετήσιου προϋπολογισμού για την πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου τους. Ενώ άλλες κοινότητες σαμποτάρουν, λασπολογούν και εκφοβίζουν.

Συχνά επίσης η τοπική αυτοδιοίκηση είναι αντίθετη στην ελεύθερη ανάπτυξη του Πολιτιστικού κινήματος, προσπαθεί να καπελώσει τις εκδηλώσεις, να καρπωθεί το μόχθο των άλλων και να αυτοπροβληθεί. Η αδιαφορία, ο εμπαιγμός και η αντιπαλότητα που αντιμετωπίζουν οι σύλλογοι δείχνουν πόσο επιτακτική ανάγκη είναι να αλλάξουν οι αντιλήψεις των τοπικών αρχόντων, να καταλάβουν πως η ποιότητα της ζωής μας δεν καθορίζεται μόνο από τα τεχνικά έργα και τις ανέσεις αλλά κι απ’ την προστασία της ομορφιάς του κόσμου που μας περιβάλλει, τη δυνατότητα για υγιή ψυχαγωγία την αντίσταση στην καθημερινή φθορά και αλλοτρίωση.

Αλλά και η συνδρομή της πολιτείας σ’ αυτό το θέμα σίγουρα δεν ήταν η αναμενόμενη. Σήμερα μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα πως το υπουργείο πολιτισμού δεν έχει ξεκάθαρες αντιλήψεις για το πολιτιστικό κίνημα στην επαρχία. Ούτε έχει θέσει σε εφαρμογή ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα πολιτιστικής ανάπτυξης. Ακούστηκαν κατά καιρούς θέσεις και διακηρύξεις από συμβούλους του υπουργείου θολές και γενικόλογες που κι αυτές μείνανε στα λόγια. Η διατήρηση σε χαμηλά ποσοστά των κρατικών δαπανών για τον πολιτισμό ασφαλώς αποτελεί τη βασική αιτία. Αλλά και η διανομή των κονδυλίων που υπάρχουν δε γίνεται ανάλογα με τις ανάγκες του πληθυσμού και τις δραστηριότητες των πολιτιστικών φορέων αλλά με βάση τις γνωριμίες και τις προσβάσεις κάποιων επιτήδειων στο υπουργείο. Ίσως στα πλαίσια της προσπάθειάς μας να μεταβάλουμε την Ελλάδα σε τουριστικό αξιοθέατο αδιαφορούμε για την πολιτιστική κατάσταση ευρύτερων περιοχών και στρωμάτων του πληθυσμού.

Έτσι επιχορηγούνται από το υπουργείο πολιτισμού για κάποιες εκδηλώσεις νησάκια με πολλά εκατομμύρια (Ιθάκη) και νομοί με διακόσιες ογδόντα χιλιάδες κατοίκους ή και περισσότερο επιχορηγούνται με τρία εκατομμύρια.

Αλλά κι οι νομαρχίες δεν έχουν συγκεκριμένη πολιτική για το ζήτημα αυτό. Οι νομάρχες δεν δείχνουν την απαιτούμενη ευαισθησία, υποτιμούν τη σημασία του πολιτιστικού κινήματος, συχνά αδιαφορούν – είχαμε περιπτώσεις νομαρχών που αγνοούσαν την ύπαρξη πολιτιστικού γραφείου στη νομαρχία τους. Οι υπάλληλοι με τη σειρά τους δε συνεργάζονται αρμονικά με τους αντιπροσώπους της επαρχίας, αποφεύγουν τη συχνή και σε τακτά χρονικά διαστήματα ενημέρωση.

