11 Ιανουαρίου 2017 at 13:01

ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας Ε-Ζ

από

ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας Ε-Ζ

Βιογραφικά του συγγραφέα

Ο Δημήτρης (Τάκης) Τζήκας γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1971 στη Ζυρίχη της Ελβετίας, από γονείς μετανάστες Έλληνες εργάτες. Μέχρι την τετάρτη δημοτικού έζησε στο Λιβαδερό Κοζάνης, ενώ αργότερα ολοκλήρωσε το Λύκειο στην ίδια πόλη. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Ιωαννίνων, στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Δημήτρης Γληνός» του Α.Π.Θ. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, βρέθηκε στην Κομοτηνή για 15 περίπου μήνες. Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου στον σύλλογο φοιτητών του Π.Τ.Δ.Ε. Ιωαννίνων (1992-1995), ενώ συμμετείχε στο Δ.Σ. του συλλόγου Μετεκπαιδευομένων δασκάλων και στην επιτροπή προγράμματος σπουδών, ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος. Από το 1999 μέχρι σήμερα, εργάστηκε σε δημοτικά σχολεία της Φολεγάνδρου, της Κέρκυρας και στο 1ο Πρότυπο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης. Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα «Ερανιστής», όπου και δημοσιεύει τακτικά κείμενα για τη γλώσσα, τη φιλοσοφία και την ιστορία. Ζει στη Θεσσαλονίκη και ψωμίζεται ως δάσκαλος στη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Το Λεξικό, 504 σελίδες 17 χ 24, διατίθεται με αντικαταβολή μέσω ταχυδρομείου.

Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας: [email protected]

Ε

εργατίνα η & αργατίνα η: εργάτρια. Παπαδ.: …κ φιλοτιμίας βοηθοσα τς ργατίνας ες τ μάζεμα τν λαιν, κόμη κα πηρετοσα ες τν κθλιψιν το λαίου ες τ πατητήρι, τ ποον πρχεν ες τ κατώγι τς μικρς παύλεως.

-έινος: κατάληξη επιθέτου, αναλόγως λέγεται ξυλέινος, δρέινος, χασέινος, τσιγκέινος κτο.

έβγα το: το βγάλσιμο, η έξοδος, το ξέβγα, τέλος. Περρ.: …όσοι ακολουθήσουν τον Φώτον Τζαβέλλαν, ότι τους έδωκα την άδειαν δια να εύγουν ελεύθερα και να είναι απείρακτοι από το ασκέρι μου (στράτευμά μου), και από κάθε ένα, Γκερέκ (τόσον) στο εύγα τους, Γκερέκ (όσον) σε κάθε τόπον εδικόν μας όπου ορίζωμεν και καθίσουν να είναι απείρακτοι. Γκοτζ.: Ήταν έβγα καλοκαιριού κι έβλεπες ολούθε καρπούζια, τα πολυπόθητα «χειμωνικά», που εμείς δοκιμάζαμε απ᾿ αυτά καμιά φέτα μονάχα, μια φορά το χρόνο, στο πανηγύρι της Αγια-Παρασκευής.

ειδήμα το: η ειδή, η όψη, αυτό που βλέπουμε, το βλέμμα. Πβ. Γκοτζ.: Και πού θα ξαναβρεί την πρώτη της ειδή, / στεγνή απ᾿ το κλείσιμο της φάμπρικας η σκλάβα; (Τυραννομάχος). Πβ. Μαβίλ.: Και ξεψυχώντας στο φως της ειδής σου / τη γλύκα θ᾿ αγροικώ του παραδείσου. Αραβαντ.: ειδή η: η όψις· «καλός εις την ειδήν του», καλλίμορφος, ευειδής | < είδα.

είμι, είσι, είνι, είμιστι, είστι, είντς: είμαι, είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι. Και ίντους, ήμαν, ήσαν, ήταν. Ίντους μέσα.

«Εμ γαλάτα, εμ μαλλάτα, εμ τ᾿ αρνιά θηλυκά»: Η φράση κυριολεκτικά σημαίνει ότι (τα ζώα) δίνουν άφθονο γάλα, μαλλί και γεννούν θηλυκά μικρά. Λέγεται για κάποιον που τα θέλει όλα βολικά, είναι πλεονέκτης.

είνορο το: όνειρο. Γκοτζ.: Σαν είνορο τού φαίνεται ο καιρός που σεργιανούσε, με τ᾿ αργαλεία στην πέτσινη ντραβζίκα [σ.σ. δερμάτινος σάκος για εργαλεία], κι έναν παλιό τρουβά με τ᾿ άπλυτα σκουτιά, ν᾿ αλλάζει μια βολά το μήνα άμα τον πλέναν. Πβ. Σιδ.: Μη κακό γείνορο είδες στον ύπνο σου; Δημ.: Μαλάμο, τα εινόρατα στο νου σου μην τα βάνεις / τα είνορα είναι ψέμματα και μην τα συλλογιέσαι | < αρχ. ελλ. ὄνειρον.

εκατοστή η: εκατοντάδα, κατοστάρα· Κολ.: φο τ μαθε Δουράκης ατό, κραξε τος χωριανος κα τος πρόσταξε ν βγον μι κατοστ ν πιάσουν τος δρόμους.

ελάτι το: το έλατο, αειθαλές κωνοφόρο δέντρο του δάσους με ψηλό και ευθυτενή κορμό και διάταξη κλαδιών που του δίνει μορφή πυραμίδας· μεγεθ. έλατος ο. Μετέωρα – Ελάτι – Περτούλι – Νεραϊδοχώρι. Ρίτσ.: Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι / μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου / στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων / μιλάνε λίγο, δεν μιλάνε καθόλου, ωστόσο πότε πότε το βλέπεις / που ᾿χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια | < ελάτιον υποκορ. του αρχ. ελλ. ἐλάτη.

έλατος ο: μεγάλο έλατο, ελάτι. Αίν.: «Κούφιος έλατος που τρώει τους αντρειωμένους» (το τουφέκι). Δημ.: Ποιός έλατος βαστάει νερό / και ποια κορφή το χιόνι, / λάλα το πουλί κι αηδόνι. Βλ. & πεύκος ο.

ελευθεροχάρτι το: λέγεται το χαρτί απ᾿ το οποίο διαβάζει ο παπάς ευχή για να ελευθερωθεί η ψυχή του μελλοθάνατου. Στην περίπτωση που αργεί να βγει η ψυχή του ο παπάς διαβάζει ελευθεροχάρτι.

ελληνικούρα η: πομπώδης, περιπαικτική λέξη, πρόταση ή έκφραση που έχει σχέση με τα αρχαία ελληνικά ή την καθαρεύουσα. Λέγεται για επιτηδευμένη ή πλημμελή χρήση των αρχαίων ελληνικών, συνήθως από καλαμαράδες ή ημιμαθείς, για ελληνικά που είναι αταίριαστα με συγκεκριμένες περιστάσεις ή και λανθασμένα. Μας φλόμωσε στις ελληνικούρες πάλι. Εκκλησιάζουσες: Χωρίς λαϊκισμούς και ελληνικούρες, με ανάδειξη του αριστοφανικού πνεύματος. Σκαρ.: …οι άλλοι, αυτοί μακροημέρευσαν -πάντα τις «ελληνικούρες» τους κοπανώντας. – …οι δε λογιότατοι της -τάχα- διασποράς είχαν με τις «ελληνικούρες» τους να κάμνουν. Βλ. & σκαμπάζω.

Έλυμπος ο: το βουνό Όλυμπος. Δημ.: Γυναίκες, πού είν᾿ οι άντροι σας κι οι καπεταναραίοι;, -Είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια. Πάλλ.: Πες του να κράξει στ᾿ άρματα τους άντρες κάθε λόχο / που τώρα την πλατύδρομη μπορεί να πάρει τρία, / γιατί στον Έλυμπο οι θεοί δεν έχουν πια δυό γνώμες.

εμ: συνδ. και. ΦΡ. Εμ εγώ εμ εσύ: και εγώ και εσύ. Παρ.: «Εμ γαλάτα, εμ μαλλάτα, εμ τα αρνιά θηλυκά.» Παπαδ.: Ντούρμα γαμπρς ρχεται γυρεύοντα· σν τ᾿ μπούφ᾿ το π᾿λί, σο ρθε… Θις τόνε στέλνει. μ προικι δ γυρεύει, μ κοριτσιάτικο σο δίνει… Τί λλο θέλεις, κορίτσι;

έμνεσκε: έμενε, συνηθ. Αορ. έμνεσκαν. Πβ. Όμηρος: Νέστωρ οος μιμνε Γερήνιος ορος χαιν / Κι είχε μονάχα μείνει ο Νέστορας, των Αχαιών η σκέπη ή τοι μν κλαίεσκε πρς ορανόν,- Ιλιάδα Θ-80, Καζαντζ. Σκαρ.: …μα έμνεσκε ο Μαυροκορδάτος και το σινάφι του, έμνεσκε ο Κωλέττης και οι οπαδοί του. Σολωμ.: Πνίγοντ᾿ λοι ο πολεμάρχοι / κα δν μνέσκει να κορμί· / χαίρου, σκι το Πατριάρχη, πο σ πέταξαν κε.

έμορφος -η -ο: όμορφος. Παραδόσ.: Στων Μπαρμπαρέσσω τις αυλές, ήλιε, μην ανατείλεις, / κι αν ανατείλεις, ήλιε μου, να γοργοβασιλέψεις, γιατί έχουν σκλάβους έμορφους, πολλά παραπονιάρους. Παρ.: «Οι έμορφες γυρεύονται κι οι άξιες επαινούνται.»

