Το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα
Κριτική και προοπτικές για μια στρατηγική ανάπτυξης ενδογενών χρηματοοικονομικών εργαλείων
Του «Χαγκέα»*
Έχοντας φθάσει σε ένα σημείο καμπής για την ελληνική κοινωνία και οικονομία, η ανάγκη να υπάρξει παραγωγική ανασυγκρότηση και εθνική ανάταση περνά από την αναδιαμόρφωση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα σήμερα είναι σε κρίση λόγω της απαξίωσής του από την κυβερνώσα ελίτ η οποία, με τα capital controls το έβαλε σε έναν μόνιμο θάλαμο εντατικής, με αβέβαια έξοδο.
Η εποχή των μνημονίων στην Ελλάδα άρχισε με την ψευδαίσθηση ότι το πρόβλημα του ελληνικού κράτους δεν θα μετακυλυόταν στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κάποιοι ειδήμονες της εποχής ανέφεραν με ελαφρότητα ότι το πρόβλημα ρευστότητας του ελληνικού δημοσίου, λόγω των ελλειμμάτων και του χρέους, δεν θα επηρέαζε το ισχυρό τραπεζικό σύστημα, το οποίο είχε αποθέματα ρευστότητας και προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης. Όλοι διαψεύστηκαν πανηγυρικά, τόσο με την κατάρρευση των κυπριακών τραπεζών λόγω του εκεί μνημονίου, όσο και με το PSI, που είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωση των ελληνικών τραπεζών. Το τελειωτικό χτύπημα το επέφεραν τα capital controls των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τα οποία θα αποτελέσουν και την αιτία της επόμενης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, με συνέπεια την περαιτέρω συρρίκνωσή τους. Με λίγα λόγια, ενώ στην Ισλανδία και την Ιρλανδία το τραπεζικό σύστημα δημιούργησε τη χρηματοπιστωτική κρίση, στην Ελλάδα ο δημόσιος τομέας ευθύνεται ως επί το πλείστον για την κατάρρευση των τραπεζών. Αυτό δεν απαλλάσσει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα από τις παθογένειές του, τις οποίες θα προσπαθήσω επιγραμματικά να επισημάνω.
Συγκέντρωση και ολιγοπωλιακή δομή: Το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, και πριν τις αναγκαστικές συγχωνεύσεις που επέβαλαν τα μνημόνια, χαρακτηριζόταν από συγκέντρωση όλων των λειτουργιών του στις τράπεζες. Συγκεκριμένα, ψάξτε να βρείτε κάποια εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) που να μην αποτελεί θυγατρική τράπεζας. Το ίδιο ισχύει για εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) κ.λπ. Οι όροι ίδρυσης και λειτουργίας παραμένουν τόσο αυστηροί, που μόνο τραπεζικά ιδρύματα μπορούν να λειτουργήσουν τις παραπάνω δραστηριότητες. Σήμερα η αγορά έχει ακόμη πιο ολιγοπωλιακή δομή, όντας τέσσερις συστημικές τράπεζες, με τάση ακόμη μεγαλύτερης συγκέντρωσης.
Στενή σχέση με τον δημόσιο τομέα: Παρά τις δήθεν ιδιωτικής φύσης μετοχικές συνθέσεις των ελληνικών τραπεζών προ κρίσης υπήρχε στενή ανάμειξη και εμπλοκή του δημοσίου τομέα τόσο στη λήψη των αποφάσεων όσο και σε «αμαρτωλές χρηματοδοτήσεις» με «πολιτικό άρωμα». Η εμπλοκή του δημοσίου αντί για ελεγκτική, ήταν σαφώς παρεμβατική, ιδιαίτερα υπέρ των κρατικοδίαιτων καπιταλιστών της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυαν την παραπάνω εμπλοκή, η οποία ήταν επιθυμητή και όχι αναγκαίο κακό. Οι τράπεζες «ξεπληρώνονταν» με τη διαχείριση των ελληνικών κρατικών ομολόγων, τα οποία, πριν την κρίση, τους απέφεραν μεγάλα κέρδη, τα οποία και απώλεσαν με την εκδήλωση της κρίσης καταλήγοντας, λόγω των ομολόγων, να χάσουν οι παλαιοί μέτοχοι τη διοίκηση των τραπεζών τους.