Απ’ την άλλη, οι νομαρχιακές επιτροπές Λαϊκής επιμόρφωσης του υφυπουργείου Νέας Γενιάς φαίνεται πως δεν έχουν συλλάβει το βάρος του ρόλου που επωμίστηκαν για την ευρύτερη ανάπτυξη του τόπου. Στελεχωμένες τις περισσότερες φορές με άτομα χωρίς την απαιτούμενη παιδεία, χωρίς οργανωτικά προσόντα, πρωτοβουλίες και φαντασία στην ουσία υπολειτουργούν. Οι υπεύθυνοι των τμημάτων, υιοθετώντας τη νοοτροπία του δημόσιου υπαλλήλου σπάνια δείχνουν τη διάθεση να διευρύνουν τη δράση τους, να συνεργαστούν με τους πολιτιστικούς συλλόγους, να δείξουν τη θέληση και την αυταπάρνηση που απαιτεί η επιτυχία του έργου τους. Αντί γι’ αυτό κάνουν συχνά κατάχρηση της εξουσίας τους, συμπεριφέροντας με υπεροπτικότητα κι αυταρχισμό. Είναι πράγματι λυπηρό να βλέπει κανείς να υποβαθμίζονται και να χάνουν το νόημά τους τέτοιοι πρωτοποριακοί θεσμοί.

Στη Βυρώνεια, από το 1975 που ξεκινά η δράση του συλλόγου αντιμετωπίσαμε όλα τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν, καθώς και άλλα που γεννήθηκαν απ’ τις ιδιαιτερότητες της περιοχής μας. Το γεγονός ότι υπάρχουμε ακόμα, αγωνιζόμαστε και δημιουργούμε οφείλεται πρώτα απ’ όλα στην σχετική οικονομική αυτοτέλεια που αποκτήσαμε με την ενεργό συμπαράσταση κι ενίσχυση της πλειοψηφίας των κατοίκων του χωριού, και του συλλόγου Βυρωνειωτών Θεσσαλονίκης. Οφείλεται επίσης στην κατεύθυνση που πήρε η δράση μας. Μία κατεύθυνση που, χωρίς κομματικοποιήσεις, αρνείται τις «εκδηλώσεις για τις εκδηλώσεις» ή τις εκδηλώσεις για την «παρέα μας», αρνείται το «ο πολιτιστικός σύλλογος ασχολείται μόνο με πολιτιστικά θέματα» αρνείται την ψυχαγωγία χωρίς δημιουργικό περιεχόμενο, αρνείται τις εκδηλώσεις «για να τη βρούμε» και άλλα παρόμοια.

Ο αγώνας μας για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς με ιδιαίτερη έμφαση στην ιστορία των ποντίων που κατοίκησαν την περιοχή μας συνεχίζεται με στόχους τη θεσμοθέτηση του Φεστιβάλ χορευτικών συγκροτημάτων του Νομού που γίνεται κάθε χρόνο, τη διατήρηση και την διεύρυνση των τμημάτων που λειτουργούν, τη στέγασή τους σε ιδιόκτητους χώρους την έκδοση λευκώματος για την ιστορία της Βυρώνειας, τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του συλλόγου, την συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας μας.

Από την θέση μας λοιπόν τη θέση ενός μαχόμενου πολιτιστικού κυττάρου στην ξεχασμένη ακριτική επαρχία, και μ’ όλη την πείρα που έχουμε αποκομίσει απ’ την μακρόχρονη προσπάθειά μας θα τολμήσουμε να δώσουμε τις προτάσεις μας που αφορούν το θεσμικό πλαίσιο για τον πολιτισμό και τους τρόπους αναβάθμισης της πολιτιστικής ζωής στην επαρχία.

