15 Ιανουαρίου 2017 at 13:50

ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας Η-Θ-Ι-Κ

από

ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας Η-Θ-Ι-Κ

Βιογραφικά του συγγραφέα

Ο Δημήτρης (Τάκης) Τζήκας γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1971 στη Ζυρίχη της Ελβετίας, από γονείς μετανάστες Έλληνες εργάτες. Μέχρι την τετάρτη δημοτικού έζησε στο Λιβαδερό Κοζάνης, ενώ αργότερα ολοκλήρωσε το Λύκειο στην ίδια πόλη. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Ιωαννίνων, στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Δημήτρης Γληνός» του Α.Π.Θ. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, βρέθηκε στην Κομοτηνή για 15 περίπου μήνες. Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου στον σύλλογο φοιτητών του Π.Τ.Δ.Ε. Ιωαννίνων (1992-1995), ενώ συμμετείχε στο Δ.Σ. του συλλόγου Μετεκπαιδευομένων δασκάλων και στην επιτροπή προγράμματος σπουδών, ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος. Από το 1999 μέχρι σήμερα, εργάστηκε σε δημοτικά σχολεία της Φολεγάνδρου, της Κέρκυρας και στο 1ο Πρότυπο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης. Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα «Ερανιστής», όπου και δημοσιεύει τακτικά κείμενα για τη γλώσσα, τη φιλοσοφία και την ιστορία. Ζει στη Θεσσαλονίκη και ψωμίζεται ως δάσκαλος στη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Το Λεξικό, 504 σελίδες 17 χ 24, διατίθεται με αντικαταβολή μέσω ταχυδρομείου.

Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας: [email protected]

Η

ήβρα: βρήκα. Μακρ.: Ο ντιβασιλες μας τήραγαν κι᾿ ατενοι ν πάρουν κάνα λεπτό, τι ες τν λλάδα βραν λώνι ν᾿ λωνίσουν | < μσν. βρίσκω < αρχ. εὑρίσκω.

ημεράδι το: λεγόταν η ήμερη βελανιδιά με κάπως πιο γλυκό καρπό. Τοπωνυμ. Ημεράδια τα.

ημερόι το: το μέρος, η περιοχή με ήπιο, γλυκό μικροκλίμα.

Θ

θαλασσώνω: μπαίνω στη θάλασσα· μτφ. τα θαλάσσωσε: τα κατέστρεψε, δεν τα κατάφερε. Οι δανειστές τα «θαλάσσωσαν» και τώρα ακούν το καμπανάκι. Οι διαιτητές που τα θαλάσσωσαν. Παπαδ.: Ετα θαλάσσωνεν ως τ γόνα, δραχνεν ρέμα τν πεζόβολον π τν κορυφήν, τν νέβαζε, τ βρόχια μ τς μολυβήθρας πιπτον κάθετα, τν συρεν ξω κα τν τίναζεν π τς μμου, τρία βήματα π τ κμα.

θαμάζω: θαυμάζω. Τα παιδιά δεν είχαν ξαναδεί χιόνι -αλλά και να είχαν δεν θα το θυμόντουσαν- και θάμαξαν για μερικά νανοδευτερόλεπτα. Πβ. Βηλ.: Κι εμείς πολλά καλά ᾿χομεν, αν μας καλοξετάσεις / και στα νερά και στις στεριές οπού να τα θιαμάξης. Παρ.: «Όποιος δεν είδε κάστρο είδε φούρνο κι εθάμαξε.» Βλ. & καθάριος ο.

θάματς: σάματις, σάμπως, λες και· επίρρ. διστακτικό· εισάγει καταφατική ή αποφατική ρητορική ερώτηση, η οποία ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση· παρομοιαστικό· Θάματς θα σε βάλει στον ίσκιο; [σ.σ. θα σε ξεκουράσει]. Θάματς είσαι πουλί να πετάξεις. Θάματς ήταν μπεκιάρης | < μσν. ως + άματι (< φρ. άμα ότι: αμέσως όταν).

θανατώνω: σκοτώνω, προκαλώ το θάνατο, ρίχνω «του θανάτου»· προκαλώ οξύ, αβάσταχτο πόνο. Θανάτωσαν σκύλους με δηλητηριασμένα δολώματα. Παρ.: «Η κακή πληγή θεραπεύεται, το κακό όνομα θανατώνει.», «Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει, κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι᾿ αυτό με θανατώνει

θάντης ο: φάντης, ο βαλές, τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα νεαρού άντρα < φάντης < ιταλ. fant(e) -ης.

θαραπαύομαι: ευχαριστιέμαι πολύ, χαίρομαι, απολαμβάνω. Γκοτζ.: …και τώρα πο᾿πιασε ο χειμώνας της ζωής, αυτός ατάραγος σα ρίζα στο κονάκι, σα νοικοκύρης που του αξίζει το πρωτιό, θα χαίρεται θαραπαμένος τα στερνά του, στην καλοπόρεψη και στο ζεστοκοπιό. Πβ. Ερωτ.: Μιά θυγατέραν ήκαμεν, που᾿φεξεν το Παλάτι, / αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει. / Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη / ο Ρήγας με τη Ρήγισσαν επήρασιν, κ᾿ οι άλλοι. Καζαντάκ.: Κι απ᾿ τις δουλειές αυτές σα σκόλασαν κι ετοίμασαν τις τάβλες, έτρωγαν, κι είχαν ως εταίριαζε καθείς το μερτικό του, και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο | < αρχ. ελλ. θεραπεύω: υπηρετώ, λατρεύω, γιατρεύω.

θαρρεύω: έχω, παίρνω θάρρος. Οι ακτίνες του ίσα που ζέσταιναν τον ξερό τόπο και με θάρρεψαν να ξεκινήσω. Ι. Πολυλ.: Μη σ᾿ απαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία / ή τώρα εδώ ν᾿ αργοπορής ή πάλιν να γυρίσης / και μη θαρρεύης στου θεού το σκήπτρο και το στέμμα. Δημ.: Απ᾿ το δεντρί που θάρρεψες να φας απ᾿ τον καρπό του, / μη μυριστής τα φύλλα του και πάρης τον καϊμό του.

θάρρου: θαρρώ, νομίζω και εύχομαι, μακάρι, επιθυμώ να γίνει έτσι, να συμβεί κάτι· η λέξη εκφράζει ευχή γνώμη, εκτίμηση ή έντονη επιθυμία σε ΦΡ. όπως Θάρρου μ᾿ έρθει γρήγορα: μακάρι να έρθει γρήγορα, έχε θάρρος, ελπίδα ότι θα έρθει, Θάρρου έφερες μαζί σου κρασί: ελπίζω να έφερες μαζί σου κρασί κτο. Παπαευαγγ.: Πάσα ώρα σταματούσει του φορτηγό, κατέβηνει κι ρουτούσει. Ιδώ μα καλέ, θάρρου είδεις του Γιώρ΄τουν θκό μας !. Ποιόν; απαντούσαν. Του Γιώρ΄ τ΄σ’ ΤασιούλαςΘάρουμ΄ παίρν΄ αυτό του παλιουχάρτ΄ κι κουριμός. Να πιάσουμει κι του Μανέντη να γένει κάνας χουσμιτιάρς στου κράτους προυτού μι ταφάει κι τ’ άλλα | πιθ. < προστακτική του αρχ. ελλ. ρήματος θαρρῶ: έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη σε κάτι, πιστεύω, η οποία λειτουργεί σαν επίρρημα.

θαρρώ: έχω τη γνώμη, την πεποίθηση· νομίζω, πιστεύω. Θάρρ(ε)σα: νόμισα. Θάρρεσα πως δεν ήταν κανείς στο σπίτι | < μσν. θαρρώ (στη σημερ. σημ) < αρχ. ελλ. θαρρῶ: έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη σε κάτι, πιστεύω.

θαφτικά τα: έξοδα, αμοιβή για ταφής ή κηδεία. Δε μας αφήσανε ούτε τα θαφτικά. Τα θαφτικά μου τα έδωσα για να σωθεί το εγγονάκι μου και το κάνω με όλη μου την καρδιά. Παρ.: «Ο παπάς τα θαφτικά κι ο νεκρός στ᾿ ανάθεμα.»

θειάκω η: θεία. Γκοτζ.: Άλλη μια φορά, εκείνον τον καιρό περίπου, είχαν κλέψει μια γίδα της θειάκως μου της Ζωίτσας, αδερφής του πατέρα – Είχαν εκεί τα καλύβια τους ο μπάρμπας μου ο Θύμιος, η θειάκω η Δημήτρω και κάτι πρωτοξάδερφα απ᾿ τη Φανερωμένη | < αρχ. ελλ. θεῖος. Βλ. & αξιάδα η.

θέλημα το: αυτό που θέλει, ζητάει κάποιος, επιθυμία, θέληση· δουλειά, μικροδουλειά, που ανατίθεται σε κάποιον, μικροεξυπηρέτηση. Ας γίνει το θέλημα του Θεού. Παιδί, βοηθός για τα θελήματα. Χριστόπ.: Τη φρόνιμη μητέρα μου εγώ τη συμβουλεύω, / να τρέχ᾿ εις τα θελήματα τ᾿ αγαπητού πατρός μου. Παρ.: «Πότε με τα καρύδια του, πότε με τον χαλβά του, ήφερε την καλόγρια εις τα θελήματά του.» Παπαδ.: Ες λα τον πάντοτε τοιμος ν τρέχ κούραστος, ,τι θελες τν διατάξει. Ν πά στ χωριό, δι θέλημα, δύο ρες δρόμον, κα πάλι, φορτωμένος, πίσω ν λθ | < αρχ. ελλ. θέλημα το.

θεομπαίχτης ο: που εμπαίζει, κοροϊδεύει, δεν σέβεται τους θεούς, τα θεία, που αδίστακτα εξαπατά τον καθένα, απατεώνας, άνθρωπος χωρίς ηθικές αναστολές. Υπάρχουν δυστυχώς πάντοτε οι έμποροι της θρησκείας, της ελπίδας, οι θεομπαίχτες. Καρκ.: Kαι τα μπαστούνια τα κρεμασμένα στους τοίχους των σπιτιών εταράχθηκαν κι εκείνα με ιερή φρικίαση, αβέβαια ποιό τάχα θα τιμηθή να συντροφέγη στο πρώτο του ταξίδι τον νέον αρχιθεομπαίχτη.

θεοσεβούμενος -η -ο: που σέβεται το Θεό, τα θεία, ευσεβής, πιστός. Μια θεοσεβούμενη κυρία τις Κυριακές πήγαινε στην εκκλησία και δίδασκε στο κατηχητικό. Τσιφ.: …έπεσε σε μια θεοσεβούμενη ατμόσφαιρα, λιτανείες και έρανοι και τέτοια, ενώ στο Μωριά ο Βελλαρδουίνος δεν έδινε πεντάρα για το παπαδαριό.

θεριακλής ο & θεριακλού η: αυτός που του αρέσει υπερβολικά κάτι, ο μανιώδης καπνιστής. Θεριακλήδες και πότες οι Ευρωπαίοι – «Κόβουν» χρόνια από τη ζωή τους | < θεριακ(ή) -λής με επίδραση των τουρκ. tiryak: θεριακή (< περσ. tiryak < ελνστ. ή μσν. θηριακή), tiryakî θεριακλής: οπιομανής (< περσ. tiryaki), tiryakîlik: θεριακλίκι.

θεριό το & θερίο το: θηρίο. Δημοτ: Είχε λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες, πο᾿ τρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι. Μακρ.: δελφέ, τ σα κουσα π πολιτικος κα στρατιωτικος κα θρησκευτικος πο μιλον – εναι λοι θερία· δν λένε τ συνφέροντα τς πατρίδος, λλ καθένας χει τν διοτέλειάν του κα κατηγορε νας τν λλον. – Κα ν βάλης κα δυ ρχηγος τς θνοφυλακς ες τ Ντερβένια κα ες τν δρόμον τς Χαλκίδος ν᾿ ραδίζουν ο νθρωποι λεύτερα, ν μν τος γυμνώνουν κα κατηγοριέται πατρίδα κα σύ· κα θ μς λένε θερία ξένος κόσμος. Παρ.: «Αν δε φας θεριό, θεριό δε γίνεσαι.» | < αρχ. ελλ. θηρίον, τό, ως υποκορ. του θήρ: άγριο ζώο, θηρίο.

θεριστής ο: αυτός που θερίζει· ο μήνας Ιούνιος. Πρώτα ωρίμαζαν τα κριθάρια και αργότερα τα σιτάρια. Οι θεριστές, άνδρες και γυναίκες, ήταν έτοιμοι. Άρχιζαν το θερισμό νωρίς το πρωί. Παρ.: «Του θεριστή ας βγει τ’ όνομα κι ας πέσει να κοιμάται.», «Ο Μάης έχει τ᾿ όνομα κι ο Θεριστής την πείνα.», «Στις εννιά του Θεριστή γεννιέται ο χειμώνας.», «Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξίδι.», «Μάρτης κλαψής, Θεριστής χαρούμενος.» | < αρχ. ελλ. θέρος το.

θέρος ο: ο θερισμός, το θέρισμα των σιτηρών, δημητριακών, το καλοκαίρι. Ο θερισμός ή θέρος στον Θεσσαλικό κάμπο. Ανάφιρναν του ένα, ήλιγαν τ᾿ άλλου κι στουν πάτου σταματούσαν όλ΄ στουν καλό του λόγου: Πότι ταρθεί ου κιρός να κινήσουμι για τουν κάμπου τς Λάρσας, να πάμι στου θέρου; (Κοζάνη). Παπαδ.: Ήτο ήδη δεκαεπταέτις, κ᾿ εφαίνετο να είναι είκοσι ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, ομοία με την Πρωτομαγιάν, το κορύφωμα τούτο της ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος – έρος.Ήτο θέρος και καύσων πνιγηρός. Παρ.: «Αναπάψου, γριά, το θέρος κι αγριοπείνα το χειμώνα.», «Να ιδούμε, ή ως το τέλος ή ως το θέρος.», «Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν περιμένουν.» | < αρχ. ελλ. θέρος. Βλ. & αποσταμός, καπάρο. Βλ. & γένομαι.

θερμαράκι το: μικρό μεταλλικό δοχείο, γκιούμι (Κοζάνη).

θερμασιά η & θέρμη η: ρίγος με υψηλό πυρετό, το σύγκρυο, ελονοσία. Λ.χ. Μ᾿ έπιασε θερμασιά. Σιδ.: …μια μικρή τρεμούλα σαν αυτή που προετοιμάζει για θερμασιά έκανε την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Γκοτζ.: Το κακό ήταν που μ᾿ αυτούς τους πολέμους και τις πείνες φανερώθηκαν στα χωριά μας, συνοδειά τους αχώριστη, κι οι θέρμες. Φρούτο του κάμπου από χρόνια και πλάσες, γέννημα του βάλτου σαν τις αβδέλες, ανάδομα του βουρτσιλιού, έφτασε το κακό, ταξιδεύοντας με τον αέρα, με τα χνώτα των ανθρώπων, ως εμάς. Δημ.: Ωσάν την είδ᾿ ο Κωσταντής, αφήνει το κυνήγι. / Κινάει να πάη στο σπίτι του σα μήλο μαραμμένος. / Χωρίς θέρμη θερμάθηκε, χωρίς οριόν ερριάστη, / δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε στο κρεβάτι. Παρ.: «Μπρος στη θέρμη, μούντζα να ‘χει το χτικιό.» | < θερμός. Βλ. & συρμί το.

θεωρώ: υπολογίζω, εξετάζω τις αντιδράσεις, τα᾿ αποτελέσματα των πράξεών μου. Δεν θεωρώ τίποτα, ό,τι κι αν λένε | < αρχ. ελλ. θεωρῶ.

θκος / θκιας / θκοτ: αντων. δικός σου, δικιά σου, δικό του. Θκομ, δικό μου, θκοτς, θκητς, δικό τους, δική τους.

θηλυκώνομαι: κουμπώνομαι. Βιζ.: Η γιαγιά με τας χείρας θηλυκωμένας περί τα γόνατά της, με το απελπισμένον της βλέμμα απλανές επί της όψεως του παππού, εκάθητο ωχρά, βωβή, ακίνητος ως απολιθωμένη παρά το πλευρόν του.

θλυκώνω: θηλυκώνω, κουμπώνω, συνδέω, συναρμολογώ προσαρμόζοντας τα αντικείμενα σε κατάλληλες εγκοπές, μοντάρω. Μτχ. θλυκωμένος. Συνθ. ξεθλύκωτος. Δημ.: Βάνω ξεθλυκώνω τ᾿ αργυρά τς κουμπιά, / φανήκαν τρεις ελίτσες και τις μέτρησα / καν σαράντα καν σαρανταδυό / καν σαρανταπέντε παραμέτρησα. Καρκ.: Tα ρούχα του μολύβι εβάραιναν επάνω του. Tα θηλυκωμένα κουμπιά έσφιγγαν σαν μάγγανα το στήθος του | < μεσν. θηλυκώνω < θηλύκι.

θ(η)λυκωτάρι το: η πόρπη, το κούμπωμα, η ζάβα, βλ.λ. Αραβαντ.: θηλυκωτάρι το: η πόρπη, η ζάβια.

θημωνιά η: σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ο οποίος, χάρη στο κατάλληλο σχήμα του και στη σωστή τοποθέτησή του, μπορεί να διατηρηθεί αρκετό χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο (Τριαντ.). Πάλλ.: Κι όπως λιχμίζουν χωρικοί, και τ᾿ άχερο στ᾿ αλώνια / παίρνει ο αγέρας, σα φυσούν άνεμοι κι η ξανθούλα / θεά χωρίζει Δήμητρα απ᾿ τ᾿ άχερο το στάρι, / κι ασπρολογάνε οι θημωνιές | < ελνστ. θημωνιά < ομηρική θημών, -ῶνος, ὁ (τίθημι): ο σωρός. Βλ. & κατάσαρκα.

θημωνιάζω: κάνω τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου θημωνιά ή θημωνιές.

Θόδω η: η Θεοδώρα.

Θόδωρας ο & Θοδωρής ο: Θεόδωρος. Παρ.: «Άλλος είν’ ο Θοδωρής κι άλλος κείνος που θωρείς.»

θράκα η: καυτή στάχτη, αναμμένα κάρβουνα. Γκοτζ.: Τότε πρωτόφαγα και μανιτάρια, πρώιμα του χινόπωρου, ψημένα στη θράκα. Καρκ.: Ατένιζε με τα μικρά σταχτερά μάτια της την πυρωμένη θράκα, ακίνητη και αμίλητη, λες κι είχε το πνεύμα της αλλού, σε υπερκόσμιες σφαίρες. Αραβαντ.: θρακιά και θρακωνιά: θερμή στάχτη, ανθρακιά, ή και χόβολη και θράκα.

θρασίμι το: ψόφιο ζώο· ψοφίμι· μτφ. ο ανεπρόκοπος, ανίκανος, τεμπέλης και άχρηστος άνθρωπος. Σκαρ.: Ο γιος της Σουράβλως με τ᾿ όνομα, παντρολογιέται με τιμή και με δόξα· ποιός; αυτό το θρασίμι | < μσν.(;) θηρασίμιον < υποκορ. του αρχ. ουσιαστικοπ. επιθ. θηράσιμ(ος): που μπορεί να κυνηγηθεί -ιον.

θράψαλο το: είδος μαλάκιου που μοιάζει με καλαμάρι. Το θράψαλο (todarodes sagittatus) ξεχωρίζει από το καλαμάρι επειδή τα τριγωνικά του πτερύγια δεν ξεπερνούν το μισό μήκος του σώματος, δεν έχει εσωτερικό κόκκαλο, έχει σκούρο καφεκόκκινο χρώμα και τέλος δεν έχει τόσο νόστιμο κρέας. Κατά την ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ τους και λέγονται και τα δύο καλαμάρια. Το καλαμάρι – «θράψαλο» του οποίου το μήκος είναι περίπου ένα μέτρο, το ξέβρασε το κύμα | < πιθ. θρύψαλο < αρχ. ελλ. θρυψ- (θρύβω)= θρυμματίζω.

«θρέφει νιάτα»: η φράση λέγεται για κάποιον που μεγαλώνει, βάζει χρόνια ακμαίος, υγιής και ίσως τεμπέλης.

θρεφτάρι το: ζώο που τρέφεται για το κρέας του· αρνί, κατσίκι ή μοσχάρι που το τρέφουν ειδικά, επειδή προορίζεται για σφάξιμο· μτφ. καλοζωισμένος, καλοταϊσμένος άνθρωπος. Καρκ.: Mόνον ένα ψιμάρνι ήταν εκεί δεμένο, του σπιτιού θρεφτάρι, μ᾿ ένα κουδουνάκι στο λαιμό και ανακάτευε κάποτε με τα λεπτά ποδάρια του την ξερή φάκνα. – Της το είπα χίλιες φορές όποιος θέλει θρεφτάρια ν᾿ αγοράσει και κουμάσι δεν το ᾿χω σκοπό να αναθρέψω εγώ τα μπαστάρδικα | < ελνστ. θρεπτάριον.

θρηνιάζω: κάνω κάποιον να πονέσει πολύ, να υποφέρει, να ξεσπάσει σε θρήνους, κλάματα, κραυγές, οιμωγές κτλ. | < αρχ. ελλ. θρῆνος.

θρονιάζομαι & θρονιάζω: κάθομαι σε θρόνο, στρογγυλοκάθομαι, βολεύομαι κάπου άνετα και χωρίς διάθεση να σηκωθώ γρήγορα ή να παραχωρήσω τη θέση μου. Καρκ.: Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι, το κορμί φάνταζε λυγερό, άξιο για να θρονιάσει μια πάναγνη ψυχή. Αισχύλ.: –Μα πε μου, μην προχώρησες πιο πέρ᾿ ακόμα; -Τους έπαυσα στα μάτια εμπρός να ᾿χουν τo χάρο. / -Ποιό γιατρικό για την αρρώστια αυτή τους βρήκες; / -Τυφλές ελπίδες θρόνιασα μες στην καρδιά τους. Ελύτ.: Πιο ψηλά / Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της / Θρονιάζεται η Γαλήνη | < μσν. θρονιάζω < θρόν(ος) -ιάζω.

θρούμπα η: ώριμη ελιά, ζαρωμένη και αρωματισμένη με ειδικό αρωματικό φυτό. Πετρ.: Τα συνηθέστερα παρακολουθήματα της φασουλάδας ήσαν: το κρεμμύδι, σπανίως το σκόρδο, οι ελιές (δηλαδή ελιές της κόφας, θρούμπες) η ρέγκα ή το σκουμπρί, η λακέρδα, οι παστές σαρδέλες, το τυρί, το κρασί | < μσν. δρούπα με παρετυμ. επίδρ. της λ. θρούμπι (το φυτό που την αρωματίζουν) < ελνστ. δρύππα (Πβ. λατ. druppa < ελνστ. δρύππα) < δρύπεπη ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δρυπεπής (ἐλαία): ελιά που έχει ωριμάσει στο δέντρο.

θυγατέρα η: η κόρη. Κολ.: …είχαμε συμπεθεριό μ᾿ έναν ντόπιον προεστό, του τουφεκιού άνδραν, τον έλεγαν Γεωργάκην Μεταξάν. Έδωκε την θυγατέρα του, έφτιαξε σπίτι. Βλ. & θαραπαύομαι, γκαβούλιακας ο, κανακάρης ο, κατέχω, κοριτσούδι το, μάλαμα το, κεντήτρα η.

Θυμαρόλακκα η: τοπωνύμιο του Λιβαδερού Κοζάνης. Άντε, βρε μαυρισμένε, θα σε φάει η Θυμαρόλακκα | < λάκκα < αρχ. ελλ. λάκκος: νερόλακκος, πηγάδι + θυμάρι το.

θυμητικό το: η μνήμη ως ικανότητα ενός ανθρώπου. Γκοτζ.: Μα φύλαξα τα πρόσωπά τους τ᾿ αυστηρά / μες στο θυμητικό μου, ατέλειωτη σειρά | < μσν. θυμητικό ουδ. του επιθ. θυμητικός < θυμη- (θυμούμαι) -τικός.

θυμιατίζω: χρησιμοποιώ το θυμιατό, ευλογώ, λιβανίζω· μτφ. επαινώ, δοξάζω. Μακρ.: -Πότε μουν σύνφωνος γ μ᾿ ατος πο μου λές, κύριε Ψύλλα; σ μ τν φημερίδα σου τος θυμιάτιζες λους ατος κ᾿ γ τος γύριζα ντουφέκι κα τος πολέμαγα ταν πήγαιναν ναντίον τς πατρίδος. Παρ.: «Όσους βλέπει ο παπάς, τόσους και θυμιατίζει

θυμιατό το: το θυμιατήρι | < μσν. θυμιατόν ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. θυμιατός: κατάλληλος να καεί σαν θυμίαμα. Βλ. & πίπιζα η, καριοφίλι το.

θυμωνιάρης ο: αυτός που θυμώνει εύκολα, άγριος.

θωριά η: όψη, εμφάνιση, το παρουσιαστικό ενός ανθρώπου, αυτό που βλέπουμε πρώτα, παράστημα. Πάλλ.: Πώς θα γελάνε οι Δαναοί, πούλεγαν δα πως είσαι / κάποιος γενναίος αρχηγός σαν είδαν τη θωριά σου την όμορφη, / μα πού καρδιά και παλικαροσύνη. Παραδοσ.: Άγιε Γιώργη, αφέντη μου κι ομορφοκαβαλάρη / αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι. / Άγιος είσαι στη θωριά κι άγγελος στη νεότη. Πβ. Καρκ.: Xαμηλοθώρης, ταπεινός, συμμαζωμένος μέσα στα κουρέλια του, με το μπαστούνι εμπρός πλαγιαστό κι επάνω αυτός ακουμπισμένος. Βηλ.: Καλοί, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, / μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της. Εφτ.: Ιπποδρόμιο είχε και κάθε άλλη μεγάλη πόλη του Βασιλείου, και πολλά τους φυλάγανε λίγο πολύ την αρχαϊκή θωριά των Αγώνων. Ελύτ.: Έξω από τ᾿ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου / Σιγά σιγά ξετυλίγεται / Η εξομολόγηση / Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ᾿ άστρα! Ο κόσμος θα ᾿ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι / Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά. Παρ.: «Έχεις φλωριά; Έχεις θωριά, έχεις γρόσι, έχεις γνώση.», «Άντρας θωριακός και σώβρακα χεσμένα.» | < μσν. θωριά (στη νέα σημ) < θεωριά < αρχ. θεωρία: θέα, θέαμα. Βλ. & ξανοίγω.

θωρώ: βλέπω, κοιτάζω. Ερωτ.: Τούτα λογιάζει η Νένα τση, κι άλλα λογιάζει εκείνη, / κι άλλα ξομπλιάζει η Αρετή, κι άλλα θωρεί η Φροσύνη. Βαλ.ίτ.: Πώς μας θωρείς ακίνητος;.. Πού τρέχει ο λογισμός σου, / τα φτερωτά σου τα όνειρα;.. Γιατί στο μέτωπο σου / να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες, / όσες μας δίδ᾿ η όψη σου παρηγοριές κ᾿ ελπίδες; Ελύτ.: Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια του θωρούσες / μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά / μια ν᾿ ανεβαίνουνε ως τα ύψη πάλι. Πβ. Εφτ.: Αθώρητος βασίλευε και κυβερνούσε το ποίμνιο, κατατρεγμένο και βασανισμένο καθώς είταν από κακορρίζικο Βασιλέα. Παρ.: «Μη θωρείς με πως κουτσαίνω, δες την τύχη μου την ίσια.», «Σκλάβα με θωρείς και παρθενιά γυρεύεις.» «Όπου πεινά ψωμιά θωρεί, κι όπου διψά πηγάδια / κι όπου ᾿ναι και ξυπόλητος θωρεί παλιοπαπούτσες.», «Σπίτι όσο χωρείς και τόπο όσο θωρείς.», «Όταν θωρείς καιρόν, καιρόν μην ανημένεις.», «Η αλεπού στον ύπνο της πετειναράκια ‘θώρει | < μσν. θωρώ < θιωρώ < αρχ. θεωρῶ: κοιτάζω, παρατηρώ < θεόν + ὁρῶ, γιατί στην αρχαιότητα θεωρός λεγόταν ο επίσημος απεσταλμένος μιας πόλης σε θρησκευτική γιορτή. Η επίσημη αποστολή λεγόταν θεωρία και αποτελούσε μια από τις βασικότερες λειτουργίες των πόλεων-κρατών. Βλ. & άμαθος ο, Θόδωρας ο.

Ι

ιάτην: αντων. νάτην. Πληθ. ιάτις & ιάτισα: νάτες. Ιάτην η Μαριγούλω!

ιάτος: αντων. νάτος. Πληθ. ιάτς & ιάτισοι: νάτοι. Ιάτς οι λεβέντες!

ίγκλα η: δερμάτινο λουρί που στηρίζει το σαμάρι και εφαρμόζεται περιμετρικά στην κοιλιά του ζώου. Σκωπτικά λέγεται η φράση: ραβς κουμμένις ίγκλις; η οποία παραπέμπει στα Αγγλικά. Καρκ.: Ήσυχος τώρα, χωρίς συγκίνηση και φόβο, μετρώντας όλα με αθάμπωτο νου, εδιόρθωσε το σαμάρι επάνω στο γαϊδούρι του, έδεσε την ίγγλα γύρω στην κοιλιά· Xάντρες κόκκινες στη λαιμαργιά και αστέρια κίτρινα στην καπιστράνα και ίγγλα στο μετάξι κεντημένη.. Kαι τότε να ιδής τη φοράδα του Mπιρμπίλη, πώς θα ξεροσταλιάζη για τ᾿ εσένα!

ιδιάζω / διάζω / διάζομαι: επεξεργάζομαι υφαντό ή νήμα στον αργαλειό. Αίν.: «Γαλανό το διάζομαι και κόκκινο το φαίνω, κι, α θέλει ο Θεός κι η μοίρα μου, μαύρο το ξετελεύγω.» (μούρο, βατόμουρο – Κρήτη). Καζαντζάκ: Παιδιά, κι ας ήταν και να κάτεχα στον πάνω τούτον κόσμο / για ποιόν το γνέμα μασουρίζουμε και διάζουμε το νήμα, / σαν ποιος στον αργαλειό θρονιάζεται, φαίνει ξεφαίνει ξόμπλια / κι έχει στημόνι του το θάνατο και τη ζωή ᾿χει φάδι! Παραδοσ.: Όσο είναι το ύψος τ᾿ ουρανού το βάθος της θαλάσσης, τόσο διασίδι ίδιαζε μια κόρη στην αυλή της, το ίδιαζε το ξίδιαζε, το υφαίνει το ξυφαίνει, για να περάσει ο καιρός για να ᾿ρθει ο καλός της | < αρχ. ελλ. διάζομαι: βάζω το νήμα στον αργαλειό.

ίδρωτας ο & ίδρος ο: ιδρώτας. Γκοτζ.: Τι, θα μας πάρετε κι εσείς αυτά τα λίγα / που τα ᾿χουμε ποτίσει μ᾿ ίδρωτα πικρόν; (Ήπειρος) – Κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού. Πάλλ.: Πώς θες τους κόπους άδικα στη μέση να μ᾿ αφήκεις, όσο ίδρωσα ίδρο κι έσπασα τα ζα στρατολογώντας – Κι αφού το κύμα του γιαλού τούς ξέπλυνε από πάνου / τη λέρα και τον ίδρο τους κι ανάσανε η καρδιά τους, / μπήκαν μες σε καλόξυστα λουτρά ν᾿ απολουστούνε. Κρυστ.: …κι αυτός το ψωμί του, οπόβγαζε με τον καφενέ, ήθελε να το βγάζει και να το τρώει με τον ίδρο του και με την τιμιότη κι όχι με το ψέμα και την αδικιά | < μσν. ιδρώτας < αρχ. ἱδρώς.

ιδώια: επίρρ. εδώ να, σε αυτό το μέρος. -Σας πιρικαλώ, μι φκιάν᾿τι σαματάν κι απαγουρέβιτι ιδώϊα να κοιμούντι. (Κοζάνη).

ικεία: επίρρ. εκεί.

ιλιά: επίρρ. «παραλίγο να» «λίγο έλειψε να» «θα.» Λ.χ. Ίλια πάω, αλλά δεν άδειζα: θα πήγαινα, αλλά δεν είχα χρόνο. Λ.χ. Αν είχα λεφτά, ίλια αγόραζα σπίτια κτο.

ιλιάτσι το: γιατρικό, γιατροσόφι, η θεραπεία με παραδοσιακές μεθόδους (βότανα κλπ), μαντζούνι. Πβ.: λλ᾿ πάλι πιρναν κι κάνα δυ τρίχις π᾿ ᾿ν ρκούδα γι λιάτσ᾿. (Μικρόβαλτο Κοζάνης).

ιμάμης ο: στη μουσουλμανική θρησκεία, ο ιερέας που, από το μιναρέ, καλεί τους πιστούς σε προσευχή. Παπαδ.: …μάμην τν Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαχάμην τν Μποχώρηδων ξάρχοντα· μανετζν χηρότατον κα μπατακτσν χληρότατον. Μς λίγωσες π᾿ τ γλύκα τς ψυχς μν | < τουρκ. imam -ης (από τα αραβ.).

ιμπλιάκια τα: χαρακτηρισμός κτηματικής περιουσίας την οθωμανική περίοδο. Λιούφ.: Τα λεγόμενα ιμπλιάκια. Ούτως εκλήθησαν τα ιδιόκτητα κτήματα του Αλή πασά τα πωληθέντα υπό της Κυβερνήσεως επί Σουλτάν Μετζήτ· διαφέρουσι των τσιφλικιών κατά τούτο ότι τα ιμπλιάκια χορηγούσι τη Βασιλεία το 1/3 του όλου εισοδήματος εις χρήμα· ο φόρος ούτος εκλήθη Σενέ εβελίκ. Τα κτήματα ταύτα ο Αλή πασάς είχε διηρπαγμένα παρά των Χριστιανών.

ινάτι το & γινάτι το: πείσμα. ΦΡ. Το γινάτι βγάζει μάτι. Μακρ.: . Τότε στείλαν γιατρούς· κι᾿ π τ γινάτι μου μ᾿ πιασε μία μεγάλη κάψη. Ελύτ.: Γεια σας έχτρες γεια σας μίση / και γινάτι καθενός / Άμα βρεις το ερημονήσι / όλα τ’ άλλα είναι καπνός | < τουρκ. inad < αραβ. enad.

ιντάτι το: μεντάτι, η βοήθεια, επικουρία, στρατιωτικές ένοπλες ενισχύσεις, βοηθητικό στράτευμα. Δημ.: Πέντε ημερούλες πολεμούν και πέντε μερονύχτια / δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανέν᾿ ιντάτι / Στον Άθωνα γυρίσανε πενήντα δυό συντρόφοι / οι πλειότεροι απέθαναν με το σπαθί στο χέρι | < Βλ. & μεντάτι το.

ίρτζι το: η ηθική τιμή, υπόληψη του ανθρώπου. Περρ.: …σε κάθε τόπον εδικόν μας όπου ορίζωμεν, και καθίσουν να είναι απείρακτοι, και όπου αλλού θελήσουν να καθίσουν από μέρους μου καμμίαν πείραξιν δεν έχουν εις τα κεφάλια τους, στο βιός τους (ιδιοκτησίαν των), στο ίρτζι τους (υπόληψιν των).

ισιάδι το & σιάδι το: ίσιος δρόμος, τόπος χωρίς ανωφέρειες και κατωφέρειες. Γκοτζ.: Ούτε το λογιάζεται ο βαριόμοιρος σαν που θα τον βγάλει αυτός ο δρόμος σήμερα, που ξέρει κάθε πέτρα ριζιμιά του και κλαρί ψηλό και σιάδι ή γούρνα με νερό να ξεδιψάν οι στρατοκόποι οι αποσταμένοι. Παρ.: «Ερώτησαν την καμήλα τι της αρέσει, ο ανήφορος ή ο κατήφορος, κι αποκρίθηκε το σιάδι (ή χάθηκε ο ίσιος δρόμος;)»

ισιούρι το: το πολύτιμο, σπάνιο αντικείμενο, πράγμα αξίας. Ισιούρι άλογο, χωράφι, άνθρωπος κλπ. Ο Κρυστ. αναφέρει τη βλάχικη λέξη issossire, με τη σημασία του αρραβώνα· ο γαμπρός πληρώνει ένα αντίτιμο για τη νύφη στον πατέρα της: «Δεκτής δε γενομένης της προτάσεώς του, σύρει αμέσως το βαλάντιον και θέτει τινά χρυσά νομίσματα εις την χείραν του μέλλοντος πενθερού του· οφείλει δε ν᾿ ανανεώση το αυτό δώρον και κατά την ημέρα του γάμου, όταν θα μεταβή να παραλάβη την νύμφην. Ούτω τελείται ο αρραβών (issossire βλαχ. δηλ. ελλην. σιάσιμον, σύμβασις). Διά του τρόπου αυτού αγοράζει, ούτος ειπείν, ούτος τη σύζυγόν του.»· πιθ. η λέξη έχει σχέση με το ίσιος: με τη σημασία «όπως πρέπει.»

ισκιάδι το: το σκιερό μέρος, ο ίσκιος. Πβ.: Παπαδ.: Ο πάτερ Νικόδημος κατέβη τα τρία σκαλοπάτια, διήλθε τον δρομίσκον, και έφθασεν εις την σκιάδα, την καλύπτουσαν το πηγάδιον. Καρκ.: Παρέκει μιά έμπηγε στύλους χοντρούς ετοιμάζοντας ισκιάδα για το καλοκαίρι.

ίσκα η & ίσκνα η: εύφλεκτο υλικό (φιτίλι για τσακμάκι) που το παρασκεύαζαν, παλαιότερα, από ορισμένο μύκητα των δέντρων, κατεργασμένο πρασινωπό επίφυτο που ονομάζεται και λειχήνα ή πολύπορο στη φυτολογία· φυτρώνει σε πάνω σε δέντρα και τη χρησιμοποιούνταν για να το άναμμα φωτιάς με πριόβολο, βλ.λ. Παπαδ.: τε φθασεν ες τν πυθμένα, ξέβαλεν κ το κόλπου του τν πυρίτην λίθον, τν χάλυβα κα τν σκαν κα ναψε δδα. τρίτος πωφελήθη τν ντιπερισπασμόν, στριψε τσιγάρο, κ᾿ ζήτει ν τ νάψ μ σκαν κα πυρόλιθον. Αίν..: «Ίσκα και ίσκα, η καλή άφτει, η αχαμνή δεν άφτει.» (ο νους, το μυαλό – Χίος) | < μσν. ίσκα < ελνστ. ἤσκα < λατ. esca.

ίσκιωμα το: το φάντασμα, το ξωτικό, η επίδραση μεταφυσικών δυνάμεων, τρομάρα, φρίξη. ΦΡ. Τον πάτησε ίσκιωμα. Παπαευαγγ.: Πού κι πού ρουτούσει κι καμμιά βιτρίνα. Αλλά οι ισκιουμένεις οι κούκλεις δεν απηλουιούνταν | < μσν. ίσκιος. Αραβαντ.: ίσκιωμα το (Βυζ.): και φάντασμα, φάσμα, οπτασία και «ισκιωμένος τόπος», όπου επικρατεί η πρόληψις ότι παρουσιάζονται φαντάσματα· ριζ. σκιά. H αντίληψη είναι ήδη παρούσα στον Όμηρο, όπου τα φαντάσματα των νεκρών αναφέρονται ως σκιαί, εἴδωλα καμόντων (Οδύσσεια ν). Βλ. & ξεΐσκιωμα το.

ισκιωμένος -η -ο: αυτός που είδε ίσκιωμα, φάντασμα, αλλοπαρμένος, μτφ. κοιμισμένος, απρόσεχτος, αχαΐρευτος, αδρανής, αδέξιος, αυτός που δεν τα καταφέρνει στις δουλειές του. Σιδ.: Σαν νάταν ισκιωμένος η γλώσσα του περδικλώθηκε και για λίγες στιγμές κοιτούσε τον παπά σαν χαμένος. Πβ. Γκοτζ.: Πολλές φορές τους πέρασε αυτούς τους ανήφορους η βάβω μου, έχοντας και την ιδέα για ισκιωτικά, σε μέρη όπου τύχαινε να ᾿χει σκοτωθεί κανένας και βούιζε τη νύχτα το αίμα του, έτσι που να κόβονται τα ήπατά σου, άμα δεν ήξερες να ξορκίσεις το δαίμονα με το Πάτερ ημών, έστω και με την αρχή του μονάχα. Βλ. & ίσκιωμα το.

ίτσια τα: αγριολούλουδα με ωραία μωβ άνθη, πιθ. άγριοι μενεξέδες. Παπαδιαμ.: Εν τούτοις ο Χριστοδουλής έτρεξε πλησίον σου, καταβιβάσας εν σπουδή την περισκελίδα του, ως διά να μοιρασθεί το βάρος της ευτυχίας. Η μελωδική φωνή της Πολυμνίας είπε:- Ξέρεις πού είναι ίτσια; Μπορείς να μου κόψεις τίποτε ίτσια; Συ έμενες κεχηνώς. Αλλ᾿ ευτυχώς ο Χριστοδουλής είχε φθάσει ήδη. -Μπράβο! μπράβο!… κυρία Πολύμνια! Εγώ τα ξέρω πού είναι τα ίτσια… τώρα να πάμε να κόψουμε. Δημ.: Ανοίξανε τα ίτσα, ζουρλαθήκαν τα κορίτσια / ανοίξαν οι ιτσές, ζουρλαθήκαν οι γριές.

Ιώτας ο: Παναγιώτης, Πάνος, Γιώτης, Παναής.

Κ

κα: επίρρ. κατά, προς. Πήγε κα το σπίτι· κα το καλοκαίρι θα ξανάρθω· έκλωσε κα το καφενείο | < πιθ. κατά.

καβάζης ο & καβάσης ο: ένοπλος φύλακας, φρουρός, συνοδός, ακόλουθος, κλητήρας. Περρ.: καβάσιδες ή γιασαξίδες καλούνται οι ένοπλοι ακόλουθοι των παρά ταις μη χριστιανικές χώρες πρέσβεων και προξένων.

καβάκι το: είδος λεύκας που μοιάζει με κυπαρίσσι, το δέντρο Populus nigra. Ελύτ..: Παραλαλοσα κι τρεχα / φτασα κι ποτύπωνα τ κύματα στν κο π᾿ τ γλώσσα / – καβάκια μαρα, φώναζα, κι σες γαλάζια δέντρα τί ξέρετε π μένα; Ηπίτ.: καβάκι το: η κοινή ονομασία της αιγείρου, ήτοι της λεύκης της μελαίνης | < τουρκ. kavak: η λεύκα.

καβάλα η: το καβάλημα ζώου ή ανθρώπου, η βόλτα του αναβάτη. Παρ.: «Ο Θεός να σε φυλάει από τρελού ξυλιά κι από κουτσού καβάλα.»· αγγλ. παρ.: «Βάλε ένα ζητιάνο καβάλα, και θα καλπάσει στην κόλαση.»

καβαλαριά η: παράσιτο του σιταριού.

καβαλίκεμα το: καβαλίκεμα, συνθ. νευροκαβαλίκεμα, μτφ. η σεξουαλική πράξη | καβάλα < μσν. καβάλα: φοράδα, καβάλα, < βενέτ. cavala ή λατιν. Caballa.

καβαλίνα η & γκαβαλίνα η: η κοπριά του αλόγου. Παπαδ.: Δι᾿ ατ κ᾿ νας μακαρίτης ξάδελφός σου, τν νθυμεσαι, πο εχε εχέρειαν ν᾿ ατοσχεδιάζ σατυρικ δίστιχα, βγαλε, να καιρόν, τ τραγούδι: «Μς στο Νταντο τ γειτονιά, κοντ στς Μπαλαλίνες, / κε κοιμται ρωτας μέσα στς γκαβαλίνες…» Παρ.: «Πλένε τα ρόδα στο γιαλό, πλένε κι οι καβαλίνες.» | < λατιν. Caballinus.

καβάντζα η: κρυψώνα, απόθεμα ενός πράγματος, συγκεντωμένα, φυλαγμένα χρήματα, εναλλακτική λύση. Είχε λίγα λεφτά στην καβάντζα | < ίσως παλ. ιταλ. gavazza: γούλα (:ο πρόλοβος των πουλιών), υπερβολικό ξεφάντωμα.

καβαντζάρω & καβαντζώνω: βάζω στην καβάντζα, σε απόθεμα, εξασφαλίζω, αποταμιεύω· παρακάμπτω ακρωτήριο, περνάω τον κάβο. Ηπίτ.: καβαντζάρω: υπερβαίνω (δυσκολίαν τινά), υπεκ(δια)φεύγω (κίνδυνον). Καββ.: Καβατζάρει το Σχινάρι, τονε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι. / Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα / δίχως μπούσουλα και χάρτα | < ίσως βενέτ. cavezar -ω.

καβαλαρία η: το ιππικό, οι καβαλάρηδες, ιππείς. Έφτασε με πέντε χιλιάδες σεφέρι, πεζούρα και καβαλαρία.

καβαλάρης ο: έφιππος, ιππέας, αυτός που είναι καβάλα· μεγάλο, κεντρικό δοκάρι της στέγης. Γκοτζ.: -Κι άμα δεν παίρνει άλλα το σακί; ρώταγε η βάβω μ᾿ έκφραση θαυμασμού. -Τότε θα τα φτάκω ψηλά στον καβαλάρη! κι έδειχνα το ψηλότερο δοκάρι της σκεπής. Παπαδ.: Τέλος τα εκουβάλησεν όλα εις την μέσην· αλλ᾿ εκεί ήνοιξε μέγας σταλαγμός εις τον «καβαλάρην» της στέγης. Ηπίτ.: καβαλάρης ο – εγχόρδων οργάνων, το σανιδάκι του βιολιού, της βαρβίτου και των παρομοίων οργάνων, επί του οποίου ακουμβούν αι χορδαί· το υψηλότερον μέρος της σκεπής της οικίας, η κορυφή, ο κορφιάς.

καβάλο το & καβάλος ο: το κάτω μέρος της ραφής του παντελονιού, που ενώνει τα δύο σκέλη· το τμήμα του παντελονιού που βρίσκεται δεξιά και αριστερά από τη ραφή. Παντελόνι τζιν με ψηλό καβάλο· Στενεύεις το παντελόνι, από τον καβάλο και κάτω· αν είναι ψηλοκάβαλο, μαζεύεται ο καβάλος και κονταίνει. Ηπίτ.: το χήλωμα (της περισκελίδος, το κάτωθεν μέρος της ενώσεως των δύο σκελών της περισκελίδος. Πβ. Παρ.: «Ψάρι μπαρμπούνι διάλεγε και γάιδαρο καμπούρη, γυναίκα ψηλοκάβαλη και χοίρο μακρυμούρη.», πβ. «Ορθογκάβαλο με λένε, κι αν με χάσεις, γύρευέ με.» | < ιταλ. cavalo.

κάδη η: μεγάλη ξύλινη λεκάνη, δοχείο, όπου χτυπούν το γάλα για να γίνει βούτυρο ή πατούν τα σταφύλια | < ίσως < πληθ. οι κάδοι του κάδος που θεωρήθηκε θηλ. εν. από την ομόηχη κατάλ. και το άρθρο.

καδοπούλα η: μικρή κάδη, βλ.λ.

καδένα η: αλυσίδα. Οι καδένες χειροποίητες ή μηχανοποίητες, διατίθενται σε χρυσό λευκόχρυσο και ασήμι, σε μεγάλη ποικιλία σχεδίων και καρατίων. Δημ.: …ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό στη φούρκα, / κ᾿ εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα | < μσν. καδένα < βενέτ. cadena.

καζάς ο: διοικητική διαίρεση επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρόμοια σε έκταση με το σημερινό νομό. Καζάς Σερβίων.

καζάζης ο: ο μεταξουργός, τεχνίτης που κατεργάζεται μετάξι. Επώνυμ.: Καζάζης.

καθετή η: αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από μια λεπτή πετονιά, που στη μία άκρη της κρέμεται ένα βαρίδι και ένα ή περισσότερα αγκίστρια και που η άλλη άκρη της τυλίγεται γύρω από ένα κομμάτι φελλό. Οι τεχνικές που μπορούμε να ψαρέψουμε τον κακαρέλο μπορεί να είναι με διάφορες παραλλαγές με καλάμι από στεριά, αλλά και με καθετή | < ελνστ. κάθετος (ενν. ορμιά: πετονιά, το λεπτό νήμα με το οποίο δένονται τα άγκιστρα και διάφορα άλλα αλιευτικά όργανα, αλλιώς ορμίδι, αρμίδι, αρμίθι.).

κακοφορεμένος ο: κακοντυμένος, με πρόχειρα, φτωχικά, παλιά, ακατάλληλα ρούχα. Παπαδ.: Εναι ληθς τι α δύο κόραι τν εχον προσκαλέσει ν μετάσχ τς σπερινς διασκεδάσεως, λλ πς ν πάγ ατός, δειλός, πειρος το κόσμου, κακοφορεμένος, ν μέσ τόσων γνώστων;

καλοφορεμένος -η -ο: καλοντυμένος. Φωτάκος: …άρπαξεν από έναν τσομπάνην, τον οποίο έτυχε ν᾿ απαντήσει εκεί, μιαν κοντόκαπα, την εφόρεσε και εχώθη μέσα εις τα χαμόκλαδα και ούτως εγλύτωσε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκυνηγούσαν τους φραγκοφορεμένους και καλοφορεμένους Έλληνας.

Καμβούνια τα: Τα Καμβούνια είναι βουνό της βόρειας Ελλάδας με υψόμετρο 1.615 μέτρα. Απλώνονται κατά μήκος των συνόρων των νομών Λάρισας και Κοζάνης ενώ ένα τμήμα τους εισχωρεί και στον νομό Γρεβενών. Περικλείονται στα ανατολικά από τον Όλυμπο, στα βορειανατολικά από τα Πιέρια, στα δυτικά από τα Χάσια, στα νότια από τα Αντιχάσια ενώ βόρεια καταλήγουν στην τεχνητή λίμνη του Αλιάκμονα. Λιούφ.: Πέραν του Αλιάκμονος παρά τους πρόποδας των Πιερίων και του Σιδηρίου όρους (Καμβούνια) κείται η πόλις Σέρβια ή Σέρβλια.

καμιζόλα η: ρούχο που μοιάζει με μακρύ πουκάμισο, πουκαμίσα· είδος φαρδιάς και ριχτής γυναικείας μπλούζας. Παπαδ.: …με τους πισσωμένους αμπάδες του και με την πολύχρουν από τα εμβαλώματα καμιζόλαν του | < βενετ. camisola.

καπούσια η: το τσιμπούρι. Βλαχ.: κεπούσιου, καπούσου: το τσιμπούρι.

καλίμπρα η: μηχάνημα ευθυγράμμισης για το σασί αυτοκινήτου που έχει στρεβλώσεις μετά από σύγκρουση | < γαλλική calibre.

καραμούζα η: είδος καρακάξας, τρομπέτα. Κ. Καραστάθ.: – Μόλις πάρουμε το επίδομα, καμάρι μου, θα σου πάρω όχι μονάχα μία, μα δύο πίπιζες και μία καραμούζα! του αποκρινόταν εκείνη. Παρ.: «Τα πίσω φίδια έχουν ουρές, τα παραπίσω φούντες, τ᾿ ακόμα πισινότερα, βιολιά και καραμούζες.» | < ιταλ. cornamusa.

καρασεβντάς ο: μεγάλος, βαρύς σεβντάς | < Βλ. & σεβντάς ο.

καρτεριέμαι: δείχνω καρτερία, αυτοκυριαρχία, συγκρατούμαι, κάνω υπομονή, περιμένω, δεν είμαι ανυπόμονος, βιαστικός, υπερβολικά αυθόρμητος. Λ.χ. Δεν καρτεριέται καθόλου, ξόδεψε όλα τα λεφτά σε τρεις μέρες. Παρ.: «Ήμαν άλογο ακαρτέρητο και γίνηκα γομάρι σταματημένο.»

κοριτσιάτικο το: αυτό που αντιστοιχεί σε κορίτσι, το μερίδιό του, προίκα. Παπαδ.: …κατ παραδοξοτέραν κόμη ντειρωνείαν τς τύχης, ερέθη ψιμος νυμφίος δι᾿ ατήν, πόχηρος κα εκατάστατος, στις τς χάρισεν ς «κοριτσιάτικο» τ μισυ τς περιουσίας του.

κατευόδιο το: η καλή άφιξη, ως ευχή. Καλό κατευόδιο! Ελύτ.: Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν / άλλοτε απ᾿ την παιδική τους ηλικία / και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής / επάνω στις ανηφοριές του οίκτου.

κατουρλιάρης ο: αυτός που κατουράει συνέχεια, πάνω του, συχνά.

κατουρλιό το: κατούρημα, ούρηση, κάτουρο, ούρο. Ηπίτ.: κατουρλιό το: το ουρείν, η πράξις του κατουρείν, ούρησις. Βρωμάει κατουρλιά / κατουρλιές.

κατραπακιά η: κατακεφαλιά, χτύπημα στο κεφάλι· μτφ. πλήγμα, πάθημα. Φάγαμε κατραπακιά μεγάλη. Τσιφ.: …κανένας δε τούδινε ψωμί με ζάχαρη, μόνο κάτι ξεγυρισμένες κατραπακιές κατέβαζε η θεία.

κατραπακώνω: ρίχνω κατραπακιές, καυκαλιές, καταχεριάζω, δέρνω, διπλαρώνω.

κατσάδα η: επιτίμηση, επίπληξη, μάλωμα. Θα φάμε γερή κατσάδα.

κατσαδιάζω: επιτιμώ, επιπλήττω, μαλώνω. Γκιών.: —Α, ρε Μίμη, οχτώ σκότωσα και κατάφερες να βρεις μόνο δύο! με κατσάδιασε φιλικά στο τέλος. Μας κατσάδιασε όλους.

κατσαμάκα η & κατσαμάκι το: πρόχειρο φαγητό με βάση το καλαμποκάλευρο· μαμαλίγκα, βλ.λ.· μπορεί να προστεθεί τυρί, ελαιόλαδο κ.α.· μτφ. ελικοειδής κίνηση, ελιγμός, ζικ ζακ κατά την κίνηση, το τρέξιμο. Παπαδ.: Μεχμέτηδες κα Χρστοι, Μουσουλμνοι κα Χριστιανο 75 λεπτ τ μεροκάματο, κατσαμάκι, τοι χυλώδη μπομπόταν, δι τν τροφήν, να ποτήρι ρακ τ βράδυ δι τος Μεχμέτηδες, κ᾿ να ποτήρι κρασ δι τος Χρίστους. Ο Πάπος ήξευρε πολλά «κατσαμάκια», ήτοι ελικοειδείς κινήσεις, και τα ποδάρια του «τον άκουαν.» Δεν έπασχεν από ρευματισμούς. Ο γερο-Μπαμπούκος πού να τον φθάση! – Λοιπν χόρευεν ς ρκούδα Κούκιας, φώρμα ς καραμάνης τάχα κατεπάνω ες τν Τριαντάφυλλον. δεύτερος πήντα δι κωμικο μορφασμο κα γρυλισμο, κ᾿ καμνε τόσα «κατσαμάκια», στε πρτος δν δύνατο ν τν φθάσ. Τότε Κούκιας μυκτο τρομακτικ ς ταρος, κα Τριαντάφυλλος σφύριζε τ προστάγματα τν βουκόλων, δι᾿ ν ζήτει τάχα ν παναφέρ τν Κούκιαν ες τν μάνδραν του | < πιθ. τουρκ. kaçmak: ο φυγάς, δραπέτης.

καζάρμα η: το στρατόπεδο, χώρος στρατωνισμού ενόπλων, στρατώνας, φυλάκιο. Παπαδ.: Τέλος ο κυνηγο πραν τν πόφασίν των, κα πέστρεψαν ο μάγκες ες τ χθυοπωλεον, ο θηρευτα ες τν προκυμαίαν, ο θαμνες το καφενείου ες τος ναργιλέδες των, κα χωροφύλαξ ες τν καζάρμα του | < ιταλ. caserma < γαλλ. caserne.

κεντήτρα η: γυναίκα που κεντάει, τεχνίτρα στο κέντημα. Σιδ.: Το μεράκι όμως της Ρήνης ήταν να κάνει τη θυγατέρα της ξακουστή κεντήτρα. Βλ. & κεντώ.

κεντιά η: χτύπημα με αιχμηρό, μυτερό αντικείμενο, με βουκέντρα. Πετρόπ: Η ερώτηση τούς ήρθε σαν κεντιά βούκεντρου ζευγολάτη στα οπίσθια. Ήσαν ο όνος ο αρνούμενος να διασχίσει τ᾿ αυλάκι. Ελύτ.: Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος / όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει | Βλ. & κεντώ.

κεντώ: τρυπώ με αιχμηρό, μυτερό αντικείμενο. Καζαντζ.: Προχώρεσε λίγο, μα ο δαίμονας τον κεντούσε, σταμάτησε: -Μη σεκλεντίζεσαι, παπά μου, φώναξε, δεν έχουμε εδώ γυναίκες, μα έχουμε νεράιδες, και με αυτές κάνουμε τη δουλειά μας! Παρ.: «Όποιος κεντάει το γάιδαρο μυρίζεται και τις πορδές του.», «Αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντα με όπως εκείνη.» | < αρχ. ελλ. κεντῶ. Βλ. & γκυλιέμαι.

 «Κάνω τον κούκο μπούφο»: η φράση λέγεται όταν επιχειρούμε κάτι αδύνατο και ανώφελο, όταν ουσιαστικά δεν κάνουμε τίποτα· ματαιοπονώ, αργοσχολώ, χάνω τον καιρό μου. Έχει την ίδια σημασία με τη ΦΡ. «Κάνω τον κάμπο ράχη.»

κελεπούρι το: ανέλπιστο απόκτημα, αγαθό που προσφέρεται σε πολύ συμφέρουσα τιμή, εύρημα, έρμαιο. Μη χαθεί το κελεπούρι. Παπαδ.: Μπεκιάρης συλλογίσθη τι, φο εχεν κουσθ κλοπ τν παπιν τ πρωί, δν πρεπε τ κελεπούρι ν φαν ες ξένα μάτιαΣωστός Κελεπούρης! Είχε παραδάκια καλά, παιδιά, σκυλιά τίποτα. «Εφυσούσε.» (Και ο Λάμπρος ο Βατούλας συνώδευε δι᾿ ελαφρού φυσήματος, ως και διά προστριβής του αντίχειρος επί του δείκτου, υπό το φως του φαναρίου, την λέξιν: «φυσάει-φυσάει») | < τουρκ. kelepir -ι.

καβαδούρα η: μπλούζα με χοντρή τιράντα που αφήνει ολόκληρο το χέρι έξω | μσν. καβάδ(ι): πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια (περσ. προέλ.) -ούρα.

καγιανάς ο: η στραπατσάδα, βλ.λ. Ζουμερός, νόστιμος και χορταστικός, ο καγιανάς είναι ένα φαγητό για όλες τις ώρες, από το πρωί μέχρι το βράδυ.

καμβίλια η & καβίλια η: στερεό κυλινδρικό στέλεχος, σαν πίρος, κατασκευασμένο από ξύλο· οι καβίλιες συχνά κόβονται σε μικρά μήκη και χρησιμοποιούνται σε πολλές, ποικίλες εφαρμογές, ξυλοκάρφι. Παπαδ.: …υπέρ πάντας τους άλλους κρότους εδέσποζεν ο βαρύς ροίβδος του πελωρίου ραιστήρος, δι᾿ ου ενέπηγον τα χονδρά καρφιά και τους ξυλίνους ήλους, τες καβίλιες, εις τας στρογγύλας πλευράς του κολοσσαίου σκάφους. Ηπίτ.: καβίλια η: σφήν, πασσαλίσκος προς έμφραξιν οπών, το ξυλοκάρφι, ξύλινος γόμφος· (ναυτ.) ο συμπλοκεύς, καβίλια σχοινιού | < ιταλ. caviglia.

καγκα(ν)ένας / (ο) καγκαμία (η) / καγκάνα (το): κανένας απολύτως, ουδείς, ούτε ψυχή. Για τα παιδιά λέγεται «Ένα καγκαένα» δηλ. το ένα παιδί είναι σαν να μην έχεις κανένα, «ένα ίσον κανένα», Αραβαντ.: καγκανένας: ουδείς απολύτως, ούτε ψυχή. Παρ.: «Ποιος κυνηγάει δυό λαγούς δεν πιάνει καγκανέναν

καγκαμπώς: επίρρ. με κανέναν τρόπο, ούτε έτσι ούτε αλλιώς. ΦΡ. Είμαι καγκαμπώς: δεν ξέρω τι να κάνω, σε κάθε περίπτωση τα πράγματα είναι δύσκολα ή αδιέξοδα.

καγκαντιλοϊό- ϊά -ϊό: επιθ. κατώτατης διαλογής, πολύ κακής ποιότητας.

καγκαντίποτα & καντίποτα: επίρρ. τίποτα εντελώς. Πβ.: Συνήθους τς λείπουνταν λαγγιόλια π᾿ ταν μκρά. μα μους τα λείπουνταν μάννα τότις δν εχαν φκιάϊσ᾿ καντίπουτας. (Μικρόβαλτο Κοζάνης).

καγκαντιποτένιος -ια -ιο & καντιποτένιος: εντελώς τιποτένιος, άχρηστος, αυτός που δεν αξίζει τίποτα, ασήμαντος, κατώτατης διαλογής, πολύ κακής ποιότητας. Μακρ.: Κι᾿ ατενοι ς πατριτες δν θέλησαν ν γένη ατό, τι κιντύνευε πατρς τότε, εχε νάγκη π καντιποτένιους νθρώπους κι᾿ χι π τν Δυσσέα πο τρεμε Τουρκιά, πο λεγαν πς εχε ξήντα χιλιάδες στράτεμα, κα εχε φτερ ες τ ποδάρια., και αλλού: Γυναίκα θ τν πάρεις μορόζα; – Μο λέγει, γυναίκα. – Σ θ τν πάρης γυναίκα, πάρε κα μίαν καντιποτένια, φτάνει ν εναι μορφη ν σ εκαριστάγη, τι σν πάρωμε μες τ βίον κ᾿ σ κείνη ξερή, τί τν θέλεις κα τί ζω θ ζήσης μ᾿ ατείνη κα μ τος συγγενες της κα μ τος χωργιανούς της; | Βλ. & καντιποτένιος ο.

καγκελίζω: κάνω καγκέλια. Πβ. Αίν.: «Απέσ᾿ σ᾿ σην μαύρην θάλασσαν οφίδιν καγκελίζει και σ᾿ σ᾿ οφιδί την κεφαλήν ο ήλον μαρμαρίζει» (το λυχνάρι – Κοτυόρα Πόντου).

καγκέλι το: ελικοειδής, κυκλική κίνηση, πορεία ζικ ζακ, φιγούρα σε χορό, στολίδι σε κέντημα ή υφαντό· είδος χορού. Το Καγκέλι ανήκει στην ομάδα των συρτοκαλαματιανών χορών και συναντάται σε όλη τη Ρούμελη. Ξεκινάει ήρεμα, σιγά-σιγά δυναμώνει και πάει πιο γρήγορα. Το Καγκέλι αρχίζει στο ρυθμό του Καλαματιανού (συνήθως με ρυθμό αργού Καλαματιανού) και ύστερα εξελίσσεται σε πιο γρήγορο ρυθμό. Είναι ο χορός που έχει πολύ ζωντανό και έντονο ρυθμό και όλοι οι χορευτές, όταν ο ρυθμός γίνεται γρήγορος, χορεύουν σκόρπια. Δημ.: Τι τρανός χορός θα γένει, σαν καγκέλι θα πααίνει. Ο Αραβαντ. αναφέρει καγκέλια τα: (zig zag), δι᾿ ων γίνεται η εις όρος ανάβασις | < πιθ. < κάγκελο < ελνστ. κάγκελ(λ)ον < λατ. cancell(um) -ον.

καγκελοφρύδα η: κοπέλα ή γυναίκα με όμορφα, καγκελωτά, γυριστά, τοξοειδή φρύδια. Αραβαντ.: καγκελλοφρύδα η: η έχουσα ωραίας οφρύς, κυρτάς και ως κιγκλίδας περικλείουσας τους οφθαλμούς. Εκ του κάγκελον, λατινικής λέξεως: δρύφρακτον ή εκ του κυγκλίς και οφρύς. Πβ. Σιδ.: Το φρύδι του Μητροπολίτη καγκέλωσε κι η φωνή του αγρίεψε.

καζαμίας ο: ημερολόγιο, καλαντάρι, το αλμανάκ· λαϊκό έντυπο με το ημερολόγιο της χρονιάς και διάφορες πληροφορίες και προβλέψεις που στηρίζονται στην αστρολογία | < ιταλ. Casamia -ς, όνομα φανταστικού αστρολόγου που έμπαινε ως τίτλος.

καζάνι το: μεγάλο και συνήθ. στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις, λέβητας, χύτρα, αποστακτήρας. Η εταιρεία μας κατασκευάζει καζάνια για τσίπουρο, αποστακτήρες για αιθέρια έλαια. Τα ρακοκάζανα του Νοεμβρίου στην Κρήτη. Παρ.: «Κάντο μου πρώτα στον τέντζερη κι ύστερα στο καζάνι.», «Όλοι σ᾿ ένα καζάνι βράζουμε.» | < τουρκ. kazan -ι.

καζανιά η: ποσότητα που χωράει σε ένα καζάνι. Η διαδικασία της απόσταξης ξεκινάει από τις πέντε το πρωί, όταν ακόμα δεν έχει ξημερώσει, για να προλάβουν έως την νύχτα να κάνουν όσες «καζανιές» χρειάζεται. | < Βλ. & καζάνι το.

καζάκα η: πλεκτή μπλούζα χωρίς μανίκια. Φορούσε μάλλινη καζάκα για το κρύο. Γιλέκα και καζάκες σε προσιτές τιμές. Καζάκες βαμβακερές και πλεκτές | < ιταλ. casacca.

καζακλάρας: μτφ.(;) ο σωματώδης, ψηλός και ατσούμπαλος. Πβ. Το παλιό Καζακλάρ, που εξελίχθηκε στο σημερινό Αμπελώνα, ως οικισμός δημιουργήθηκε στα 1423 περίπου, τότε που οι Οθωμανοί Τούρκοι με αρχηγό το Μουράτ Β’ είχαν επικρατήσει ολοκληρωτικά στη Θεσσαλία. Το παλιό Καζακλάρ φημιζόταν και για την καλή ράτσα των γαϊδάρων, αχώριστων συντρόφων στην καθημερινή βιοπάλη. Έτσι επικράτησε και η γνωστή μέχρι τις μέρες μας έκφραση «Καζακλαριώτικο γομάρι». Για την ετυμολογία του τοπωνυμίου «Καζακλάρ» διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις με πιθανότερη την προέλευσή του από το παλαιοσλαβικό kazaku ή το τουρκικό kazak που σημαίνουν, μεταξύ άλλων, τον αγένειο, τον ξυρισμένο άντρα· σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη, η τουρκική τοπωνυμία Καζακλάρ σημαίνει συνοικισμό ή ομάδα Κοζάκων και ίσως έχει την αρχή της σε ιστορικό γεγονός.

καζάντι το: η περιουσία, το χρηματικό όφελος, τα λεφτά, το βιος, κέρδος, τα πλούτη. Τα καζάντια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δημ.: Παιδιά, ποιός θέλει λεβεντιά, ποιός θέλει και καζάντι, / κρασί πολύ μην αγαπάει, μη τρέχει σε γυναίκες. Παρ.: «Ξένα πράματα δικά μας καζάντια.» Παπαδ.: …στις τν εχεν ποπλανήσει, κα το «εχε σηκώσει τ μυαλό, γι ν γυρεύ κι ατς ξενιτεις κα καζάντια, κ᾿ ρημις κα σκοτεινιές, κ᾿ τσι πλι πάει τ παιδί, σουρτούκεψε | < Βλ. & καζαντίζω.

καζαντίζω: μαζεύω κέρδη, πλουτίζω, κονομάω, ωφελούμαι, μτφ. φορτώνομαι, λ.χ. που την καζάντισες αυτή τη γρίπη. Παπαδ.: Α γειτόνισσες λεγον: «Εχε καζαντίσει τν νδρα της, καζάντισε τν κόρην της κα τν γαμβρόν της, τώρα δουλεύει γι ν καζαντίσ τ᾿ γγόνια της.» Στίχ.: Μια ζωή την έχουμε, κι αν δε την γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε. (Γιώργος Τζαβέλλας) | < μσν. καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) (γ᾿ εν. αορ. του kazanmak) -ίζω.

καζάσκα η: χορός όμοιος με το Σέρβικο ή Χασαποσέρβικο αλλά με μελωδίες σε ρωσικό ή σέρβικο χρώμα. Οι λατερνατζήδες, μπαίνοντας στο εργαστήρι του σταμπαδόρου απευθύνονταν προς τον μάστορα όταν ήθελαν ένα Σέρβικο ως εξής: «Μάστορα, βάλε μας μια Καζάσκα», ή «μια καλή Καζάσκα»Το Τας εκτελείται συνήθως με την μελωδία που λέγεται Καζάκσκα, η οποία είναι γνωστή σε άλλα μέρη της Ρωσσίας σαν Hopak. Οι κινήσεις είναι ακριβώς ίδιες με του τουρκικού χορού που λέγεται Sey Semil. Παρωνύμ.: Καζάσκας ο.

κάζο το: πάθημα, συμφορά, κασκαρίκα, δυσάρεστη, κακή εξέλιξη, ατυχία, ήττα, αποτυχία. Το «πάλεψε» αλλά αποκλείστηκε η Κύπρος – Μεγάλο «κάζο» για Ολλανδία. Ανέλαβε τις ευθύνες του… εν μέρει ο Γεωργιάδης μετά το μεγάλο κάζο | Βλ. & κάζο το.

καζούρα η: πειράγματα και φάρσες που αποσκοπούν στη γελοιοποίηση ενός προσώπου και που γίνονται ομαδικά και με πολύ θορυβώδη τρόπο (Τριαντ.) γελοιοποίηση, κράξιμο, κοροϊδία. Τσιφ.: Όταν έφυγε με τα χέρια αδειανά, ο λαός του ᾿κανε καζούρα στο δρόμο. Κι οι πολιτοφύλακες μαζευτήκανε έξω από το Παρλαμέντο να το προστατεύσουνε. Παπαγ.: Ο δημοκρατικός χαυνοπολίτης ή δημοπίθηκος καταπίνει μεγάλες ποσότητες καζουιστικής από τα χείλη θεσμισμένων προσώπων με αποτέλεσμα να συγχέει τη ρητορική πειθώ με την καζούρα | < πιθ. κάζο το < ιταλ. caso.