Ανεδαφικός μιμητισμός ξένων μοντέλων: Τα ξενόφερτα μοντέλα διοίκησης των ελληνικών τραπεζών έχουν μεγάλη απόσταση από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας. Δεν έγινε ποτέ μια δημιουργική προσαρμογή στο μοντέλο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας (μικρή ιδιοκτησία, προσωπικές σχέσεις πελατών με τράπεζες κ.λπ). Υπήρξε συγκέντρωση εξουσίας σε κεντρικό επίπεδο, με συνέπεια οι άμεσα εμπλεκόμενοι με τους πελάτες να αδυνατούν να καλύψουν ορθολογικά τις ανάγκες τους. Ο κύριος λόγος ήταν τα bonus που λάμβαναν τα στελέχη των τραπεζών, βάσει των πωλήσεων τραπεζικών προϊόντων και όχι βάσει κέρδους. Οι ποσοτικοί στόχοι δημιούργησαν μια γενιά golden boys την οποία πρέπει να ξεπεράσει το σύστημα. Πολλές φορές, η στόχευση πωλήσεων και όχι κερδών επέφερε την πραγματική και σε βάθος χρόνου απώλεια υγιούς κερδοφορίας.
Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε και άλλα αδύναμα σημεία και μειονεκτήματα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ωστόσο οι ανάγκες των καιρών επιβάλλουν την ανασύνταξη. Παρά την κρίση, υπάρχουν οι τρόποι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα να ανταπεξέλθει, παρέχοντας στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας τα εργαλεία για την παραγωγική ανασυγκρότηση και επανάκαμψη που όλοι επιθυμούμε. Θα επικεντρωθώ στα πολύ ειδικά και όχι στις γενικότερης φύσης οικονομικές πολιτικές, λαμβάνοντας υπόψη την θέση της Ελλάδας στο ευρώ και την ύπαρξη των capital controls.
- Άρση, σταδιακή, των capital controls με μόνη ίσως πιο αργή προσαρμογή στην ανάληψη μετρητών για λόγους μη κατάρρευσης του συστήματος. Τα capital controls εμποδίζουν μια πολύ μεγάλη κατηγορία οικονομικών δραστηριοτήτων (π.χ. εισαγωγές, γενικό άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ.) οι οποίες, αν αρθούν, θα οδηγήσουν σε θετικό κλίμα και σταδιακή απελευθέρωση των αναλήψεων μετρητών.
- Αυστηρός έλεγχος με οικονομικά, αλλά και κοινωνικά κριτήρια. Ο ελεγκτικός ρόλος του τραπεζικού συστήματος έχει αφεθεί αποκλειστικά στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό αποτελεί την απαραίτητη κρατική παρέμβαση. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι τις συνεχόμενες ανακεφαλαιοποιήσεις τις πλήρωσε βαριά ο ελληνικός λαός (και μάλλον θα συνεχίσει ακόμη) είναι απολύτως αναγκαίο, για λόγους δικαιοσύνης, να υπάρχει έλεγχος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και από κοινωνικούς φορείς π.χ. ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΟΤΟΕ, από την ΚΕΔΚΕ κ.λπ. Ο έλεγχος θα πρέπει να είναι πολυδιάστατος και με κοινωνικά κριτήρια, δηλαδή αν προάγεται η εργασία, η διαφάνεια, η ισότιμη πρόσβαση, η θετική επίπτωση στο περιβάλλον και τον πολιτισμό και η κοινωνική δικαιοσύνη. Πέρα λοιπόν από τις κρατικές και διακρατικές ελεγκτικές δομές (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, SSM κ.λπ.) θεωρώ απαραίτητο τον κοινωνικό έλεγχο.