έμπα το: το μπάσιμο, η είσοδος· τόπος ή χρόνος εισόδου· έμπα: μπες, μπαίνε. Ακρίτ.: Σ᾿ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, ᾿ς τα ξέβγα σαν πετρίτης, / ᾿ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, ᾿ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες. Πβ. Χρον. Μορέως: κράτησαν τ μπατα, τς στράτες το πελάγου / το ν μ φέρουσιν ποθν σωτάρχιον ες τν Πόλιν | < μσν. έμπα το < ουσιαστικοπ. προστ. έμπα του ρ. (ε)μπαίνω κατά το έλα.

«ένα κι ένα»: ως επίρρ. γρήγορα, ταχέως, σβέλτα, αστραπιαία, με σπουδή, βιαστικά. Ένα κι ένα πιάστηκε με τις δουλειές του σπιτιού. Ένα κι ένα έφτασε.

έναν κόμπο νερό: μια μικρή ποσότητα, πολύ λίγο, ελάχιστο.

έναργα: αργά, σιγά σιγά, με πάσο, αργό ρυθμό και προσεκτικά. Έναργα, έναργa, θα φτάσουμε.

έναργος -η -ο & άναργος: αργός, βραδύς, που δε βιάζεται, προσεκτικός. Αραβαντ.: άναργος ο: βραδύς, οκνός, «κι αν έχεις Γρίβαν άναργοΓκοτζ.: Την άλλη μέρα έπιανε πάλι τις κουβέντες, την παράλλη τα ίδια, τρόμαζε να ψωνίσει ο Πανταζής. Ήταν άναργοι οι ανθρώποι εκείνον τον καιρό, δεν έβαναν σκασίλα στην καρδιά τους, όσο παν κι όσα έρθουν. Γι᾿ αυτό ζούσαν πολλά χρόνια. Τώρα πάει, χάλασε η σειρά. Δημ.: -Βαβά μ’, θα τους προφτάσω εγώ, προτού σκολάσει ο γάμος; / -Αν είν’ ο γρίβας γρήγορος, θα πάνεις στο στεφάνι. / Αν είν’ ο γρίβας άναργος, θα πας κοντά στη δώρα.

έντισμα το: το μπλέξιμο, ο κακός μπελάς. Κακό έντισμα. Πβ.: ντέσιμο: το μπλέξιμο. Βλ. & ανταίνω.

εξηνταβελόνης ο: τσιγκούνης, φιλάργυρος, σπαγκοραμμένος, τσιμπρός, ματζίρης, σφιχτός. Τσιφ.: Ο Ερρίκος ήξερε τι έκανε. Μάζευε παραδάκι. Ήτανε ένας εξηνταβελόνης και ένας σπάγγος άνευ ανταλλακτικού. Άπληστος και έξυπνος, έβαλε πρώτα στο χέρι τους ευγενείς και τους φορολόγησε άγρια | < εξήντα + βελόν(α) -ης.

εξόν : επίρρ. εκτός, πλην. Παρ.: «Άλλη να μην ειπείς δουλειά, ‘ξον από κείνη του σκαφτιά.» Βλ. & Φράγκος ο, χωροφύλακας ο.

εριγένης ο & εργένισσσα η: εργένης, αυτός που δεν έχει σύζυγο. Παπαδ.: ! τί δύναται ν ποφέρ τις, κα μάλιστα ς «ριγένης» ες τς θήνας! | < τουρκ. ergen (ιδίως νέος σε ηλικία γάμου) -ης.

επειδής: επίρρ. επειδή, γιατί. Βηλ.: Όσοι τον καιρό ξοδεύουν / και το μέλλον δε μετρούν / στα χαμένα τον γυρεύουν / σαν και πρώτα να τον βρουν / επειδής φτερά βαστάει, / φεύγει, τρέχει σα νερό.

ερίφης ο & ερίφισσα η: φουκαράς, ανόητος, βλάκας· πονηρός, κακός, σκληρόκαρδος· ψεύτης, πονηρός· Παρ.: «Ερίφης έφαγεν αυγό κι αλείφτη ως τις πλάτες.» Καρκ.: Άμα είδε πως ο Bαλαχάς δεν ήταν μαθημένος για δουλειά, δεν εσεβάσθηκεν ο ερίφης τα τρυφερά του νιάτα παρά ένα πρόστιμον, άλλο πρόστιμο και τέλος τον εξώρισε στο Nυχτερέμι, τον αρρωστότοπον, όπου πυρετός-αχόρταγη λάμια, βυζαίνει το αίμα του ανθρώπου έως το κόκκαλο | < τουρκ. herif -ης: τύπος, υποκείμενο.

ερμάρι το: συρτάρι, ράφι. Παπαδ.: Γιάννης εχεν νάψει στ μανάλια λα τ᾿ πόκηρα, σα εχεν ερε κε, εχε χύσει τ λάδι π τ κανδήλια, εχε κενώσει λον τ λαδικόν, πο ηρεν ες τ ρμάρι τς βορειοδυτικς γωνίας | < μσν. ερμάριον < αρμάριον· μσν. αρμάρι(ν) < αρμάριον < λατ. armar(ium) -ιον.

ερμίνα η: μικρόσωμο ζώο με γυαλιστερό τρίχωμα, συγγενικό με τη νυφίτσα· η γούνα από το ζώο αυτό. Τσιφ.: Όταν βγήκε να καπνίσει, γνώρισε μια κυρία με ζακετάκι από ερμίνα | < γαλλ. hermin(e) -α < λατ. Armenius < αρχ. ελλ. Ἀρμένιος (μσν. λατ. mus armenius: ποντίκι της Aρμενίας).

έρμος ο -η -ο & ερμάδα η: έρημος, που είναι ή ζει μόνος, δύστυχος, κακομοίρης, φουκαράς, αξιολύπητος. Γκοτζ.: Κάθε γειτονιά είχε τον κλέφτη της, ήταν μετρημένοι αυτοί και πασίγνωστοι. Και παίρναν απ’ τα έρμα, από κει που δεν ήταν άντρας να φυλάει, να του ’χουν το φόβο. Πάλλ.: Ίσως των έρμων μιά σταλιά το δάκρυ τους στεγνώσει, / αν την αρματωσά σου εγώ και το κεφάλι πάρω / και τ᾿ απιθώσω σπίτι μας στα χέρια των γονιών του. Σκαρ.: Μήνα ᾿χε που τη γνώρισε -στα έμπα τ᾿ Απρίλη μήνα την πρωτόειδε- μα χρόνια πολλά είχε γεράσει ο έρμος, εξαιτίας της. Κι ακόμα αν μού ᾿ταζε ο θεός τα έρμα γερατιά μου / να ξύσει, και λεβέντη νιο σαν πρώτα να μ᾿ αλλάξει. Μόλ: Αμ’ τι το θέλ’ς το έρμου μαζί σου; Δεν ντρέπεσαι, συ νοικοκύρης άνθρωπος, να σέρνεις μαζί σου κειον το λωμποδύτ’; Παπαδ.: Δν συλλογιέσαι πο χεις παιδιά… κοιμνται νηστικ ν σ περιμένουν, πότε ν λθς… Δν τ χόρτασες πλιό, τ ρμο;… λο ν μπεκροπίνς μ τος φίλους σου… | < μσν. έρμος < αρχ. (αττ. διάλ) ἔρημος· ἐρημάζω (ἐρῆμος): απομένω έρημος, είμαι μοναχός· ρημιάς, -άδος, ἡ (ἐρῆμος): κόρη που αφιέρωσε την παρθενία της στην Άρτεμη· ἐρημία, ἡ,: λέγεται για τόπους, ερημιά, τόπος ακατοίκητος, έρημος· ως κατάσταση, απομόνωση, αποξένωση, μοναξιά, ἐρημίαν ἄγειν, ἔχειν: ζω μόνος, βίο μονήρη. Βλ. & παντέρμος ο, καυκί το, Πούλια η.

Ευαγγελούδα η: Βαγγελούδα, Βαγγελή, Ευαγγελία, Λούδα.

εύκαιρος -η -ο: επιθ. αυτός που ευκαιρεί, έχει χρόνο ή είναι διαθέσιμος για κάτι. Παρ.: «Εύκαιρο μαντρί, γεμάτο λύκους.», «Αδειανός καλόγερος, εύκαιρο το σακί του.»

ευκαιρώ: έχω στη διάθεσή μου ελεύθερο, κατάλληλο χρόνο, για να κάνω κάτι, αδειάζω, προλαβαίνω. Παπαδ.: Τ τεράστια γιουβέτσια ρχοντο πάντοτε χνιστ π τν φορνον, κα ο φουρνάρηδες δν εκαιροσαν ποτ π τς λλεπαλλήλους παραγγελίας του.

ευκοίλια η: το κόψιμο, ο τιριβίγκος, η τσίρλα. ΦΡ. Τον έκοψε ευκοίλια.

έχος το: το έχειν, αυτό που έχουμε, η περιουσία, ότι βρίσκεται στην κατοχή μας. Γκοτζ.: -Έχουμε δω μια ζωή και λόγο δεν αλλάξαμε, έλεγε η βάβω μου για τη Γιαννάκαινα. Ό,τι χρειαζόμαστε το βρίσκουμε η μια στην άλλη. Ποτέ δεν κρατάει δανεικό. Κι ούτε λερώνει τα χέρια της με ξένο έχος. Παρ.: «Τα έχη πάγουν κι έρχονται, αλλ᾿ η αρχοντιά ᾿πομένει.»

εχούμενος -η -ο: αυτός που έχει περιουσία, χρήματα, βιος· εύπορος, οικονομικά ευκατάστατος. Γκοτζ.: …κι όμως χαψιά ψωμί δε βρίσκεις να χαλέψεις ούτε στουμπισμένο πορτοκάλι από τους παραδόπιστους εχούμενους.

Ζ

ζα τα: ζώα, τα ζωντανά. Πάλλ.: …στο ξάγναντο, πούχε κλησιά, βωμό μοσκαχνισμένο· / εκεί τα ζα του ξέζεψε απ᾿ το πανώριο αμάξι, / τάδεσε και με ένα πυκνό τα σκέπασε σκοτάδι.