καθάριος -ια -ιο: καθαρός, ανόθευτος, αγνός, γνήσιος, ατόφιος. Αραβαντ.: καθάριο ψωμί: ο σίτινος απηνθισμένος άρτος και παν το αμιγές. Επίσης μτφ.: ειλικρινώς· «Σ᾿ αγαπώ καθάρια.» Λ.χ. Καθάριο ψωμί: με άσπρο αλεύρι, «καλό ψωμί.» Εδώ, οι μπάσοι μπορούσανε να ανοιχτούνε με την συνοδεία κιθάρας και να σιγουρέψουνε τους τενόρους με την καθάρια φωνή. Κολ.: …ήτον μελαψότερος, δυνατός, ογλήγορος, με ένα καθάριο άτι δεν τον έπιανες. Παπαδ.: Ο γέρων, αρτίως ξυραφισθείς, με τον μύστακα στριμμένον, με την βράκαν κοντήν, με υψηλά υποδήματα, με την ποδιάν καθάριον, ητοιμάζετο, φαίνεται, να κλείσει. Βαλ..: Eμπρός του στέκεται καμαρωμένο, / μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο, / άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά, / καθάριο αράπικο, το λεν Bοριά. Εφτ.: Τότες όμως η μανία του «λόγου» ζούσε ακόμα άδολη και καθάρια στις νερουλιασμένες εκείνες ψυχές. Τόσο καθάρια, που κι αν μερικοί τον κατάκριναν την πρώτη μέρα, τη δεύτερη όμως θέλοντας και μη τον αγαπούσαν, και την τρίτην πια τονέ θάμαζαν. Παρ.: «Ή παπάς παπάς ή καθάριος μυλωνάς.», «Έχε καθάριο πρόσωπο, για τους κακούς γειτόνους.», «Άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης.»| < αρχ. ελλ. κᾰθάρειος και καθάριος, -ον (καθαρός), λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αγαπά την καθαριότητα, καθαρός, τακτικός, κομψός, τακτικός, νοικοκυρεμένος, ηθικώς άμεμπτος. Βλ. & μάνα η.

κάθαρμα το: υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πάρα πολύ ανέντιμου ή ανήθικου· λέρα, καθίκι, τομάρι. «Το ρομάντζο των καθαρμάτων». Η πινακοθήκη των καθαρμάτων. Tα καθάρματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τσιφ.: Οι δουλέμποροι, που ήτανε όλοι καθάρματα κι εγκληματίες και δολοφόνοι, χωρίς καμιάν ανθρωπιά, είχανε οργανώσει το εμπόριο πολύ ωραία | < αρχ. κάθαρμα: μολυσμένο αντικείμενο που πετάγεται μετά τον καθαρμό, απόβλητος. Βλ. & δυάρα η.

καθίκι το: το φορητό ουροδοχείο για το σπίτι· μτφ. παλιάνθρωπος, μπατάκι, κάθαρμα, λέρα, άνθρωπος κακόβουλος και δόλιος, χωρίς αρχές. Από πότε γίναμε τόσο καθίκια; Ρε ανάλγητα καθίκια, πότε ο εργαζόμενος είχε το δικαίωμα να μην πάει στη δουλειά γιατί δεν είχε όρεξη; Ηπίτ.: καθήκι & καθίκι: το εν τοις δωματίοις δοχείον προς ούρησιν, συνήθ. το δοχείο της νυκτός | καθοίκι < μεσν. καθοίκιον: οικιακό αγγείο, κοινώς αγγειό και τσουκάλι | < πιθ. κάθομαι ή κατά τον Κοραή «από του αχρήστου καθέω τον άχρηστον παρακείμενον καθήκα παράγεται το καθήκιον.»· ο Μπαμπινιώτης ετυμολογεί το καθοίκι < μεσν. < καθ- (< κατα-) + -οίκι < οίκος, οπότε η λ. θα δήλωνε το ιδιαίτερο αυτό οικιακό σκεύος.

καθισιά η: η μια φορά που καθόμαστε να κάνουμε κάτι· η κατσιά, βλ.λ. Έφαγε στην καθισιά του μια πιπεριά Bhut Jolokia. Είναι 400 φορές πιο καυτερή απ’ το ταμπάσκο. Πώς τρως 12.000 θερμίδες στην καθισιά! Έσφαξε δώδεκα αρνιά στην καθισιά του! Μπορούσε να τρώει αργά το βράδυ 7 κομμάτια πίτσα στην καθισιά της.

καθισιό το: κατσιό, κάτσιμο, αργία, τεμπελιά, σχόλη. Καρκ.: ναύτης δν εναι πλασμένος γι τ καθισιό. Ζωή του εναι φουρτούνα, τ πέλαγο· θάνατός του γαλήνη. Μν τν φίνεις ν συλλογιέται, γιατ τν χασες.

καθόρι το: η απότομη ξαφνική και δυνατή βροχή, με σχετικά μικρή διάρκεια, πυκνή, κάθετη βροχόπτωση, ώστε να μην βλέπεις μπροστά σου. Έριξε γερό καθόρι, πνίγηκε ο τόπος | < πιθ. κάτω.

καθούμενος -η -ο: αυτός που κάθεται, είναι σε αργία· καθούμενα τα: χρήματα στην άκρη, οικονομίες, αποταμιεύσεις. Τον χτύπησε στα καλά καθούμενα: εκεί που δεν το περίμενε, αναπάντεχα, ενώ όλα ήταν καλά, εντάξει. Παρ.: «Άδειος και καθούμενος., τα ‘σπαζε και τα ‘ραβε.»

καϊάς ο: γκρεμός. Σιδ.: …έβλεπες τους καϊάδες απότομους, που αν ζύγωνες κάτω στα ποδάρια τους φοβόσουν και σε πιανόταν ο σβέρκος να τηράς τις κορφές τους.

Καϊλάρια τα: η Πτολεμαίδα Κοζάνης, αλλιώς Καρατζόβα, όπως λεγόταν επί οθωμανικής κυριαρχίας. Λιούφ.: …εξαιρετικώς λοιπόν στην επαρχία της Κοζάνης έμελλε να διεξαχθεί πάλη πεισματώδης, αφού οι άλλες επαρχίες, εκτός από τα Καϊλάρια, υπερείχαν αρκούντως κατά το χριστιανικό στοιχείο.

καϊπώνω: κρύβω, εξαφανίζω, καταχωνιάζω. Τα καϊπώνει όλα στο υπόγειο | < Βλ. & καΐπ(ι) το.

καϊπώνομαι: κρύβομαι. Πού καϊπώθηκες και δε σε βλέπω; | < τουρκ. kayıp.

καΐπ(ι) το & καΐπωμα το: η εξαφάνιση, κρύψιμο | < τουρκ. kayıp.

καΐσι το: βερίκοκο, ζέρδιλο | < τουρκ. kayisi.

καΐμακάνος ο: αρχηγός ομάδας, επικεφαλής. Παπαευαγγ.: Αμ. κι τι δε δουκιούμι.! Του Νίκου του Βέλλιου …που τουν είχαμι καΐμακάνου στου μαχαλά κι ας μας ζαλίκουνει απ᾿ του προυσήλιου τ᾿ Αη-θανάση μι κέδρα κι αυτός καμάρουνει μι του νταλαμπότι [σ.σ. μάρκα τσεκουριού] | < πιθ. τουρκ. τουρκ. kaymak: η αφρόκρεμα, αυτό που βγαίνει στην επιφάνεια κατά το βρασμό.

Κάκας ο: Αθανάσιος, Νάτσιος, Νάσιος, Σιάκας.

κακάβι το: ο τέντζερης. Ο τέντζερης, κανονικά, έχει στόμιο μεγαλύτερο από τον πυθμένα, ενώ το αντίθετο παρατηρούμε στο κακάβι· εκτός από το κάπως στενότερο στόμιο του κακαβιού, ο τέντζερης δεν φέρει αρβάλι, τοξοειδή λαβή αλλά δύο χερούλια. Βλ. & αρβάλι το, σαγάνι το.

κακαϊδού η: απεριποίητη, άσχημη γυναίκα. Παρ.: «Προίκα από χίλια πέρπερα και κακαιδού αν πάρεις, / τα χίλια παν, δεν έρχονται, κι η κακαιδού απομένει.»

κακαρώνω: πεθαίνω, πέφτω του πεθαμού, τεζάρω, τα κοτσώνω. Μτχ. κακαρωμένος -η -ο. ΦΡ. Τα κακάρωσε: πέθανε, τα τίναξε. Τσιφ.: Kι άμα τα κακάρωσε ο Tυνδάρεω, ο Mενέλαος μαυρόκλαψε δήθεν και έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι ένα κομμάτι από τη Mεσσηνία. Ηπίτ.: κακκαρόνω: κυρίως σημαίνει αποθνήσκω έξαφνα και διά μιάς, επομένως ξηραίνομαι, ψύχομαι όπως ευρεθώ, καθώς λ.χ. οι αποθνήσκοντες εκ του ψύχους, άρα ψύχομαι, ξεπαγιάζω, ναρκούμαι, μουδιάζω, αποθνήσκω εκ του ψύχους· τα εκακκάρωσε: απέθανε· κακκάρωμα το: η πράξις του κακκαρόνειν, η ψύξις, νάρκη, νάρκωσις, μούδιασμα, θάνατος (εκ ψύξεως) | < αρχ. καρώ < ουσ. κάρος: αναισθησία, νάρκη.

κακαλίγκα η: το ρόδι (Κοζάνη).

κάκιωμα το: μάλωμα, έριδα, δυσαρέσκεια. Να μην την αντιπαρέρχεται, να μην τη «σνομπάρει» αλαζονικά, να μην αντιδρά με συμπλεγματικά «κακιώματα

κακιώνω: θυμώνω, γίνομαι κακός με κάποιον, του κρατάω μούτρα, κακία, σκυθρωπιάζω, είμαι δυσαρεστημένος, δύσθυμος. Δημ.: Τασιά, μωρή Τασιά, γιατί μας κάκιωσες, / μας είσαι κακιωμένη βαριά βαλαντωμένη. Καβ.: Την περιέργειάν του είλκυσε / κομμάτ᾿ η Εκκλησία· να βαπτισθεί / και να περάσει Χριστιανός. Μα γρήγορα / την γνώμη του άλλαξε. Θα κάκιωνε ασφαλώς / με τους γονείς του, επιδεικτικά εθνικούς. Δημ.: Το πουλί μου, το πουλί μου, κακιωμένο είναι μαζί μου. Παρ.: Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, / μα αν τύχει και κακιώσει, μες το χιόνι θα μας χώσει.», πβ. «Το δανεικό του γείτονα και κάκια μην του έχεις.» Βλ. & μπάκακας ο.

κακοζώητος -η -ο: αυτός που έχει ζήσει δύσκολη, κακή ζωή, κακοζωισμένος. Αραβαντ.: κακοζώητος ο: ο εν δυστυχία ζων.

κακοκαρδίζω: στενοχωρώ, δυσαρεστώ, απογοητεύω· αντίθ. καλοκαρδίζω· φοβάται ότι θα κακοκαρδίσει τον φίλο του. Βλ. & φασκιά η.

κακοπέφτω: πέφτω σε κακό, σε ατυχία, μπλέκω άσχημα. Βαμβ.: Ήμουν ο πρώτος να πούμε, κι είχα κακοπέσει με την παντρειά που είχα πάρει αυτήν την ελεεινή.

κακορίζικος ο: άνθρωπος με κακό ριζικό, κακομοίρης, δυστυχισμένος, κακότυχος, κακοφτιαγμένος, ιδιότροπος. Εφτ.: Γκρεμσου, κακορζικε, μεμις π᾿ τ νησ μου· / καλ δν τ ᾿χω ν δεχτ κα ν ξεπροβοδσω / νθρωπο πο ο μακαριστο θεο τν κατατρχουν. – Βρήκε λοιπόν η κακορίζικη ζούλια των Εθνικών προστάτη και σύμμαχό της την πιο κακορίζικη πολιτική των Ρωμαίων, κι άναψε αμέσως η φοβερή η φωτιά, άρχισαν οι μεγάλοι κατατρεγμοί. Παρ.: «Ο Θεός του κακορίζικου, κακή βουλή του δίνει.», «Όταν ξυπνούν οι καλορίζικοι, δειπνούν οι κακορίζικοι.», «Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει.»

κακοσύνη η: η κακία. Παρ.: « Είδες δόξα (: ουράνιο τόξο) την αυγή, κακοσύνη το βραδύ, είδες δόξα το βραδύ, καλοσύνη την αυγή.»

κακοτοπιά η: κακός, δύσβατος, επικίνδυνος, επισφαλής τόπος, μέρος, κατάσταση που κρύβει κινδύνους. Τσιφ.: …φεύγοντας τις κακοτοπιές του μεγάλου ποταμού κατέβηκαν να ζητήσουν θέση στα βυζαντινά εδάφη.

κακουλές ο: το κάρδαμο.

κακοφάγανος -η -ο: επιθ. αυτός που δεν τρώει όλα τα φαγητά, είναι πολύ επιλεκτικός.

κάκτα η: το καρύδι, κοκόσα (Γρεβενά).

κάκω η: ηλικιωμένη γυναίκα, θεία, γιαγιά. Αραβαντ.: κάκω η: ούτω καλούσιν οι αστοί την γραίαν χωρικήν. Το αρσενικόν μπάσιος.

κάκητα η: κακία. Καζαντζ.: …κάμποσοι διαβάτες είχαν σταθεί και κοίταζαν με κάκητα τον πλούσιο πραματευτή καί τον κουρελιάρη γιο του.

κακομοίρης ο & κακομοίρα η: χαρακτηρισμός που τον χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σε κπ. που έπαθε κάποια ατυχία ή που αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία και για να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας, κυρίως `     με επανάληψη του άρθρου πριν από το ουσιαστικό (Τριαντ.) Παρ.: «Κάλλιο χήρα κακομοίρα, παρά κακοπαντρεμένη.» Καβ.: Κ᾿ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης / και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο, / έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει | < μσν. κακομοίρης < κακο- + μοίρ(α) -ης· κακομοίρ(ης) -ούλης.

κακοσταύρωμα το: η κακή, ατυχής συνάντηση με κάποιον. Βλ. & σταυρώνω.

καλαμάρι το: μελανοδοχείο. Στίχ.: Βαστάει εικόνα και / ζαχαροκάντιο ζυμωτή / χαρτί και καλαμάρι / δες και με το παληκάρι, (Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά, παραδοσιακά κάλαντα). Παρ.: «Δώδεκα κοτζαμπάσηδες, δεκατρία καλαμάρια.» Δημ.: Ποιός είναι αυτός που τραγουδεί τώρα το βράδυ βράδυ / που ξύπνησε τα εννιά χωριά τα δέκα βιλαέτια / που ξύπνησε μιά καλογριά μέσα από το κελί της / που βάσταζε στα χέρια της χαρτί και καλαμάρι | καλαμάρι (από το μαύρο υγρό που αφήνει και από την ομοιότητα του σχήματος με τα παλιά μελανοδοχεία) < μσν. καλαμάρι < καλαμάριον < αρχ. κάλαμ(ος): πένα από καλάμι.

καλαμίδι το: χτύπημα, κλωτσιά στο καλάμι του ποδιού· φλογέρα, σουραύλι του βοσκού· εργαλείο των ψαράδων, αποτελείται από ένα μακρύ, συνήθως καλαμένιο ραβδί, από τη μία άκρη του οποίου κρέμεται η ορμιά με ένα ή πολλά αγκίστρια· εξάρτημα του αργαλειού. Βλ. & τζιράδι το.

καλαμπαλίκι το: γλέντι, γιορτή, φασαρία, οχλαγωγία· πλήθος από αντικείμενα που είναι σκόρπια εδώ και εκεί ή πολλές μικροαποσκευές (Τριαντ.)· καλαμπαλίκια τα: μτφ. οι όρχεις του ανδρός. Σκουζές: -Έλα μαζί μου, μου λέγει, θα φορτώσω λεμόνι διά Σμύρνην. Πού τα έχεις τα καλαμπαλίκια σου; μου λέγει. Eγώ του είπα: -ιδού εγώ και τα καλαμπαλίτζια μου. Ηπίτ.: καλαμπαλίκι το: το πλήθος και εν γένει η συσσώρευσις, η σύγχυσις, θόρυβος, ταραχή, αι αποσκευαί και μτφ. τα αιδοία του ανδρός, οι όρχεις. Παρ.: «Καλαμπαλίκι στο χάνι, νερό στα φασούλια.» Βαμβ.: Στο γάμο μάγκα να `σουνα / να δεις καλαμπαλίκι / σαν να `μουνα υπόδικος / και περιμένω δίκη | < τουρκ. kalabalιk -ι.

καλαμώνας ο: μέρος που φυτρώνουν πολλά καλάμια, καλαμιές. Παπαδ.: Αλλ᾿ όπισθεν των καλαμώνων, επί της αντιπέραν όχθης, ήμισυ μίλιον μακράν, ήτο χωμένος από δύο ωρών, αφανής, ο παιδικός φίλος σου, ο Χριστοδουλής | < μσν. καλάμι(ν) < ελνστ. καλάμιον υποκορ. του αρχ. ελλ. κάλαμος.

καλάι το: καθαρός κασσίτερος που χρησιμοποιείται για το γάνωμα χάλκινων σκευών· μείγμα κασσίτερου και μολύβδου, που χρησιμεύει ως συγκολλητικό μετάλλων (Τριαντ.) Πάλλ.: Και πήρε την πλουμόφτιαστη κορμοσκεπάστρα ασπίδα, / ώρια άσπαστη, π᾿ ολόγυρα θενάχε ως κύκλους δέκα / χαλκένιους, κι είκοσι καρφιά από καλάϊ σπαρμένα (καλήν, ν πέρι μν κύκλοι δέκα χάλκεοι σαν, / ν δέ ο μφαλο σαν είκοσι κασσιτέροιο Όμηρος) | < τουρκ. kalay < αραβ. qala.

καλαϊτζής ο: τεχνίτης που δουλεύει το καλάι, τον λευκοσίδηρο, γανωτής, λευκοσιδηρουργός | < Βλ. & καλάι το.

καλαμάρι το: μελανοδοχείο. Τα είπε χαρτί και καλαμάρι: κάποιος που άκουσε, έμαθε κάτι, έπιασε και έγραψε στο χαρτί και τα μετέφερε με κάθε λεπτομέρεια, επακριβώς, αναλυτικά, χωρίς να παραλείψει τίποτα· κάλαντα πρωτοχρονιάς: Βαστά εικόνα και χαρτί / χαρτί και καλαμάρι, / δες και με, δες και με το παλικάρι. Οι μαθητές του Γυμνασίου είχανε τη συνήθεια, μόλις τέλειωναν τα μαθήματα και οι εξετάσεις, να σπάζουνε τα καλαμάρια στον τοίχο του σχολείου, πετώντας τα από μακριά | < μσν. καλαμάρι < καλαμάριον < αρχ. κάλαμ(ος): πένα από καλάμι -άριον.

καλαντάρι το: ημερολόγιο, ημεροδείκτης. Τα καλαντάρια των μηνών. Αναβίωσαν και φέτος με μεγάλη επιτυχία τα Καλαντάρια στη Λιβερά Τραπεζούντας. Ίδιας σημασίας με τον Καζαμία είναι τα διάφορα καλαντάρια, επετηρίδες και almanach’s. Γκοτζ.: Η βάβω όμως θυμόταν αυτά τα ιερά λόγια, τα συγκρατούσε στο νου της μαζί με τις άπειρες γιορτές και το τυπικό τους – ζωντανό καλαντάρι | < μσν. καλαντάριον (πβ. Καλεντάριον, κάλαντα, καλένδες) < μσνλατ. calendarium < λατ. calendarium: κατάλογος των χρεών (επειδή οι τόκοι πληρώνονταν την πρώτη του μηνός).

καλαφατίζω: γεμίζω τα διάκενα των αρμών με το κατάλληλο υλικό και τα στεγανοποιώ με πίσσα. Ηπίτ.: καλαφατίζω (διάλεκτ. Κύμης): επιδιορθώνω το πλοίον και κυρίως εισάγω στυπίον, (στουπί) εις τας ανασφαγαίς, ήτοι: εις τα μεταξύ των μαδερίων ανοικτά μέρη και κατόπιν ρίπτω πίσσαν. Αίν.: «Μπαίνω, βγαίνω στον οντά και κοντογονατίζω, βγάζω τον καμπά ζουρνά και σε καλαφατίζω.» (το σεντούκι – Μακεδονία) | < μσν. καλαφατίζω < καλαφάτ(ης) -ίζω. Βλ. & λόξα η.

καλαφάτης ο: τεχνίτης που καλαφατίζει. Παπαδ.: Και οποία στρατιά ανθρώπων ετέλει υπό τας διαταγάς του! Ο πλοίαρχος, οι βοηθοί του, οι πριονισταί, οι πελεκηταί, οι μαραγκοί και οι καλαφάται! | < Βλ. & καλαφατίζω.

καλέμι το: είδος γλυπτικού εργαλείου για την επεξεργασία ξύλου ή μετάλλου. Αφού τα σχέδια ζωγραφιστούν πάνω στην επιφάνεια, γίνονται τρισδιάστατα σκαλίζοντάς τα με καλέμι. Είναι η καλεμιστή τεχνική ή «repousse». Το μαχαίρι αλλάζει θέσεις στην πίσσα ανάλογα με την πλευρά που σκαλίζεται. Όταν σκαλίζεται η μια πλευρά, η άλλη πρέπει να είναι μέσα στην πίσσα. Αφού τελειώσει το καλέμισμα, η θήκη ζεσταίνεται για να φύγει η πίσσα και καθαρίζεται. Ο καλεμιστής χειρίζεται μέχρι και 40 διαφορετικά καλέμια για να δώσει στο ασήμι αισθητικά άρτια και λεπτομερή διαμόρφωση. | < τουρκ. kalem < αραβ. kalam < ελλ. κάλαμος ο.

καλέσια η: λευκή προβατίνα με ασπρόμαυρο πρόσωπο. Ηπίτ.: καλέσια η: (προβατίνα) ούτω καλείται η λευκόθριξ μεν επί του άλλου σώματος, μελανόθριξ δε και λευκόθριξ αναμίξ επί του προσώπου· (διάλεκτ. Ηπείρου), προβατίνα. Ήτις έχει υπό τους οφθαλμούς χρώμα τι μαύρον, και καλέσιο: το πρόβατο, κριάρι | πιθ. < καλός: όμορφος, ωραίος.

καλεσοχάρτι το: το προσκλητήριο. Πβ. Αραβαντ.: καλέστρα η: πρόσκλησις εις γάμον ή συμπόσιον.

Καλλέπω η: Καλλιόπη.

καλημερούδια τα: καλημέρες, καλημέρα.

καλησπερούδια τα: οι καλησπέρες, καλησπέρα. Βάρν.: Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός / μπρος στο κάθε τραπεζάκι. «Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε»! / – Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε; | < καλησπέρα < καλή + εσπέρα.

καληώρα η: καλή ώρα, λέγεται για κάποιον ή κάτι που απουσιάζει, δεν είναι παρόν. Αραβαντ.: καληώρα η: του επί προσφιλούς ατόμου απόντος, ούτινος εμνήσθη τις κατά την συνδιάλεξιν. Και η φράσις κόβει χοντρές καληώρες, επί μεγαλοκαυχούντος ή μωρολογεί.

καλικαντζούρα η: μεγάλο θαλασσινό πουλί· μτφ. μουτζούρα στο γράψιμο, κακογραμμένη λέξη ή γράμμα. Πβ. Παπαδ.: Εάν έβλεπέ τι, έβλεπε τας ασπρομαύρους καλλικατζούνας, μεγάλα θαλάσσια όρνεα, τα οποία επί των ανεχόντων μέσω του κύματος σκοπέλων, εις απόστασιν οργιών τινων από της ξηράς, πολλοί εξέλαβον μακρόθεν ως γυναίκας ανασφουγκωμένας και ασπρομαυροβολούσας, αίτινες ησχολούντο να βγάλουν πεταλίδας, κύπτουσαι επί των βράχων.

Κάλλιανη η: η Αιανή της Κοζάνης. Λιούφ.: …έτσι, παρακαλείται ο Καπουκεχαγιάς να ενεργήσει προς έκδοση φιρμανίων για τις εκκλησίες Λαβανίτσας και Γκόμπλιτσας, αφού είχε ετοιμαστεί ήδη τέτοιο φιρμάνι για τον ναό του Αγ. Γεωργίου στην Κάλλιανη.

κάλλια & καλλιότερα: καλύτερα, προτιμότερα. Παρ.: «Κάλλια γαϊδουρόδεμα παρά γαϊδουρογύρεμα.», «Κάλλια δέκα κάρβουνα παρά χίλια πρόβατα.», «Κάλλια διάβολο μανάρι παρά θηλυκό χαϊδάρι.», «Κάλλια εκεί που κατουράνε, παρά εκεί που πελεκάνε.», «Κάλλια κόρη πεθαμένη παρά κακοπαντρεμένη.», «Κάλλια λάχανα με γλύκα παρά ζάχαρη με πίκρα.», «Κάλλια πέντε μέρες πέτος, παρά δέκα μέρες κότα.», «Κάλλια αφέντης ενός άσπρου παρά χίλιων άσπρων δούλος.» Περρ.: …και πάλιν τον ξανάβαλα εις το προτερινόν ναζάρι μου (εύνοιάν μου) με το να είναι τζιράκι εδικόν μου· όθεν και σεις να τον ηξεύρετε και να τον έχετε όπως πρωτύτερα, και καλλιότερα | < αρχ. ελλ. κάλλιον: συγκριτικός βαθμός του επίρρ. καλῶς.

Καλλιόπη η: στη γλώσσα των στρατιωτών, το αποχωρητήριο στους στρατώνες, η αγγαρεία, υπηρεσία στις τουαλέτες | < αρχ. ελλ. Καλλιόπη, η μούσα της επικής ποίησης, περιπαιχτικό σημερινό δάνειο στην αγγλ. calliope < αρχ. ελλ. Καλλιόπη: πρωτόγονο μουσικό όργανο με σφυρίχτρες που λειτουργούν με αέρα.

Καλλίνα η: γυναικείο βαπτιστικό (:όμορφη, ωραία, καλή)· Πβ. παραγκώμι Καλλίτσας | < πιθ. κάλλος, -εος, Αττ. -ους, τό (καλός): ομορφιά

κάλισσα η: άπρη προβατίνα, με μαύρα στίγματα, σημάδια στο κεφάλι | < πιθ. καλή.

Καλλιφρόνη η: γυναικείο βαπτιστικό.

καλιακούδα η: πουλί με μαύρο πτέρωμα, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια· κάργια, κολοιός. Ηπίτ.: κολοιός ο: η κοινώς καλιακούδα, είδος πρηνών εις το είδος των κοράκων ανήκον· έχει μέγεθος εώς περιστεράς, διακρίνεται των κοράκων διά του βραχέος, ισχυρού, και ολίγον άνω κεκκαμένου ράμφους, είναι δε άνω μεν μέλας, κάτω δε μελανόφαιος. Δημ.: -Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα – Τα μαύρα μάτια τα ᾿χουνε αρνιά και καλιακούδες / τα γαλανά τα έχουνε ούλες οι αρχοντοπούλες | < ίσως κολοιακούδα < κολοιακούδ(ι) -α < κόλοιακ(ας) -ούδι < αρχ. ελλ. κολοι(ός) -ακας.

καλιγοσφύρια τα: τα εργαλεία του πεταλωτή. Δημ.: Τώρα Μαϊά, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι τώρα κι ο ξένος βόλισε να πάει στα δικά του. Βάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια και τα καλιγοσφύρια του αγνί μαργαριτάρι | < Βλ. & καλιγώνω.

καλιγώνω: πεταλώνω, βάζω πέταλα, μτφ. «οπλίζω», ενισχύω για κατασκευές. Για να καλιγώσουμε ένα ζωντανό, πρώτα κοιτάζουμε τα νύχια, εάν είναι μακρυά, τα κόβουμε με το κοπίδι και το σφυρί επάνω, για να φύγει το πολύ. Δημ.: Τώρα το Μάη, τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι, / τώρα λεβέντης βούλησε στην ξενιτειά να πάει, / νύχτα σελώνει τ᾿ άλογο, νύχτα το καλιγώνει, / βάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια. – Αφέντη μου, αφεντάκη μου / πέντε φορές αφέντη, / πέντε κρατούν την μούλα σου / και δέκα καλιγώνουν. Ο άρχοντας αυτός είχε δρόμο καλιγωμένο με πέτρες, από το σπίτι του μέχρι την Αγία Παρασκευή, όπου εκκλησιάζονταν. Παρ.: «Η αλεπού, βλέποντας να καλιγώνουν τ΄ άλογο, σήκωσε κι αυτή το ποδάρι της.» | < λατ. caliga: στρατιωτικό υπόδημα.

κάλλιο: επίρρ. καλύτερα, προτιμότερα. Βλ. & σώγαμπρος ο, αγριλιά η, βούκεντρο το, γροσού η.

κάλλιος -ια -ο: καλύτερος. Βλ. & συμπέθερος ο.

καλκάνι το: η κουρούνα, είδος κορακιού, μικρότερο σε μέγεθος, με τοξοειδές ράμφος. Βλ. & κοράνι το.

Καλντάδες οι: παλιά ονομασία του χωριού Προσήλιο Κοζάνης. Βλ. & Ορτάκι το.

καλντερίμι το: λιθόστρωτος δρόμος, επίστρωση ενός δρόμου με ακατέργαστες πέτρες. Χατζ.: Καθώς ο δρόμος, το καλντερίμι, στένευε εκεί, οι δυο πόρτες οι αντικριστές, του περίβολου της εκκλησιάς και της θειας μας της Αγγελικής, γίνονταν ένα είδος σαν πύλη του μαχαλά, το διάβα. Σκαρ.: …τούτος και κάνα δυό άλλοι όμοιοι του και προκομένοι· ούλο το χωριό κ᾿ οι δρόμοι, τα καλντερίμια κ᾿ η πλατέα, αντήχαε από τους ήχους της ξεφουσάρας του. Καζαντζ.: …σπίθες βγάζει η φοράδα του πατέρα στα καλντιρίμια. Στίχ.: Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν / να που δεν ξέρουν τι ᾿ναι πόνος και καημός, / πώς κλαίει ο άνθρωπος που τα όνειρά του τώρα σβήσαν, / πόσο πικρός του κόσμου ο κατατρεγμός -.. το καλντερίμι ένας ατέλειωτος καημός (Αλέκος Γαλανός) | < τουρκ. kaldιrιm -ι. Βλ. & σπιούνος ο, κρήνη η.

καλόβολος -η -ο: δεκτικός, συνεργάσιμος, φιλόξενος, καλόκαρδο· για άτομο που είναι ευπροσάρμοστο και συνεννοήσιμο, που αντιμετωπίζει εύκολα και θετικά ανθρώπους και καταστάσεις (Τριαντ.). Φαίνομαι καλόβολη, αλλά δεν είμαι. Μεγαλώνοντας ένα καλόβολο μωρό! Αισχύλ.: …τη μάνα Γη γλυκειά θροφό μας· / γιατ᾿ είν᾿ αυτή, πού όταν μικροί σερνόσαστ᾿ έτσι / στο καλόβολο χώμα της, πάνω της όλο / φορτώθηκε το βάρος της αναθροφής σας / και πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους. (Γρυπάρης) | < καλο- + βολ(ή) -ος.

καλογεννούσα η: γυναίκα που γεννάει καλά, πολλά παιδιά. Παρ.: «Η καλογεννούσα η μάνα, νικά το χάρο.» & «Η καλογεννούδα η μάνα νικάει το χάρο.»

καλογερική η: η ζωή του καλόγερου, το να ζει κάποιος ως καλόγερος, μοναχός. Πβ. Καλογερική διατροφή για να χάσετε κιλά. Παπαγ.: Εγώ αυτό το σέβομαι. Πιστεύω ότι η καλογερική είναι βαριά, γιατί ο άλλος πληρώνει με τη ζωή του μια πίστη. Παρ.: «Είναι βαριά η καλογερική

καλογνωμιά η: καλή γνώμη, σύνεση, φρόνηση, αρετη. Εφτ.: Η Βασιλική, που αντιφέγγει ο ουρανός μες στα μάτια της, η σείστρα κι η λυγίστρα εκείνη, που δεν έχει μήτε την καλογνωμιά, μήτε τη νοικοκυροσύνη του Θανασού. Παρ.: «Καλογνωμιά και ομορφιά θέλουν ταπεινοσύνη.»

καλοθελητής ο: ο πρόθυμος, αυτός που θέλει το καλό, να βοηθήσει· λέγεται συνήθως ειρωνικά, για τον επίβουλο, αυτόν που αποκρύπτει τα πραγματικά κίνητρα των πράξεών του πίσω από γενικότητες για το «καλό». Καλοθελητές ψιθυρίζουν κουτσομπολιά. Ας σταματήσουν οι καλοθελητές να εμπλέκουν το πρόσωπό μου. Καλοθελητές που ρίχνουν λάσπη. Εφτ.: Μα και τα υλικά ωφελήματα των ξένων εκείνων καλοθελητάδων, όσο βασιλικά και να ήτανε, δεν ξαναφέρανε στον τόπο και την καλοτυχιά εκείνη που μονάχα βλαστίζει με τ᾿ άλλα καλά της χρυσής λευτεριάς.

καλομάθητος -η -ο: καλομαθημένος. Παρ.: «Αλιά απ΄τον καλομάθητο, όσο να κακομάθει.»

καλόμοιρος -η -ο: που έχει καλή μοίρα, τύχη. Δημ.: Καλά τόχουνε τα βουνά, καλόμοιρ᾿ είν΄οι κάμποι, / που χάρο δεν παντέχουνε, χάρο δεν καρτερούνε / το καλοκαίρι πρόβατα και το χειμώνα χιόνια.

καλοπερασιά η: η καλοπέραση. Παπαδ.: Προς τι να υποχρεώνεσαι, του είπε, «μπάρμπα», να κοιμάσαι στο ξένο κατώγι, αφού «καλλίτερα για σένα» σ᾿ έδιωξεν η γυναίκα σου; έλα να κοιμάσαι μέσ᾿ το κόττερο, κάτω στην πλώρη, που κάνει μεγάλη ζέστη, ζέφκι και καλοπερασιά.

καλομοίρης ο & καλομοίρα η: με καλή μοίρα, ριζικό, τυχερός. Παρ.: «Ο τελευταίος, για καλομοίρης για κακομοίρης.», «Τα μυαλά σου και μια λίρα να χορεύει η καλομοίρα.», «Αργομοίρα, καλομοίρα.»

καλορίζικος -η -ο: καλότυχος, λέγεται συνήθως ως ευχή με την ευκαιρία ενός ευχάριστου γεγονότος, που θεωρείται απαρχή μιας καινούριας ζωής, μιας νέας περιόδου (Τριαντ.). Παρ.: «Ο που ’ναι καλορίζικος γεννά κι ο κόκοράς του.» | < μσν. καλορίζικος < καλο- + ριζικ(ό) –ος.

καλοσυνεύω: καλυτερεύω, γίνομαι καλύτερος. Χαριτολόγησε μαζί του και καλοσύνεψε. Επτά μέρες κι επτά νύκτες στην ακμή του χειμώνα καλοσυνεύει ο καιρός. Παρ.: «Δεν το ᾿χω γιατί θα πνιγώ, όσο το ᾿χω που θα καλοσυνέψει ο καιρός.» | < καλοσύνη.

καλότια: ως επίρρ. λέγεται για κάποιον που θεωρείται πως έχει καλή τύχη. Καλότια σ᾿ τέτοια γυναίκα! | < πιθ. καλότυχα.

καλούδι το: συνήθ. πληθ. καλούδια: δώρα, γλυκίσματα, φαγητά κτλ. που προσφέρονται συνήθ. σε παιδιά· καλά, χρήσιμα πράγματα. Τα μοναδικής νοστιμιάς καλούδια του τόπου μας. Νηστίσιμα γλυκά και αλμυρά καλούδια. Ελληνικά καλούδια. Παπαδ.: …να οδηγήσει τα δύο-τρία εξ αυτών «εις το σκολειό», να τους τάξει κοφέτα, λουκούμια, και χίλιων λογών «καλούδια» διά να τα «ταιριάσει» και τα καταφέρει να πάγουν. – Εχεν κόμη τν πόθον τς πατρίδος, κα τν μνήμην τς Μυρσούδας – κι κόμη δύο τρες φορς στειλε γράμμα, δν στειλεν μως στολίδια κα καλούδια τς μνηστς του. Καζαντζ.: …κι είναι ίσια ίσια σήμερα το ταγάρι μας γεμάτο καλούδια. Να φάμε τουλάχιστο πρωτύτερα;

καλμάρω: ηρεμώ, βρίσκω ψυχική ηρεμία, γαλήνη, μερώνω, χαλαρώνω, ανακουφίζουμαι· μειώνω την ένταση κάποιου φαινομένου. Με «προσκλήσεις διαλόγου» επιδιώκει η κυβέρνηση να καλμάρει τους αγρότες. Τα κεντρικά κοινοβουλευτικά στελέχη του κόμματος προσπαθούν να καλμάρουν τους βουλευτές της συμπολίτευσης, ώστε αύριο, στην τελική ψηφοφορία για το πολυνομοσχεδίου, να μην υπάρξουν εκπλήξεις. Κάτω από το γιουχάρισμα του συγκεντρωμένου κόσμου, ενώ οι «ομάδες περιφρούρησης» προσπαθούσαν να καλμάρουν τα πνεύματα.. Έχει ταλέντο, απλώς κάποιες φορές πρέπει να το καλμάρει. Κάποιος να καλμάρει τον Κώστα. | < ιταλ. calmar(e) -ω.

καλομάνα η: καλή, τυχερή μάνα. Παρ.: «Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο να ‘ν’ κορίτσι.», «Της καλομάνας το παιδί σ’ εννιά μήνες περπατεί.»

καλούμπα η: ο σπάγγος του χαρταετού, που είναι τυλιγμένος σε ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου. Πολύ αέρα έχει σημερα, φέρτε καλούμπες να πετάξουμε ψηλά τον αετό μας. Ηπίτ.: καλούμπα: αγαθίς, τολύπη, σπάγγος περιεστραμμένος εις μικρόν ξυλάριον | < αντδ. < ιταλ. ή βενέτ. caloma, caluma: επιβράδυνση του καραβιού με δέσιμο σκοινιού < υστλατ. calauma < chalagma < ελνστ. χάλασμα: χαλάρωμα.

κάλπα η: ο καλπασμός, γρήγορο τρέξιμο. Έριξε μια κάλπα μέχρι το ριζό. Πβ. σάλπα η: το σαλπάρισμα | < ελνστ. καλπασμός.

καλπάκι το: γούνινος ή τσόχινος σκούφος. Η μάχη στο Καλπάκι έδειξε στους Ιταλούς πως δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση το πέρασμά τους στην Ήπειρο | Πάλλ.: Σα μ᾿ άκουσε ένα απ᾿ τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει και το φαρμάκι χύνει: «Ποιός είναι αυτός, και πώς τον λέν, που συμβουλές μας δίνει;» (σ.σ. καλπάκια φορούσαν οι άρχοντες του τόπου -συνήθως οικονομικά ευκατάστατοι- προεστοί, πρόκριτοι ή κοτσαμπάσηδες) | < τουρκ. kalpak. Βλ. & τζουμπές ο

καλπουζάνης ο: απατεώνας | Βλ. & καλπουζανιά η.

καλπουζανιά η: απάτη, δολιότητα, πλαστογραφία, παραχάραξη. Μία ώρα με σκάνδαλα, κομπίνες, αγυρτείες, καλπουζανιές, κόλπα, λαμογιές, λοβιτούρες, ματσαράγκες, κλοπές και άλλα. Η χώρα αυτή είναι πολύ μικρή και όλοι ξέρουμε τις καλπουζανιές σας. Καζαντζ.: Κάτεχε λοιπόν ο παπα-Γιάνναρος τις καλπουζανιές των καλόγερων, κι όταν στο Βατοπέδι προσκύνησε την Τιμία Ζώνη, στράφηκε στο βηματάρη, ένα σεβάσμιο κοιλαρά καλόγερο, και τον ρώτησε εμπιστευτικά: «Να ᾿χω την ευκή σου, πάτερ άγιε, λες να ναι ετούτη αληθινά η Ζώνη τής Παναγιάς;» | < τουρκ. kalpazan: παραχαράκτης, πλαστογράφος, απατεώνας.

καλτάκα η: αλανιάρα, τσούλα, ξεβγαλμένη, σουρλουλού, χαμούρα· συνθ. καρακαλτάκα η | < τουρκ. kaltak.

καλτσόβρακα η: κάλτσα που καλύπτει όλο το κάτω μέρος του σώματος, ως τη μέση, ως εκεί που φτάνει το παντελόνι | < ελνστ. βράκα < βράκαι < λατ. bracae (πληθ.): παντελόνι των Κελτών. Βλ. & καλτσοδέτα η.

καλτσοδέτα η: υφασμάτινη ταινία, λουρίδα με λάστιχο που συγκρατεί τις κάλτσες στις κνήμες ή στους μηρούς. | < καλτσοδέτης < κάλτσ(α) -ο- + αρχ. ελλ. –δέτης· < μσν. κάλτσα < ιταλ. calza.

κάλφας ο: μάστορας, μαθητευόμενος μάστορας, τεχνίτης, τσιράκι. Παπαδ.: πγα ες ν ποδηματοποιεον, δύο τρες πόρτες παρέκει, δι ν ερω τν μικρν νεψιόν μου τν Διαμάντην, ργαζόμενον ς κάλφαν ες τν τέχνην ατήν. Βάρν.: Ήταν ένα ραφτάδικο στη γειτονιά μας. Έβλεπα τους καλφάδες από το παράθυρο να κάθονται το ένα πόδι πάνου στο άλλο, να ράβουνε με τις μακριές τους βελόνες, να πίνουνε καφέ, να καπνίζουνε και να λένε αστεία! Χατζ.: …είχε γίνει πια και δουλεύαν συνεταιρικά σε κάθε εργαστήρι. Μαστόροι και καλφάδες γίναν ένα -ήταν όλοι τους μαστόροι πια- και νοικοκυραίοι. Αυτό μονάχα είχε αλλάξει | < μσν. κάλφας < τουρκ. kalfa -ς.

καλφαντί το & καφαλτί το: πρωινό γεύμα, κολατσιό. Σιδ.: Σκουμπώσ’ τώρα και φτιάξε μας κάτι για καφαλτί, να λιγδώσει τ’ άντερο. Παρ.: «Το γέλιο χάνει την τιμή, το καλφαντί το γιόμα.» | < πιθ. < κάλφας.

κάμα η: το μαχαίρι, μέταλλο διαμορφωμένο σαν μαχαίρι, με κόψη, αιχμή, το κοφτερό εργαλείο ή εξάρτημα. Σκαρ.: Ούλο με μιά κουμπούρα διμούτσουνη είχε πάντα να κάμει και με μιά κάμα δίκοπη και κείνη. Πάλλ.: Κι εκεί π᾿ ο γέρος χύθηκε κι έκοβε με την κάμα / τ᾿ αλόγου τα παράλουρα, νά! φτάνουν του Εχτόρου τα γλήγορα άτια, κι έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους. Ρεμπέτ.: Αχώριστα συντρόφια μας η κάμα και η τσίκα / το να σκοτώνει τον οχτρό / και τ᾿ άλλο τρώει την πίκρα | < τουρκ. kama.

κάμα το: η μεγάλη ζέστη., λιοπύρι, καυτός ήλιος, κάυσωνας, ζάπουρας. Θα σε φάει το κάμα και το τσαπί. Δημ.: Στ᾿ Αλωναριού τα κάματα, στ᾿ Αυγούστου τα σκρουμπούδια / άναψε το ντουφέκι μου, τα βόλια δεν τα τρώγει. Μακρ.: γ πόστασα, σκασα π τ κάμα | < μσν. κάμα(ν) < αρχ. ελλ. καῦμα. Βλ. & λιοβόρι το.

καμακιάζω: καμακώνω, καμακίζω, σημαδεύω με το καμάκι, σκοπεύω. Πβ. Καρκ.: …να λέγη από ένα Γιαννιώτικο με τον Mπαταριά στο βελούχι της Tουρλίδας και να καμακίζη από καμμιά μαρίδα με το προιάρι στη λίμνη | < μσν. καμάκι < ελνστ. καμάκιον υποκορ. του αρχ. κάμαξ ἡ, ὁ: στειλιάρι κονταριού.

κάμαρη η & κάμερη η: κάμαρα, το δωμάτιο. Καβάφης: Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω. / Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ᾿ η πλαγινή για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε γραφεία μεσιτών, κ᾿ εμπόρων, κ᾿ Εταιρείες. Τσιφ.: Και πήγε ο Σπόρος κατά Πασαλιμάνι μεριά να πιάσει κάμερη και χωρίσανε τα τσανάκια τους | < μσν. κάμαρα αντδ. < λατ. camera, camara < αρχ. καμάρα: θολωτό δωμάτιο· μσν. κάμαρη < κάμαρ(α).

καμαροφρύδα η: με καμαρωτά, ωραία, καλοφτιαγμένα, γραμμένα φρύδια. Πβ. Κύπρος- Μαρώνεια: «Τζι ώρα καλή σου νιόγαμπρε, / τζι ήντα χαπάρκα, γειά σου, / μούσκους τζιαί ροδοστέμματα / στα καμαρόφρυδά σου.» Παραδοσ.: Κερά λιγνή, κερά ψηλή, κερά καμαροφρύδα. Πβ. καγκελοφρύδα, γαϊτάνοφρύδα | < καμάρι ή καμάρα + φρύδι < μσν. καμάρι(ν) < ελνστ. καμάριον υποκορ. του αρχ. ελλ. καμάρα.

κάματος ο: κόπος, κούραση, εξάντληση έπειτα από εργασία, δραστηριότητα· μεροκάματο, ημερομίθιο. Ο κάματος της ημέρας. Όμηρος: δερ ς τος φύλακας καταβήομεν, φρα δωμεν / μ το μν καμάτ δηκότες δ κα πν / κοιμήσωνται, τρ φυλακς π πάγχυ λάθωνται. (έλα και κάτου στους φρουρούς ας πάμε, για να δούμε / μήπως αυτοί απ᾿ την κούραση και νύστα αφανισμένοι / ολότελα αποκοιμηθούν και τη φρουρά ξεχάσουν- Πάλλ.). Ηπίτ.: κόπωσις, επίτασις των σωματικών δυνάμεων, αλγηδών, εκ κόπου, εξάντλησις, προερχόμενη μετά μακράν και κοπιώδην εργασίαν, πορείαν ίππου κλπ.· κάματος ο και καματούρι το (διάλεκτ. Ηπείρου): η προς καλλιέργεια της γης διά των βοών εργασία· τόκος· (διάλεκτ. Καρπάθου): το προσποριζόμενον εξ επιπόνου εργασίας· το προϊόν του ποιμνίου. Πάλλ.: Μα τόσο σαν αλάργεψε όσο μουλάρια οργώνουν / μες σε μιας μέρας κάματο, τι αυτά νικούν τα βόδια. Καββ.: Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα. / Πεισματική, και πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί, όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα. Βηλ.: Κι ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιοθής, / σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς | < αρχ. ελλ. κάμᾰτος, ὁ (κάμνω): μόχθος, κόπος, εξαντλητική εργασία· συνέπειες μόχθου, εξάντληση, κούραση, κόπωση· Όμηρος: ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος, (ομοίως και στον Οράτιο, ludo fatigatum que somno)· εκείνο που κερδίζεται με μόχθο· μέτερος κάματος, αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους· λλότριος κάματος, κέρδη από το μόχθο άλλων· το αποτέλεσμα του κόπου, έργο, εργασία, δουλειά.

καματερός -η -ο: εργατικός, που αντέχει τον κάματο, την κούραση και τη σκληρή βαριά δουλειά. Καρκ.: Βόδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης, υποταχτικά θ᾿ αυλακώνουμε τ᾿ αρμυρό χωράφι, μονάχα τη φάκνα μας έχοντας για πληρωμή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν᾿ αφήσουμε λίγο τον κάματο. Παρ.: «Έκαμναν οι καματεροί, να βρουν οι ακαμάτες.» | < αρχ. ελλ. κᾰμᾰτηρός -ά -όν: κουραστικός, εκνευριστικός, βασανιστικός, κοπιώδης, πληκτικός, ανιαρός· εξαντλητικός· αυτός που έχει καταβληθεί, καταπονημένος από σκληρή εργασία, κατάκοπος, ξεθεωμένος, φθαρμένος, λιωμένος, τριμμένος, φαγωμένος.

καμός ο: καημός | < μσν. καημός: κάψιμο < καη- (θ. παθήτ. αορ. του καίω) -μός Βλ. & κάνας ο.

καμουχάς ο: πολύτιμο, χρυσοκέντητο, βελούδο ύφασμα. Δημ.: Εντύθηκε, στολίστηκε, στο φόρο κατεβαίνει. / Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της, / τρακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψει ο ήλιος.Εδά τραπέζι νόμορφο, με καμουχά στρωμένο. / Ο βασιλιάς κι ο Μαυριανός κι ο Μικροκωσταντίνος / αντάμα τρώγαν κ᾿ έπιναν στου πλάτανου τη ρίζα.

καμπανίζω: κουνιέμαι, σειέμαι σαν καμπάνα, πέρα δώθε· μτφ. κουτσαίνω· καμπανίζει το τραπέζι: κουνιέται, δεν είναι σταθερό. Παρ.: «Άλλα λένε της καμπάνας κι άλλα καμπανίζει εκείνη.»

καμπίσιος -ια -ιο: επιθ. κάτοικος του κάμπου, από τον κάμπο. Είναι καμπίσιος, δεν ξέρει από ανεμοσούρια. Αντιθ. βουνίσιος, ορεσίβιος. Κάθι άνθρουπους σι κάθι τόπουν ζάει μι τουν θκό τ᾿ τουν τρόπου: ου καμπίσιους στουν κάμπου δλέβ΄ μι τα χέρια· δέ σκουτίζ΄ κι πουλύ του μπυαλό τ᾿: η γής βγάν΄ όλα τα καλούδια, να πιράσ΄ καλά. (Κοζάνη). Γκοτζ.: …γιατί τ᾿ αγέρι πο᾿ρχεται απ᾿ τις ράχες τις ψηλές κατηφορίζοντας στα σκίνα χάνει την αψιάδα, ξεθυμαίνει, γίνεται κι αυτό καμπίσιο, αμύριστο και σάμπως μολεμένο | < μσν. κάμπος < λατ. camp(us) -ος.

καμπόσος -η -ο: αυτός μεγαλοπιάνεται, που κάνει τον σπουδαίο, ενώ δε είναι· κάμποσος. Μας το παίζει καμπόσος. Παρ.: «Απ᾿ όσα λένε τα μισά κι απ᾿ όσα ακούς καμπόσα.», «Κάθε τόσο, μας κάνει τον καμπόσο

καμπουθενά: επιρρ. πουθενά.

καμπούλι το: ομολογία, αποδοχή, παραδοχή. Μόλις έσφιξαν τα γάλατα, όλα τα έκανε καμπούλι: όλα τα παραδέχτηκε. Μακρ.: ταν ζοσε Καραϊσκάκης λοι ατενοι οτε δι ψυχογυιν δν τν κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τ ντουφέκια τους, στόμωσαν τ σπαθιά τους.Κα τώρα πάμεν σ᾿ κείνους πο πολεμούσαμεν ν φάμεν κομμάτι ψωμχι ν προσκυνήσωμεν· ν ρθούμεν ναντίον σου δν τ κάνομεν καμπούλι, τι χύσαμεν τ αμα μας δι σένα ν γένς βασίλειον. Δημ.: Λεβέντες μου ανίκητοι, περήφανα σαίνια, καμπούλι μην το κάμετε, οι Τούρκοι να μας πάρουν / ή όλους να τους σφάξωμεν ή όλοι ας σκοτωθούμεν. Ο Περρ. σημειώνει: καμπούλι: μη καταδεχθείτε | < τουρκ. λ. kabul -ι.

καμτσίκι το: καμουτσίκι, φραγγέλιο, βούρδουλας, είδος μαστιγίου για να χτυπούν τα υποζύγια, που αποτελείται από μια ξύλινη λαβή στην άκρη της οποίας κρέμεται μια δερμάτινη λουρίδα ή ένα χοντρό σκοινί, παλιότερα από γουρουνότριχες | < καμουτσ(ί) -ίκι· τουρκ. kamç(ι) -ίκι. Βλ. & στράκα η.

καμήλι το: η καμήλα. Αίνιγμ: «Σαράντα καμήλια, σ᾿ ένα παχνί δεμένα, το ᾿να τράβηξες, όλα θα φωνάζουν.» (τα μασούρια του αργαλειού – Θράκη) | < μσν. καμήλα < αρχ. ὁ, ἡ κάμηλ(ος) (σημιτ. προέλ.).

καμηλό το: καμηλωτή, χοντρό, μαλακό ύφασμα από τρίχα καμήλας· ύφασμα από μαλλί γίδας ή προβάτου σε χρώμα ανοιχτό ή σκούρο μπεζ. Καμηλό κουβέρτα. Ηπίτ.: καμηλωτή η: δορά ή εσθής της καμήλου· το δέρμα της καμήλου ή φόρεμα (εξ υφάσματος) κατασκευαζομένου εκ των τριχών αυτής | < γαλλ. camelot (από τα αραβ.) με επίδρ. της λ. καμήλα.

κάμψο το: πουκάμισο. Συνθ. φιδόκαμψο. Πβ.: ρραβαν παλι τ πκάμψα κι λα τ φουρέματα τς στο χουργι μ τα παλιο τς ραφτάδις. μα καμνι δόσ᾿ πόμνεισκαν πο φαζμα λιγαν, «φνούς, τς λείπιτι λαγγιόλ᾿, μάννα», ναλόγους. (Μικρόβαλτο Κοζάνης) | < επικάμισον < λατιν. camisia < αρχ. γερμ. hamisja.

κάμωμα το: συμπεριφορά προσποιητή, κόλπο, τρόπος, ενοχλητική ή παράξενη, οποιαδήποτε πράξη, ό,τι κάνει κάποιος, το φέρσιμο· το αμπόδεμα, τα μάγια. Καρκ.: …οι εβδομηντάρηδες να συνάζουν τα παιδιά στο χοροστάσι και να τα γυμνάζουν στης ζητιανιάς τα καμώματα. Μακρ.: Δάκρυσαν τ μάτια το το καϊμένου· τν τυπτε συνείδησή του δι τ κάμωμα ποκαμεν ες τν Δυσσέα. Μο επε: «ν ζήσω κ᾿ βγω ξω, δν θέλω ματαξέρη π ατος τος μπερμπάντες. Ερωτ.: Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει, / και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη. Παπαδ.:κοστε ν σς π, ρχοντες, επεν κρ Φραγκούλης το Φραγκούλα, ο νέοι τούτου το καιρο λλαξαν πλέον τ φερσίματά τους κα τν διαγωγή τους. σοι μς ρχονται π τς Βλαχίες, κι π λλα μέρη, μαθαν κε λλα καμώματα κι λλους τρόπους, κι ατ τ καμώματα τ μαθαίνουν κα στος λλους συνομηλίκους τους, τος δ. Παπαγ.: Εχαμε πλέον ναν νθρωπο πού κανε τόν γελοο, δέν ταν. Καμώματα δηλαδή, τεχνάσματα καί ψεύδη κατά παραγγελία καί κατά συνθήκη | < μσν. κάμωμα < καμώ(νω. Βλ. & παινώ.

καμωματού η: αυτή που κάνει καμώματα, προσποιείται | < Βλ. & κάμωμα το.

καμωμένος -η -ο: φτιαγμένος, κατασκευασμένος, γινωμένος, γεννημένος. Ζυγίζει 100 τόνους και είναι καμωμένη από κοκκινωπό γρανίτη· ό,τι και αν έκαμναν το έλεγαν καλά καμωμένο. Καβ.: Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος / για τα ωραία και μεγάλα έργα / η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα / ενθάρρυνσι κ᾿ επιτυχία να σε αρνείται.

καμώνομαι: γίνομαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, περηφανεύομαι· μτχ. καμωμένος: αυτός που έχει γίνει, έχει ολοκληρωθεί, τελειωμένος· ο μαγεμένος, το υποτιθέμενο θύμα μεταφυσικών δυνάμεων. Αφού δεν ξέρεις την τύφλα σου, τί καμώνεσαι τον παντογνώστη; Παπαδ.: Μάγια κακ τς εχαν καμωμένα / ν μν ξυπνήσ χρόνους κατό, / πρν να βασιλόπ᾿λο ξακουστ / ρθ ν τν ερ π᾿ τ ξένα. Καζαντζ.: Καμώνουμαι πως τάχα μπορώ μοναχός μου, όχι, μην ακούς, καυχησιές του ανεμοδούρη ανθρώπου, δεν μπορώ! Δημ.: Μαύρο φίδι με δαγκώνει κι εγώ το καμώνομαι / κάνω πως δεν τ᾿ απεικάζω κι όλο φαρμακώνομαι. Ελύτ.: Χώμα σκληρό κάτω από τ᾿ ανυπόμονα πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο / ηφαίστειο νεκρό | < μσν. καμώνω, -ομαι.

κάμω & καμώνω: φτιάχνω, κάτι, κάνω· κάνω μάγια σε κάποιον. Καζαντζ.: Δε θέλω πια πολέμους, ανάθεμα τους, δε θέλω· δεν είμαι εγώ καμωμένος για να σκοτώνω. Πβ. Πάλλ.: …γυναίκα εδώ μας έφερνε αγγελοκαμωμένη, / συγγένισσα παλικαριών, για συφορά μεγάλη / του τόπου κι όλου του λαού και του γερογονιού του | < αρχ. ελλ. κάμνω. Βλ. & χεροκάμωτος ο.

κανάγιας ο: παλιάνθρωπος, αχρείος, άχρηστος κλπ. Παπαδ.: Βρ κανάγια!… βρ κ… πο σουν σ ν μπς στν κόσμο, ν πάρς ψυχς στ λαιμό σου, παλιάνθρωπε! Βρ τιμε, ν εσαι ντρας σύ, πο μ᾿ κατάντησες σ᾿ ατν τν κατάσταση… π τ μπεκριλίκι σου κι π τν κακομοιριά σου! | < βενέτ. canagia -ς.

καναγκαιρίσιος -ια -ιο: παλιοκαιρίτικος, πολύ παλιός, περασμένης εποχής, παλιομοδίτικος, ρετρό. Καναγκαιρίσιο πανταλόνι, σπίτι.

κανακάρης ο & κανακάρα η: το μοναχοπαίδι, χαϊδεμένο παιδί, μεγαλωμένο με (υπερβολική) φροντίδα· πρωτότοκος. Δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει ιδιαίτερη μεταχείριση για τον κανακάρη του. Πέντε λόγοι για να μην βγεις με τον κανακάρη της μαμάς. Δημ.: Μάνα, τη θυγατέρα σου, τη μικροκανακάρα, / την έλουζες, τη χτένιζες, στα σύννεφα την κρύβεις. Κ. Καραστάθ.: Ο κ. Αποστόλης έχει επισημάνει το κομμάτι με το φλουρί κι ετοιμάζεται να το δώσει στον Κώκο, τον κανακάρη του | < κανακάρης < πιθ. από το αρχ. ελλ. κᾰνᾰχή ἡ: οξύς ήχος· κουδούνισμα ή κλαγγή μετάλλου· σε Ομήρο καναχὰ αὐλῶν: ο ήχος των αυλών. Βλ. & λόξα η.

κανάκεμα το: περιποίηση, φροντίδα, θωπεία.

κανακεύω & κανακίζω: περιποιούμαι, χαϊδεύω, περιθάλπω, φροντίζω κάποιον, κυρίως παιδί, με πολλή τρυφερότητα, με χάδια και με γλυκά λόγια. Μτχ. κανακεμένος -η-ο. Δημ.: Δεν είμαι μάνα να πονώ, κύρης να κανακεύω, / μένα με λένε μαύρη γης κι αραχνιασμένο χώμα. Καρκ.: Όλη την ημέρα ετραγουδούσε και τα εκανάκευε· άστρι και πούλια τα έλεγεν, ήλιο και φεγγάρι, ζωή της και ψυχή της παντοτινή, ελπίδα και χαρά της αβασίλευτη. Δημ.: Τον Κωνσταντή έχουν φυλακή, πουλάκι κανακίζει· / δεν είχεν ο βαριόμοιρος φαΐ ναν το ταΐζει / το μπράτσο του φλεβοτομά και το αίμα του τού δίνει. Ελύτ.: Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος / Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του | < μσν. κανακεύω < κανάκ(ια) -εύω.

κανάκι το: χάδι, τρυφερή φροντίδα, περιποίηση. Παρ.: «Των γερόντων τα κανάκια πίκρες είναι και φαρμάκια.» | < πληθ. του μσν. κανάκι < κανάκιον ίσως < αρχ. καναχή: οξύς ήχος, από τις κραυγές που κάνουν τα μικρά όταν τα κανακεύουν, με εισαγωγή του επιθήματος -άκι. Βλ. & κανακεύω.

κάνας / καμιά / κάνα: κανένας, καγκάνας, ούτε ένας, ούτε για δείγμα. Δε φάνηκε κάνας· κάναν καιρό ήμαν νέος· κάνα φράγκο έχουμε; Κανάν καιρό ήμασταν νέοι. Δημ.: Πέντε αρχοντάδες μάλωναν και πέντε αρχοντοπαίδια. / Το ποιος για να την πάρουμε, το ποιος να την χαρούμε. / Κάνας να μην την πάρουμε, κάνας να μη τ’ χαρούμε. Γκοτζ.: Αλλά η χρεία σε βγάζει παλικάρι. Η βάβω μου, φυλάγοντας τις κοπέλες της, φοβόταν λιγότερο για λόγου της κι ανέβαινε συχνά στο Ξεροβούνι, με κάναν άλλον πάντα συντροφιά. Δημ.: Το ποιός μου βλέπει από γελώ θαρρεί καμόν δεν έχω / εγώ έχω ντέρτι στη καρδιά, το βάσανο στα χείλη / δεν έχω κάναν να το πω, κάναν για να το δείξω. Βλ. & σφαχτάρι το. Βλ. & μάσε.

κανάρι το & κανάρα η: καναρίνι. Ηπίτ.: κανάρι το: το πασίγνωστον ωδικόν πτηνόν, ανήκων εις το γένος των σπιζών και καλούμενον επιστημονικώς σπίζα ή κανάριος, ως καταγόμενον από των Καναρίων νήσων. Στίχ.: Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι / βγάλε από την πόρτα το κλειδί / το παιδί ξανάρχισε να παίζει / το κανάρι πάλι κελαηδεί (Λ. Παπαδόπουλος). Δημ.: Εγώ ᾿μαι ᾿κείνο το πουλί, οπού το λεν κανάρι / που ν᾿ τα φτερά του κίτρινα και η καρδιά του μαύρη | < βενέτ. canarin -ι.

κανατάς ο: τεχνίτης, μάστορας που φτιάχνει κανάτια. Παρ.: «Ο κανατάς όπου θέλει κολλάει τα χερούλια.» Βλ. & κανάτι το.

κανάτι το: είδος πήλινου αγγείου, μικρή στάμνα· παραθυρόφυλλο, πορτόφυλλο, θυρόφυλλο, ξύλινο πλαίσιο που χρησιμοποιούσαν στα παράθυρα (ή τις πόρτες) παραθυρόφυλλο από συμπαγές ξύλο, χωρίς γρίλιες, παντζούρι. Ήταν άνθρωπος πολύ εργατικός και ακούραστος, πήγαινε στα γύρω χωριά και κατασκεύαζε με πολλή τέχνη βαρέλια και κανάτια ξύλινα (βεδούρια). Η βορεινή πλευρά έχει 22 παράθυρα που κλείνουν εξωτερικά με ξύλινα κανάτια και ανοίγουν με το κατακόρυφο σύστημα. Προστατεύονται δε, με μεταλλικά κιγκλιδώματα. Δημ.: Κανάτι, ξυλοκάνατο, να ᾿χα το ριζικό σου | < τουρκ. kanat -ι.

κανί το: το (μακρύ και αδύνατο) πόδι, καλάμι του ποδιού. Πάλλ.: Είπε, κι η χέρα του η βαριά τινάζει το κοντάρι, / που δίχως λάθος το κανί τού βρήκε εκεί στο γόνα. Ηπίτ.: κανί το (το εκ της τουρκικής λεγόμενον γιουλουπτάνι) ράντιστρον, αγιαστήρα, το καννίον, μυροθήκη, λέγεται το αγγείον με το οποίον ραντίζουσιν εις τα εκκλησίας το ροδόσταμον ή ανθόνερον, ράντιστρον ή ραντιστήριον, περιρραντήριον· καννία λέγονται οι κόνδυλοι των καλάμων και η σωλήνες και εκ τούτου πάντα τα σωληνοειδή αγγεία· αι ισχναί κνήμαι, το καλάμι του ποδός. Πβ. στραβοκάνης, στραβοκάνα. Πάλλ.: …μα αυτό προσμένει βασιλιά μιά μέρα να στολίσει, / να δίνει του φαριού ομορφιά, τιμή και του αλογάρη· / έτσι σου ματοβάφηκαν, Μενέλα, τα θρεμένα / μεριά, και κάτου τα κανιά κι οι όμορφοι αστράγαλοι | < μσν. καννί(ον): κόνδυλος καλαμιού < υποκορ. του ελνστ. κάννα: καλάμι.

κανίστρα η & κανίστρι το: είδος μεγάλου καλαθιού πλεγμένο με καλάμι, πανέρι. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως σε μνημόσυνα, για να μεταφέρουν τα πρόσφορα στην εκκλησία. Καρκιδ.: …ψητό, που από τα χτες, σαν έφαγαν, τους είχε περισσέψει / κι ακόμα και ψωμί τους σώριαζε με βιάση σε πανέρια. (πταλέων, α τ προτέρ πέλειπον δοντες, / στον δ᾿ σσυμένως παρενήνεεν ν κανέοισιν) -..και πανέρι κι όμορφη κοντά του βάνει τάβλα (πρ δ᾿ τίθει κάνεον καλήν τε τράπεζαν) Στίχ. Να μας φέρει κι αυτός βαρύ κανίστρι κόκκινα αυγά και πέντε πίτες και γλυκό κρασί και δυο μπουγάτσες.

κάνουλα η: ξύλινη βρύση σε βαρέλι κρασιού, ο σωλήνας, το στόμιο της βρύσης, στριφτάρι, ο ρουμπινές. Δημ.: Βρυσούλα πεντοκάνουλη, νερό μου χαϊδεμένο, / αγγελικό μου πρόσωπο, πώς στέκεις μαραμένο; | < μσν. κάνουλα αντδ. < υστλατ. cannula υποκορ. του canna.

κάνουρο η: είδος μάλλινου χειροποίητου νήματος για ύφανση σε αργαλειό. Αραβαντ.: κάνουρα τα: στημόνι του υφάσματος | < πιθ. βλαχ. canură.

κανούτος -α -ο: επιθ. γρίβο, ψαρί, γκρίζο προς το μαύρο, συνθ. μαυροκανούτο, ασπροκανούτο· κανούτα η: γίδα γκρίζου χρώματος. Γκοτζ.: Τις γίδες μας τις ήξερα μια μια με τα ονόματά τους. Γκέσα, Σίβα, Ζωνάρω, Κανούτα, Λιάρα, Παρδαλή, Ρούτα, Κουρέλω και λοιπά, ανάλογα με το χρώμα που είχαν ή τα σημάδια τους.

καντάρι το: είδος ζυγαριάς, στατήρας, στατήρι, μέτρο βάρους ίσο με 44 οκάδες. Δεν του ξεφεύγει ούτε πίτουρο στο καντάρι: για κάποιον πολύ έξυπνο, παρατηρητικό. Δημ.: Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω με τη λίμνη / για να γλυκάνει το νερό, να πιει η κυρά Φροσύνη. – ξενιτιά, φυλακή, φτώχεια, ρφάνια / τ τέσσερα ζυγιάστηκαν σ᾿ να βαρ καντάρι / κα πι βαρι ξενιτι μ τ πολλ φαρμάκια. Καρκ.: λεγα πς μουν πρισμένος ταβολι· πς τ κεφάλι μου ταν μοιο μ᾿ να ρουμοβάρελο· πς τ πόδια μου ζύγιζαν καθένα π πεντακόσια καντάρια! Απ’ του νταβάν’ κρέμουνταν του καντάρ’ κι καμόσα διμάτια τσιάι, φλαμούρ’, καντιλίνα κι ρίγαν’ (Κοζάνη). Ο Αραβαντ. αναφέρει επίσης: κάνταρος ο: πινάκιον, τρύβλιον, βαθύ και ευρύχωρον. Παρ.: «Το καντάρι δε ντρέπεται κανέναν.», «Οι λωλοί σφάλλουνε δράμια και οι φρόνιμοι καντάρια.» | < μσν. καντάρι αντδ. < αραβ. qintār: βάρος εκατό μονάδων < μσν. κεντηνάριον: εκατό ουγγιές < λατ. centenar(ium. Βλ. & λαφροκάνταρος ο.

κανταρτζής ο: υπάλληλος υπεύθυνος για την μέτρηση, το ζύγισμα με το καντάρι. Βλ. & καντάρι το.

καντήλα η: μτφ. αυτός που είναι σκνίπα στο μεθύσι, οινοβαρής, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του· ψηλοκρεμαστό χτύπημα, σουτ, στο ποδόσφαιρο· φουσκάλα, εξάνθημα, (πυώδης) πληγή, κοκκινίλα στο δέρμα. Tα εξανθήματα γενικά είναι βλάβες του δέρματος, συνήθως διάχυτες (δεν είναι μόνον ένα στοιχείο, αλλά πολλά). Άλλοτε εμφανίζονται σαν κηλίδες (κηλιδώδη) ή σαν κηλίδες με φυσαλίδες, «καντήλες», (κηλιδοφυσαλιδώδη). Πβ. Μακρ.: Και από τα χτυπήματα επρίστηκε το σώμα μου και καντήλιασε και ήμουν εις θάνατο. Έταξα αρκετά χρήματα ενού Αρβανίτη να βγω να με ιδή γιατρός και να πάρω και γιατρικά και τα χρήματα | < μσν. καντήλα < ελνστ. κανδήλα, κανδήλη < λατ. candela.

καντηλιάζω: βγάζω καντήλες, φουσκάλες, εξανθήματα. Γκοτζ.: …κι οι απαλάμες του καντήλιασαν στη μπλάνη, και ρίνισε τα δάχτυλα του ο ξυλοφάγος, και το σκεπάρι τού σακάτεψε τα νιάτα με τις δούγες.

καντιλίνα η: το φασκόμηλο. Βλ. & καντάρι το.

καντίποτας και καντίποτε: επιρρ. εντελώς τίποτα, το ελάχιστο. Καντίποτας δεν περιμένουμε, δεν θέλουμε κλπ.