Για το θεσμικό πλαίσιο για τον πολιτισμό πρέπει κατά τη γνώμη μας να υπάρχουν τρεις βαθμίδες. Πρώτη βαθμίδα, το υπουργείο πολιτισμού, που πρέπει ν’ αποτελεί το κυρίως συντονιστικό όργανο για όλη την Ελλάδα φροντίζοντας για τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, την ενεργό επαφή και συμπαράστασή του στους συλλόγους της περιφέρειας την αποκέντρωση των μέσων και των κέντρων λήψης αποφάσεων, την δημοκρατική κι υπεύθυνη κατανομή των κονδυλίων, τον περιορισμό της δράσης των μονοπωλίων, την σωστή προβολή του πολιτισμού μέσα απ’ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Μια μικρή παρένθεση για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης «Θα πρέπει εδώ να αναφερθούμε στην αντιμετώπιση της πολιτιστικής προσπάθειας στην επαρχία, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ιδιαίτερα από την τηλεόραση. Έτσι ενώ τα τηλεοπτικά μας προγράμματα βρίθουν από ακριβοπληρωμένα σήριαλ, ντόπια κι εισαγόμενα που δεν προσφέρουν στο θεατή τίποτ’ άλλο παρά μία φτηνή κι ανούσια διασκέδαση, για τον πολιτισμό δεν αφιερώνεται παρά ένα πεντάλεπτο στο δελτίο ειδήσεων όπου μαθαίνουμε με λεπτομέρειες κάθε εκδήλωση που γίνεται στην περιοχή της πρωτεύουσας. Για την επαρχία που ασφυκτιά, που νεκρώνεται δημογραφικά και οικονομικά γίνονται σποραδικές κι ευκαιριακές μονάχα αναφορές κι αυτές σε ζώνες χαμηλής ακροαματικότητας. Κι όμως τα πιο γνήσια κι ανόθευτα στοιχεία της εθνικής μας ταυτότητάς κι ιδιαιτερότητας τα πολιτιστικά μας χαρακτηριστικά που δεν έχουν διαβρωθεί στη δίνη της ρεκλάμας, του καταναλωτισμού και της μαζοποίησης επιβιώνουν στην επαρχία. Γι’ αυτό και είναι χρέος της πολιτείας και της τηλεόρασης να περιβάλλει με ενδιαφέρον κάθε προσπάθεια να αναδυθούν και να αξιοποιηθούν τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, της γνήσιας ελληνικής κουλτούρας.

Απαιτείται δηλαδή να υπάρξει τακτική εκπομπή αφιερωμένη στις δραστηριότητες και στις προοπτικές του πολιτιστικού κινήματος στην επαρχία».

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, πως δε μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πολιτιστική ανάπτυξη μέσα από μία κρατική παρέμβαση που τη διακρίνουν κηδεμονευτικές τάσεις, που υλοποιείται με διορισμένους κρατικούς υπαλλήλους, χωρίς ουσιαστικές δυνατότητες λαϊκής συμμετοχής κι ελέγχου, χωρίς φρεσκάδα, ζωντάνια κι αυθεντικότητα.

Δεύτερη βαθμίδα: Η ομοσπονδία πολιτιστικών φορέων στο Νομό. Κατά την άποψή μας θα είναι το κυριότερο όργανο για την ανάπτυξη του πολιτιστικού κινήματος, θα είναι το όργανο που θα  διατηρεί επαφή με το Υπουργείο Πολιτισμού και άλλα αρμόδια υπουργεία και υπηρεσίες, θα καταγράφει, θα προτείνει και θα διεκδικεί λύσεις για τα πολιτιστικά και τα γενικότερα προβλήματα του Νομού. Θα είναι το όργανο που την οικονομική βοήθεια της πολιτείας και άλλων οργανισμών θα προτείνει να κατανέμεται στα μέλη του (σύλλογοι) με κύριο κριτήριο την δραστηριότητά τους. Θα είναι το όργανο που θα βοηθά και θα συντονίζει τη δράση των συλλόγων και θα προβάλλει τις δραστηριότητες τους χωρίς να τους υποκαθιστά.

Θα διατηρεί ακόμη γραφείο πολιτιστικών σχέσεων σε κάθε νομαρχία και θα έχει λόγο στα Νομαρχιακά συμβούλια για θέματα της αρμοδιότητας της.

