Η οθωμανική κατάκτηση και η ιδεολογία της οργάνωσης και της επιβίωσης του έθνους
Ο Νίκος Σβορώνος (1911 – 26 Απριλίου 1989) υπήρξε σημαντικός Έλληνας ιστορικός με ιδιαίτερη επιρροή στην σύγχρονη ιστοριογραφία της Ελλάδας.
Κείμενο: Νίκος Σβορώνος
Οι Οθωμανοί λοιπόν, που, επωφελούμενοι από την εσωτερική διάλυση του βυζαντινού κράτους, τις κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις των νεότευκτων βαλκανικών κρατιδίων και την καιροσκοπική στάση της Δύσης, κατάφεραν να κατακτήσουν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα τις ελληνικές χώρες και ολόκληρη τη Βαλκανική, βρέθηκαν ευθύς εξ αρχής αντιμέτωποι με λαούς που, έχοντας ήδη ο καθένας σε διαφορετικό βαθμό ανεπτυγμένη την εθνική συνείδηση, δεν θα πάψουν να οργανώνουν με ποικίλες μορφές την αντίσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αντίσταση αυτή, που παίρνει, όπως είναι φυσικό, πολλές φορές τη μορφή της οργάνωσης του έθνους για τη διατήρηση του με την προσαρμογή του στις νέες συνθήκες της κατάκτησης, θα καθορίσει και την εξέλιξη του περιεχομένου της εθνικής συνείδησης.
Η ιδεολογία της οργάνωσης και της επιβίωσης του έθνους
Αν ο Ελληνισμός στις παραμονές της πτώσης είχε απαλλαγεί από την ιδέα της ρωμαϊκότητας, διατηρούσε πάντα ζωντανή της ιδέα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η σύγχυση που γίνεται στη συνείδηση του της εθνικής ιδέας και της ιδέας του Βυζαντίου εντείνεται μάλιστα ύστερα από την κατάκτηση. Το όνειρο της εθνικής ανάστασης, που γεννιέται αμέσως με την Άλωση, παίρνει το περιεχόμενο της ανάστασης μιας εξελληνισμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η θέση της εκκλησίας παρέχει κάποια πραγματική βάση στο νοσταλγικό αυτό όνειρο. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζεται από τους μουσουλμάνους κατακτητές, που συγχέουν την εθνότητα και τη θρησκεία, θρησκευτικός και εθνικός αρχηγός των Ορθοδόξων. Τα υπόλοιπα πατριαρχεία ή οι αυτοκέφαλες εκκλησίες, παρά τη θεωρητική τους ανεξαρτησία, εξαρτώνται στην πραγματικότητα από την Κωνσταντινούπολη. Η αναγνώριση της δικαστικής εξουσίας της Εκκλησίας επί των χριστιανών ραγιάδων όχι μόνο στις καθαρά εκκλησιαστικές υποθέσεις αλλά και στις πολιτικές που συνδέονταν με το εκκλησιαστικό δίκαιο (οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο), δικαιοδοσία που επεκτάθηκε στην πράξη σε υποθέσεις αστικού δικαίου γενικότερα, δίνει στην Εκκλησία έναν έντονο πολιτικό χαρακτήρα, που τον υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι όλες οι ηγετικές δυνάμεις του Έθνους στην εποχή αυτή, τα υπολείμματα της βυζαντινής αριστοκρατίας που χρησιμοποιήθηκαν από τους κατακτητές, καθώς και τα κατά τόπους όργανα της κοινοτικής αυτοδιοίκησης, συνδέονται στενά μαζί της.
Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εκπαίδευση, η οποία στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, με μοναδικούς δασκάλους τους μοναχούς και τον κατώτερο κλήρο (στα σχολεία που λειτουργούσαν στις εκκλησίες και στα μοναστήρια ως την κάποιαν ανώτερη παιδεία των σχολείων των διαφόρων μητροπόλεων και της πατριαρχικής Ακαδημίας, που ίδρυσε αμέσως μετά την άλωση ο Γεννάδιος και αναδιοργάνωσαν αργότερα οι διάδοχοι του), οι αγώνες της για τη διαφύλαξη της χριστιανικής πίστης και την καθαρότητα της Ορθοδοξίας, τα μέτρα για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, αποτελούν θεμελιακή συμβολή για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχής, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική τους πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του Νέου Ελληνισμού. Οι ακολουθίες τους παίρνουν συχνά τον χαρακτήρα εθνικοθρησκευτικών ποιημάτων: «Δέχου, ω Τριάς προσκυνητή, / δέχου, ω θεάνθρωπε Λόγε, / τους νεομάρτυρας τούτους, / ους προσάγει σου γένος αιχμάλωτον / […] και ελευθερίαν αντίδος/ και πταισμάτων την συγχώρησιν».