καντιποτένιος -α -ο: εντελώς τιποτένιος, χαμηλής ποιότητας. Μακρ.: κα ες τ Μισολόγγι ταν παληκάρια κ᾿ μες καντιποτένιοι. – Δι τς κατάχρησες τν θνικν πραμάτων, πο γιναν καμπόσοι κόντηδες, πο ταν καντιποτένιοι, ν τ πάρετε πίσου· φο τος δώσετε βαθμν κα γς κα χρήματα, τότε ν τος ζητήσετε ατά. Βλ. & καγκαντιποτένιος ο.

κάπα η & καπότα η: αδιάβροχο, χοντρό πανωφόρι από μαλλί κατσίκας και σπανιότερα προβάτου, χωρίς μανίκια και με κουκούλα, που καλύπτει ολόκληρο το σώμα και που το φορούν οι βοσκοί· το προφυλακτικό που χρησιμοποιείται σε σεξουαλική πράξη. Παπαδ.: Δυστυχς, τν μέραν κείνην επερ ποτέ, το λίαν νιαρ ες τν Βράγγην πώλεια τς καπότας. «Έχει την κάπα του κρεμασμένη»: είναι έτοιμος να παλέψει μέχρι τέλους, αποφασισμένος να πεθάνει (επειδή οι κλέφτες και οι αρματολοί του 1821 κρεμούσαν τις κάπες στα δέντρα, πριν τη μάχη). Παρ.: «Άλλαξε ο Μανωλιός, έβαλε την κάπα αλλιώς.», «Αν εφοβόταν ο λύκος τη βροχή, θα φόραγε και κάπα.», «Τσοπάνη μου την κάπα σου το Μάρτη φύλαγε την.» Ηπίτ.: κάπα η: η σισύρα, η καπότα, επανωφόριον με επίκρανον (κουκκούλα). Κολ.: Τος εδα πειτα κι γύρισαν π σιμά μου. καποτίτζα μ᾿ γλύτωσε, γιατ φοροσα κόκκινο μεϊτάνι κα καποτίτζα τ σκέπαζε. Παπαδ.: …επάνω εις το βουνόν, εις τους ευώδεις θάμνους, όπου εκοιμάτο, τυλιγμένος εις μίαν κάπανΣυννεφούται ο ουρανός από τας μαύρας κάπας των θυελλών τας σωρευομένας επάνω του, φαεινός στύλος προκύπτει εν ακαρεί εν μέσω αχανούς κυκεώνος μελανών στροβίλων. Γκιών.: Εγώ πάντως μια μέρα άνοιξα ένα να ιδώ τι είναι: ένα μαζεμένο λάστιχο, σαν φούσκα. Τι στα κομμάτια έκαναν με δαύτο; Και άκου καπότα, το ίδιο όνομα μ᾿ εκείνο το βαρύ τρίχινο ρούχο που ρίχνουν απάνω τους το χειμώνα οι τσοπαναραίοι στο χωριό για να μην κρυώνουν. Παρ.: «Περασμένη βροχή κάπα δε χρειάζεται.» Βλ. & τσάπα η, μιντέρι το.

καπακιάζω: καπακώνω, μτφ. πετυχαίνω καπάκι, ακριβώς, υπολογίζω. Επίρρ. καπακιαστά. ΦΡ. Το αλεύρι ρίξτο καπακστά: υπολόγισέ το με το μάτι ακριβώς. Πβ.: μα το δουκίμαζαν κι τς κανι καπάκζαν σν πόσα χαρτι πάν᾿ κάτ᾿ τκουβαν κι μα τβρισκναν το στούμπζαν. (Μικρόβαλτο Κοζάνης) | < τουρκ. kapak -ι.

καπαμάς ο: είδος τσιγαριστού φαγητού με κρέας ή λαχανικά. Καπαμάς γίνεται και με αρνάκι ή κοτόπουλο -σε κάποιες τοπικές κουζίνες προστίθεται και σταφίδα. Συνήθως Κλήμης τρωγε πρτα κρέας μ μελιτζάνες, κατόπιν καπαμ μ μυρωδικ κα κόκκινην σάλτσαν, κα τελευταα δύο μοσχοχτάποδα τηγανητά. Πολίτ.: Είναι δε ο καπαμάς φαγητόν εκ κρέατος αρνίου ή όρνιθος παρασκευασμένον με απλούν έμβαμμα εκ τομάτας και βουτύρου. ΦΡ. αρχίδια καπαμά & Παρ.: «Αέρα καπαμά» | < τουρκ. kapama. Βλ. & τσιροπούλι το.

καπαριάζομαι: δίνω, δίνομαι ως καπάρο, εγγύηση· αρραβωνιάζομαι, μπλέκω σε έρωτα | < βλ. & καπάρο το.

καπάρο το: χρηματικό ποσό που δίνεται ως εγγυητική προκαταβολή, ενέχειρο, εγγύηση. Παπαδ.: …καταπλέων εις την νήσον τον χειμώνα, έδιδε παραγγελίαν εις τους Μαθιναίους να του ναυπηγήσουν βάρκαν ή τσερνίκι, μαούναν ή κότερον, βρατσέραν ή τράταν, άφηνε πέντε λίρας διά καπάρον, απέπλεεν ήσυχος, επανήρχετο το θέρος και εύρισκε την παραγγελίαν του τελειωμένην. – Μι μέρα το δωκα κάτι ν πωλήσ, ν εχα παρμένο κάπαρο, κα μο χάλασε τσ συμφωνίες. Κ᾿ στερα μουστερς ρθε κα μο γύρευε μένα τ κάπαρο πίσω!… | < ιταλ. caparra θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. ή παλ. ιταλ. caparro.

καπάρωμα το: το να δίνεις καπάρο, προκαταβολή. Ηπίτ.: καπάρωμα το: η πράξις του δίδειν αρραβώνα, καπάριασμα, αρραβών | Bλ. & καπάρο το.

καπαρώνω: δίνω καπάρο, προκαταβολή. Τριαντ.: Δίνω εγγυητική προκαταβολή για να εξασφαλίσω το αντικείμενο μιας αγοράς, μιας μίσθωσης και γενικά μιας εμπορικής συναλλαγής, μτφ. προεξοφλώ, προλαβαίνω μια εξέλιξη, μτχ. καπαρωμένος: συμφωνημένος, κλεισμένος με καπάρο. Παπαδ.: …ήθελεν όλα τα φορτία του καπαρωμένα, και όλους τους ναύτας του με «πλάτικα» και με προκαταβολάς.- Γι᾿ αυτό, μόλις είχεν αποθάνει η πρώτη του γυναίκα, αφήσασα αυτώ υιόν καί θυγάτριον, κι έσπευσε να καπαρώσει᾿ αρραβωνισθεί, θέλω να ειπώ- μίαν οπωσούν ηλικιωμένην κόρην ως δευτέραν σύζυγον. Σκαρ.: Τα καπαρώνουν γλέπεις οι δασκάλοι για ελόγου τους· προ πάντων κείνος ο κυρ-Βίκος, ο ληξίαρχος, που ξεκαλοκαιρεύει φαμελικώς του στην Αλέτρια. – Ούλου του κόσμου τα παιδαρέλια ξεπετάχτηκαν παλληκαράκια σεμνά και φρόνιμα κι ούλο τις καλύτερες κοπέλλες καπαρώνουν και παντρεύονται.

καπάσα η: μεγάλο πήλινο πιθάρι, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ελαιόλαδου. Παρ.: «Χύθηκε το λάδι, μέσα στην καπάσα μας.» Αραβαντ.: καπάσα η: πίθος πίλινος, εν ω τίθεται το έλαιον.

καπάτζα η: κλουβί-παγίδα για πουλιά. Την εποχή της μετανάστευσης των πουλιών, σε έναν εκχερσωμένο και ειδικά διαμορφωμένο χώρο, με τεχνητό νερόλακκο και ταΐστρα με σπόρους, βάζουν καπάτζες (παγίδες πουλιών), δίχτυα, και τριγύρω στα παρακείμενα δενδρύλλια και στους θάμνους τοποθετούν ξόβεργες, φτιαγμένες από λεπτά κλαδιά αγριελιάς επαλειμμένα με ιξώδη κόλλα για να κολλήσουν πάνω τους τα πουλιά. Καπατζόκλουβο με δίχτυ.

καπάτσος ο & καπάτσα η: καταφερτζής, επιτήδειος, χαρακτηρισμός ανθρώπου ικανού να πετυχαίνει τα πάντα, χρησιμοποιώντας διάφορους τρόπους, καμιά φορά όχι απόλυτα έντιμους. Παπαδ.: ν τον λλος, λιγώτερον καπάτσος, κα ν τον λλη κοινωνία, τοιοτος πρ πολλο θ εχε χάσει τν θέσιν του. λλ᾿ σκληπιάδης περ ο λόγος τίποτε δν χασε, κα μάλιστα «βγκε λάδι.» Τσιφ.: Τι ωραία που είναι τα μεγάλα λόγια, βρε παιδιά! Εθνικαί παραδόσεις! Κληρονομίαι της φυλής! Τα λένε στους επίσημους λόγους οι καπάτσοι και κάθονται από κάτω οι χαζοί, ανοίγουνε τοοοόσα κάτι στόματα σαν χάνοι, τα καταπίνουνε αμάσητα και μετά βγάζουνε τα μαντηλάκια και σκουπίζουνε τα δάκρυα κατενθουσιασμένοι! – Κατάφερε έτσι καπάτσος που ήτανε και σχημάτισε έναν στρατό | < ιταλ. capac(e) -ος· καπάτσ(ος) -α.

καπατσοσύνη η: ιδιότητα, χαρακτηριστικό του καπάτσου, ικανότητα δράσης με τη χρήση θεμιτών και αθέμιτων μέσων. Η τόλμη, η εφευρετικότητα και η καπατσοσύνη του Κοντορεβιθούλη. H Μύκονος υποκλίνεται στην καπατσοσύνη της B.R. | < Bλ. & καπάτσος ο, κατεργάρικα.

κάπελας ο: κάπηλος, ο ταβερνιάρης, ο ιδιοκτήτης καπηλειού, καφενείου. Το Κουτούκι του Κάπελα. Μόλις που είχαν καθίσει, έκανε την εμφάνισή του ο αμίλητος κάπελας και τους σέρβιρε μισό κιλό κρασί σε τσίγκινη κανατίτσα και δυο χαμηλά ποτήρια. Ηπίτ.: κάπηλας ο & καπήλισσα η: ο κάπηλος, ο τα τρόφιμα πωλών (σιτία και ποτά) οινοπώλης, θηλ. καπηλίς και οινοπώλις. Στίχ.: Φέρε μας κάπελα κρασί / με δυο ποτήρια και μισή / είμ᾿ απόψε στα μεράκια / και γουστάρω να τα πιω (Χαρ. Βασιλειάδης). Παρ.: «Αγαπά ο κάπελας το μεθυσμένο, μα γαμπρό δεν τον κάνει.» | < αρχ. ελλ. κάπηλος.

καπετανάτο το: τόπος, περιφέρεια, όπου κάνει κουμάντο καπετάνιος· το σύνολο των ενόπλων ανδρών ενός καπετάνιου. Κολ.: Τ Καπετανάτα διεδίδονταν ες τος υούς, ες τν ξιότερο κα χι ες τν πρωτότοκο | < Βλ. & καπετάνιος ο.

καπετάνιος ο & καπετάνισσα η: αρχηγός σώματος ενόπλων, οπλαρχηγός, κυβερνήτης πλοίου· πλοίαρχος. Περρ.: Συνέβαινε μολαταύτα εσθότε ν᾿ αντιφέρωνται τινές επαρχιώται κατά των Καπετάνων, μη θέλοντες να δίδωσιν μικρόν φόρον τινά εις αυτούς διά μισθοδοσία των στρατιωτών, αλλά, δυστυχώς, δεν εσκέπτοντο λογικότερα το μέλλον, επειδή αν οι Τούρκοι ήθελον κατακρατήσωσιν και τα ορεινάς πατρίδας των έμμελον εξ ανάγκης να καταντήσωσιν και αυτοί είλωτες και ανδράποδα, ως οι μείναντες εις τα πεδινά. – …όθεν μη δυνάμενοι να τους καταστρέψωσιν ηναγκάζοντο να τους γνωρίσωσι έπειτα επιτηρητάς των επαρχιών με τίτλον Καπετάνου, και τούτο ου δια ψιλού λόγου, αλλά κατ᾿ επίσημον διαταγή του εν εκείνη τη επαρχία τυχόντος Πασά. – Εν ενί λόγω εξηγούμεθα ότι αν οι Σουλιώται και οι Καπετάνοι των επαρχιών (επειδή ήταν γεγυμνασμένοι εις τα όπλα) της Θεσσαλίας και Μακεδονίας υπήρχον από της αρχής της επαναστάσεως προκατηχημένοι και συννενοημένοι, η Ήπειρος και η Θεσσαλία ήτο πιθανότατον να ελευθερωθώσιν και τεθώσιν επομένως τα φυσικά όρια τουλάχιστον εις τον Όλυμπον | < μσν. καπετάνιος < βενέτ. capetanio -ς < υστλατ. Capitaneus: ο επικεφαλής < λατ. caput: κεφάλι· καπετάν(ιος) -ισσα.

καπετανιλίκι το: το να είναι κανείς καπετάνιος, καπετανάτο. Μια πραγματικά συγκλονιστική ταινία για την αλόγιστη χρήση των όπλων και το καπετανιλίκι στην Κρήτη. Καζαντζακ.: …μα να, το μουστάκι να μου ξουρίσεις, καπετανλίκι δε θα φας.

καπίκι το: ρωσικό κέρμα· ένα ρούβλι ισοδυναμούσε με εκατό καπίκια· ως χαρτοπαικτικός όρος, σημαίνει τη χρηματική συμμετοχή ή το ατού. Το ποσό αυτό είθισται να είναι είτε 500 καπίκια, είτε 300 για τον κάθε παίκτη, ανάλογα με τον χρόνο που διαθέτουν οι παίκτες. Τσιφ.: -Ο στρατηγός Ταρχανιώτης, παρακαλώ -Έχει πάει για πρέφα -Ν᾿ αφήσει τα καπίκια και να τρέξει να παρουσιαστεί ενώπιόν μας | < ρωσ. kopejka (< kopj: λόγχη που κρατούσε ο τσάρος που απεικονιζόταν στα νομίσματα).

καπλαμάς ο: το επίβλημα, περίβλημα, η επικόλληση. Ξεκόλλησε ο καπλαμάς.

καπλαντίζω: επενδύω με κάτι μια επιφάνεια, επικαλύπτω, επισανιδώνω, επιχαλκώνω, επιμεταλλώνω.

καπηλειό το: λαϊκή ταβέρνα όπου σερβίρουν μεζέδες και ποτά. Λειβαδίτ..: Η νύχτα πίνει μοναχή / στο καπηλειό του Γιακουμή, / καημός, σκαλί / να γείρεις να ξεχάσεις. Παπαδ.: Ο γερο-Καλοειδής ήτον πρώτος μερακλής και πρώτος γλεντζές του χωρίου, πρόθυμος εις όλα, αυτός και το καπηλείον του.- Ανά τας συνοικίας υπήρχον πάμπολλα μικρά καπηλίδια και κατώγεια οινοπωλικά, τα οποία είχαν φυτρώσει έξαφνα ως μανιτάρια, άδηλον διατί. Καβ.: Δεν έκανε να μένω στην Aλεξάνδρεια εγώ. / Μέσα στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία της Βηρυτού κυλιέμαι. / Μες σ᾿ ευτελή κραιπάλη διάγω ποταπώς | < αρχ. ελλ. καπηλεῖον: ταβέρνα· κάπηλος: ταβερνιάρης, μικρέμπορος, καπηλίς: ταβερνιάρισσα (κε τις κάπηλος καπηλς το χος/ τν κοτυλν τ νόμισμα διαλυμαίνεται, Αριστοφάνη Θεσμοφοριάζουσαι 347-8, για τη νόθευση του κρασιού).

καπίστρι το: χαλινάρι, χωρίς το μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του υποζυγίου. Πβ. Μακρ.: ρχισε Συνέλεψη ξω ες τ᾿ φιθέατρο ες τ᾿ ργος – τ φκειασε Κυβερνήτης ξιόλογα. Κι᾿ βαλε καπιστράνες κι᾿ δεσε τ γομάρια πο δήγησε τος νθρώπους κα σύναξε. Παρ.: «Όταν σε γκρεμίσει τ᾿ άλογο, τράβα το καπίστρι.» | < μσν. καπίστρι(ν) < ελνστ. καπίστριον < λατ. capistr(um) -ιον: σκοινί για οδήγημα ζώων. Βλ. & βιάση η, ζαπώνω, γκέσος ο.

καπιτάλι το: κεφάλαιο, συγκεντρωμένο ποσό χρημάτων, χρήματα, λεφτά στη διάθεση κάποιου. Λιούφ.: Από τις συνδρομές αυτές τα καπιτάλια της Σχολής ανήλθαν σε 86.007 γρόσια.

καπίτο: συνήθως ερωτηματικά, σημαίνει «καταλαβαίνεις;» | < ιταλ. capito.

καπνολόγος ο: η καπνοδόχος, το μπουρί, το μπουχάρι. Παρ.: «Ο καπνός να βγαίνει ίσια κι ας είναι στραβός ο καπνολόγος

καπό το: κάλυμμα της μηχανής ή του πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου· χαρτοπαικτικός όρος που λέγεται όταν τελειώσει το παιχνίδι χωρίς ο αντίπαλος να πάρει – έστω μία- μπάζα, φυλλωσιά ή χαρτωσιά. Η λέξη χρησιμοποιείται στη βίδα, στο μπουρλότο και αλλού. Τους πήγαμε καπό· ένα καπό και βγαίνουμε | < γαλλ. capot.

καπόνι το: ξύλινο δοκάρι για το κρέμασμα της βάρκας· είδος ψαριού. Τα καπόνια σκάφους που διαθέτουμε είναι κατάλληλα για να δεχτούν μέγιστο φορτίο 60κ.& 85κ. Ρεμπέτ.: Βάρκα μου μπογιατισμένη / στα καπόνια φορτωμένη. Κακαβιά με χελιδονόψαρο, καπόνια και σκορπίνες. | < βενέτ. capon -ι.

κάπος ο: ένοπλος στην υπηρεσία προεστών κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχία· αρχιεργάτης στο λιμάνι. Στην Πελλοπόνησο δεν υπήρχαν αρματολοί αλλά μόνο κάποι. Βαμβ.: Οι δουλειές ήτανε αργολαβία. Υπήρχαν άλλοι πιο μεγάλοι κάποι. Κάποι ονομαζόντουσαν στην δουλειά αυτοί όπως είχαμε το όνομα βάρκοι εμείς. Το σωματείο των γαιανθρακεργατών είχε κάπους, αρχιεργάτες. Κι αυτοί οι κάποι εμεριμνούσανε για τις παρέες που κάνανε τη δουλειά. Οι κάποι μιλούσαν με τα διάφορα γραφεία που είχαν τα καράβια, με τα γραφεία που είχαν τις αποθήκες και με το σωματείο. Στο σωματείο ανήκαμε όλοι οι ανθρακεργάτες και είχαμε πρόεδρο των γαιανθρακεργατών. – Οι κάποι μόνο διατάζανε και κανονίζανε. Τους κάπους τους πλήρωνε το σωματείο, δηλαδή από αυτούς που είχαν τις αποθήκες τους και τα καράβια. Ήταν άνθρωποι του σωματείου. Πήγαιναν στα γραφεία και πληρωνόντουσαν. – Ο κάπος έπαιρνε εξίσου με τους άλλους. Τον εμπιστευόμασταν. Ήταν άνθρωπος του σωματείου. Εξάλλου ξέραμε πόσα λεφτά κάνανε οι τόνοι που εβγάλαμε. Το ξέραμε ακριβώς. Ούτε να πάρει ούτε ένα τάλιρο παρά πάνω. Μπορώ να σου πω ότι καμιά φορά χάλαγε κι από τα δικά του. Βλ. & βάρκος ο.

κάποτο το & καπότα η: μάλλινο βαρύ πανωφόρι, χοντρό ύφασμα· το προφυλακτικό. Καρκ.: Eκεί ξαπλωμένος ο Παπαρρίζος, μικρό και αδύνατο γεροντάκι με σαγακιένιες σκάλτσες, ατλαζωτή πουκαμίσα κατεβατή έως το γόνα, μαυρομάλλινο καπότο και σκούφια ξεθωριασμένη στο κεφάλι. Καρκ.: Eφορούσεν ένα κοντοκάποτο κανελί και ξεφτισμένο επάνω από το μαύρο και μυριομπαλωμένο πουκάμισό του | < ιταλ. cappotto: παλτουδάκι ή καπελάκι γυναικείο.

καπούλα η: το επάνω μέρος της κάπας, αυτό που καλύπτει το κεφάλι, κατσιούλα. Περρ.: …διότι την κεφαλήν εσκέπαζον με την καπούλαν της κάπας, δια να μη διακρίνεται η κεφαλή από το σώμα | < κάπα, βλ.λ. & κοντογούνι το, λαγκιόλι το.

καπούλι το: τμήμα της ράχης των υποζυγίων, ανάμεσα στη νεφρική χώρα και στο σημείο έκφυσης της ουράς· μτφ. το μεγάλο, προτεταμένο γυναικείο κωλομέρι, τα οπίσθια. Παλαμ.: Καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη, / κι άλλους μαζί.. Κλαίει δέρνεται τ᾿ ανθρώπινο κοπάδι. / Και τους κρατεί στου αλόγου του δεμένους τα καπούλια, / της λεβεντιάς τον άνεμο, της ομορφιάς την πούλια. Κολ.: γ δν γύρευα παρ ναν ν᾿ κουμβήσω τς πλάτες μου, γ δν καμνα καπούλι τος ρχοντας, κενοι μένα, κα τζι κανένας τρίτος – δν γίνοντο διχόνοιες. Τσιφ.: Είχε ένα δίπλωμα Νομικής και γαλάζια όνειρα. Είχε κι ένα παλιό παντελόνι γκρι, φαγωμένο στα καπούλια | < μσν. καπούλι(ο)ν υποκορ. του κάπουλα < σκάπουλα < πληθ. σκάπουλαι < λατ. scapulae: ωμοπλάτη ανθρώπου ή ζώου. Βλ. & βατσινιά η, μερακλίδικος ο.

καπρί το: ο κάπρος, ο επιβήτορας χοίρος. Δεν είχε και πολλά καπριά δεν ξέρω, δεν είναι η εποχή τους. Πάλλ.: Τι σαν καπρί λες χύθηκε τους μπροστινούς περνώντας / λογγόθρεφτο, που στα βουνά γυρνάει μέσα από δάσος / και σκύλους άκοπα σκορπάει και νιους παλικαράδες | < αρχ. ελλ. κάπρος ο.

καπρίτσιο το: επιμονή και πείσμα για την ικανοποίηση κάθε περίεργης και παράλογης επιθυμίας· πείσμα. (Τριαντ.) Ο σκύλος με τα ακριβά καπρίτσια. Συνεχίζει τις διακοπές της στη Μύκονο και τα καπρίτσια της σχολιάζονται. Παπαγ.: Παρά το γεγονός ότι η γυναίκα του ήταν λαϊκή και δεν πολυκαταλάβαινε τα καπρίτσια και τις μυστικές μεταλλαγές του, την ήθελε ως εξομολογητή του | < ιταλ. capriccio ή βενέτ. caprizio.

καπρουτσέλι το: ο καπρί, επιβήτορας χοίρος.

κάρα η: το κεφάλι, κρανίο από λείψανο αγίου· η κάρα του Αγίου Ιωάννη.

καραβάνα η: μεταλλικό σκεύος με λαβή, που χρησιμοποιείται για το συσσίτιο των στρατιωτών. Καραβάνες από ανοξείδωτο ατσάλι. Παλιά καραβάνα: μτφ. ο έμπειρος σε κάτι. Παπαδ.: Τί σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικν τς καραβάνας, ψάλτην το γλυκο νερο, πο κοιτάζεις στ βιβλίο κα τ λς στ κουτουρού. Παρ.: «Η καραβάνα στο στρατό δεν κάνει το σπαθάτο.», «Βρέχει, χιονίζει, η καραβάνα γεμίζει.» | < παλ. ιταλ. caravana: υπηρεσία του νεοσύλλεκτου με αλλαγή της σημασίας κατά το τουρκ. caravana | < ιταλ. caravana.

καραβανάς ο: σκωπτικά ο στρατιωτικός. Τι κάνει η πείνα; Σε κάνει καραβανά. Θα μαζέψει επιτέλους κάποιος τους καραβανάδες με τις ακραίες συμπεριφορές; | < Βλ. & καραβάνα η.

καραβίδα η: είδος μικρού μαύρου αστακού σε γλυκά νερά. Χωρίζεις τις καραβίδες στη μέση με ένα μαχαίρι αφού τις έχεις πλύνει. Ο βιρός είναι γεμάτος καραβίδες. Συνταγή για κριθαρότο με καραβίδες. Ηπίτ.: καραβίς ή: καραβίδα, αστακός ποτάμιος, λιμναίος· χηλή: χέρι καραβίδος | < αρχ. ελλ. καραβίς.

καραβούλι το: καραβάκι, βαρκούλα. Χατζ.: Το βράδυ γύριζε σπίτι κατακομμένος, με τα πόδια πιασμένα από το κάτσιμο σταυροπόδι όλη μέρα μέσα στο στενό καραβούλι, με τα ρούχα μουσκεμένα απ᾿ την υγρασία.

καραγάτσι το: το δέντρο φτελιά. Καραγάτσια δεν υπάρχουν στον Πολύγυρο! Το ποτάμι με τα καραγάτσια. Επώνυμ.: Καραγάτσης | < τουρκ. kara agac: μαύρο δέντρο.

Καραγκούνης ο & Καραγκούνα η: Συνήθως στον πληθυντικό οι Καραγκούνηδες. Έλληνες πεδινοί γεωργοί, κάτοικοι της Θεσσαλίας, σε αντίθεση με τους Κουτσοβλάχους και Σαρακατσαναίους. Οι Καραγκούνηδες αποτελούν πληθυσμιακές ομάδες πεδινών περιοχών της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ακαρνανίας και είναι απόγονοι πιθανώς των αρχαίων Θεσσαλών Πενεστών. Η εθνολογική διάκριση των ομάδων αυτών εμφανίστηκε στους τελευταίους αιώνες και ονομάστηκαν έτσι από τη σύνθεση των λέξεων κάρα και γκούνα (μαύρη γούνα) ή από τις λέξεις κάρα και Γιουνάν (μαύρος Έλληνας). Στην Ήπειρο ως Καραγκούνηδες χαρακτηρίζονται οι νομάδες, ποιμένες και ιδιαίτερα οι Αρβανιτόβλαχοι. Γενικά όμως Καραγκούνηδες ονομάζονται οι άνθρωποι της υπαίθρου. Στην Ακαρνανία φέρονται ως Καραγκούνηδες οι κάτοικοι των χωριών Γουριώτισσας, Παλαιμενάνης, Αγραμπέλου, Οχθίων και Στράτου. Γενικότερα πρόκειται για ανθρώπους που είναι ολιγαρκείς, επιδέξιοι ιππείς και καλοί πεζοπόροι. Οι Καραγκούνηδες ήσαν αρχικά ακτήμονες και ως το 1910 εργάζονταν υπό συνθήκες δουλοπαροικίας (Πηγή: Η Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Χάρη Πάτση, στο λήμμα Καραγκούνης). Πετρ.: Στη Μακεδονία τον ντόπιο συρτό, την γερακίνα, τον πηδηχτό, τον πάρταλο, την γκάιντα, την βλάχα, τον τρανό χορό, τον καστοριανό, τον σαμαρινιώτικο. Στο Μοριά τον μέρμηγκα, τον μανιάτικο, τον τσακώνικο, ακόμη και τον αραχωβίτικο. Ο πηλειορίτικος, η καραγκούνα, το καγγέλι, η σβαρνιάρα και ο συρτός (στα τρία) είναι θεσσαλικοί χοροί, και ο ρόβας, ο ζαγορίσιος, ο μενούσης, το φυσούνι, ο πωγωνίσιος και ο τζουμερκιώτικος χοροί της Ηπείρου. Άλλους δε χορούς είχαν οι κρητικοί, οι χιώτες, οι λοιποί νησιώτες και οι πόντιοι. (Ρεμπέτικα Τραγούδια). Βλ. & λαγκιόλι το.

«Καραϊσκάκη μ᾿ ρχηγέ!»: η ΦΡ. δηλώνει κατάσταση στέρησης και ταυτόχρονα περηφάνια. Παπαδ.: γαθς πειρώτης, ς ν εχε μαντεύσει, τι παράδοξος πισκέπτης του πείνα, το ποίησε σολμύριον ν μασήσ. λλ᾿ βοηθς το ρτοποιο, μπαρμπα-Σταρος, γυμνόστερνος, κοκκινόλαιμος, κοκκινόξανθος γέρων, ς ν εχε τ χρόνια ρόδισμα το φούρνου, βδομήκοντα κτ τν, ζωηρός, εθυμος, νευσε πρς τν Ζσον, κτελν μιμικν πλκτρον ργάνου π τς κοιλίας κα μορμύρισε: «Καραϊσκάκη μ᾿ ρχηγέ!»

καρακαηδόνα η: πολυλογού, ανόητη γυναίκα που ίσως γίνεται ενοχλητική. Ποιά είσαι συ, μωρή καρακαηδόνα; Παρ.: «Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα

καρακάνι το: σκωπτικά ο Κρανιώτης, ο κάτοικος του χωριού Κρανιά Ελασσόνας.

καρακόλι το: σκοπιά, επανδρωμένη με ένοπλους, αστυνομική περίπολος· έφεδρος που υπηρετεί στη Στρατονομία, αστυνομικός. Γκοτζ.: Για να φτάσεις στο παζάρι, έπρεπε να περάσεις από καρακόλια με ζαπιτιέδες κι από ερημιές όπου φώλιαζαν κλέφτεςΓια να φτάσουμε στο κονάκι της περνούσαμε απ᾿ το τούρκικο καρακόλι, δίπλα στην Αγία Παρασκευή με τις μισόσβηστες εικόνες. Ήταν παλιός σταθμός που απόμεινε χωρίς σκεπή και με τον καιρό έγειρε, γκρεμίστηκε | < τουρκ. karakol < βενετ. caraguol < ισπαν. carakol.

καραμάνης ο: λέγεται για μαύρα (;), δυνατά, αρσενικά τσοπανόσκυλα· Παπαδιαμάντ: Λοιπν χόρευεν ς ρκούδα Κούκιας, φώρμα ς καραμάνης τάχα κατεπάνω ες τν Τριαντάφυλλον. δεύτερος πήντα δι κωμικο μορφασμο κα γρυλισμο, κ᾿ καμνε τόσα «κατσαμάκια», στε πρτος δν δύνατο ν τν φθάσ. Τότε Κούκιας μυκτο τρομακτικ ς ταρος, κα Τριαντάφυλλος σφύριζε τ προστάγματα τν βουκόλων, δι᾿ ν ζήτει τάχα ν παναφέρ τν Κούκιαν ες τν μάνδραν του | < το καρά- ίσως δείχνει εδώ επίταση, μέγεθος, δύναμη και δεν σημαίνει απαραίτητα το μαύρο χρώμα.

καραμούζα η: πνευστό ηχητικό όργανο που βγάζει δυνατό και διαπεραστικό ήχο· κατάμαυρο είδος πουλιού, γκάλια. Υποκορ. καραμζούλι το, συνθ. καραμουζοφωλιά η. Καραμούζες, Κόρνες & Σφυρίχτρες. Παρ.: «Τα πίσω φίδια έχουν ουρές, τα παραπίσω φούντες, τ᾿ ακόμα πισινότερα βιολιά και καραμούζες.» | < ιταλ. cornamusa.

καραμπάσια η: άσπρη προβατίνα με μαύρο κεφάλι.

καραμπέρης ο & καραμπέρι το: γκρίζο περιστέρι με άσπρα φτερά. Αν είχα χώρο, υπάρχει ενα ζευγάρι έτοιμο καραμπέρηδες. Επώνυμ.: Καραμπέρης.

καραμπέρας ο: ηλικιωμένος, γκριζομάλλης. Επώνυμο: Καραμπέρας.

καραμπινάτος -η -ο: οφθαλμοφανής, προφανής, αυταπόδεικτος· λέγεται για κάτι για κάτι που παρουσιάζεται σε οξεία, σοβαρή ή παραδειγματική μορφή· & ως επίρρ. καραμπινάτα. Καραμπινάτη αιματηρή προβοκάτσια. Καραμπινάτη περίπτωση ακραίας αισχροκέρδειας. Καραμπινάτη μεθόδευση. Απίστευτη καταγγελία αποδεικνύει την καραμπινάτη εκλογική νοθεία. Πήραν ψήφους χωρίς να έχουν υποψηφίους και ψηφοδέλτια! Καραμπινάτα ψέματα σε βάρος της αγροτιάς. Καραμπινάτο πέναλτι. Είναι καραμπινάτα επίορκοι και κλέφτες του δημοσίου οι εμπλεκόμενοι | < καραμπίν(α) -άτος < ιταλ. carabina < γαλλ. carabine.

καραμπογιά η: μαύρη μπογιά· μτφ. άνθρωπος με σκουρόχρωμο δέρμα, μαύρος. Ηπίτ.: καραμπογιά η: θειικός σίδηρος, μελαντηρία. Καζαντζ.: …το πρόσωπό του καταστρόγγυλο, τα μάτια του μαύρα, αμυγδαλάτα, και τα μουστάκια του πηχτά πηχτά βαμμένα με καραμπογιά, έριχναν κάτω από το φανάρι μεγάλες αναλαμπές σαν ατσάλι. Ο θειικός σίδηρος ή καραμπογιά κυκλοφορεί σε μορφή σκόνης και είναι μάλλον το φτηνότερο λίπασμα. Μπορεί όμως να τον βρει κανείς και σε υγρή μορφή | < καρα- + μπογιά (Πβ. τουρκ. karaboya: θειικό οξύ.) Βλ. & ταλαγάνι το.

καραμπουζουκλής ο & καραμπουζουκλού η: άνθρωπος γλεντζές, εκδηλωτικός και ανοιχτόκαρδος. Ζούμε ως καραμπουζουκλήδες! Να ξεκινήσουμε ανάποδα. Το ερώτημα δεν είναι αν είμαστε γενναίοι ή κότες, περήφανοι ή προσκυνημένοι, αναξιοπρεπείς ή καραμπουζουκλήδες. Τσιφ.: Ο Ερρίκος τον είδε λεβέντη και καραμπουζουκλή να του κάνει τεμενάδες, του άρεσε. -Ποιός είσθε ελόγου σας; – Βιλλαρδουίνος της Αχαΐας.

καραμπόλα η: ποικιλία πολύ μεγάλης ντομάτας. Ελληνική παραδοσιακή ντομάτα καραμπόλα. Κόκκινη, κρεατοντομάτα, με μεστή σάρκα και σπόρια, 120-220 gr. Η ντοµάτα «καραµπόλα» έχει σχεδόν εξαφανιστεί.

καραούλι το: το παρατηρητήριο, σκοπιά, φρουρά, ενέδρα. Δημ.: Κλέφτης Χασιώτης ροβολάει από τα καραούλια, στα καραούλια νύχτωσε, στα Χάσια ξημερώνει. Μακρ.: τι κείνους ποχαν ες τν δηγίαν τος ταν ο περισσότεροι τν καφφενέδων νθρωποι. Τ βράδυ γγίχτηκα μ᾿ λους ατος κα μ τν ψηλάντη, Μαυρομιχάλη κα Κωσταντήμπεγη δι τ καραγούλια, τος επα: «γ χω δυ μέρες δ, πο φανίστηκαν ο νθρωποί μου φκειάνοντας ταμπούρια σ λες της θέσες, κ᾿ σες τς ηρετε χαζίρι, κα τώρα ν μν κάμετε κα καραγούλι;» Δημ.: Μάννα, μ᾿ έκαταράστηκες, βαρειά κατάρα μου είπες. / «Κλέφτης να βγης, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχεις, / ολημερίς ᾿ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι, / και ᾿ς τα γλυκοχαράματα να πιάνεις το ταμπούρι.» Παπαδ.: Είτα έδωκε την βοτίλιαν εις τον Αλέξην, και αυτός, αντί να φυλάξει εις την θύραν καραούλι, με την αράδα, κατά την συμφωνίαν, διά το ασφαλέστερον, ετράπη εις φυγήν, κτυπήσας μάλιστα τους πόδας θορυβωδώς επί του λιθοστρώτου. Ελύτ.: M᾿ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο / παππού δεν είχαν από δρυ κι απ᾿ οργισμένο άνεμο / στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα / με πικραμένα μάτια | < ίσως από το τουρκ. karavul. Βλ. & μολεύω.

καράς ο: το άλογο με μαύρο τρίχωμα.: Παπαδ.: «Μιχαλιέ, τρέχα ν βοσκήσς τν καρά… ν τν ποτίσς κα ν τν λλάξς, λλοις, κοίταξε καλά, καημένε, π᾿θαν δν κρύβεσαι (μίλει μ τν διάλεκτον κα τν προφορν το Πηλίου). Παρ.: «Και τον παρά και τον καρά | < τουρκ. kara: μαύρος -ς.

καράσα η: μαύρη γουρούνα.

Καρατζιλάρ το: παλιά ονομασία του χωριού Δρέπανο Κοζάνης. Τότες μάθαμε πως ο Βενιζέλος αποφάσισε ν᾿ αλλάξει τα τούρκικα ονόματα των χωριών. Έτσι π.χ. το Καρά Τζιλάρ θα το λέγανε Δρέπανο, το Κιτσιλέρ το κάνανε Βαθύλακκο, το Σινεκλή θα το πούμε από τώρα Μελίσσια, και τις Λαμνήδες τις βαφτίσανε Κοίλα. Έτσι κάναν για όλα τα τουρκοχώρια.

Καρατζόβα η: παλιά ονομασία της Πτολεμαίδας. Δημ.: – Καλά ήσαν, Λούκα μ᾿. στα βουνά και στα Καστανοχώρια, / τι χάλευες, τι γύρευες στου Λέχοβου τη ράχη; / Πάεινα για το Μυρίχοβο και για την Καρατζιόβα / γιατί μας κατηγόρησαν Ζιάκας και Παπαδήμας. Φασόλια Καρατζόβας. Το τρενάκι της Καρατζόβας ή ΝΤΕΚΟΒΙΛ, άρχισε να κατασκευάζεται το Σεπτέμβριο του 1916, μετά από απόφαση του Γαλλικού Αρχηγείου της Ανατολής και με εργασίες των Σέρβων στρατιωτών.

καράφα η: η γυάλινη μπουκάλα, γυάλινο επιτραπέζιο δοχείο, με σώμα σχεδόν σφαιρικό και με λαιμό μακρύ και στενό που καταλήγει σε πλατύ στόμιο· υποκορ. καραφάκι το. Ιδανικό αξεσουάρ για το στέγνωμα της καράφας. Με τα δεκάδες απορροφητικά πανάκια της αφαιρεί μέχρι και την τελευταία σταγόνα από την καράφα. Η αποθήκευση νερού, ποτών, χυμών εξασφαλίζεται μέσα από το ηλεκτρονικό μας κατάστημα και τις προνομιακές τιμές του σε κανάτες και καράφες | < ιταλ. caraffa (από τα αραβ.).

καράφλα η: φαλάκρα. Συσκευή κατά της καράφλας! Και φυσικά το γνωστό καμουφλάζ: ό,τι περισσεύει από τα υπόλοιπα πάει στην καράφλα. Βλ. & καραφλός ο.

καραφλιάζω: κάνω καράφλα, πέφτουν τα μαλλιά μου· μτφ. εκπλήσσομαι (ευχάριστα ή δυσάρεστα), εντυπωσιάζομαι, «κουφαίνομαι»· μτφ. κάνω κάποιον να χάσει τα μαλλιά του. Η είδηση που μας καράφλιασε. Ο Κ.Δ. λυπάται που ασχολείται με τη διαιτησία μετά από ένα 5-0…· μας καράφλιασε με τις εισηγήσεις της· η Σίνθια Ν. καράφλιασε· τους καράφλιασαν με τους ναυαγοσώστες· καράφλιασαν οι Γάλλοι με το πόθεν έσχες των πολιτικών αρχηγών.

καραφλός ο & καράφλας ο: που έχει καράφλα, φαλάκρα, λίγα ή και καθόλου μαλλιά, γλόμπος. Υπάρχουν πολλοί εμβληματικοί καραφλοί στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Παρ.: «Ήταν καραφλός και μάλωνε για χτένες.» | < μσν. φαρακλός < αρχ. ελλ. φαλακρός.

καρβέλι το: ολόκληρο ψωμί με στρογγυλό ή ωοειδές σχήμα, πλαστάρι. «Λίγα είναι τα καρβέλια του»: έχει λίγο χρόνο ζωής ακόμα. Ηπίτ.: καρβέλι το: ο άρτος, το ολόκληρο ψωμί, τα κυκλοτερή ή κάλλιον σφαιροειδή τεμάχια της ζύμης, τα ριπτόμενα εις τον φούρνον να ψηθώσι, και καρβελάς ο: το πτύον δι ου βάλλυσι ταύτα, όθεν ο άρτος, το ολόκληρο ψωμί. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Παπαδ.: Διότι ο Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανόλης ο Πολύχρονος, αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, του έταξαν «φούρνους με καρβέλια.» Τσιφ.: Πολλοί παίρναν τα βουνά και ζούσαν εκεί πάνω, μέσα στη στέρηση και έναν αγώνα να οικονομήσουν το καρβέλι. Γκοτζ.: Μα ήταν καλά να τρως καρβέλα από το φούρνο -γιόμα δείπνο- κι απέ να ζάφτεις μια κρασόκουπα μαζί με τους νοικοκυραίους. Παρ.: «Η νύφη κάνει τα στραβά καρβέλια.», «Του τεμπέλη το καρβέλι είναι διπλό.» Παρωνυμ.: καρβελάς | < μσν. καρβέλιν, γαρβέλιν < σλαβ. karvalj.

καρβούνα η: γουρούνα ασπρόμαυρη. Βλ. & κάρνο το.

κάργα: επίρρ. πλήρως, στα γεμάτα, μέχρι πάνω φίσκα, βίτσα, δυνατά, σε αφθονία. Ηπίτ.: κάργα: το εντελώς πλήρες, το μέχρι των άκρων (των χειλέων) πεπληρωμένον. Παπαδ.: μέλας καπνς νεπέμπετο δι τς περθεν ρωγμς, κα ο σπινθρες νέβαινον πειράριθμοι ες ψος, δύνατο ν κούσ διαλόγους οος πόμενος:-Κάργα, γέρο μάστορη! -Βρόντα! -Τζάνουμ! σπρξε. -Σβσετο! –Μπούφ! Μπούφ!-κόμα!-Κτύπα! Δύναμη! -Φόρτσα! Καζαντζάκ: Αυτή, σαν μπήκε στα βαθιά γεράματα, παράτησε τη γυροτραφισμένη αυλή της κάργα παιδιά, αγγόνια και δισέγγονα… Παπαδ.: Ο Γιάννης ο Μπρίκος ετραβούσε τα κωπία, καθήμενος στα κάργα, και ελιανοτραγουδούσε μέσα του παλαιά ναυτικά τραγούδια. Κάργα κόσμος στο πανηγύρι. Καργαριστή καρότσα. Ρεμπέτ.: Βάρκα μου μπογιατισμένη / κάργα μάγκες φορτωμένη. Καζαντζ.: …να τον βάζει να πίνει κρασί, να τρώει χοιρινό, να γεμόζει την παραδαρμένη του κάργα, για έξι μήνες. Παρωνύμ.: Κάργας | < βενετ. carga. Βλ. & καργάρω.

καργάρω: καργαρώνω, φορτώνω, γεμίζω μέχρι επάνω, όσο παίρνει, μέχρι τα τσέγκια. Τα σουβλατζίδικα της καρδιάς μας ψήνουν την πιτούλα στα κάρβουνα και δεν την καργάρουν στο λάδι. Διαπίστωσα ότι δύο βίδες ήταν ξεβίδωτες και τις έδωσα περίπου τρεις βόλτες για να καργάρουν. Ξέχασε να σφίξει τις δύο βίδες που καργάρουν τον άξονα του τροχού. Ηπίτ.: καργάρω: φορτόω, γεμίζω, πληρόω (διά φορτίου κτλ.), συμπληρώ, γεμίζω, παύω το έργον, σταματώ διότι συνεπληρώθη η πράξις | < Βλ. & κάργα.

κάργια η: πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια, καλιακούδα· μτφ. γυναίκα άσκημη, στρίγγλα, κακιά. Αυτήν ξέρουν όλη σαν κάργια, κουρούνα και τα παιδιά σαν κόρακα. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και η πανέξυπνη Κίσσα, η πολύχρωμη. Το ερωτικό κείμενο είναι από το μυθιστόρημα «Κάργιες» της Αλκυόνης Παπαδάκη. Καρυωτάκ.: Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια, θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται, καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια. Παρ.: «Πάρε την κάργια οδηγό, να φας σκατό με το κιλό.» | < μσν. κάργα < τουρκ. karga.

καργιόλης ο & καργιόλα η: ανήθικος, ανέντιμος, άτιμος, διεφθαρμένος άνθρωπος. Έχουμε μπλέξει με καργιόλες. Ποιός καργιόλης τα έσβησε άραγε; Βαμβ.: Αυτός που είπε αυτή την κουβέντα ήταν ένας ελεεινός τύπος. Τον γνώρισα ύστερα. Εκείνη την ώρα, σηκώνεται ο Μπουντρούμης, και του λέει επί λέξει. Βρε πούστη, παλιοκαργιόλη, ήθελες να ήσουνα στη θέση αυτουνού εσύ και να σου ξηγιόντουσαν έτσι; Όποιος το κάνει θα του βγάλω το μάτι | < πιθ. ιταλ. cariola: κρεβατάκι για μωρά κάτω από το νυφικό κρεβάτι.

κάρδαμο το: ή καρδάμωμο ή κακουλέ, είναι μπαχαρικό που προέρχεται από τους σπόρους διαφόρων φυτών του γένους Elettaria cardamomum και Amomum στην οικογένεια Ζιγγιβεροειδών (Zingiberaceae)· έχει πικάντικη ή πικρή γεύση και χρησιμοποιείται ως σαλατικό ή ως καρύκευμα. – Γιατί πάντα οι γιαγιάδες μας έλεγαν «Φάε να καρδαμώσεις;» Ποιές οι μαγικές ιδιότητες του κάρδαμου και πόσο καλό κάνει την υγεία; Παρ.: «Νόστιμα και τα κάρδαμα, σε όποιον έχει πείνα.» | < αρχ. ελλ. κάρδαμον.

καρδάρα η: μεγάλο ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο με δύο λαβές ή με μία ημικυκλική, όπου αρμέγουν το γάλα. Καζάνια, καρδάρες, προϊόντα λευκοσιδηρουργίας. Καζαντζ.: Και σα μεγάλα σύγνεφα μυιγώνε σωρεφτώνε / που πλημμυρούν την άνοιξη σε προβατήσα στάνη, / τότες που γύρω ξεχειλάει το γάλα στις καρδάρες, / τόσοι στον κάμπο στέκουνταν κι οι Δαναοί στους Τρώες / αγνάντια, και δεν έβλεπαν την ώρα ναν τους σκίσουν. Παπαδ.: πας πέταξε τν κάπαν του, νίφθη μ τν στάμναν, σφογγίσθη μ τ μανίκια το ποκαμίσου του, ρπασε τν καρδάραν κ φυγε τρέχων. Παρ.: «Σαν τη γελάδα με την καρδάρα, μια κλωτσιά της δίνει και τη χύνει.» | < Βλ. & καρδάρι το.

καρδάρι το: μικρή καρδάρα. Βρέχει, ρίχνει, πέφτει βροχή με το καρδάρι. Παραδοσ.: «Το μαζεύουν τα κορίτσια και το βάζουν στα καρδάρια και το γκιζιρούν στα μπγιάδια.» | < μσν. καρδάρι < καλδάριον < μσνλατ. caldari(um), (< υστλατ. Caldaria: δοχείο για βράσιμο) -ον· κάρδοπος ἡ: σκαφίδι στο οποίο ζυμώνουν, σε Αριστοφ.

καρδαμώνω: τονώνομαι σωματικά, δυναμώνω. Καζαντζ.: Παχιά χώματα, πλούσια τα ελέη του Θεού, τ᾿ αστάχια καρδάμωναν ένα μπόι, οι ελιές φορτώνονταν με τον ευλογημένο καρπό, σωροί στο κάθε μποστάνι τα πεπόνια, τα καρπούζια, τα φλογοσπειρωτά τ᾿ αραποσίτια. Τσιφ.: Και πλουτίζουνε και δυναμώνουνε ολοένα. Κάνουνε υποκαταστήματα στο εξωτερικό, φέρνουνε εμπόρευμα, και μ᾿ αυτό τον τρόπο το εμπόριο κι η βιομηχανία όλο και καρδαμώνει. – Στις πολιτείες τα θηλυκά ντύνουνται αραχνάτα, βράζει το αίμα των σερνικών μέσα στην κάψα, μοσκοβολάνε οι ροδιές και καρδαμώνουνε τ᾿ αγγούρια τα Kαλυβιώτικα | < αρχ. ελλ. κάρδαμον. Βλ. & κάρδαμο το.

καρδίτσα η: καρδούλα. Δημ.: Αναθεμά σε, έρωτα, που μ᾿ έβαλες σε πάθη / που ήταν η καρδίτσα μου σα λεμονιά με τ᾿ άνθη. – Η αγάπη είναι καρφίτσα / κι αγκυλώνει στην καρδίτσα.

καρένιος -α -η: επιθ. (μπαζιά, μπάζα, φυλλωσιά) με χαρτιά καρό της τράπουλας, αντιστ. λέμε κουπένια, μπαστουνένια, σπαθένια για τις υπόλοιπες «φυλές.»

κάρινος -η -ο: καρυδένιος, από ξύλο καρυάς. Σκουζές: …σεντούκι κάρινο ένα, παλώματα μεταξωτά δύο, βρακοζώνια πέντε, πανί φυτίλι κομμάτι ένα.

καριοφίλι το: παλαιό εμπροσθογεμές τουφέκι με μακριά κάννη, που χρησιμοποιήθηκε πολύ στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821. Για τα πυροβόλα όπλα της εποχής χρησιμοποιήθηκαν ακόμη οι λέξεις: φειδιάς ο (είδος καριοφιλιού) , νταλιάνι το, μηλιόνι το (μακρύκανο), σισανές ο, σαρμάς ο, λιάρος ο, λαζαρίνα η (λεπτό) κ.α. Ελύτ.: Εκεί δάφνες και βάγια / θυμιατό και λιβάνισμα / τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια / στο χώμα το στρωμένο με τ᾿ αμπελομάντιλα | < ιταλ. Carlo e figli: Κάρλος και υιοί (φίρμα εργοστασίου). Βλ. & λερός ο.

καρντάσης ο / καρδάσης ο & καρντάσι το / καρδάσι το: αδερφός, αδελφικός φίλος, σύντροφος· θηλ. καρντασίνα η. Και τώρα καρντάσια, τι κάνουμε; Κουκ.: αρκαντάς, αρκαντάσης. Παπαδ.: Έλεγαν δε προς αλλήλους: «Θυμάσαι, καρδάσ᾿, τούτο; Θυμάσαι, γιολδάσ᾿, αυτό;» Όταν είναί τις με τον άριστον φίλον του εις ωραίαν εξοχήν, συμπαραστατούσης και φλάσκας με μοσχάτον, λησμονεί τα πάντα. –γ γέρασα, ρ καρδάσ᾿, ριστείδη, επε. Τί ν σς κάμω; Κατ τ κεφάλι πο χω σς προσκυν | < τουρκ. (διάλεκτ.) kardaş -ης / τουρκ. arkadas.

καρικώνω: μαντάρω | < ιταλ. carico: φόρτωμα.

καρκάλι το: λειρί της κότας, του κόκορα. Ηπίτ.: καρκάλι το: το λειρί (κυρβασία) του πετεινού και της όρνιθας· η βάλανος της πόσθης.

κάρκαλο το: το κουκούδι, κακάδι, κρούστα στην επιφάνεια μιας πληγής. Πετρ.: Μου το χτύπησε και μου είπε να μην το βρέξω με νερό τρεις – τέσσερις μέρες, μέχρι να πιάσει κάρκαλο. Μετά βγαίνει το κάρκαλο κι είναι έτοιμος ο τσαμπουκάς [σ.σ. το τατουάζ]. Γίνεσαι μάγκας.

καρκαρίζομαι & καρκαλιέμαι: γελάω με θόρυβο, με το παραμικρό, κακαρίζω. Παπαευαγγ.: Η Βάγγιου τον καρτερούσε να γυρίσει, έβγαλε μια πετσέτα με ψωμοτύρι και έτρωγε. Ξαφνικά βλέπει όλοι κοιτούσαν προς αυτήν και καρκαρίζονταν στα γέλια.. Εκεί που έτρωγε είχε ανοικτά τα ποδάρια και φαίνονταν το πλουκάρι. Γκοτζ.: Καθώς το είχε αυτό στο νου της, άκουσε κιόλας μια κότα να καρκαριέται απάνου απ᾿ το καλύβι. Θα ᾿χε πάει να γεννήσει, φαίνεται, βρήκε άλλη μέσα στη φωλιά κι άρχισε το καρκάρισμα. Παπαευαγγ.: Γκανταλιούντα η Φώτσ᾿ κι καρκαρίζουντα η Φώτινα, κόντιβι να λαλήσ΄ν οι κουκουτέοι! Ηπίτ.: καρκαλιέμαι: φωνάζω καρ-καρ είτε από βήχα, είτε από υπερβολικόν γέλωτα. Κυρίως επί της φωνής της όρνιθας | < ίσως ηχομιμητικό.

καρκαρίζω: για κότα, όταν η κραυγή της σχηματίζει έναν ήχο που μοιάζει με «κα κα κα»· μτφ. καρκαρίζομαι: γελώ κοφτά, δυνατά και διαπεραστικά. Παρ.: «Κότα καρκαρίζοντας φίδι βγαίνει τρώγει την.»

καρκάτσιλας το & καρκατσέλι το: ακρίδα, πληθ. καρκατσιλαίοι οι | πιθ. < αλβ karkalec, -i: η ακρίδα.

καρμιριά η: τσιγκουνιά. Είναι να απορεί κανείς με την καρμιριά που δέρνει ορισμένους. Το αναμέναμε καιρό τώρα, τα πολλά λόγια είναι καρμιριά, περνάμε στην εικόνα. Βλ. & καρμίρης ο.

καρμίρης ο & καρμίρω η: τσιγκούνης, τσιφούτης, τσιμπρός, άνθρωπος μίζερος και κακομοίρης. Θα προλάβεις και τότε να διαπιστώσεις ότι εδώ όλοι έχουν καταντήσει ή καρμίρηδες ή τρελοί ή γέροι. Τσιφ.: Έρχονται… τι θα της πως αυτηνής; Γριά είναι. Θεός σχωρές τα πεθαμένα σου θα της πω. Μπα δε θα δώσει… πενηνταράκι θα δώσει… Καρμίρω τρομάρα της. Θεός κλπ. Μπα! Δίφραγκο έδωσε… βλέπεις ο άνθρωπος γελιέται καμμιά φορά… είδες η τσουρόγρια; Βλ. & μαγκούφα η.

κάρνο το: κάρβουνο | < μσν. κάρβουνο(ν) < κάρβων: ξυλοκάρβουνο -ον < λατ. carbo. Βλ. & χαλεύω.

καρούλι το: ξύλινος ή μεταλλικός κύλινδρος με πεπλατυσμένα άκρα, γύρω από τον οποίο τυλίγεται νήμα, καλώδιο, ταινία κλπ.· κουβαρίστρα. (Τριαντ.) Καρούλι χλοοκοπτικού μεσηνέζας. Αυτόματο ποτιστικό καρούλι. Φτιάξτε μόνοι σας τραπεζάκι χρησιμοποιώντας ένα παλιό καρούλι καλωδίου. Παρ.: «Του Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια, και τ’ Απριλιού τις δεκοχτώ, μην κάψεις τα καρούλια (του αργαλειού).» | < μσν. καρούλι: τροχαλία < υποκορ. του αρχ. κάρ(υον): σφαιρικό σώμα για τύλιγμα σκοινιού -ούλι.

καρούτα η: η ξύλινη σκάφη· ξύλινη ποτίστρα. Ηπίτ.: καρούτα η: η σκάφη, εντός της οποίας πλύνουσι τα υποκάμισα και γενικώς η ξυλίνη σκάφη. Παπαδ.: καρούτα, ξυλίνη, το τεραστία, χωροσα στέμφυλα περ τ κατν φορτώματα, σοδυναμοντα σχεδν μ λλας τόσας βαρέλας μούστου. -Α! τραγούδα τώρα, γλέντα, μπεκρολόγα, μεθοκόπα, ξενύχτα, ξερνοβόλα, γκάριζε! Αχ! βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, στέρνα, καρούτα, μαστέλα, κρασοκανάτα! Που να σκάσεις! Ευθύς ηκούσθη δεύτερος τριγμός και το παράθυρον εκλείσθη μετά πείσματος. Αραβαντ.: καρούτα η: σκάφη προς πλύσιν | < αλβ. κarrute < σλαβ. κoryto.

καρπός ο: λέγεται και για ζωοτροφές δημητριακών. Λ.χ. ταίζω δυό μέρες φύραμα και μία καρπό. Όμηρος: Ε δέ τίς σσι βροτν ο ρούρης καρπν δουσιν ᾿ αν είσαι απ᾿ τους θνητούς που θρέφουνται με τον καρπό της γης μας) | < αρχ. ελλ. καρπός.

καρπαζιά η & καλπαζιά η: χτύπημα στο κεφάλι, σφαλιάρα. Έπεσαν από το μπαλκόνι αλλά συνέχισαν τις καρπαζιές! Εμείς είμαστε κείνοι που τρώγαμε χρόνια τώρα τις καρπαζιές και καταδιωκόμασταν. Για «καρπαζιές» είχαν οι τηλεθεατές χθες τους τηλεοπτικούς σταθμούς που μετέδιδαν εκλογικά αποτελέσματα. Γκιών.: Καθηγητής ετούτος κάποτε, παλάβωσε, άγνωστο γιατί, και τώρα δεν προλάβαινε να μαζεύει καρπαζιές. Τσιφ.: Καλή εποχή αδερφέ μου, είχε να πούμε πέσει ο μακαρίτης ο Μπαϊραχτάρης και τη ρήμαζε τη μαγκιά, έρριξε καρπαζά στους βαριούς με την ψυχάρα του και τους αλώνισε τους κούτσαβους. – Φάγανε την καρπαζά οι ευγενείς, φρονιμέψανε. -Μας συγχωρείτε πολύ. -Παρακαλώ | < καλπαζιά: κλοτσιά αλόγου < καλπάζ(ω) -ιά. Βλ. & τροφαντός ο.

καρπίζω: βγάζω, δίνω, αποδίδω καρπούς, καρποφορώ, φέρνω αποτελέσματα. Οι πρόγονοί μας φύτευαν ελιές, αν και ήξεραν ότι δεν θα τις δουν να καρπίζουν. Λεμονιά που καρπίζει όλο τον χρόνο. Σπόροι, κουκούτσια, κάθε τι που σπέρνεται ή φυτεύεται, φυτρώνει, αναπτύσσεται και τέλος καρπίζει! Μακρ.: Ατενοι κι᾿ λοι ο νθρωποι πο χαν αστηση κλαίγαν· κα ο πατενες γέλαγαν κα χαίρονταν τι στείλαν τος γωνιστς ες τος Τούρκους ν ζήσουνε. Κάρπισε προκήρυξη το Ζωγράφου κα ο κακο σκοπο τν μακιαβέληδων. Δημ.: Και μια δική μου λεμονιά δίχως νερό καρπίζει / κάνει το φύλλο μάλαμα και το λεμόνι ασήμι | < αρχ. ελλ. καρπίζω. Βλ. & άγανο το.

καρπολογώ: χρησιμοποιώ τον καρπολόγο, λιχνίζω, μαζεύω, συλλέγω, επιλέγω καρπούς. Στην κάτω ζώνη εμφανίζονται γονατιστοί αιχμάλωτοι μεταξύ φοινικόδενδρων, που καρπολογούν μπαμπουίνοι. – …απ᾿ τα πανάρχαια χρόνια, παιδιά θεών που την περίλαμπρη σοφία καρπολογούν από την άγια κι άπαρτη χώρα τους και πάντα στον ξάστερο αιθέρα ο νους τους | Βλ. & καρπολόι το.

καρπολόι το & καρπολόγος ο: μεγάλο ξύλινο πιρούνι για το λίχνισμα του σιταριού. Αραβαντ.: καρπολόγος ο: εργαλείον διά το λίχνισμα | Βλ. & καρπός ο.

καρσί: επιρρ. απέναντι, έναντι αντίκρυ. Σιδ.: …τ’ αετίσια μάτια του καρφώθηκαν καρσί στα δικά του. Γκοτζ.: Καρσί είν᾿ η Άρτα με τις εκκλησιές και τους κουμπέδες [σ.σ. τρούλους, θόλους] και το μιναρέ. Δημ.: Καρσί μου ήρθες κι έκατσες, σαν ήλιος σα φεγγάρι / και ρούφηξες το αίμα μου σαν το ξερό σφουγγάρι. Βλ. & κατσιούλα η.

καρσιλαμάς ο: είδος ανατολίτικου, αντικριστού, ζωηρού λαϊκού χορού. Ο καρσιλαμάς, εκτός από τα παράλια της Μικράς Ασίας, χορευόταν στη Θράκη και στη Λέσβο. Το ίδιο μοτίβο συναντιέται με το όνομα βαρύς καρσιλαμάς στην Αγιάσο της Λέσβου και με την προσωνυμία καμηλιέρικο. Είχανε το ζεϊμπέκικο, το χασάπικο, καρσιλαμάδες ωραίους, που τους χορεύανε με τα μαχαίρια, παράσταση κανονική και σεβότανε ο κόσμος | < τουρκ. karşιlama -ς.

καρσινός -η -ο: αντικρυνός, που βρίσκεται απέναντι. Ήβαψε αυγά γαλανά και έπειτα τσείπε η Ελπίς η καρσινή μας και ήβαψε τα αυγά με χρωματιστά κουρελάκια και ήτανε πραγματικά πολύ κουριόζικα.

καρτάλι το: ο αετός, μαυρόγυπας ο, αρπακτικό πτηνό. Στον ελλαδικό χώρο, ο Μαυρόγυπας απαντάται και με τις ονομασίες Μαύρο όρνιο, Λυκόρνιο (Παρνασσός), Σκανίτης (Κύπρος) και Καρτάλι (Έβρος). Μεγεθ.: κάρταλος ο | < τουρκ. cartal.

καρτέρημα το & καρτερεμός ο: η αναμονή. Παρ.: «Η φωτιά και το νερό δεν έχουν καρτερεμό

καρτέρι το: ενέδρα, αναμονή· ο τόπος όπου στήνεται το καρτέρι. Παπαδ.: Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ᾿ έρωτας καρτέρι, / πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει. Ελύτ.: Καρτέρι μελλοθάνατο / Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο / Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται | < μσν. καρτέρι < καρτερ(ώ) -ι.

καρτερώ: περιμένω, υπομένω, στήνω καρτέρι. Πάει κι αυτή η Κυριακή κι ας καρτερούμε μια άλλη. Παρ.: «Όταν δεις ακρίβεια, καρτέρει και τη φτήνια.», «Από κλούβιο αυγό τι πουλί καρτερείς.», «Η καλή κότα καλόν φίλον καρτερεί.», «Αν δεν έρθει μοναχή της, μην την καρτεράς την τύχη.»

κάρτσακλο το: πράγμα, αντικείμενο, η αποσκευή. Πολλά κάρτσακλα μάζεψα στο δωμάτιο.

καρυά η: καρυδιά. Νιόγαμπρον τέσσερων μερών Τούρκοι με πήραν σκλάβο / και δέκα χρόνους έκαμα σ᾿ της Μπαρμπαριάς το χώμα / δέκα καρυές εφύτεψα στη φυλακή που μ᾿ είχαν / απ᾿ όλες έφαγα καρπό, και λευτεριά δεν ηύρα (Παραδοσιακό, Πάργα, 1574) | < μσν. καρύδι < αρχ. καρύδιον (υποκορ. του κάρυον). Καρυές Αγίου Όρους. Ο Γεννάδιος αναφέρει: Την καρύαν ούτως ονόμασαν ότι πνεύμα βαρύ και καρωτικόν αφιείσα λυπεί τους υπ’ αυτήν παρακλινόμενους. Η σκιά της καρυδιάς είναι βαριά επειδή τα φύλλα και οι καρποί περιέχουν αιθέρια έλαια | < αρχ. ελλ. κάρῠον, το: κάθε είδους καρύδι, διακρινόμενο σε ποικίλα είδη, όπως βασιλικά ή Περσικά, τα καρύδια, ονομάζονται και απλώς κάρυα.

καρύκι το: το καρύδι του λαιμού, η προεξοχή του θυρεοειδούς αδένα· το κουκούλι του μεταξοσκώληκα. Καρκ.: …σαν το μεταξοσκούληκο μέσα στο καρύκι του | < μεσν. καρύκιον: η κάψα που περιέχει το βαμβάκι < μσν. καρύδι < αρχ. καρύδιον (υποκορ. του κάρυον).

καρυόφυλλο το: το φύλλο της καρυδιάς. Δημ.: Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, / κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες. Βλ. & καρυά η.

καρφωτή η: λέγεται για μια δουλειά, συνήθως παράνομη ή παράτυπη, που προδόθηκε, μαρτυρήθηκε «καρφώθηκε» από κάποιον· όταν κάποιος ειδοποιήσει ή ρουφιανέψε, λέμε ότι πήγε καρφωτή, στημένη η δουλειά. Καρφωτή ήταν η δουλειά…από ντοπιορουφιανιά! Η δουλειά έγινε καρφωτή και τους δύο από τους τρεις της συμμορίας τους ανέλαβε η ασφάλεια Αττικής. Βλ. & ρεντίκολο το.

καρώνω: κοιμάμαι βαθιά, βυθίζομαι σε νάρκη, λήθαργο. Πάλλ.: Κι οι άλλοι στρατηγοί κοντά στα πλοία, καρωμένοι / από βαθύ ύπνο μαλακό, ολονυχτίς κοιμούνταν | < αρχ. καρ(ῶ) -ώνω. Βλ. & κακαρώνω.

κάσα η: κιβώτιο ξύλινο ή μεταλλικό, κατάλληλο για τη μεταφορά τροφίμων ή άλλων αντικειμένων· φέρετρο· ταμείο, κοινό ταμείο. Υποκορ. κασούλα η. Έφαγε μισή κασούλα ξινοτέρι. Λιούφ.: Επάνω εις το λεγάτον όπου άφησεν ο μακαρίτης Δημήτριος Παγούνης εις το ελληνικόν σχολείον.- ίσον του καθημερινού Κασσιέρη δια την μετάθεσιν των άσπρων μετά την παράδοσιν εις την Κάσαν και τον Μπάγκον εις εμπιστοσύνη εκείνων. Παπαδ.: Τώρα έχουμε, βρε Γληόρ᾿, μια κι εξηνταπέντε. – Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπεν ο άλλος, όστις ήτο κάσσα. Από ογδόντα λεπτά.- Δε θε-μοιραστούμε κι τ᾿ν πεντάρα αυτ᾿νής τς γριάς; | < ιταλ. cassa.

κασαβέτι το: βαριά στενοχώρια, θλίψη, συμφορά. Μακρ.: Κι᾿ π ατ τ κασαβέτι πέθανε κι᾿ καϊμένος Ζαΐμης κα χάσαμεν ναν πατριώτη ξ ατίας ατεινο το κακο· κα τν κλαψε λη πατρίδα. Παπαδ.: νέος, κετικς, εχεν επ ες τν θεια-Χαρανίναν. –Ντέρτι δικό μου, θειά, κασαβέτι δικό σου!

κασαβιάζω: βρέχω, νοτίζω, νοτώ, μουσκεύω. (Γέρμας Καστοριάς). Σιδ.: Τα ΄χασε ο Διάκος, μόνο που δεν κασάβιασε τα βρακιά του. Βλ. & κάσαβος ο.

κάσαβος ο -η -ο & κάσιαβος ο: βρεγμένος (Γέρμας Καστοριάς).

κασαμπάς ο: η (οχυρωμένη) πόλη, μεγάλο χωριό, κωμόπολη, αστικό κέντρο. Δημ.: Ένας πασάς διαβαίνει κι άλλος έρχεται / στα Τρίκαλα πηγαίνουν, μες τον κασαμπά | < τουρκική kasaba (κωμόπολη) < οθωμανικά τουρκικά قصبه (kasaba) < αραβική قصبة (qaṣaba).

κασίδα η: δερματοπάθεια του τριχωτού της κεφαλής, που προκαλεί γενική ή κατά τόπους τριχόπτωση· μτφ. η απλυσιά, η λέρα στο κεφάλι. Την κασίδα τη βρίσκουμε και σε δυο λαϊκές «παρηχητικές ατάκες»: «Μόρα και κασίδα», που τη λέμε όταν έχουμε τα μπουρίνια μας και ο άλλος μας πει «μωρέ…», ή «νέκρα και κασίδα» που τη λέμε όταν ο άλλος μας πει «ναι». (1) Παρ.: «Τι της μοιάζει της κασίδας, μαργαριταρένιο φέσι.» Ηπίτ.: κασίδα η: κνύος, ψώρα της κεφαλής | < μσν. κασίδα < ίσως < κασίδ(ιν): κράνος < μεγεθ. -α κασίδιον < υποκορ. του κάσσις < λατ. cassis: κράνος. Βλ. & γαρούφαλο το.

κασίδης ο & κασιδιάρης ο: αυτός που έχει κασίδα, κνυώδης. Παρ.: «Ο κασιδιάρης όλα τα παιχνίδια τα παίζει, το κλωτσοσκούφι δεν το παίζει.», «Πολλοί μπαρμπέρηδες για του κασίδη το κεφάλι.», «Στου κασίδη το κεφάλι θα μάθει να ξυρίζει.», «Έπιασε ο κασίδης μαλλί και πήρε τη σκούφια του στο χέρι.», «Έκαμε κι ο κασίδης μαλλιά και τα ‘βαλε στη τζέπη του.», «Σαν και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι.» | < Βλ. & κασίδα η, αποθερίζω.

κασιούλα η: το ώριμο γκόρτσο, η ζιούκα.

κασκαρίκα η & χασκαρίκα η: αστείο πάθημα, κωμικό ή τραγικό επεισόδιο, ζημιά, κατεργαριά, μπαμπεσιά, φάρσα. Πάθαμε κασκαρίκα μεγάλη. Παπαευαγγ.: Απού κούτσκου ακόμα, μ᾿ έφκιαναν χασχαρίκις. Ήμαν λέφτερος (γρήγορος), σάματ᾿ μη βάρυνι του κριάς | < ίσως από το ιταλ. cascare: πέφτω ή το τουρκ. kaskariko: βωμολοχία, γελοιοποίηση. Βλ. & τράκα η.