Θα εκδίδει εφημερίδα στο Νομό και κάθε χρόνο θα δημοσιεύει έντυπο με τις εκδηλώσεις που πρόκειται να γίνουν σε κάθε νέα χρονιά.

Θα βοηθά τους συλλόγους για την έκδοση τοπικών εφημερίδων και περιοδικών και για την ίδρυση ταινιοθηκών – βιβλιοθηκών και άλλων τμημάτων στα μέλη – συλλόγους.

Θα καταγράφει, θα περισυλλέγει και θα προβάλλει, σε συνεργασία με τους συλλόγους το Ιστορικό, αρχαιολογικό και λαογραφικό υλικό του Νομού.

Θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της ερασιτεχνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Τρίτη βαθμίδα θα αποτελεί τέλος ο πολιτιστικός φορέας τις δραστηριότητες του οποίου ανάπτυξα στην αρχή της εισήγησης. Ο πολιτιστικός φορέας (πολιτιστικός σύλλογος, ορειβατικός, εξωραϊστικός κ.λ.π.) πρέπει να αποτελεί ουσιαστικά τον πυρήνα και τον χώρο της πολιτιστικής ζύμωσης και δημιουργίας στο χωριό και στην μικρή πόλη.

Άρα απ’ όλα που ανέφερα παραπάνω ο ρόλος του συλλόγου είναι αναντικατάστατος και θεμελιακός και αξίζει κάθε υλική και ηθική υποστήριξη απ’ το επίσημο κράτος. Γι’ αυτό επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά ότι πρέπει να κατοχυρωθεί θεσμικά η κατάθεση της υπεύθυνης γνώμης του στην διαδικασία λήψης αποφάσεων για τα πολιτιστικά ζητήματα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.

Λίμνη Κερκίνη. Σκηνή από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το λιβάδι που δακρύζει»
Λίμνη Κερκίνη. Σκηνή από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το λιβάδι που δακρύζει»

***

*Διαβάστηκε ως εισήγηση στην διήμερη πολιτιστική συνάντηση της Νομαρχίας Σερρών, 4-12-1988. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δεσμός», φ. 32 (Ιούλιος 1992). Περιλαμβάνεται επίσης στο βιβλίο του συγγραφέα «Μικροί Σταθμοί» (2003)

Ο Παύλος Ν. Τσακιρίδης γεννήθηκε στις Σέρρες το 1956 και μεγάλωσε στη Βυρώνεια, στον Πολιτιστικό Σύλλογο της οποίας διετέλεσε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος για δέκα πολύ δημιουργικά χρόνια. Είναι πτυχιούχος του Μαθηματικού τμήματος των θετικών επιστημών του ΑΠΘ και εργάστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Παράλληλα ανέπτυξε έντονη και πολύπλευρη πολιτιστική, συνδικαλιστική, καλλιτεχνική, δημοσιογραφική και συγγραφική δράση. Επιμελήθηκε το φωτογραφικό λεύκωμα «Με τη σμίλη του χρόνου» (1997) και συνέγραψε τους τόμους «Μικροί Σταθμοί» (2003), «Ζήλος παιδείας – Ημιγυμνάσιον Νιγρίτας» (2005) (μαζί με την φιλόλογο Χρυσάνθη Σταμπουλή) και «Όταν ο χρόνος αφηγείται» (2015).

Το κείμενο που δημοσιεύουμε αποτελεί ένα εξαίρετο ιστορικό τεκμήριο για την εποχή του αλλά, ταυτόχρονα, μια ιδιαίτερα γόνιμη και ακόμη επίκαιρη ανάλυση για την πολιτιστική πραγματικότητα στη χώρα μας, από έναν άνθρωπο που εργάστηκε άοκνα και συνεχίζει να προσφέρει για πολλές δεκαετίες στον πολιτισμό.

(Εμφανιστηκε 1,718 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.