Άλλωστε στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα που υποκινούνται από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις, αλλά συχνά συμμετέχει ενεργά και πολλές φορές τα κατευθύνει.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται έτσι επικεφαλής των δυνάμεων που οργανώνουν την άμυνα του Ελληνισμού και εξασφαλίζουν τη διατήρηση του μέσα στις δύσκολες συνθήκες της κατάκτησης, και συνδέεται άρρηκτα με το Έθνος. Εμφανίζεται συγχρόνως ως η μόνη πολιτική δύναμη που συνεχίζει κατά κάποιον τρόπο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ενσαρκώνει το όνειρο ενός μελλοντικού ενιαίου ελληνικού χριστιανικού κράτους. Η εθνική ιδέα βρίσκεται περισσότερο παρά ποτέ συνδεδεμένη με τη χριστιανική Ορθοδοξία και, διαμέσου της Εκκλησίας, με το όνειρο μιας εξελληνισμένης χριστιανικής Αυτοκρατορίας. Το κράτος, που την ανάσταση του προφητεύει ο Χαλκοκονδύλης και που θα δοξάσει και πάλι τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα, «οπότε δη ανά βασιλείαν ου φαύλην Έλλην τε αυτός βασιλεύς και εξ αυτού εσόμενοι βασιλείς, οι δη και οι των Ελλήνων παίδες, ξυλλεγόμενοι κατά σφων αυτών έθιμα ως ήδιστα μεν σφίσιν αυτοίς, τοις δε άλλοις ως κράτιστα πολιτεύοιντο», δεν είναι άλλο από την αναστημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που θα ξανασυγκεντρώσει τον σκορπισμένο Ελληνισμό. Η σφραγίδα του εθνικού συνδέσμου, της «Υπερπόντιας εθνότητας» των Ελλήνων φοιτητών του πανεπιστημίου της Πάντοβας, είχε για σύμβολο τον μελλοντικό αυτοκράτορα των Ελλήνων.
Το τριπλό αυτό περιεχόμενο της συνείδησης του Ελληνισμού της εποχής αντικαθρεφτίζεται στη σκέψη του πρώτου εθνάρχη των Ελλήνων Γενναδίου, καθώς και άλλων διανοητών του Ελληνισμού: η πτώση της Αυτοκρατορίας είναι ισοδύναμη με τον όλεθρο του Γένους των Ελλήνων, η αρχαία πατρίς των κατακτημένων είναι η Ελλάδα, αλλά η πατρίδα αυτή είναι ταυτόχρονα και «κοινή πάντων των από Χριστού καλουμένων».
Έτσι είχε διαμορφωθεί μια ιδιαίτερη εθνική ιδεολογία, γεμάτη αντιφάσεις, που θα ονομαστεί αργότερα Μεγάλη Ιδέα και που συντέλεσε κατά πολύ στη γενικότερη ιδεολογική σύγχυση του Ελληνισμού. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας και η ανομοιογένεια της ελληνικής ηγετικής τάξης που διαμορφώθηκε κατά την Τουρκοκρατία, δεν θα συντελέσει σε ένα εύκολο ξεκαθάρισμα.