κασκέτο το: είδος καπέλου με γείσο, από ύφασμα ή από άλλο μαλακό υλικό· πηλίκιο. Διαφημιστικά κασκέτα! Προσήλθε συνοδευόμενος από περίπου έξι άνδρες, ντυμένους με σκούρα ρούχα και κασκέτα. Κασκέτα προστασίας από κρούσεις με εσωτερικό κέλυφος, τύπου μπέιζμπολ. Πού πηγαίνει με κασκέτο, γυαλιά και το σκυλί αγκαλιά; | < ιταλ. caschetto. Βλ. & λαουτζίκος ο.

κασταλαή η: καθαριστικό μείγμα με στάχτη, αλυσίβα, το κατακάθι του σταχτόνερου, ίζημα. Με την κασταλαή γινόταν και η μπουγάδα. Μαλ.: Αι δε νέαι και αι νοικοκυραί συγκέντρωναν εις την αυλήν όλα τα μαγειρικά σκεύη της οικίας, ολόκληρους σωρούς μπακιριών, τα οποία έπλυναν, έβραζαν με σταχτόνερον (κασταλαήν), δια να μη μείνει ίχνος λίπους επάνω εις αυτά και μολυνθούν κατά την περίοδον της νηστείας της μεγάλης Σαρακοστής | < ελνστ. σταλάζω: για υγρό το οποίο χύνεται αργά και σταγόνα σταγόνα < αρχ. ελλ. σταλάσσω.

κασμάς ο: σκαπτικό εργαλείο, είδος στενής αξίνας. Ηπίτ.: κασμάς ο: γενηίς· μτφ. ο βλαξ, αυτός που δεν παίρνει στροφές, στούρνος. Καββ.: Τριγυριστς τς νδικς στ νιάτα του Κοσμς, / πίστεψε στ γεράματα πς θ καλογερέψει. / Κυρ θαλασσοθάνατη, στ χέρια του χεις ρέψει, / πο στ στερν τ μάρανε τ λέτρι κι κασμς | < τουρκ. kazma -ς.

κασμέρι το: κοροιδία, κουτσομπολιό, αστείο, περγέλιο, κουβέντα που λέγεται για να περάσει η ώρα. Τα κασμέρια κι τα κάχα μπάχα πουλιτεύουντι ώς τα σήμιρα. Κρατιούντι οι ρίζις καλά κι αυτοί π᾿ ζούν στ᾿ Σκίρκα τα καταλαβαίν᾿ν καλύτιρα απ᾿ τουν καθένα (Κοζάνη).

κασμερεύω: λέω κασμέρια, κοροιδεύω, αστειεύομαι, αργοσχολώ. Για να μην πω ότι μιλάνε μόνο Σούρδικα, άντε και εγγλέζικα γιατί θα νομίζουν οι ερευνητές ότι τους κασμερεύω. Και για να είμαι εντός θέματος κασμερεύω. Αυτός δε δουλεύει, κασμερεύει όλη μέρα. Κασμερεύεις ή τρολλάρεις; Βλ. & κασμέρι το.

κασμίρι το: μάλλινο ύφασμα, λεπτή τσόχα, την οποία χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή περισκελίδων. Τα βαρύτιμα εγγλέζικα «κασμίρια» και οι παχιές φανέλες εξαφανίζονται σιγά σιγά από τα στοκ των ραφτάδων. Στην περιοχή αυτή παράγεται το καλύτερης ποιότητας κασμίρι στην Ινδία, το οποίο εξάγεται και χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο. Ηπίτ.: κασμίριον το: λεπτότατον ύφασμα διά μαλλίου αιγός | < ινδική πόλη Κασμίρ.

κασμιρτζής ο & κασμερτζής ο: αυτός που λέει κασμέρια, φιλάστειος, καλαμπουρτζής. Ο φανός των κασμιρτζήδων. Μπέντια και κασμέρια κοζανίτικα. Οι πιο «κασμιρτζήδις» θα γεμίσουν κάθε λευκή επιφάνεια των σκηνικών με …παραινέσεις, σχόλια και οδηγίες, όλα στο λιτό και «τσουχτερό» ύφος της Κοζανίτικης εκφραστικής παράδοσης. Βλ. & κασμέρι το.

κασμέρεμα το: το κορόιδεμα. Άρχισαν το κασμέρεμα. Βλ. & κασμέρι το.

καστανιάρας ο: ο ελληνικός καφές στα κουδαρίτικα.

καταβολάδα η: μέθοδος πολλαπλασιασμού των φυτών, κατά την οποία ένα κλαδί, χωρίς να αποκοπεί από τον κορμό, φυτεύεται στη γη για να σχηματίσει καινούρια ρίζα. Παρ.: «Τον Οκτώβρη και Νοέμβρη, φύτευε καταβολάδες.» | < ελνστ. καταβολάς, αιτ. -άδα: κλαδί ή κατα- αρχ. ελλ. βολάς, αιτ. -άδα.

καταβόλι το: γνωστοποίηση και πρόσκληση σε βάφτιση.

καταγίνομαι: καταπιάνομαι, ασχολούμαι συστηματικά με κάτι, δουλεύω, εργάζομαι. Μακρ.: Αφού λοιπόν καταγίνηκα ένα δυο μήνες να μάθω ετούτα τα γράμματα οπού βλέπετε, εφαντάστηκα να γράψω τον βίον μου.

καταδέχομαι: συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον που θεωρείται κατώτερος, δέχομαι, δέχομαι να κάνω ό,τι κάνει όλος ο κόσμος. Δημ.: Καλώς ήρθαν οι άρχοντες με τα καλά τα λόγια. / -Κακώς ήρθαν οι άρχοντες με τα κακά τα λόγια. / Δε θέλει σε, δε χρήζει σε, δε καταδέχεταί σε | < ελνστ. καταδέχομαι: υποδέχομαι, αρχ. σημ.: δέχομαι ξανά (στην πατρίδα).

κατακαμπίς: επιρρ. στη μέση, το κέντρο του κάμπου. Δήμ.: …που πολεμάει κατακαμπίς, κατακαμπίς στουν κάμπου, / δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κάνα μιντάτι.

κατάκαρδα: επίρρ. κατευθείαν στην καρδιά. Πβ. κατάματα, κατάχαμα, κατάμεσα κ.α.· «το παίρνω κατάκαρδα»: στενοχωριέμαι πολύ, πειράζομαι, θλίβομαι. Κατάκαρδα πήραν οι Ρώσοι τον αποκλεισμό τους από την Ελλάδα. Οι φανατικοί της σειράς, όπως φαίνεται, το πήραν κατάκαρδα και μαζεύουν υπογραφές για να γυρίσει ο «M.D.» στις οθόνες τους. Τσιφ.: Ο Γουλιέλμος αποφάσισε να χτυπήσει την ηγεμονία της Αθήνας κατάκαρδα.

κατάματα: επίρρ. κατευθείαν στα μάτια, μπροστα στα μάτια. Αν δούμε την αλήθεια κατάματα, έχουμε ελπίδες για το εκλογικό αποτέλεσμα. Αντικρίζοντας κατάματα τη φτώχεια. Ελύτ.: Και πλάι απ᾿ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας. / Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

κατάμερο το: κατώμερο, πεδινό μέρος, τόπος σε κάμπο. Η καταιγίδα μαίνεται στα πυκνά δασωμένα κι ακατοίκητα βουνίσια κατάμερα του Πηλίου. Δημοτ: Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης / από την περηφάνια του κι από τη λεβεντιά του, / δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάσει. / μόν᾿ μένει απάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια. Παπαδ.: Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπαίω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου.

κατάμουτρα: κατευθείαν στα μούτρα, ευθέως, χωρίς περιστροφές. Άλλοι «μου έλεγαν κατάμουτρα «δεν μας κάνεις, φύγε.» Μας κοροϊδεύουν κατάμουτρα. Ποιός θα τη φάει κατάμουτρα; Ελύτ.: Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο. Βλ. & παραγκώμι το, αρμαθιά η.

κατανταίνω: καταντώ, καταλήγω. Παρ.: Από ένα φαγί φεύγω και στο ίδιο κατανταίνω.», «Από έναν βγαίνει ο λόγος και σε χίλιους κατανταίνει

καταπέτασμα το: λέγεται για πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού ή άλλων αγαθών που φαγώθηκαν, καταναλώθηκαν, ξοδεύτηκαν. Τσιφ.: Η Αλίκη ήτανε ατσίδα και το εκμεταλλεύτηκε το πράμα. Του ᾿φαγε το καταπέτασμα, μέχρι τα διαμάντια του Στέμματος, και μετά έγινε το ένα της με τον τρίτο γιο του βασιλιά, το δούκα του Λάνκαστερ -Ιωάννη της Γάνδης- και κυβερνούσε μαζί του το βασίλειο.

καταπιάνομαι: πιάνω και ασχολούμαι, κάνω μια δουλειά: Παπαδ.: Η Κατερνιώ έβαλε το λαγούτο πλάγιον επί του στέρνου της, κι έκαμνε τάχα πως το παίζει. -Άφησέ το, κυρά μου, μη το καταπιάνεσαι! … Δεν είναι για τα χεράκια σου. Παρ.: «Όποιος καταπιάνεται με τηγάνι μουντζουρώνεται.» Βλ. & σαββατιανός ο.

καταπιόνα η & καταπιόνας ο: ο οισοφάγος. ΦΡ. μτφ. Στέγνωσε η καταπιόνα μου: δίψασα. Γκιών.: Του έκαναν μια εγχείρηση για βρογχικά κι όχι μόνο χάλασε περισσότερο η φωνή του, αλλά έμεινε κι ένα κομματάκι να κρέμεται μέσα στον καταπιόνα. Βηλ.: Στον καταπιόνα του λαιμού τον βάρεσεν η πέτρα / και της ζωής του εχάλασε σε μια στιγμή τα μέτρα. Αραβαντ.: καταπιώνας o: ο φάρυγξ· εκ του καταπίνειν.

κατάπλασμα το: παχύρρευστη μάζα από αμυλώδεις ουσίες με θεραπευτικές ιδιότητες, που την έβαζαν μέσα σε λεπτό και αραιό ύφασμα και την άπλωναν στο σημείο του σώματος που παρουσίαζε ερεθισμό ή φλεγμονή (Τριαντ.). Μαλ.: Αντίδοτα δε φάρμακα, τα κοινώς ελιάτσια, κατά των μαστίγων αυτών ήσαν: Το πάτημα της πλάτης, τα τούβλα και οι κεραμίδες (οι ζεστές εννοείται), το σήκωμα απ᾿ τα χλιαράκια, το τσίμπημα της μέσης, το μέτρημα, τα καταπλάσματα με το μακεδονίσι (μαϊντανό), το διάβασμα, το σπαθόχορτο, το νισιαντίρι με το καλάμι (για τις αμυγδαλές), οι ξυνοπαπάρες, οι φουντανέλλες, ο βόλος, το φριξονέρι και το γύρισμα του αφαλού. | < αρχ. ελλ. κατάπλασμα. Βλ. & λεβήθρες οι.

καταπότι το: το χάπι, ό,τι καταπίνουμε. Παπαγ.: Τα περισσότερα δαιμόνια μπαίνουν απ᾿ το ατελώνιστο στόμα· φαγητά, ποτά, τσιγάρα, καταπότια -όλοι πάνε από πιρούνι, από ποτήρι, από καπνό κι από την κακή τους τύχη | < μσν. καταπότι(ν) < αρχ. ελλ. καταπότιον.

καταράχι το: το ψηλότερο σημείο της κορυφής ενός βουνού. Κολ.: Ήλθαν και εκείνοι εις την πολιορκίαν των Ελλήνων, έπιασαν ένα καταράχι δέκα μπαϊράκια και εμπόδιζαν την κοινωνία μας με τους μέσα – Το βράδυ παίρνω μερικούς και πάγω εις το καταράχι, όπου ήτον οι σημαίες των Τούρκων. Δημ.: Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια, / νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι. Παρ.: «Καημό που το ᾿χε η ρίγανη, που εκάη το καταράχι | κατά + ράχη < μσν. ράχη < αρχ. ῥάχ(ις).

κατασάρι το: εσώρουχο, το ρούχο που φοράμε κατάσαρκα, η φανέλα. Ο Αραβαντινός αναφέρει κατασάρκι το: το επί της εικόνας της Αγίας Τριάδος ύφασμα. Και η φλανέλλα | < κατά + μσν. σάρκα < αρχ. ελλ. σάρξ, αιτ. σάρκα.

κατάσαρκα: επάνω, σ᾿ επαφή με τη σάρκα, σε πολύ κοντινή απόσταση, όπως το ρούχο στο σώμα. Παπαγ.: Τότε η ζωή μοιάζει συνταγμένη με τα ιερογλυφικά του θανάτου. Πρόκειται για μια συνταρακτική διττογραφία που, όταν γίνει συνείδηση, πειθαναγκάζει τον κάθε θνητό να φοράει κατάσαρκα, μέσα από την κατά κόσμον στολή, το σάβανό του. Ελύτ.: Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα / κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ᾿ αλώνια / που καμώνουνται τον γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα | < μσν. κατάσαρκα < φρ. κατά σάρκα (Πβ. μσν. το κατασάρκα, κατασάρκιον) (διαφ. το ελνστ. κατάσαρκος: ο πλαδαρός).

κατατόπι το: ό,τι έχει σχέση με την ιδιαίτερη διαμόρφωση ενός χώρου και με τα σημεία που απαιτούν κάποια διερεύνηση ή εξοικείωση για να γίνουν γνωστά ή αντιληπτά. (Τριαντ.). Βγαίνει έξω για να μάθει τα κατατόπια της πόλης. Ο αρχηγός ξέρει τα κατατόπια. Κολ.: Ατ τ εδος τς ζως πο κάμναμε μς βοήθησε πολ ες τν πανάσταση, διότι ξεύραμεν τ κατατόπια, τος δρόμους, τς θέσεις, τος νθρώπους. Παπαδ.: Είχεν ακούσει ψιθυρισμούς δύο ή τρεις φοράς. Δεν εγνώριζε καλά τα κατατόπια. Υπωπτεύετο και ήθελε να ψάξει, να βεβαιωθεί | < μσν. τα κατατόπια πληθ. του κατατόπι(ον) < κατα- τόπ(ος) -ιον.

κατατρέχω: τρέχω εναντίον κάποιου, κυνηγώ, καταδιώκω, με συνεχείς και συστηματικές ενέργειες προσπαθώ να εξουθενώσω ή να εξοντώσω κάποιον, έχω στο μάτι. Με εξατομικευμένα μέτρα κατατρέχουν τους πολίτες. Τις ερινύες που κατατρέχουν τον κ. Α. είναι δικό του θέμα να τις αντιμετωπίσει. Εφτ.: Γκρεμσου, κακορζικε, μεμις π᾿ τ νησ μου· / καλ δν τ ᾿χω ν δεχτ κα ν ξεπροβοδσω / νθρωπο πο ο μακαριστο θεο τν κατατρχουν. Τον κατατρέχει λοιπόν πάλι και τον ξεθρονίζει τον Αθανάσιο ο Κωστάντιος, και μάλιστα νύχτα και με στρατιώτες σα συνωμότη. Καρκ.: Έμαθε ποιοί ήταν οι φίλοι, ποιοί οι εχτροί. Ποιόν θ᾿ αφήνει ελεύθερο και ποιόν θα κατατρέχει | < ελνστ. κατατρέχω, αρχ. σημ.: καταφέρομαι.

κατάφατσα: κατευθείαν στη φάτσα, στο πρόσωπο, κατάμουτρα, μπροστά στην πρόσοψη. Κατάφατσα στον ουρανό. Δεν είναι η ώρα να κρυβόμαστε, είναι η ώρα να πούμε τις αλήθειες και να τις αντιμετωπίσουμε κατάφατσα. Αλλά έχουν ίσως και καθαρότερο βλέμμα από μας, βλέπουν κατάφατσα την πραγματικότητα της κοινωνίας, με λιγότερους παραμορφωτικούς φακούς. Βλ. & φάτσα η.

καταφερτζής ο & καταφερτζού η: αυτός που τα καταφέρνει, κατορθώνει, πετυχαίνει, πείθει για κάτι· επιτήδειος. Αλλάζουν τις απόψεις όπως τα πουκάμισά τους. Κοροϊδεύουν το πόπολο ανάλογα με τη συγκυρία. Και πάντα βρίσκουν στέγη. Είναι οι καταφερτζήδες. -Μη λυπάσαι και μην πικραίνεσαι, βασιλόπουλο. Πήγαινε να κοιμηθείς να ησυχάσεις, να ξαποστάσεις και, όπως λένε, η μέρα είναι πιο καταφερτζού από τη νύχτα.

καταφρόνια η: περιφρονητική, υποτιμητική συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον ανυποληψία. Καζαντζ.: Όμως παραβάσταξε η τρέλα αυτή, μπας και τού δίνει αλήθεια τη δύναμη ο Θεός ν᾿ αντέχει στην πείνα, στη γύμνια και στην καταφρόνια; | < αρχ. ελλ. καταφρονώ. Βλ. & σπιτάλι το.

κατάχαμα: εντελώς χάμω, κάτω, στο πάτωμα, στη γη. Μια κόκκινη κουβέρτα κατάχαμα, σαν σακούλα σκουπιδιών που ξέχασαν να τη φορτώσουν στο απορριμματοφόρο. Παίζοντας και τραγουδώντας κατάχαμα. Καρκ.: Έδειξαν πως ντρέπονται, ζήτησαν με το βλέμμα γύρω τη θέση και στρώθηκαν σταυροπόδι κατάχαμα.

κατεβασιά η: ορμητικό ρεύμα ποταμού ή χειμάρρου, μπόρα· δυναμική, ορμητική κάθοδος. Γκοτζ.: Ας μπουμπουνίζει ο Γεραμπής στο Ξεροβούνι, κι ας ρίχνει με τ᾿ ασκί στις πλάκες της σκεπής, κι ας σκούζει απ᾿ τις κατεβασιές πιο κάτου η ποταμιά. – Ας μπουμπουνίζει ο Γεραμπής στο Ξεροβούνι, κι ας ρίχνει με τ᾿ ασκί στις πλάκες της σκεπής, κι ας σκούζει απ᾿ τις κατεβασιές πιο κάτου η ποταμιά, φτάνει να βρίσκεσαι γερός στο σπιτικό, με τους δικούς σου και τα ζα και τ᾿ αγαθά, κι αν είσαι γέροντας, με κάνα αγγόνι στην ποδιά, να μείνει πίσω τ᾿ όνομα κι η κλήρα. Βρετ.: μως, / δν ξοδεύω τν λιό σου δικα / δν πετ οτε ψίχουλο π᾿ ,τι μο δίνεις / γιατί σκέφτομαι τν ρμι κα τς κατεβασις το χειμνα. Παπαδ.: Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου, κάμε κ᾿ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου. – N᾿ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του. Πβ. Παρ.: «Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.», «Ό,τι έβρεξε κατέβασε και ό,τι βρήκε πήρε.»

κατεργάρης ο: απατεώνας, μικροαπατεώνας, πανούργος, έξυπνος, μπαγαπόντης, ικανός και πονηρός, σκανταλιάρης. Οι κατεργάρηδες κατά κανόνα είναι αγχώδεις και φαίνεται να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Κάτι κατεργάρηδες ποντικοί. Τσιφ.: Κάθε μικροκατεργάρης ζητούσε ευκαιρία να έρθει απάνω αυτός με όλων των ειδών τις ατιμίες. – Ο πιο κακός άνθρωπος είναι πάντα ο καινούργιος πλούσιος. Κι οι κατεργαραίοι αρχίσανε τις κομπίνες και τις λοβιτούρες. Παρ.: «Μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια.» | μσν. κατεργάρης: κωπηλάτης σε κάτεργο (συνήθ. κατάδικος), πανούργος. Βλ. & τουλούμι το.

κατεργάρικος -η -ο & κατεργάρικα: και ως επίρρ. με τον τρόπο του κατεργάρη, απατεωνίστικα, πονηρά. μπαγαπόντικα. Μύθοι και ιστορίες µε κατεργάρικα ζώα. Τσιφ.: Ο νεαρός Γκυ της Αθήνας ήθελε καλά και σώνει να τα βάλει με τον Μπουσάρ, γέμισε κατεργάρικα την πανοπλία του με τζίβα ν᾿ αντέχει στο χτύπημα, αλλά ο Μουσάρ έκανε έτσι δα και τον έριξε. Οι παλαιότεροι παραμυθάδες αναφέρονταν με περίσσιο θαυμασμό στα κατεργάρικα ζώα που μάθαιναν στους ανθρώπους πώς να ζουν με κέφι και καπατσοσύνη. Παπαγ.: νας κύριος πού πό καθέδρας καί νιδρωτί διδάσκει λα ατά πού δέν μπορε νά ζήσει, καθηγητής πού ναλύει τήν κατηγορική προσταγή, τόν θικό νόμο, τήν θανασία τς ψυχς καί δύο στενά παρακάτω παζαρεύει κατεργάρικα τά ραδίκια στό μανάβη, δέν εναι νά πες δόλιος πατεώνας. Βλ. & κατεργάρης ο.

κάτεργο το: χαρακτηρισμός της ποινής των καταναγκαστικών έργων· πολεμικό πλοίο με διπλή σειρά κουπιών· (που τα τραβούσαν κατάδικοι). Τρεις μήνες στα κάτεργα. Δυστυχώς, στα κάτεργα των φυλακών η ζωή είναι αναλώσιμη και ο θάνατος δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Σάθας: Ήσαν και καλοί μαστόροι των καραβίων και κατέργων, από τα οποία έκαναν πλήθη από αυτά, και έδωσαν περίσσιες ζημιές, ως είπα, και εις όλον το έθνος των Χριστιανών, τόσον της γης, ωσάν και του πελάγου | < μσν. κάτεργον: εξαρτήματα πλοίου, πολεμικό πλοίο με διπλή σειρά κουπιών (που τα τραβούσαν κατάδικοι) του ελνστ. επιθ. κάτεργος: επεξεργασμένος. Βλ. & κουμέρκι το.

κατελώ & καταλώ: καταλύω χαλώ, καταστρέφω· διακόπτω θρησκευτική νηστεία. Παραδοσ.: Η αγάπη κάστρα καταλεί, μπεντένια ρίχνει κάτω / και παλληκάρια του σπαθιού τα ρίχνει του θανάτου. Παρ.: «Ο π᾿ αγαπάει στη γειτονιά έχει περίσσια χάρη / ούτε παπούτσια κατελά, ούτε τον ύπνο χάνει.», «Η πείνα κάστρα κατελά και χώρες παραδίνει.», «Η πίκρα πύργο καταλεί.» | < μσν. καταλώ < καταλύω.

κατέχω: γνωρίζω, ξέρω. Ερωτ.: Κερά και Θυγατέρα μου, δε᾿ το και καλοδέ᾿ το, / κ᾿ εις λογισμόν πολλ᾿ άφαντον εμπήκες, κάτεχέ το. Καζαντζ.: Και τότε ο φτερουγόποδος τ᾿ απάντησε Αχιλλέας / Άφοβα πες και θαρρετά τί προφητιά κατέχεις. Πάλλ.: Τι δεν καλοκατέχουμε ακόμα σαν τί γνώμη / έχει στο νου τ᾿ Ατρέα ο γιος· μας δοκιμάζει τώρα, / μα θα παιδέψει γλήγορα τους Αχαιούς στον κάμπο. – …σαν το Διομήδη αφτόν εγώ τον απεικάζω σ᾿ όλα, / απ᾿ την ασπίδα κρίνοντας κι απ᾿ το χαλκένιο κράνος / κι απ᾿ τ᾿ άτια· μα καλά θεός κι αν είναι δεν κατέχω.

κατηγόρια η: κατηγορία, αρνητική ή άδικη κρίση για τις ενέργειες ή για τη συμπεριφορά κάποιου· κακολογία. Πάλλ.: Όχι! για πλάσμα σαν κι αυτή δεν είναι κατηγόρια / τόσον καιρό που σφάζονται οι Δαναοί κι οι Τρώες! Καρκιδ.: Τηλέμαχε γλωσσά κι απόκοτε, τι λόγια αυτά που κρένεις; / να μας ντροπιάσεις θες κι απάνω μας να ρίξεις κατηγόρια; («Τηλέμαχ᾿ ψαγόρη, μένος σχετε, ποον ειπες; μέας ασχύνων: θέλοις δέ κε μμον νάψαι) Μακιαβ: …κι αν οι πράξεις του, όπως του Ρωμύλου οι πράξεις, στάθηκαν καλές, πάντα θα βρει συγχώρεση· γιατί κατηγόρια πρέπει σ᾿ όποιον τη βία την έχει για να γκρεμίσει κι όχι για να διορθώσει- (Κονδύλ.). Μακρ.: ρχεται, μο κάνει μίαν μετάνοια, λλη κα σκύβει ν μο φιλήσ τ ποδάρι. γώ, ς διερμηνέας νο ντιβασιλέως, σηκώθηκα· το λέγω· «Τ᾿ εναι τ «φέντη» κα κατηγόρια πο μο κάνεις; – Μο λέγει, δν σο κάνω τίποτας κατηγόρια· τιμ θέλω ν σο κάνω | < κατηγορ(ώ) -ια.

κατής ο & καδής ο: μουσουλμάνος ή Tούρκος δικαστής που εξέδιδε αποφάσεις με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο. Δημ.: Πιάνουν και γράφουν μία γραφή, βρίζουν τα γένια του κατή, / γράφουνε και στο Κομπότι, προσκυνούνε το δεσπότη. – Τι να ‘χω, η μαύρη, να ‘χω, πήραν τον καλό μου, / πάν’ να τον κρεμάσουν στου κατή τις πόρτες, / στου κατή τις πόρτες κι τα παραθύρια. Καρκ.: Tότε ο κατής με το κομπολόγι στο χέρι και το κιτάπι στα γόνατα, ανεβοκατεβάζοντας το κορμί και ρουφώντας τον ναργιλέ του, ετελείωνε σε μιαν ώρα είκοσι κρισολογίες. Tώρα το λέγουν Eλλάδα· έχουμε Σύνταγμα! Παρ.: «Όποιος έχει φίλο τον κατή, και τον μπέη δεν τον φοβάται.», «Ο κατής μας κατατρέχει, πού θα πάμε να κριθούμε.», «Σύρε κι έλα στον κατή, έμαθα τα τούρκικα.» | < μσν. καδής < αραβ. qadī -ς· τουρκ. kadι (από τα αραβ.) -ς.

κατιάζω: κάθομαι κάτω, κατσιάζω, κουρνιάζω. Παπαδ.: Κατ᾿ ευτυχίαν το δωμάτιον είχεν έν μικρόν υπόγειον, πολύ ρηχόν, μισό μπόι το βάθος, με μίαν κλαβανήν. Εκεί κάτω έβαλεν η ξένη τις κόττες της, να κατιάσουν. – Δεν ήσαν τραγούδια αυτά, και ο ορίζων δεν τα έστεργε. Ούτε υπήρχε κοινόν δια να τους ακούσει. Τα κορίτσια της γειτονιάς εκλειδώνοντο ενωρίς, όμοια με τα πουλιά που κατιάζουν ενωρίς εις τας φωλεάς των. Και που θα ερμοκατιάσεις το βράδυ να ψοφολοήσεις; Ο πατέρας θα πήρε μαζί το κλειδί του σπιτιού σας | πιθ. < κάτω.

Κατίγκω η: Κατίνα, Αικατερίνη. Βλ. & Βαγγελή η.

κατιδώ: επίρρ. προς τα εδώ.

κατικεί: επίρρ. προς τα εκεί.

Κατίνα η: Κατερίνα, Αικατερίνη, Ρίνα, Κατίγκω· μτφ. η κουτσομπόλα γυναίκα. Παπαδ.: …μα πλησίαζε λαϊκή τις ορτή, ν παίρν σημειώσεις π τς γειτονιές, κα ν συντάττ κατάλογον, ποοι κα πσοι ώρταζον, Γιάννηδες, λ.χ. Γιώργηδες, Κωσταντδες· ποαι κα πσαι Μαρίαι λέναι Κατίναι. Φτάνουν οι Κατίνες των Αθηνών στο σημείο να χρησιμοποιούν και προσωπικά δεδομένα για τους υποτιθέμενους αντιπάλους τους. Έτσι, σήμερα στην Ελλάδα, όταν λέμε «Κατίνα» δεν εννοούμε μια γυναίκα αλλά το το φτηνό και απαξιωτικό κουτσομπολιό.

κατίνι το / κατίνα η / κατινάρι το: η περιοχή γύρω από τη μέση, η μέση, η πλάτη. Λ.χ. πονάνε τα κατίνια μου. Αίν.: «Δαχτυλίδι πυργωτόν, πυργωτόν καμαρωτόν, έχει πύργους και καμάρια και σαράντα κατινιάρια, και πατεί εις το κατινάρι και λαλεί το πετεινάρι.» (ρολόι τοίχου – Σάμος). Δημ.: Λαζαρίνα κουκουτίνα βάλ᾿ αυγό στην καλαθίνα, μη σου σπάσω την κατίνα (πλάτη).

κατιφές ο: βελούδο ύφασμα που χρησιμοιποιούσαν συνήθως για γυάλισμα αντικειμένων· είδος καλλωπιστικού φυτού, με μικρά βαθυκόκκινα λουλούδια. Καζαντζάκ: …πάλε θα βάλει το σκουφί στραβά, τον κατηφέ στο αυτί του / και πάλε οι φίλοι του θα θρονιαστούν στα πλούσια του τραπέζια! | < τουρκ. katife (çiçegi) (από τα αραβ.) -ς (katife: μετάξι, çiçek: λουλούδι).

κατόπι το: στη ΦΡ. παίρνω το κατόπι: ακολουθώ κάποιον από πίσω, κατά πόδας, απ᾿ το κοντό. Παρ.: «Από φτωχόν μη δανειστείς, σε παίρνει στο κατόπι.» | < αρχ. κατόπιν· μσν. κατόπι < αρχ. ελλ. κατόπιν με αποβ του τελικού [n].

κατούνια τα: τα πράγματα, τα αντικείμενα, τα σέα, τα συμπράγκαλα, τα χρειαζούμενα, απαραίτητα για μια δουλειά. Παπαευαγγ.: Άι Φώτη, σύρι στου χουριό, να σι λούσ΄κι η Φώτινα, κι ταχιά χαραή-χαραή παρ΄τα κατούνια στουν τρουβά, σύρει κι στ΄ Ντίμουλα στου βαρκό, πάρ΄κι τα βόδια να σπείρουμι του χουράφ’.Είχει κι κατούνια η θειάμ’. Τουν τρουβά μι τσ΄κρουμδουκιφτέδεις κι τ΄πίτα τν΄έβαλει κατ΄απου τ΄ πουδιά γιατί αντιριούνταν. Πβ. Χρον. Μορέως: Στν Λάτσαν τν ηρήκασιν, χώρα μεγάλη νι·/ κι φότου πεζέψασιν κ᾿ κατουνέψανέ τους, / ες τν μαρκέσην λθασιν, γλυκέα τν χαιρετοσιν. – ρισε Σεβαστοκράτορας κ᾿ στήσασιν τς τέντες. / τέντα τς κατούνας του τέσσαρους στύλους εχεν. Βλ. & πανώρια η.

κατράμι το & κατράνι το: ρευστή σκουρόχρωμη πίσσα, προϊόν αποστάξεως ρητινούχων ξύλων. Πβ. κατραμόκωλος ο: ναύτης της κουβέρτας. Καρκ.: …η μυρωδιά του κατραμιού και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίο αγώνα της. Καζαντζ.: …χαίρονταν να μυρίζεται τα κατράμια και ν᾿ ακούει φωνές και καλοσωρίσματα και τις άγκυρες να πιάνουν τις τραγάνες του βυθού. Τσιφ.: Δηλαδή μεταξύ μας, αυτή η θάλασσα κι αυτά τα βαπόρια που βρωμάνε κατράμι και πετροκάρβουνο δεν μου είναι καθόλου συμπαθητικά. Παρ.: «Πίσσα μου ᾿δωκες, κατράμι πήρες.» | < ταλ. catra m(e) -ι < αραβ. qatrā (Πβ. τουρκ. katran (< αραβ.) > διάλεκτ.. κατράνι).

κατραμίζω: αλείφω με κατράμι. Κολ.: Ο Καετάμπεης ερώταε: διατί δεν προσκυνάει· τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται· του έκοψαν χέρι και πόδια, τον κατράμισαν | < Βλ. & κατράμι το.

κατράνη η: το κατράμι, είδος φυτικής πίσσας.

κατρατσιά η: η σκανδαλιά, η αταξία, η μικρή παράβαση των κανόνων, η ζαβολιά.

κατσάβραχο το: συνήθ. στον πληθ. κατσάβραχα, βραχώδης, απόκρημνος, δύσβατος, απρόσιτος τόπος. Καζαντζ.: …σαν παντρευτούν και μπιστευτούν, τις πρώτες νύχτες, το γιο στα σωθικά της γυναίκας, οι πιο πολλοί παίρνουν τα μάτια τους και ταξιδεύουνται· πώς να ζήσουν στα κατσάβραχα ετούτα; | < ακανθάβραχα < άκανθα + βράχ(ος) -α.

κατσάνης ο & κατσάνα η: μαυριδερός, με σκούρο χρώμα δέρματος.

κατσανιά η: ακαταστασία, λαμανιά, έλλειψη τάξης. Συμμάζεψε τα πράγματα, να φύγει αυτή η κατσανιά.

κατσάρι το: παλιοπάπουτσο. το παλιό, πατημένο παπούτσι που χρησιμοποιείται σαν παντόφλα. Αίν.: «Το παλιοκάτσαρο στο ρέμα.» (χερόμυλος).

κατσαπλιάς ο: κάπως υποτιμητικά ο ένοπλος κλέφτης, ο αντάρτης· αγροίκος | < πιθ. έχει σχέση με το πλιάτσικο < αλβ. plaçkë: το πράγμα, φρ. plaçkë e luftës: λάφυρο πολέμου.

κατσαρωτός ο: κατσαρός, σγουρός. Κατσαρωτά μαλλιά. Καζαντζ.: …με τα κορακάτα κατσαρωτά γένια του, με τα τσόχινα σαλβάρια.

κάτσια η: το βαθύ κάθισμα, κίνηση του σώματος, φιγούρα στο χορό. Πβ. Αραβαντ.: κάτσια η: το άλμα όπερ κάνει ο σύρων τον κλέφτικον χορόν κατά τους ζωηρούς της μουσικής ρυθμούς.

κατσιά η: καθισιά, ο τρόπος που κάθεται κάποιος, στάση, θέση· το χρονικό διάστημα που κάποιος είναι καθισμένος, στρωμένος, συνήθ. σε τραπέζι ή φαγοπότι. Τσούζει δυό μπουκάλες ρακί στην κατσιά· τρώει ένα κοκορέτσι, βόδι, μια μπλάνα τυρί στην κατσιά.

κάτσιαδα η: είδος αγριολούλουδου με κίτρινα άνθη και μικρές ρίζες βολβούς που τρώγονται. Βγαίνουν πριν το Μάρτιο, από αυτό και η ΦΡ. Έκλασε τις κάτσιαδες ο Μάρτης: μαράθηκαν, στέγνωσαν.

κατσιάζω: μαζεύω σε όγκο, αδυνατίζω, φθείρομαι. Έτσι, το πτέρωμα της καρδερίνας ατόνησε και κάτσιασε. Το αποκορύφωμα είναι ότι του βγήκε και η φτερούγα. Το δεντράκι τους ξαφνικά κάτσιασε και ρίχνει τα φύλλα του. Λακ στο μαλλί που κάτσιασε, καθάρισμα της μάσκαρας, προσθήκη κραγιόν. «Κάτσιασε» στα φιλιά τον Σ. Το κάτσιασε το καημένο το γατάκι. Ηπίτ.: κατσιάζω: αδυνατίζω πολύ, ζουριάζω, εξασθενώ, μαραίνομαι, φθίνω. Kάτσιασαν τα κοτόπουλα. Θα το κατσιάσει το παιδί από τα χάδια | < μσν. κατσ(ί) -ιάζω, κατσί: < κατί (υποκορ. του κάττ(α): γάτα -ί.

κατσιάκης ο: ο δραπέτης, ο φυγόδικος | < τουρκ. cacak.

κατσιαμάκα η & κατσιαμάκι το: γρήγορο παρασκεύασμα με βάση το καλαμποκίσιο αλεύρι, λάδι και αλάτι. Κατσαμάκι με καλαμποκάλευρο και φέτα. Για το αλμυρό τρίβουμε το τυρί φέτα πάνω από το κατσαμάκι και για το γλυκό περιχύνουμε το κατσαμάκι με το μέλι. Αφού έστησαν ένα καζάνι πάνω σε μία φιάλη γκαζιού μαγείρεψαν και μοιράστηκαν το κατσαμάκι, έναν χυλό από καλαμποκάλευρο, που το έτρωγαν στην κατοχή. Βλ. & μπομπότα η.

κατσιαγούνι το: το κάτω μέρος του σαγονιού, πάνω απ’ το λαιμό, κατσιαούλι (Γέρμας Καστοριάς). Σιδ.: …έβαλε την κλούτσα κάτω απ’ το κατσιαγούνι και πήρε τα μάτια του απ’ το Δεσπότη.

κατσιαούλι το: σαγόνι, το κάτω μέρος του σαγονιού (Κοζάνη).

κατσιαρώνω: σκύβω χαμηλά, σχεδόν κάθομαι κάτω, με τα πόδια λυγισμένα και κάπως ανοιχτά. Μτχ. κατσιαρωμένος -η -ο. Πβ. Αίν.: «Χίλιες χιλιάδες κορασιές έναν πλουμίν πλουμίζουσιν, σ᾿ ένα τιλέριν κάθουνται και ούλες κατσιαρίζουσιν.» (Οι μέλισσες – Κύπρος). Αραβαντ.: κατσώνω: κρύπτω τι κλοπιμαίον | < πιθ < επίρρ. κάτω.

κατσιαρωτά: επίρρ. σκυφτά, χαμηλωμένα. Λ.χ. Πέρασαν κατσιαρωτά δίπλα απ᾿ το φράχτη. Σιδ.: Εκείνα τα χρόνια καμιά γυναίκα δεν καβαλίκευε κατσιαρωτά. Βλ. & κατσιαρώνω.

κατσιαρωτός ο: σκυμμένος, σκυφτός, με χαμηλωμένο τον κορμό του σώματος.

κάτσιασμα το: κατσιάρωμα, λέγεται για κάτι που έχει χάσει τον όγκο κα τη ζωηράδα του· ο μαρασμός, η φθίση. Βλ. & κατσιαρώνω, κατσιάζω.

κατσίβελος ο & κατσιβέλα η: γύφτος, γιούφτος, τσιγγάνος, γκόρμπιτας, ρομά. Καββ.: Κάτω απ᾿ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές / και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια / τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές / τότες που σ᾿ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια. Αίν.: «Χίλια μύρια κατσ᾿ βιλούδια, μι τα κόκκινα φισούδια.» (κουτί με σπιρτόξυλα). Για παράδειγμα το δρώμενο του Καλόγερου στη Θράκη γινόταν την Καθαρή Δευτέρα. Δύο καλόγεροι (εκλέγονται από τους εγγάμους κάθε τέσσερα χρόνια), η μπάμπω με το εφταμηνίτικο παιδί της, δυό κορίτσια ή νύφες (άγαμοι νέοι), δύο κατσίβελοι και δύο χωροφύλακες τα πρόσωπα. Οι κατσίβελοι κατασκευάζουν υνί, σύμβολο της γονιμότητας της γης. Αίν.: «Κατσιβέλα παρτσαλού στο βασιλέ πεσκέσι.» (το λάχανο – Σωζόπολη Θράκης). Παρ.: «Από όξω μπέλλα-μπέλλα κι από μέσα κατσιβέλα.», «Ο κατσίβελος άμα έχει μέλι δεν κοιμάται.» | < μσν. κατσίβελος < βλάχ. cacivel(;) -ος. Στη Θράκη κυρίως αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας παραδοσιακά αποκαλούν τους Ρομά «κατσίβελους». Η προέλευση της λέξης είναι από τη λατινική captivus (αιχμάλωτος, σκλάβος), που στα μεσαιωνικά λατινικά έγινε cattivello (σκλαβωμένος, δύστυχος). Το προφανές θα ήταν να πούμε πως οι λατινόφωνοι Βλάχοι έδωσαν από λύπηση αυτό το προσωνύμιο στους ρακένδυτους Τσιγγάνους όταν τους πρωτογνώρισαν. Αλλά υπάρχει και μια πιο ιστορική ερμηνεία: τους πρώτους αιώνες παρουσίας τους στα Βαλκάνια οι πολυπληθείς Τσιγγάνοι της Ρουμανίας ζούσαν υπό καθεστώς σκλαβιάς στη λατινόφωνη εκείνη χώρα. Οι Έλληνες Βλάχοι ανεβοκατέβαιναν, ως γνωστόν, τα Βαλκάνια για εμπορικές δοσοληψίες. Πιθανότατα λοιπόν τους γνώρισαν ως σκλάβους και «σκλάβους» τους ονόμασαν, στα λατινικά. Βλ. & μπέλλος ο.

κατσικάδα η: (νεαρή) κατσίκα, γίδα. Παρ.: «Η κατσικάδα καθώς κι η γίδα.», «Όπου πηδάει η αρνάδα, πηδάει κι η κατσικάδα

κατσικομούλαρα τα: κατσίκια και μουλάρια, κατοικίδια ζώα, συνηθ. στην ευχή: «ζωή στα κατσικομούλαρά σας», λέγεται όταν χαθεί κάθε ελπίδα, σε περίπτωση θανάτου.

κατσικοπόδαρος ο -η -ο & κατσιποδιάρης ο: ο γρουσούζης, γκαντέμης, άτυχος. Όξω από εδώ κατσικοπόδαρε! Μου χάλασες τη ρέντα. Είμαι κατσικοπόδαρη, αλλά δεν χωρίζω. Πβ. Υπάρχουν οδοστρωτήρες µε ένα ή δύο τύµπανα, µε ή χωρίς αποκρουστικές, µπάρες, µε εξογκώµατα στους τροχούς (κατσικοπόδαροι). Παρ.: «Ο κατσιποδιάρης και στα ρόδα να πέσει θα σκοντάψει.» | < κατσίκι < μσν. κατσίκι < τουρκ. keç(i) -ίκι + ποδάρι.

κατσιό το: το καθισιό, μτφ. η τεμπελιά.

κατσ(ι)ούλα η: η κάλυμμα, σκέπασμα του κεφαλιού, η κουκούλα που είναι ενσωματωμένη σε μπλούζα ή φόρμα, σκούφια. Δημ.: Καρσί μου ήρθες κι έκατσες, απάνω στην πεζούλα / και κρέμασες τν αχείλα σου σα χταποδιού κατσούλα. Γκοτζ.: -Να τος, σαν διάολος με την κατσούλα!, έλεγαν οι γειτόνοι, που τον φοβόνταν κιόλας λίγο, επειδή ο Κατερίνης δεν αστειευόταν, άμα τον πείραζαν. Ηπίτ.: κατσιούλα η: η καλύπτρα, η κουκούλα, το επίκρανον. Ο Αραβαντ. αναφέρει κατσούλα: σκέπασμα της κεφαλής και κατσιουλώνω: επικαλύπτω τινά | < ρουμαν. caciula < μεσν. κασούλα < λατιν. casual.

κατσιούλι το: πανωφόρι με ενσωματωμένη κατσιούλα, κουκούλα. Βλ. & κατσιούλα η.

κατσιποδιά η: γρουσουζιά, γκαντεμιά, εναντιότητα των περιστάσεων, αναποδιά, εμπόδιο, γκρίνια, ατυχία που οφείλεται σε δαιμονική επίδραση. Κατσιποδιές κι αναποδιές, η μοίρα μου, μου φέρνει· όλο κατσιποδιές του έρχονται | πιθ. κατσικο-ποδιά, με συγκοπή το -κο.

κατσιποδιάζω: αποτυχαίνω στις δουλειές, τις εργασίες μου. Μας κατσιπόδιασε, ο γρουσούζης.

κατσίτε: κάτστε, να, ας κάτσετε, καθίστε, περιμένετε. Κατσίτε ΄σεις κι έρχομαι.

κατσκέλι το: ελιγμός, απότομη, γρήγορη κίνηση και αλλαγή πορείας. Έτρεχε με κατσκέλια | πιθ. κατσίκι.

κατσούλιαντρος ο & τσιτσούλιαντρος ο: είδος τσαλαπετεινού, πουλί με λοφίο, μτφ. κατσιούλα.

κατσουλιέρης ο / κατσουλίνος ο & κατσουλιέρα: ο τσαλαπετεινός, κορυδαλλός· βλ. & κατσούλιαντρος ο. Από τα πιο διαδεδομένα είδη κορυδαλλών, στενός συγγενής με την σταρήθρα, είναι ο κατσουλιέρης. Είναι ένα χαρακτηριστικό πουλί της ελληνικής υπαίθρου. Η Ευρωπαϊκή του ονομασία είναι Crested lark, ενώ στην Κύπρο είναι γνωστός με το όνομα Σκορταλλός. Αραβαντ.: κατσουλόπετος: αγριοπετεινός, εκ του λοφίου της κεφαλής αυτού· και κατσουλογιάννης· αλλαχού τσαλαπετεινός. Ηπίτ.: κατσουλιέρης ο: κορυδαλλός | πιθ. < κατσιούλα η, βλ.λ.

κατσουλογιάννης ο: κορυδαλλός. Ηπίτ.: κατσουλογιάννης ο: μικρό πτηνόν τι με κοσύμβην (κατσιούλι), επί της κεφαλής, ο κατσουλιέρης, ο κορυδαλλός. Βλ. & κατσιούλα η.

κατσουλωτός -η -το: που έχει το σχήμα της κατσιούλας, καμπυλωτός, καυκαλοειδής. Παρ.: «Διάφορο κατσουλωτό και ζημιά ολοστρόγγυλη» | < Βλ. & κατσιούλα η.

κατσούφης ο & κατσούφα η: κακόκεφος, σκυθρωπός, κατηφής. Να μην δω κατσούφηδες γιατί θα τους απολύσω», διεμήνυσε στους συνεργάτες του χειροκροτούμενος. Ήταν κατσούφηδες και δαγκωνόντουσαν για τη φετινή κούρσα. Ψαθ.: Το λένε στα σπίτια και στα μαγαζιά κι ολούθε. Χαρά. Και γέλια. Κι ούτε κανένας λογαριάζει πια τις φάτσες των Γερμανών και Ιταλών, που τριγυρνούνε πολύ κατσούφηδες στους δρόμους. Βλ. & κατσουφιάζω.

κατσουφιάζω: γίνομαι κατσούφης, χάνω το κέφι, την καλή διάθεση, σκυθρωπιάζω. Ο δάσκαλος κατσούφιασε. Ήταν πια βέβαιος ότι το παιδί υστερεί στα μαθηματικά. Θα έπρεπε να μιλήσει στους γονείς του. Ο ανακριτής κατσούφιασε και άπλωσε διστακτικά το χέρι του προς το καπέλο του | < ελνστ. κατηφι(ῶ)= είμαι κατηφής –άζω.

κατφίσιος -ια -ιο: επιθ. βελούδινος, φτιαγμένος από κατιφέ. Βλ. & κατιφές ο.

κατώι το: κατώγι, το ισόγειο πάτωμα ενός σπιτιού. Παπαδ.: Επί τινα χρόνον έμενεν εις ένα κατώγι, δια ψυχικόν. Επήγαινε με τις βάρκες, εις ψάρευμα ή μικρούς ναύλους, αλλά συνήθως εξενυχτούσε στο κατώγι. Καζαντζ.: Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ᾿ ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει. Βλ. & μεσάντρα η, βαστάζος ο.

κατωκόρμι το: το κάτω μέρος του γυναικείου ενδύματος· αντιθ. πανωκόρμι. Ράψε πρώτα το κατωκόρμι.

κατώμερο το: το πεδινό μέρος. π τν περηφάνια του, κι π τ λεβεντιά του / Δν πάει στ κατώμερα, ν καλοξεχειμωνιάσει / Μόν᾿ μένει πάνω στ βουνά, ψηλ στ κορφοβούνια.

κατώφλι το: μακρόστενη πλάκα από πέτρα ή από ξύλο, που ενώνει τις πλαϊνές παραστάδες στο κάτω μέρος του ανοίγματος της πόρτας. Παπαδ.: Και πάλι κίνησα να ᾿ρθώ, Χριστέ μου, στην αυλή σου, / να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα, / οπού με πόθο αχόρταγο τα λαχταρεί η ψυχή μου. Λειβ.: Πώς θ᾿ άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα ᾿τανε για να σε συναντήσω / πώς να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα ᾿ναι για να σε βρω | < μσν. κατώφλιν < κατώφλιον < κατω- + αρχ. φλι(ά): παραστάδα πόρτας -ον. Βλ. & τσάρκα η.

Καυκάκι το: τοπωνύμιο της περιοχής με τρεχούμενο νερό, στο μέρος υπήρχε βρύση με φυσική ροή. Νερό απ᾿ το Καυκάκι | < πιθ. μσν. καύκαλον < αρχ. ελλ. καῦκ(ος): κύπελλο.

καυκαλήθρα η: άγριο χόρτο εξαιρετικής ποιότητας, με ευχάριστο άρωμα· τορδύλιον το φαρμακευτικό, Tordylium Officinales – apulum). Χρησιμοποιείται περισσότερο στην παρασκευή χορτόπιτων και ως μυρωδικό αλλά τρώγεται και μόνο του ή βρασμένο μαζί με άλλα άγρια χόρτα. Παπαδ.: Eναμίλλως ήνθουν το χαμαίμηλον και η καυκαλήθρα και η μολοχάνθη, τα αστεράκια και τα κιτρινούλια επρόβαλλον δειλώς τας ασθενείς κεφαλάς των εν μέσω της υπερκόμπου αφθονίας των κατερύθρων μηκώνων σημειούντων την υπεραιμίαν του έαρος.

καυκαλιάζω: ρίχνω καυκαλιές, χτυπώ κάποιον στο κεφάλι, στο κρανίο, στο καύκαλο. Κάτσε φρόνιμα, μη σε καυκαλιάσω. Πβ. Καζαντζακ.: …σωστό κι ο νους με τον καιρό να ξεροκαυκαλιάζει. Βλ. & καύκαλο το.

καύκαλος ο & καυκαλιά η: δυνατό χτύπημα, σφαλιάρα, ράπισμα στο κεφάλι, καρπαζιά, σκαμπίλι. Έφαγε έναν καύκαλο, ήταν όλος δικός του. Βλ. & καύκαλο το.

καύκαλο το: το κεφάλι, το κρανίο· κορυφή βουνού· το όστρακο της χελώνας, το κέλυφος των οστρακοδέρμων. Καζαντζ.: …ο καπετάν Μιχάλης, το άρπαξε, το ᾿στριψε και μαντιλόδεσε σφοχτά το χοντροκαύκαλο κεφάλι του.-…της έφερνε κάθε πρωί ένα καυκάλι κριθαρόψωμο κι ελιές κι ένα φλασκάκι κρασί.-…το ρούχο της άγγιξε το επανωκαύκαλο του χεριού του.-..κι ο ανεμοκάυκαλος ο αδερφός σου σε ξεπούλησε, απόμεινες πανί με πανί. – ...ή να σπαράζω αιώνια μέσα στο αιματερό σκοτεινό καύκαλο του παμπάλαιου πρόγονου. Παπαδ.: τον μι ζηλιάρα, κα σν εδε πο νδρας της εχε να γυναίκειο καύκαλο κλειδωμένο μς στ ρμάρι του, π᾿ τ μανία της τ ρριξε στ φορνο κα τό καψε | < μσν. καύκαλον < αρχ. καῦκ(ος): κύπελλο -αλον.

καυκαλιά η: χτύπημα στο καύκαλο, στο κεφάλι. Βλ. & καυκάκι το.

καυκί το: το ξύλινο ποτήρι, κούπα, ξύλινο δοχείο με το οποίο μετρούσαν το γάλα. ΦΡ. βυζ. Πάλιν τον καύκον έπιας, πάλιν τον νούν απώλεσας: πάλι ήπιες πολλά ποτήρια κρασί, πάλι έχασες το μυαλό σου. Παρ.: «Το καυκί με την αράδα στο τραπέζι τριγυρίζει.» Πάλι τον καύκον έπιες, πάλιν τον νουν απώλεσας: πάλι ήπιες πολλά ποτήρια κρασί, πάλι έχασες το μυαλό σου σκωπτικό σύνθημα του κοινού στον Ιπποδρόμου για τον βυζαντινό αυτοκράτορα Φωκά (602-610) που ήταν μέθυσος. Παραδοσ.: Άλλοι σκαμνία δίγν᾿ ατον, άλλοι καυκία απλών᾿νε / και σο σκαμνίν ᾿κί κάθεται και το καυκίν ᾿κί παίρει. (Πόντος). Αραβαντ.: καυκί το: (Βυζ.) και το πλεκτόν κοίλωμα της σφενδόνης, ένθα τίθεται ο βώλος. Γκοτζ.: Οι δάσκαλοι τότε ήταν σπάνιο δείγμα, κι αν έβγαινε κάπου κάπου κανένας, δε θα ᾿ρχόταν να φάει ψωμί στα δικά μας φτωχοχώρια, σ᾿ εκείνο το έρμο καυκί ανάμεσα Τζουμέρκου και Ξεροβουνιού, που έχει κατακάτσει φαίνεται από παμπάλαια γεωλογική καθίζηση, για να τυραννιούνται από γεννητά τη φτώχεια οι κάτοικοί του | < αρχ. ελλ. καῦκ(ος): το κύπελλο. Βλ. & προσφάι το.

καύκος ο: ο αγαπητικός. Αραβαντ.: καύκος ο: εραστής υπάνδρου γυναικός. Παρ.: «Και στον άντρα είχα λόγια και στον καύκο μοιρολόγια.»

καφάλιασμα το: η αναχώρηση, το φευγιό, συνήθως λεγόταν για τα μπουλούκια, τις ομάδες των χτιστάδων που μετακινούνταν για δουλειές (Γρεβενά).

καφαρέλα η: είδος άγριου μικρού μανιταριού (γίνεται και γλυκό κουταλιού).

καφτάνι το: φαρδύ και μακρύ, πολυτελές και συνήθ. επίσημο ένδυμα, που το φορούν οι άνδρες στην Aνατολή. Παραδοσ.: Άιντε, πέρασες με, άγουρε, σ᾿ δίνω το καφτάνι μου / Άιντε, δεν το θέλω κόρη μου, δεν τα καταδέχομαι / Άιντε πέρασες με, νιούτσικε, σ᾿ δίνω και τα χειλη μου / Άιντε σαν αητός την άρπαξε, περά την απέρασε. Καββ.: Τόνε πιάνουν Μουσουλμάνοι / του φορέσανε καφτάνι, / τον βαφτίζουν Μουχαμέτη / και του κάνουνε σουνέτι [:η περιτομή των Εβραίων και των μουσουλμάνων < τουρκ. sünnet (από τα αραβ.) | < τουρκ. kaftan (από τα περσ.) -ι.

καφίρης ο: φτωχός, κακόμοιρος. Παρ.: «Όντας είχαμαν και πίναμαν, Βασίλη, κυρ – Βασίλη, και τώρα που τα σώσαμαν, άι σιχτίρ καφίρη.» Επών.: Καφίρης.

κάχτα η: το καρύδι, η κοκόσα (Κοζάνη).

κάψα η: όταν ο ήλιος καίει πολύ, το κάμα, υπερβολική, ανυπόφορη ζέστη. Δημ.: θα σ’ έρθει δίψα στην καρδιά και κάψα μέσ’ τ’ αχείλι, / θα θολωθούν τα μάτια σου τηράγοντα τις στράτες. Βηλ.: Σαν πέρασαν οι κάψες και πιάνουν οι βροχές, / καιρών ενάντιων ζάλες, ανέμων ταραχές. Παρ.: «Τα σύκα θέλουνε δροσιά και τα κεράσια κάψα | < μσν. κάψα < καψ(ώνω) -α.

καψαλιάρης -α -ικο: επιθ. καψερός, αξιολύπητος, καημένος, πολύπαθος, που του έχουν τύχει πολλές συμφορές στη ζωή του και γι΄ αυτό είναι άξιος του οίκτου και της συμπάθειάς μας. Θηλ. καψαλιάρω η. Τράβηξε πολλά ο καψαλιάρης. Αραβαντ.: καψαλή (αμνάς) η: η αραιόν έχουσα το έριον, η προβατίνα με αραιό μαλλί. Παρ.: «Κάλλιο Μάρτης καψαλιάρης παρά Μάρτης καρβουνιάρης.» | Βλ. & κάψα η.

καψαλίζω: καίω κάτι με τη φλόγα της φωτιάς, επιφανειακά ή απλώς στις άκρες· τσουρουφλίζω. Πάλλ.: Βόδια πολλά ᾿στρωσαν στη γης με τους λαιμούς κομένους, / πρόβατα ασπρόμαλλα πολλά κι ακροπατούσες γίδες· / κι ένα σωρό καψάλιζαν καλόθρεφτα γουρούνια | < καψάλ(α) -ίζω.

καψαλιά η: τόπος που κάηκε για να γίνει χωράφι, μέρος με καμένα δέντρα. Δημ.: Κι οπόβρει ξάστερο νερό, θολώνει και το πίνει, / κι οπόβρει μαύρη καψαλιά, θα κάτσει να βοσκήσει, / κι οπόβρει μαύρο κούτσουρο, θα κάτσει να λαλήσει. Βλ. & καψαλίζω.

κάψαλο το: καμένο δέντρο, καψάλι, ρόγγι. Αίν.: «Λαγός πηδάει τα κάψαλα, λαφίνα τα χαντάκια» (Η φωτιά). Βλ. & καψαλίζω.

κάψη η: κάψα, το κάμα, υπερβολική ζέστη, καύσωνας, λιοπύρι. Μακρ.: Ατο εναι ο γνες κεινν πο χα μαζί μου κα πολεμοσαν ες τν κάψη το λιου κα ες τ πάγος το χειμνος | < μσν. κάψα < καψ(ώνω) -α.

καψερός ο -η -ο: αυτός που έχει «καεί» από τη μοίρα, από ατυχή γεγονότα και συγκυρίες της ζωής, κακόμοιρος, κακορίζιοκος, καψαλιάρης, αξιολύπητος. Σκαρ.: …κερα-καπτάνισσα έπρεπε να λέγαν τη μάνα του την καψαρή, που την κατάλυσαν τα βάσανα κ᾿ οι φτώχειες. Γκοτζ.: Είχαν κάτι κολοκύθια κατακίτρινα, γεροντιασμένα, τα ζήλεψε ο καψαρός. Τον είδαν αυτοί και του διάλεξαν ένα μεγάλο, να το πάρει μαζί του. «Θα φκιάστε μια κολοκυθόπιτα να γλείφετε τα δάχτυλά σας», του είπαν. Πβ. Καρκ.: – Ω, καλώς το γείτονα! εψιθύρισεν ο τελωνοφύλακας, μόλις είδε τον ζητιάνο να πλησιάζη. Έλα κοντά και θα καλοπεράσης, καψούλη | < κάψα η.

καψίλι το: καψούλι | < κάψουλα η < κάψουλα: ιταλ. capsula.

καψο-: συνθετικό ονομάτων και ρημάτων με τη σημασία της έλλειψης, φτώχειας, της δυσκολίας, της ταλαιπωρίας, λ.χ. καψοζώ, ζω φτωχικά, δύσκολα, στερημένα. Λ.χ. καψονίκος, ο φτωχός, καημένος Νίκος, ο φουκαράς, αυτός που τραβάει πολλά, έχει χίλια βάσανα, καψομάνα, καψοπατέρας, καψοπαίδι, καψοκόρη, καψοπορεύω: πορεύω δύσκολα. κ.α. Γκοτζ.: -Πώς να πορευτούν τα καψοπαίδια, τι να γένονται!, έλεγε κάθε τόσο η βάβω. – Αυτό το καψοπαίδι δεν κάνει κακό καμιανού, μοναχό του χτυπιέται και δέρνεται. Σκαρ.: Ολοημερίς αντήχαε το καψοκόνακο απ᾿ τους στριγγλιάρικους ήχους της. Καζαντζ.: Την καψορέγουνταν ο κυρ Χαρίλαος, και τη νύχτα έβαζε ένα σκαμνάκι κι ανέβαινε στο γιατάκι της. Βλ. & σεκλέτι το, αλλαξιά η.

καψοκαλύβας ο: μτφ. ο ανεπρόκοπος, ο ανοικοκύρευτος, αυτός που δημιουργεί συνέχεια προβλήματα. Ψησταριά ο Καψοκαλύβας.

καψοκάρδι το: μτφ. το κρεμμύδι. Πετρ.: …συχνά έτρωγαν φασουλάδα, συνοδευόμενη από χωριάτικο καρδοβότανο (ψωμί) και άφθονα καψουκάρδια (κρεμμύδια).

καψονάρω: υποβάλλω κάποιον σε καψόνι, δοκιμασία, «τρέχω» κάποιον σκόπιμα ή χωρίς να το θέλων. Ήταν τόσοι πολλοί οι στρατευμένοι που έφτιαχναν άσχετες εσωτερικές σκοπιές για να τους καψονάρουν και να τους ταράζουν στην «υπηρεσία». Τον περίμεναν για να τον καψονάρουν, να του σπάσουν το ηθικό.

καψόνι το: σωματική η ψυχική δοκιμασία που επιβάλλεται συνήθως σε νεοσύλλεκτους στρατιώτες σε κέντρα εκπαίδευσης· ανεπίσημη τιμωρία που επιβάλλεται στο στρατό για σωφρονισμό και συνίσταται στην εκτέλεση πράξης που σκοπό έχει να ταλαιπωρήσει, να μειώσει ή να γελοιοποιήσει το στρατιώτη (Τριαντ.) Καψόνια στο στρατό: Δείτε τι παθαίνουν οι ανυποψίαστοι φαντάροι όταν κοιμούνται. Το καψόνι έγινε ο χακί εφιάλτης πολλών δεκαετιών. Σήμερα οι οπλίτες, οι έφεδροι και μόνιμοι υπαξιωματικοί και αξιωματικοί έχουν την κάλυψη του νόμου που το απαγορεύει. Καψόνι από τους Ευρωπαίους στους διαπλεκόμενους κιοτήδες! Τα καψόνια κόπηκαν μαχαίρι | < μσν. κάψα < καψ(ώνω) -α.

καψούρα η: μτφ. έντονη, παθιασμένη ερωτική επιθυμία· σφοδρός έρως, κάποτε χωρίς ανταπόκριση. Όταν όμως επιλέξω, τρώω την καψούρα και κολλάω. Είμαι μόνο εκεί. Δεν κοιτάω αλλού. Καψούρες και ερωτικά κολλήματα – Τελικά αξίζει ή όχι; Έκαναν τατουάζ τις μουσικές τους καψούρες!· σύνθ.: καψουροτράγουδο, καψουροπεριπέτεια, καψουρομπελάς κ.α | < κάψ(α) -ούρα.

καψουρεύομαι: ερωτεύομαι παθιασμένα, σφοδρώς, καίγομαι από έρωτα. Νεαρός μπαλαδόρος καψουρεύτηκε βίζιτα! Ούτε ο πρώτος είναι ούτε ο τελευταίος! Ο παππούς λοιπόν, έχει καψουρευτεί τη χωρισμένη και τρέχουν τα σάλια του! Να τον βλέπεις να τρέχει από πίσω της και τι στον κόσμο! Βλ. & κάψα η.

καψούρης ο / καψούρα η / καψούρι το: που έχει καψούρα, καψουρεύτηκε. Είμαι καψούρης, μην ενοχλείτε. Η καψούρα στο πέρας του χρόνου είναι μία γλυκιά ανάμνηση που γουστάρεις να σε γυροφέρνει, που γουστάρεις να υπάρχει και που την περιμένεις να εμφανιστεί. Όχι γιατί περιμένεις τον πόνο, αλλά γιατί περιμένεις την λύτρωση. Στίχ.: Καψούρης θα `μαι μια ζωή με τα δικά σου μάτια / κι ας είσαι εσύ που μου κανες τον έρωτα κομμάτια (Στ. Γονίδης.).

κέδαρος ο: ο μεγάλος, φουντωτός κέδρος, είδος κωνοφόρου δέντρου | < ελνστ. κέδρος ὁ < αρχ. ελλ. κέδρος.

κεδρίσιος -ια -ο: κέδρινος, φτιαγμένος από κέδρο.

Κεδρομονή η: τοπωνύμιο του Λιβαδερού Κοζάνης.

κεδρομπόμπολο το: ο μικρός στρογγυλός καρπός του άγριου κέδρου.

κείθε: προς τα εκεί, εκεί. Το έκοψε κείθε: έφυγε γρήγορα προς τα εκεί. Παρ.: «Κείθε που πηδά η γίδα πηδάει και το κατσικάκι.» | < κείθε < αρχ. ελλ. επίρρ. εκείθεν. Βλ. & παλάμισμα το

κελάρης ο & κελάρισσα η: υπεύθυνος για το κελάρι, την αποθήκη τροφίμων, οικονόμος. Εφτ.: Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει, / κι από τα καλοφάγια της τους φίλεψε περίσσια. Παρ.: «Ακριβός (:φειδωλός, φυλάργυρος, μετρημένος στα έξοδα) κελλάρης, καλός κελλάρης.», «Κατέχει ο ηγούμενος τι κάνει ο κελάρης.»· Πβ. «Ακριβός κελλαρτζής, πάντα κελλαρτζής.» Βλ. & κελάρι το.

κελάρι το: υπόγειος συνήθ. χώρος σε αγροτικά κυρίως σπίτια που χρησιμεύει ως αποθήκη τροφίμων και ποτων. Παρ.: «Χιόνι ρίχνει το Φλεβάρη, βάνεις στάρι στο κελάρι.» | < μσν. κελλάριν < ελνστ. κελλάριον < υστλατ. cellari(um) -ον. Βλ. & κιούπι το.

κεμέρι το: δερμάτινη ζώνη με ειδικές θήκες, στις οποίες φυλούσαν τα χρήματά τους σε παλαιότερες εποχές, πορτοφόλι, βαλάντιο, κομπόδεμα, λ.χ. Έχει γεμάτο το κεμέρι του. Δημ.: Γλυκοχαράζουν τα βουνά κι έμορφες κοιμούνται / κι τα καημένα τα παιδιά στα ξένα τυραννιούνται. / Τα τρώει η λέρα το κορμί και το κεμέρι τη μέση. Καρκ.: Όταν εγέμιζε καλά το κεμέρι και αποφάσιζε να γυρίση πίσω, εματανοίκιαζε τα παιδιά σε άλλους ζητιάνους, που τα επήγαιναν στα βάθη της Pωσίας και της Mικρασίας. Στίχ.: Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό / ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό. (Νίκος Γκάτσ.). Παρ.: «Σ᾿ άλλον πέφτει το κεμέρι, όταν δε βαστά το χέρι.» | τουρκ. kemer (από τα περσ.) -ι.

κενταύρι το: στη βρισιά γ…μώ το κενταύρι σου ή τον κενταυρό σου | < πιθ. έχει σχέση με τα αρχαία μυθικά τέρατα, τους Κενταύρους.

κενταυρώνω: πλήττω κάποιον, τον ρίχνω κάτω.

κενταυρώνομαι: πέφτω, ξαπλώνω βαρύς και κουρασμένος για ύπνο, σα να έχω δεχθεί χτύπημα, πλήγμα, εξαντλημένος. Πβ. καρεκλοκένταυρος. Παπαευαγγ.: Μόλις έφιγνει η Γι΄ώρς στα σφαχτά, σρχινούσει. Κινταυρώ΄σ ΄, Μπούσμπουρους να γέντς, π΄να ξιπατουθείις κι να μη φανείς, όχτικα μι τουν όχτικας, κι άλλα πουλλά. Ο Αραβαντ. αναφέρει διπλοκένταυρα (τα) και διπλοκίμερα (τα): αι άκραι, πρόσγειοι της γέφυρας αψίδες, δηλαδή τις ακρινές αψίδες μιας γέφυρας που στηρίζονται στη γη και την ΦΡ. τον εκενταύρωσε με την ερμηνεία αόρατος τις δύναμη τον έπληξε θανασίμως. Πβ. Παπαδ.: Είχον κατέλθει δύο σκαλοπάτια και πλατάγισμα ηκούσθη μέσα εις το νερόν. Εφάνη κάτι τι μεγαλόσωμον, διπλούν το σχήμα, τεράστιον, κενταυρικόν, κατά το ήμισυ πλέον, κατά το ήμισυ πατούν, πηδών και παραδέρνον, μέσα εις το ρεύμα | < πιθ. < Κένταυροι: πλάσματα της Ελληνικής μυθολογίας, απεικονίζονται ανθρωπόμορφοι, με ανθρώπινο το άνω τμήμα του κορμού, και ζωικό (αλογίσιο) το κάτω· ο μύθος τούς τοποθετεί στη Θεσσαλία.

κεντρίζω: χρησιμοποιώ το κεντρί, κεντώ· μτφ. προκαλώ, τσιγκλώ, τζουνώ, πειράζω. Κεντρίζω τα βόδια στο χωράφι. Κεντρίζουν οι μέλισσες. Ελύτ.: Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ᾿ την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας.

κεραμάς ο: τεχνίτης, εργάτης που φτιάχνει, κατασκευάζει κεραμίδια. Παρ.: « Ο γεωργός θέλει βροχή κι ο κεραμάς την ξέρη.» | < αρχ. ελλ. κέρᾰμος, ὁ: ύλη κεραμέα, πηλός κεραμέα, οτιδήποτε φτιαγμένο από χώμα, όπως πήλινο αγγείο, κανάτα για κρασί, κεραμίδι και με περιληπτική σημασία, κεραμίδια της στέγης.

κερασιά η: μτφ. παιχνίδι με βόλους. Εντός κύκλου χαραγμένου σε χώμα τοποθετούνταν οι μπίλιες, σαν κεράσια | < μσν. κερασιά (πρβ μσν. κερασά) < ελνστ. < κέρασος ὁ (ανατολ. προέλ.).

κεραστής ο: αυτός που κερνάει (και πληρώνει). Παρ.: «Ο κεραστής απέθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη.» | < κερνώ < μσν. κερνώ < αρχ. ελλ. κεράννυμι: ανακατεύω (κρασί με νερό).

κερατάδικο το: υβριστικά, σκωπτικά το αστυνομικό τμήμα. Βλ. & κερατάς ο.