ζάβα η: μικρό μεταλλικό κούμπωμα για ρούχα, η πόρπη. Άνοιξε η ζάβα της μπλούζας. Κολ.: Τ᾿ ρματά τους σαν πιστόλες, χαρπ (μελουδάρι), σπαθι ζωστά, ζάβες στ ποδάρια, τν χειμώνα βαζαν θώρακας (τζαπράσια), κουμπι μεγάλα ες τ γελέκια. Ο Αραβαντ. αναφέρει ζάβια η: η πόρπη, θηλυκωτάρι του ενδύματος, βλ. θ(η)λυκώνω | < πιθ. < ζαβός o, βλ.λ.

ζαβέλια τα: σκωπτικά οι Δεσκατιώτες, οι κάτοικοι του χωριού Δεσκάτη Γρεβενών | < πιθ. ζαβός o, βλ.λ.

ζάβλακας ο: αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ψυχοσωματικής και διανοητικής κατάπτωσης, αποχαυνωμένος, βλάκας, χαζός, βλαμμένος. Ουδ. ζαβλάκι το | πιθ. βλάκας < < αρχ. ελλ. βλάξ, αιτ. βλάκα.

ζαβνόχι το & ζαμπνόκι το: φύκι του γλυκού νερού, υδρόβια πρασινάδα σε στάσιμα νερά. Η παλιά στέρνα γέμισε ζαμπνόχια.

ζαβίζω: δε βλέπω καλά, δυσκολεύομαι στην όραση. Βλ. & ζαβός ο.

ζαβός -ιά -ό: επιθ. στραβός, ανάποδος, τρελός, άμυαλος· μτφ. που είναι το αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε. Βαμβ.: Έβγαινε ένας από τον Περσινό, που ήταν το ύψωμα πάνω από την Πορτάρα. Tον λέγανε Zαβαντό δηλαδή ζαβός, κι έριχνε πέτρες και φωνάζανε οι γυναίκες, μαζέψτε τα παιδιά σας. Mεγάλος τρελλός. Eκύλαγε πέτρες μεγάλες, οκάδες. Ήτανε κατήφορος. Mόλις την άφηνες την πέτρα, αυτή πάει κάτω. Tον πειράζαμε, τον λέγαμε ζαβαντό. Βάρν.: – Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! – Φταίει ο Θεός που μας μισεί! – Φταίει το κεφάλι το κακό μας! – Φταίει πρώτ᾿ απ᾿ όλα το κρασί! | < μσν. ζαβός: αγκύλος, στρεβλός, άμυαλος < αραβ. zâwiyah: γωνία(;) ή < ζαβός < ίσως από το μεταγενέστερο σάβος ή σαβός: τρελός, βακχεύων. Βλ. & γερεύω, ξεκούτης ο.

ζαβρακιασμένος -η -ο: μαραμένος.

ζαβράνι το: η αναμπουμπούλα, μεγάλη κίνηση στο δρόμο, ξυλοφόρτωμα, ο ξυλοδαρμός (Κοζάνη).

ζαρβόντζα η: ξύλινη πόρτα της αυλής. Παπαευαγγ.: Λένε μετά άς πάμε κι στούν Τσέλιου τουν Τσέλιγκα στου σπίτι που ήταν ικεί σ᾿μά …Η ζαρβόντσα ήταν κλειστή.Κι όπους ήταν απ᾿ οξου αρχίντσαν το τραγούδι!

ζαβώνω: στραβώνω, λυγίζω κάτι, το κάνω ζαβό. Ερωτ.: …κ᾿ εκείνος του τα πίστευγε, γιατί η αγάπη η τόση, / που ᾿βάστα σ᾿ τούτον τον υγιόν, του ζάβωνε τη γνώση. Καζαντζ.: Κι ο Τεύκρος τότε από την κόρδα του κι άλλη σαγίτα ρίχνει / στον Έχτορα αντικρύ, κι ολόκαρδα να τον πετύχει επόθεί· / μα δεν τον πέτυχε, τι ο Απόλλωνας της ζάβωσε το δρόμο (παρέσφηλεν γρ πόλλων). Χατζ.: –Και για πού βραδιάτικα με το δίκανο; – Να μωρέ, ζάβωσε λίγο και το πήγα στο γύφτο | < Βλ. & ζαβός ο.

ζαβώνομαι: τυφλώνομαι, δεν μπορώ να δω καλά, πανιάζομαι. Λ.χ. ζαβώθηκα απ᾿ τον ήλιο | < Βλ. & ζαβός ο.

ζαβομάρα η & ζαβαμάρα: στραβομάρα, τύφλα, τυφλαμάρα, ανοησία, τρέλα, γκαβομάρα, παραξενιά, ιδιορυθμία του χαρακτήρα. Ζαβαμάρα έχεις;

ζαβουλίκα η: η ζαβολιά, η παραβίαση ενός κανόνα στο παιχνίδι | < διαβολιά, με τροπή (Πβ. ελνστ. ζάβολος (< διάβολος) μαρτυρημένο μέσω του λατ. zabulos, zabolus).

ζαγάρι το: κυνηγετικό σκυλί, αγρίμι· μτφ. ζωηρός, ικανός άνθρωπος. Γκοτζ.: Εκείνα όμως διάβαιναν ατάραχα, μεγαλόσωμα κι ούτε καταδέχονταν να μας δώσουν σημασία· δεν απαντούσαν ούτε και στ᾿ αλυχτήματα των ζαγαριών μας, τα περιφρονούσαν. Παπαδ.: -Και τι αγροικήσατε; τους ηρώτησεν ο αρχηγός. -Τίποτα, καπετάνο, όλο και ζαγάρια, απήντησεν ο Πετρίτης. Κανένας τους δεν είναι χαΐρικος. Στίχ. Δημ.: Δεν τον θέλω τον τζομπάνο, που κοιμάται στο πουρνάρι, σαν σκυλί και σαν ζαγάρι. Γκοτζ.: Θα ‘ταν καλά μες στο λογγιά με τα ζαγάρια, / να πέφτει καμιά ντουφεκιά μακριά κι ανάρια. Πβ. Δημ.: «Τι λέτε, μωρ᾿ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια; / εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη, / και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια.» Κ. Βίρβος: Πάψε ζαγάρι τα ψέματά σου / κι είσαι τρανός ορνιθομάχος / το δείχνει εξ άλλου και η κοιλιά σου / πως είσαι των ορνίθων τάφος. Δημ.: Καλημέρα σου μυλωνά, καλώς τη Λούλουδα που᾿ ρθε / ρίξε Λούλουδα τ᾿ άλεσμα και έλα να κοιμηθούμε / τις λες, τι λες βρωμόσκυλο και συ παλιοζαγάρι / έχω τον άντρα ξενιτιά και γιο προβοδεμένο. Φυλλ. Μεγαλέξ.: Και ευθύς όρισε και αρματώθηκαν διακόσιες χιλιάδες καβαλαραίοι με λαγωνικά και πάρδους και ζαγάρια. Και ετριγύρισαν όλον το βουνί και απόλυσαν τα ζαγάρια και τους πάρδους και τα λαγωνικά και επίασάν τους και τους ήφεραν όλους εις τον Αλέξανδρον. Το στερνοπούλι της ήταν το χειρότερο απ’ όλα, το πιο τζαναμπέτικο. Μια μέρα, που λέτε, αυτό το ζαγάρι σήκωσε μπαϊράκι. Δεν τ’ άρεσε η ζωή στο σπίτι | < τουρκ. zagar: το κυνηγετικό σκυλί. και αραβ. sakar. Πιθανή ελληνική ετυμολογία από το αρχ. ἀγρεύω: κυνηγώ, συλλαμβάνω θηράματα. ζάγρη : λάκκος για παγίδευση θηραμάτων. Ζαγρεύς, : προσωνύμιο του Διονύσου ως τέλειου κυνηγού (< διά + ἀγρεύω). Ο Διόνυσος λατρευόταν στην Αττική ως προστάτης των εφήβων που κυνηγούσαν, εφοδιασμένοι με τα ελάχιστα, στην Πάρνηθα. Το υποδεικνύει ο μύθος του Μέλανθου, Νηλείδη πρόσφυγα από τη Μεσσηνία, που κυνηγούσε ολομόναχος, ζώντας ο ίδιος σαν αγρίμι πάνω στο βουνό, ενώ τον προστάτευε ο Διόνυσος Μελάναιγις (με το μαύρο γιδοτόμαρο), ο οποίος μάλιστα τον βοήθησε να εξουδετερώσει τον θηβαϊκό κίνδυνο που απειλούσε την Αθήνα.

ζαγκανώ: πειράζω, ενοχλώ κάποιον, σκαλίζω.

ζαγκανιέμαι: κουνιέμαι πέρα δώθε, ενοχλώ, κάνω αισθητή την παρουσία μου, πάω γυρεύοντας μπελάδες.

ζαγρί το: μτφ. γέρος ή γριά με υπερβολική κινητικότητα· μπαμπόγρια | πιθ. < ζαγάρι ή αγρίμι.

ζαϊρές ο: η προμήθεια, τα εφόδια, οι ζωοτροφές. Μακρ.: Το επα: «Τέτοιες συνθκες δν καμα ταν φυγα π τ Νιόκαστρο, τι δν εχα ζαϊρ κε κα θ τν πολεμήσουμεν δ, ν εμαστε κα τ δυ μέρη χορτάτα.» | < τουρκ. jahire: εφόδια.

ζαΐφης ο: ο αρρωστιάρης, φιλάσθενος, καχεκτικός· ζαΐφικος:ο λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος, ανήμπορος (Κοζάνη) | < τουρκ. zayif: φιλάσθενος.

ζακατίζομαι: εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος. Πού ζακατίστηκε αυτή η κάλτσα;

ζακόνι το: έθιμο, συνήθεια, συνήθιο, αντέτι, άγραφος νόμος, ιδίωμα. Παρ.: «Ζακόνι το ᾿χουν τα βουνά, να βρέχουν να χιονίζουν.», «Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη.» Δημ.: Ανάθεμά τα τα βουνά με το ζακόνι πόχουν, το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα, και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα | < σλαβ. zakonu.