Πρώτα-πρώτα, η ίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία με τους ίδιους της τους αγώνες για τη διατήρηση της χριστιανικής Ορθοδοξίας, και διαμέσου αυτής το ίδιο το Έθνος, τονίζοντας το χριστιανικό του στοιχείο, αναστέλλει την κίνηση προς την ανασύνδεση με την ελληνική παράδοση και τη γονιμοποίηση της με τα ζωντανά λαϊκά στοιχεία, κίνηση που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται πριν από την Άλωση. Η στροφή προς την κλασική αρχαιότητα και το ανθρωπιστικό πνεύμα θεωρούνται επικίνδυνα (ύστερα μάλιστα από τις ακραίες εκδηλώσεις του Γεμιστού, που επιχείρησε να αναστήσει την αρχαία θρησκεία) για την ενότητα της Ορθοδοξίας και καταδικάζονται. Ο Γεννάδιος αναθεματίζει και καίει τα έργα του Γεμιστού. Η πνευματική δραστηριότητα της επίσημης Εκκλησίας στρέφεται και πάλι προς ένα άγονο και τυπικό εκκλησιαστικό πνεύμα και θέτει ως αποκλειστικό της σκοπό την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας εναντίον του Ισλάμ και του Καθολικισμού. Το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής παραγωγής των πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας είναι τα απολογητικά και πολεμικά έργα εναντίον του Ισλάμ και κυρίως εναντίον του Καθολικισμού. Με αυτό το πνεύμα η Εκκλησία απομακρύνει τον Ελληνισμό από τη δυτική ευρωπαϊκή σκέψη και αναστέλλει τη φυσιολογική του πνευματική εξέλιξη. Με τη νεκρή αρχαΐζουσα γλώσσα που επιβάλλει τον απομακρύνει επίσης από τις λαϊκές του ρίζες.
Άλλωστε από τον 17ο αιώνα και πέρα οι δύο άλλες κοινωνικές ομάδες, που ως τα τώρα βρίσκονταν κάτω από την επιρροή της Εκκλησίας, οι Φαναριώτες στην πρωτεύουσα, οι πρόκριτοι στις επαρχίες, θα αρχίσουν να αμφισβητούν από την Εκκλησία την ηγεσία του υπόδουλου Ελληνισμού, και κατά τον 18ο αιώνα θα επικρατήσουν.
Η μικρή ομάδα της παλαιάς βυζαντινής αριστοκρατίας, που από την αρχή της κατάκτησης είχε έρθει σε συμβιβασμό με τον κατακτητή και είχε αναλάβει διοικητικές βοηθητικές θέσεις στην τουρκική διοίκηση και αξιώματα γύρω από το Πατριαρχείο, αυξάνεται σε πλήθος και σε δύναμη. Παίρνει σιγά-σιγά στα χέρια της το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας και την ενοικίαση των φόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνδέεται με τους ημιανεξάρτητους ακόμα πρίγκηπες των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Υπεισέρχεται έτσι στην οικονομία των πλούσιων αυτών χωρών. Εξ άλλου κατά την ίδια αυτή περίοδο με τη σταθεροποίηση και την επέκταση των τουρκικών κατακτήσεων στη Βόρειο Βαλκανική ευρύνεται η οικονομική δραστηριότητα των Ελλήνων ως την Ουγγαρία, και σε λίγο ως την Κεντρική Ευρώπη. Δημιουργείται έτσι μια ομάδα πλουσίων Ελλήνων, που σε επαφή με τη Δύση μορφώνεται, μαθαίνει ξένες γλώσσες και μπορεί να τροφοδοτεί σε ανθρώπινο υλικό την παλαιά ομάδα των Βυζαντινών αρχόντων που βρισκόταν στην υπηρεσία των Τούρκων, η οποία αυξάνει έτσι σε πλήθος και δύναμη και αποτελεί την ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των Φαναριωτών, όπως τους ονόμασαν από τη συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως Φανάρι, όπου κατοικούσαν. Η ομάδα αυτή, εκτός από τα αξιώματα του Πατριαρχείου, παίρνει στα χέρια της, από το τρίτο τέταρτο του 17ου αιώνα, τα σπουδαία οθωμανικά αξιώματα του Διερμηνέα του Στόλου και του Διερμηνέα της Υψηλής Πύλης, και από τις αρχές του 18ου αιώνα την κυβέρνηση, με τον τίτλο του πρίγκηπα, των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Οι Φαναριώτες εξελίσσονται έτσι σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παίζουν υπολογίσιμο ρόλο στην πολιτική της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στην Ανατολή. Η ομάδα των Φαναριωτών εμφανίζεται στον 18ο αιώνα ως μια κληρονομική υπαλληλική αριστοκρατική κάστα, που παίρνει ουσιαστικά στα χέρια της τη διεύθυνση των υποθέσεων του Πατριαρχείου και γίνεται η πρωταρχική πολιτική δύναμη του υπόδουλου Ελληνισμού.