- Πραγματικά κάθετη και οριζόντια απελευθέρωση κανόνων εισόδου νέων πιστωτικών οργανώσεων στο σύστημα. Μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο, μειώθηκε δραματικά ο αριθμός των τραπεζικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, με τάση στις 4 συστημικές τράπεζες για ακόμη περισσότερη συγκέντρωση. Είναι θέμα εθνικής σημασίας η Τράπεζα της Ελλάδος να δώσει νέες άδειες ίδρυσης και λειτουργίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Εκεί όμως που βρίσκεται το κλειδί είναι να υπάρξουν ευνοϊκότεροι όροι για την άδεια και λειτουργία μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Με πολλή λύπη βλέπω σήμερα πως μόνο τραπεζικά ιδρύματα μπορούν να λειτουργούν εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) και πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring). Ο λόγος είναι οι περιορισμοί και οι απαιτήσεις που επιβάλλει η ΤΤΕ, με αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και την ολιγοπωλιακή συμπεριφορά των υφισταμένων μονάδων. Δύσκολα κάποιος μεμονωμένος ιδιώτης ή κάποια μορφή συνεταιριστικής δράσης θα μπορούσε να αδειοδοτηθεί αν γινόταν όμως αυτό θα προέκυπταν ωφέλειες κυρίως σε τοπικό επίπεδο. Π.χ φανταστείτε μια ομάδα συνεταιρισμών να δημιουργούσαν μια εταιρεία leasing αγροτικών μηχανημάτων καινούριων ή μεταχειρισμένων, βοηθώντας τα μέλη τους να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή τους, ή ακόμα και να ανταλλάξουν τα μηχανήματά τους με άλλα, αλλάζοντας το μείγμα της παραγωγής τους. Η δημιουργία μιας παρόμοιας εταιρείας σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο θα απέδιδε πολλαπλάσια από την κεντρικά ελεγχόμενη θυγατρική της τράπεζας που θα ασχολούνταν με το παραπάνω αντικείμενο.
- Ενίσχυση ρόλου συνεταιριστικών τραπεζών και νέων πιστωτικών οργανώσεων. Η κεντρική οικονομική πολιτική πρέπει να προβλέπει ενίσχυση με κάθε τρόπο τόσο των υφιστάμενων, όσο και των νέων οργανώσεων, με κάθε μορφή ενίσχυσης. Τρόποι, και μάλιστα με βάση το κοινοτικό κεκτημένο, υπάρχουν πολλοί, η βούληση λείπει.
- Επαναφορά παλαιών τραπεζικών μορφών χρηματοδότησης με εκσυγχρονισμένη μορφή (π.χ. ΠΑΕΓΑΕ, συναλλαγματικές). Πρέπει να επανεξετάσουμε παλαιές τραπεζικές και συναλλακτικές πρακτικές και τεχνικές, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν διεξόδους. Για παράδειγμα, η ΠΑΕΓΑΕ όπου πήγαιναν παλαιά οι παραγωγικές μονάδες και ενεχυρίαζαν κυρίως τα αργής ανακύκλωσης αποθέματα τους, σήμερα υπολειτουργεί, κυρίως λόγω της απροθυμίας των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να εγκρίνουν χρηματοδοτήσεις με βάση τους τίτλους της.
- Νέες μορφές χρηματοδότησης (micro-finance, crowfunding, κ.λπ).
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε αρκετές δεκάδες παραδείγματα όμως δεν είναι της ώρας. Αυτό που αποτελεί επιτακτική ανάγκη να καταλάβει ο μέσος Έλληνας είναι ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα, τα αδιέξοδα τα δημιουργούν αυτοί που εξυπηρετούνται από αυτά. Μόνο η επιστροφή στην παράδοσή μας, με εκσυγχρονισμένο τρόπο, θα μας επιτρέψει να ορθοποδήσουμε, αργά και σταθερά.
*από την εφημερίδα Ρήξη φ. 132