κερατάς ο: που τον κερατώνει η γυναίκα του· μτφ. άτιμος. Μακρ.: « κερατς Μακρυγιάννης ατς νακατώνει λα ατ κάθε καιρό. Αριο θ το κόψω τ κεφάλι του. Κα τν θήνα θ τν κάμω στάχτη, τ᾿ χω στρατέματα ταχτικ κι᾿ ταχτα, πεζούρα κα καβαλλαρία.» Βαμβ.: Τώρα, τι να κάνει ο κερατάς; Πλακώνουν οι άλλοι. Ξύλο και των γονιώ. Τον εμιζερώσανε και τον πρήξανε. Δεν πήγε ο κερατάς πουθενά να παραπονεθεί. Τι να πει; Τσιφ.: Τριάντα χρόνια μαρτύριο τράβηξε ο Προμηθέας με τον αητό του κερατά… Ώσπου πέρασε μιά μέρα ο Ηρακλής από κει και λυπήθηκε η ψυχή του. – …ήτανε λιμάνι μεγάλο και γεμάτο τυχοδιώκτες. Ο Ρογήρος, αλήτης του κερατά, έφυγε με τους Ναΐτες στην Παλαιστίνη. Παρ.: «Όσο καθίζει ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει.», «Κάλλιο «ρε τον κερατά»,παρά «ρε τον φουκαρά.»

 «Ο κερατάς το μαθαίνει πάντα τελευταίος.» | < μσν. κερατάς < κέρατ(ον) -άς (σύγκρ. κερασφόρος). Βλ. & αυξαίνω, ξέμπαρκος ο.

κερατιάτικος -η -ο: που ταιριάζει σε κερατά· κερατιάτικα τα & κερατιάτικο το: λέγεται για λεφτά που πληρώνονται κοροϊδίστικα, παραπανίσια, άδικα, «γαμησιάτικα.» Δεν θα ξαναπληρώσω κερατιάτικα στην Εφορία. Αμερικάνικα…κερατιάτικα για το Αφγανιστάν. Πλήρωσε… κερατιάτικα ο ΠΑΟΚ. Τσιφ.: Αυτός είναι ο βασιλιάς της Γαλλίας και μεις δεν κάναμε ρέμπελο και δεν πληρώνουμε του Πάπα κερατιάτικα λεφτά.

κέρατο το: καθεμία από τις δύο σκληρές εκφύσεις στο επάνω μέρος του κεφαλιού πολλών οπληφόρων θηλαστικών· συζυγική, ερωτική απιστία. Παρ.: «Ο ήλιος του Μαρτιού τρυπάει το κέρατο του βοδιού.», «Αν έχεις κέρατα άντρα μου, έχω κι εγώ στολίδια.», «Δεν το λέει η γίδα, το λέει το κέρατό της.» | < μσν. κέρατον < αρχ. ελλ. κέρας μεταπλ. με βάση τον πληθ. κέρατα. Βλ. & μαυρομάνικο το.

κερατώνω: φοράω «κέρατα», κάνω σεξουαλική απιστία. Ακόμη δεν τα έφτιαξαν και την κεράτωσε. Όταν έμαθε πως τον κεράτωσε ορκίστηκε να την εκδικηθεί. Παρ.: «Τον άντρα σου κεράτωσε και μάγια μην του κάνεις.» Βλ. & κέρατο το.

κερδαίνω: κερδίζω. Χρον. Μορέως: Ἐὰν λειπαν ο σαγιττς πο σφάξαν τ φαρία, / ποτέ του οδν κέρδαιναν τν πόλεμον κενον. Μακρ.: τι ρχ κα τέλος, παλαιόθεν κα ς τώρα, λα τ θερία πολεμον ν μς φνε κα δν μπορονε· τρνε π μάς κα μένει κα μαγιά. Κα ο λίγοι ποφασίζουν ν πεθάνουν· κι᾿ ταν κάνουν ατείνη τν πόφασιν, λίγες φορς χάνουν κα πολλς κερδαίνουν. – φο σας φκειάσαμεν τ Ρωμαίικον, βλαφτήκετε πο μας κάμετε κα ελωτες· κι᾿ ς χρηστοι θ μς παλουκώσετε – διατ χύσαμε τ αμα μας δι᾿ ατείνη τν πατρίδα κα τίποτας δν κερδέσαμεν. Βηλ.: Καλό ειπή· κακό ειπή· τ᾿ αρέση δεν τ᾿ αρέση. Ο στιχουργός δεν έχασε, μήτ᾿ έχει να κερδαίση.

κερένιος -ια -ιο: κέρινος, φτιαγμένος από κερί. Κερένια κούκλα. Παρ.: «Άντρας, κι ας είν’ και κερένιος

κεσάτι το: αναδουλειά, έλλειψη εμπορικής οικονομικής κίνησης, οι χαμηλές εισπράξεις που οφείλονται σε μειωμένη κίνηση της αγοράς. Κεσάτια στα ιδιωτικά σχολεία φέρνει η κρίση. Κεσάτια στην κυριακάτικη ανοικτή αγορά. «Κεσάτια» για τους ταξιτζήδες Ο κόσμος χρησιμοποιεί πλέον το ταξί μόνο σε έκτακτες ανάγκες. Δεν φταίει το ωράριο για τα κεσάτια στην αγορά. Παπαδ.: Να, ατλαζένιο φουστάνι, ποδογύρι χρυσό, βραχιόλια, σκουλαρίκια, χαλκάδες στη μύτη, και τα ρέστα.. Της έφερες εσύ τίποτε απ᾿ όλα αυτά της γριάς σου ή της κόρης σου; -Τώρα, μ᾿ αυτά τα κεσάτια, καπετάνιο! -Τώρα, τί τ θέλεις, επε στραφες πρς τν γρααν, ο καιρο εναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Ν τ πάρω, ν σο τ ξαργυρώσω, ξέρω πς εναι σίγουρος παράς μου, ξέρω ν δν εναι κα ψεύτικο; | < τουρκ. kesat -ι.

κεσές ο: μικρό, στρογγυλό, αβαθές πήλινο ή και πλαστικό δοχείο, όπου πήζουν το γιαούρτι· υποκορ. κεσεδάκι το. Γιαούρτι αγελαδινό άπαχο (κεσές 220 γραμμ.). Πήλινοι Κεσέδες Γιαούρτης Πήλινα Ταψάκια για Γλυκά. Γιαούρτι πρόβειο παραδοσιακό κεσές | < τουρκ. kese -ς: μικρός σάκος. Βλ. & τουλπάνι το.

κεφάλας ο: που έχει μεγάλο κεφάλι· μτφ. ο βλάκας, ανόητος, χαζός, βραδύνους, ισχυρογνώμων. «αγύριστο κεφάλι», πεισματάρης, χοντροκέφαλος. Είναι κεφάλας, δεν παίρνει στροφές.

κεφάλα η: το κεφάλι, μεγάλο κεφάλι· «γεμίζω την κεφάλα»: μεθώ, μαστουριάζω. Βλ. & τσίφτης ο.

κεφαλάρι το: (μεγάλο) κεφάλι, κορυφή· το πάνω μέρος του κρεβατιού. Όλα τα κεφαλάρια κατασκευάζονται στις επιθυμητές διαστάσεις. Ολοκληρώστε το υπνοσύνολο, ταιριάζοντας με το κρεβάτι σας το ιδανικό κεφαλάρι!

κεφαλιάτικο το: ο κεφαλικός φόρος, τρόπος φορολόγησης «με το κεφάλι», χαράτσι, βλ.λ. Περρ.: …έδιδον προς τον σπαχήν των τον εξής φόρον. Πας νυμφευμένος έδιδε φόρον τριάντα οβολών κατ᾿ έτος, οι δε άγαμοι δέκα. Εάν εις πατήρ συνώκει μετά δέκα υιών νυμφευμένων δεν ήτο εις το χρέος να δίδει δι᾿ έκαστον πλέον των δέκα οβολών· όταν όμως εχωρίζοντο από του πατρός τότε εφορολογούντο και αυτοί ως ο πατήρ· ο φόρος δε ούτος ονομάζετο κεφαλιάτικον· έδιδον προς τούτοις εκ του τυρού και βουτύρου το δέκατον, οι δε άλλοι καρποί, σίτος, αραβόσιτος και όσπρια ήσαν ελεύθερα δεκατίας ως μη προιόντα του Σουλίου.

κεφαλομάντιλο το: το μαντίλι του κεφαλιού. Καζαντζ.: Πέταξε το κεφαλομάντιλο, έβγαλε το μειτανογέλεκο, ήταν μουσκίδι στον ιδρώτα.

κεφαλόσκαλο το: το τελευταίο προς τα επάνω σκαλοπάτι της σκάλας. Στο κεφαλόσκαλο δε φάνηκε κανείς. Παπαδ.: Κ βάρκα περίμενε. Κα μοτσος χασκε καθήμενος ξω, πάνω στ κεφαλόσκαλον.

κεφαλοχώραφο το: το μεγαλύτερο και γονιμότερο χωράφι.

κεφαλοχώρι το: μεγάλο χωριό, συνήθ. το μεγαλύτερο χωριό σε μια ευρύτερη περιοχή.

κεφτέδα η: ο κεφτές, είδος φαγητού που παρασκευάζεται από κιμά, ο οποίος ζυμώνεται με διάφορα καρυκεύματα και πλάθεται σε μικρές μπαλίτσες που τηγανίζονται σε καυτό λάδι | < τουρκ. köfte (από τα περσ.).

κεχρί το: γενική και κοινή ονομασία για διάφορα είδη ποωδών φυτών τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστοειδών και παράγουν μικρά σπέρματα που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή· μτφ. το γυναικείο αιδοίο. Παρ.: «Σπείρε κεχρί και μάζευε, δουλειά να μη σου λείπει.», «Το πουλί το νου τον έχει ολοένα στο κεχρί.» Αίν.: «Έχω ένα πραματάκι, γύρω γύρω ᾿χει πετσί, μέσα μέλι και κεχρί.» (σύκο) | < μσν. κεχρί(ν) < κεγχρίον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κέγχρος.

κήπι το: ο κήπος, το κηπαριό, ο μπαχτσές. Τα κήπια είναι σπαρμένα.

κθάρι το: κριθάρι. Πβ. Παρ.: «Αν βρέξει ο Απρίλη δυο νερά κι ο Απρίλης πέντε δέκα, να ιδείς το κοντοκρίθαρο πως στρίβει το μουστάκι, να ιδεις και τις αρχόντισσες πως ψιλοκρισαρίζουν, να ιδείς και τη φτωχολογιά πώς ψιλοκοσκινάει..»

κιαμέτι το: μεγάλη ποσότητα. Μαζέψαν «ένα κιαμέτι» σταφύλια.

κιαπέ: επίρρ. και έπειτα. Κιαπέ φύγαμε.

κιβούρι το: το φέρετρο, (χτισμένος) τάφος, μνήμα. Δημ.: Ο Νότης ετραγούδαγε σ᾿ του Μάρκου το κιβούρι / και λέει τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα. Παπαδ.: …εχα κοιμηθ μέσα στ κιβούρι μου, τ ποον μο εχε κτίσει, πως προαπολαύσω κα λάβω περαν το πράγματος, εμενς Μορα.Το ζωντανό κιβούρι μου. Πβ. Καρκ.: Tα κόκκαλα του Πηλαλομούτρη, του Kαλλιγοψίλλη, του Παστρογωνιά, που εβαρυκοιμώνταν στης Παναγιάς τον αυλόγυρον, κουρασμέν᾿ από τα πολλά ταξίδια με την άμετρη δόξα, εσάλεψαν συγκίβουρα, όταν άκουσαν τον νέο ζητιάνο | < μσν. κιβούρι(ν) < ελνστ. κιβώριον. Βλ. & χαντζάρι το.

κιλίμι το: είδος χαλιού χωρίς πέλος υφασμένο στο χέρι και διακοσμημένο με γεωμετρικά συνήθ. σχήματα. Κιλίμια ολόμαλλα χειροποίητα, παραδοσιακά φτιαγμένα στον αργαλειό πάνω στο βαμβακερό στημόνι σε μοντέρνα ή παραδοσιακά σχέδια. Οι νοικοκυρές έβαφαν κυρίως μάλλινα υφαντά (φλοκάτες, κιλίμια, χράμια), καθώς και βαμβακερά νήματα (μπαμπακούλες). Χρησιμοποιούσαν γνωστές φυτικές κυρίως ουσίες που έβρισκαν άφθονες στη φύση όπως: Ριζάρη (ή ερυθρόδανο) για έντονα κόκκινα και ανεξίτηλα χρώματα. Παπαδ.: – Όλα, και το σχοινίον και το κιβώτιον και τα κιλίμια και η ψάθα και οι μύστακες του μπαρμπα-Διοματάρη και το φουστάνι της γραίας του, όλα εμύριζαν ψαρίλες – επ᾿ αυτής μικρόν αμαυρόν κιλιμάκι στρωμένα επί του πατώματος, με δύο προσκεφαλάδες ακουμβημένας σύρριζα εις τους τοίχους, ένθεν και ένθεν της γωνίας του πυρός, όπου τέσσαρες ξηροί δαυλοί και δύο μεγάλα ξύλα ορθά καίουσι και βρέμουσιν επί της εστίας | < τουρκ. kilim (από τα περσ.) -ι.

κιλότο το: εκλεκτής ποιότητας άπαχο κρέας που προέρχεται από τη ράχη του βοδιού, πίσω από το φιλέτο και πάνω από το μπούτι. Το κιλότο είναι το κομμάτι της λεκάνης του αρνιού, μόσχου ή χοίρου χωρίς οστά. Κατάλληλο για κοκκινιστά ή κατσαρόλας αλλά και ψητά σχάρας. Τσιφ.: Πήρε, λοιπόν, έναν ταύρο που τον είχανε κόψει, έπιασε τα ψαχνά τα καλά και το κιλότο, τα τύλιξε μέσα στο τομάρι του σφαγμένου ζωντανού κι ύστερα πήρε τα κόκκαλα, τα πασάλειψε με λίπος να γυαλίζουνε σαν μπακίρια και τα παρουσίασε στον Δία | < γαλλ. (θηλ.) culott(e) -ο.

κιμπάρικος -η -ο: με την ιδιότητα του κιμπάρη, ξηγημένος, εντάξει σε όλα του· καλοφτιαγμένος, γουστόζικος, όμορφος. Κιμπάρικο παπούτσι, κοστούμι. Είμαστε κιμπάρικος λαός. Είναι και ο κόσμος της, κιμπάρικος, αρχοντικός, παλιοί Έλληνες | < Βλ. & κιμπάρης ο, μερακλής ο.

κιμπαριλίκι το: η ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά του κιμπάρη, φιλότιμο, ευθύτητα χαρακτήρα | < Βλ. & κιμπάρης ο.

κιμπάρης ο & κιμπάρισσα η: ο ξηγημένος, λεβεντόπαιδο, ο σωστός, άνθρωπος εμπιστοσύνης. άνθρωπος με φυσική ευγένεια, γενναιόδωρος, ντόμπρος και αξιοπρεπής· αυτός που είναι ντυμένος με ρούχα ακριβά, κομψά και διακριτικά. Πετρ.: Τα χασαπάκια (είναι όλοι τους λεβεντόπαιδα και κιμπάρηδες) τους λυπόσαντε τους φουκαράδες | < τουρκ. kibar (από τα αραβ.) -ης.

κιντέρι το: ο καημός, το βάσανο, η στενοχώρια, πόνος ψυχής. Δημ.: Όσα κιντέρια στο ντουνιά και βάσανα στον κόσμο, όλα σε ᾿μένα πέσανε, καημένη μάνα μου. […] Έλα κοντά μου κάτσε / πιάσε το χέρι μου, / και ρώτα τη καρδιά μου / ποιό ειν᾿ το κιντέρι μου | < τουρκ. keder: θλίψη, πόνος.

κινά το: είδος κόκκινης φυτικής βαφής. Τσιφ.: Κοκκινάδια. Και κινά κάτω απ᾿ τα μάτια. Και μυρωδικά λογής λογής. Και φρου φρου τα φουστανάκια | < τουρκ. kina < αραβ. hinnā.

κινάω & κινώ: ξεκινώ. Παρ.: «Σήμερα εκινήσαμεν, κι αύριο πόσες έχουμε;» Βλ. & λαχαίνω, Χάσια τα, μεινάμενος ο.

κινίνο το: η φαρμακευτική ουσία κινίνη, χαπάκι από κινίνη. Τσιφ.: Όλοι είναι σαν τις καραμέλες του κινίνου. Έχουν απ᾿ έξω τη ζάχαρη. Η πικράδα φανερώνεται άμα τους κρατήσεις πολλήν ώρα | < ιταλ. chinina (από γλώσσα των Ινδιάνων της Aμερικής).

κιοτεμένος -η -ο: με τη συμπεριφορά του κιοτή, του δειλού, φοβισμένος. Γκοτζ.: – Και γιατί δεν πας απ᾿ την απάνω στράτα; με ρώτησε μια μέρα η βάβω, όταν με ξαναείδε κιοτεμένον εξαιτίας του τρελού ή επιληπτικού, ποιος το ξέρει.

κιοτεύω: δειλιάζω, φοβάμαι. Μακρ.: Άκουσε τ᾿ ασκέρι αυτόν τον λόγον, οπού ᾿ταν ᾿σ την μέση ᾿σ το ποτάμι, κιότεψαν όλοι και γύρισαν οπίσω και κόντεψαν να πνιγούν. Στίχ.: Στην πιο σκληρή σου φάμπρικα με πέταξες ζωή / Εγώ που σ᾿ ερωτεύτηκα απ’ όλους πιο πολύ / Τόσα τσαλαπατήματα κι όλα αυτά μαζί / Μπορούσαν να ξεκάνουνε κι αυτόν τον Ηρακλή. / Και ποιός δεν κιότεψε. (Νικόλας Άσιμος). Τσιφ.: -Είδες; Μόλις μάθανε οι Βίκιγκς ότι φόρεσα γω την κορώνα, πού να ᾿ρθουνε; Κιοτέψανε. Οι Βίκιγκς, όμως, ήρθανε.

κιοτής ο: δειλός, άνανδρος, φοβητσιάρης, άτολμος. Μακρ.: Ίσασα τις πιστιόλες μου, το γιαταγάνι μου, έκαμα την προσευκή μου, είπα και του παιδιού, μό᾿ ᾿φερε κάμποσο ρακί και ήπια ν᾿ αυγατήση το σπίρτο και να βγω με το γιαταγάνι έξω, ας ήμουν και κιοτής / φησα κι᾿ νθρώπους μέσα ν μ βάνουν κανέναν ξένο, τι γ κα ο σύντροφοί μου πεθάναμεν δυ μερόνυχτα κουβαλιώντας πέτρες κα δουλεύοντας κα ο λλοι κοιμώνταν· κι᾿ ταν ξυπνοσαν, περγελοσαν τος νθρώπους κα τος λεγαν κιοτδες. Ατενοι ταν ντρεοι κα παληκάρια – ες τος καφφενέδες. Πάλλ.: Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, πού φέβγεις έτσι σαν κιοτής και γύρισες τις πλάτες; | < τουρκ. kötü: κακός. Βλ. & διάσελο το.

κιούπι το: μικρό πιθάρι. Τσιφ.: Το πικέ γιλέκο του μαρτυρούσε για τα κιούπια με τις λίρες που του κατελόγιζε δήθεν η οικογένεια. Χατζ.: Κατέβηκε, συγύρισε το κελάρι, ασκούπιστο χρόνια, τράβηξε κάτι κιούπια παλιά στην άκρη, καθάρισε τις αράχνες που κρεμόντανε παχιές σαν κουρέλια. Παπαδ.: -Σταμάτη, Σταμάτη, μν κποις τ ποστατικά. Τ λαιόλαδον, μέσα ες τ κιούπια, λάμπει καλλιότερον παρ᾿ σον τ πέρπυρα ες τς δολερς χερας το θλίου τοκογλύφου | < τουρκ. küp -ι.

κιούρκι το: τσόχινο γυναικείο πανωφόρι. Μαλ.: Οι ηλικιωμένες, αντί μπόλκας φορούσαν ως επίσημα πανωφόρια τα «κιούρκια» ή «τζιουμπέδες», τα οποία εγίνοντο από τσόχαν χρώματος μαύρου και έφταναν λίγο κάτω από τα γόνατα. Από μέσα τα κιούρκια ήταν ντυμένα με γούνα, κατωτέρας ποιότητος, γύρω γύρω όμως από το λαιμό και τις μπροστινές ποδιές, είχαν γούνα αρίστης ποιότητας, σαμούρια και μιλογούνες (Σέρβια Κοζάνης).

κιουστέκι το: αλυσιδωτό επιχρυσωμένο επιστήθιο κόσμημα, με σφυρήλατη τεχνική και ανάγλυφη διακόσμηση. Έβλεπες… ίγκλες, τρίχες, γκέμια, καμιτσίκια, κιουστέκια.

κιουτσέκι το: αποθήκη φτιαγμένη με ξύλα, βέργες· χορευτής, υπηρέτης, νεαρός (ντυμένος σαν γυναίκα), θηλυπρεπής χορευτής σε χαρέμι, μτφ. πουστράκι. Καρκ.: Tα κιουτσέκια τετράγωνα, με λυγαριά πλεγμένα, ορθά επάνω στα τέσσερα ψηλά ξύλα τους έμοιαζαν ογκώδη και τετράποδα πουλιά, άγνωστα στη ζωολογία, στον επίλοιπον κόσμον ανύπαρκτα, γεννήματα μόνον αποκλειστικά της ποταμιάς εκείνης με τα βεργοπλεγμένα κιουτσέκια, όπου αποθηκεύεται χειμωνοκαλόκαιρα το αραποσίτι· με το κονάκι του μπέη ψηλό και αγέρωχο στη μέση | < τουρκ. kosek: χορευτής. Βλ. & καρδαμώνω.

κιρατζής ο: αγωγιάτης, μεταφορέας, μουλαράς. Ο κερατζής ήταν ο άνθρωπος ο οποίος διέθετε έναν αριθμό αλόγων και έκανε μεταφορές εμπορευμάτων και ανθρώπων έναντι κάποιας αμοιβής. Παραδόσ.: Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένεις / για να διαβεί η συντροφιά κι ο γιος μου να μη φύγει. / για να περάσει ο κερατζής κι ο γιος μου ν᾿ απομείνει | < τουρκ. kira (αραβικής αρχής) ενοίκιο, ενοικίαση, ναύλο.

κιριμές ο: ο καιρός, το διάστημα, η μεγάλη ποσότητα. Παπαδ.: Γιατί δεν ακούς τ᾿ μάννα; Σ᾿ τα ᾿λεγα, ένα κιριμέ. Τώρα, σα μεγάλωσες, ποιός φταίει; Κι μοναχή σ᾿ τάχα είσι; Είν᾿ άλλες μεγαλύτερις. Του Μυγδαλιώ τς Μάχους, κι του Κρουσταλλιώ τς Γιώργινας, τι σ᾿νέριο τς έχεις εσύ;

κιριστές ο & κερεστές ο: η διαδικασία κοπής ξύλων για την κατασκευή και το χτίσιμο του σπιτιού. Συνθ. κιριστόξυλα. Συνθ. παλικιριστές: ο μπακαλιάρος στα μαστόρικα. Ο κιριστές έπρεπε να γίνει νύχτα, στα κρυφά, με το φεγγάρι στη χάση. Πίστευαν ότι τα ξύλα που δεν κόβονται βράδυ χωρίς φεγγάρι τα έτρωγε το σαράκι. Η συνήθεια παρατηρείται και σε νησιωτικές περιοχές, όταν υλοτομούσαν για την κατασκευή πλοίων στους ταρσανάδες. Πιθανόν να σχετίζεται και με το φόβο του δασοφύλακα. Τη λέξη «κιριστές» την βρήκαμε και σε ενθύμηση γραμμένη στον κώδικα της Μονής Παλιοκαρυάς, η οποία βρίσκεται στο ανατολικότερο πεδίο της Δεσκάτης: «Εν έτει 1792..[..] ήρχισαν οι μαστόροι να χτίζουν εις τας 15 του μηνός Μαρτίου, και ετελειώθησαν Αυγού(στου) 20, και ήταν μαστόροι 54 άνθρωποι και μουλάρια 30, και διά τον κιριστέ 50 άνθρωποι Καταφυγιώτες και Δισκατιώτες και ήταν περισσοί εργάτες και δουλευτάδες.» Παπαδ.: Κατέμπροσθεν εξηπλούτο πλατεία και λιθίνη αποβάθρα, από το έδαφος της οποίας οι λεμβούχοι εξηκολούθουν να μεταφέρωσι τας διπλοσανίδας και τα πέταυρα εις τας φελούκας των, ερίζοντες θορυβωδώς με τους αχθοφόρους, οίτινες επέμενον ότι «έδωσαν χέρι» εις το «μπαρκάρισμα του κερεστέ» και είχον περικυκλώσει ήδη τον εργολάβον αρχιτέκτονα, ζητούντες να πληρωθώσιν. – Σα θα κάμετε το σταυρό σας να κόψετε τον κερεστέ, παιδιά, να κοιτάξετε καλά πόσω ημερώ θα είναι το φεγγάρι.

κιρκινέζι το: είδος αρπακτικού πουλιού, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το γεράκι. Tο κιρκινέζι (Falco naumanni) είναι ένα μικρό γεράκι που μοιάζει πάρα πολύ με το Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus). Πολλά κιρκινέζια υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και λίγο μετά τα μισά του 20ου αιώνα. Μετά το 1960 τα μικρά αυτά Γεράκια άρχισαν σιγά-σιγά να λιγοστεύουν και να εξαφανίζονται από πολλές περιοχές της χώρας. Στην Ελλάδα βρίσκεται το 2-% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Υπάρχουν σήμερα περίπου 3000 ζευγάρια σε ολόκληρη τη χώρα. Ασιατικό Μαυροκιρκίνεζο. | < τουρκ. kerkenez -ι (Ευρωπαϊκό) κιρκινέζι (Falco naumanni).

κιρμέζι το: κρεμέζι, κόκκινη χρωστική ουσία που παράγεται από τα αβγά του εντόμου κέρμης. Δημ.: Πραματευτής εδιάβαινε μέσα απ᾿ την Ιβγένα [σ.σ. πιθ. Βιέννη], σέρνει μουλάρια δώδεκα, κιρμέζι φορτωμένα | < τουρκική kırmızı < αραβική (kirmiz) < σανσκριτική (krmi-ja: κόκκινη χρωστική ουσία που παράγεται από ένα σκουλήκι).

κισμέτι το: η τύχη, το γραμμένο, η μοίρα, το πεπρωμένο, ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία. Περρ.: Από τούτο γνωρίζω ότι το κισμέτι (η τύχη) σήμερα είναι εδικόν μας, ο θεός θα μας πάρει χάκκι (εκδίκησιν) απ᾿ αυτούς τους άπιστους εχθρούς. Παπαδ.: ταν πρόκειτο περ ρραβνος γάμου, κα πεθερ γυναικαδέλφη τν ερισκε μπροστά της, κα ατ τς ηχετο «ρες καλές!» ! ο ρες κενες γίνοντο κακς ρες, κ σήμαινον τι δν τον «κισμέτι» ν γίν τ μελετώμενον συνοικέσιον! Παρ.: «Το κισμέτι δε χαλά, τ᾿ ασήμι δε μαυρίζει, κι ότι είναι απ᾿ το θεό γραφτό, οπίσω δε γυρίζει.», «Καινούρια μέρα, καινούριο κισμέτι.» | < τουρκ. kιsmet < αραβ. qismah.

κιτάπι το: τα κατάστιχα, τα εμπορικά ή λογιστικά βιβλία, τα βιβλία λογαριασμών και συχνά ειρωνικά οι σημειώσεις, τα χαρτιά, τα χειρόγραφα ή και τα οργανωμένα στοιχεία πληροφοριών ενός οργανισμού, μιας υπηρεσίας ή και ενός ατόμου (Τριαντ.). Σιδ.: Δεν πρέπει το κιτάπι μου να πέσει σ’ άλλα χέρια, παρά στο Δημήτρη τον πατέρα σου. Παπαδ.: Κοριτσόπουλο ακόμα, σε μιαν άλλη επανάσταση, έσκιζε παλιά κιτάπια που τους έφερναν οι καλόγεροι από τα μοναστήρια και τύλιγε, μαζί με άλλα κοριτσόπουλα, φυσέκια. Καρκ.: Τότε ο κατής (σ.σ. δικαστής στην οθωμανική αυτοκρατορία) με το κομπολόγι στο χέρι και το κιτάπι στα γόνατα, ανεβοκατεβάζοντας το κορμί και ρουφώντας τον ναργιλέ του, ετελείωνε σε μιαν ώρα είκοσι κρισολογίες. Παπαγ.: Ένας δικηγόρος σπουδάζει μερικά χρόνια και στη συνέχεια, σαν να τελειώσουνε τα ψέματα, αρχίζουν τα αληθινά ψέματα της δουλειάς. Από τα κιτάπια και τη θεωρία κατέρχεται πια στο γκεζί. Παρ.: «Όσο να κοιτάξει η αλεπού τα κιτάπια της, βρέθηκε το τομάρι της στον ταμπάκη.» | < τουρκ. kitap: βιβλίο -ι < αραβ. qitāb:βιβλίο (συνήθ. ιερό).

κίτρο το: ο επιμήκης ωοειδής καρπός της κιτριάς, που έχει παχιά ρυτιδωμένη φλούδα σε ανοιχτό κίτρινο χρώμα και σφιχτή σάρκα. Δημ.: Μον είν᾿ η κόρη του παπά που ᾿ρχεται απ᾿ τ᾿ αμπέλια / πόχει τα μήλα στην ποδιά, τα κίτρα στο μαντήλι / δυό μήλα της εγύρεψα και αυτή μου δώσε πέντε | < ελνστ. κίτρον < λατ. citr(um): το ξύλο της κιτριάς -ον.

κιτρολεμονιά η: φυσικό υβρίδιο της λεμονιάς που δίνει καρπούς όμοιους με κίτρα, αλλά με χυμό και άρωμα λεμονιού, τα κιτρολέμονα. Δημ.: Κιτρολεμονιά και μαντζουράνα μου / αρνήσου του δικούς σου, κι έλα αντάμα μου.

Κιτσιλέρ το: παλιά ονομασία του σημερινού χωριού Βαθύλακκος Κοζάνης. Βλ. & Καρατζιλάρ το.

Κίτσιος ο & Γκίτσιος ο: ο Χρήστος.

κιχί το: είδος στριφτής παραδοσιακής πίτας, συνήθως τυρόπιτας. Κοζάνη ίσον κιχί. Και κιχί ίσον στρώσεις τραγανού, κριτσανιστού φύλλου με γλυκιά ή αλμυρή γέμιση. Κοζανίτικο κιχί με φέτα και πράσο. Η μοναδική κοζανίτικη πίτα κιχί με κασέρι και γραβιέρα. Βλ. & αρμιά η.

κλαδαριά η: σωρός, στοίβα από κλαδιά, αποθηκευμένα κατάλληλα για το χειμώνα· μεγάλη φωτιά με κλαδιά και ξύλα, καψαλιά. Σε πολλές περιοχές όταν νυχτώσει ανάβουν φωτιές (φανοί, κλαδαριές, μπουμπούνες, καψαλιές). Συγκεντρώνονται το βράδυ στο σπίτι του γηραιότερου της οικογένειας για να γλεντήσουν και να συγχωρεθούν, γιατί αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή (Σαρακοστή), μακρά περίοδος νηστείας και προετοιμασίας για το Πάσχα. Βλ. & φανός ο.

κλαδεμός ο: το κλάδεμα. Παπαδ.: Ο Παρρήσης μάλιστα, εξαρθείς από της πεζότητος, ετραγούδει κατά προτίμησιν «μερακλίδικα» τραγούδια, οίον τον στίχον: Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμούς δεν έχω.

κλαδί το: λέγεται έτσι κι η βελανιδιά, η δρυς. Παπαχαρίσ.: Ρίξ᾿ της κλαδί, και σε κάνα δυο ώρες, σαν της διαβούν οι πόνοι, θ᾿ αρχέψει να τρώει.

κλανίδι το: το κατά συρροήν, το συνεχές κλάσιμο, η κλανιά. Τους τάραξε στο κλανίδι | < μσν. κλάνω (στη νέα σημ) < αρχ. ελλ. κλάω: σπάζω: «σπάζω αέρα.»

κλαμπούρα η: χλωρός βλαστός με καρπούς ή χωρίς, τσαμπί, σχέδιο σε ρούχο ή ύφασμα, με μεγάλα κλαδιά, άνθη και φύλλα, ανθέμιο. Κλαμπούρα σταφύλια, σύκα.

κλάνομαι: κουλαίνομαι, δεν μπορώ να κουνηθώ, πιάνομαι, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω ένα μέλος του σώματος μου. Λ.χ. Κλάθκι απ᾿ το ποδάρι | < κουλός: αυτός που έχει χάσει χέρι ή πόδι, μτφ. ο αδέξιος < πιθ. κουλαίνομαι < μεσν. κουλός < αρχ. ελλ. κυλλός, ο κουτσός, παραμορφωμένος.

κλανιάς ο & κλανιάρης ο: αυτός που αφήνει, αμολάει κλανιές, πορδαλάς. Παρ.: «Είπε ο χέστης του κλανιά, παρέκει με βρώμισες.» Βλ. & νταούλι το.

«κλάνω μαλλί»: ΦΡ. που σημαίνει χέζομαι από το φόβο μου, κιοτεύω, δειλιάζω, τρομοκρατούμαι, γίνομαι χέστης. Πβ. «Κλάνω μέντες», με παρόμοια σημασία. Απ᾿ αλάργα έκανε το κουτσαβάκι, μόλις τον είδε έκλασε μαλλί.

κλαπαρχίδας ο: η φράση σήμαινε αρχικά τον αργοκίνητο και βαρύ ή περήφανο, αλλά λέγεται ως ήπια βρισιά ή χιουμοριστικά· κατά κυριολεξία είναι αυτός που περπατάει και τ΄αρχίδια του κουνιούνται πέρα δώθε. Ακόμα να έρθει ο κλαπαρχίδας ο Θανάσης.

κλαπάτσα η: χόρτο που πρήζει τα ζώα όταν το τρώνε.

κλαπατσίμπανα τα: αντικείμενα που βγάζουν ήχο, μικροπράγματα, μουσικά όργανα.

κλαπατάρι το: φτερό, πλατύ και μακρύ αντικείμενο. Αραβαντ.: κλαπατάρια τα: τα χονδρά πτερά του αετού.

κλαπέτο το: μηχανικό εξάρτημα με διάφορες χρήσεις, μηχανόφρενο, φρένο σε μεγάλα, βαριά οχήματα· μτφ. το μυαλό, οι φρένες, τα λογικά του ανθρώπου. Κλαπέτο ελέγχου παροχής αέρα ή βενζίνης. ΦΡ. τίναξε τα κλαπέτα: έπαθε μεγάλη μηχανική ζημιά. Του έφυγε το κλαπέτο | < κλάπα: ξύλινο πέδιλο.

κλάρα η: μεγάλο κλαδί. Γκοτζ.: Κι εκεί θα βρεις ακόμα απάρθενη μιά Μόρφω / με καταπλούμιστη από κλάρες την ποδιά. (Ήπειρος) | < κλαρ(ί) μεγεθ. -α.

κλαρί το: κλαδί δέντρου. Βγήκε στο κλαρί: βγήκε κλέφτης, επαναστάτησε, μεγάλωσε. Γρήγορα βγήκες στο κλαρί, μωρέ αγόρι. Φτάνει μονάχα να λέει η καρδιά σου! Παρ.: «Πήρε το κατσίκι κλαρί» | < ελνστ. κλαρίον υποκορ. του κλάριος: κλάδος. Βλ. & ματακάνω.

κλαρίζω: κόβω τα κλαριά ενός δέντρου, υλοτομώ, ξυλεύομαι. Συνθ. ξεκλαρίζω. Παρ.: «Όταν πέσει το δέντρο, καθένας το κλαρίζει.» Πβ. αρχ. ελλ. «Δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται»: Όταν πέσει η βελανιδιά, ο καθένας γίνεται ξυλοκόπος. Βλ. & κλαρί το.

κλαρίνο το: κλαρίνο το είδος πνευστού λαϊκού οργάνου· μτφ. στέκεται κλαρίνο: σε στάση προσοχής, ακίνητος, υπάκουος ως ένδειξη πειθαρχίας ή σεβασμού ή από φόβο μπροστά σε ανωτέρους· μτφ. το πέος· υβριστ.: πήρε το κλαρίνο: δεν πήρε τίποτα. Με τη λέξη «βιολιά» ή «κλαρίνα» ο λαός εννοεί γενικά τα όργανα και με τη λέξη βιολιτζήδες, κλαριτζήδες ή «γύφτοι» γενικά τους οργανοπαίχτες. Παπαγ.: Το ᾿48, όταν ο Μάνος παρουσίασε τον Βαμβακάρη και την Μπέλλου στο πανελλήνιο, ουσιαστικά έβαλε το μπoυζούκι να μαλώσει με το κλαρίνο και τις μελωδίες. Βλ. & κλαριτζής ο.

κλαριτζής ο: λαϊκός οργανοπαίχτης που παίζει κλαρίνο. Παπαγ.: Ακόμα και σήμερα βλέπεις πιτσιρικάδες με καρφάκια στα χείλια και κατεβασμένα παντελόνια ως τα γόνατα να κάθονται εκστασιασμένοι μπροστά στους κλαρινιτζήδες | < κλαρίν(ο) -τζής < ιταλ. clarino.

κλαροκοπώ: κόβω τα κλαριά ενός δέντρου, κλαρίζω.

κλάση η: η σειρά στο στρατό, η τάξη στο σχολείο. ΦΡ. Με τον μπάρμπα Γκουντή είμαστε μια κλάση: είμαστε συνομήλικοι. Παπαδ.: Μεγάλη χαρά και αγαλλίασις ήτο άλλοτε ανά τα ημικύκλια, ότε διεδίδετο από κλάσεως εις κλάσιν, ως σύνθημα, η μαγική λέξις: «Θα μας πάει ο δάσκαλος να παίξουμε! Θα μας πάει ο δάσκαλος να κολυμβήσουμε!» | < λόγ. κλάσ(ις) -η < γαλλ. classe (στις νέες σημ) < λατ. classis: κατηγορία, σειρά, κατά τη μορφή της λατ. λ. Πβ. μσν. κλάνω (στη νέα σημ.) < αρχ. ελλ. κλάω: σπάζω (σπάζω αέρα).

κλατάρω: σκάω, λέγεται συνήθως για για λάστιχο αυτοκινήτου, ποδηλάτου· εξαντλούνται οι δυνάμεις, οι αντοχές, εξουθενώνομαι. Κλάταρε το μπροστινό λάστιχο. Τσιφ.: Αλλά επειδή και οι ηγεμόνες έρχεται μια μέρα που κλατάρουνε, ένα χρόνο αργότερα, το 1218, πάει και ο Βελλαρδουίνος, πόθανε. Παπαγ.: Ε, κάποια στιγμή τελειώσανε όλα – η υπομονή, ο χρόνος για να λυθούνε τα προβλήματα… κλάταρα | < γαλλ. éclat(er) -άρω.

κλατάρισμα το: το σκάσιμο· μτφ. η εξάντληση των δυνάμεων κάποιου, εξουθένωση, κατάπτωση. Φορτηγό καβαλάει τη νησίδα μετά από κλατάρισμα ελαστικού! Η Οδύσσεια της Ελλάδας μοιάζει με… ευρωπαϊκό κλατάρισμα! Βλ. & κλατάρω.

κλειδάκι της κότας το: διχαλωτό κόκκαλο από το στήθος του πτηνού το οποίο έβαζαν πάνω σε αναμμένα κάρβουνα· αν στένευε, θα γεννιόταν κορίτσι, αν άνοιγε αγόρι. Το λέγανε για τις εγκύους.

κλειδοπίνακο το: ξύλινο πινάκιο (πνάκι) με καπάκι που εφαρμόζει, κλειδώνει, σταθερά, αεροστεγώς. Μια κάσα ξύλινη που έβαζαν το μωρό όταν άρχιζε να μπουσουλάει (χρησιμοποιούνταν σαν το πάρκο σήμερα), τάβλα με πίνακα πάνω, κλειδοπίνακο (για ελιές, τυρί, αλατιέρα κ.α). Καρκ.: Ένα κλειδοπίνακο με τυρί χιονάτο κ᾿ η πίτα έμεναν στο παραθύρι για κάθε χρεία. Αίν.: «Ένα κλειδοπίνακο, γεμάτο στουρναράκια.» (στόμα και δόντια).

κλειδοστομιάζω: δεν μπορώ να φάω, επειδή «έκλεισε» το στομάχι μου | < κλειδί + στόμα.

κλειδωνιά η: κλειδαριά, το λουκέτο, μπριάβα. Μακρ.: Το λόγου σου νοιγοκλείνοντας δι τ νιτερέσιον μόνον τ δικόν σου κι᾿ χι το σπιτιο, χάλασες ατς τς παλιοκλειδωνις κ᾿ βαλες ες τ σπίτι κλειδωνις τεφαρίκια Ερωπαίγικα κα τς παλιοκλειδωνις τς πέταξες ες τ σκούπρα (ες τς χάψες), κε πο ν μν νεμείνη τζίτα γερ κα χρήσιμη. Καρκ.: Εκεί να ιδείς σπίτι μια βολά. Θεμέλιο δεν έχει και θεμελιωμένο, είναι κλειδωνιές δεν έχει και κλειδωμένο είναι.

κλείσμα το: το κλείσμο, ο αποκλεισμός, περιφραγμένο κτήμα ή χωράφι. Αραβαντ.: κλείσμα το: κτήμα περίφρακτον. Εν Ιωαννίνοις λέγεται κλείσμα η διά πολλών πλοιαρίων αποτελούντων άλυσιν γενόμενην, θήρα των νησσών και φαλαρίδων.

κλεισούρα η: το να μένει κλειστός ένας χώρος, χωρίς ν᾿ αερίζεται· μυρωδιά κλειστού χώρου·παραμονή σε κλειστο χώρο, στο σπίτι, σε χώρο εσωτερικό· στενή ορεινή διάβαση, στενός δρόμος. Γυρίσατε από τις διακοπές και μπαίνοντας στο σπίτι νιώσατε πως μυρίζει κλεισούρα; Την επόμενη φορά που θα την κοπανήσετε, φροντίστε πριν φύγετε, να γεμίστε μία κανάτα με ξύδι και να την τοποθετήσετε στον χώρο, έτσι, όταν επιστρέψετε, δεν θα νιώσετε την δυσάρεστη μυρωδιά της κλεισούρας. Αυτή η κλεισούρα στο σπίτι δεν αντέχεται! Βρήκα όμως κάτι να με απασχολεί δημιουργικά και να μου φτιάχνει την διάθεση! Χρον. Μορέως: βουλν πήρασιν μο τ πόθεν ν σεβοσιν / στν δρόγγο κενον τν Σκορτν, διατ εν᾿ σκληρο ο τόποι / π βουνία κα μπατα κι π σκληρς κλεισορες | < μσν. κλεισούρα: πέρασμα ανάμεσα σε δύο βουνά < υστλατ. clausura παρετυμ. κλεισ- (κλείνω) (λατ. claudo: κλείνω). Βλ. & μπουντρούμι το.

κλεφταριό το: οι κλέφτες, η ομάδα κλεφτών ή απατεώνων, ο άνθρωπος που κλέβει. Γκοτζ.: Όλοι σας γίνατε ένα, τέλειο κλεφταριό· / και με το αχρείο λεφούσι, με τους σταυρωτήδες.

κλέφτης ο: μτφ. ο πουπουλένιος σπόρος του ραδικιού που μεταφέρεται από τον αέρα.

κλεφτουριά η: οι κλέφτες. Δημ.: Νάσο, δεν είχες πρόβατα, Νάσο δεν είχες γίδια, / Νάσο δεν είχες κι άλογο καβάλα να πηγαίνεις, / και ζήλεψες την κλεφτουριά το έρημο ντουφέκι. Βλ. ντέρτι το, ροβολώ.

κλεφτιά η: οι κλέφτες, κλεφτουριά. Δημ.: Εγώ είμ᾿ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος, / έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες, / κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης. / Κι όταν το παίρν᾿ η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια, / γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.

κλεφτογιδάς ο: αυτός που κλέβει γίδια, κατσικοκλέφτης. Περρ.: Δέκα κλεφτογιδάδες Σουλιώτες την μισήν Τουρκιάν έφαγαν | < κλέβω + γίδι < μσν. γίδιν < αρχ. αἰγίδιον < υποκορ. της λ. αἴξ: κατσίκα.

κλεφτρίνα η & κλέφτρω η: κλέφτρα. Παπαδ.: στερα, πειδ βλεπε καμπόσες γυνακες, πο ατ τς εχε γι κλεφτρίνες κα γι «παστρικές», ν ρχωνται κοντ στ στασίδι πο κουμποσε, κα ν κάνουν μακριος σταυρος κα στρωτς μετάνοιες, σκανδαλίσθηκε, κα δν πατοσε πλι στν κκλησιά, γι καμπόσον καιρό.

κλινάρι το: η κλίνη, το κρεβάτι. Παρ.: «Όποιος περάσει από λυγιά και δεν πάρει κλωνάρι / να μαραθεί, να ξεραθεί, να πέσει στο κλινάρι.» Βλ. & μιντέρι το.

κλίνη η: το κρεβάτι. Δημ.: Αυγερινός θε να γενώ, να ‘ρθω στην κάμερή σου / να ιδώ την τάβλα απού δειπνάς, την κλίνη απού κοιμάσαι / την κόρη π᾿ αγκαλιάζεσαι, αν είν᾿ καλλιά από μένα.

κλιτσί το: το πόδι, το καλάμι του ποδιού. Παρ.: «Φοβέριζε τον κώλο σου, μη χέσει τα κλιτσιά σου

κλήδονα τα: ματσάκια αγριολούλουδα και βότανα που μάζευαν νεαρές κοπέλες την παραμονή του Αγίου Γιάννη του Κλήδονα, που γιορταζόταν στις 24 Ιουνίου.

κληματσίδα η: ο λεπτός και τρυφερός βλαστός του κλήματος· γενικός χαρακτηρισμός για κάθε αναρριχητικό φυτό με λεπτούς και τρυφερούς βλαστούς. Παρ.: «Κληματσίδα στο κεφάλι, σουρτοθήλι στα ποδάρια.» | < αρχ. κληματίς, αιτ. -ίδα.

κλήρα η: γενιά, το παιδί, το τέκνο, ο κληρονόμος, απόγονος. Παπαδ.: Το σκολειό (κατά την θεωρίαν, την οποίαν ανέπτυσσε μεν έν των μελών της επιτροπής, ησπάζοντο δε οι πλείστοι των γονέων), το σκολειό, ας υποθέσουμε, δεν έγινε για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα, δηλαδή. Έγινε για να μαζώνουνται οι κλήρες, τα παλιόπαιδα, τα διαβολόπουλα. Πώς μπορεί, το λοιπόν, ένας γονιός να τα έχει μπελά απ᾿ το πρωί ως το βράδυ; Και που συφτάνεται ένας φτωχός να τα θρέψει; Γκοτζ.: …φτάνει να βρίσκεσαι γερός στο σπιτικό, με τους δικούς σου και τα ζα και τ᾿ αγαθά, κι αν είσαι γέροντας, με κάνα αγγόνι στην ποδιά, να μείνει πίσω τ᾿ όνομα κι η κλήρα. Βηλ.: Τριμούδης ονομάζομαι, και μ᾿ έκανεν η μοίρα / να είμαι μονάκριβος υγιός και Βασιλιάδων κλήρα | < μσν. κλήρα < κληρ(ώνω) (μσν. σημ.: έχω κάτι σαν μερτικό μου). Βλ. & κουμάντο το.

κλίκα η: ομάδα ανθρώπων που αποτελούν μια στενή παρέα, τα μέλη της οποίας αλληλοϋποστηρίζονται με σκοπό να προωθήσουν μόνο δικά τους συμφέροντα ή απόψεις (Τριαντ.) Τσιφ.: Κι αν σ᾿ ακούγανε, κι αν σου δίνανε δίκιο. Κι αν κατάφερνες να δεις άνθρωπο, αφού όλοι ήτανε κλίκα. Ο πραίτωρας; Έτρωγε πέντε χρυσά και σ᾿ έδερνε ή έλεγε ότι δεν έχει καμμιά αρμοδιότητα | < γαλλ. cliqu(e) -α.

κλο: άκλιτο, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αποτυχία μιας ενέργειας, την αστοχία. Σούταρε δυνατά αλλά έκανε κλο.

κλουρόπιτα η: η κουλουρόπιτα.

κλούτσα η: η (α)γκλίτσα, είδος ραβδιού που το χρησιμοποιούν οι βοσκοί, με κύριο χαρακτηριστικό πρόσθετη λαβή σε σχήμα σίγμα· μεγάλη βελόνα για το πλέξιμο. ΦΡ. Μια κλούτσα γράμματα· κλούτσα λεγόταν το γράμμα ι. Σιδ.: Τα χολέβια, οι φανέλες και ό,τι ρούχο πόδεναν ή φορούσαν οι άνθρωποι ήταν όλα στον αργαλειό υφασμένα ή στις κλούτσες πλεγμένα. Κρανίσια κλουτσόβεργα. Πβ. Γκορτζ.: Πιο τυχεροί ήταν όσοι έκαναν υπομονή στο δάρσιμο, στις κλωτσιές και στα βρισίδια του μανιακού δασκάλου τους, του διαστρεμμένου Τσαπαδόντη, ώστε πρόφταιναν, πριν φύγουν, να έχουν μάθει να χαράζουν «δυο κλίτσες» στο χαρτί και να ξέρουν να κάνουν ένα λογαριασμό της προκοπής. «Ό,τι κάνουνε να κάνεις, κι αν κλουτσιαίνουνε να κλουτσιαίνειςΦΡ. κλούτσα το ποδάρι: μτφ. δυσκίνητο πόδι από τραύμα, αναπηρία ή πόνο, ΦΡ. κλούτσες τα ᾿χεις τα χέρια: μτφ. γιατί δεν χρησιμοποιείς τα χέρια σου όπως πρέπει; Παρ.: «Ό,τι κάνουνε να κάνεις κι αν κλουτσιαίνουνε [σ.σ.: κουτσαίνουνε] να κλουτσιαίνεις.» | < (α)γκλίτσα < αρχ. ελλ. επιθ. αγκύλ(ος, -η) -ίτσα.

κλουτσουτάρας ο: βοσκός στα μαστόρικα | < Βλ. & κλούτσα η.

κλωνιά η & κλωνί: κλωνάρι, ξύλινο εξάρτημα για εργόχειρα. Παρ.: «Δέσε κόμπο στην κλωνιά σου, να μη χάσεις τη βελονιά σου.», «Έριξε κλωνιά στ’ αδράχτι.» Βλ. & βάλσαμο το.

κλώνος ο: κλαδί δέντρου, κλωνάρι, ιδίως μεγάλο και χοντρό. Δημ.: Να ᾿σουν στον κάμπο λεμονιά κι εγώ στα όρη χιόνι / να λιώνω να ποτίζονται οι δροσεροί σου κλώνοι. Παρ.: «Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου γείρει ο κλώνος και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος.» | < ελνστ. κλῶνος < κλων(ίον) -ος.

κλωντήρι το: μεταλλικό κύπελλο, ποτήρι. Παραδοσ.: Μάν᾿ αργυρό κλωντήρι μα και μαλαματένιο / θέλω να σε στολίσω με πράσινα λουλούδια / με κόκκινο μετάξι να πάει να προσκαλέσει / συντέκνοι και μπρατίμοι του νιόγαμπρου το σόι. Παρ.: «Πέσε πίτα να σε φάω και κλωντήρι να σε πιω.»

κλώσμα το: κλώσιμο, γύρισμα, η στροφή, ελικοειδής πορεία, κίνηση ποταμού ή παραπόταμου. Δημ.: Κυρά μου, εσύ ᾿σαι ο ποταμός, ο χρυσομελιτάρης, / όπού έχεις κλώσματα πολλά, με σείσμαν (:χαριτωμένη κίνηση του σώματος) και με διώμαν (: μεγαλοπρεπές παράστημα). Κλώσμα το: τοπωνύμιο της περιοχής Λιβαδερού Κοζάνης.

κλώσσα η & κλωσσαριά η: κότα που κλωσσάει αυγά ή έχει νεοσσούς· μτφ. η κουτσομπόλα γυναίκα. Αίν.: «Ψόφια κλώσσα, ζωντανά τα πουλιά.» (η κουβέρτα, πάπλωμα – Σάμος), «Ψοφισμένη κλωσταριά, ζωντανά πουλιά πυρώνει.» (η κουβέρτα – Χίος). Παρ.: «Κλαίει η αλεπού που πήρε ο αετός την κλώσσα.», «Το πουλί που πατεί η κλώσσα δεν ψοφά.», «Η κλωσσαριά τραχανά ονειρεύεται.» | < μσν. κλώσσα (Πβ. μσν. κλωσσόπουλον) < αρχ. ελλ κλώσσ(ω): κακαρίζω.

κλωσσοφωλιά η: φωλιά της κλώσσας. Ας είναι. Τέτοιοι ηλίθιοι ήτανε και τέτοιες ηλιθιότητες λέγανε. Ας κάνουν τώρα τα ψηλά τους καπέλα κλωσοφωλιές.

κλωτσαρνώ: κλωτσώ συνέχεια, ακανόνιστα. Κλωτσαρνούσε όλη νύχτα. Κλωτσαρνάει το άλογο.

κογιονάρω: κοροιδεύω, περιπαίζω, παραπλανώ. Σκαρ.: Κύριε Καθηγητά, μας κογιονάρετε; Σύξυλοι οι Ρουμάνοι χωρικοί βρίσκονταν σε σχεδόν εμπόλεμη κατάσταση με δαύτους όλους.

κοζάρω: παίρνω κόζι, μάτι, βλέπω, εξετάζω, εντοπίζω. Τσιφ.: Πάνω λοιπόν που τα λέγανε, νάσου δυο-τρεις της Ασφάλειας, να κοζάρουνε από τη πόρτα. Βλέπει ο Σπόρος, κιτρινίζει. Ήτουνε μαζί τους κι ο χοντρός ο λαχανέμπορας.

κοζάς ο: το βαμβάκι που συλλέγεται, μαζί με το περίβλημα (Σέρρες). Μαζεύαμε κοζάδες και στα νυχτέρια ξεχωρίζαμε το βαμβάκι.

κόζι το: το μάτι, το κοίταγμα, η προσεκτική εξέταση· χαρτοπαικτικός όρος της βίδας και του μπουρλότου, ατού στην τράπουλα, το ισχυρό φύλλο που νικάει τα υπόλοιπα, κάρτα στο χρώμα της «αγοράς»· μτφ. ξέρω τα κόζια: γνωρίζω επαρκώς την κατάσταση, είμαι σχετικός, ικανός· άλλαξαν τα κόζια: άλλαξε η κατάσταση, οι συνθήκες, το κλίμα, το παιχνίδι. Τσιφ.: Ο αυτοκράτορας που είχε φάει το Βυζάντιο δεν τάξερε καλά τα κόζα. Πήγε κι άνοιξε πόλεμο με τους Βουλγάρους. Όταν κάποια στιγμή εσείς δεν μπορείτε να ακολουθήσετε το χρώμα στα κόζια (σας έχουν τελειώσει) ξεσκαρτάρετε φύλλο | < τουρκ. koz -ι.

κόθορος ο & κόθρος ο: η πτυχή, το ζάρωμα της ζύμης γύρω γύρω στην πίτα, περιμετρικά εξογκώματα από ζυμάρι. Πίτα με κόθορο. Ηπίτ.: κόθρος ο:: ο γύρος του κόσκινου, του ταψίου κλπ., ακολούθως δε το περί τον γύρον στρηφογύρισμα της πίτας. Ο Αραβαντ. αναφέρει κόθρος ο: (Βυζ.) και τα μικρά εκ χώματος υψώματα περί τους ποτιζόμενους κήπους. Επίσης η περί την πίτταν πτυχή της ζύμης | < πιθ. κορθύνω και κορθύω[ῡ], (κόρθυς): ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος: αύξησε την οργή του· ως παθητικό: κῦμακορθύεται: ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει· η αρχ. ελλ. κόθ-ουρος, -ον, λέγεται για τους κηφήνες: κολοβός, δηλ. χωρίς κεντρί· αρχ. ελλ. κόθορνος, ὁ,: σανδάλι ή ψηλό παπούτσι, που φτάνει ως τη μέση του ποδιού. Βλ. & σοφράς ο.

κοιλάτος -η -ο: με κοιλιά. Παρ.: «Βόδι κοιλάτο κι άλογο σπαθάτο.»

κοιλόπονος ο: πόνος που εντοπίζεται στην περιοχή της κοιλιάς· πονόκοιλος, κοιλιακό άλγος. Το παιδί με κοιλόπονο χρειάζεται άμεση ιατρική βοήθεια.

κοιλοπονώ: λέγεται συνηθ. για γυναίκα επίτοκη, που πρόκειται να γεννήσει, έχω ωδίνες τοκετού. Παπαδ.: Τόσον πρωινς δη Γιάννης τς Σοφούλας! Μ τ ρόδα τς αγς τρέχει ες τν σόβιον καθημερινν γγαρείαν του. ργασία λοήμερος κε, κα κρότος, κα «δνες ς τικτούσης.» λλ᾿ σον κα ν κοιλοπονον, σον κα ν καταπονονται ο νθρωποι δι ν κατασκευάζωσι «τείχη Τριτογενε», θάλασσα θ καταφάγ μίαν μέραν λους τος δρυΐνους δράκοντας, «δ κ λεβάιαθανς», πως λέγει Μπάυρων. Πβ. Καρκ.: …επαρακολουθούσε με τον νου την εγκυμοσύνη της Χαϊδεμένης, εμετρούσε τους μήνες κι εφρόντιζε να βρίσκεται κοντά της στην κοιλοπόνια. Παπαγ.: Λίγη επαφή αν έχετε με κύκλους των γραμμάτων, θα ξέρετε ότι σε κάθε τετράγωνο κάποιος κοιλοπονάει το αριστούργημα… Παρ.: «Εκοιλοπόναγε βουνό κι εγέννησε ένα αυγό.», «Κοιλοπόνα το βουνό κι έκαν’ έναν ποντικό.». Ο Λουκιανός στο έργο του με τίτλο: «Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν» αναφέρει την έκφραση «ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν μῦν» | < μσν. κοιλοπονώ.

κοιμίστρας ο & κοιμίστρα η: ο κοιμισμένος, αυτός που δεν επαγρυπνεί, κοίμος. Ο κοιμίστρας δεν πήρε τίποτα χαμπάρι. Καρκ.: Ποιος να τον πιάσει, καλέ! Δεν τον πιάσανε άλλες κι άλλες αστυνομίες και θα τον πιάσει η δική μας, η φαγοκοιμίστρα!

κοίμος ο: κοιμισμένος, κοιμίσης, κοιμίσας, βλάκας, μειωμένης αντίληψης. Ντιπ κοίμος είσαι;

κόκα η: χαραγματιά, κοψιά, εγκοπή σε ευθεία γραμμή. «Κόκα» έλεγαν την ψαλιδιά που είχαν για σημάδι στ᾿ αυτιά ζώων του κοπαδιού για να τα ξεχωρίζουν. Συνθ. μπροστοκόκα: κόψιμο, ψαλιδιά του αυτιού μπροστά. Πβ. Καρκιδ.: Κι αυτός, το σαϊτολόγο ανοίγοντας, σαγίτα φτερωμένη, / αγκίνιαστη, που πόνους έκρυβε τρανούς, διαλέει, κι απάνω / στην κόρδα την πικρή σαγίτα του κοκιάζοντας ευκήθη / στο μακροσαγιτάρη Απόλλωνα το φωτογεννημένο

Κόκες οι: αγροτικό τοπωνύμιο (Λιβαδερό).

κοκκινάδι το: κόκκινο, ερυθρόχρωμο φτιασίδι, σημείο,ψιμμύθιο, κραγιόνι, ρουζ.

κοκκίνης ο: άνθρωπος με κόκκινες τρίχες, ζώο με κόκκινω τρίχωμα. Γκοτζ.: Είχε πολλά λεφτά, ακόμα και χιλιάρικα κολλαριστά, που του χρειάζονταν για ν᾿ αγοράσει βόιδια. Είχαμε ανάγκη τότε και του δώκαμε τον Κοκκίνη. Η βάβω μου έκλαιγε, σα ν᾿ αποχωριζόταν άνθρωπο. Παπαδιαμ.: Όπως της Μπουλίνας το γιο, που είναι κοκκινομάλλης, τόνε λένε Κοκκίνη… Και το Γιώργη της Μελάχρως, που είναι μαύρος, τόνε φωνάζουνε Αραπάκη.

κοκκινογούλι το: παντζάρι. Πβ. Αίν.: «Σαΐτα κοκκινόγουλη, τη γης τρυπάει και βγαίνει.» (ρίζα, ριζάρι – Λακωνία).

κοκινόι το: γη, χωράφι, περιοχή με κόκκινο χρώμα.

κοκό το: το αυγό· μτφ. το αιδοίο, το πέος· το ναρκωτικό κοκαΐνη. ΦΡ. Όχι αυγό κοκό: μιλάμε για το ίδιο πράγμα, λέγεται για παρόμοιες καταστάσεις· πβ. Όχι Γιάννης, Γιαννάκης. Του αρέσει το κοκό. Ρουφάει κοκό.

κοκόνα η & κοκώνα η: νεαρή κοπέλα, το κορίτσι, η κυρά, δέσποινα, δεσποινίς· λέγεται & για κυρία αρχοντικής καταγωγής, χαϊδευτικά για γυναίκα και κυρίως κόρη, ή για γυναίκα μαθημένη στην άνεση και στην πολυτέλεια. (Τριαντ.) Κοκόνες μου, εδώ έχουμε πιάσει αράχνες. Παπαδ.: κουσεν ορίστους φήμας, τι «διδάχος», μεθ᾿ λην τν λικίαν κα τ πενιχρν ξωτερικόν του, ες τ κρυπτν ζήτει ν ερ «νύφη κοκκώνα» κα τι κατέβαλλε πολλς προσπαθείας πρς τοτο. Παρ.: «Πούθε να πάρει το παιδί και να γενεί κοκόνα.», «Η κοκώνα η Ραλλού τα δικά τση δίνει αλλού (Νάξος).» | < ρουμαν. cocoana. Βλ. & Γκέκης ο.

κοκορέτσι το: είδος φαγητού το οποίο παρασκευάζεται από ψιλοκομμένα εντόσθια αρνιού που τυλίγονται με έντερα και ψήνονται στη σούβλα. Σ’ ένα χώρο που το κρασί ήτανε άφθονο και η λιχουδιά σπάνιζε, το τηγανισμένο σκώτι, η μαρίδα, το κοκορέτσι, οι γαρίδες ή και καμιά φορά το χταπόδι στα κάρβουνα, ήτανε πειρασμοί που δεν άντεχες να τους αποδιώξεις | < αλβ. kokoretci.

κοκόρι το: νέος κόκορας, αλεκτορίσκος· κοκορόμυαλος ο: ανόητος, βλάκας. Παρ.: «Γεννούν και τα κοκόρια του

κοκόσα η: το καρύδι, κάρυο. Παπαευαγγ.: Απ΄ του πουλύ του πλάλμα έβγαλα μια λούγκα (αδένας) χουντρή σαν κουκόσια (καρύδι). Γκοτζ.: …τον ταχυδρόμο τον πεζό, που κόλλαε πούλια στα κακογραμμένα φάκελά τους και που οι μανάδες με τον πόνο τον φιλεύανε κοκόσιες, μα τον κερνάγαν οι λιγότερο σφιχτοί στα μαγαζιά και κάνα ρακογιάλι, σαν τούς ερχόταν ντεσκερές [σ.σ. επίσημο γράμμα] που καρτερούσαν – …κρεμμύδια ψημένα στη χόβολη ή τέσσερες πέντε «κοκόσιες», καρύδες που τύχαινε να ’ναι και μισοσάπιες ή «κουστενίκες», δηλαδή δύσκολα έβγαινε το «σούμπρο» τους, η ψίχα. Παπαδ.: κε πο θ πμε, Στεφανή, επεν γερο-Γροτσος, θ βρς πολλ σκα ν φς, Στεφανή! κόμα κα κοκκόσες θ βρς, γι ν κάμς σουτζούκια. Νικολ.: κοκόσα η και γκουγκούσα η εν Βελβεντώ της Μακεδονίας | πιθ. < σλαβ.

κοκότα η: γυναίκα του δρόμου, πόρνη. Τσιφ.: Υπάρχουνε αστυιατρικές επιθεωρήσεις του Τμήματος Ηθών που κυνηγάνε τις κοκότες των δρόμων. Οι πιο ακίνδυνες γυναίκες είναι οι κοκότες των δρόμων. Δεν προσβάλλονται ποτέ και σου προσφέρουνε πάντα ένα λικέρ πριν τις πληρώσεις. Βλ. & λωποδύτης ο.

κοκοτάρι το: η κότα, η όρνιθα, βλ. κοκότι το.

κόκοτας o: ο κόκορας, πληθ. κουκουτέοι· Παρ.: «Ας έχω κόκοτα στην αυλή μου, κι ας μη λαλάει.» Σταμάτης Κόκοτας. Νικολ.: κόκοτας ο: ο κόκορας. Βλ. κοκότι το, παραγκώμι το.

κοκοτείο το: κοτέτσι, ορνιθώντας, κουμάσι, χώρος που εκτρέφονται κότες.

κοκότι το: η κότα, το αρνίθι, το κοτόπουλο. Γκοτζ.: -Τώρα μάνα, που γλιτώσαμε το κουκουτσέλι, θα το σφάξω να το φάμε μοναχές μας. -Φύλα το να το πουλήσεις να πάρεις τίποτε για τα παιδιά σου. Εγώ έχω και κότες και κοκότια στο σπίτι· άμα μου ’ρεχτεί για φαΐ, της απάντησε η βάβω | < ελνστ. κοττός, κόττος: κόκορας ή σλαβ. kokotz ή ηχομιμ. από τη φωνή κο.

κοκότσι το: το εσωτερικό του καλαμποκιού, χωρίς τους καρπούς.

κοκράνι το: η φραγκόκοτα. Όποιοι δε φοράνε κράνη έχουνε μυαλό κοκράνι. Βλ.& φαραόνι το, φραγκόκοτα η.

κολαούζος ο: οδηγός σε μια πορεία, αυτός που δείχνει το δρόμο, τσιλιαδόρος, βοηθός. Ακολουθούσανε και τ᾿ άλλα παιδιά της γειτονιάς· περισσότερο για συμπαράσταση και για χάζεμα αλλά και σαν κολαούζοι, να κρατάνε τα μπόσικα δηλ. τα κλουβιά και τα παράκλουβα αλλά και τσίλιες αφού γινότανε και «καρφωτή» δηλ. να «πέσει πρόκα» στο δραγάτη ή στους χωροφύλακες αλλά και στους δασοφύλακες. Παπαγ.: Το χωριό δε θέλει κολαούζο: είναι ψεύτης, μαϊμού, ζει με ξένα λεφτά, δε βγάζει το ψωμί του, τα όσα αραδιάζει δεν είναι προσωπικό του πρόβλημα αλλά δοτή μονέδα. Παρ.: «Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.» | < τουρκ. kιlavuz -ος.

κολάι το: ο τρόπος που γίνεται κάτι, η ευκολία, η άνεση. ΦΡ. Πήρε το κολάι: έμαθε πως λειτουργεί, κατάλαβε πως γίνεται μια δουλειά και πλέον τα καταφέρνει. Τσιφ.: Της Θεοδώρας της άρεσε. Σου λέει, γιατί να μαλώσουμεμε τον Βατάζη, έτσι γίνεται καλύτερα κολάι. Ξέχασε τον Κύριο κι έβαλε κάτου τα συμφέροντα | < τουρκ. kolay.

κολεγιά η: η φιλική σχέση, συναναστροφή, η κοινωνική σχέση για κοινό σκοπό, το κολλητηλίκι, άτυπη συμμαχία. Κολεγιές και συνεργασίες ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα. «Κολεγιές» και «κομπρεμί» καταγγέλοουν τα σωματεία. Παπαδ.: Τον παλαιόν καιρόν οι υποψήφιοι βουλευταί κατήρχοντο σύνδυο εις τον αγώνα, έκαμναν κολληγιές. Συνδικαλιστικές κολεγιές. Η κολεγιά ή κολλεγιά, όπως και το κολέγιο, ετυμολογείται από το λατινικό collegium: αδελφότητα, μικροκοινότητα και, ακόμα πιο πίσω, ανάγεται στην συνάθροιση ανθρώπων με κοινό νόμο (com + lex/γεν. legis).

κόλι το: στρατιωτικό τμήμα ενόπλων, περίπολος, απόσπασμα, ομάδα (ατάκτων) στρατιωτών. Δημ.: Κι ο Μπουκουβάλας σύναξεν όλο τον ταϊφά του / μες στην Οξυά ξημέρωσε, τα κόλια να μοιράσει | < Βλ. & καρακόλι το.

κόλιαντρα τα: τα κάλαντα. Παπαευαγγ.: Ήρθαν τα κόλιαντρα.! Χαραή χαραή προτού λαλήσ᾿ ν οι κουκουτέοι μι του μαλιότου, παπούτσια σουσόνια σκούνια μέχρι του γόνα, μια σιαλβάρα απού σκτί.. Νικολ.: Κόλιαντρα, άσμα της παραμονής των Χριστουγέννων, κοιν. κόλιντα, κάλαντα. Εκ του λατιν. calendae, όπερ εσήμαινεν άλλοτε και τα Χριστούγεννα και στον πληθ. τα προσφερόμενα δώρα.

κόλιαντρας ο: ξύλο στο οποίο τοποθετούσαν τα κεράσματα που έδιναν στα κάλαντα. ΦΡ. Κόλιαντρα, μπάμπω, κόλιαντρα!

κόλιαντρος ο: αλλού λέγεται ετήσιο αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως μπαχαρικό. ετήσιο αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται και στη μαγειρική ως μπαχαρικό. Ο κόλιαντρος (κολίανδρο, κορίανδρο, κόλιαντρο) είναι ποώδες αρωματικό φυτό του οποίου τα φύλλα και οι καρποί χρησιμοποιούνται στη μαγειρική, τη φαρμακευτική και τη ζαχαροπλαστική. Ο κόλιαντρος είναι γνωστός και χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα. Υπήρχε στους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, αναφέρεται στη Βίβλο και σε Αιγυπτιακούς πάπυρους | < μσν. κολίαντρον < ελνστ. κολίανδρον < κορίανδρον < προφκόριον (αρχ. κορίαννον).