ζαλιάρικος -η -ο: αυτός που προκαλεί ζάλη. Στίχ. Παραδοσ.: Στα κατσαρά σου τα μαλλιά / λαλούν αηδόνια και πουλιά / ζαλιάρικο, ζαλιάρικο / μικρό και σκανταλιάρικο. Αραβαντ.: ζαλιάρης ο: οχληρός, προξενών ζάλη | < μσν. ζάλη: τρικυμία, σκοτοδίνη, αρχ. σημ.: καταιγίδα.

ζαλίκι το: φορτίο για την πλάτη, τους ώμους, φορτίο ενός ανθρώπου, φόρτωμα· μακρύ και γερό ξύλο με το οποίο μετέφεραν κλαδί, κέδρα κλπ.· το σκοινί με το οποίο προσδένεται το φορτίο που κουβαλά ο αχθοφόρος· μικρός κέδρος. Στερέωναν το ζαλίκι δύο άτομα στους ώμους, το ένα πίσω από το άλλο. Κρυστάλ.: Γυρνούνε από τα έργα τους οι λυγερές, γυρνούνε / με τα ζαλίκια αχ τη λογγιά, με τα σκουτιά αχ το πλύμα, / με τες πλατιές των τες ποδιές σφογγίζοντας τον ίδρω. Αραβαντ.: ζαλίκι το: φορτίον ξύλων, όπερ δύναται ένας άνθρωπος να μεταφέρει στους ώμους του. Γυρνούσε από τη δουλειά μ᾿ ένα ζαλίκι ξύλα. Πβ. Νικηφ. Βρετ.: Φέρνω ζαλι στς πλάτες μου τ χέρια τν νεκρν!

ζαλικώνομαι και ζαλώνομαι: παίρνω, σηκώνω ένα φορτίο στους ώμους, φορτώνομαι. Αραβαντ.: ζαλικώνομαι: αναλαμβάνω φορτίον επ᾿ ώμων | ζαλίκι < ζαλιά: φορτίο | πιθ. < βουλγ. zaluk: δυστυχής.

ζαλούρα η: ζάλισμα, αντράλα, σκοτοδίνη, μτφ. ενοχλητική φασαρία ή συμπεριφορά | < μσν. ζάλη: τρικυμία, σκοτοδίνη, αρχ. ελλ. σημ.: καταιγίδα.

ζαμάνια τα: τα χρόνια, το μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύς καιρός. Χρόνια και ζαμάνια είχαμε ν᾿ ανταμώσουμε | < τουρκ. zaman –ι

ζαμανφουτισμός ο: κατάσταση πλήρους αδιαφορίας, συνειδητός κυνισμός και ελαφρά περιφρόνηση για ότι συμβαίνει., Τσιφ.: Κάνει μια βόλτα σα να βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία πώς ν᾿ άρχίση. Στέκεται μπροστά στο υποβολείο, κάνει με τους ώμους μια κίνηση ζαμανφουτισμού και απευθύνεται προς τους θεατάς | < Από τη γαλλική έκφραση je m᾿ en fous: δεν με νοιάζει.

ζαμανφουτίστας ο: ο πλήρως αδιάφορος, που δεν τον νοιάζει τίποτα. Ρεμπέτ.: Μπαίνω στο παλκοσένικο και κάνω τον αρτίστα και όλοι με φωνάζουνε Νάκο ζαμανφουτίστα (Κιουπρούλης Στέφ.) | < βλ. & ζαμανφουτισμός ο.

ζαμπάκι το: κρίνος, νάρκισσος. Δημ.: Ζουμπούλι μου βαμμένο, ζαμπάκι μ᾿ ανοιχτό / ξέρεις, χωρίς εσένα, στον κόσμο πια δε ζω.

ζαμπακώνω: δέρνω κάποιον, αρπάζω, γραπώνω, πιάνω δυνατά, συλλαμβάνω, βουλώνω· μτφ. συνουσιάζομαι, κάνω έρωτα. Παπαδ.: Τον τραβάω πίσω, τον παγλαρώνω στον έλατο, τον σφίγγω, τον ζαμακώνω, τον διπλοσταυρώνω∙ όμορφος είσαι, κάτσε δω να σε καμαρώσω.» Πβ.: Τότι τ᾿ ζαμπάκουνι γιρ μ το λουστ γκάπ γκοπ, π᾿ ᾿ν σφαζι κι π᾿ ᾿μ πουνοσι. Τ᾿ βάρινι πουλ γι ν μαθαίν᾿ ν᾿ κούη. (Μικρόβαλτο Κοζάνης).

ζαμπανάρι το: μακρύ κυλινδρικό αντικείμενο, μτφ. το πέος, ουσ. ζαμπανάρας ο: ο ψηλός, ογκώδης άντρας. Πιθ. έχει σχέση με το ζαμπάκι, είδος φυτού και το άνθος του (κρίνος, νάρκισσος) < τουρκ. zambak: κρίνο, κρίνος.

ζαμπούκος ο: η κουφοξυλιά, βρωμοξυλιά (Κοζάνη).

ζαμπουνεύω: αδυνατίζω, αρρωσταίνω, μαραζώνω | < Βλ. & ζαμπούνικος ο.

ζαμπούνικος -ικη -ικο & ζαμπούνης ο: αδύναμος, ισχνός, καχεκτικός, άρρωστος. αδύνατος, ελαφρόβαρος· λέγεται και για αδύναμο αιγοπρόβατο. Λυπότανε βέβαια, να θυσιάσει την κόρη τον στο γιο του πλούσιου συγχωριανού του, σ᾿ ένα νέο δηλαδή ζαμπούνικο και αρρωστιάρη, ήταν, όμως, και το συμφέρον που τον ανάγκαζε σ᾿ αυτό. Παπαδ.: Η τσοπάνισσα που ήρθε κοντά μας, μου λέει: —Άνδρας σου είναι, τσούπα; Σαν ζαμπούνη τον γλιέπω. Πίνει γάλα, να σας φέρω; -Πίνει, είπα εγώ, γιατί είναι άρρωστος | < τουρκ. zabun: καχεκτικός. Βλ. & σουργούνι το.

Ζάμπουρντα η: το ορθόδοξο χριστιανικό μοναστήρι της Ζάβορδας. Κώδικας της Ζάμπουρντας. Λιούφ.: Μετά τον έλεγχο της κατάστασης εκεί και την επάνοδο στο ποίμνιό του, υποβάλλει τον Ιανουάριο έκθεση περί ίδρυσης Ιερατικής Σχολής στη Ζάβορδα, μαζί με τους συνέξαρχους αγίους Γρεβενών και Σισανίου.

ζανάτι το: το επάγγελμα, βιοποριστική τέχνη, δεξιότητα (Κοζάνη).

ζάνουσας ο: εξάρτημα του αργαλειού.

ζαντζάρι το: μτφ. το (μεγάλο) πέος. Βλ. & παλαμάρι το.

ζαντούχας ο & σαντούχας ο: ευαίσθητος, υπερευαίσθητος, ντελικάτος, αρρωστιάρης (Κοζάνη).

ζάπουρας ο: κάψα, μεγάλη καλοκαιρινή ζέστη, μπρουζιάλα | < πιθ. έχει σχέση με το πυρ: φωτιά.

ζάπι το: η σύλληψη, η χαλιναγώγηση, υποταγή, το καπάκωμα, δάμασμα· «το ᾿καμα ζάπι»: το έπιασα | < Βλ. & ζαπτιές ο.

ζαπίτης ο & ζαπτιές ο: χωροφύλακας στην οθωμανική αυτοκρατορία. Γκοτζ.: Για να φτάσεις στο παζάρι, έπρεπε να περάσεις από καρακόλια με ζαπιτιέδες κι από ερημιές όπου φώλιαζαν κλέφτες. Μακρ.: ταν δελφός του μ τν λήπασια κα ταν ζαπίτης ατς ες τν Ντεσφίναν | < τουρκ. zaptiye: αστυνομία, ο χωροφύλακας, ο αστυνομικός, το όργανο της τάξης. Βλ. & γιασαξής ο.

ζαπώνω: κυριεύω, κατακτώ, πιάνω, αρπάζω, τιθασεύω· μτφ. γαμώ, έρχομαι σε σαρκική επαφή με γυναίκα. Μακρ.: Τζαβέλας, Περρ.ς κα συντροφιά τους πιάσαν τν Κόρθο· πραν τ κάστρο κα ζάπωσαν λη τν παρχίαν, προσόδους, σταφίδες· Περρ.: Από τον Αλή Πασά. Είδησις προς εσάς τους Παριώτας, ότι εβεβαιωθήκετε, ο πόλεμος όπου έγινεν σήμερον και εζάπωσα (εκυρίευσα) την Πρέβυζαν. – Πρώτα το Σούλι κύταξε να πας να το ζαπώσης, κατόπι τ᾿ αγρια βουνά νιζάμι να τα δώσεις, / αν πάρουν τ᾿ άγρια βουνά, αυτοί θελά κρυώσουν / και τα δικά τους τα κλειδιά ευθύς θελά τα δώσουν.» Παρ.: «Γομάρι χωρίς καπίστρι και γυναίκα χωρίς άντρα δε ζαπώνονται» | < τουρκ. < zapt: άλωση.

ζάπωμα το: η σύλληψη, μτφ. η σεξουαλική πράξη· μτφ. το γαμήσι | < Βλ. & ζαπώνω.

ζαραλής ο: αυτός που προκαλεί ζαράλια, ζημιάρης· ατίθασος, ελαττωματικός, προβληματικός, καυγατζής, μανουριάρης, εριστικός άνθρωπος. Ζαραλής άνθρωπος.