Παράλληλα αναπτύσσεται στις επαρχίες η ομάδα των προκρίτων. Την αποτελούν κατ’ αρχήν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες της γης, που κατάφεραν, είτε συμβιβαζόμενοι με τον κατακτητή, είτε επωφελούμενοι από τις γενικές συνθήκες της κατάκτησης, να κρατήσουν ένα μεγάλο μέρος από τα κτήματα τους. Σ’ αυτούς προστίθενται, κυρίως στις περιοχές που υπήρχαν αξιόλογα αστικά κέντρα και στα νησιά, τα οικονομικά ισχυρότερα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού, που η οικονομική δραστηριότητα του 16ου και του 17ου αιώνα επέτρεψε να αναπτυχθούν. Από την ανάμικτη αυτή κοινωνική ομάδα προέρχονται, ήδη από τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, τα όργανα της εμβρυώδους στην αρχή κοινοτικής αυτοδιοίκησης, που συνεργάζονται με τους αντιπροσώπους της κεντρικής εξουσίας στην κατανομή των φόρων και στον διακανονισμό των διαφόρων τοπικών υποθέσεων. Με την ανάπτυξη του κοινοτικού συστήματος, στο οποίο οι Έλληνες, εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που τους έδινε το διοικητικό σύστημα των Οθωμανών, έδιναν όλο και τελειότερες μορφές, η ομάδα των προκρίτων, που τις περισσότερες φορές γίνονται κληρονομικοί άρχοντες των κοινοτήτων αυτών, εξελίσσεται και αυτή σε μια κληρονομική «αριστοκρατία» και αποβαίνει, δίπλα στην Εκκλησία και στους Φαναριώτες, η τρίτη πολιτική δύναμη του Ελληνισμού.
Η ανομοιογένεια και η διπλή λειτουργία της ηγετικής αυτής τάξης του Ελληνισμού, δηλαδή του ανωτάτου κλήρου, των Φαναριωτών και των προκρίτων, που είναι αντιπροσωπευτικά όργανα του έθνους, από τη μια μεριά, και, συγχρόνως, προέκταση της τουρκικής διοίκησης, από την οποία ουσιαστικά εξαρτώνται, καθορίζουν και τον αντιφατικό της ρόλο στην εξέλιξη του περιεχομένου της εθνικής συνείδησης.
Ως αντιπροσωπευτικά όργανα του Ελληνισμού, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον κατακτητή και στο υπόδουλο έθνος, που εξασφαλίζουν τη σχετική διοικητική του αυτονομία και εκφράζουν κατά κάποιο τρόπο την πολιτική του ύπαρξη, συμβάλλουν βέβαια στη διατήρηση της εθνικής του συνείδησης. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις η φιλελεύθερη πολιτική και η εκπαιδευτική δράση ορισμένων πατριαρχών, η έστω και επιπόλαια επαφή με τη δυτική παιδεία των Φαναριωτών, επιτρέπει την ανάπτυξη κάποιας προοδευτικής ιδεολογίας επηρεασμένης από τα ιδεολογικά ρεύματα της Δύσης, γεγονός που πλουτίζει τη νεοελληνική σκέψη και συμβάλλει στην ωρίμανση της εθνικής συνείδησης. Τέτοια ήταν η δράση του Ιερεμία του Β’ τον 16ο αιώνα, κυρίως του Κυρίλλου Λούκαρη τον 17ο αιώνα, και μερικών Φαναριωτών οπαδών ενός φωτισμένου δεσποτισμού κατά τον 18ο αιώνα. Οι περιπτώσεις όμως αυτές είναι εξαιρέσεις. Ως προέκταση της οθωμανικής διοίκησης, όταν μάλιστα με την κατάπαυση της έντασης των εξισλαμισμών και τη βαθμιαία προσαρμογή στη νέα κατάσταση οι τρεις αυτές ηγετικές ομάδες οργανώνονται καλύτερα και σταθεροποιούνται μέσα στα πλαίσια της τουρκικής κατάκτησης, αποκτούν συνείδηση ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα μιας καθεστηκυίας τάξης, με την οποία αισθάνονται αλληλέγγυες, εφόσον δεν απειλεί πλέον σοβαρά ούτε την Ορθοδοξία ούτε την ύπαρξη του Ελληνισμού. Η εθνική τους συνείδηση υποτάσσεται στην ταξική τους συνείδηση μιας προνομιούχας κοινωνικής τάξης, της οποίας η εθνική ιδεολογία περιορίζεται στο κήρυγμα ενός συμβιβασμού που εξασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη κατακτητών και κατακτημένων.