κολίγος ο & κολίγας ο / κολίγισσα η: αγρότης που δούλευε σε τσιφλίκι με συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και που έπαιρνε ως αμοιβή μέρος της παραγωγής. Στα τσιφλίκια τους – το καθένα ήταν από 10.000 έως 100.000 στρέμματα – δούλευαν οι κολίγοι. Ήταν ακτήμονες που καλλιεργούσαν τα κτήματα και έδιναν μέρος της σοδειάς – τη λεγόμενη μορτή – στους τσιφλικάδες, ενώ πλήρωναν και φόρο στο κράτος (το λεγόμενο «φόρο αροτριώντων», που επέβαλε η κυβέρνηση Τρικούπη). Η απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, σηματοδοτεί την έκρηξη του αγροτικού ζητήματος, μετά τη δίκαιη απαίτηση των κολίγων για απαλλοτρίωση. Καρκ.: Οι παλιοί κολίγοι του Ευμορφόπουλου σκόρπισαν από το χτήμα σαν του λαγού τα παιδιά. Παπαδ.: Ο Καρονιάρης, όστις ηγάπα να εορτάζει μεγαλοπρεπώς την Πρωτομαγιάν, χορηγός αυτός όχι μόνον δι᾿ όλους τους υιούς, τας θυγατέρας και τα εγγόνια του, αλλά και διά τα αναδεξίμια του και τους κουμπάρους του και διά τας κόρας των κολληγισσών του ακόμη | < μσν. κολλίγας < λατ. collega: σύντροφος, συνέταιρος -ς. Βλ. & μεροδούλι το.

κολιός ο: πελαγίσιο ψάρι με γαλαζοπράσινη, πολύ γυαλιστερή ράχη, που συγγενεύει με το σκουμπρί. Κολιοί και σκουμπριά και άλλα πελαγίσια ψάρια της ίδιας οικογένειας, το καλοκαίρι είναι πιο στρουμπουλά και ψωμωμένα (γι’ αυτό τότε ονομάζονται και λιπαρίτες). Κολυμπάνε κατά κοπάδια και ψαρεύονται με συρτή και τσαπαρί ακόμα και από ερασιτέχνες ψαράδες. Παρ.: «Κολιός και κολιός από ένα βαρέλι.», «Κάθε πράγμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο.» | < αρχ. ελλ. κολί(ας) μεταπλ. -ός.

κολοκύθας ο: μτφ. ο βλάκας, αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο αργόστροφος, ασυλλόγιστος. Πβ. Παρ.: «Κεφάλι χωρίς βάσανα γράφτο κολοκυθένιο

κολλορίζι το: η παραφυάδα στη βάση ορισμένων δέντρων, νέος βλαστός που φυτρώνει από τη ρίζα ενός φυτού ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού του, παραβλάστημα.

κολούμπρα η: στη ΦΡ. έπαθα κολούμπρα: ξαφνιάστηκα, μάλλον δυσάρεστα, τρόμαξα, αιφνιδιάστηκα. Καββ.: Φτάνει Μπολίβαρ καβαλώντας τ σαϊτάρι. / Παραμονεύει ρθ κουλέμπρα γκαστρωμένη | < ιταλική colubro (αρσενικό:φίδι, μετατροπή σε θηλυκό από έλξη προς το γένος πολλών ελληνικών φιδιών: οχιά, δεντρογαλιά.) < λατινικά colubra.

κολτσίδα η & κολτσίδι το: το αγκαθωτό βότανο λάππα ή κολλιτσίδα. Μου έγινε κολλιτσίδα, λέμε για κάποιον ο οποίος μας γίνεται φορτικός. Στην πραγματικότητα με τον όρο κολλιτσίδα αναφερόμαστε στους καρπούς ορισμένων φυτών που χάρη στα περίτεχνα αγκάθια τους καταφέρνουν να γαντζώνονται στα ρούχα μας. Παπαδ.: νδεκα χρόνια ν μπαίν, ν βγαίν, ν στρώνεται, ν κατιάζ, ν ντιρλικών να περίδρομο, ν μπεκρολογ, ν νεκροκοιμται, ν μ ξεκουμπίζεται, ν μν κουνιέται, νδεκα χρόνια κειδ ν βρίσκεται, ν φαρμακών, ν ψοφολογ, ν κολλά σν τν κολλιτσίδα, ν μν πιάνεται σν τν κόνιδα, ν τν διώχνς κα ν μν ξεκουμπίζεται, ν τν ξορκίζς κα ν μν κρεμοτσακίζεται.

κολτσίνα η & κοντσίνα η: χαρτοπαίγνιο της τράπουλας, τεχνικό και όχι τυχερό, που παίζεται με ολόκληρη την τράπουλα. Παρ.: «Η κολτσίνα θέλει φύλλα» | < βενέτ. concina. Βλ. & κουτσοπίνω.

κολτιμέρι το: σίδερο γυριστό που αμπαρώνει, ασφαλίζει από μέσα την εξώπορτα (Γρεβενά).

κολλυβογράμματα τα: τα εκκλησιαστικά γράμματα, βασικές γνώσεις γραφής και ανάγνωσης που χρειαζόταν για να γίνει κάποιος ιερέας· γράμματα που διδάσκει παπάς ή μοναχός. Παπαδ.: Λίμπος Κόκοϊας, νθρωπος πενηντάρης, εχε διαβάσει πολλ παλαι βιβλία μ τ λίγα κολλυβογράμματα πο ξευρε, κα εχεν μιλήσει μ πολλς γραίας σοφάς, ατινες πρξαν τ πάλαι. Παπακ.: Αγράμματη η γιαγιά, μόλις μετά βίας ήξερε να διαβάζει λίγο τις εφημερίδες και να σκαρώνει λίγα κολλυβογράμματα | < ελνστ. κόλλυβα: μικρά πιτάκια από βρασμένο στάρι, αρχ. ελλ. σημ.: μικρά νομίσματα.

κόμας ένας / κόμα μία / κόμα ένα: ακόμη ένας. Ήρθε κόμας ένας· πήγα κόμα μια φορά· κόμα ένα χόβι.

κομμάρα η: αδυναμία, εξάντληση, αίσθηση πόνου, κόπωσης στο σώμα και τα μέλη, κόπωση, ατονία, γενική κούραση, κάματος, το να νιώθει κάποιος «κομμένος.» Κομάρες στα πόδια. Κύρια συμπτώματα της γρίπης είναι, πονοκέφαλος, πόνοι στις αρθρώσεις και στην πλάτη, ζάλη και ίλιγγος, αδυναμία και κομάρες | < κόβομαι: εξαντλούμαι, κουράζομαι, αδυνατώ, μειώνεται η απόδοσή μου.

κομμάτα η: μεγάλο, μέγα κομμάτι, τεμάχιο.

κομμάτι: ως επίρρ. λίγο, λιγάκι, μια φορά. Πάλλ.: Για σήκω, νύφη μου καλή, κι έλα να δεις κομμάτι / δουλιές, που δε σ᾿ τις βάνει ο νους, των Αχαιών και Τρώων.

κόμματος ο: πολύ ωραία, εντυπωσιακή γυναίκα, μανούλι. Τσιφ.: Τα κανόνισε, λοιπόν, η Δαλιδά κι είχε πράγματι μια ανιψιά ξεγυρισμένη και κόμματο αλλιώτικο.

κομματσιούλι το: κομματάκι, μικρό τεμάχιο, τρίμμα. Γκοτζ.: Να, η Φροσύνω του Τσιαχαλά, οι κουμπάροι μας οι Μπανοραίοι, που τους φέρνει κομματσούλια η Μπανόρω απ’ τη διακονιά.

κομπιάρικο το: αυτό που σε κάνει να κομπιάζεις. Κομπιάρικο γλυκό.

κομπιάζω: δυσκολεύομαι να καταπιώ, να μιλήσω, ρετάρω, δεν τολμώ να κάνω κάτι, σταματώ, κάνω διακοπές, κυρίως στην ανάγνωση, τραυλίζω, έχω «κόμπο» στο λαιμό· μιλώ ή εκφράζομαι με δυσκολία, γιατί διστάζω να πω αυτό που θέλω ή γιατί έχω κάποια αδυναμία στη σωστή εκφορά του λόγου (Τριαντ.). Κόμπιαζε προσπαθώντας να βρει τις σωστές λέξεις. Σάστισα, δάκρυσα, κόμπιασα. Πώς να αντιδράσω; Τι να απαντήσω; Τι να πω; Οι λέξεις ξαφνικά έχασαν τη δύναμη τους. Με «κομπιασμένη» φωνή έκλεισε την ομιλία του | < κόμπ(ος) -ιάζω < μσν. κόμπος < ελνστ. κόμβος: ταινία, αγκράφα.

κομπιάρικος -η -ο: που προκαλεί κόμπιασμα, βλ.λ. Ηπίτ.: ο πλήρης κόμβων.

κόμπιασμα το: σταμάτημα, παύση, ανακολουθία στην ομιλία, την ανάγνωση ή την ομαλή λειτουργία ενός ηχανήματος. Αποδεχτείτε τα κομπιάσματα. Αντιδράστε με τον ίδιο τρόπο είτε το παιδί μιλά φυσιολογικά είτε τραυλίζει. Έχω παρατηρήσει ότι στο ξεκίνημα με πρώτη ταχύτητα, αφήνοντας τον συμπλέκτη, κάνει ένα «κόμπιασμα». Κόμπιασμα στο γκάζι. Βλ. & κομπιάζω.

κομπίνα η: κρυφή, παράνομη αλλά ευρηματική δουλειά, επιχείρηση· θεριζοαλωνιστική μηχανή. Κομπίνες με ασφαλιστικά συμβόλαια χιλιάδων ευρώ. Τσιφ.: …έγινε διοικητής της τράπεζας της Νάπολης, έκανε μεγάλες κομπίνες κι απόχτησε τόσα λεφτά, που αλλοιθώρισε μέχρι κι ο πάπας. Ανταλλακτικά για αγροτικά μηχανήματα (τρακτέρ, πρέσες, κομπίνες κ.λπ.) | < γαλλ. combi n(e) -α.

κομπιναδόρος ο & κομπιναδόρισσα η: που στήνει, οργανώνει κομπίνες, έξυπνες απάτες, κόλπα. Ταβλαδόροι και κομπιναδόροι! Σε οργασμό οι κομπιναδόροι της πιάτσας! «Η χώρα μας προβάλλει όλους τους κομπιναδόρους και τους μιζαδόρους και τους κάνει φίρμες.» Βλ. & κομπίνα η.

κομπινιέρης ο: οδηγός, ιδοκτήτης κομπίνας. Θυμάμαι επίσης ότι όταν η παραγωγή του αγρότη ήταν χαμηλή, λόγω καιρικών ή άλλων συνθηκών, οι κομπινιέρηδες ζητούσαν χρήματα.

κομπογιαννίτης ο: εμπειρικός (γιατρός, φαρμακοτρίφτης κλπ.), αδαής, χωρίς επιστημονική κατάρτιση, άσχετος που εμφανίζεται ως ειδικός, απατεώνας, αγύρτης, γιατρός «της πυρκαγιάς.» Στα ιατρικά συμβούλια μιλούσαν μπροστά στους αρρώστους και τους δικούς τους ιδιαίτερη γλώσσα, τα γνωστά κομπογιαννίτικα, που τους πρόσδιδαν μεγάλη επισημότητα και κύρος. Οι Κομπογιαννίτες, οι ξακουσμένοι αυτοδίδακτοι γιατροί από το Ζαγόρι, είναι γνωστοί και με άλλα ονόματα, όπως Ματσουκάδες, Βικογιατροί, Σακκουλαραίοι, Καταφιανοί, Ζαγοριανοί. Έγιναν ξακουστοί για τις καταπληκτικές επιτυχίες τους, με την ιατρική ικανότητα τους και η φήμη τους έφτασε μέχρι τα σουλτανικά παλάτια. Μέσα σε χαλασμό από τυμπανοκρουσίες, ζουρνάδες και χλιμιντρίσματα, έμπαιναν στα χωριά οι βικογιατροί, ή αλλιώς ματσουκάδες, ή σακουλαραίοι ή (στην πιο διάσημη ονομασία τους) κομπογιαννίτες. Ηπίτ.: κομπογιαννίτης ο: ο παραπλανών διά πωλήσεως δήθεν αντιφαρμάκων, ο αγύρτης | < μσν. κομπ(ώνω): δένω με μάγια, εξαπατώ -ο- + γιαν- (γιαίνω) -ίτης, κομπώνω: ελνστ. κομβ(ῶ), δένω.

κομπόδεμα το: μτφ. τα λεφτά, οι οικονομίες, χρήματα που έχει κάποιος στην άκρη, στην καβάντζα· (επειδή παλιότερα κομπόδεναν τα λεφτά σε μαντίλι ή άλλο ύφασμα.).

κομποδένω: δένω κάτι κόμπο. Παρ.: «Άδουλος δουλειά δεν έχει, το σκοινί του κομποδένει

κόμπος ο: ελάχιστη, λιγοστή ποσότητα υγρού, σταγόνα. Βυζαντ.: Στν ξηρν βρίσκει πελάγη κι ες τ πέλαγος ξηρας, / κα ες τς πηγς ν πάγ, οτε κόμπον δν συνάγει, / γιατ γίνονται ξηρας. Παπαδ.: γραα τς ζήτησε μ κομμένην κα τρέμουσαν φωνν «να κόμπο ρακ» ν βάλ στ στόμα της, δι «ν πιασθ ψυχή της».

κονακεύω: βρίσκω κονάκι. Τσιφ.: Μπαίνανε σε μια πόλη ύστερα από μάχες και τη βρίσκανε στάχτη. Μήτε να φάνε μήτε να κονακέψουνε δεν είχανε. Τους πάγωνε ο χειμώνας, μέχρι να τους έρθουνε τρόφιμα και πολεμοφόδια γινόντουσαν παγωτά. Βλ. & κονάκι το.

κονάκι το: το σπίτι, κατάλυμα, καταφύγιο, προσωπικός χώρος· θανατηφόρο δηλητηριώδες φίδι ακονάκι. Γκοτζ.: Οι ξαδέρφες μου (που δεν είχαν ακόμα αδερφό) ήταν αλλιώτικα μαθημένες στο κονάκι τους, χωρίς φόβο από γονιούς κι αυστηρή πειθαρχία. Δημ.: Εις τα Μπιτώλια πήγαν Ασλάνης και Βελής, τους δέχθηκε με τέχνη ο Ρούμελη – Βαλής / τους έδωσε κονάκια, τους έταξε πολλά. / Κονάκια θέλουν τα παιδιά, φαγί τα παλικάρια / κι ατός μου θέλω πέντ᾿ αρνιά και δυό παχιά κριάρια / κι ένα κορίτσιν όμορφο κρασί να με κερνάει. Μακρ.: Πγα τος πλέρωσα. «Σύρτε ες τ κονάκια σας, τος λέγω, κι᾿ ποιος θέλει κα παραπανισμένα χρήματα, ν το δώσω.» Παρ.: «Αν σε φάει το ακονάκι, το τσαπί και το φτυαράκι.» (σ.σ. για θάψιμο, αφού το τσίμπημα ήταν θανατηφόρο). Παπακ.: Μέναμε στο κονάκι που ήταν στη μέση του χωριού, ένα ψηλό σπίτι, το ψηλότερο απ᾿ όλα, με τρία πατώματα περίεργα. Αραβαντ.: κονάκι το: ιοβόλος όφις κολοβός έρπων και εμπρός και όπισθεν, εξ ου υπετέθη ως δικέφαλος· η αμφίσβαινα. Το δήγμα αυτού θεωρείται θανατηφόρον, διό και η φράσις «αν σε φάει το κονάκι, ᾿τοίμασε το σαβανάκι.» Κρατεί η πρόληψις ότι κτυπούμενον συντρίβεται ως ύαλος | < μσν. κονάκι < τουρκ. konak: αρχοντικό -ι.

κονεύω: φιλοξενούμαι, μένω, κατοικώ κάπου. Δημ.: Μαύρα μου χελιδόνια κι άσπρα μου πουλιά / αυτού ψηλά που πάτε, για χαμηλώσετε. [..] Κι αν πάτε από τουν τόπου μ᾿ κι από το σπίτι μου / μηλιά έχω στην αυλή μου να κονέψετε / μηλιά έχω στην αυλή μου να λαλήσετε. Γκοτζ.: Απ᾿ το σπίτι μας περνούσαν κάθε τόσο κι οι γύφτοι, που είχαμε γειτόνους, κονεμένους στην άκρη του πλαϊνού χωριού. Καβάφης: Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην Pώμη, / και κόνεψε σ᾿ ενός μικρού τεχνίτου σπίτι. Παραδοσ.: Μ λοίμονον μοιραον πουλ «πα τν Πόλην ρται» / μ στ «φτερούλιν θε χαρτν περιγραμμένον / κι οδ στν μπελον κονεύ᾿ μηδ στ περιβόλι / πγεν κα κόνεψεν στο κυπαρίσ᾿ τν ρίζαν.» Κακριδ: Και μας συχνά μας φιλοκόνεψαν άνθρωποι ξένοι ως τώρα, / πριχού διαγείρουμε, κι ελπίζαμε στο Δία να μας γλιτώσει ( μν δ νι ξεινήια πολλ φαγόντε / λλων νθρώπων δερ᾿ κόμεθ᾿, α κέ ποθι Ζες).

Κονιάρης ο & Κόνιαρης ο: μουσουλμάνος, έποικος από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Οι Κονιάρηδες σταδιακά έχασαν τα παλιά πολεμικά τους χαρακτηριστικά και συχνά ζούσαν ως φτωχοί καλλιεργητές. Δημ.: Γυρίζει ο γέρο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου / μη με μαλώνεις Κίσαβε, κονιαροπατημένε. / που σε πατάει η Κονιαριά / κι οι Λαρσινοί αγάδες.

Κόνιαρης ο: τοπωνύμιο στην περιοχή Λιβαδερού Κοζάνης.

κόνισμα το: εικόνισμα, εικόνα. Παρ.: «Τα παλιά κονίσματα τα κρεμούνε στο γυναικειό.»

κόνκουλη η: παράσιτο του σιταριού.

κονόμα η & κονόμι το: μεγάλη είσπραξη, το να εισπράττεις λεφτά, κέρδη. Η δουλειά έχει μεγάλη κονόμα.

κονομώ: οικονομώ, εισπράττω λεφτά, πορίζομαι. Πού το κονόμησες τ᾿ αμάξι; Βλ. & ψωριάζω, σενιάρω.

κόνξα η: αντίρρηση, νάζι, πείσμα, υπαναχώρηση, αλλαγή γνώμης, στάσης, η αθέτηση μιας υπόσχεσης, μανούρα. Στίχ.: Κάθε σου φίλημα το βρίσκω πιο πικρό / Και τον καημό μου δεν μπορείς να τον γλυκάνεις / Μαζί μου έρχεσαι μπαμπέσικο μικρό / Γιατί γυρεύεις κόνξες σ᾿ άλλονε να κάνεις (Γ. Γιαννακόπουλος). Αραβαντ.: κόξα η: η άνω κλίση του γόνατος. Τσιφ.: Στην Ανατολή πάλι είναι ένα άλλο αναθεματισμένο βασίλειο, αυτοκρατορία αποκαλείται, τρομάρα της, που κι αυτό μας κάνει κόνξες. Οι Βυζαντινοί. – Τώρα είμαστε το ένα μας. Τώρα δεν έχει διακρίσεις Εγγλέζοι και Δανοί. Φίλοι, φίλοι, καρδιοφίλοι… Κι όποιος κάνει κόνξες και νομίζει ότι έχει προνόμια απέναντι του άλλου, θα χάσει το κεφάλι του και θα βάλει «απωλέσθη» στις εφημερίδες. Βαμβ.: Το έγραψα στ᾿ Άσπρα Χώματα που καθόμουνα τότε που είχα το μαγαζί και είχα τη γυναίκα μου που μου ᾿κανε κόνξες | < παλ. σημ. για μηχανή αυτοκινήτου που δεν παίρνει μπρος < αγγλ. conks: σβήνει, δεν παίρνει μπρος η μηχανή του αυτοκινήτου.

κόντα η: η κόνιδα, το αυγό της ψείρας. Αίν.: «Του παππού μου ο σκούφος, κόντες γεμάτος.» (σύκο) | < αρχ. ελλ. κόνις.

κοντάκι το: το ξύλινο πίσω τμήμα των τουφεκιών πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη. Χειροποίητο κυνηγετικό κοντάκι. Αρχίζουμε από το τελειωμένο κοντάκι που το έχει φέρει ο μάστορας στο κανονικό σχήμα και το έχει τρίψει με ψιλό γυαλόχαρτο· κοντάκιο το λέγεται ο σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος ο οποίος περιέχει το ιστορικό εγκώμιο του αγίου που εορτάζει ή το ιστορικό της εορτής στην οποία αναφέρεται | < μσν. κοντάκιον: μικρό κοντάρι < υποκορ. του κόνταξ (< αρχ. κοντός): κοντάρι το.

κοντακνός -ή -ό: επιθ. κοντός, κοντούλης, μικροκαμωμένος, μικρόσωμος, μικροφυής. Ηπίτ.: κοντακιανός ο: χαμαδός, ούτε κοντός ούτε υψηλός, κλίνων ολίγον προς το κοντότερον, βραχύς το ανάστημα, ο συσπειρωμένος, μαζευμένος. Δημ.: Βρίσκω του ναύτη τα πανιά, κοντακινή μου λεμονιά, / λέει, στον άμμο ξαπλωμένα, πάλι αλίμονο σε μένα. Παρ.: «Κοντακινός λογαριασμός, παντοτινή φιλία.»

κοντό το: η κοντινή, μικρή απόσταση· «Παίρνω απ᾿ το κοντό»: ακολουθώ από κοντά, κατά πόδας. Παίρνω απ᾿ το κοντό: ακολουθώ από κοντά, κατά πόδας. Οχτώ χιλιάδες είχανε ασκέρι στο κοντό τους. Μακρ.: Τότε ο Τορκοι μας πραν στ κοντό. – …βλέπουν κα τν φωτιά, τζακίζουν πίσου κα τος παίρνουν ες τ κοντ ο θάνατοι λληνες· κα τρνε να σπαθ καλό | < ελνστ. κοντός < αρχ. ελλ. ουσ. κοντός ο: το κοντάρι.

κοντόβραδο το: το δείλι, το σούρουπο. Το μεσημέρι, πριν το φαΐ, μα πιο πολύ το κοντόβραδο, μόλις τα μαγαζιά σφαλούσανε, μέχρι αργά τις πρώτες ώρες της νέας μέρας, οι ταβέρνες μυρμηγκιάζανε από ζωή, από κίνηση, από κόσμο κάθε τάξης και ηλικίας. Καρκ.: Κ᾿ κοβα βόλτες κάτω π τ σπίτι της. πιανα κάθε κοντόβραδο τ δρόμο πο πήγαινε στ πηγάδι γι νερό, ν πάρω μι ματιά.

κοντόγεμος -η -ο & κοντόγιομος -η -ο: μισογεμάτος, γεμάτος από τη μέση και κάτω (για δοχεία, μπουκάλι κλπ.) Βλ. & φλάσκα η.

κοντόγνωμος -η -ο: ο στενόμυαλος, με ελλειπή κρίση.

κοντογούνι το: κοντή γούνα, γούνινο ημίπαλτο (μέχρι τα γόνατα). Κάπες και κοντογούνια. Βαμβ.: Ντυνόντουσαν με τουζλούκια, με κοντογούνια, με στηθιές, με βράκες και καπέλα ωραία, με μετάξια, με πούλιες με χίλια δυο πράματα, με μαντήλια μεταξωτά. Μα τι να σας πω δηλαδή, αυτό το πράμα μου φαίνεται σαν όνειρο.

κοντοζυγώνω: ζυγώνω κοντά, σιμά, σιμώνω, πλησιάζω, προσεγγίζω. Πάλλ.: Αυτά κουβέντιαζαν οι δυό. Κι οι άλλοι σε λιγάκι / κοντοζυγώνουν, τα γοργά χτυπώντας άλογά τους.

κοντοκαρτερώ: καρτερώ, περιμένω για λίγο, κοντοστέκομαι, παραστέκομαι. Δημ.: Κοντοκαρτέρια, Γιάννη μου, κάτι να σε ρωτήσω. / -Να καρτερέσω, κόρη μου, δε σταματάει ο γρίβας.

κοντοπούτανος ο / κοντοπούτανα η / κοντοπούτανο το: λέγεται υβριστικά υποτιμητικά, χλευαστικά για κάποιον πολύ κοντό και πονηρό, κρυψίβιο αλλά ικανό άνθρωπο. «Να τον ξαναδιώξω τον κοντοπούτανο Ειδικά αυτός ο κοντοπούτανος ο Ισπανός είναι τεράστια μπαλαδόφατσα. Τα κοντοπούτανα κάποια στιγμή θα πρέπει να πάψουν να βασανίζουν τον κόσμο· η κυριαρχία τους κάποτε θα τελειώσει.

κοντορούπι το: κομμάτι από κορμό δέντρου, κομμένο κοντό για να χωράει στο τζάκι. μτφ. κοντός άνθρωπος. Τοπογραφική αποτύπωση θέσης για την εγκατάσταση δεξαμενής στη θέση Κοντορούπι. Παπαευαγγ.: Τι να κάνει η μάνα μου, δλειά γινουμένη, ανέφκι σι ένα κουντουρούπι να τη φτάσει να τ΄φλήσ΄ και να μην την κοροδεύει η νύφη.

κοντοστύλι το: μικροί, κοντόχοντροι πάσσαλοι για στήριξη (της βάρκας όταν είναι αραγμένη κλπ). Παπαδ.: Εκείθεν του σκάφους, ο ήλιος ήτο ήδη δύο κοντάρια υψηλά, και ίσταντο οι τραχείς, οι σκληραγωγημένοι ναύται και χειρώνακτες, συμπληρούντες το παλάμισμα της καρίνας, αποκαρφώνοντες τα βάζια ή υποσκάπτοντες εις την βάσιν, όπως είναι έτοιμα προς πτώσιν τα κοντοστύλια.

κοντοστούπης ο & κοντοστούπα η: αρνητικός χαρακτηρισμός υπερβολικά κοντού ανθρώπου | πιθ. < κοντοστούμπης < κοντό + στούμπ(ος) -ης.

κοντοστέκομαι: στέκομαι για λίγο, καθυστερώ να φύγω, να ξεκινήσω. Καζαντζ.: Μα η κυρα-Κρουσταλλένια κοντοστέκουνταν ακόμα· τα λόγια του παπα είχαν ζεστάνει την καρδιά της, μα το μυαλό της ακόμα ήταν αφώτιστο.

κοντούρα η: είδος γυναικείου πέδιλου.

κοντύλι το: ειδική γραφίδα από σχιστόλιθο, με την οποία έγραφαν επάνω στην πλάκα οι πολύ μικροί μαθητές· το πλακοκόντυλο. Κι ήταν τέτοιοι λεβέντες, που δε βρέθηκε κοντύλι να τους γράψει, ούτε στα παραμύθια να τους περιγράψει. Μακρ.: Μ τν πατρίδα, να κοντύλι πρα ν γράψω κ᾿ να μπάλωμα τζαρουχιν φησα ναν στρατιώτη μου κα πρε. Γκοτζ.: Εμείς ήμασταν άξιοι μονάχα για κανένα νομό, που τον χρωματίζαμε ύστερα με μπογιές, μ᾿ εκείνα τ᾿ αγοραστά κοντύλια, αφού τον ξεσηκώναμε είτε με το μάτι, υπομονετικά, είτε απ᾿ το χάρτη κρυφά, βάζοντας από κάτου ένα γυαλί. Βηλ.: Εσένα κράζω βοηθό στης συγγραφής την ύλη, / λάμψε σε μένα φωτεινή κι οδήγα το κοντύλι. Σεφ.: Και το κοντύλι τρύπησε τον τοίχο της φυλακής | < μσν. κοντύλι(ν) < ελνστ. κονδύλιον < υποκορ. του αρχ. ελλ. κόνδυλος, επειδή σαν γραφίδα χρησιμοποιούσαν ένα κομμάτι καλάμι κομμένο από έναν κόνδυλο (κόμπο) σε άλλο.

κοντυλογραμμένος -η -ο: σχεδιασμένος με κονδύλι, ωραίος, όμορφος σαν ζωγραφιστός. Βλ. κοντύλι. Καρκ.: Τ σταχτόμαυρα πανιά, τ λοφούσκωτα· σχοινιά, τ κοντυλογραμμένα· τ πόμολα, πο φιναν φωτειν γραμμ ψηλ μ᾿ κραζαν ν πάω μαζί τους, μο ταζαν λλους τόπους, νθρώπους λλους, πλούτη, χαρές. Ρίτσ.: Φρύδι μου γαϊτανόφρυδο / και κοντυλογραμμένο, / καμάρα που το βλέμμα μου / κούρνιαζε αναπαμένο.

κοντυλομάχαιρο το: μικρό μαχαίρι, σουγιάς, καλαμογλυφίδα.

κοντυλοφόρος ο: κονδυλοφόρος· ξύλινο συνήθ. ή μεταλλικό στέλεχος στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένη πένα, όργανο γραφής, σε παλαιότερες κυρίως εποχές· γραφιάς, συγγραφέας, άνθρωπος της πένας, που ασχολείται με το γράψιμο. Οι γνωστοί κονδυλοφόροι ξαναχτύπησαν! Πληρωμένοι κονδυλοφόροι | < λόγ. κονδύλ(ιον) -ο.

κοπάνα η: μεγάλη ξύλινη σκάφη για διάφορες χρήσεις, το πηλοφόρι. Αραβαντ.: κοπάνα η: ο ξύλινος δίσκος ή άβαξ, δι᾿ ου οι κτίσται μεταφέρουσι επί των ΄ψμον τον πηλόν της ασβέστου. Αλλαχού πηλοφόρι. Παπαδ.: …διά της πελωρίας κοπάνας προς τον νερόμυλον υποκάτω, όπου αι μυλόπετραι εγύριζον μετ᾿ ιλιγγιώδους ταχύτητος αλέθουσι τον σίτον. Πολύζος ξεφόρτωσε τ λικ π τ ζον, δεσε τ ζόν του, νέβασε μ πολν κόπον πρτον τν σάκκον τς μμου, ετα τν κοπάναν μ τν σβέστην ν τν ψηλν φοβερν σκάλαν.

κοπανίζω & κοπανώ: χρησιμοποιώ τον κόπανω, χτυπώ δυνατά, στουμπίζω στο γουδί, δέρνω, κάνω κάτι σκόνη, κονιορτοποιώ· τα κοπανώ: πίνω οινοπνευματώδη ποτά, μεθώ. Ψιλοκοπανισμένα καρύδια. Παρ.: «Η καλή νοικοκυρά στον ήλιο κοπανίζει και στον άνεμο χτενίζει.» | < ελνστ. κοπανίζω. Βλ. & γλωσσοκοπάνα η.

κόπανος ο: κομμάτι χοντρού ξύλου με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα, όταν τα έπλεναν, για να καθαρίσουν καλύτερα ή χτυπούσαν καρπούς για να τους αποφλοιώσουν και να τους θρυμματίσουν· μτφ. άνθρωπος τελείως κουτός και ανόητος, ο βλάκας. Παρ.: «Δος μου, κυρά, τον άντρα σου και κράτα εσύ τον κόπανο», «Θα βάλω τον κόπανο να κλαίει.», «Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος | < ελνστ. ή μσν. κόπανος < αρχ. ελλ. κόπανον: το γουδοχέρι. Βλ. & γάστρα η.

κοπέλι το: εξώγαμο παιδί ή αβάφτιστο· υπηρέτης, νέος. Πβ. Μακρ.: Κα πατρς κιντυνεύει, κ᾿ μς θ μς κάμουν κοπέλια τους᾿ εχετε ν λάβετε δι τος γνες σας κα θυσίες τ λάβετε π τν πατρίδα σας ς γωνισταί. Τώρα θ μπτε ες τν πηρεσία ς κοπέλια τς πατρίδας· τοτα τ χρέη θ κάνετε, τοτον τν μιστν θ παίρνη καθείς. Σεφ.: ...λα τς Λευκωσίας τ κοπέλια / τ διαλαλοσαν στ στεν κα στς πλατεες. / Πς ταν γραφ σωστ πο στειλε στ φραγκι στ ρήγα / τ ξέραν ο συβουλατόροι. Παρ.: «Κατά το μάστρο – Γιάννη και τα κοπέλια του.», «Έχει ο κόπελος κοπέλι.» | < μσν. κοπέλιν: υπηρέτης, αγόρι < αλβ. kopil: υπηρέτης για βαριές δουλειές.

κοπελούδα η & κοπελούδι το: η κοπέλα, το κορίτσι, κοράσι. Καζαντζ.: Μια κοπελούδα πρόβαλε στο έμπα του μαγαζιού: κυρ Δημητρό, μ᾿ έπεψε η κυρά μου, η κυρία Χριστοφάκαινα, να μού δώσεις, λέει, πέντε δραχμές μαστίχα χιώτικη. Παραδοσ.: Τρεις κοπελούδες πλέξανε στεφάνι με λουλούδια.

κοπετός ο: γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθ. από στηθοκοπήματα. Πετρ.: Ο χαρς, πως κα ο δονς, δηγον στν γνσια θλψη. Σν χειρονομες σφοδρο κοπετο μοιζουν τ φτερουγσματα ατουνν πο χορεουν ζεϊμπκικο | < ελνστ. κοπετός, αρχ. ελλ. σημ.: θόρυβος.

κοπή η: το κοπάδι ζώων. Δημ.: Του Παναγιώτη η κοπή δε φαίνεται να βγαίνει / στους κάμπους βόσκουν έρημα και στα παλιά τσαΐρια, / ανάρμεχτα κι ακούρευτα, δίχως κανέν᾿ αφέντη. Παρ.: «Τ’ αρνί που φεύγει απ’ την κοπή του το τρώει ο λύκος.»

κόπια τα: οι κόποι, οι πόνοι, τα κουράγια, οι αντοχές, οι προσπάθειες. Γκοτζ.: Τότε γελάν και τα μουστάκια απ᾿ τη χαρά κι αναγαλλιάζει ο δουλευτής ο παιδεμένος, οπού δεν πήγαν άδικα τα κόπια του. Αραβαντ.: κόπια τα: οι πόνοι, κόποι· «έχασα τα κόπια μου.» Παρ.: «Των ακριβών τα κόπια, σε χαροκόπου δόντια.» | < αρχ. ελλ. κόπος (αρχική σημ.: χτύπημα).

κοπίδι το: αιχμηρό εργαλείο κοπής, ξυράφι, μαχαίρι, λαιμητόμος. Μακρ.: Και τους πιάνουν αυτείνοι οπού ᾿χουν την εξουσία και τους κρένουν με τον νόμο τον δικόν τους και βάνουν το κοπίδι, οπού μας έστειλαν οι φωτισμένοι και ήμεροι άνθρωποι της Ευρώπης, και κόβουν εμάς τους άγριους Έλληνας.

κοπίτσα το: θηλυκωτάρι, το κούμπωμα. Αραβαντ.: κόπτσα η: ο θηλυκωτήρ.

κοπριά η: τα περιτώματα ζώων. Παρ.: «Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.», «Κάθε πετεινός στην κοπριά του λαλεί.»

κόπριο το: ακαθαρσία, σκατό, περίττωμα, αποχώρημα, αποπάτημα, βόρβορος. Τα κόπρια στην αυλή. Ηπίτ.: κόπρανον το: κόπριον, ταύτα αποτελούνται εκ του μη αφομοιωσίμου μέρους των σιτίων και σχηματίζονται εις το κάτω μέρος του πεπτικού σωλήνος. Η χροιά των εξήρτηται κατά μέγα μέρος εκ της χολοχρωστικής ουσίας. Επίσης η τροφή εξασκεί επιρροήν επ᾿ αυτών· δίαιτα κρέατος καθιστά αυτά βαθύχροα, δίαιτα μεικτή αμυλοειδών και κρέατος, φαιοκίτρινα, δίαιτα χορτώδης, πράσινα | < υποκορ. του αρχ. ελλ. κόπρος.

κοπρίζω: ρίχνω κοπριά για λίπασμα· χέζω. Παρ.: «Το μάτι του νοικοκύρη κοπρίζει το χωράφι.» | Βλ. & κόπρος o.

κοπρίτης ο & κοπρίτισσα η: αδέσποτος σκύλος, κόπρος, κοπρόσκυλο· μτφ. τεμπέλης, χαραμοφάης άνθρωπος, λεχρίτης. Έπλεξε ένα μανδύα προστασίας για τους τεμπελχανάδες και τους κοπρίτες. Να ξέρατε πόσα εκατομμύρια έχουν πάρει αυτοί οι κοπρίτες στην υγειά όλων μας | < μσν. κοπρίτης: βρομιάρης < κόπρ(ος) -ίτης· κοπρίτ(ης) -ισσα.

κοπροσκυλιάζω: μτφ. συμπεριφέρομαι σαν κοπρόσκυλο, τριγυρίζω, τεμπελιάζω, μένω άπραγος, λέγεται για άνθρωπο αργόσχολο, τεμπέλη και χαραμοφάη που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί. Οι Έλληνες έχουν ακόμη λίπος, κοπροσκυλιάζουν στα καφενεία. Για όσους δεν κοπροσκυλιάζουν στα μπουζούκια και στα κωλόμπαρα. Παπαδ.: γγονός της, μόρταρος, τότε μόνον νθυμετο τν γιαγιά του, ταν λπιζε ν κβιάσ παρ᾿ ατς λεπτά. κοπροσκυλοσε λην τν μέραν, κ᾿ ξενοκάτιαζε τν νύκτα.

κορακοζώητος -η -ο: αυτός που ζει πολλά χρόνια, όπως ο κόρακας που είναι μακρόβιος· λέγεται για πολύ μεγάλης ηλικίας άνθρωπο που φυσιολογικά θα έπρεπε να είχε πεθάνει. Κωνσταντίνε, χρόνια σου πολλά, κορακοζώητος φίλε! Κορακοζώητος! 115 ετών ο γηραιότερος άνθρωπος του πλανήτη. Κορακοζώητοι Ικαριώτες λόγω… σιέστας. Παπαγ.: Κι η ιστορία της λογοτεχνίας αυτό λέει: Ότι τα πρόσωπα που μας έχουν πονέσει είναι ιερά και τα οδυνηρά αισθήματα κορακοζώητα.

κοράσι το & κορασιά η: το κορίτσι, κορασίδα. Για δέτε πως χορευούνε της Κρήτης τα κοράσια! Δημ.: βγτε γόρια στ χορό, κοράσια στ τραγούδια, Πέστε κα τραγουδήσετε πς πιάνεται γάπη. Ελλ. Νομ.: …πέμπουσιν ατος τος αμοβόρους λύκους ες τ σπίτια, που ερίσκονται γυνακες κα κοράσια. Παπαδ.: νθυμετο τ πέντε παιδιά της, τ ποα εχε θάψει ες τ λώνι κενο το χάρου, ες τν κπον κενον τς φθορς, τ ν μετ τ λλο, πρ χρόνων πολλν, ταν το νέα κόμη. Δύο κοράσια κα τρία γόρια, λα ες μικρν λικίαν τς εχε θερίσει χάρος χόρταστος. Πάλλ.: …ο Μακρορίχτης, κι ουδ᾿ απ᾿ τ᾿ άπρεπο κακό θα μας γλιτώσει, / προτού την αστρομάτα δώσουμε την κορασιά στον κύρη | < μσν. κοράσι < ελνστ. κοράσιον υποκορ. του αρχ. ελλ. κόρη· κόρη, ἡ, σπανίως κόρᾱ· Ιωνικό: κούρη· Δωρικό: κώρα· θηλ. του κόρος, κοῦρος: παρθένος, ανύπανδρη κοπέλα, δεσποινίδα. Βλ. & χαραμής ο.

κορβανάς ο: το ταμείο, η κάσα. Ρευστότητα 1,15 δισ. ευρώ θα λάβει ο κρατικός «κορβανάς» από την Τράπεζα της Ελλάδος, όπως ανακοινώθηκε σήμερα | < ελνστ. κορβανᾶς= ο θησαυρός του ναού < κορβᾶν < αραμ. Qorbān= προσφορά για την υπηρεσία στο Θεό -ᾶς.

κόρδα η: αντοχή, δύναμη, μτφ. η φυσική κράση ενός ανθρώπου, η χορδή μουσικού οργάνου. ΦΡ. Η κόρδα του δεν είναι για άβραστο γάλα: για κάποιον με αδύναμη κράση, που δεν αντέχει, δεν είναι μαθημένος στα δύσκολα. Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο -μισό τσέρκι, δηλαδή- με την κόρδα και με τη σαΐτα του. Ερωτ.: Οι κόρδες του λαγούτου του πουλιά ᾿ν᾿, και κιλαδούσι, / και γιαίνουν τα τραγούδια του τσ᾿ αρρώστους να τ᾿ ακούσι. Καζαντζ.: (λκε δ μο γλυφίδας τε λαβν κα νερα βόεια·/ νευρν μν μαζ πέλασεν, τόξ δ σίδηρον) Κι όπως μαζί και κόρδα τράβηξε και αγκίδια της σαγίτας, / πα στο βυζί του η κόρδα ακούμπησε, το σίδερο στο τόξο | < μσν. κόρδα αντδ. < λατ. chorda < αρχ. ελλ. χορδή.

κορδέλι το: καλό, επίσημο δερμάτινο παπούτσι. Παπαευαγγ.: Ο μπάρμπα Νάτσιος μόλις γύρισε από τη Θεσσαλονίκη που πρώτη φορά πήγαινε, σταμάτησε στο παζάρι στα Σέρβια και πήγε στο παπουτσάδικο να πάρει κάνα ζευγάρι κορδέλια. Αραβαντ.: κορδέλες οι (Βυζ.): και είδος πεδίλων.

κορδομπούλι το: σκωπτικά ο όρχις, το αρχίδι. Ξύνει τα κορδομπούλια του όλη μέρα.

κόρδωμα το: η ευθυτενής, περήφανη κι επιδεικτική στάση· τάνυσμα, σπασμός, διαστροφή και διάσπασης του σώματος ή μέλους· στύση του πέους, σήκωμα. Καρκ.: Αρχίζουν πάλι την αντίθετη περιστροφή τους, με το ίδιο βάδισμα και το ίδιο κόρδωμα. Γκοτζ.: Και δώσ᾿ του κόρδωμα εκείνοι, δώσ᾿ του καμάρι και περφάνια, καθώς πέρναγαν με τα πελώρια βλαχόσκυλα π᾿ αλύχταγαν αλλόκοτα, με φοβερές αντηχήσεις. Πβ. Παρ.: «Κόρδα και φούντα και τ᾿ άσπρα πούντα;»

κορδώνομαι: περηφανεύομαι, καμαρώνω, μτφ. έρχομαι σε στύση. Τριαντ.: τεντώνω αγέρωχα το κορμί και υψώνω το κεφάλι από μια αίσθηση υπεροχής και ανωτερότητας· ενεργ. κορδώνω. Ψαθ.: O πιτσιρίκος προπάντων έχει κέφι. Γελά. Φλυαρεί. Πειράζει. Κλείνει το μάτι και χαιρετά φασιστικά τους Ιταλούς, ξεροβήχει όταν περνάνε Γερμανοί, κορδώνεται και κάνει την περπατησιά τους. ΦΡ. Τα κόρδωσε: τα κακάρωσε, τέντωσε την αρίδα. ΦΡ. Κόρδα και φούντα και τα᾿ άσπρα πούντα; Λέγεται για ψωροπερήφανους. Σκαρ.: Όταν παντρεύτηκε, δω και εικοσιπέντε χρόνια, -σαν ψες το θυμόταν- ήταν ούλος λεβεντιά και ούλος νιάτα· είχε τη μέση δαχτυλίδι και την πορπατησιά περήφανη και κορδωμένη. Καζαντζ.: Μπήκε μπροστά, κορδωμένος, μα τη στιγμή που δρασκελούσε το κατώφλι με φόρα, γλίστρηξε πάνω στα σκάγια κι έπεσε χάμω σαν ασκί | < λατιν. chorda < ελλ. δωρ. χορδά.

κοριτσούδι το: κορίτσι, λεγ. και η κορτσούδα. Πβ. Καρκιδ.: Μα τα βρόχια μου κι ο δόλος μου δεμένους / θα τους κρατούν, ωσόπου ο κύρης της τα δώρα μου γυρίσει, / που για τη σκύλα θυγατέρα του περίσσια του ᾿χα δώσει· (λλά σφωε δόλος κα δεσμς ρύξει, / ες κέ μοι μάλα πάντα πατρ ποδσιν εδνα, / σσα ο γγυάλιξα κυνώπιδος ενεκα κούρης)

κορκίδι το: η πατσαβούρα, σφουγγαρόπανο, κουρέλι, το σκουπίδι. «Γίνηκες για τα κορκίδια»: ξέπεσες. (Κοζάνη).

κορμοστασιά η: η στάση του κορμιού, το παράστημα. Ψηλή, ωραία, γερή, λεβέντικη κορμοστασιά. Ελύτ.: Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία.Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου / Δέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τους.

κορμώνω: προτάσσω περήφανα το κορμί μου, κορδώνομαι, παίρνω θέση για καυγά, τεντώνομαι, στέκομαι στα πόδια μου, μτφ. τολμώ, παίρνω θάρρος. Γιατί κορμώνεις; Παθήτ. κορμώνομαι: μτφ. περηφανεύομαι | < κορμί < μσν. κορμί(ν) < ελνστ. κορμίον < υποκορ. του αρχ. ελλ. κορμός.

κορόιδα η: το κορόιδο, άνθρωπος ευκολόπιστος και αφελής που πέφτει συχνά θύμα απατεώνων, εκμετάλλευσης ή εμπαιγμού. Ρεμπέτ.: Απ᾿ την πόρτα σου περνώ, μου κάνεις την κορόιδα, κι αμέσως την ανθίστηκα πως έχεις φάει σκόρδα. (Α. Κωστής) | κορόιδο < κουρόγιδο: κουρεμένο γίδι < κουρ(ά) -ο- + γίδ(ι) -ο.

κορτάκιας ο: αυτός που κάνει κόρτε, καμάκι. Ρεμπέτ.: Απ᾿ την πόρτα σου περνώ, μιλάς μ᾿ έναν κορτάκια, τα ζάρια μου ξανάριξα και μου ᾿ρθανε ντορτάκια.

κορτάρω: κάνω κόρτε, φλέρτ, φλερτάρω, ερωτοτροπώ. «Με τρελαίνεις», του λέει με νάζι την ώρα που την κορτάρει παριστάνοντας τον ερωτευμένο. Τσιφ.: Τούτος εδώ ο Μιχαήλ, που μόλις πέθανε ο Βατάτζης δυσαρεστήθηκε γιατί δεν τον έκανε διάδοχο, κορτάριζε με το Φράγκο εις βάρος του Ελληνισμού | < Βλ. & κόρτης ο.

κόρτης ο: αυτός που ερωτοτροπεί συνεχώς, φλερτάρι, το καμάκι, ο πέφτουλας | < κόρτε: φλέρτ < ιταλ. corte: αυλή, πριγκιπική ακολουθία, από τη φρ. fare la corte.

κόρτσα η: ο κοριός, μικρό παρασιτικό έντομο με πεπλατυσμένο σώμα, το οποίο αναδίδει εξαιρετικά δυσάρεστη οσμή. Μόλις ολοκληρώνονταν η χάσκα ο αρχηγός της παρέας έκαιγε τελετουργικά το νήμα λέγοντας «όξου κόρτσις κι ψύλ᾿» ελπίζοντας με αυτό τον τρόπο να διώξει απ᾿ το σπίτι αυτά τα ενοχλητικά έντομα. (Κοζάνη) < πιθ. από το μεσν. κόριζα ή < μσν. κορεός < αρχ. ελλ. κόρις.

κορτσοκόπανος ο: κοριτσοκόπανος, αυτός που του αρέσει να συναναστρέφεται, να «κοπανιέται» με κορίτσια, όχι απαραιτήτως θηλυπρεπής.

κορφάδα η: κορυφή. Πάλλ.: Πώς μεγαλώνει η μάννα τους πας σε βουνού κορφάδες / λιοντάρια δυό μες στην καρδιά δεντροπνιγμένου λόγγου, / κι αρνιά και βόδια πρόσπαχα αρπάζουν, και τις στάνες / ρημάζουνε των χωριανών ώστε κι αυτά να πέσουν / απ᾿ τα μυτεροτρόχιστα των χωριανών κοντάρια. Δημ.: Ψηλό μου Κυπαρίσσι λυγάει η κορφάδα σου / το ποιός θα σου φιλήσει την ομορφάδα σου.

κορφολογώ: κόβω, μαζεύω, κλαδεύω τις κορυφές ενός φυτού. Κορφολογούσαν το αμπέλι. Ελύτ.: Στην κορυφήν όπου προβάλλ᾿ η αγάπη σου / Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ᾿ άστρα / Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.

κόρφος ο: το στήθος, η αγκαλιά. Καρκ.: Εδώ στον άγριο κόρφο που είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το μούγκρισμα της Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι από τον πουπουλένιο θυμό τ᾿ ουρανού, ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Ό,τι μόνον την εσυγκινούσε και την εδαιμόνιζε ήταν οι σκόνες του ζητιάνου, που αισθανόταν κάθε στιγμή αγκυλωτές στον κόρφο της. Παπαδ.: Αλλ’ ο Γεωργούτσος, ο Βότσης και ο Τσώνης είχαν φροντίσει να βάλωσι τα βιβλία και τα τετράδιά των εις τους κόρφους των. Ελύτ.: Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν / τα περιβόλια για ν᾿ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι. Παρ.: «Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.», «Όποιος χάνει και τον κόρφο του φοβάται.» | < μσν. κόρφος < ελνστ. κόλφος < αρχ. ελλ. κόλπος.

κορφή η: κορυφή: Είναι ντυμένος με πλήρη στρατιωτική αμφίεση, από την κορφή ως τα νύχια. Παρ.: «Έπαρε λάδι απ᾿ την κορφή και μέλι από τον πάτο.», «Κάλλια τσεκούρι στην κορφή, παρά κοπριά στον πάτο.», «Η αλήθεια είναι κουτσή, αλλά φτάνει στην κορφή.» Βλ. & λάιος ο, μυρουδιά η, πατόκορφα.

κόρωμα το: φούντωμα, πυράκτωση, αύξηση της θερμοκρασίας, της φλόγας, της φωτιάς· μτφ. ένταση οργής, θυμού. Ηπίτ.: κόρωμα το: ανάκαυσις, εκπύρευσις, το άναμμα, η μετάδοση της φλόγας. Βλ. & κορώνω.

κορώνω: λέγεται για κάτι του οποίου αυξήθηκε η θερμοκρασία ως την πυράκτωση· ανάβω, οργίζομαι, θυμώνω πολύ, ανεβάζω την ένταση, τους ρυθμούς. Ψυχ.: Ο Περικλής, ο αληθινός πατέρας της μεγάλης δημηγορίας, μ᾿ ένα του λόγο κόρωνε τα λαό ή τον ησύχαζε πάλε | < αρχ. ελλ. κόρ(ος): χόρτασμα, θράσος -ώνω. Χριστόπ.: Ας ρουφούμε το κρασάκι, / στις αρχές απ᾿ ολιγάκι, / και κινώντας βαθμηδόν / ας αυξάνουμε τη δόση, ως ν᾿ ανάψει, να κορώσει / εις το άπειρον σχεδόν. Πάλλ.: Μα αν κόρωσε κι᾿ εκεί η δουλιά και πολεμούν, μα ας έρθει / μονάχος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα, / κι᾿ αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια. Καβ.: Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος. / Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά / μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά: / και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων. Βλ. & κόρωμα το.

κόσσα η: η κοσιά, δρεπάνι. Τη λέξη κόσσα αναφέρει και ο ιστορικός Λιούφ. (1924) με αφορμή την προέλευση του ονόματος Κοζάνη. Θεωρεί δε απίθανο η λέξη Κοζάνη να προέρχεται από την κόσσα. (κόσσα: δρεπανίδα). Έκοβε με την κόσα πέντε στρέμματα σιτάρι. Παπαευαγγ.: Ω! Νάτσιου τι φκιάντς; Ωχ πιθένου, έλα Νάτσινα να μι πάρ΄ς. Ιά γλέπου του χάρου μι μια κόσσα έρχιτει. Τριανταφυλ.: σλαβ. kos -α (;), Πβ. βουλγ. kosa. Ο Νικολ. γράφει κόσα η: το δρέπανον < αρχ. σλαβ. cossα, ενώ ο Αραβαντ. αναφέρει το Αιολ. ρήμα κόσσω: κόπτω.

κοσσεύω: κάνω γρήγορα, τρέχω, εργάζομαι ταχέως σβέλτα αλλά όχι πρόχειρα. Σιδ.: Αφκέτε τα μασλάτια χαραή χαραή και κοσιέψτε να ξεκινήσουμε. Ο Αραβαντ. αναφέρει κοσσεύω: τρέχω. Ίδε αρεντεύω.:τρέχω δρομαίως. Ίσως εκ του Αιολικού κόσσω, κόσσω, δηλ. κόπτω δρόμον και κοσσή: το τρέξιμο. Παρ.: «Αγάλι αγάλι κόσσευε, αν θέλεις να προφτάσεις.» Αίν.: «Τέσσερ᾿ αδέρφια κοσάζουν, κοσάζουν και δε φτάνονται.», «Έχω τέσσιρα αδιρφάκια, κουσιάζουντι, κουσιάζουντι, κι καν καμιά φ’ρα δεν φτάνουντι.» (οι ρόδες της άμαξας – Θράκη) | πιθ. < αρχ. ελλ. κόσσω: κόβω δρόμο· Πβ. έκοψε λάσπη, έκοψε πέρα, το ᾿κοψε με μιας κλπ. Βλ. & μουργκίζω.

κοσσή το: τρέξιμο, το να «κόβεις πέρα», να φεύγεις. Παρ.: «Η κοσσή της γάτας είναι μέχρι τον αχυρώνα.» Αραβαντ.: κοσσή η: το τρέξιμον. Βλ. κοσεύω.

κοσιά η: η κόσα, δρεπάνι. Παπαγιώργης: Ένας βιολιστής που βάζει ρετσίνι στο δοξάρι του και ένας αγρότης που τροχίζει την κοσιά του έχουν το ίδιο χέρι | Βλ. & κόσα η.

(τα) κόσια: επίρρ. γρήγορα, ταχέως, σύντομα, σβέλτα, κόβοντας δρόμο· λ.χ. Ήρθε τα κόσια μόλις άκουσε τι συνέβη. Βλ. & κοσεύω. κοσιά η: η μεγάλη πλεξούδα στα μαλλιά, βόστρυχος. Δημοτ: Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, κοσί να μην τα φτιάξει. / Να μην τα βάλει τα φλουριά, να μην τα καμαρώνει. Νικολ.: (βλαχ.) κουσάου και κοσίτσα: βόστρυξ, πλόκαμος, κοινώς κόσα και κοσία, αλβ. kosse, βουλγ. kossa, σερβ. kossika. Αραβαντ.: βόστρυχος, πλεξίς. Εκ του κόσσυμβος.

κοσσίζω: θερίζω, κόβω στάχυα με το δρεπάνι. Βλ. κόσσα η.

κοσιοπούλι το: κορδόνι ή λεπτή κοτσίδα με το οποίο δένεται η κοσιά, βλ.λ.

κόσσισμα το: κόψιμο με κόσσα, δρεπάνι, ο θερισμός. Ηπίτ.: κόσσισμα το: η δρέψις, δρεπάνισμα.

κοσμάκης ο: ο απλός, καθημερινός κόσμος, λαός, φτωχοί, απλοϊκοί άνθρωποι. Χόρτασε ψωμί ο κοσμάκης, λάδωσε τ᾿ άντερό του. Κόσμος και κοσμάκης. Τσιφ.: Είναι αμέτρητα τα παραδείγματα. Κεφάλια πέσανε, ερημώσεις σημειώθηκαν, κοσμάκης πλήρωσε και πολλοί μάλιστα πληρώσανε τσάμπα. – Δανείζανε με τόκο και βγάζανε το λάδι του κοσμάκη. – Μόνον ο κοσμάκης, οι χωριάτες και οι αστοί, καθόντουσαν φρόνιμα, τι τους ένοιαζε, δεν πα᾿ να φαγωθούνε οι ευγενείς; Έκανε τη δουλειά του και τους άφησε να βουρλίζονται. Βλ. & νταούλι το.

κοσσόρα η: είδος δρεπανόσχημου κλαδευτήρα, η κόσσα, δρεπάνι. Μεταλλική κοσόρα, από την οποία λείπει η ξύλινη λαβή στην οποία προσαρτάται. Πρόκειται για δρεπανόσχημο κλαδευτήρι, που χρησιμοποιείται για το κόψιμο χόρτων και βάτων.

κοτζάμ / κοτζαμάν / κουτζιά: μπροστά από ουσιαστικά στα οποία προσδίδει την έννοια του υπερβολικά μεγάλου, ογκώδους ή σημαντικού, συνήθ. για να τονίσουμε κάποια αντίφαση ανάμεσα στο μέγεθος ή στη σπουδαιότητα που έχει κάποιος ή κάτι και στις πράξεις, στις αντιδράσεις ή στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται (Τριαντ.). Kοίτα! έγινε κοτζάμ άντρας! Kοτζαμάν μαντράχαλος και παίζει με τα μωρά. Παπαδ.: Πο ν κοπ μεσίτσα σας! Πο ν πέσουν ο ποδιές σας! Πο ν καον τ φουστανάκια σας! Δν χετε πόνο, δν χετε αστημα, ν μ συχύζετε, γρια-γυνακα; Δν χετε ντροπή, κοτζμ μαλλιαρομούστακες πολυποδαροσες! | < τουρκ. koca: μεγάλος, τεράστιος & kocaman: τεράστιος, πελώριος. Βλ. & μοναχοφάης ο.

κότκο: επιφώνημα με το οποίο φωνάζουν, μαυλίζουν σκυλιά.

κοτολέτα η: η μπριζόλα. Τηγάνισε τρεις κοτολέτες | < ιταλ. cotolette.

κοτρόνι το: κοτρόνα, μεγάλη, ακατέργαστη πέτρα, λιθάρι. Κολ.: Ατς εχε να παιδί, Γιάννη, κα νας ρβανίτης επε: «Βρέ, τί Μπιθεκούρας εναι ατός.» Δηλαδ πόσον κλος του εναι σν κοτρώνι, κα τσι το μεινε τ νομα Κολ.ης | < κροτόνι: χαλίκι < αρχ. ελλ. κροτ(ῶ) -όνι.

κοτσάκι το: η ειδική ξύλινη λαβή στο σαμάρι για μεταφορικά ζώα, με αγκυλωτό σχήμα, από τη οποία μπορεί ο αναβάτης να κρατηθεί ή να κρεμάσει ένα αντικείμενο. Νικολ.: κουτσιάκι το: το εξέχον τεμάχιον του σάγματος.

κότσαλο το: το στέλεχος του καλαμποκιού που μένει όταν αφαιρεθούν οι σπόροι. Γενν.: Οι μετά την αφαίρεσιν των σπόρων άξονες των σταχύων (τα κοινώς κότσαλα, κουμούτσα, κμούτσα ή κνέλια) επί πολύ χρησιμοποιούντο μόνον ως καύσιμος ύλη, αλλά κατόπιν αναλύσεων και δοκιμών απεδείχθη ότι ταύτα αλεθόμενα αποτελούσι ουχί ανάξιαν λόγου κτηνοτροφικήν ουσίαν.

κοτσαμπάσης ο & κοτζαμπάσης ο: Έλληνας Χριστιανός τοπικός άρχοντας την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, πρόκριτος, προεστός. Παρ. «Δώδεκα κοτζαμπάσηδες, δεκατρία καλαμάρια.» «Ας με λεν κοτσαμπασίνα, κι ας πεθαίνω από την πείνα.» Κολ.: Εβγήκε φιρμάνι να μας σκοτώσουν και τους δυο, Πετιμεζά κι εμέ, 1802, – ένας βοεβόδας της Πάτρας ενήργησε αυτό- το φιρμάνι έλεγε: Ή τους δυό ημάς ή τα κεφάλια των κοτζαπασίδων. Σκαρ.: Μην κι αυτοί τραγούδαγαν τα κλέφτικα; Ή μη σπάσανε κι αυτοί στην Αλαμάνα τα σπαθιά τους; Οι οσποδάροι; Οι δραγουμάνοι; Οι νοτιότερα, κοτσαμπασάδες και οι «γερόντοι»;

κοτσάνι το: λεπτό στέλεχος το οποίο συνδέει ένα φύλλο, ένα άνθος ή έναν καρπό με τον κυρίως βλαστό· μίσχος· την περνάμε κοτσάνι: περνάμε, ζούμε καλά, άνετα, όμορφα, ωραία, εξαιρετικά, χωρίς κόπους. Ελύτ.: Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν από τη Μητέρα. / Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε. Ηπίτ.: κοτσάνι το: ο καυλός (μίσχος) άνθους ή λαχανικού, ο μίσχος οπώρας, ο μίσχος, το τσουνί· έμμισχος, με κοτσάνι. Τσιφ.: Στη μεγάλη, τη δυνατή Αθηναϊκή Δημοκρατία, τότε τον χρυσό καιρό της, οι «ελεύθεροι πολίτες» περνάγανε κοτσάνι με φακή, κρασάκι και κριθαρένιο ψωμί | < σλαβ. kocan -ι.

κοτσάρω: προσαρτώ, κρεμώ, προσαρμόζω, συνδέω, πλευρίζω, περνάω κρίκο ή αγκίστρι μέσα από κρίκο· κοτσαρίζομαι: προσκολλώμια, συνδέομαι. Γκιών.: Δεν ήταν φαίνεται όλοι εντάξει στην πληρωμή, γι᾿ αυτό ίσως και ο μεγάλος αδερφός είχε κοτσάρει μια ταμπελίτσα στην μπροστινή βιτρίνα που έγραφε: «Φίλος επιζήμιος εχθρός αποκαλείται.» Πβ. Κοτσαδόρος ο. Ουσ. κοτσαδούρα η: μεταλλικός γάντζος. Κότσαρε τη μεγάλη καρότσα στο τριαξονικό | < ιταλ. cozare. Βλ. & τεπές ο.

κότσι το & κοτσιάρι το: ο αστράγαλος. Πληθ. τα κότσια: η ανθρώπινη αντοχή, κουράγια· παιχνίδι που έπαιζαν με τα κοκαλάκια που υπήρχαν στις αρθρώσεις των ζώων. Παρ.: «Όταν βρίσκεις κότσα, όλα τα ψάρια κλώτσα.» Χατζ.: Από πατέρα ταμπάκο, από μάνα κόρη ταμπάκου. Εκεί γεννήθηκε. Εκεί έπαιξε τα κότσια και τη σκλέντζα -όπως λέγανε το ξυλίκι- τις ομάδες -όπως λέγανε τις αμάδες- τ᾿ αμπελοπήδημα και τα σκλαβάκια. Πρόκειται για το αρχαίο ελληνικό παιχνίδι αστράγαλοι. Τα κότσια είναι ο πρόδρομος των ζαριών, τα οποία λέγεται ότι εφεύρε πρώτος ο αρχαίος Έλληνας βασιλιάς της Εύβοιας Παλαμήδης. Ο ίδιος δίδαξε το παιχνίδι στους Έλληνες, κατά την πολιορκία της Τροίας, και πρόσφερε «κύβους» στο ναό της θεάς Τύχης. Τσιφ.: Πιάσανε ακόμα, επειδή δε κρατάγανε τα κότσια τους, και δώσανε το κάστρο του Νεγρεπόντε, της Χαλκίδας δηλαδή, στους Βενετσιάνους. Παπαδ.: τον παραπάνω π ξντα χρόνων, λλ το βαστοσαν τ κότσια, μ λον τ ξεπάγιασμα το Δουνάβεως κα τν κακοπάθειαν το περωκεανείου πλο. Γκιών.: Οι παραπάνω σπουδές πάντως, που κουβεντιάζουνε τέσσερις πέντε, θέλουνε φροντιστήρια, κότσια, έξοδα | < μσν. κότσι(ν) < κόττιον: αστράγαλος ίσως < ελνστ. κόττ(ος): κύβος ή < σλαβ. kost: κόκαλο -ιον.

κοτσονάτος -η -ο: άνθρωπος κάπως προχωρημένης ηλικίας που διατηρείται ακμαίος, υγιής, σφριγηλός, ζωηρός, θαλερός. Γέρος κοτσονάτος | πιθ. κοτσα-: κοτσάν(ι) -άτος·< κοτσάν(ι). Βλ. & προγούλι το.

κοτσονούρης ο & κοτσονούρα η: με κομμένη ουρά. Γκοτζ.: Από τότε δεν τόλμησα να ξαναπεράσω από κει, γιατί φοβόμουν μην πεταχτεί κανένας διάβολος κουτσονούρης και μ’ αρπάξει στο βασίλειό του το σκοτεινό, στα λαγούμια της ρεματιάς.

κότσος ο: είδος χτενίσματος κατά το οποίο τα μαλλιά μαζεύονται και συστρέφονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού | < ίσως ελνστ. κοττ-, κοττός: κόκορας (επειδή έχει λειρί), ίσως από επίδρ. της λ. κοτσίδα. Η έκφραση «πιάνω κότσο», λέγεται για κάποιον που ξεγελάστηκε, την έπαθε, τον έπιασαν κορόιδο, το δούλεψαν. Τσιφ.: Κι επειδή τέλος πάντων κι εμείς κλέφτες είμαστε και δε σηκώνει να πιαστούμε κώτσοι, να τώρα πως έχει η κατάσταση κάτω από τούτα τα καράβια, που πάμε να ναυλώσουμε. Σύμφωνα με μια άλλη εκτίμηση, κότσος είναι ο αρχηγός κοπαδιού περδικών, ο οποίος καθοδηγεί το κοπάδι και ενίοτε θυσιάζεται, καθότι είναι ο τελευταίος που εγκαταλείπει το χώρο, όταν εμφανιστεί εχθρός.

κοτσώνω: στη ΦΡ. τα κότσωσε: πέθανε.

κοτώ: κοττάω, τολμώ να κάνω κάτι, έχω το θάρρος, αποτολμώ, ρισκάρω, πράττω χωρίς φόβο, κάνω ριψοκίνδυνη απόπειρα. ΦΡ. Έλα αν κοτάς: έλα αν τολμάς, αν δε φοβάσαι. Εφτ.: Έτριψε το σοφό μέτωπό του, έρριξε σοβαρή ματιά γύρω, άλλη σοβαρώτερη ματιά προς τα πάνω, και τους λέει• «Έχω κ᾿ έχω να σας πω, Αθηναίοι, και δεν κοτώ». — «Θάρρος και πες τα μας!» ξεφωνίζουν οι πατριώτες. Αραβαντ.: κουττουρώ: αποτολμώ. Παρά το κότος λ.χ. δεν κοτούσε να πλησιάσει. Μακρ.: Σν δν καμε τίποτας Δούκας (δν θελε ν μπη Γκούρας, τ εχε γυρίση μ τος ναντίους, δν κόταγε ν κάμη κα κίνημα ξ ατίας τν Καρατασσαίων πο ταν ες τν θήνα, κ᾿ μες γροικιώμαστε μ τν Καρατάσιον κα Γάτζο. Καθς κατεβήκαμεν, τος νθουσιάζομε μ ψευτις – κι᾿ Θες τόκαμεν λήθεια· σο ν επομε μες ατά, κα τραβήσαμεν κα τ μαχαίρια, (κα ποις κόταγε ν κινηθ μπρός;), τότε νας μπαγιραχτάρης Νυδραος –κενος δν ταν νθρωπος, ταν ες τ ποδάρια γιτς κα ες τν καρδι λιοντάρι- ετς πρε τν σημαία του κα τν μπηξε μέσα ες τ τούρκικον ταμπούρι· κα κοντ ες ατν λο τ στράτεμα. Νικολ.: (βλαχ.) κουτέτσου, τολμώ, κοιν. κουττώ, εκ του βυζαντινού κόττος: παιγνίδι, επομένως ρίχνω τον κύβο. Γκοτζ: Εκείνο που μας τρόμαζε είταν οι κατεβασιές του το χειμώνα, τότε που φούσκωνε και στοίχιωνε και ξεχειλούσε, θολοκόκκινο, ακράτητο, με άγρια βουή, καβαλικεύοντας τις μεγάλες πέτρες, κυλώντας λιθάρια και ξύλα, έτσι που εμείς δεν κοτάγαμε να πατήσουμε μέσα, μη μας συνεπάρει το ρέμα κατά το ποτάμι, που μούγκριζε κι εκείνο σα στοιχιό | μσν. κοτώ: ρισκάρω < κόττος: κύβος, ζάρι, με την έννοια του κυβεύω < ή από το αρχ. ελλ. κοτέω, μτχ. παρακ. κεκοτηώς -Μέσ., κοτέομαι, Επικ. μέλ. κοτέσσομαι, γʹ ενικ. αορ. αʹ κοτέσσατο· (κότος)·: κρατώ κακία σε κάποιον, είμαι θυμωμένος· ἀπάτης κοτέων: οργι-σμένος με το τέχνασμα. (Πβ. ελνστ. ή μσν. κοττίζω: παίζω ζάρια).

κουάτσινα η: προβατίνα άσπρη, με καφέ στίγματα στο κεφάλι.

κουβαλητής ο: αυτός που κουβαλάει, φέρνει πράγματα στο σπίτι· νεροκουβαλητής. Παπακ.: Η γιαγιά λοιπόν ήταν η αφέντρα κι ο παππούς ο κουβαλητής. Δε θυμούμαι ποτέ η γιαγιά μου να ψώνισε, όμως αυτή έκανε τον έλεγχο στα ψώνια του παππού.

κουβέλι το: η ξύλινη κυψέλη των μελισσών· κοίλος κορμός ενός δέντρου, η κουφάλα. μέτρο χωρητικότητας των δημητριακών. Ηπίτ.: κουβέλι το: είδος μέτρου διά τα γεννήματα, το κοιλόν, το σπήτι των μελισσών, η κυψέλη. Καββ.: Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά / και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι. Παρ.: «Να ΄καναν οι μύγες μέλι, θα ‘κανα κι εγώ κουβέλι.», «Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα μας φάει και το κουβέλι | < ιταλ. λ. covile: κρυψώνας, φωλιά ζώου. Βλ. & ξενομώ.

κουβεντολόι το: συζήτηση, ελαφριά κουβέντα, που κρατάει πολλή ώρα. Πιάσαμε το κουβεντολόι κι αργήσαμε. Μυρ.: Και σαν τέλειωνε την δουλειά της και λείπανε τ᾿ αφεντικά από το σπίτι, έπιανε σπουδαίο κουβεντολόι με τα μωρά της γειτονιάς. Μωρουδίστικες κουβέντες.