ζαράλι το & ζαράρι το: η ζημιά, βλάβη, ελάττωμα, πρόβλημα· μτφ. αρρώστια, ασθένεια. Σιδ.: Άμα πέσει κανείς από γομάρι, όλο και κάνα ζαράλι θα πάθει. Γκοτζ.: – Είχε πεθάνει τότε. Πάει από κείνο τον πόνο, το ζαράλι που ᾿χε μέσα του. Τότε δεν ήταν γιατροί να ρωτήσουμε. Ρεμπέτ.: Γιάννη άλλαξε τα ζάρια / να μην έχουμε ζαράρια. Παπαδ.: Ο πιστός φίλος των, ο Αργύρης, ο συνιδιοκτήτης του ανεμομύλου, τους είχεν επισκεφθεί προ μικρού με τα αστεία του, και εις τον μεν Λούκαν είχε προσφέρει τσιγάρον μετά πυρίτιδος, όπερ ανάψας εκείνος έκαυσεν ολίγον διά της εκρήξεως τον πυρρόν μύστακά του, και ατάραχος είπε: «Ζαράρ γιοκ!» πγε, κα μετ᾿ λίγον πέστρεψε μ᾿ να φλασκ γεμτον. –Μο τ δίνεις λο τ φλασκί, στν βάρκα; επα γώ. –Πάρ᾿ το, επε· ζαρρ γιόκ. (Δν βλάπτει.) | < τουρκ. zarar: ζημιά, βλάβη.

ζαραλούδικος -η -ο: αυτός που βγάζει ή κάνει ζαράλια, ζημιές, αβαρίες, προβληματικός, ελαττωματικός, ζωηρός και ατίθασος | < Βλ. & ζαράλι το.

ζαρβόντζα η: ξύλινη πόρτα της αυλής, φτιαγμένη με σκίζες.

ζαργάνα η: είδος ψαριού με στενό και μακρύ ρύγχος, μήκος 40-80 εκατοστά και νόστιμο κρέας· μτφ. λεπτή, λυγερή, ευκίνητη γυναίκα, ελκυστική, θελκτική γυναίκα. Παπαγ.: …διαβάζει κανείς να περισπούδαστο σύγγραμμα γιά τήν μεταφορά (πού δέν εναι βέβαια ρητορικό σχμα, λλά τόφια ζωή), φόσον δέν εναι στό χέρι το καθενός νά πε, πρτος ατός καί πό δικά του, γιά ναν θαραλλέο νδρα τι χει «ντερα» καί γιά μία θελκτική γυναίκα τι εναι «ζαργάνα»

ζαρζαβάτι το & ζαρζαβατικό το: οπωροκηπευτικό, φρούτο ή λαχανικό.

ζαρίζω: βλέπω αμυδρά, μόλις που ξεχωρίζω, διακρίνω, εντοπίζω, παρακολουθώ με το βλέμμα κάτι· φωτίζω, φαίνομαι, ανατέλλω, προβάλλω. Θα ξεκινήσουμε νωρίς, μόλις ζαρίσει ο ήλιος. Σιδ.: …καθόταν ως αργά τη νύχτα στο κονάκι του με το φως να μισοζαρίζει αναμμένο.

ζάρκος ο: ο γυμνός, χωρίς ρούχα. Γκοτζ.: Αυτές ήθελαν τα σκουτιά τους, τα τσόλια τους, τα πέρα δώθε. Όσο και να μην ήταν αλαίμαργοι τότε οι γαμπροί, δεν μπορούσες πάλι να βγάλεις τον άνθρωπο σου ζάρκο, χωρίς τα χρειαζούμενά του. Κρυστ.: …είδα που ξέβγαιναν από τις ζάρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα, μαυριδερά σύγνεφα μ᾿ άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα. Παρ.: «Γλυκός ο ύπνος την αυγή, ζάρκος ο κώλος την Λαμπρή.» Αραβαντ.: ζάρκος οκαι ζόρκος ο: γυμνός· ζαρκώνω: απογυμνώ τινά· ριζ. σαρξ και ζαρκόκωλος: ο πενέστατος.

ζαρ & ζαρτ: ως επιφώνημα ζάρ – ζάρ – ζάρ: ζορίζω κάποιον, σκανιάζω, πικάρω· το σκάνιασμα, η κοροϊδία | πιθ < ζόρι < τουρκ. zor -ι.

ζαρώνω: κρύβομαι, μαζεύομαι σε μια γωνιά, ώστε να περνάω απαρατήρητος· συστέλλω (ακούσια ή εκούσια) το σώμα μου, έτσι ώστε να πιάνω το μικρότερο δυνατό χώρο, πισωπατώ, μαζεύομαι· αποκτώ ζάρες. Πάλλ.: Μα τώρα εγώ κανένα τους δε βλέπω να προβάλλει, / μόνε ζαρώνουν σα σκυλιά τριγύρω σε λιοντάρι. Παπαδ.: …είχε ζαρώσει, κατά το σύνηθες, εις μίαν γωνίαν του πτωχού οικίσκου, μεταξύ δέσμης καυσοξύλων και της γάτας. Καζάντζ.: Ο Χαρίτος, ο παραγιός, ζάρωσε πίσω από μια κουλούρα καραβόσκοινα | < μσν. ζαρώνω < οζαρώνω < οζάρ(ιον) -ώνω υποκορ. του αρχ. ὄζ(ος): κλαδί, μάτι κλαδιού -άριον.

ζάφτι το: κατάληψη, επικράτηση, σύλληψη, πειθαρχία, κουμάντο. Στη ΦΡ. κάνω, φέρνω ζάφτι: καταφέρνω κάποιον, καταβάλω, έχω στο χέρι, υπό έλεγχο. Καζαντζάκ: …ο σιορ Παρασκευάς τον είχε δει σ᾿ ένα κόνισμα, κι ήταν όλο τρίχα, οκάδες γένια, μουστάκια και μαλλιά, που δέκα μπαρμπέρηδες δεν θα τον έκαναν ζάφτι. Μα ο παππούς του μέθυσε και μαζί με άλλους Κρητικούς – ποιός μπορούσε να τους κάμει ζάφτι; Πιάστηκαν Χριστιανοί και Τούρκοι πριν της ώρας κι Καραϊσκάκης σκοτώθηκε | < τουρκ. < zapt: άλωση.

ζάφτω: συλλαμβάνω, χτυπώ, καταβάλλω, καταφέρνω. Πάλλ.: Είπε, κι εφτύς μια κονταριά του ζάφτει στην ασπίδα Τότε ο Μενέλας βγάζοντας τη σπάθα, τη σηκώνει / και μιά του ζάφτει εκεί σπαθιά στου κράνου του το γρόμπο | < Βλ. & ζάφτι το.

ζαχαράτο το: γλύκισμα, καραμέλα με βάση τη ζάχαρη. Παπακ.: …σηκώναμε παιδιά στην αγκαλιά και τους δίναμε κανένα ζαχαράτο.

ζαχαρένια η: μτφ. ευχάριστη, άνετη κατάσταση, καλή διάθεση· παρασκευασμένη από ζάχαρη. Παπαδ.: …αφνης ερήνευεν, μειδία, κ λεγεν τι ατ χει δουλει ν κάμ, τι «δν χαλν τ ζαχαρένια της», κα τι δν τς συνερίζεται ν παντ ες τς μομφάς των. Ζαχαρένια διακοσμητικά για γλυκίσματα. Η Καραμελομάνια σας υποδέχεται σε μια γλυκιά γωνιά του, με πολλές ζαχαρένιες λιχουδιές.

ζαχαρί το: το χρώμα ροζ. Επιθ. ζαχαρίσιος -ια -ιο. Ζαχαρί κουβέρτα, ζαχαρίσιο βρακί.

ζαχαρομπέμπιλο το: ζαχαρωμένο αμύγδαλο ή στραγάλι, κουφέτο του γάμου.

ζάω: ζω, βρίσκομαι στη ζωή, επιβιώνω· η κλίση του ενεστώτα: ζω, ζας, ζάει, ζούμε ζείτε, ζουν. Η ΦΡ. Ζάει και ζαίνεται λέγεται για κάποιον που περνά τη ζωή του με πολλά προβλήματα και βάσανα | < αρχ. ελλ. ζήω-ζῶ. Βλ. & λιοβόρι το.

ζγούρι το: το ζυγούρι, το αρνί δύο ετών. Κοντοσούβλι ζγούρι | < ζυγός: διπλός.

Ζδιάνι το & Ζντιάνι το: το Μοναστήρι Παναγίας Ζιδανίου, κοντά στα Σέρβια. Λιούφ.: Πλησίον της Σωσκού έτερον φρούριον Στανός· είναι δε το σωζόμενον Σδιάνη εν οχυρά τοποθεσία· διασώζεται θέσις αύτοθι καλούμενη Πύργος.

ζέβλα η: το ξύλινο καμπυλοειδές εξάρτημα που τοποθετούσαν στο λαιμό των βοδιών που έκαναν χωράφι. Γκοτζ.: …κάποτε πείσμωσε με τη γυναίκα του, δεν ξέρω σε τι, εκεί πόκαναν χωράφι, και χωρίς να χασομερήσει, έτσι που ήταν καπνισμένος, λύνει απ᾿ τη ζέβλα το ᾿να καματερό και ζέφτει ο τρισκατάρατος τη νοικοκυρά του – αν έχει ακουστεί τέτοιο ανάθεμα πουθενά! Βαλ.: K᾿ ήθελ᾿ από αγριλίδα / νά ᾿ναι χυτές οι ζεύλες του. / Mόνο ψωμί του, ελπίδα / ήτανε το ζευγάρι του. Καρκ.: Λυπάμαι τα πουλάκια σου που πλήγωσαν· λυπάμαι τα χείλια σου που μάτωσαν· λαχταρώ σαν βλέπω φαγωμένη την πλεξίδα σου από τον βαρύ ζυγό και τα λαιμοτράχηλά σου από την άγρια ζεύλα! | < μσν. ζεύω < ζεύγω < αρχ. ελλ. ρ. ζεύγ(νυμι), ζευγ(νύω).