Ο ανώτερος κλήρος, οι Φαναριώτες και οι πρόκριτοι, που παρ’ όλες τις διαφορές τους μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν την άρχουσα τάξη της ελληνικής κοινωνίας κατά την Τουρκοκρατία, από τη στιγμή ακριβώς που εμφανίζονται ως συγκροτημένη κοινωνική τάξη αποβαίνουν αρνητικά στοιχεία για την ανάπτυξη και το ξεκαθάρισμα του περιεχομένου της εθνικής συνείδησης. Δυνάμεις συντηρητικές, προσκολλημένες σε μιαν αποστεωμένη παράδοση, συνδέουν πάντα την ιδέα του Γένους με την ιδέα της Ορθοδοξίας, και την απελευθέρωση του με τις φεουδαλικές ακόμα δυνάμεις της Δύσης (Βενετία, Βασίλειο Νεαπόλεως, Ισπανία, Αυστρία ως τον 17ο αιώνα – με την ορθόδοξη Ρωσία των τσάρων κατά τον 18ο), οι οποίες μπορούσαν να εξασφαλίσουν, στη θέση των Τούρκων, την καθεστηκυία τάξη. Έτσι συμμετέχουν, κυρίως ο κλήρος και οι πρόκριτοι, στα κινήματα που προκαλούν στις ελληνικές χώρες οι δυνάμεις αυτές ως αντιπερισπασμό στους πολέμους τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο πλουτισμός του περιεχομένου της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, η προσπάθεια της αποσαφήνισης και της εναρμόνισης των διαφόρων στοιχείων που την συνθέτουν, θα γίνει ουσιαστικά από τις δυνάμεις που αναπτύχθηκαν σε αντίθεση με την τουρκική κατάκτηση και έξω από αυτήν.
Οι ανταρτικές ομάδες που σχηματίστηκαν από τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης και που αναπτύχθηκαν γρήγορα και αποτέλεσαν πραγματικές στρατιωτικές ομάδες με ιδιαίτερη οργάνωση σε διαρκή ένοπλη σύγκρουση με τον κατακτητή, διατηρούν και αναπτύσσουν το πνεύμα της ανεξαρτησίας του αγροτικού πληθυσμού και της ένοπλης αντίστασης προς τον κατακτητή, πνεύμα που αντιτίθεται στο πνεύμα της παθητικής αντίστασης και της προσαρμογής των ηγετικών ομάδων του Ελληνισμού. Ανάλογο ρόλο κατέληξαν να παίξουν και τα σώματα των αρματολών. Το είδος αυτό της πολιτοφυλακής, που αποτελούνταν από χριστιανούς με ανώτερους αξιωματικούς μωαμεθανούς, Τούρκους ή Αλβανούς, και που οργανώθηκε από τον κατακτητή για τη φρούρηση των οχυρών θέσεων των συνόρων και των διαβάσεων και για τη διατήρηση της τάξης, κατέληξε να μεταβληθεί σε αντιστασιακή δύναμη εναντίον των κατακτητών, με το συχνό πέρασμα τους στην κατάσταση του κλέφτη. Η συμμετοχή των κλεφτών και αρματολών στους πολέμους των χριστιανικών δυνάμεων της Δύσης και της Ρωσίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βαθαίνει την εθνική συνείδηση των ομάδων αυτών και μεταβάλλει την αυθόρμητη στην αρχή αντίσταση ενός πληθυσμού στις καταπιέσεις των κυρίων σε συνειδητοποιημένο και οργανωμένο εθνικό αγώνα.