κουβούκλιο το: ελαφριά θολωτή, κυρτή κατασκευή, συνήθ. φορητή, που καλύπτει κάτι προστατευτικά, στα φορτηγά αυτοκίνητα η καμπίνα του οδηγού, σε σχέση με την καρότσα. Κουβούκλιο περιπτέρου, κουβούκλιο φορτηγού· Πωλείται κουβούκλιο για Toyota Hilux δικάμπινο, με ανοιγόμενη πόρτα, δύο παράθυρα εμπρός και πίσω για να βλέπει ο οδηγός το χώρο της καρότσας. Ηπίτ.: κουβούκλιο το: το σκέπασμα του Επιταφίου και κάθε τι ομοιόσχημον· δράνα, κληματαριά, η σκιάς· τάζω κουβούκλια με τα κλήματα, το μπουμπούκι, ο κάλυξ | < μσν. κουβούκλιον < μσν. λατ. cobucl(um) -ιον (λατ. cubic(u)lum: κρεβατοκάμαρα.

κούγκουλο το: πλαστική (διάτρητη) μπίλια, χάντρα. Κολιέ με κούγκουλα.

κουδαρέοι οι: οι μάστορες, οι χτίστες. Ο Αραβαντ. δίνει κούδαρος ο: ο βάρβαρος, και αισχρόβιος.

κουδαρίτικα τα: η συνθηματική ιδιόλεκτος των μαστόρων και των χτιστάδων, στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και αλλού. Βλ. & λαγός ο, αλλιώτικη η, ζούμπινα η, καστανιάρας ο, λαμπίρω η, μουχός ο, σταλέ το.

κουζίνι το: δέρμα επεξεργασμένο, τομάρι (Γέρμας Καστοριάς). Σιδ.: Θα κόψω το κουζίνι [σ.σ. εδώ το δέρμα του σαμαριού] με τέτοιο τρόπο που να χωράει μόνο τον πλίκο [σ.σ. τον φάκελο]. Βλ. & μπρίκλα η.

κουζουλός -η -ο: τρελός, παλαβός, φρένταλος, λαφροκάνταρος, ελαφρύς στο μυαλό. Παρ.: «Όπου είναι γέρος κουζουλός, από τα νειάτα το ᾿χει.», «Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει.», «Χίλια χρόνια, χίλιοι κουζουλοί.» | < μσν. κουζουλός ίσως < τουρκ. (ουδ.) kuzul(u): προβατίνα με μικρό αρνί -ός με πέρασμα της σημ. στο αρνί που κάνει παλαβά πηδηματάκια.

κούκος ο: είδος, τύπος καπέλου, κάλυμμα της κεφαλής· το πουλί κούκος· παιχνίδι στην πόκα, κούκος μονός, δίπλός κ.α. Ηπίτ.: κούκκος ο: ανόητος, βλάξ· σκούφια, χαμηλός πίλος, όπως το σύνηθες παρά τοις Γάλλοις κάλυμμα της κεφαλής των δικαστών κλπ. Παπαδ.: Δεν ειργάζοντο εκεί ειμή ο μαστρο-Γιωργός, Θεός σχωρέσ᾿ τον, ο Βαγγελάκης, με την κοκκίνην σκούφιαν του, ήτις δεν ήτο ούτε φέσι ούτε κούκος ούτε καπέλο, αλλά μετείχεν από όλα αυτά.

κουλαμάρα η: ανικανότητα, αδεξιότητα στην κίνηση των μελών του σώματος, τσιουγκαμάρα. Παρ.: «Με το στόμα μπάρα-μπάρα με τα χέρια κουλαμάρα.» | < Βλ. & κουλός ο.

κουλός -η -ο: που έχει χάσει το ένα ή και τα δύο χέρια του ή που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να το / τα χρησιμοποιήσει (Τριαντ.) τσιούγκος, μτφ. αδέξιος, ατζαμής. Kάτω τα κουλά σου! Mάζεψε τα κουλά σου να περάσω! | μσν. κουλός < αρχ. κυλλός: κουτσός, παραμορφωμένος. Βλ. & δεκαχρονίτης ο.

κουλουβάχατα: ως επίρρ. άνω κάτω, μπερδεμένα, ανακατεμένα, μπλεγμένα. Γίναμε κουλουβάχατα. Μπερδεύτηκα και τα έκανα όλα κουλουβάχατα | < αραβ. Kulluwahad= όλα ένα.

κούλουμα τα: ο εορτασμός της Kαθαράς Δευτέρας. Από παλιά η Καθαρή Δευτέρα πέρασε στην συνείδηση του λαού σαν ημέρα καθαρμού, σαν η ημέρα που γιορτάζουμε τα κούλουμα. Κούλουμα ονομάζεται η έξοδος που συνηθίζουμε να πραγματοποιούμε κάθε Καθαρά Δευτέρα στην εξοχή και το πέταγμα του αετού | < πληθ. του κούλουμο < κούμουλο= σωρός < λατ. cumul(us.

κούμαρο το: ο καρπός της κουμαριάς. Tα κούμαρα ωριμάζουν ένα περίπου χρόνο μετά την ανθοφορία τους. Οι καρποί (κούμαρα) είναι δρύπη με κονδυλώματα, σφαιρικοί, διαμέτρου 1,5-2 εκ., σαρκώδη με μικρές κωνικές προεξοχές, αρχικά κίτρινοι και αργότερα κόκκινοι. Παρ.: «Κούμαρα κόκκινα βλέπει και χαίρεται η κοιλιά του.», «Πολλά θα γένουν κούμαρα, τι τ΄αγαπάει η κοιλιά μου.» | < μσν. κούμαρον < κόμαρον < αρχ. ελλ. κόμαρος.

κουνίνι το: δέρμα ζώου (Γρεβενά).

κουνίστρα η: χορεύτρια αισθησιακών χορών, γυναίκα που κουνιέται, επιδεικνύει τα κάλλης της, φλερτάρει, ερωτοτροπεί. Παρ.: «Δεν φταίνε τα ματάκια μου, σαν είν᾿ αυτή κουνίστρα

κουντούρι το & κουντούρα η: κοντές, μάλλινες κάλτσες. Καζαντζ.: Οι κουντούρες άξαφνα που φορούσε τον στένεψαν· ξυπολήθηκε κρυφά, ακούμπησε τις γυμνές πατούσες του κάτω στο χώμα· δροσέρεψε.

κουπαντζιούρι το: μικρό παιδί, μειράκιο (Γέρμας Καστοριάς). Σιδ.: Τράνευε τα κουπαντζούρια ώσπου να τα κάνει άντρες ή θυγατέρες με ζηλευτή φροντίδα και αγάπη. –

κούρα η: φροντίδα, θεραπευτική αγωγή. Κάντε κούρα μαλλιών με φυσικά υλικά! Αυτή είναι η λίστα με όλα όσα πρέπει να περιλαμβάνει μία ολοκληρωμένη κούρα ομορφιάς. Τσιφ.: Εν τω μεταξύ καθαρίζουνε την ψυχή τους με προσευχές και τα νεφρά τους με αλκαλικά νερά, αν θέλανε αποτέλεσμα θα ᾿πρεπε να κάνουνε αντίθετη κούρα | < ιταλ. cura.

κουρκουτιάζω: θολώνει το μυαλό μου, μπερδεύομαι από τα πολλά πράγματα που έχω να σκεφτώ ή να κάνω, χάνω τη μνήμη μου, τα λογικά και τη φρόνηση. Μου κουρκούτιασες το μυαλό. Παρ.: «Τα γέλια τ᾿ ασταμάτητα, μυαλά κουρκουτιασμένα.» Βλ. & χούφταλο το, κουρκούτι το.

κουρκούτη η & κουρκούτι το: βρασμένος χυλός από αλεύρι, με σάλτσα ντομάτα. Γκοτζ.: Αυτοί ξεθεώνονταν στις πορείες, φύλαγαν σκοπιές σε μέρη άγρια, μάζευαν ξύλα, παιδευόντουσαν. Για φαγητό είχανε κουρκούτι και γυφτοφάσουλα. Καρκ.: Θεός σχωρέσ᾿ τη μάννα σου, / δός μου λιγάκι αλεύρι, / να φτιάσω μια κουρκούτη. / Ένα, δύο, τρία!.. / Θεός σχωρέσ᾿ τον κύρη σου, / δος μου λιγάκι λάδι, να ρίξω στην κουρκούτη. Κ. Παπαγιώργης: Η φράση «το μυαλό μου έγινε κουρκούτι» είναι αριστουργηματική διότι κατονομάζει μιαν αλήθεια | < μσν. κουρκούτιν.

κούρμπα η: στροφή, καμπύλη, γύρισμα (του δρόμου). Πρόσεχε στην κούρμπα, πιάνει πάγο. Πβ. Ένα τέτοιο σημείο που ήταν αρκετά γνωστό στη πόλη μας είναι η «κούρβα του καμηλάρη». Αυτή η κούρβα είναι η στροφή επί της λεωφόρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ στην είσοδο του Ζακακίου ερχόμενοι από το κέντρο της Λεμεσού | πιθ. < λατιν. curvus: λυγισμένος.

κουρνιάζω: λέγεται για πτηνά που ησυχάζουν αποτραβηγμένα, συνήθ. μετά τη δύση του ηλίου, όταν πρόκειται να κοιμηθούν, αποτραβιέμαι, μαζεύομαι, ησυχάζω σε μια γωνιά, κατιάζω. Παραμυθένια είναι η εικόνα των κύκνων που κουρνιάζουν στο Δέλτα του Έβρου.Τα πτηνά συνηθίζουν να κουρνιάζουν το ένα δίπλα στο άλλο πάνω στα κλαδιά δημιουργώντας όμορφες εικόνες. Τα «στέκια» των αστέγων και τα «καταφύγια» που «κουρνιάζουν» τις νύχτες. Ελύτ.: Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά / γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας / απ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει. Παρ.: «Όλοι πίναμε και λέγαμε κι η αλεπού πού κουρνιάζουν οι κότες.», «Κάθε κότα την κούρνια της παινεύει.» (ρωσ. παροιμία.) | < κούρνια: τα ξύλα στο κοτέτσι όπου κοιμούνται οι κότες < παλ. σλαβ. kurnjia.

κουρνιαχτίζω: σηκώνω κουρνιαχτό, σκόνη. Δημ.: Λεβέντης είσαι, μάτια μου, λεβέντικα χορεύεις, / λεβέντικα πατάς στη γη και δεν την κουρνιαχτίζεις. Βλ. & κουρνιαχτός ο.

κουρνιαχτός ο: σκόνη σε μεγάλη ποσότητα, που αιωρείται. Δημ.: Πάψε, Ζιάκα μ’, τον πόλεμο, πάψε το ντουφεκίδι, / να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να σηκωθεί η αντάρα. Λουντ.: Βαρέθηκα να γεύομαι του λιοπυριού τα πάθια / Τις λάβρες του χινόπωρου του χειμωνιού τ’ αγιάζι. / Γιόμισε αρμύρα ο κόρφος μου και κουρνιαχτό η θωριά μου. Η κυβέρνηση σηκώνει επικοινωνιακό κουρνιαχτό με τις «μαϊμού» συντάξεις την ώρα που ληστεύει τους συνταξιούχους. Δημ.: Δίνει του μαύρου του βιτσιά, κι επήρε χίλια μίλια / μηδέ τον μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του.Σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα ταπεινά, / για ταπείνωσ’ την αντάρα και τον κορνιαχτό / τη βοή σου τη μεγάλη και τον αχητό, / για ν’ αράξουν τα καράβια τα σπετσιώτικα. Γκάτσ.: Ποις πυρκαγις νά ναι ντίλαλος ατς κουρνιαχτς στν γέρα; Μήνα Καλύβας πολεμάει μήνα Λεβεντογιάννης; Παπαδ.: …σήμερον τρέχω νω κάτω, ς ν πρόκειτο ν καταμετρήσω τος δρόμους τς μεγάλης θήνας κα ν χορτάσω κονιορτόν. Καζαντζ.: …είδα χιλιάδες πόδια που αλάκερή τους τη ζωή περπατούσαν ξυπόλυτα απάνω στις πέτρες, μέσα στους κουρνιαχτούς και τις λάσπες, απάνω στα χιόνια | < μσν. κουρνιαχτός < κορνιαχτός < μσν. κορνιοκτός < αρχ. ελλ. κονιορτός.

κουρούμπελο το: στη φράση «γίνομαι κουρούμπελο»: τύφλα στο μεθύσι, στουπί, αλοιφή, λιάρδα, σκνίπα, ντίρλα, χάλια, κομμάτια. Κουρούμπελα από βραδυνή οινοποσία, τρεκλίζουν.

κουρούνα η: είδος πουλιού που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το κοράκι, είναι μικρότερο σε μέγεθος και έχει μαύρο γυαλιστερό φτέρωμα· το καλκάνι. Πβ. Χρον. Μορέως: …δεύτερον τος κρότησαν, το κατηφόρου στρέψαν, / να δοξόβολον καλόν, μ λήθειαν σ τ λέγω, / κα οτως τος σύντριβαν ς φάλκονες κουρονες. Καρκ.: Τα ήμερα πουλιά της πεδιάδας, οι πελαργοί και οι νυχτοκόρακες, οι κουρούνες και οι φασιανοί και οι αγριόχηνες, θεονήστικα από τις πλημμύρες, εκάθιζαν επάνω στα κλαδιά κι εζητούσαν σπόρους θρεφτικούς και παράσιτα στις σχισμάδες τους. Παρ.: «Όποιος ακούει ένα και κρένει δυό έχει της κουρούνας το μυαλό.», «Να ᾿χαν οι κουρούνες γνώση, να σου δίνανε καμπόση.», «Με τον αητό που κάθομαι κουρούνες δεν φοβάμαι.», «Είπε κι η κουρούνα κρα.», «Η κουρούνα, για να μάθει το περπάτημα της πέρδικας, έχασε και το δικό της.» | < μσν. κουρούνα < αρχ. κορών(η). Βλ. & ρόγγι το.

κούρκος ο: η γαλοπούλα, γάλος, γαλόπουλο, διάνος (Κοζάνη) Γαλοπούλα ή γάλος ή γαλόπουλο ή κούρκος ή τούρκος ή διάνος ή ινδιάνος ή ινδόρνις ή μελεαγρίς. Μεγάλο εδώδιμο πτηνό της οικογενειας των μελεαγριδών. Αγριόκουρκος (Tetrao urogallus). Παπαδ.: Καλ λθαν τ πράγματα ως τώρα. μαστρο-Παυλάκης τριβε τς χερας κα σθάνετο ες τν ρνά του τν κνσαν το ψητο κούρκου. Κα δν τν μελε τόσον δι τν κορκον, λλ θ φιλιώνετο μ τν γυνακά του | < σλαβ. curca (ηχομιμ.) > κούρκα η και αρσ. κούρκ(α) -ος. Βλ. & φοινίκι το.

κουσμάρι το: παραδοσιακό βλάχικο φαγητό. Γκοτζ.: Κάποτε που πήγα μικρός με τη μάνα μου στη στάνη της, μας φίλεψαν ένα βλάχικο φαΐ, κουσμάρι, που έπλεε στη λίγδα.

κουσούρι το: ελάττωμα, μειονέκτημα, ιδιαιτερότητα ή αδυναμία ενός ανθρώπου. Έχουν κι οι καλοί παίκτες τα κουσούρια τους. Προβληματίζομαι πολύ όταν βλέπω ανθρώπους μαζικά να κοροϊδεύουν ανθρώπους για ένα κουσούρι τους. Μακρ.: Κι᾿ ς μ συχωρέσουνε ο ναγνστες, πο θ τος βαρύνη μάθειά μου· κα ν μ συχωρέσουνε κ᾿ κενοι πο τος λέγω τ κουσούρια τους. χουν τ δικαίωμα ν επονε κι᾿ ατενοι τ δικά μου, ,τι καμαΣύρε, ρ Γγο κα ξέρομεν που δν φίνεις κουσούρι ες τος Τούρκους, κι᾿ ς ρχονται τ δυ παιδι κα τος δίνομεν ,τι θ τος χρειαστ. Παπαγ.: Οι στατιστικές, περιέργως πώς, αναδεικνύουν, αλλόκοτες συγκρίσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες. Είμαστε πρώτοι στα κουσούρια και τελευταίοι στις αρετές.Στις αρετές καταφάσκουμε ενώ στα κουσούρια αρνούμαστε. Ποιά είναι η διαφορά; Παρ.: «Καλή κόρη κουσούρι δεν έχει.» | < τουρκ. kusur (από τα αραβ.) -ι.

κούτλα η: μεταλλικό, παφιλιένιο δοχείο, με χερούλι, χωρούσε πάνω από ένα κιλό.

κουτσοπίνω: πίνω λιγάκι, σιγά σιγά, με μέτρο, αργά, με ρέγουλο, ψιλοπίνω. Καρκ.: Έξω από το καφενεδάκι οι στρατιώτες, λεροί και ξεκούμπωτοι, με το απαραίτητο λητάρι στην ξιφολόγχη τους, κουτσόπιναν τσίπουρο κ᾿ έπαιζαν την κοντσίνα.

κουτσούβελο το: μικρό παιδί. Χατζ.: Μπαίνοντας στο δρόμο των ταμπάκικων, βρέθηκε μπροστά σ᾿ ένα απ᾿ τα κουτσούβελα τα δικά του. Κ. Καραστάθ.: Αφότου ο πόλεμος έφερε τον πατέρα στα ηπειρωτικά βουνά το φθινόπωρο του 1940, οι υπόλοιποι πίσω, μάνα και τρία κουτσούβελα ξέμειναν στη στέρηση και τη μιζέρια | πιθ. < μσν. κατσίβελος: γύφτος < βλάχ. cacivel(;) -ος.

κούκλα η: η κούκλα· μτφ. ο καρπός του καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβόσιτος, επειδή τα μουστάκια του θυμίζουν γυναικεία μαλλιά. Μαλ.: Οι κούκλες των καλαμποκιών εκαθαρίζοντο από τα φύλλα, πλην ολίγων με τα οποία εγίνοντο θηλιές και ραματιές διά να κρεμαστούν στα δοκάρια και να ξηραθούν. Ο Αραβαντ. αναφέρει κούκλος ο: η κάλυξ.

κουκότσι το: κουκούτσι καλαμποκιού, αυτό που μένει μετά την αφαίρεση των σπόρων, το κότσαλο.

κουκουβίζω: περπατώ στα γόνατα, σκυφτά, συρτά στο έδαφος. Καζαντζάκ: Κι η γριά ανέβαινε κάθε πρωί, κουκούβιζε στη μπασιά της σπηλιάς, μακρομαλλού, μακρονυχού, κουρελιάρα, κάτασπρη σα φάντασμα. – …κουκούβισε πλάι της, την έβλεπε· – …μεσοκόπιζε ο Απρίλης, άλλα δέντρα είχαν φορτωθεί τον ανθό, άλλα έδεναν τον καρπό τους – …κουκούβιζε το μεγάλο κάστρο, κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο.

κουκούδι το: κακάδι, ακαθαρσία της μύτης, ξερή βλέννα, στεγνό ξεραμένο αίμα, σπυρί, κρούστα στην επιφάνεια μιας πληγής. Ηπίτ.: κάκκαδο το: (αρχ. κακκάδιον) ήτοι πεπηγμένον πύον επί εξανθήματος ή επί μικράς πληγής. Εν Κύμη λέγεται επίσης μεταφορικώς «κάκκαδο μου ᾿γινες»: εμπόδιο. Αραβαντ.: κουκκούδι το: ο λοιμός, ή πανώλης. Εκ του θανατηφόρου κόκκου (σπυρί), όστις παρουσιάζεται εις το σώμα των προσβαλλομένων. Στον Αριστοφάνη κάκκη : ακαθαρσία, κόπρος | < μσν. κουκούδι(ν) < κοκκούδιον < υποκορ. του αρχ. κόκκ(ος) -ούδιον. Βλ. & στάμπα η.

κουκουδιάζω: σε πληγή ή στη μύτη πιάνω κουκούδι, βλ.λ.

κουκουιάβα η & χουχουιάβα η: η κουκουβάγια | < μσν. κουκουβάγια ηχομιμ. < κουκουβάου.

κουκούλι το: ο μεταξοσκώληκας, η κουκούλα, κάλυμμα του κεφαλιού. Καζαντζ.: «Από είκοσι χρονών τυλίχτηκα στο κελί ετούτο, παπα-Γιάνναρε» του αποκρίθηκε «σαν το μεταξοσκούληκα στο κουκούλι. Τούτο είναι το κουκούλι μου» είπε σε λίγο, κι έδειξε το κελί του. Βλ. μπιντέμνι το.

κουκουλωμένο το: γιαπράκι, ο λαχανοντολμάς. Παπαευαγγ.: Αφού έφυγαν ζόρλα οι γειτόντσις εκατσάμι να φάμι. Είχι η μάνα μ΄κουκουλουμένα (γιαπράκια), έβγαλι τα κινουργια τα χλιάρια, τα τραπιζουμάντηλα, όλα που τα κρατούσι για τ΄Αη-Νικουλά στου ύψουμα.

κουκουλώνομαι: βάζω, φορώ κουκούλα, σκεπάζομαι, ντύνομαι καλά· μτφ. παντρεύομαι, αραβωνιάζομαι. Παπαγ.: Αλλά από τον άνθρωπο που όλο βάφεται για να μη σκουριάσει και κουκουλώνεται με κάθε λογής περούκες τι να παραδεχθείς; Παρ.: «Σαν πεινάς και δε νυστάζεις, όσο θέλεις κουκουλώσου

κουκουτσέλας ο & κουκουτσέλι το: νεαρός πετεινός, κόκορας, κόκοτας. Γκοτζ.: Καμιά φορά περνούσε από κοντά μας κανένας μεγάλος (και σ᾿ εκείνη την ηλικία η διαφορά των ετών δείχνει τεράστια) για να μας πετάξει κάνα πείραγμα απ᾿ το ύψος του αναστήματός του: -Τι κάνετ᾿ αυτού, μωρέ κουκουτσέλια; Άμα μου κάνεις αυτό το καλό, εγώ θα σε φιλέψω ένα κουτσέλι. Τώρα άρχισε να λαλεί | < πιθ. ηχομιμ. Βλ. & κοκότι το.

κουλαντρίζω: φέρνω βόλτα, χειρίζομαι, κουμαντάρω με θεμιτό τρόπο, καλοπαίρνω, προκαλώ με πειράγματα, τσιγκλάω. Πάντα εκείνη είχε τον τρόπο να τον κουλαντρίζει. Να φυλάξεις ρακή για τον τύπο που κουλαντρίζει κουζουλούς· γιατί η πολλή ρακή κουζουλαίνει και μετά εσένα ποιός θα σε κουλαντρίσει; Στίχ.: Το σαραβαλάκι μου πώς το κουλαντρίζω / μου σφυρίζει, του σφυρίζω, / βάζω το σακάκι μου, βάζω και βενζίνα / κι αλωνίζω την Αθήνα (Σ. Κραουνάκης) | < τουρκ. kulland(ι) γ᾿ εν. αορ. του kullanmak: χρησιμοποιώ, οδηγώ.

κουλέτσιαντρος ο: το φυτό αμάραντος.

κούλια η & κούλα η: ο πύργος, το πυργόσπιτο. Περρ.: …εν τω μέσω του χωριού τούτου υπήρχε Πύργος, κούλα του Δημολά ονομαζόμενος, εις αυτόν κατώκει οικογένεια τις πολυμελής Σουλλιώτου τινός Γεωργάκη Μπότζη. Μακρ.: Πολεμήσαμε, ατενοι θελαν ν πιάσουνε τν κούλια τς Νταλαμανάρας, βαρεθήκανε κε π μάς, σκοτωθήκανε καμπόσοι. πιασα τν κούλια μαζ μ τν Χατζηχρστο, τν βαστήξαμε να μερόνυχτον, πολεμούσαμε νύχτα κα μέρα. | πιθ. τουρκ. kule.

κουλιαντρούλι το: παιδί που λέει τα κάλαντα, τα κόλιαντρα. Ξεκίνησαν τα κουλιαντρούλια.

κουλιαρίζω: καλοπιάνω, καλώ φιλικά ένα σκυλί, το φωνάζω κοντά μου με λέξεις, νεύματα και χειρονομίες. Σκυλί μαθημένο στα κουλιαρίσματα.

κουλιαρίζομαι: χαιδεύομαι, λέγεται συνηθ. για σκυλί που κάνει χαρές και παίζει, μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον και τον καλοπιάνω με παιγνιώδη τρόπο. Τα σκυλιά κουλιαρίζονται.

κουλιάρισμα το: χάιδεμα, το καλόπιασμα κυρίως ζώου.

κουλιάστρα η: το πρώτο (παχύ και θρεπτικό) γάλα μετά τον τοκετό, πρωτόγαλα από πρόβατα ή γίδια. Χρηστοβασίλ: …το πιστικόπουλο έφερε μια μεγάλη λίμπα γεμάτη γάλα κι άλλη μια μικρότερη γεμάτη κουλάστρα, που είχε αρμέξει εκείνη τη στιγμή από τες γίδες, τες απόθεκε και τες δύο στη γωνιά, για να χύσουν και το ένα και το άλλο γάλα, σε ιδιαίτερα αγγειά να βράσουν. Αραβαντ.: κολλάστρα και γλοιάστρα: το πρώτον γάλα της αμνάδας μετά τον τοκετόν, εύγευστον ως εκ του πάχους αυτού. Νικολ.: κολάστρα η: ο πύος, το πρώτον γάλα < λατιν. colostra και colostrum | < αρωμουν. colastra < λατιν. colostrum.

κουλόθρα η: σπυρί, έκζεμα ποικίλης αιτιολογίας. Γέμισε η πλάτη κουλόθρες.

κουλός -η -ο: που έχει χάσει το ένα ή και τα δύο χέρια του ή που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει, και με επέκταση υβριστικά, ο αδέξιος, άγαρμπος· λέγεται και για κάτι απίθανο, παράξενο ή χαζό. Στείλε κάνα μήνυμα, δεν είσαι κουλός. Με αυτούς τους εντελώς κουλούς τρόπους οι άνθρωποι βγάζουν εκατομμύρια | < μσν. κουλός < αρχ. ελλ. κυλλός: κουτσός, παραμορφωμένος. Βλ. & κουλοχέρης ο.

κουλοχέρης ο: κουλός· μτφ. είδος μηχανικού τυχερού παιχνιδιού που λειτουργεί με κέρματα, «φρουτάκια», επειδή ο μοχλός του μηχανήματος θυμίζει χέρι· παλιό καψόνι στο στρατό (το θύμα κλείνεται σε ντουλάπα, του πετάνε κέρματα, ανοιγοκλείνει τα μάτια κ.α.) Παίξτε χιλιάδες κουλοχέρηδες εντελώς δωρεάν στα καζίνο του ίντερνετ. Κουλοχέρηδες νέας γενιάς από τον ΟΠΑΠ. Ο κουλοχέρης, το φρουτάκι, ο ληστής ή μηχανή slot, είναι μία μηχανή τυχερών παιχνιδιών τζόγου. Λειβ.: Σφυρίζουν τα τραίνα / μια μεγάλη βουή απ᾿ όλα τα σημεία του ορίζοντα / χιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνες / οι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα σκοινιά. Βλ. & κουλός ο.

κουμανταδόρος ο: αυτό που κάνει κουμάντο, φροντίζει, διευθύνει μια δουλειά, μια επιχείρηση. Oι κουμανταδόροι των Βρυξελλών εξαθλιώνουν τον ευρωπαϊκό Νότο. Δεν φταίνε οι απεργοί, αλλά οι κουμανταδόροι. Οι λαθρεπιβάτες έχουν μετατραπεί σε τιμονιέρηδες και κουμανταδόρους. Τσιφ.: Κατάφερε μάλιστα ο βασιλιάς της Φράντσιας να τους πάρει με το μέρος του και να γίνει ένας κουμανταδόρος όλων των Σταυροφοριών, αφού οι άρχοντες των Αγίων Τόπων είναι πάντα δικοί του. Βλ. & κουμάντο το.

κουμαντέρνω & κουμαντάρω: κάνω κουμάντο, ρυθμίζω, χειρίζομαι επιδέξια, έχω υπό τον έλεγχο ή την εξουσία μου· καταφέρνω να ρυθμίσω, να τακτοποιήσω ή να αντιμετωπίσω μια κατάσταση. Πολίτ.: : Aυτά, τ᾿ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλιά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Τσιφ.: Κύριες αυτοκράτορα, του είπανε, βεβαίως ιμπεράτορας είσαι και θα κουμαντάρεις τον τόπο σου καλά και ωραία αλλά με μια συμφωνία. – Όλα αυτά τα ξένα πρόσωπα που μας κουβάλησες θ’ απομακρυνθούν, γιατί δε γίνεται να μας κουμαντάρουνε ξένοι και μάλιστα εχθροί. Καζαντζ.: Εγώ είμαι ακόμα σβέλτα, δόξα σοι ο Θεός, κουμαντέρνω ακόμα τα πάχητά μου, τα πάω, δε με πάνε, δέκα νιες βάζω κάτω, δέκα παλικάρια δε με κάνουν ζάφτι, καλά με λένε νταρντάνα! Πβ. Μακρ.: …άρχισαν να υποπτεύωνται από την Πελοπόννησο οι ντόπιοι Τούρκοι, ότι άρχισαν οι Πελοποννήσιοι και κομανταρίζονταν δια την επανάσταση | < ιταλ. comandar(e).

κουμάντο το: η ρύθμιση, τακτοποίηση, φροντίδα, ο έλεγχος επάνω σε κάτι ή κάποιον. Τσιφ.: Οι αφέντες είναι καλοί όταν εξυπηρετούνε τον λαό τους κι όχι άμα κάνουνε κουμάντο για τις κλήρες τους. -Δε μου λες, ρε φίλε; Κουμάντο στα… στα γούστα μου θα μου κάνεις; – Έτσι κι ήσανε δυνατός κι είχες του ανθρώπους σου στο μαχαλά, κονόμαγες για χρόνια τρία. Σε φωνάζανε να κάνεις και κουμάντο. Παρ.: «Όλα του πρέπουνε του νιου έξω από το κουμάντο.», «Τα πολλά πολλά κουμάντα, το καράβι με τη μπάντα.» | < ιταλ. comando. Βλ. & δυάρα η, χούφταλο το.

κουμαριά η: θαμνώδες αειθαλές φυτό, που φύεται σε τόπους με χαμηλό υψόμετρο σε όλη την Ελλάδα, και οι καρποί του είναι μικροί και στρογγυλοί, τα κούμαρα, με χρώμα πορτοκαλί ή κόκκινο και σάρκα εδώδιμη, γλυκιά και αρωματική αλλά δύσπεπτη. Βλ. & σφενδάμι το, σκίνο το.

κουμάρι το / κουμάρο το & κουμαριλίκι το: η χαρτοπαιξία με λεφτά. Τα έχασε όλα στο κουμάρο, καταστράφηκε. Όλα τα κουσούρια τα είχαμε. Κουμάρια παίζαμε, χασίσι πίναμε, για να παίξεις μπουζούκι πραγματικό έπρεπε να μπεις στον τεκέ, στους τεκέδες ήταν τα μπουζούκια | < τουρκ. kumar. Βλ. & κουμαρτζής ο.

κουμαρτζής ο: αυτός που παίχει κουμάρο, χαρτοπαίχτης. Οι κουμαρτζήδες επιστρέφουν στον παραδοσιακό τζόγο, μετά την κατάργηση του ηλεκτρινικού. Ήταν παλιοί κουμαρτζήδες, είχαν χάσει περιουσίες στην τσόχα. Όλοι οι κουμαρτζήδες, νικητές και χαμένοι, κατέληγαν μετά τη λήξη του παιχνιδιού για μπουγάτσα. Βλ. & κουμάρι το.

κουμάσι το: η κατασκευή μέσα στην οποία κοιμούνται οικόσιτα ζώα, κοτέτσι, ορνιθώνας, περιστερώνας· μτφ. άνθρωπος με επιλήψιμη συμπεριφορά, ανήθικος, παλιοχαρακτήρας, κάθαρμα, λέρα. Για τα περιστέρια, όσο αερίζεται το κουμάσι τόσο καλύτερα είναι. Επιπλέον, γνώριζε κι από πρώτο χέρι τι μεγάλο κουμάσι ήταν ο Γ. Τσιφ.: Τους ήξερε τώρα τι κουμάσια είναι τα Καταλανάκια ο δούκας, είχε πολεμήσει μαζί τους. Μαρ.: Κάποτε θα την πάθαινε, είπε στο τέλος με ύφος φιλοσοφικό. Δε γλίτωνε. -Γιατί, ρώτησε ο Μακρής ήσυχα. -Ήταν καλό κουμάσι η μακαρίτισσα, Θεός σχωρέσ᾿ την. Παρ.: «Η γουρούνα αγάλια αγάλια και τα γουνόπουλα τρεχάλα, φτάνουν ίσια στο κουμάσι.» Συνθ. γουρνοκούμασο. Νικολ.: κουμάσι το: ορνιθών, κλωβός | < μσν. κουμάσι(ν) < τουρκ. kumaş. Βλ. & χνέρι το, πιτσούνι το, μισακός ο, θρεφτάρι το.

κουμματσιούλι το: κομματσούλι, κομματάκι, μικρό τεμάχιο. Γκοτζ.: Είν᾿ άλλοι που δε χορταίνουν ούτε το ψωμί. Να, η Φροσύνω του Τσιαχαλά, οι κουμπάροι μας οι Μπανοραίοι, που τους φέρνει κομματσούλια η Μπανόρω απ᾿ τη διακονιά | < κομμάτι < μσν. κομμάτι(ν) < ελνστ. κομμάτιον, υποκορ. του αρχ. κόμμα.

κουμέρκι το: τελωνειακός δασμός που εισέπρατταν οι Βυζαντινοί για τα εισαγόμενα προϊόντα, το κομμέρκιον· τελωνείο. Ηπίτ.: κουμμέρκι το: το δημόσιον μέρος ένθα μεταφέρονται οι πραγματείαι κτλ. Ή ο τόπος όπου κάθηται ο κουμερκιάρης (τελώνης), άρα το τελωνείον, ήτοι το τελώνιον, ήτοι τα τελωνειακά τέλη. Παρ.: «Ο βλάχος αν δεν του πάρουν το σκιάδι δεν πληρώνει το κουμέρκι.» Καζαντζ.: …να λες ότι κατεβάζει το ξερό σου, να βλαστημάς όσο θες κι όποιον θες – κουζουλός είσαι, τα λόγια σου κουμέρκι δεν πλερώνουν. Πβ. Χρον. Μορέως: ρκον, συνθήκας ποικαν μετ τν βασιλέα, / ν εναι κουμέρκευτοι ᾿ς λην τν Ρωμανίαν, / ν το βοηθον μ κάτεργα ες λες του τς μάχης | < μσν. κομμέρκιον < λατ. commercium.

κουμερκιάρης ο: αυτός που εισπράττει το κουμέρκι, τελωνειακούς φόρους, δασμούς, φοροσυλλέκτης στην οθωμανική αυτοκρατορία, τελώνης, υπεύθυνος τελωνείου. Παρ.: «Πραματευτήν εγύρευα και κουμερκιάρη βρήκα.», «Όταν φτωχαίνει ο διάβολος, γίνεται κουμερκιάρης.» | < Βλ. & κουμέρκι το.

κουμπανιά η: είδος παιδικού λαχνίσματος με τις παλάμες των χεριών. Βάλαμε κουμπανιά ποιός θα κυνηγάει, θα φυλάει στο κρυφτό κ.α | πιθ. < κουμπάνια η: εφοδιασμός με τρόφιμα, τα εφόδια, η μπάζα, ό,τι συγκεντρώνεται σε είδος ή χρήμα. Πβ. Τσιφ.: Πέντε χρόνια; – Θα κάνω την κουμπάνια μου και θα φύγω. Και ο πραίτωρ, όπως λεγότανε ο στρατιωτικός διοικητής, έμενε στη Θήβα, πρωτεύουσα τότε του θέματος και τη γάζωνε μια χαρά | < ιταλ. compagn(i)a.

κουμπές ο: τρούλος, θόλος. Γκοτζ.: Καρσί είν᾿ η Άρτα με τις εκκλησιές και τους κουμπέδες και το μιναρέ, παράμορφη από κεραμίδια ζωγραφιά ή αρχοντοπούλα με προικιά της τους μπαξέδες. Παραδοσ.: Αποφάσισα να γίνω στην Αγια-Σοφιά κουμπές, / να ᾿ρχονται να προσκυνούνε τουρκοπούλες και ρωμιές | < τουρκ. kubbe < αραβική قبة (qúbba τρούλος, θόλος) < περσική کپه (koppe).

κούμπουλο το: καρπός της άγριας δαμασκηνιάς, κορόμηλο. Αραβαντ.: κούμπουλο το: αγριοδαμάσκηνον, το αλλαχού κορόμηλον. Παρ.: «Άλλο το κούμπουλο, κι άλλο το δαμάσκηνο.»

κουμπούρας ο: άχρηστος, ανίκανος, άσχετος, δειλός, χέστης, φοβιτσιάρης· σκράπας, μαθητής με χαμηλές βαθμολογικές επιδόσεις, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως. Σκαρίμπ: …ο μεν πρώτος ανάφλεξε τις καρδιές με τα τραγούδια του, ο δε άλλος (…κουμπούρας από κοινωνιολογία ο αθεόφοβος, τόλμησε να οχυρωθεί σ᾿ ένα χάνι). Τσιφ.; Διότι μπορεί νάσαι αυτοκράτορας από τη μια μεριά και από την άλλη νάσαι ένας κουμπούρας μέγας, καθόσο δεν είναι υποχρεωτικό πάσα αυτοκρατορική κεφαλή άντε να παίρνει κι από γράμματα.

κουμπουριά η: πυροβολισμός, πιστολιά, μπαταριά, πιστολισμός. Στίχ.: …πανάθεμα τη φούρια σου / Μπαμ και μπουμ οι κουμπουριές / φυτεύεις βόλια στις καρδιές. (Ευτ. Παπαγιαννοπούλου) Παπαδ.: Εναι γνωστν τι α κλογα γίνονται μ κουμπαρις κ᾿ νίοτε μ κουμπουριές | < Βλ. & κουμπούρι το.

κουμπούρι το & κουμπούρα η: όπλο, πιστόλι, πιστόλα· μεγάλη τσέπη. μτφ. το πέος. ΦΡ. Με τσάκισαν τα κουμπούρια: ήμουν πολύ τυχερός, ωφελήθηκα σημαντικά. Δημ.: Τρεις ώρες πολέμαε μ δεκαοχτ χιλιάδες. / Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια – Σαν τ᾿ άκουσε κι ο γέρος χαμογέλασε, / κουμπούρια ξεκρεμάει κι αρματώνεται. / Στο δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά. / «Ώρα καλή, πασά μου και Τούρκο κριτή, / να βγάλης τα παιδιά μου απ᾿ τη φυλακή.» Πβ. Στίχ.: Η Μαλάμω με καμάρι / που μοσχοβολά θυμάρι / μεσ᾿ στους δρόμους της Αθήνας / έχει εννιά γι᾿ αυτήν ο μήνας / τα κουμπούρια γεμισμένα / τα ᾿χει πάντα κουμπωμένα / κι όλοι τρέχουν να τη δουν / με καημό και τραγουδούν (Ευτ. Παπαγιαννοπούλου). Καζαντζ.: …δεξιά στο κόνισμα του, κρεμασμένες σταυρωτά, γυάλιζαν οι ασημένιες πατρογονικές κουμπούρες Οι αγωνιστές του 21 φέγγριζαν ολόγυρα στους τοίχους. Βαμβ.: Και πήγαν να του κάνουν τον ζόρικο ένα βράδυ που κατεβαίναν αυτοί οι Κακλανοί, 3-4 αδέλφια. Πλακώνει με το κουμπούρι και ξαπλώνει ένανε. Ζουν αυτοί ακόμη. Αυτούς τους πρόλαβα στα σφαγεία των Αθηνών. Ήτανε χασάπηδες. Παπαδ.: Κωσταντς το Τάσου, τρες σπιθαμς τ κίτρινον ζωνάρι περ τν κοιλίαν, μ τρία κουμπούρια ες τν μέσην, κα μ βαρεαν μαγκούραν πολύκομπον, τρεχεν νω κα κάτω ες τος δρόμους π το δειλινο μέχρι το ρθρου, στε ν φαίνεται πς το πάντοτε πησχολημένος, κα πς εχε σπουδαίας ποστολάς. Ηπίτ.: το ᾿κοψε κουμπούρι: έφυγε, ώχετο απιών | < μσν. κουμπούρι: θηκάρι < τουρκ. kubur -ι: πιστόλι του ιππικού. Βλ. & μασούρι το.

κουνιαρίζω: κουνώ το παιδί στην κούνια.

κουπάνα η & κοπάνα η: μεγάλη ξύλινη λεκάνη, σκάφη. Αίν.: «Ψηλά κουπάνα, χαμπλά ταβάς, στ᾿ μεσ᾿ πίτα.» (η χελώνα – Θράκη). Παπαδ.: Τ λαιοτριβεον το Λαυκιώτη πατήθη μέχρις ναστήματος κα πλέον π τ νερν κα ο κοπάνες γέμισαν, α λααι παρεσύρθησαν π τν χαμηλν σοφάν, τ λογον σταμάτησε, κα Γιάννης ρμαμέντος μεινε μ τ πτυάριον ες τν χερα | πιθ. < κόπανος < αρχ. ελλ. κόπανον βλ.λ.

κουπούκι το: μτφ. (;) ηλίθιος, βλάκας, ανόητος, ανίκανος. Σε αντίθεση με τα δικά μας τα κουπούκια που μεγαλοπιάστηκαν. Αυτό θα πει να είσαι κοντά στο λαό και όχι τα λόγια τα παχιά και τα ωραία, ότι δήθεν καταλαβαίνουν τον κοσμάκη και τα όσα περνάει.

κούπωμα το: σκέπασμα, καπάκι, επικάλυμμα για ένα αγγείο, ένα μαγειρικό σκεύος, ένα πιθάρι, μια δεξαμενή. Καρκ.: …και άλλη δίπλα στο πηγάδι, του Mαγουλά η γυναίκα, ολοστρόγγυλη από την ετοιμόγεννη κοιλιά της, γονατισμένη έτριβε με λάσπη το κούπωμα ενός λεβετιού κι έκανε διαβολικό θόρυβο.

κουράδι το & κουράδα η: περίττωμα, σκατό· μτφ. ο τεμπέλης, ακαμάτης, «βαρύς» ανθρωπος. Τσιφ.: Λες έχω αμπέλια και χωράφια και σπίτια και γης. Κουράδες έχεις. Κανένας άνθρωπος δεν έχει γη. Η γης έχει εμάς και σπάει κέφι μαζί μας, άσε που την ενοχλάμε κάθε λίγο σαν κοτόψειρες | < υποκορ. του αρχ. σκωρ.

κουραμάνα η: το ψωμί που έδιναν παλαιότερα στο στρατό. Μισή κουραμάνα ήταν η μερίδα ημερησίως. Η ζεστή κουραμάνα, το κεφαλοτύρι και οι σταφίδες ήταν το πρόχειρο φαγητό αλλά και η μόνη πολυτέλεια του στρατιώτη. Λειβ.: …ένα καμιόνι με κουραμάνες / η μια δίπλα στην άλλη / δεν θα κρυώνουν / δος μου το χέρι σου.

κουραχάνι το: ψέμα, ψευδολογία, ψευδής λόγος

κούρβα η: ανήθικη, άπιστη γυναίκα, μοιχαλίδα, πόρνη, πουτάνα, γυναίκα που πληρώνεται για σεξουαλικές υπηρεσίες. Δημ.: Έτσι κι εγώ γελάστηκα και άλλον άντρα επήρα. / Και το σπαθί του έσυρε, την πήρε το κεφάλι / και στον τορβά το έβαλε, στο μύλο να το πάει / άλεσε, μύλε μ᾿, άλεσε της κούρβας το κεφάλι. -Βρε ιδές του σκύλου το υγιό, της κούρβας το κοπέλλι, / δεν κλαίει το κεφάλι του, μόν᾿ κλαίει τα μουλάρια! Αραβαντ.: κούρβα η: πανούργος, μοχθηρά γυνή. Ηπίτ.: κούρβα η: γυνή πλάνος, ήτοι μοιχαλίς, εταίρα, δημοσία | < κούρβα < μεσαιωνική ελληνική κούρβα < σλαβ. курва < πρωτοσλαβική kury < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) kowr-.

κουρδέλια τα: καινούρια, αγορασμένα γυναικεία παπούτσια | < κορδέλα, που έφεραν ως διακόσμηση. Στίχ. Νύφη, νύφη, καρανύφη σ᾿ έφερε ο γαμπρός κορδέλια.

κουρδοκέφαλα: επίρρ. με τα πόδια πίσω από το κεφάλι· βασανιστική, βίαιη στάση του ανθρώπινου σώματος, βασανιστήριο. Καρκ.: Ένα δεμάτι στάχια να έπαιρναν χωρίς να το ζητήσουν από τον αγά, τ᾿ άλογό τους να επατούσε μόνον στο χωράφι, και αμέσως το μαλλοκρέμασμα και οι ραβδισμοί, οι καπνισμοί, τα κουρδουκέφαλα και πολλές φορές το θανατικό κρέμνισμα από το δεξιό παραθύρι του πύργου ήταν η συνηθισμένη τιμωρία.

κουρδουμπούλι το: γενικώς λέγεται ο σφαιροειδής καρπός· μτφ. ο όρχις. Η ΦΡ. «Ξύσ᾿ τα κουρδουμπούλια σου» λέγεται υποτιμητικά. Τα εκζέματα θεραπεύονταν με τα κουρδουμπούλια (σπόρια), που βγάζουν πάνω πάνω τα μπουρδένια. Από αυτά τα σπόρια έφτιαχναν σκόνη και αλοιφή με λίπα η λάδι.

κουραμάνα η: είδος ψωμιού που το παρασκεύαζαν ειδικά για το στρατό. Θα σε φάει η κουραμάνα. Σκαρ.: Άντε τότε να πάμε κ᾿ οι δυό μας να τραβήξουμε τον κρόκο στην τράτα του, για μιά κουραμάνα πάσα μέρα και μιά τσανάκα μπάσταρδα βραστόψαρα.

κουρέπω η: γυναίκα που θεωρείται ανήθικη, χαλαρών και μεμπτών ηθών.

κουρί το: μικρό δάσος, δασύλλιο, αλσύλλιο. Δάσος, πάρκο Κουρί στην Κοζάνη | < αλβ. kurie.

κουριά η: η κόρα του ψωμιού ή άλλου προϊόντος της αρτοποιίας, το εξωτερικό, η σκληρή εξωτερική επιφάνεια του ψημένου αρτοσκευάσματος. ΦΡ. μτφ. Έγινε κουριά: στέγνωσε, κοκάλωσε. Γκοτζ: Αρπάζει το καρβέλι και τουφ! έκοψε κάτου, σα να τον κυνηγούσαν. Όσο να φτάσει σ᾿ εμάς, που μας είχε γύρισμα, μόνο η κοριά είχε απομείνει. Νικολ. (βλαχ.) κούα η: η κόρα του άρτου < λατιν. corium: δέρμα.

κουριμάδα η: έρμη, η χήρα, μτφ. αυτή που βρίσκεται σε ανάγκη. «Κουρεμάδι κουρελή κλάνει ο κώλος σου και κλεί» (βόρεια Κέρκυρα) | < ηπειρ. κουρεμαδιά. Ο Αραβαντ. αναφέρει κουρεμάδι: άθλιον, ευτελές τι. Εκ του κουρεύω, κουρά. Και κουρεμαδιά λέγεται η χήρα.

κουριμός ο: κομμάτια να γίνει, ας γίνει κι έτσι, χαλάλι, η λέξη χρησιμοποιείται μονοσύλλαβα, όταν κάποιος θέλει να πει ότι βαρέθηκε, αγανάχτησε με κάτι και γι᾿ αυτό είναι πρόθυμος να υποχωρήσει ή να δεχθεί μια απώλεια. Λ.χ. Κουριμός! αν είναι να γίνει γρήγορα η δουλειά, ας πληρώσουμε κάτι παραπάνω. Παπαευαγγ.: Θάρουμ΄ παίρν΄ αυτό του παλιουχάρτ΄ κι κουριμός. Να πιάσουμι κι του Μανέντη να γένει κάνας χουσμιτιάρς στου κράτους προυτού μι ταφάει κι τ΄άλλα. Νικολ. (βλαχ.) μι κούρμου: απαυδώ, κουράζομαι. Εκ τούτου η παθητική μετοχή κουρμάτου: απηυδικώς, κουρασμένος, κατά το ελλ. κομμένος.

κούρκουλας ο: παπάς, στα «μαστόρικα.»

κουρκούτη η & κουρκούτι το: βρασμένος χυλός από αλεύρι, με σάλτσα· οποιοδήποτε παρασκεύασμα με την υφή του χυλού. Γκοτζ.: Για φαγητό είχανε κουρκούτι και γυφτοφάσουλα. Μα δεν τους άκουγες να μουρμουρίζουν. Παρ.: «Καμαρώνει το κουρκούτι και γυρεύει πρόβειο γάλα.», «Ο κόσμος με τον κόσμο κι η γριά με το κουρκούτι.» | < μσν. κουρκούτιν < κόρκοτον, αγν. ετύμου.

κουρμπάνι το: μεγάλη γιορτή των Οθωμανών kurban bayrami (μπαϊράμι) που συνοδευόταν από άφθονες προσφορές, θυσίες σφάγιων ζώων· μτφ. η απλόχερη, γενναιόδωρη προσφορά. ΦΡ. Έχουμε κουρμπάνι: μτφ. έχουμε χαρές και πανηγύρια. Παπαδ.: Εσύ, κουμπάρε Γιάννη, δεν έχεις, θαρρώ, δύο προβατίνες κι ένα κριάρι; – Τα θυσιάζω! ανέκραξεν ο Γιάννης της Κ᾿σάφους. Για το χατήρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι γίνομαι – ...γλυκές, γαλάζες βραδιές, οι βιολέτες είχαν ανθίσει σε όλες τις αυλές κι οι κοπέλες θα τις έκοβαν μεθαύριο, Μεγάλη Παρασκευή, κουρμπάνι κι αυτές για τον Επιτάφιο. Παρ.: «Γάμος χωρίς κουρμπάνι και βιολιά δε γίνεται.» | < τουρκ. kurban < αραβ. guraban: σφάγιο θυσία.

κουρμπαριστός ο: ο μονοκόματος, συνήθ. για ξύλινα αντικείμενα. Λ.χ κουρμπαριστή πόρτα (: γκουρμπάσια, βλ.λ).

κουρνάζος ο: ξύπνιος, έξυπνος, ξυπνός, ατσίδας, επιδέξιος, ανοιχτομάτης, «γάτος.» Τσιτσάνης: Βρε κουρνάζε μου τελώνη, τη ζημιά ποιος τη πληρώνει; | < τουρ. kurnaz· βλ. & μηχανή.

κουρνούτος -α -ο: ο κερασφόρος· κόκκινος· κουρνούτα η: προβατίνα με κέρατα | < λατιν. cornutus.

κούρος ο: η κουρά, το κούρεμα των προβάτων | < μσν. κουρεύω < κουρ(ά) -εύω (αρχική σημ.: κουρά μοναχών κατά την είσοδο σε μοναστήρι).

κουροψάλιδο το: ψαλίδι για το κούρεμα ζώων. Βλ. & σκόπι το.

κουρούμπελο το: λέγεται για κάποιον που είναι τύφλα στο μεθύσι, λιάρδα, σκνίπα, αλοιφή, τσιούρλα, «δαυλί», σε μέθη εκτός ελέγχου· ο ρεζίλης. Γίναμε κουρούμπελα χθες.

κουρούνα η: είδος πουλιού που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το κοράκι, είναι μικρότερο σε μέγεθος και έχει μαύρο γυαλιστερό φτέρωμα· καρακάξα. Παρ.: «Όποιος ακούει ένα και κρένει δυο έχει της κουρούνας το μυαλό.», «Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.», «Αν άκουγε ο Θεός τις κουρούνες, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.», «Η κουρούνα όπου κι αν πάει, τον κώλο της μαζί τον κουβαλάει.» | < μσν. κουρούνα < αρχ. ελλ. κορών(η).

κουρούπι το: η κουρούπα, το πήλινο αγγείο, μτφ. το ξυρισμένο κεφάλι, ο φαλακρός. Επιθ. κουρούπης, -α -ι.: κουρεμένος γουλί. Παρ. «Το κακό κουρούπι δεν τσακίζεται.», «Όλοι με τη κούπα κι ο παπάς με την κουρούπα.» ΦΡ. Κουρεύτηκε κουρούπι: έκοψε τα μαλλιά του με την ψιλή, ξύρισε το κεφάλι του. Πβ. Παπαδ.: Τέλος, περ τν δύσιν το λίου φθάσαμεν ες τν κορυφν το πρώτου βουνο, κα ντικρύσαμεν τν λευκόφαιον γυμνν κνον το Κουρούπη, που βράχοι κρεμαστο φαίνονται ν κατέρχωνται μλλον κ τν νω, προεξέχοντες ες τ μέτωπον, σχηματίζοντες λάκκον πρς τ βάθος, πιστέφοντες τ κορύφωμα το πατήτου βουνο | < κορύπιον < αρχ. ελλ. κορύπη: είδος πήλινου δοχείου < αρχ. ελλ. κόρυς.

κούρπετο το: η κορυφή μιας ράχης βουνού

κούρπιτος ο: σε ακραία κατάσταση, μεθυσμένος λιάρδα, ντίρλα, αλοιφή, τσιούρλα. Καθώς προχωρούσε η ώρα, ο καθημερινός καθωσπρεπισμός πήγαινε περίπατο και τα τραγούδια γινόταν πιο σκληρά. Έπρεπε να φτάσει όλη η συντροφιά να είναι «κούρπιτου» (: τύφλα στο μεθύσι) για να πάνε για ύπνο.

κουρσούμι το: μεταλλική σφαίρα, μπίλια, βώλος. Κουρσούμια λέγονται, μεταξύ άλλων, οι μπίλιες των ρουλεμάν, τα σκάγια για τις σφεντόνες και οι μεταλλικές γκαζές. Έχουν και μια εφαρμογήστους ναργιλέδες. Παίζαμε μπαζ με κουρσούμια και βώλους | < τουρκ. kursun.

κούρταλο το: μουσικό όργανο, ότι παράγει ήχο, κρότο, θόρυβο. Παρ.: «Δανεικά είναι τα κούρταλα στον γάμο», «Αλλού βαρούν τα κούρταλα, κι αλλού γίνεται ο γάμος.» Βλ. & κουρταλώ.

κουρταλώ: χτυπώ, χτυπάω κάτι επανειλημμένα Παπαδ.: Τι σε νοιάζει εσένα Δέσποτά μου; Θα κουρταλώ τις πόρτες να διακονούμαι. Δ. Σολωμός.: Δεν είν᾿ εύκολες οι θύρες, όταν η χρεία τες κουρταλεί. Καζαντζ.: Κι εγώ θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω: Ήρθε η ώρα! Β. Λεοντάρης: Τις λέξεις κουρταλώ / και δε μου ανοίγουν / Γιατί πια δεν τις κατοικούν / τα βάσανά μας / Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη | < αρχ. ελλ. κροταλίζω < κρόταλον το.

κουρτέλι το: παλιό, μεταχειρισμένο, πρόχειρο παπούτσι, παλιοπάπουτσο. Βλ. & τσέργα η.

κουσβίρια τα: τα σταφύλια στα μαστόρικα. Καταγράφεται στο προσωνύμιο Κουσβίρας και στα σύνθετα Κουσβιρονικόλας κλπ.

κουσιά η & κοσιά η: η κοτσίδα, η πλεξούδα στα μαλλιά. Ο Αραβαντινός αναφέρει κόσα η: βόστρυχος, πλεξίς. Εκ του κόσυμβος· στα Γρεβενά κόσιες λέγονται και τα έντερα των ζώων | < πιθ. από το αρχ. ελλ. κόττος.

κούσιαλο το: υπέργηρος, πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος, σιάψαλο, χούφταλο (Ήπειρος).

κουσιάφι το: είδος κομπόστας με αποξηραμένα φρούτα όπως κράνα, σύκα, σταφίδες και μήλα, τρώγεται και ζεστή και κρύα. Μαλ.: Εν συνεχεία εκαθάριζαν το σιτάρι, έβγαζαν τη φλούδα του και το έβραζαν διά να το έχουν έτοιμο την Τετάρτη, όταν οι νηστεύοντες, και κυρίως οι νέες, θα το έτρωγαν μετά την απόλυσιν της εκκλησίας (της λειτουργίας των προηγιασμένων), καμωμένο με καρύδια, καθώς και «κοσάφια», δηλαδή κομπόστες από ξηρά δαμάσκηνα, τζιρνίκια, σταφίδες κλπ.), μουστόπιτες και ταχινόπιτες με χόρτα | < τουρκ. hosaf.

κουσιόρα η: καλαμπόκι που δεν έχει ψωμώσει, το τσόφλι, η θήκη του βελανιδιού που χρησιμοποιούσαν σε φυτικές βαφές.

κουσιόρι το: η κυψέλη για τα μελίσσια· πλεχτό κοφίνι για διάφορες χρήσεις.

κουσουμάρω: κατέχω, φέρω και χειρίζομαι, κουμαντάρω, χρησιμοποιώ, επιδεικνύω. Τσιφ.: Μπαίνανε σε καφενέ με μάγκες στην Ομόνοια, κουσουμάρανε την μπιστόλα και παραγγέλνανε «ν᾿ αδειάση το κατάστημα καθ᾿ όσο γουστάρω να πιω έναν καφέ με την ησυχία μου και μονάχος μου, και κάντον μου με φούσκες περικαλώ.» Ρεμπέτ.: Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου / για να το κουσουμάρεις / πρέπει να έχεις τη ψυχή, / καρδιά για να το βγάλεις.

κουσουτί το: το στήθος σφάγιου ζώου.

κουτάρι το: χώρισμα στο εσωτερικό της ποιμενικής καλύβας, όπου έδεναν τα ζώα που δεν θήλαζαν.

κουτέλι το: στενό τμήμα στη βάση της καλαμπόκας, τεμάχιο πατάτας, μέρος του πράσου κοντά στη ρίζα, κομμένα πράσα για μαγείρεμα, συνηθ. πληθ. κουτέλια τα. ΦΡ. Μαγείρεψα πράσα κουτέλια | πιθ. < αρχ. ελλ. κότυλος.

κούτελο το: το μέτωπο· μτφ. η τιμή, υπόληψη· Όλοι, ακόμα και οι αθλητικοί σύλλογοι, ζουν για ένα κούτελο, βρε αδερφέ! Καζαντζ.: …έδεσαν σφιχτά τα μαύρα τσεμπέρια τους, έκρυψαν το κούτελο, το πηγούνι, τ᾿ αυτιά, το στόμα· συντάχτηκαν για το δρόμο. Για ένα καθαρό κούτελο ζούμε! | < μσν. κούτελο(ν) < αρχ. κότυλος ἡ κοιλότητα όπου εφαρμόζει η κεφαλή οστού.

κούτκας ο: κούτικας, το πίσω μέρος του κεφαλιού, το ινιακό κόκαλο. Χτύπησε στον κούτκα | < μεταγν. κόττικοι: περικεφαλαίες ή < αρχ. ελλ. κοτίς: ινίον.

κούτουκος ο: ξύλινο σκεύος μέτρησης που χωρούσε μια οκά.

κούτουλος ο: εργαλείο για φούρνο με ξύλα, κορμός κομμένος, πελεκημένο κούτσουρο σε σχήμα κουβά όπου έβρεχαν την «πάνα», ένα μακρύ ξύλο με κουρέλια (ριπιδόνια) δεμένα στην άκρη του για να σκουπίζουν το εσωτερικό του φούρνου. Ο Αραβαντ. αναφέρει κούτουλος ο: περιπλεγμένος. «Έγιναν κούτουλος κουβάρι», περιεπλάκησαν. Και ξύλινον κύπελον, εκ του κότυλος.

κουτουλουγιόμωση η: το σημείο στις ποιμενικές καλύβες, όπου ενώνεται το δοκάρι, ο κούτουλος (: κομμένος κορμός) με το άχυρο της κατασκευής, ο κενός χώρος που σχηματίζεται εκεί που ενώνονται ή καταλήγουν τα ξύλινα δοκάρια της στέγης, οι γριντιές. Χρησίμευε ως κρυψώνα για χρήματα ή πολύτιμα αντικείμενα, λ.χ. έχει παράδες στην κουτουλουγιόμωση: έχει χρήματα κρυμμένα, μαζεμένα, στην άκρη | < Βλ. & κούτουλος ο.

κουτουπιέ το: το πάνω μέρος του άκρου του ποδιού, από τα δάχτυλα μέχρι τον αστράγαλο. Προστατευτικό καλαμίδας- κουτουπιέ από PU, με κλείσιμο από velcro, ειδικά σχεδιασμένη για αποφυγή ισχυρών χτυπημάτων. Πόνος ή δυσφορία μπορεί να γίνει αισθητή σε οποιοδήποτε σημείο του άκρου ποδός, όπως την πτέρνα, τα δάκτυλα, την καμάρα, το κουτουπιέ, το πέλμα ή τους αστραγάλους | < γαλλ. coup de pied (κλοτσιά).

κουτούπωμα το: γαμήσι, η σεξουαλική πράξη.

κουτουπώνω: νικώ κατά κράτος, κυριαρχώ· γαμώ, έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, πηδώ, ζαπώνω. Πώς οι τυραννόσαυροι κουτούπωσαν τους ιχθυόσαυρους. Ο ηλεκτρολόγος που κουτούπωσε η Ρούλα.

κουτουρού: επίρρ. απερίσκεπτα, στην τύχη, τυχαία, στο περίπου, χονδρικώς, χωρίς υπολογισμό ή προετοιμασία. Παπαδ.: Τί σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικν τς καραβάνας, ψάλτην το γλυκο νερο, πο κοιτάζεις στ βιβλίο κα τ λς στ κουτουρού. – Τν τρίτον χρόνον, πάλιν Περιβόλας μπόρεσε ν δώσ μέρος το κεφαλαίου, κα Γαγάτος επεν τι τ σβήνει, κι ς μν νησυχ, κτλ. Τν τέταρτον χρόνον Περιβόλας μόνον τόκον δωσε «κουτουρού», πειδ δν ξερε «πόσα κάνει.»

κουτουράδα η: το να πράττεις στα κουτουρού, υπολογίζοντας χονδρικά, με το μάτι· απερισκεψία, προχειρότητα. Παπαδ.: τον μάστορης κ᾿ παιρνε σπίτια, κουτουράδα μεροκάματο, ν τ ξανασύρ· κατεσκεύαζε πόρτες, παράθυρα, περνοσε τζάμια, σουβάντιζε κα χρωμάτιζε. Τσιφ.: Κάθισε λοιπόν ο γραμματικός, έκανε πως λογαριάζει και είπε έναν αριθμό κουτουράδα. – Τόσες χιλιάδες χρυσά. Αν δεν κάνουν τις κουτουράδες τους σ᾿ αυτή την ηλικία πότε θα τις κάνουν; | τουρκ. götürü: με συνολική τιμή, με το σωρό.

κουτοφέρνω: φέρομαι, συμπεριφέρομαι σαν κουτός. Μυρ..: Πάντα της κουτόφερνε. Γελούσε με το τίποτα και χτυπούσε τις φαρδιές της παλάμες στα γόνατα.

κούτρα η: το κεφάλι, η κάρα, το μυαλό, κρανίο. Συνων. κραπατσίνα· η ζούλα, η λούφα, στο τζάμπα· έφαγε, ήπιε και την έβγαλε κούτρα. Παρ.: «Πρέπει να το ᾿χει η κούτρα σου, να κατεβάζεις ψείρες.» Καζαντζ.: Η Εφεντίνα, ωστόσο, με καταματωμένη την κούτρα της από τα αγγιναρόφυλλα, τρύπωνε κλεφτάτα στον τεκέ, να μην τον πάρει χαμπάρι η μάνα του και τον στρώσει στο ξύλο. ΦΡ. Θα κάνω ότι κατεβάσει η κούτρα μου. Σκαρίμπ: Τί πα να πει ψαράς και ψάρι δεν τόξερ᾿ ο πάσα ένας. Πρέπει να τόχει η κούτρα σου να το έλκεις, να το μαυλέψεις | μσν. κούτρα (Πβ. μσν. κουτρούλης) < λατ. scutra.

κουτσαβάκης ο / κούτσαβος ο & κουτσαβάκι το: τύπος μάγκα της παλιάς Aθήνας. Παπαδ.: λλ᾿ ες τ κορίτσια μας, ν κα μπαστουνις δν φαίνεται ν᾿ πειλονται οτε χαστουκιές -δν νθυμούμεθα ν ποτε κανες δελφς κούτσαβος ρράβδισε καθηγητν πρς χάριν τς δελφς του. Βαμβ.: Το λοιπόν εκεί είπαμε βρισκόμαστε στη βρωμολίμνη, τη Ζέα δηλαδή. Εκεί βούιζε η κλεψιά, ήτανε οι παπατζήδες, οι πορτοφολάδες, οι λαχανάδες κι οι χασικλήδες κι οι διάφοροι, οι μάγκες, οι εγκληματίες και τα κουτσαβάκια. – Όμως και μετά τον γάμο μου, πηγαίναμε, εγώ αν και νιόπαντρος, σε κοινές γυναίκες που ακμάζανε τότες στα Βούρλα. Εκεί έκανα και γω τον κουτσαβάκη. Ήμουνα κι αγαπητικός. Ό,τι έβλεπα από τους άλλους έκανα και γω.- Εκεί ερχόντουσαν οι πρώτης τάξεως χασικλήδες, δηλαδή οι πιο σοβαροί, οι πιο καλοντυμένοι, οι πιο λεφτάδες, οι πιο κουτσαβάκηδες, εννοώ τα παλικάρια δηλαδή, ησυχότατοι καί αυτοί, δουλεύανε σε δουλειές. Οι εργαζόμενοι. Καλοί αθρώποι | < ανθρωπωνύμιο Κουτσαβάκης (όνομα γνωστού μάγκα του 19ου αι.). Βλ. & καρπαζιά η.

κουτσαβάκικος -η -ο: που ταιριάζει σε κουτσαβάκηδες, μάγκικος, αλάνικος, αλανιάρικος. Παπαδ.: Ήναπτε το φως, επεριπάτει, εξηπλώνετο στο κρεβάτι κι ελιανοτραγουδούσε ή τούρκικα ή ντόπια κουτσαβάκικα: Βασίλω μ᾿, κάτσε φρόνιμα, σαν τ᾿ άλλα τα κορίτσια… Ρήνα μου, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι, σου δίνω το βοτάνι.

κουτσάκι το: ξύλινο πιαστράκι, λαβή στο σαμάρι. Αραβαντ.: κουτσάκι το: το οπίσθιον μέρος του σάγματος.

κουτσιάρι το: κοτσάρι, κότσι του ποδιού, ο αστράγαλος, οστέινο εξόγκωμα, τμήμα σφαγίου που αντιστοιχεί στο μυώδες τμήμα της κνήμης του ζώου. Νικολ.: κοτσιάρι το: κότσι αστράγαλος < σλαβ. cost: το οστούν.

κουτσιάφκος -η -ο: επιθ. κομμένος, με κομμένο αυτί, σημάδι στα αυτιά για να ξεχωριζουν τα ζώα κάθε κοπαδιού.

κούτσικος -η -ο: μικρός, μικρός στην ηλικία, μικροκαμωμένος. Παπαευαγγ.: Κάθουνταν στου παραστάθι΄ η Βασίλου κι τάιζει κουρκούτ΄ του κούτσκου. Ένα χρόνο είχι η Βαγγέλτ᾿ς στ᾿ Γιρμανία στ᾿ Νυρεμβέργη. Κι ήρθει μι άδεια να ρίξ᾿ τουν ψήφου, να ιδεί κι του Σιάκα, κούτσκους 5 χρονών. Αίν.: «Γουτς πρού γουτς κούτσικου γουμάρ᾿.» (το σαλιγκάρι – Πήλιο) | < πιθ. μικρούτσικος.

κουτσιοφίτικος -η -ο: με μικρά, κομμένα αυτιά.

κουτσιουμάνικος -η -ο: επιθ. λέγεται για ρούχο με κομμένα, κοντά μανίκια.

κουτσιουμπέλας ο: διαιτητής σε παιδικά παιχνίδια. Ποιός θα κάνει τον κουτσιουμπέλα;

κουτσιουμπός -ιά -ό: επιθ. με κομμένη κορυφή, κομμένος, σπασμένος, που του λείπει κομμάτι. Κουτσιουμπό δάχτυλο. Κουτσιουμπός λέγεται επίσης ο βοηθητικός, ο αναπληρωματικός παίχτης σε παιδιό παιχνίδι | πιθ. < αρχ. ελλ. κόσυμβος. Βλ. & στριμπός ο.

κου(τ)σιουρός ο: χώρος περιφραγμένος με σκίζες, συχνά στην αυλή των σπιτιών, όπου αποθηκεύονταν το βαλάνι, τα βελανίδια για ζωοτροφή, σωρός αποθηκευμένα βελανίδια, σωρός δεμάτια. Η ΦΡ. Έχει βαλάνι ο κουτσιουρός; σημαίνει μτφ. είναι αρκετές οι προμήθειες, τα εφόδια, τα λεφτά; Θέριζαν και μάζωναν όλη μέρα τα δεμάτια, να γένει τρανός ο κουτσιουρός.

κουτσ(κ)ουμάρα η: το άλμα από ακίνητη όρθια στάση, με ενωμένα τα πόδια και τις φτέρνες να εφάπτονται, παιδικό παιχνίδι. ΦΡ. Πήδηξε της κουτσκουμάρας. Πρόκειται για το γνωστό άλμα σε μήκος άνευ φοράς.

κουτσοδόντης ο & κουτσοδόντα η: αυτός που του λείπει ένα ή περισσότερα από τα μπροστινά δόντια, συνήθ. χαϊδευτικά για παιδί, όταν αλλάζει τα νεογιλά δόντια. Παρ.: «Του κουτσοδόντη παξιμάδι του τυχαίνει.»

κουτσουκέλα η: παρεκτροπή της συμπεριφοράς, σκανταλιά, παράπτωμα, «στραβή», ζημιά, γκέλα. Είτε μέρα είναι είτε νύχτα, την κουτσουκέλα τους θα την κάνουν. Βαμβ.: Ήταν φερμένος ο πατέρας από το στρατό. Δεν πέρασε πολύς καιρός που μια μέρα έκανα μια κουτσουκέλα. Από ένα αψήλωμα μεγάλο και κατηφορικό κύλησα ένα βράχο πολλές οκάδες για παιχνίδι. Καθώς κατρακυλάει, πέφτει στη στέγη ενός σπιτιού.

Κουτσοφλέβαρος ο: ο Φλεβάρης με τις λιγότερες μέρες. Παρ.: «Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, και του τσαπιού ο μήνας.» | < ελνστ. Φεβρουάριος < λατ. Februarius.