ζεμπίλα η: το (μεγάλο) ζεμπίλι, καλαθούνα. Παπαδ.: Μίαν ζεμπίλαν αρκετά μεγάλην εκράτει εις την χείρα ο κυρ Προκόπης, ο επίτροπος, και την άλλην τεραστίαν ζεμπίλαν ο μπαρμπα-Δημητρός, πρώην επίτροπος, νυν νεωκόρος, όστις εφώναζε κι εχειρονόμει, προσπαθών να κατασιγάσει το απειθάρχητον και αχαλίνωτον στίφος των παιδίων | < Bλ. & ζεμπίλι το.

ζεμπίλι το: μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα ή δέρμα, με ανοιχτό στόμιο και δύο λαβές, για πρόχειρες μεταφορές. Επώνυμ.: Ζεμπίλης. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειές να σταίνουν για τα κοτσύφια. Καζαντζάκ: …θα ᾿ρχουνταν απ᾿ την Περβόλα, γιατί κρατούσε ένα ζεμπιλάκι βρούβες. Βαμβ.: Με αυτή τη σκληρή δουλειά που έκανα, δεκαπέντε χρονών να κουβαλώ ζεμπίλι στην πλάτη με τα κάρβουνα, εκέρδιζα είκοσι, σαράντα δραχμές γιατί εδουλεύαμε με τον τόνο | < τουρκ. zembil: ο σάκος. Βλ. & τριβέλι το.

ζερβί το: αριστερό (χέρι, πόδι, μάτι). Επώνυμ.: Ζέρβας, Ζερβός, Ζερβουδάκης κ.α. ΦΡ. μτφ. Έχει δυο χέρια ζερβά: δεν τα καταφέρνει στις χειρωνακτικές εργασίες (το δεξί χέρι θεωρείται ικανό, «καλό.») Πάλλ.: Μονάχα εσύ σαν ελεείς, ας μη μάθει το ζερβί σου το τι κάνει το δεξί σου, για να μείνει η ελεημοσύνη σου κρυφή. Παπαδ.: να τ ματάκι τς ν βγ, Παναϊά μ᾿! διώρθωσεν ν κατακλεδι γραα. Τ ματάκι τς τ ζερβί. Γκοτζ.: Ανεβαίνοντας είχες μπροστά σου το κοτέτσι και προχωρώντας προς το ζερβί σου χέρι έπεφτες απάνου στη φωλιά. Παρ.: «Δεξί χέρι η εργασία και ζερβί η οικονομία.» | < μσν. ζερβής < ζερβ(ός).

ζερβά: επίρρ. αριστερά. Ζερβά δεξά. Αραβαντ.: ζερβά τα: αι κλιτύες λόφου αι προς ανατολάς. Δημ.: Ψάλλει ζερβ βασιλιάς, δεξι πατριάρχης, κι π᾿ τν πολλ τν ψαλμουδι σειόντανε ο κολόνες.

ζερβομέλισσο το: άγριο, ελεύθερο μελίσσι.

ζέρβας ο: αριστερόχειρας, αριστεροπόδαρος. Βλ. & ζερβής ο.

ζερβής -ια- ι: ο αριστερόχειρας, ο αριστεροπόδαρος, αυτός που έχει ως «καλό» το αριστερό χέρι ή πόδι. Καζαντζ.: Μπροστά του τότε πήγε κάθισε και του ᾿πιασε τα γόνα / με το ζερβί, με το άλλο ακράγγιξε τα γένια του από κάτω – το μακρογίσκιωτο κοντάρι του ρίχνει ο Φηγέας πιο πρώτα / μ᾿ απ᾿ του Διομήδη απάνω επέρασε το ζερβόν ώμο η μύτη / του κονταριού και δεν τον πέτυχε μετά και κείνος ρίχνει «Ω δέσποινα Αθηνά, καστρίτισσα, τρανή θεά, για κάμε / κομμάτια του Διομήδη τ᾿ άρματα᾿ δώσε κι αυτός να πέσει / μπροστά στο Ζερβοπόρτι απίστομα δίχως πνοή στο χώμα | < μσν. ζερβής < ζερβ(ός).

ζέρδιλο το: βερίκοκο, στρογγυλό, σαρκώδες φρούτο με σκληρό, μεγάλο κουκούτσι και φλούδα χνουδωτή σε χρώμα πορτοκαλοκίτρινο· ο καρπός της βερικοκιάς. Παρωνύμ.: Ζιρδέλης. Αραβαντ.: ζέρδελο το: το βερίκκοκον | < τουρκ. zerdali (ή zerdeli):το βερίκοκο.

ζέστα η: η ζέστη.

ζευγάρι το: δύο ζώα που είναι ζεμένα μαζί (σε άροτρο). Δημ.: Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης, / για ν᾿ αποχτήσης πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες, / χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν. Κολ.: -Το κλέφτης εβγήκε από την εξουσία.- Εις του Πατρός μου τον καιρό, ήτον ιερό πράγμα να πειράξουν Έλληνα. Και όταν οι κλέπται ήρχοντο εις συμπλοκή με τους Τούρκους όλοι οι γεωργοί άφηναν το ζευγάρι, και επάγαιναν να βοηθήσουν τους κλέπτας. Παρ.: «Πέντε βόδια, δυο ζευγάρια

ζευγάς ο: αυτός που οργώνει με ζευγάρι βόδια, ζευγολάτης, ζευγίτης. Παρ.: «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς.», «Άλλα λογαριάζει ο ζευγάς κι άλλα το ζευγάρι.»

ζευγίτης ο: ο ζευγάς, ζευγολάτης. βλ.λ. Γκοτζ.: Και μυστικά ζηλεύω το ζευγίτη / που πάει να σπείρει με τα πρωτοβρόχια. Παρ.: «Ο ζευγίτης κάθε χρόνο, έχει ελπίδα να πλουτίσει.»

ζευγολάτης ο: αυτός που εργάζεται, οργώνει ή σπέρνει χωράφι με ζευγάρι βόδια, ζευγηλάτης, ζευγίτης. Παπαδ.: …ο δε ζευγηλάτης και ο βοηθός του, θα παρεκάθιζον επιφθόνως υπό το ευλογημένον φύλλωμα, και θα επειρώντο εγγύτερον της χύτρας. Πβ. Περιοχή Ζευγολατιό το (Σέρβια). Παρ.: «Άλλο μελετούν τα βόδια κι άλλο λέει ο ζευγολάτης.» | < αρχ. ελλ. ζευγηλάτης.

ζεύω: προσαρμόζω σε ένα ζώο τα κατάλληλα εξαρτήματα, για να μπορέσει να σύρει αλέτρι ή άμαξα, βάζω τα βόδια στο ζυγό. Καζαντζ.: Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες. Παρ.: «Και το βόδι το χαϊδεύουν, στο χωράφι όμως το ζεύουν | < μσν. ζεύω < ζεύγω < αρχ. ελλ. ζεύγ(νυμι), ζευγ(νύω).

ζέφκι το: φαγοπότι, γλέντι, ξεφάντωμα, κέφι, διασκέδαση με τραγούδι και ποτό. Παπαδ.: -Σήμερ᾿ π τ πρω σς βλέπω κι λο τ λέτε, ο δυό σας, σες. Μν χετε κανένα ζέφκι; –Μακάρι ν εχαμε! επεν ν πελπισί Γύφτος, σφίγγων κενν τν φιάλην ες τν κόρφον του. Πο ν βρεθ γι μς, τος χασομέρηδες; -Και τότε ο Αγάλλος για να ξεχάση τον καϋμόν του, ως νέος που είνε, έκαμε ζέφκι, όξ᾿ απ᾿ το Κάστρο, με τους φίλους του, και πηγαινάμενοι στην Αβρακή έφαγαν κ᾿ ήπιαν, και στο γυρισμό τους θα είπαν κάν᾿ δύο τραγούδια μέσ᾿ το χωριό την νύκτα | < τουρκ. zevk.

ζέχνω: μυρίζω έντονα, δυσάρεστα, ανυπόφορα, βρωμοκοπώ. Το υπόγειο βρωμάει και ζέχνει | < < ζέ(νω) μεταπλ. -χνω. Βλ. & χαμώι το, μπουντρούμι το.

ζηκλιαρεύω: φέρομαι σαν ζηκλιάρης, ζητιανεύω, νταβίζω, τσιγκουνεύομαι | < Βλ. & ζηκλιάρης ο.

ζηκλιάρης -άρα -άρικο: λέξη με αρνητική σημασία, ο ζητιάνος, ο ζήτουλας, ο επαίτης, ο τσιγκούνης, ο τσιμπρός, ο φτηνιάρης, αυτός που νταβίζει (:ζητάει) συνέχεια. « ρα ᾿ναθεμ το μπιλι σ᾿. Δ δγιαλέγς κι κάνα παρακατχιανό. δ εσι ζηκλιάρς κι δν χς καντίπουτας, κι θέλτς ν μς κάντς κι τον καμπόσου, κι ν μείντς στ᾿ παπ το σπίτ᾿(Μικρόβαλτο Κοζάνης). Στην Κοζάνη λέγεται και ζητλάρι το, βλ.λ | < ίσως έχει σχέση με το ξεσκλιάρης: ο κουρελής ή το ζητλάρι.

ζηκλιαριά η: ζητιανιά, γυφτιά, επαιτεία, τσιγκουνιά, βλ. ζηκλιάρης ο.

ζήση η: η ζωή, ο βίος του ανθρώπου. Βάρν.: Στη ζήση αυτή που τη μισούμε, / στη γης αυτή που μας μισεί. Παρ.: «Όποια μέρα δεν γελάμε τήνε χάνουμε απ᾿ τη ζήση

ζητιανόξυλο το: το ξύλο, το ραβδί του ζητιάνου. Βλ. & μπόσικος ο.