Η σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα και η ιδέα της συνέχειας του Ελληνισμού, που είχε εν τω μεταξύ εγκαταλειφθεί από την Εκκλησία, καλλιεργείται από τους λόγιους μετανάστες στη Δύση. Είτε ως ανώτεροι τιτλούχοι της Καθολικής Εκκλησίας, όπως ο καρδινάλιος Βησσαρίων, είτε ως καθηγητές των ιταλικών πανεπιστημίων ή δάσκαλοι και συνεργάτες των μεγαλύτερων αντιπροσώπων της Αναγέννησης, όπως ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Ιάνος Λάσκαρης, ο Αντώνιος Έπαρχος και άλλοι, ενεργούν κοντά στον πάπα και τους ηγεμόνες της Δύσης για να ξαναζωντανέψουν το πνεύμα της σταυροφορίας εναντίον των Οθωμανών εν ονόματι του χριστιανισμού και κυρίως του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η δράση των λογίων αυτών συνδέει τον Ελληνισμό και την εθνική ιδέα με το πνεύμα της δυτικής Αναγέννησης και τον Ανθρωπισμό.
Η ανάπτυξη των πρώτων ελληνικών κοινοτήτων στις ιταλικές πόλεις, η πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων στα φραγκοκρατούμενα τμήματα του ελληνικού χώρου (Δωδεκάνησα, Κύπρος, Κυκλάδες, Κρήτη, Ιόνια νησιά) και η εγκατάσταση των δυτικών εμπόρων στα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εντείνει τον σύνδεσμο αυτό. Η ιδεολογία της Δύσης αρχίζει να διαδίδεται στις ελληνικές χώρες και να πλουτίζει την ελληνική σκέψη, που αρχίζει να βγαίνει από τα στενά πλαίσια μιας τυποποιημένης Ορθοδοξίας. Με την επαφή των Ελλήνων με τις προοδευτικές δυνάμεις της Δύσης συνδέονται οι πρώτες αναγεννητικές προσπάθειες του Ελληνισμού. Ο πατριάρχης Ιερεμίας ο Β’ (1572-1595) βρίσκεται σε σχέσεις με τις εκκλησίες της Μεταρρύθμισης. Το ίδιο και ο Κύριλλος Λούκαρις τον 17ο αιώνα, που επιτρέπει τη μετάφράση του Ευαγγελίου και υποστηρίζει τον Θεόφιλο Κορυδαλέα (1560-1646), που με την απομάκρυνση του από τη θεολογία και την ασχολία του με τον Αριστοτέλη, παρά τη σχολαστική ακόμη μέθοδο του, θεωρείται ο πρόδρομος της νεοελληνικής Αναγέννησης.
Από το ίδιο αυτό περιβάλλον, που συνδέεται με τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη, προέρχεται επίσης η στροφή προς τη ζωντανή λαϊκή παράδοση και η κίνηση για τη χρησιμοποίηση της ομιλούμενης λαϊκής γλώσσας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμα μια φορά. όπως και στους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η τάση προς τη λαϊκή παράδοση συνδυάζεται με την ανασύνδεση των Ελλήνων με την κλασική Ελλάδα και την τάση προς την επιστημονική περιέργεια και τις πρακτικές γνώσεις. Ο Λέων Αλλάτιος (1586-1669) ασχολείται με την κατάσταση του Ελληνισμού της εποχής του, ερευνά τη βυζαντινή ιστορία και τη νεοελληνική παράδοση. Ο Νικόλαος Σοφιανός γράφει, το 1544, γραμματική της ομιλούμενης ελληνικής γλώσσας και συνιστά τη μετάφραση στα νέα ελληνικά των Ελλήνων κλασικών. Την ίδια εποχή κυκλοφορούν πρακτικά εγχειρίδια αριθμητικής, νομικές συλλογές και επιστολάρια στη λαϊκή γλώσσα. Στην Κρήτη και στα άλλα νησιά δημιουργούνται τα πρώτα αξιόλογα λογοτεχνικά επιτεύγματα σε λαϊκή γλώσσα: τα λυρικά ποιήματα της Κύπρου και της Ρόδου, ο Ερωτόκριτος, το κρητικό θέατρο, και οι ομιλίες του Σκούφου (1644¬1697) και του Ηλία Μηνιάτη (1669-1714). Η κίνηση αυτή θα ολοκληρωθεί κατά τον 18ο αιώνα από τις νέες κοινωνικές δυνάμεις που θα αναπτυχθούν.
*Πηγή: Το απόσπασμα από το βιβλίο Νίκος Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού. Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.