κουφάρι το: πτώμα ανθρώπου ή ζώου. Φρίκη στο Καταφύγιο αδεσπότων του Δήμου: Νεκρά ζώα, κουφάρια και σκελετοί. Bρέθηκαν τα κουφάρια 26 αλόγων. Καρκ.: …κουφάρι μουν περιστέρι γίνηκα· φτερ χω ν πετάξω στ πουράνια. Καρκ.: Θα πάει το αίμα ποταμός και τα κουφάρια πύργος. Πετρ.: Δεν θάθελα να ξαναπατήσω στην Αθήνα. Και είπα στη γυναίκα μου: -όταν ψοφήσω, εδώ, στο Παρίσι, να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο και να ρίξεις τις στάχτες στον υπόνομο. Τέτοια είναι η διαθήκη μου. Παπαγ.: Γι᾿ατό πιστροφή στό σπίτι -δέν ρμόζει νά μεθμε σπίτι μας- ποτελε πάντα μία μικρή περιπέτεια. ς σεβόμαστε ατά τά κουφάρια πού καταφέρνουν νά βαδίζουν. ποιος κι ν εναι δρόμος μας, κενοι εναι ο πρόδρομοι | < μσν. κουφάρι(ον) < κούφος -άρι(ον). Βλ. & απερνώ.

κούφαλος ο & κουφάλι το / κουφάλα η: κοίλωμα, βαθούλωμα, τρύπα εσοχή σε κορμό δέντρου· τρύπα σε πίσω δόντι, το κούφιο μέρος ενός δοντιού που έχει προσβληθεί από τερηδόνα· μτφ. κούφαλος ο: ο βαρύς άνθρωπος, ισχυρόγνωμος, το αγύριστο κεφάλι· μτφ. κουφάλα – κουφαλίτσα – κουφαλιάρης: σκωπτικά αυτός που σκέφτεται έξυπνα, πονηρά υστερόβουλα. Ο κορμός ελαιοδέντρων μεγάλης ηλικίας συνήθως περιλαμβάνει εσωτερικές σπηλαιώσεις (κουφάλες) σε διάφορα μεγέθη και μορφές. Βαλ..: Στην μαύρη την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος, / γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος, / ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι. Παπαδ.: π τοτο τ δάσος γύρω γύρω / γρια δένδρα, κι ρεο κα θιλύκια, / κε εναι τ μυστηριδες Δασκαλει / πο π μέσ᾿ π᾿ τν κουφάλα μις δρυς / ραία βρύσις παραδόξως βγαίνει. Καρκ.: …εκούρνιζαν εμπιστευτικά στα φυλλώματα, μαζί με το βδελυρό φίδι, που εχώνευε στην κουφάλα, και τον ποντικό, που αργομασούσε φιλόσοφος τ᾿ ακρορρίζα τους. Πβ. Καζαντζ.: Περνούσαν τα χρόνια, άσπριζαν τα μαλλιά, κουφάλιαζαν τα δόντια, καμπούριαζε η ράχη. Αραβαντ.: κούφαλον ξύλον. Βρισίδι, κουφάλες. Μόνον αυτό για αρχή και μετά έρχονται και τα υπόλοιπα. Κουφάλες, θ’ ανταμωθούμε στις κρεμάλες. Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη | < κουφάλα < μσν. κούφιος < ελνστ. κοῦφος: άδειος (αρχ. σημ.: ελαφρύς, ευκίνητος).

κούφιο το: μτφ. σπίτι, χτίσμα, στη διάλεκτο των μαστόρων· το όπλο, στη συνθηματική γλώσσα των εμπειρικών ζαγοριανών «γιατρών». Βλ. & μουχός ο.

κουφιοκέφαλος ο & κουφιοκεφαλάκης ο: μτφ. χωρίς μυαλό, άμυαλος, ανόητος, αφελής. Είμαστε ξεφτίλες και κουφιοκέφαλοι τελικά. Κουφιοκέφαλοι ή καζανοκέφαλοι. Όταν δύο κουφιοκέφαλοι παίζουν το γιατρό. Οι Πύλες της Κούφιας Γης και οι Κουφιοκέφαλοι. Τσιφ.: Παλληκάρι ήτανε ο Ρουσσώ αλλά και κουφιοκεφαλάκης, όπως όλα τα παλληκάρια.

κουφόβραση η: αποπνικτική ζέστη σε μέρα ιδιαίτερα υγρή, κατά την οποία επικρατεί άπνοια. Με συννεφιές και… κουφόβραση θα συνεχίσει ο καιρός. Κουφόβραση σήμερα Δευτέρα – Ανάσες δροσιάς σταδιακά από το απόγευμα της Τρίτης. Παπαδ.: Είτα επήρχετο σιωπή και ησυχία, βαρεία ως κουφόβρασις, ως συννεφόκαμα και βεβαρημένη ατμόσφαιρα, κυοφορούσα βροχήν.- Ήτο ως να εκόχλαζεν ο αήρ από την λάβαν και το κουφόβρασμα των ανθρωπίνων στηθών, όσα επροσπάθει να δροσίσει και δεν ίσχυε να ζωογονήσει | < Βλ. & κουφάλα η.

κουφοβράζω: βρίσκομαι σε αποπνικτική ζέστη και υγρασία. Καζαντζάκ: Κουφόβραζε η θάλασσα, μύριζε το λιμάνι σαπημένα κίτρα, χαρούπι και κρασόλαδο. Αραβαντ.: κουφοβράζω: μτφ. Συγκρατώ την οργή μου – …όταν πλάκωσε ο άδερφοσκοτωμός, δεν ξαφνιάστηκαν οι Καστελιανοί, δεν τρόμαξαν, δεν άλλαξαν συνήθειες· μονάχα ό,τι ως τότε κουφόβραζε μέσα τους, βουβό κι αφανέρωτο, ξεσπούσε τώρα κι αυθαδίαζε λεύτερο. «Κουφοβράζει» η δυσαρέσκεια στην Περιφέρεια Ηπείρου | < Βλ. & κουφόβραση η.

κουφολόγγος ο: πετρώδες έδαφος με λίγη βλάστηση.

κουφοτίλι το: η βρωμοξυλιά, το στριφτάρι, μτφ. η δυσάρεστη μυρωδιά.

κοφίνι το / κοφίνα η / κόφα η: μεγάλο πλεχτό και βαθύ καλάθι. Κόφα η: μεγάλο και φαρδύ καλάθι, καλαθούνα. Στα κοφίνια, που ήταν μεγαλύτερα σε μέγεθος, τοποθετούσαν κατά διαστήματα ελάσματα από μέταλλο για να αντέχουν το μεγάλο βάρος. Μελίσσι σε παραδοσιακές κυψέλες (κοφίνια)! Καρκ.: Οι κοφίνες των καρπών, οι αποθήκες του σιταριού και του καλαμποκιού, της βρίζας και της σίκαλης, αναποδογυρίζονταν χάμω κι εκλωτσοπατιούνταν οι θρεφτικοί σπόροι αλύπητα. Παπαδ.: …επιστέφουσαν τον μέγαν κόφινον, επί των ώμων της φιλοτίμου οικοκυράς, σχεδόν αρμενίζουσαν ως βάρκαν, χωρίς να φαίνονται ούτε αι χείρες αι υποβαστάζουσαι ούτε οι πόδες οι βηματίζοντες. Βαμβ.: Όταν πέρναγε η αποκριά πήγαινε κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Π.χ. έπλεκε κοφίνια, πήγαινε στο κάρβουνο, διάφορες χειρωνακτικές δουλειές. Παρ.: «Του παιδιού η κοιλιά κοφίνι και τρελός όποιος του δίνει.», «Παπαντή καλοβρεμμένη, η κοφίνα γεμισμένη.», «Υπαπαντούλα χιονισμένη, η κοφινούλα γιομισμένη.», «Στα καλάθια δε χωρεί, στα κοφίνια περισσεύει.» | < μσν. κοφίνι(ν) < ελνστ. κοφίνιον υποκορ. του αρχ. ελλ. κόφινος | μσν. κόφα αντδ. < ιταλ. coffa < ισπαν. cofa < αραβ. quffa < αρχ. ελλ. κόφινος. Βλ. & βιάση η.

κόφτει: συνήθ. στο γ᾿ ενικό, νοιάζει, ενδιαφέρει, απασχολεί, μέλει. Τι σε κόφτει που γυρίζω; Εντάξει, αφού αυτοί δεν τρώνε και τόσο υγιεινά, τι τους κόφτει αν τρώμε εμείς; Τους άλλους τι τους κόφτει; Και κάθουνται και κουβεντιάζουνε. Σουλατσάρουνε στην πλατεία. Αυτό μόνο τους κόφτει. Και γιατί σκούζουν και οδύρονται για την σωτηρία της χώρας μας; Και δεν την αφήνουν να χρεωκοπήσει; Τι τους κόφτει;

κόχη η: το εσωτερικό της κατοικίας, η (βολική) γωνιά στο σπίτι, κόρφος, εσοχή, κόλπος. ΦΡ. Πιάνω την κόχη: αράζω ήρεμα στο σπίτι, οικουρώ. Καζαντζ.: Μα ως απογύριζε μια κόχη του περιβολιού, τι να δει; Γελαστή, σουσουραδίζοντας, έκαμε πεισματικά γύρα από το Νουρή μια βόλτα, δυό βόλτες, και τον κόχευε (σ.σ.: έκανε πως τον αγκαλιάζει) περιπαιχτικά και γελούσε. Όμηρος: Στου λιμανιού την κόχηπ κρατς λιμένος») κρούσταλλο νερό αναβρεί από σπήλιο / -μιαν ανεβάλλουσα- κι ολόγυρα πολλές φυτρώνουν λεύκες. (Καζαντ. – Καρκιδ.) Καβ.: Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις— / δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. / Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ / στην κώχη τούτη την μικρή, σ᾿ όλην την γη την χάλασες. Νικολ.: κόχη η: η άκρη της εστίας, απλώς γωνία | < ελνστ. κόγχη: κοιλότητα· αρχ. ελλ. κόγχη, ἡ: μυς ή στρείδι, Λατ. concha· θήκη γύρω από τη σφραγίδα που προσαρτάται σε τίτλους και έγγραφα.

κοψίδι το: κομμένο κομμάτι (ψημένο, μαγειρεμένο) κρέας. Έπεσαν στα κοψίδια. Η Μάγδα επέλεγε λαϊκά ταβερνάκια με κοψίδια. Κολλημένοι με τα… κοψίδια οι Έλληνες. Καθένας μας καταναλώνει ετησίως περίπου 100 κιλά μοσχαρίσιο, χοιρινό, αρνίσιο κρέας και αλλαντικά. Παρ.: «Κουμπάρε φάε και ψωμί· καλά είν᾿ και τα κοψίδια..» Βλ. & μπραγάτσα η.

κόψιμο το: ευκοίλια, διάρροια, ο τίλος, τιριβίγκος· «με κόβει νερό»: έχω κόψιμο. Τον έπιασε κόψιμο την ώρα της εκπομπής. Την έπιασε κόψιμο την ώρα της συνέντευξης. Βλ. & λάβδανο.

κοψοκέφαλος -η -ο: με κομμένο κεφάλι, αποκεφαλισμένος. Αίν.: «Κουρούνα κοψοκέφαλη, τον κάμπο πάει λαλώντα» (τουφέκι και σφαίρα – Πελοπόννησος). Οι περισσότεροι πασάδες πήγαιναν κοψοκέφαλοι. Κολ.: Βρήκαμε τ σπίτια καημένα και τος 15 κοψοκέφαλους.

κοψονούρης ο & κοψονούρα η: με κομμένη ουρά, κολοβός. Φίνος γάτος ο Κοψονούρης, άριστος φίλος, πάντα αισιόδοξος, μ’ ένα χαρούμενο σπινθήρισμα στα μάτια. Παρ.: «Μια αλεπού κοψονούρα, όλες τις θέλει κοψονούρες

κοψοχέρης ο: με κομμένο χέρι, που λέει ότι θα κόψει το χέρι του, αν κάνει κάτι. Ο Κ. Μ. γράφει για τους νέους κοψοχέρηδες των ερχόμενων εκλογών.

κουρέλα η: μικρό μαχαίρι. Εκείνα τα χρόνια αν έριχνες μια ματιά σε μια στάνη θα έβλεπες τα παρακάτω σέγια: Ντουφέκι, πιστόλι, χαντζάρι, μαχαίρι, λάζο με θηκάρι, σουγιά, κουρέλα (μικρό μαχαίρι), ραβδί.

κουρελής ο & κουρελού η: ντυμένος με κουρέλια, ρακένδυτος, κουρελιάρης· μτφ. πολύ φτωχός, ζητιάνος. Παιδιά, γεροί και άρρωστοι, απ᾿ όλες τις θέσεις, όλες τις κοινωνικές καταστάσεις, πλούσιοι, φτωχοί, πειναλέοι, αρχόντοι καλοντυμένοι και τιποτένιοι κουρελήδες | < κουρέλι < μσν. κουρέλλιν ίσως < υστλατ. coriell(um) -ιν < λατ. corium: πετσί, το ανθρώπινο δέρμα ιδίως ως αντικείμενο μαστιγώματος.

κουρελού η: υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι. (Τριαντ.) Έστρωσαν τις κουρελούδες στο γρασίδι.

κουρσεύω: κάνω πειρατική επιδρομή και με επέκταση λαφυραγωγώ, λεηλατώ. Πώς μοίραζαν τα λάφυρα από τα καράβια που κούρσευαν; Πού έκρυβαν τους θησαυρούς τους; Δημ.: Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε, και πίσω σάς κουρσεύουνε Σαρακηνοί κουρσάροι. Τσιφ.: Απ᾿ όλους τους κάβους και τα πελάγη ξεπεταγόντουσαν σαν κουνούπι οι πειρατές. Όλων των ειδών. Ευρωπαίοι, Μαροκινοί, Μαύροι, Ασιάτες. Και… Έλληνες. Βέβαια. Σου λέει «κουρσεύουνε οι ξένοι να τ᾿ αφήσουμ᾿ εμείς;» Δίκιο | < μσν. κουρσεύω < κούρσ(ος) -εύω. Βλ. & ξεμυτίζω.

κούρσος ο: επιδρομή κουρσάρων, πειρατών, λεηλασία, λαφυραγωγία. Πειρατεία και κούρσος στο Αιγαίο τον 17ο αιώνα. Δημ.: Παιδιά, και μη δειλιάσετε, παιδιά, μη φοβηθείτε. / Γυναίκειος είν᾿ ο πόλεμος, νυφαδιακός ο κούρσος | < μσν. κούρσος: πειρατεία < μσνλατ. curs(us) (ή μέσω του παλ. ιταλ. corso) -ος.

κούτιο το: σκυλί, κουτάβι, στη γλώσσα των παιδιών. Θα σε φάει το κούτιο | < πιθ. μουρκούτι το: το σκυλί.

κρ(ι)άκουρο το: μεγάλη ακατέργαστη πέτρα, βράχος, πληθ. κράκουρα τα: βραχώδης τόπος, πετρότοπος. Καρκ.: Έμειναν τέλος στο κόσκινο μόνον οι πέτρες και τα χάλαρα. Kαι οργισμένος ο Δημιουργός, γιατί δεν εσυλλογίσθηκεν από πριν να μοιράση κι εκείνα δίκαια, εκλώτησε το κόσκινο κι εχύθηκαν τ᾿ απομεινάρια όλα μαζί σ᾿ έναν τόπο. Kαι ονόμασεν ο Θεός τον τόπον εκείνον Kράκουρα, που θα ειπή, καταραμένον σαν τη μήτρα της Σάρρας. Καζαντζ.: …αλάκερη την Κρήτη, την έφερνε γύρα, πηδώντας από κράκουρο σε κράκουρο, από επανάσταση σε επανάσταση. Δημ.: Φορείς για φέσι φουντωτό τα ολόσγουρα πουρνάρια, / βαστάς τ᾿ άγρια τα κράκουρα κορώνα στις ραχούλες. Νικολ. βλαχ. κρεάκου (kreaku, -ur): το άναντες, τόπος απόκρημνος. κρημνός | πιθ. < σλαβ. Βλ. & σκαντζοχέρι το.

κράζω: βγάζω φωνή που μοιάζει με αυτή του κόρακα· κρώζω, φωνάζω κάποιον, καλώ, ειδοποιώ, κατσαδιάζω, μαλώνω, επιπλήτω, κοροϊδεύω, γιουχαΐζω, διαπομπεύω, αποδοκιμάζω έντονα και με κραυγές, χλευάζω. Πρώτα τον έκραξε, μετά τον υπερασπίστηκε. Τον έκραξε στο Facebook. Αποθέωσαν τους θριαμβευτές, έκραξαν τους ποδοσφαιριστές. Φοιτητές έκραξαν τον Α.Δ. και ανέβαλαν την ομιλία του. Καρκ.: Πριν όμως αποφασίση να βγάλη στο ταξίδι τον γιο του ο καλότυχος πατέρας, τον έκραξε σ᾿ ένα παράμερο δωμάτιο του σπιτιού, τάχα πως θα του μιλήση μυστικά. Παρ.: «Κι αν έχει ο γάιδαρος φωνή, για ψάλτη δεν τον κράζουν | < αρχ. ελλ. κράζω. Βλ. & τροκάνι το, φυσέκι το.

κραπατσίνα η: το κεφάλι, το κρανίο. Κάναν κιρ ταν νας ψείργιαρς ζηκλιάρς κι δν εχι οτι κιραμίδα ν βάλ᾿ πο πχάτ᾿ ᾿ν καραπατσίνα τ᾿. (Μικρόβαλτο Κοζάνης)· σαρακατσ. Κρητσούνι. Χριστίνα Κραπατσίνα | πιθ. < ελνστ. η κάρα < αρχ. ελλ. το κάρα, η κάρη.

κράνα η: το κρανίο. «Τα πήρε στην κράνα» (ή στο κρανίο): θύμωσε πολύ, «πήρε ανάποδες στροφές», εξοργίστηκε, τσατίστηκε, βουρλίστηκε, σαλάθηκε.

κρανάτο το: οινοπνευματώδες λικέρ, ηδύποτο, με βάση το κονιάκ και τα κράνα. Το κρανάτο είναι παραδοσιακό χωνευτικό λικέρ της Μακεδονίας | < Βλ. & κρανιά η.

κράνο το: ο καρπός της κρανιάς. Στίχ.: Θα `χει θυμάρι στα μαλλιά, βρε αμάν αμάν / κράνα για σκουλαρίκια / και μες στο στόμα θα γυρνά, βρε αμάν αμάν / ρητορικά χαλίκια (Θ. Παπακωνσταντίνου) | < Βλ. & κρανιά η.

κρανιά η: είδος φυλλοβόλου δέντρου, (επιστημ. ονομασία cornus). Δίνει εξαιρετικά σκληρό και ανθεκτικό ξύλο, σχετικά ελαφρύ. Ο Όμηρος αναφέρει ότι η Κίρκη τάισε τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του με κράνα για να τους μετατρέψει σε γουρούνια: ς ο μν κλαοντες ἐέρχατο, τοσι δ Κρκη / πρ ῥ᾽ κυλον βλανν τε βλεν καρπν τε κρανεης / δμεναι, οα σες χαμαιευνδες αἰὲν δουσιν. (κε κλεισμνοι κλαγανε, κα γι ν φνε Κρκη / τος ρριχνε πρινκαρπους, κρνια, βαλανδια, / πο ο χοροι ο χαμοκλητοι ν τρνε συνηθνε. – Εφτ.) Ο Ηρόδοτος γράφει ότι τα τόξα των Λύκιων ήταν φτιαγμένα από κρανίσιο ξύλο, όπως και οι μακεδονικές σάρισες με μήκος 5,5 – 6,5 μ. | < μεσν. κρανέα < αρχ. ελλ. κράνεια η.

κρανίσιος -ια -ιο: από ξύλο κρανιάς. Το κρανίσιο ξύλο, ιδιαίτερα σκληρό, συνάμα ελαστικό και αντοχής, είναι ιδανικό για την κατασκευή μιας γερής γκλίτσας. Γκοτζ.: Επειδή δεν είχαν διαθέσιμο χτίριο για σκολειό, τα μάζευε σ’ ένα παρεκκλήσι, απ’ αυτά που λειτουργιούνται μια φορά το χρόνο, στη μνήμη του αγίου τους, κι εκεί προσπαθούσε να «τους γιομίσει το κεφάλι» με κρανίσιες βέργες, με τσουκνίδες στα χέρια | < Βλ. & κρανιά η.

κράση η: η ιδιαίτερη κατάσταση του οργανισμού ενός ανθρώπου από την άποψη της φυσιολογίας, ο ιδιαίτερος τρόπος και βαθμός αντίδρασης ενός οργανισμού σε εξωτερικά νοσογόνα αίτια (Τριαντ.) Χρησιμοποιούμε τη φράση «γερή κράση» για να χαρακτηρίσουμε έναν άνθρωπο με καλή υγεία, ένα γερό σκαρί. Σε λίγο καιρό θα ζούνε όσοι έχουν γερή κράση. Σεφ.: πειτα ρχισαν ν φτάνουν ο πουργοί, χλωμο περισσότερο λιγότερο, καθένας κατ τν κράση του | < αρχ. ελλ. κρᾶ(σις) -ση.

κράσος ο: το κρασί.

κρασοπατέρας ο: τακτικός, δεινός κρασοπότης. Γιατί, λίγο πολύ, ήταν όλοι τους μεγάλοι κρασοπατέρες και ήξεραν να εκτιμούν το καλό κρασί. Καρκ.: Ακόμη καμάρωνε στο πλευρό του νοικοκύρη η πλόσκα με κρασί της Ράψανης, που τραβούσε από μακριά κάθε κρασοπατέρα. Χριστόπ.: Θαυμαστοί κρασοπατέρες, τες γαβάθες, σαν μαχαίρες / ξεσπαθώστε μια φορά / κι από δυό, και δυό μονάχοι / σαν ανδρείοι μονομάχοι / ας ρουφούμε τολμηρά.

κρασοπουλειό το: καφενείο, καπηλειό, ταβέρνα όπου σερβίρεται (και) κρασί. Παραδοσ.: Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης κι ο Ρεσούλ Αγάς, / σε κρασοπουλειό πηγαίναν για να φαν να πιούν. Χατζ.: Το βράδυ πηγαίνανε σε δικά τους κρασοπουλειά όπου δεν πατούσαν χωριάτες -μονάχα καϊκτσήδες από το μικρό νησί της λίμνης μπαίνανε καμιά φορά και πίνανε λίγο μαζί τους, πριν γυρίσουν στο νησί τους το βράδυ. – Σ᾿ αυτά τα κρασοπουλειά τα δικά τους, τα τραπέζια ήτανε χαμηλά κι είχανε στη μέση μια τρύπα, για να μπαίνει το χειμώνα το μαγκάλι. Πβ. Παπαδ.:Κρασοπουλεί ο γερο-Κρεμέζος, είπεν ο Αντώνης. -Δεν πάμε να του κάμουμε αλεσβερίσι; | < μσν. κρασοπωλείον < κρασο- + πωλείον.

κράσπετο το: κράσπεδο, το ακραίο τμήμα του πεζοδρομίου προς την πλευρά του δρόμου. Mε το πέρασμα του Ελλησπόντου ο M. Aλέξανδρος άγγιξε τα κράσπεδα του περσικού κράτους. Παπαδ.: Παρεπίδημος μην τν καιρν κενον ες τος λόφους τς Δεξαμενς, ες το Λυκαβηττο τ κράσπεδα. Μ νασηκωμένα τ κράσπεδα τς πενιχρς ποδις της, κα νυπόδητος. – Βάτοι κα κανθαι πέφραττον τς κανονικς λλοτε τμηθείσας διόδους μεταξ τν πρασιν, κα α μαδρυάδες, α κατοικοσαι τ λση τατα βαδίζουσαι, θ ναγκάζοντο βεβαίως ν νασηκώνωσι τ κράσπεδα τν σθήτων ατν, ν θελον ν μ σχισθσιν αται π τν βάτων | < αρχ. ελλ. κράσπεδον: άκρη φορέματος, χώρας.

κρατημός ο & κρατημάρα η: η αυτοσυγκράτηση. Στο ποτό δεν έχει κρατημό. Παρ.: «Με το στόμα μπάρδα μπάρδα, με τα χέρια κρατημάρα

κρατσανώ & κρατσανίζω: κάνω κρατς κρατς, τραγανίζω, είμαι τραγανός, ροκανίζω. Κρατσανίζω παστέλι. Ξυπνάει το ενδιαφέρον ήδη από την πυκνή, ιδιαίτερη κολοκυθόσουπα, με κολοκύθα καπνιστή σε ξύλα αγριομάραθου και λεπτά φιλέ ωμού φρέσκου κάστανου που κρατσανίζουν στο στόμα και προσθέτουν στην υφή. Τα κοφτά τους βήματα κρατσανίζουν στο παγωμένο χώμα, καθώς ανηφορίζουν βαριεστημένα. Νικολ.: κρατσανώ: κροτώ, εκκροτώ· μεταβ: πλήττω, κτυπώ μετά πατάγου· η λέξις πεποιημένη | πιθ. < ηχομιμ.

κρατσανός -η -ο & κρατσανιστός -η -ο: τραγανός. ΦΡ. μτφ. κρατσανός αέρας: ο παγωμένος αέρας με ψιλόχιονο, που φυσάει «σπίθες.» Δημ.: Πααίνοντας, πηγαίνοντας σιμά στα παραθύρια, / ν’ άκουσα γέλια κράτσανα και τούρκικες κουβέντες.

κράχτης ο: αυτός που κράζει, διαλαλεί, ανακοινώνει, τελάλης· μτφ. ότιδήποτε προκαλεί το ενδιαφέρον, τραβάει την προσοχή, Με «κράχτες» κυνηγούσαν τσίχλες πέντε κυνηγοί που εντοπίστηκαν από ομοσπονδιακούς θηροφύλακες. Οι αγγελίες κράχτες για γέλια και κυρίως για κλάματα έχουν απλωθεί παντού. Στις εφημερίδες, στο διαδίκτυο, στις κολώνες της ΔΕΗ, δίπλα στα δεκάδες ενοικιάζεται. Οι προσφορές λειτουργούν σαν κράχτες για τους καταναλωτές. Πάλλ.: …του Δία η κόρη η Αθηνά, μ᾿ όψη σα νάταν κράχτης, / φώναζε του λαού σωπή να κάνουν, για ν᾿ ακούσουν.

Κρεατινή η: η εβδομάδα της Τσικνοπέμπτης, που τρώμε κρέας. Οι τρεις εβδομάδες των Αποκριών ονομάζονται κατά χρονική σειρά Προφωνή, Κρεατινή και της Τυροφάγου. Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται «Κρεατινή» ή «Ολόκριγια.» Είναι η εβδομάδα που δεν κρατούν τη νηστεία ούτε της Τετάρτης και Παρασκευής. Λέγεται και «άρτσι βούρτσι», δηλ. άνω-κάτω καθώς κορυφώνεται η κρεοφαγία. Η Πέμπτη της εβδομάδας αυτής είναι η Τσικνοπέμπτη. Παρ.: «Της Κρεατινής τα κομμάτια τα τρώει η Τυρινή και της Τυρινής τα σκυλιά.»

κρεατοκόβομαι: πιάνομαι, έχω έντονους πόνους σε συγκεκριμένα σημείο του σώματος, στα κρέατα, καταπονώ το μυϊκό μου σύστημα.

κρεβατομουρμούρα η: μουρμούρα στο κρεβάτι, πριν τον ύπνο. Τσιφ.: Και πρώτος που έγινε Χριστιανός, λόγω της κρεβατομουρμούρας της γυναίκας του, ήτανε ο ίδιος ο βασιλιάς.

κρεβατώνω & κρεβατώνομαι: ρίχνω, πέφτω στο κρεβάτι, ξαπλώνω, αρρωσταίνω. Κρεβατώθηκαν πολλοί από γρίπη. Παιδάκια που μαζεύουν τις μπάλες κρεβατώθηκαν με ανεμοβλογιά, ιλαρά και ερυθρά. Καρκ.: …κουτσόν τον επέρασε μέσ᾿ από τις αγορές· κουλόν τον εστήριξε· παράλυτο τον εκρεβάτωσε· φοβισμένο τον εφύλαξε | < μσν. κρεβάτι(ον) < ελνστ. κραβ(β)άτιον υποκορ. του κράβ(β)ατος.

κρεμαντζούλα η & κρεμαντζούλτζμα το: κρέμασμα. Αίν.: «Την ημέρα πλάτσα πλάτσα και το βράδυ κρεμαντζούλα.» (τα παπούτσια, τσαρούχια – Καρδίτσα.).

κρεμαντζουλ(ν)ιέμαι: κρεμιέμαι. Γκότζ.: – Να ᾿χεις το νου σου να μην τσακίσεις κάνα κλωνάρι αυτού που κρεμαντζλιώσαι στη σκαμνιά!. Πβ. Αίν.: «Κρέμεται κρεμέντουλας και κρεμεντουλίζεται και περνούν οι βάισες: ώιμε κι ας το ᾿χαμεν.» (σφαχτό και σκυλιά – Χίος).

«κρέμασε τα χνιά»: μτφ. ΦΡ. κατέβασε τα χωνιά, μτφ. τα μούτρα, θύμωσε, ξίνισε | < χωνί < μσν. χωνί < χωνίον υποκορ. του αρχ. ελλ. χώνη.

κρεμεζής -ια -ι: κόκκινος, κοκκινωπός, πορφυρός, που έχει το χρώμα του κρεμεζιού. Δημ.: Παίρνω τα ρόδα στο κρινί, τα μήλα στο μαντήλι / παίρνω και το γλυκό φιλί στο κρεμεζί μ᾿ τ᾿ αχείλι. – Το πράσινο ᾿ναι Βενετιά, το κρέμιζο ᾿ναι Πόλη. Πβ. Παπαδ.: Τρες γυνακες μ τ μαρα εχαν παρουσιασθ, μέρα μεσημέρι, ες τ σταυροδρόμιον, σιμ ες τν οκίαν της. πρώτη τούτων το μαύρη, κατάμαυρη τ πρόσωπον, δευτέρα το κίτρινη φλωρί, τρίτη το κόκκινη κρεμίζι | < κρεμέζι το: κόκκινη χρωστική ουσία που παράγεται από ένα είδος εντόμου | < ιταλ. chermes < αραβ. qirmizī κατά το κρεμεζί.

κρένω: απαντώ, αποκρίνομαι, μιλάω, φωνάζω, καλώ. ΦΡ. Κρίνε, μούτε!. Παρ.: «Αν μιλείς και δε σ᾿ ακούνε, τάξε πως στο μύλο κρένεις.», «Κρένε, κρένε, φλύαρε, όσο νάρθει η γνώση σου.», «Άλλα σκέπτονται τα βόδια, κι άλλα κρένει ο ζευγολάτης.», «Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.» Μακρυγ: Ες ατ λοι πο ταν κε, τόσοι πλαρχηγο σημαντικο Πελοπόννησος, Σπάρτης, Ρούμελης κα νησιν, δν κρένει κανένας. Πβ. Καρκιδ.: Τη χώρα τούτη τώρα δώδεκα ρηγάδες αφεντεύουν, / περίλαμπροι, και τριτοδέκατος εγώ λογιέμαι ατός μου (δώδεκα γρ κατ δμον ριπρεπέες βασιλες / ρχο κραίνουσι, τρισκαιδέκατος δ᾿ γ ατός). Παραδοσ.: Αγγέλω κρένει η μάνα σου / δεν ξέρω τι σε θέλει / να πας Αγγέλω για νερό / να πιουν τα παλληκάρια. Ότι σου κάμει ο βασιλιάς, όλα να τα πομείνεις / κι αν σου μιλήσει, μη μιλείς, κι αν κρίνει, μη του κρίνεις. Πβ. Παπαδ.: Χαΐρι κα προκοπ ν μν δς, κα σν φίδι κολοβ ν σέρνεσαι χάμου. Μεγάλο ξαφνικ ν σ ερ κα κακ μαντάτο ν σο ρθ, ν κρένεσαι κα ν καίεσαι κα μερωμ ν μν χς, σο σο κλεψα γ ροχα | < μεσν. κρένω < αρχ. ελλ. κρίνω.

κρεπ το: είδος μαλακού, αντιολισθητικού πλαστικού που χρησιμοποιείται σε σόλες παπουτσιών· ακατέργαστο καουτσούκ, από το οποίο κατασκευάζονται σόλες υποδημάτων· με κρεπ έφτιαχναν παλιότερα κόλλα ειδική για ξόβεργες. Μπαλαρίνα με σόλα κρεπ. Τακούνια από κρέπ… Φύλλα κρεπ πουλούσανε και οι τσαγκάρηδες. Από εκεί έπαιρναν τα παιδιά ή έβγαζαν την κρεπ σόλα από παλιά παπούτσια και έβραζαν το κρεπ… Το έβραζαν σε κατσαρολάκια, το κρεπ έλιωνε στη φωτιά και λιγόστευε κατά τα 2/3 από θέμα βάρους κι όγκου! Σε κατσαρολάκια πλέον κι όχι σε κέρατο έφτιαχναν την κόλλα κι ήτανε πολύ αποτελεσματική! | < γαλλ. crêpe.

κρέπι το: μεταξωτό μαντίλι· λεπτό μαύρο ύφασμα με το οποίο διακοσμούν σε ένδειξη πένθους ένα χώρο· μαύρο πέπλο που φορούν οι βαρυπενθούσες γυναίκες. Μαλ.: Ολίγον αργότερον, οι γυναίκες φορούσαν «τα κρέπια», τα οποία ακόμα και τώρα μερικές τα φορούν. Το κρέπι ήταν μαντίλι μεταξωτό, σκούρου χρώματος μαύρου, μπλε ή καφέ, με ταντέλλα μαύρη γύρω γύρω, που εδένετο σαν καπέλο | < γαλλ. crêp(e) -ι.

κρήνη η: βρύση, κτίσμα για τη συλλογή και τη διανομή του νερού μιας πηγής, ενός αγωγού κτλ.., με ένα ή με περισσότερους κρουνούς. Εκεί βρίσκονται τρεις κοινοτικές κρήνες και πλακόστρωτο καλντερίμι. Φρόντιζαν να κατασκευάζουν υδραγωγεία και κρήνες. Ρίτσ.: Πού πέταξε τ᾿ αγόρι μου / πού πήγε, πού μ᾿ αφήνει. / Χωρίς πουλάκι το κλουβί / χωρίς νερό η κρήνη. Ελύτ.: Σ᾿ όλες τις κρήνες σ᾿ όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναενώνεται | < αρχ. ελλ. κρήνη. Βλ. & χλωροτύρι το.

κρησαρίζω: κοσκινίζω. Παρ.: «Αν βρέξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης πέντε δέκα, να ιδείς το κοντοκρίθαρο πως στρίβει το μουστάκι, να ιδείς και τις αρχόντισσες πώς ψιλοκρησαρίζουν, να ιδείς και τη φτωχολογιά πώς ψιλοκοσκινάει.» | < κρησάρα η: κόσκινο με πολύ λεπτό δίχτυ.

κριάς το: το κρέας, η σάρκα των ζώων ως τροφή του ανθρώπου. Πβ. Τρώτε το κριάς αζύγιαστο: μτφ. είστε πλούσιοι (Κολ.). Πάλλ.: …μόν ίσα εδώ θα σου ριχτώ, και τρύπα μου τα στήθια / αν σ᾿ τόταξε ο θεός. Μα δες να μου γλυτώσεις πρώτα / απ᾿ το χαλκό μου, που άχ! στο κριάς να σου χωνέψει μέσα! Καζαντάκ.: …ψωμί και μοίρασεν ο Πάτροκλος σ᾿ ώρια πανέρια μέσα / το κρέας ωστόσο στο τραπέζι τους το μοίραζε ο Αχιλλέας (Όμηρος: Πάτροκλος μν στον λν πένειμε τραπέζ / καλος ν κανέοισιν, τρ κρέα νεμεν χιλλεύς. Αίν.: «Απ᾿ όξω κριάς, από μέσα πετζί.» (στομάχι κότας – Σάμος). Παρ.: «Το φτηνό το κριάς το τρώνε τα σκυλιά», «Το κριάς με το κόκαλο πουλιέται.», «Η φλόγα ψένει το κριάς, το κάρβουνο το ψάρι.» | αρχ. ελλ. κρέας.

κριθαράκι το: είδος ζυμαρικού, του οποίου το σχήμα μοιάζει με τον κόκκο του κριθαριού· μτφ. μικρό φλεγμονώδες εξόγκωμα στην άκρη του βλεφάρου. Βάζουμε στη γάστρα το κριθαράκι, τον μαϊντανό, τον σπιτικό ζωμό και το αλατοπίπερο | < κριθάρ(ι) υποκορ. -άκι. Βλ. & γιουβέτσι το.

κριθαρότο το: φαγητό με κριθαράκι, μανέστρα, χωρίς ζωμό. Κριθαρότο με τοματίνια, λιαστή ντομάτα και φέτα. Βλ. & κριθαράκι το.

κρικέλλα η & κρικέλλι: ο κρίκος, ο χαλκάς, μεταλλικός συνήθ. κυκλικής διατομής δακτύλιος, ο οποίος χρησιμεύει ως στοιχείο σύνδεσης ή ως στοιχείο ανάρτησης. Μακρ.: Ότι κρικέλλα δεν έχει η γης να την πάρη κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός, ούτε ο αδύνατος και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράμα και μόνος του δεν μπορεί να πάρη το βάρος και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να μην φαντάζεται να λέγη ο αίτιος εγώ να λέγη εμείς. Παπαδ.: …αγωγιάται, έχοντες δεμένον τον όνον των απ᾿ αυτής της κρικέλλας του παραστάτου της θύρας | < circellus < αρχ. ελλ. κρίκος: δαχτυλίδι στον ιμάντα του στήθους των αλόγων, για να δένεται στον πάσσαλο (ἕστωρ) στο τέλος του ρυμού του αμαξιού, σε Ομήρ.: μικρές τρύπες στα πανιά, μέσω των οποίων διέρχονται και σύρονται τα σχοινιά. Βλ. & πυξάρι το.

κρίμα το: πράξη αξιόμεμπτη, κυρίως ως παράβαση θείας εντολής ή ηθικής επιταγής· αμαρτία, ατυχία ή αδικία. Πήρε το κρίμα στον λαιμό του. Δημ.: Η αγάπη μου εδιάβανε στην εκκλησιά πηγαίνει / -Κόρη μ᾿ σαν πας στην εκκλησία προσκυνά και για μένα / να σχωρεθούν τα κρίματα που ᾿χουμε καμωμένα. -Κι η μάνα τους τους έλεγε και η μάνα τους τους λέει: -Παιδί μ’, τι κρίμα έκανες κι είσαι κριματισμένος; Παρ.: «Άπλυτα και κρίματα γρήγορα μαζώνονται.», «Τα χρήματα και τα κρίματα δεν ξέρονται.» | < Βλ. & κρίμας, χαλνώ, Γούμενος ο.

κρίμας: επίρρ. κρίμα, ως έκφραση λύπης, οίκτου, επίπληξης ή συμπάθειας. Παπαδ.: Τί κρύβεις τ τάλαντον, μο λεγε, βρ δερφέ; Θ δώσς λόγο, ν τ ξέρς. Κρμας τ νάμι κα τ καμάρι, κρμας τος κόπους κα τ ξοδα, κρμας! | < αρχ. ελλ. κρίμα: απόφαση, κρίση· στην ελνστ. σημ: θεϊκή κρίση, καταδίκη, ποινή, ευθύνη. Βλ. & νιζάμι το.

κριματίζομαι: παίρνω κρίμα. Δημ.: Μάνα μην κριματίζεσαι, μάνα μην παίρνεις κρίμα, εμένα ο γιος που μ΄ αγαπάει λείπει μακριά στα ξένα | < Βλ. & κρίμας.

κριό χαμπάρι: ντιπ χαμπάρι· λέγεται γι᾿ αυτόν που δεν καταλαβαίνει, δεν παίρνει είδηση. Βλ. χαμπάρι το.

κρίταμο το: κρίθμον το παραθαλάσσιο (Crithmum maritimum) φυτό με σαρκώδη, λεία και επιμήκη φύλλα· από την αρχαιότητα θεωρήθηκε εξαιρετικό διεγερτικό για την όρεξη· φυτρώνει σε παραθαλάσσια και αμμουδερά μέρη. Παπαδ.: Αφού έφαγαν εις μίαν ώραν όλην την κάππαριν και όλα τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, όσαι ήσαν φυτρωμέναι εκεί, έβλεπαν καλώς ότι, διά να ξαναβοσκήσουν, έπρεπε να περιμείνουν εβδομάδες ή μήνας τινας, εωσού ξαναφυτρώσουν πάλιν άλλη κάππαρις και άλλα κρίταμα | < πιθ. αρχ. ελλ. κριθή: το κριθάρι.

κριτσινώ: παράγω τον οξύ ήχο κριτς, τρίζω, βγάζω τριγμούς. Λ.χ. κριτσινάει το κρεβάτι, το (καλό) καρπούζι όταν κόβεται, το κλωνάρι όταν σπάει κ.α. Χρησιμοποιείται και με άλλες σημασίες, λ.χ. κριτσίνισα το αμάξι στα 200 χμ. (: πάτησα το γκάζι μέχρι τα 200 χμ. ανά ώρα), Ποιος σού κριτσίνισε (σου φόρτωσε, σου πούλησε) αυτό το σαράβαλο; Πού το κριτσίνισες αυτό; (πού το βρήκες, πώς βρέθηκε στα χέρια σου;) | < πιθ. ηχοποιημ.

κριτσίνισμα το: τρίξιμο, τριγμός, οξύς διαπεραστικός θόρυβος | Βλ. & κριτσινώ.

κρίτσκα: επίρρ. που δηλώνει συνηθ. υπερφόρτωση, στα γεμάτα, πλήρως, μέχρι επάνω, σε αφθονία. Λ.χ. Βρήκα μια γκορτσιά, κρίτσκα ζιούκες. Νικολ: κρέσκου και κρίσκου (kresku, krisku): αυξάνω, μεγαλώνω, ανατρέφω· αμεταβ: αυξάνομαι, μεγαλώνω. < λατιν. cresco: αυξάνω.

κριτσκάρω & κριτσκώνω: γεμίζω, πληρώ όσο γίνεται περισσότερο. Κρίτσκωσε την καρότσα μπάλες τριφύλλι.

κριτσμάς ο: το φαγοπότι, γλέντι που οργανώνεται με έξοδα του νοικοκύρη μετά την αποπεράτωση ενός έργου, όταν ολοκληρώνεται μια δουλειά, λ.χ. της κατασκευής σπιτιού ή άλλου οικοδομήματος. Στον κριτσμά συμμετείχε όλο το μπουλούκι των χτιστάδων. Απόψε έχουμε κριτσμά.

κροκάρι το: μικροί βολβοί, ο σπόρος του κρεμμυδιού, κρεμμύδι που μόλις σχηματίστηκε, μικρό κρεμμύδι, που χρησιμοποιείται ως σπόρος· κρεμμυδάκι για φύτεμα. Φυτέψαμε κροκάρι. Αραβαντ.: κουκαρίκι το: ο καρπός της οπώρας, κόκκος | < υποκορ. του αρχ. ελλ. κόκκος.

κρομμύδι το: κρεμμύδι, βολβώδες φυτό με κυλινδρικά φύλλα καθώς και ο αποξηραμένος συνήθ. βολβός του, που έχει γεύση και οσμή έντονη και καυστική και που τρώγεται είτε ωμός, ως συνοδευτικό σε σαλάτες, είτε μαγειρεμένος. Συνθ. νεροκρόμμυδο: γλυκό, μεγάλο κρεμμύδι. Όμηρος: …χάλκειον κάνεον, π δ κρόμυον ποτ ψον, / δ μέλι χλωρόν, παρ δ λφίτου ερο κτήν (κανίστρι χάλκινο, και μέσα του κρομμύδι για προσφάγι, / να πίνουν, μέλι ακόμα ολόξανθο και κρίθινο άγιο αλεύρι – Καζαντζάκ). Παρ.: «Όλη η έγνοια μας κρομμύδι κι η αφαντασιά μας σκόρδο.», «Κόβει το νερό απ᾿ τα πράσα και το βάνει στα κρομμύδια.», «Των γερόντων τα παιχνίδια, όλο σκόρδα και κρομμύδια.» | < μσν. κρεμμύδι(ν) < υποκορ. του ελνστ. κρέμμυον < αρχ. ελλ. κρόμμυον ή ίσως < αρχ. ελλ. κρέμμυον.

κροντίλι το: παγωμένο ζωικό λίπος, έβγαινε καλούπι.

κρόσσι το: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. (Τριαντ.)· φλόκι. Κρόσσια για ρούχα και τραπεζομάντιλα. Αίν.: «Σφαλώ το σεντουκάκι μου, αφήνω κρόσσ’ απέξω.» (τα μάτια – Χίος). | < ελνστ. κροσσίον. Βλ. & μισάλι το.

κρουνός ο: εκροή από ειδικό σωλήνα ή στόμιο με μεγάλη συνήθ. διάμετρο, η οποία επιτρέπει την ορμητική και σε μεγάλη ποσότητα διοχέτευση νερού. Πιστοποιημένος Κρουνός Ορειχάλκινος Γωνιακός. Σφαιρικοί κρουνοί – Ολικής διατομής. Πυροσβεστικοί Κρουνοί. Καζαντζ.: Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο | < αρχ. ελλ. κρουνός.

κρούστα η: λεπτό στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρού ή άλλου υλικού. Φύλλο για πίτες, ιδανικό για όλων των ειδών τις πίτες με ελαφρύ & ελαστικό φύλλο κρούστας που δουλεύεται εύκολα χωρίς να σπάει. Ξεχάσατε την κατσαρόλα σας στην φωτιά και το ψητό σας «έπιασε» αφήνοντας στον πάτο του σκεύους μία κρούστα μαύρη; Η αντίσταση έπιασε κρούστα και δεν πύρωνε μπροστά αλλα μονο πίσω | < λατ. crusta ή μέσω του ιταλ. crosta. Βλ. & παΐδι το.

κρουσταλιάζω: παγώνω πολύ, γίνομαι κρύσταλλο από το κρύο, ψύχομαι. Καρκ.: Βοριάς εξύριζε τα πέλαγα, πάγωνε τ᾿ ακρογιάλια, κρουστάλλιαζε τα στοιβαγμένα χιόνια στα βουνά. Βλ. & άμπουρας ο, κρούσταλλο το.

κρούσταλλο το: κρύσταλλο, πάγος. Παρ.: «Γενάρης με τα κρούσταλλα, Φλεβάρης με τα χιόνια.» | < μσν. κρύσταλλο(ν) < αρχ. ελλ. κρύσταλλος. Βλ. & κρουσταλλιάζω.

κρούω: χτυπώ, δέρνω, βαρώ. ΦΡ. Τον σκότωσε κρούοντας: τον έσπασε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ. Στίχ.: Κρασί μ᾿ σε πίνω για καλό και ᾿συ με κρους στον τοίχο. Κρουν τα βιολιά: παίζουν τα βιολιά. Λες και κρουν τα χιόνια: λες και βαρούν τα χιόνια, λες κι έχει κακοκαιρία, πολύ κρύο. Σκαρ.: Πάλε τις φούχτες έκρουε ο Γιάννης ο Μπαρδέλιας ο βαρκάρης, πάλε μεθυσμένος ήταν, πάλε ούλα δικά του. Αυτός πλερώνει. Ερωτ.: Μόνο με κάποιους γέροντες συχνιά ήπρασσε, ν᾿ ακούγει για κείνην οπού στην καρδιά με το σφυρί τού κρούγει. Παρ.: «Φταίει το γομάρι και κρουν το σαμάρι.», «Όπου πονεί το δόντι, εκεί κι η γλώσσα κρούει.» Δημ.: Έχω και τον χρυσόν αετό / τον χρυσοπλουμισμένο, / πάνω στην πέτρα κάθεται / και με τον ήλιο λέγει: / «Ήλιε μ᾿, δεν κρους τ᾿ αποταχύ, / μον᾿ κρους το μεσημέρι, / να ζεσταθούν τα νύχια μου / τα νυχοπόδαρά μου.» Εμάς ο ήλιος την αυγή σαν κρούει να πρωτοβλέπει, να μας ζηλεύουν οι αητοί, να μας ξυπνούν τ᾿ αηδόνια | < αρχ. ελλ. κρούω.

κρυάδα η: κρύο, ψύχος, χαμηλή θερμοκρασία· αποτυχημένο, ανόητο αστείο ή φράση· αίσθηση ρίγους. Το ρίγος είναι η αντίδραση του οργανισμού σε οποιοδήποτε ερέθισμα που τον κάνει να αυξήσει με απότομο τρόπο την άμυνά του. Οι κρυάδες που αισθανόμαστε όταν ανεβάζουμε πυρετό, όταν είμαστε κουρασμένοι, ακόμα και όταν έχουμε κόψει απότομα το κάπνισμα ή το φαγητό, είναι όλα ο τρόπος του οργανισμού να αντιμετωπίσει την επίθεση που νιώθει πως δέχεται από κάποιον παράγοντα που θεωρεί εχθρικό. Με τις κρυάδες μου με γνώρισες, έτσι έσπασε ο πάγος μεταξύ μας και μ’ αυτές μ’ ερωτεύτηκες. Παρ.: «Ο νιός από τη λεβεντιά ψοφάει της κρυάδας.» Παπαγ.: Ο ψυχισμός του γραφιά είναι αλλόκοτος μπαξές! Ο πιο αποτυχημένος στιχοποιός, αντί να δεχτεί ότι γράφει κρυάδες και σούπες, μεταμφιέζεται σε αδικημένη μεγαλοφυΐα και τη βγάζει καθαρή.

κρυαδιάζει: βάζει κρύο, κάνει ψυχρό, δροσερό καιρό.

κρυολίνη η: η κρεολίνη, υγρό φάρμακο, σαν σιρόπι, το χρησιμοποιούσαν κι ως γιατρικό πάνω σε πληγές ζώων· έχει αντισηπτικές ιδιότητες, γι` αυτό και παλαιότερα τη χρησιμοποιούσαν για την απολύμανση κτιρίων, χώρων και πραγμάτων. Η κρεολίνη είναι ερυθροφαιό υγρό με ερεθιστική γεύση και χαρακτηριστική οσμή, που θυμίζει τη μυρωδιά του κατραμιού, από το οποίο προέρχεται. Κρεολίνη. Εξαιρετικό απολυμαντικό γενικής χρήσης. Αραιώνεται 1/100 σε νερό. Κατάλληλο για νοσοκομεία, δημόσιους χώρους, κτηνοτροφεία κλπ.

κρυψώνα η: μέρος που μπορεί να κρυφτεί κάποιος ή να κρύψει κάτι. Οι καλύτερες κρυψώνες για τα λεφτά σας. Δημιουργήστε εξαιρετικές κρυψώνες στο σπίτι για να έχετε το κεφάλι σας ήσυχο κάθε φορά που θα χρειαστεί να λείψετε. Ελύτ.: Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου.

κρυώνης ο: μτφ. ο τεμπέλης, υπερβολικά ευαίσθητος (που όλο κρυώνει;), καλομαθημένος, αργόσχολος. Υποκορ. κρυωνάκος: ο τεμπελάκος. Τι χαλεύει [σ.σ. θέλει, γυρεύει] ο κρυωνάκος; λέει ο ένας παππούς στον άλλο μην καταλαβαίνοντας.

κταμένος ο: ταμένος, αποκλειστικός, αφοσιωμένος, αφιερωμένος στην υπηρεσία ενός σκοπού, στο Θεό ή σε κάποιον Άγιο. Ελύτ.: Έφερα τη ζωή μου ως εδώ, πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο.

κτούλι το: κουτάκι, μικρό κουτί.

κτσός -ια -ο: κουτσός. ΦΡ.: «Δα του βρει η κτσιά τ᾿ αρνί»: θα βρει η κουτσή (προβατίνα) το αρνί της. Σημαίνει θα βρεθεί τρόπος να γίνει κάτι, μια δυσκολία, ένα πρόβλημα ή ένα μειονέκτημα μπορούν να ξεπεραστούν | < μσν. κουτσός.

κιρατζιλίκι το: το επάγγελμα, η δουλειά του κιρατζή, μεταφορά εμπορευμάτων | < Βλ. & κιρατζής ο.

κιρατζής ο: αγωγιάτης, οδηγός καραβανιού, μεταφορέας, αγωγιάτης, μουλαράς. Πετρ.: …φασουλάδα σερβιριζότανε στα χάνια. Μάλιστα στα Πηλειορίτικα χάνια ήτο το αγαπημένο έδεσμα των αγωγιάτηδων, των κυριαζήδων· αρχικιρατζής: ο επικεφαλής, αρχηγός του καραβανιού· ήταν αρχικιρατζής, πριν φύγει από την Αβδέλλα, είχε οργώσει την Βαλκανική, έχοντας το κιρατζιλίκι ως επάγγελμα | < κιρά: ναύλο, αραβιστί & από εκεί, τουρκιστί kiraci: ενοικιαστής, πραματευτής, εμπορευόμενος ή ιδιοκτήτης μέσων μεταφοράς (μουλάρια, κάρα κλπ.) που ανελάμβανε αγώγια σε μακρινές αποστάσεις με καραβάνια.

κόφα η: το μεγάλο, βαθύ κοφίνι. Παπαδ.: θα επήγαινε να ταξιδεύσει και θα έφερνεν από τα ταξίδια «κόφες τα τάλλαρα», καθώς είχεν ακούσει να διηγούνται διά τα πλοία όσα ανέβησαν εις την Μαύρην Θάλασσαν, κατά τον πόλεμον τον Κριμαϊκόν, ότι είχαν γεμίσει το αμπάρι από τάλλαρα και τα εμοίραζαν «με κόφες» εις τους συντρόφους, τον λοστρόμον και τους ναύτας και αυτόν τον μούτσον… | < μσν. κόφα αντδ. < ιταλ. coffa < ισπαν. cofa < αραβ. quffa < αρχ. ελλ. κόφινος.

κυαλάρω: κοιτάζω με τα κυάλια, βλέπω από μακριά, εποφθαλμιώ, μπανίζω. Τσιφ.: Με ορμητήριο λοιπόν την Κέρκυρα έβαλε στο μάτι την Ελλάδα ο Ντ᾿ Ανζού. Απάνω που την κυαλάριζε, νάσου τρακάρει με τον Μπαλντουίν, τον εξόριστο Φράγκο αυτοκράτορα.

κυνηγάρης ο: κυνηγός. Δημ.: Τι έχεις, κυνηγάρη μου, κι όλο με τριγυρίζεις; / Ειν᾿ πέρδικες κι άλλες πολλές, σύρε να κυνηγήσεις.

κυπρί το: μπρούτζινο κουδούνι σε σχήμα κόλουρου κώνου, το οποίο κρεμούν στο λαιμό μεγάλων ζώων (προβάτων, κατσικιών κτλ.). Ο σαρακατσάνος τσοπάνος δεν παίζει απλά την γλυκιά του φλογέρα, αλλά συνταιριάζει τους ήχους της φλογέρας του με το νήχο των κουδουνιών ή του κύπρου των προβάτων όταν αυτά βαράνε τα κουδούνια τους και τα κυπριά τους. Γκοτζ.: Κι αντιλαλούσαν τ’ αγνάντια κι οι πλαγιές από το λάλο των κύπρων, και των κουδουνιών με τα μακριά γλωσσίδια και τους ήχους τους γλυκούς. Νικολ.: κυπρί το: ο εξ ορειχάλκου μικρός και κομψός κώδων των ζώων. Καρκ.: Ας άκουε το κυπρί του να γλυκοκουδουνίση άλλη μια φορά και ας έλειπαν όλα. Εκ του cyprum και cuprum: ορείχαλκος, ο και κύπριος λεγόμενος | < μσν. κυπρίον < λατ. cyprium: μέταλλο της Κύπρου, χαλκός < αρχ. Κύπρ(ος) -ium. Βλ. & γαργαλέτσι το.

κυρά η: κυρία, ενήλικη γυναίκα, νοικοκυρά, οικοκυρά. Δημ.: να ιδώ και την κυρίτσα μου πώς στρώνει, πώς κοιμάται, / πώς στρώνει στα τριαντάφυλλα, γυρνιέται στα λουλούδια. Βλ. & αρνίθι το, παράχαρος ο, ασκηταριό το, αχούρι το, άχτι το.

κυράτσα η: σκωπτικά, κάπως υποτιμητικά η κυρά, κυρία, σύζυγος, μτφ. η κουτσομπόλα, φλύαρη, φωνακλού, φασαριόζα. Οι κυράτσες της πλατείας. Δεν εντυπωσιάζομαι απ’ αυτά. Αυτά είναι για τις κυράτσες. Παρ.: «Τι κυράτσα ράφτισσα, τι κυράτσα παπαδιά, άντρας σου με το φελόνι, άντρας μου με το βελόνι.» Δημ.: Καβάδι μου λιανόρραφτο και λιανοπατημένο / να το ᾿ξερε η κυράτσα σου, πως σ᾿ έχω φιλημένο | < μσν. κυράτσα < κυρ(ά).

κύρης ο: ο πατέρας, ο σύζυγος ή γενικά ο αρχηγός της οικογένειας, ο αφέντης. Δημ.: Ποιά σκύλα μάνα σ᾿ έκαμε, κι ο κύρης σου ποιός ήταν; / -Η μάννα μου όταν χήρεψε δεν μ᾿ είχε γεννημένον, / κι ώμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω. Παρ.: «Αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου και ελιά του παππού σου.», «Κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα.», «Αγαπώ παιδί για κύρη και σκυλί για νοικοκύρη.» Πβ. «Όταν σπάσει το καράβι γίνονται όλοι καραβοκύρηδες | < μσν. κύρης < αρχ. κύριος: που έχει εξουσία, αφέντης. Βλ. & κοράσι το, κοριτσούδιτο, κουρκούτι το, κανακεύω.

κυριλές ο: αυτός που έχει κομψή, καλόγουστη, σένια, προσεγμένη εμφάνιση, πολύ καθώς πρέπει, που αρμόζει σε κύριο, επίσημο πρόσωπο· ως επίρρ. κυριλέ: κομψά, λόπως πρέπει, σένια· επίθ. κυριλέδικος -η -ο. Δεν υπάρχει χρόνος και χώρος για επιχειρήματα. Μούφα ο προπονητής. Κατσίκια οι παίκτες. Τα συστήματα είναι για τους κυριλέδες. Έψαχνε να το πασάρει σε καλοντυμένους χοντρούληδες, μεσόκοπους κυριλέδες, και όχι σε τίποτα βρωμιάρηδες. Ροκ εν ρολ… ρε κυριλέδες! Δεν το περιμέναμε! Η Κατερίνα Σ. είπε να γίνει… κυριλέ! Δες τι φόρεσε! Ο τύπος στο bar με το κυριλέ πουκαμισάκι του και τα μακριά μαλλιά βουτηγμένος σε τόνους κολόνιας κάνει κολπάκια με τα μπουκάλια | < κύρι(ος) -έ (το -λ- ίσως με βάση το επίθημα -ίλα).

κωθώνι το: μτφ. βλάκας, ανόητος, κάθαρμα, άνθρωπος ανέντιμος, ανυπόληπτος, κουτός, τιποτένιος, μπατάκι. Να κλείσουμε το δρόμο στους σκερβελέδες και στα κωθώνια.Τα κωθώνια κοιμούνται όρθια | πιθ. κώθων, -ωνος, ὁ: λακωνικό δοχείο που προοριζόταν για την πόση, κύπελλο.

κωλάδικο το: μαγαζί, κατάστημα με ποτό, μουσική και γυναίκες «ανήθικης» διαγωγής, επαγγελματίες, αλλά όχι απαραίτητα πόρνες. Παπαγ.: Πέρασα περίπου 15 χρόνια σε ταβερνεία, καφενεία, σκυλάδικα, κωλάδικα και τα ευχαριστήθηκα από βάθους καρδίας. Τώρα, όμως, είμαι στη σύνταξη μετά πολλών επαίνων.

κωλέ το: τρόπος χτυπήματος, παίξιμο στο μπιλιάρδο. Η μπίλια βρίσκει την άλλη στο κέντρο και από πίσω, στον κώλο, με κατάλληλα φάλτσα.

κωλοβελόνης ο: καλικάντζαρος. «Καλικάντζαροι, Καλιτσάντεροι, Κωλοβελόνηδες…», τα δαιμόνια του Δωδεκαήμερου. Βλ. & παγανό το.

κωλοκουρίζω & κωλοκουρεύω: κουρεύω στα γρήγορα με την ψιλή ή το ψαλίδι. Το πρώτο κούρεμα των προβάτων γινόταν γύρω από τον κώλο και τα άκρα, για να καθαρίζει το ζώο και να αρμέγεται καλύτερα. Έμενε για τη δεύτερη κουρά η ράχη και τα πλευρά του ζώου, όπου υπήρχε κυρίως το μαλλί. Οι Βυζαντινοί έλεγαν «κουρά», το κούρεμα και «κουράζω», το κουρεύω. Παρ.: «Ποιος είχε γνώση κούρευε και δεν εκωλοκούρευε.»· ο Αραβαντινός γράφει για την παροιμία: Προς τους πολυμύλους, οίτινες διατάττοντες τους ποιμένας ίνα κωλοκουρεύωσι τα πρόβατα δίδουσι ευκαιρίαν αυτοίς εις το υπεξαιρείν ουσιώδες μέρος του προβάτειου μαλλίου. Η παροιμία έχει ελαστικότητα, αινιττόμενη επί τοις άλλοις και τους στερούμενους των ουσιωδέστερων ωφελειών διά της επισπέυσεως και ανυπομονησίας των | < μσν. κουρεύω < κουρ(ά) -εύω (αρχική σημ.: κουρά μοναχών κατά την είσοδο σε μοναστήρι).

κωλουκούρισμα το: ελαφρύ, πρώτο, κούρεμα των ζώων, μόνον γύρω από τα πόδια και τα οπίσθια. Η κανονική κουρά γίνεται αργότερα | < Βλ. & κωλοκουρίζω.

κωλόκουρο το: κατώτερης ποιότητας μαλλί που βγαίνει από το κωλοκούρισμα. Αραβαντ. αναφέρει κωλόκουρον, κουρόμαλλο: το ευτελέστερο μαλλί των προβάτων. Βλ. & κωλοκουρίζω | < κώλος < μσν. κώλος < ελνστ. κῶλος: πρωκτός < αρχ. κῶλον: μέλος του σώματος | < Βλ. & κωλοκουρίζω.

κωλομέρι το: το μισό του κώλου, κωλί, ο γλουτός Πάλλ.: Τότε ο Μηριόνης τρέχοντας κατόπι τον προφταίνει, / και μιά του δίνει κονταριά δεξά στο κωλομέρι | < κωλο- + μερ(ί) -ι.

κωλοπανίζω: φροντίζω κάποιον ακόμα και για τις βασικές ανάγκες, αλλάζω πάνες, περιθάλπω κάποιον που δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί. Δεν ήθελε άλλα εγγόνια να κωλοπανίζει. Βλ. & κωλόπανο το.

κωλοπετσωμένος -η -ο: έμπειρος, μαθημένος σε δύσκολες ή ασυνήθιστες καταστάσεις· άνθρωπος «της πιάτσας»· κονομημένος, που έχει λεφτά ή περιουσία. Τσιφ.: Η Άννα, κολοπετσωμένη, την έριξε: Έλα αύριο τ᾿ απόγευμα στο δώμα μου να συναντηθείτε. Κωλοπετσωμένη, τσαμπουκαλού και μαχητική. Αλλιώς δεν μπορείς να ζήσεις στο Παλένκε. «Κωλοπετσωμένη γυναίκα», έλεγε η μάνα του στο Δημητράκη. «Το γιο της είπε θα τον σπουδάσει και το έκανε.» Δεν χρειαζόταν να ανησυχεί καθόλου για τούτη την κοπέλα. Κωλοπετσωμένη, έξυπνη και σκληρή με τα όλα της. Η γιαγιά στο χωριό να αγοράζει π.χ. ένα ψωμί με ΦΠΑ 9,5% και η διπλανή… κωλοπετσωμένη γειτόνισσα να βγάζει την κάρτα και να πληρώνει φθηνότερα την ίδια φρατζόλα αφού θα είχε ΦΠΑ 6,5%, σύμφωνα με τους φωστήρες της κυβέρνησης.

κωλορίζι το: παραφυάδα, νέος βλαστός που φυτρώνει από τη ρίζα ενός φυτού ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού του· παραβλάστημα. Καρκ.: Έπειτα επήρε και το σακκούλι του, το ετύλιξε κουβάρι και το έχωσε μέσα στα πυκνά κωλορρίζα. Αραβαντ.: κολλόριζα τα: αι περί την ρίζαν του δέντρου προσκεκολλημέναι παραφυάδες· ρίζόφυτα.

κωλιά η: μπάντα, μπαντιλίκι, χτύπημα, σκούντηγμα, σπρώξιμο με τον κώλο, το πίσω μέρος.

κωλόπανο το: ρούχο φθαρμένο, ασήμαντο, παλιό, πράγμα χωρίς αξία· μτφ. ανήθικος άνθρωπος, λέρα, τομάρι, μπατάκι. Κωλόπανο κατάντησε η μετοχή της εταιρείας τους. Μακρ.: Τν δηγον κα πλερώνει ξ δίων του κα συνάζει χίλιους νθρώπους, σκυλι το χασαπιο, νθρώπους το ναπλιο, τν μπιλλιάρδων, τς φατρίας το κωλόπανα.

κωλοσέρνω & κωλοσέρνομαι: σέρνω, τραβώ κάποιον, ώστε ο κώλος του ν᾿ ακουμπάει στο χώμα, κωλοσβαρνίζω· βαδίζω, κινούμαι, πράττω αργά, τεμπέλικα. Η κάθε κοκκετταρισμένη μάνα κωλοσέρνει τα μωρά της μέσα σε πολυκαταστήματα. Μας κωλοσέρνει στα δικαστήρια. Δουλεύει κανονικότατα απο internet, απλά κωλοσέρνει. Δημ.: Μας πήραν κλέφτες στα βουνά, μας κωλοσέρνουν σκλάβες / και μας γυρεύουν ξαγορά, τόσες χιλιάδες γρόσια. Το σκάφος δείχνει να κωλοσέρνει. Κωλοσέρνουν τη ζωή τους χωρίς ποτέ να τους ζεστάνει ένα μεγάλο αίσθημα. Βηλ.: Τον κολοσέρνει, φεύγοντας όσο μπορεί, μαζί του / μες το νερό κρατώντας τον, ως να σβυστεί η πνοή του.

κωλώστρα: αυτός που κωλώνει, ο δειλός. Είμαστε όλοι κωλώστρες και τα δεχόμαστε όλα αμάσητα | < Βλ. & κωλώνω.

κωλοφάρδουλο το: το ημισφαίριο του κώλου, κωλομάγουλο, κωλί, κωλομέρι.

κωλοφωτιά η: το έντομο πυγολαμπίδα. Η κωλοφωτιά ή αλλιώς πυγολαμπίδα είναι έντομο κολεόπτερο που έχει την δυνατότητα να παράγει φως με βιολογικό τρόπο. Παρ.: «Βλέπει τις κωλοφωτιές για φανάρια.» | < μσν. κωλοφωτία < κωλο- + φωτιά.

κωλοχανείο το: μπουρδέλο· λέγεται υποτιμητικά για μέρος που επικρατεί ακαταστασία, ανοργανωσιά, έλλειψη προγραμματισμού. Κωλοχανείο … Κάκιστη έως τραγική εμφάνιση της ομάδας χθες. Θα διαλύσει αυτό το κωλοχανείο; Η Β’ Εθνική είναι κωλοχανείο! Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι χάβρα Ιουδαίων γίνεται μέσα στη Football League | < κωλο- + -χανείο κατά το τεμπελχανείο

κωλυόμενος -η -ο: αυτός που δεν μπορεί να κάνει κάτι επειδή εμποδίζεται, δεσμεύεται από κάτι άλλο. Η λέξη πέρασε από τη στρατιωτική ορολογία· λέγεται όταν κάποιος απουσιάζει από την αναφορά, βρίσκεται σε υπηρεσία κτλ.. Τα βλέπω κωλυόμενα: βλέπω δύσκολα τα πράγατα, σκούρα, ζόρικα | < κώλυμα: εμπόδιο, πρόσκομμα· κωλύομαι: εμποδίζομαι από κάτι για να ανταποκριθώ σε κάποια υποχρέωση.

κωλώνω: γυρίζω κώλο, πλάτη και φεύγω, φοβάμαι, δειλιάζω, διστάζω, κιοτεύω. Πάλλ.: Μα μόλις ο θεόμορφος Αλέξαντρος τον είδε / μες στους προμάχους άξαφνα, τον πιάνει λες αντράλα, και πίσω ως στους συντρόφους του κωλώνει μη την πάθει. Τσιφ.: Εμείς οι «καλοί.» Εμείς θα σταθούμε μπροστά, εμείς θα φωνάξουμε, εμείς θα ξηλώσουμε τις σανίδες, εμείς θα ρίξουμε πέντε μπιστολιές στον αέρα να κωλώσει ο αντίπαλος. Γκιών.: Όπου όμως μπαίνουν αριθμοί κωλώνω. Να μη μου αρέσουν με τίποτα μαθηματικά, φυσική, χημεία -βάλε και τα λατινικά, άλλο χτικιό | < κώλος < κυριολ. γυρίζω κώλο, πλάτη και φεύγω, απομακρύνομαι· αρχ. ελλ. κῶλον, το: μέλος, άκρο του σώματος, ιδίως, το πόδι.

Κωσταντής ο: Κωνσταντίνος. Παπαδ.: κινδύνευε ν βυθισθ ες τ κμα μικρ βάρκα το Κωνσταντ το Πλαντάρη, πλέουσα νάμεσα ες βουν κυμάτων. Παρ.: «Όσα ξέρει ο Κωσταντής δεν τα ξέρει άλλος κανείς.» Βλ. & Γκουντής ο.

κωσταντινάτο το: είδος χρυσού νομίσματος βυζαντινής προέλευσης με παράσταση του Mεγάλου Kωνσταντίνου και της Aγίας Ελένης. Μαλ.: Την Τρίτη μέρα κολυμπούσαν το παιδί και οι συγγενείς εδώριζαν χρήματα στη μαμά. Στο νεογέννητο κολλούσαν ένα χρυσό φλουρί, «το κωσταντινάτο» ή και φυλαχτό από γαλάζια χάντρα, για να το φυλάει από το κακό μάτι.

Κωσταντούλω η: Κωσταντούλα, Κωστάντω, Κωνσταντινιά· Κώτσαινα, Κώτσινα, Γκουντούλω: σύζυγος Κωσταντίνου, Γκουντή. Πβ. Δημ.: Κωσταντινιά, Κωσταντινιά, παντρέψου τώρα που ᾿σαι ναι / και σε ζηλεύουν τα παιδιά.

Κώτιας ο: Κώστας (Κοζάνη)

Κώτσιος ο: Κωνσταντίνος, Γκουντής, Κωσταντής.

(1) Η φράση είναι από κείμενο του Νίκου Σαραντάκου: https://sarantakos.wordpress.com/2012/06/08/kasida/

(Εμφανιστηκε 31,972 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

2 Σχόλια

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.