ζητλάρι το & ζητλάρης ο: ζήτουλας, ζητιάνος, αυτός που ζει ζητιανεύοντας· επαίτης, γεν. ανυπόληπτος άνθρωπος· ψωροπερήφανος | ζήτουλας < ζητ(ιά): ζητιανιά < ζήτ(ης): ζητιάνος < ζητ(ώ).

ζήτουλας ο: ζητιάνος, επαίτης. Καρκ.: Σαν πουλάρι ασέλωτο που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχεν ο νους του γεροζήτουλα στα περασμένα κι έβλεπεν ένα με τον άλλον τους προγόνους αφανισμένους από την κακοπάθεια και αγνώριστους από την ψευτιά. Παπαγ.: Αντί να αβγατίσει αυτό που είσαι, να επεκτείνει το σπιτικό σου, σε ξεσπιτώνει και σε βγάζει στους δρόμους ζήτουλα στις ξένες πόρτες | < μσν. ζήτουλας < ζητούλ(ιν): υποχρεωτική εισφορά εκκλησιών προς τη μητρόπολη (< ζήτ(η) ζήτα, ζητιανιά, -ούλιν) μεγεθ. -ας.

ζιάλτας ο: πρόχειρα ντυμένος (Κοζάνη).

ζιάμπα ο: φρύνος, μπράσκα, είδος βατράχου που ζει στην ξηρά και καταφεύγει στο νερό μόνο κατά την περίοδο της αναπαραγωγής του· μτφ. γλοιώδης άνθρωπος | < πιθ. σέρβικο zaba.

ζιαρίζω: βλέπω, κόβω με το μάτι, κοιτώ, μπανίζω, κρυφοβλέπω. Παπαευαγγ.: Ζιαρίζει τ΄ Βάγιιου που έρχιτει κι γαστρώνετι κάτ άπ τα τσιπότια κι κλείν΄τα μάτια τάχα κοιμάτει.

ζιαφέτι το: γλέντι, συμπόσιο, η μεγάλη χαρά. Έγινε μεγάλο ζιαφέτι (Κοζάνη) | < τουρκ. ziyafet: συμπόσιο.

ζιγκί το: φτερνιστήρι, σπιρούνι (σαρακατσάν.) Βλ. & μαχμούζι το.

ζίγρα η & ζιγριά η: θαμνοειδής άγρια μουριά, βατομουριά. ΦΡ. Το μαλλί είναι ζίγρα: είναι μπερδεμένο, άγριο.

ζίλια η: μάλλινη χειμωνιάτικη μπλούζα (Άκρη Ελασσόνας).

Ζιόλια η: Θεοδώρα (Κοζάνη).

ζίμπρα η: είδος παντελονιού που φορούσαν παλιότερα στην Κοζάνη (κούμπωνε στις γάμπες).

ζιουγκάρι το: το νεογιλό δόντι, το ούλο, εξόγκωμα· ύψωμα, λόφος ΦΡ. Το τρών τα ζιουγκάρια: για όταν ετοιμάζονταν τα νέα δόντια να βγουν. Ο Αραβαντ. αναφέρει ζιόγκος o: εξόγκωμα, ιδίως επί της κεφαλής. Πβ. Γκοτζ.: Κουρνιασμένοι στα γύρω τσουγκάρια, δεν είχαμε για προσφάι παρά ή αρμυρή πρέντζα σε φύλλα κουτσουπιάς ή λίγα στεγνά φασούλια. Κολ.: …βάνω τ κιάλι, δν εδα, κα φώναζα (στρατήγημα): «τσάκισαν ο Τορκοι». Χουμον ο λληνες, τσάκισε τ πρτο τζογκάρι πο τον ο Τορκοι πο εχαν ποκλεισμένον τν Γενναον ες τος ληνούς.

ζιούκα η: ώριμος, φτασμένος, μαλακός καρπός, γινωμένο φρούτο. Συνήθ. λέγεται για γκόρτσα (: μικρά, άγρια αχλάδια). ΦΡ. μτφ. Του έκανε το κεφάλι ζιούκα: τον έδειρε βαριά, μεχρι να «μαλακώσει» το κεφάλι του. Αντιθ. αγουρίδα η.

ζιούνταβος -η -ο: αδύνατος, αδύναμος, μικροκαμωμένος. Δημ.: «Έχω τα βόδια ζιούνταβα, τ᾿ αλέτρι χαλασμένο.»

ζιμέτι το: αδύναμο, ζαμπούνικο ζώο, αρνί, ζώο που δεν αποδίδει, δεν αναπτύσσεται κανονικά. Όταν ο τσέλιγκας είχε πολλά αδύνατα και σκάρτα αρνιά, τα ζ(ι)μέτια, τα έριχνε σε βάρος όλης της στάνης.

ζιπούνι το: είδος κοντού πανωφοριού. Τσιφ.: Κάθισε η Ιζαμπώ με τις γυναίκες της κι έπλεκε ζιπουνάκια | < ζίπα < τσίπα: περικάλυμμα + κατάλ. -ουνι. Βλ. & τσιπούνι το.

ζγκούλα η: προστατευτική εσοχή, σκεπασμένο μέρος, φωλιά. Παπαευαγγ.: Η κ. Λέλα πήγε παρά πέρα, τάχα για κατούρημα, και διάλεξε μια ζγκούλα (φωλιά) κάτω απ᾿ τα πουρνάρια | < πιθ. < κουκούλα.

ζγκουνώ: κουνώ, σκουντώ. Τι ζγκουνάς; | < κουνάω -ώ.

ζγκουλώνω: κρύβομαι σε ζγκούλα, κουκουλώνομαι.

ζλάπι το & ζουλάπι το: αγρίμι, το κυνηγετικό σκυλί. Γκοτζ.: Μόνο ζουλάπια εδώ τρυπώνουν ή πουλάκι / που του᾿ λειψε η καλοκαιριάτικη τροφή. Νωρίς μάς ξύπνησες, ασβέ, κλεφτοζουλάπι, / για τον καρπό που μόλις μπήκε στα σακιά.Κι από τότε άρχισαν να φυραίνουν στους άλλους· πότε χάνονταν από αβδέλλα, πότε τα ᾿τρωε το ζουλάπι, και το σφαχτό ήταν σα γατσούλι, και τα μαλλιά είχαν μπόλικη σαριά, και το τυρί δε φαινόταν της προκοπής. Παπαδ.: -Τους ζύγωσες καλά; -Όλη μέρα τους βίγλιζα. Κανένα χαλαλή απ᾿ αυτούς δεν είδα. Όλοι ζουλάπια. -Και συ, Ξυπνητήρα; -Τα ίδια, καπετάνο μου. Δεν είναι για ντουφέκι αυτούνοι. Σκαρ.: Μα πού να τον λάβουν το Σατανά τον τραγοπόδαρο; Σα ζουλάπι αυτός ριχιότανε στους κάλους. Σαν ραγκουτάγκος σκαρφατσάλωνε αψηλά στους παπαφίγκους. Μόλ.: Τήρα, τήρα το ποντίκ’. Α, ωρέ έρμου, κομπλιμενταρούδια κάν’ς. Έτσ’, ουρέ ζ’λάπ’, να φέρεσαι στους τρανότερούς σου, να δεις, ωρέ, σε π’ράζ’ κ’νείς; | < ρουμαν. zulape. Βλ. & νταλντώ.

Ζματζμένα τα: ζεματισμένα· σκωπτικά οι κάτοικοι του χωριού Λαζαράδες | < ζεματίζω.

ζνάρι το: το ζωνάρι, σειρά με ξύλα σε πετρόχτιστους τοίχους, μτφ. η γενιά. ΦΡ. Στα εφτά τα ζνάρια: σε εφτά γενιές.

ζνίχι το: σβέρκο, ο αυχένας, τράχηλος. Εφτ.: Στ ζνίχι κι Δυσσέας χτυπάει, κατ τ᾿ ατ ποκάτου, / κα μέσα σπάει τ κόκαλα· κα κόκκινο αμα τρέχει / π τ στόμα. Βόγγησε κι πεσε χάμου ρος. Πάλλ.: …αφτόν στη μάχη ο ξακουστός γιος τότες του Φυλέα / ζυγώνει και στου κεφαλιού κατά το σνίχι πίσω / τόνε χτυπάει, που θέρισε ίσα ως στα δόντια αντίκρυΆμαξα εγώ και δυο άλογα μ᾿ ακούραστα τα σνίχια, / τα πιο γοργά που βρίσκουνται στων Αχαιών τα πλοία | πιθ. < μεσαιωνική ελληνική ζινίχιον: δερμάτινο λουρί < αρχ. ελλ. ζεύγνυμι.

Ζόλια η: Θεοδώρα (Κοζάνη).

ζόρι το: άσκηση βίας, δύναμης, πίεσης πάνω σε κάτι, ο στανιός· δύσκολη, στενόχωρη κατάσταση. Έγινε νύφη με το ζόρι. Πλάκωσαν μεγάλα ζόρια | < τουρκ. zor -ι.

ζοριλίκι το: η συμπεριφορά του ζόρικου, τσαμπουκάς, δυναμική στάση· το ζόρι, ζόρικη, δύσκολη κατάσταση. Τσιφ.: Κάνα δυό άρχοντες που κάνανε ζοριλίκι τους τρίξανε τα δόντια. Βλ. & ζόρι το.

ζορμπάς ο: ληστής, (ένοπλος) κλέφτης. Λιούφ.: …εστείλαμε είδησιν εις τον μουσελίμην Λαρίσης, οπού να μας προφτάση με μερικό ασκέρι, ήτον όμως και εκεί μεγαλείτερος ικτιζάς δι᾿ ασκέρι, επειδή επήγαν εις το Φανάρι ζορμπάδες και έβαλαν φωτιά. Πάλλ.: Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, φανταχτεροί ζορμπάδες! Πού παν ρε οι παίνιες, πως εμείς είμαστε τάχα οι πρώτοι, που τότες ρητορεύατε στη Λήμνο φαντασμένα | < τουρκ. zorba -s. Βλ. & παίνια η.

ζορμπαλίκι το: η κλεψιά. Κρατούσε το βιλαέτι με την κλεψιά και με το ζορμπαλίκι.

ζντρόμπουλος -η -ο: στρόγγυλος, στρογγυλωπός και ογκώδης.

ζο το: ζώο. Οι μαστόροι παλιά έφευγαν από το χωριό ομάδες – ομάδες με τα ζα τους.

ζούδι το: γενική ονομασία για πολύ μικρά ζώα, έντομα, ζωύφια κλπ. Αραβαντ.: ζούδιο και ζούδι: έκτρωμα, νάνος, εκ του ζώδιον. Ιδίως μικρόν δυσειδές έντομον. Καρκ.: …ο Πέτρος Νυχάκης, ο επιλεγόμενος Ζούδιαρης, κατώρθωνε να βγάνη από τους ανθρώπους και να καρφώνη εις τους κορμούς των δένδρων τα ζούδια | < μσν. ζούδιον < ελνστ. ζῴδιον < αρχ. ελλ. σημ.: μικρή εικόνα (υποκορ. της λ. ζῷον).

ζούζουλο το: ζωύφιο, το μικρό έντομο. Σιδ.: τα ζούζουλα της φύσης όλα τα ξεχώριζαν. Καρκ.: Η χωριάτισσα εσήκωνε τα ρούχα της, έλυνε τις ποδιές, εψαχούλευεν εδώ κι εκεί να εύρη τα κακά ζωύφια, να τρίψη στα δάχτυλά της, να τα βγάλη από πάνω της νευρική και ανυπόμονη. Δεν έβλεπεν όμως τίποτε. Και τότε λυσσασμένη έχωνε τα κοφτερά νύχια μέσα στις σάρκες κι έσερνε λουρίδες το δέρμα της κι εκαταμάτωνε τα μέλη της μ᾿ έκφραση πόνου και ηδονής μεγάλη στο πρόσωπο. Τι διάολο! Όλα τα ζούζουλα έπεσαν απάνω μου! | < σλαβ. zuzel: κάνθαρος ή ηχομιμ.

ζούλα η: κλεψιά, κλοπή, ενέργεια που γίνεται στα κρυφά, στα μουλωχτά, κρυψώνα, καβάντζα. Στη ζούλα: λάθρα, κρυφά και σε μια στιγμή εφησυχασμού, χαλάρωσης της προσοχής των άλλων. Βαμβ.: Eκεί όταν ήταν καλοκαίρι όλα τα παιδιά αυτά της ηλικίας μου, εβγαίναν τα σταφύλια, εβγαίναν τα σύκα, και οι πιτσιρίκοι τρέχαν απ᾿ το ένα μέρος στ᾿ άλλο, να πιάσουν, να φτιάξουν, να κόψουνε σύκα να φάνε, να κόψουν σταφύλια στη ζούλαΑφού μαστουριάζαμε, ο τεκετζής έλεγε σ᾿ έναν εκεί: βίρα, Απόστολε, βάλ᾿ τα στη ζούλα τους. Σ᾿ ένα μέρος οπουδήποτε για να μη φαίνονται. Και να ᾿ρθει η αστυνομία να ψάξουνε και να μη τα ᾿βρουνε. – Ως μικρός, και στο καφενείο στη ζούλα εχωνόμουνα.- Το ξέρανε που της μίλαγα. Κι αύτη περίμενε με παντοίους τρόπους να με βρει ζούλα να μου μιλήσει. Ρεμπέτ.: Και κατρακύλησε το φέσι / μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση / και τον ανάβει η Κυριακούλα / ρε που `χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα. (Κωνσταντίνος Μπέζος). Π. Τούντας: Σ᾿ ένα τέτοιο ραβαΐσι, ποιος μπορεί να μη μεθύσει / Άλλος τραγουδά, χορεύει, κι άλλος έρωτα γυρεύει / Άλλος πίνει και πληρώνει, κι άλλος ζούλα την καρφώνει / Βρε Λινάρδο ταβερνιάρη, γράφτα κάτ᾿ απ᾿ το σφουγγάρι. Ζούλα λέγεται στη Νάξο, η γίδα, η (κλεμμένη) κατσίκα | < ζουλ(ώ): πιέζω δυνατά (με το χέρι μου).

ζουλαδόρος ο: μικροκλέφτης, αυτός που ζουλάρει, κάνει ζούλες.

ζουλάρω: κάνω ζούλα, κλέβω.

ζουλαριστός -η -ο: κλεμμένος, το κλεψιμέικος, κλοπιμαίος· αυτό που φεύγει από κάπου κρυφά, στη ζούλα, σκαστός.

ζουλεύω: ζηλεύω. Αλεξ.: Κοιμήσου μέρα κόκκινη της άνοιξης αχείλι / πόχεις τον ήλιο στην καρδιά τη λευτεριά στα μάτια / και σε παινάει το δειλινό και σε ζουλεύει η αυγούλα | < αρχ. ελλ. ζηλόω-ῶ: επιδιώκω.

ζουμπάς ο: είδος εργαλείου· μτφ. άνθρωπος πολύ κοντός, τάπας | < τουρκ. zımba: συρραπτικό.

ζούμπινα με λιβάδια η: λαχανόπιτα στα κουδαρίτικα – μαστόρικα.

ζούμπινα μι τφίκα η: κολοκυθόπιτα στα κουδαρίτικα – μαστόρικα.

ζούμπος ο: το σκόρπισμα στον αέρα. Λ.χ. Πέταξε δέκα χιλιάδες ευρώ ζούμπο.

ζουπώ: πιέζω, συμπιέζω, πατώ. Μτχ. ζουπηγμένος -η -ο. Παρ.: «Ζούπα κι άμπωξε, ανάθεμα που σε πάντρεψε.» Γκοτζ: Και βλέποντάς τον έτσι, μ᾿ εκείνη τη σκουφούλα την τούρκικη, τη ζουπηγμένη, που το χρώμα της είχε γίνει ανοιχτό κεραμιδί απ᾿ την πολυκαιρία, φτενοπρόσωπο, λιγόσαρκο, τον πέρναγες για ένα είδος ασκητή. – Με τα πυκνά μουστάκια και τα γένια τους, με τις σκούφιες, τις ζουπιγμένες απ’ τη μια μεριά, με τα βαριά τσαρούχια τους το προγκιασμένα. Αλεξ.: Με τις πληγές ολάνυχτες / στα ακροδάχτυλά σου / ζούπηξέ τα / στη σήμανση του κόσμου | < ίσως από το ζουπίζω < διοπίζω: βγάζω τον οπό του ή το αλβ. žup.

ζούρα η: η υποστάθμη του ελαίου, το ίζημα, το κατακάθι λιπαρής ουσίας, η μούργα. Άμεσα το ελαιόλαδο φιλτράρεται έτσι ώστε να είναι καθαρό μέχρι την τελευταία σταγόνα (να μην παρατηρείται δηλαδή η λεγόμενη ζούρα – κατακάθι) | < μσν. ζούρα < σούρα.

ζουριάζω: κάνω ζούρες, ζάρες, ζαρώνω, κατσιάζω, μαραίνομαι, κάνω ρυτίδες, γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός· μτφ. γερνώ. Ζούριασε απ᾿ την πείνα | < ζάρα η: μικρή πτυχή σε ύφασμα (δέρμα κτλ.) που δεν είναι καλά τεντωμένο ή σιδερωμένο· ζαρωματιά.

ζουρλαμάρα η / ζουρλαμάδα η / ζούρλα η ζούρλια η: τρέλλα, παραφροσύνη, ασυλλογισιά. Καρκ.: ζουρλαμάδα την έπιασε να δώση ό,τι και αν είχε, να περιφρονήση τον θυμό του Mαγουλά μόνον και μόνον για ένα σερνικό παιδί! Γκοτζ.: Εγώ όμως ήξερα πως όταν τον έπιανε το κακό αυτόν τον ντροπαλό εικοσάρη, όταν τον κυρίευε η ζούρλια που τον παίδευε από μικρόν, τότε δε λογάριαζε κανέναν. Παρ.: «Αν είχε η ζούρλια κέρατα, θα φαίνονταν εις όλους.»

ζουρλαίνω: κάνω κάποιον ζουρλό, τρελαίνω. Δημ.: Το μαύρο το μαντίλι που δένεις στα μαλλιά, / να μην το ξαναδέσεις, ζουρλαίνεις τα παιδιά. / Ζουρλαίνεις παλικάρια κι ανύπαντρα παιδιά. / Εγώ θελ’ να το δέσω κι ας ζουρλαθούν κι αυτά.

ζουρλομάρταρα η: δηλητηριώδες, παραισθησιογόνο μανιτάρι. Γκοτζ.: Τότε πρωτόφαγα και μανιτάρια, πρώιμα του χινόπωρου, ψημένα στη θράκα. Όταν το είπα στη βάβω, με φόβισε λιγάκι: -Θεός φυλάξει, να μη βάλεις στο στόμα σου ζουρλομαντάρες! -Και τι παθαίνει όποιος τις τρώει; ρώτησα μουδιασμένος. / – Χάνει το μυαλό του, τι άλλο;

ζουρλοπαντιέρα η: ως ειρωνικός χαρακτηρισμός προσώπου με ιδιόρρυθμη, εκκεντρική συμπεριφορά που προκαλεί το χλευασμό των άλλων. Καζαντζ.: Δεν ήθελε κουβέντες μαζί του· η ζουρλοπαντιέρα αυτή του χτυπούσε στα νεύρα, με τα γέλια και τους χωρατάδες και τη ζωή χαρισάμενη που περνούσε.

ζουρλός -η -ο: τρελός, μουρλός, παλαβός, αλλοπαρμένος, σαλός· που η συμπεριφορά του δείχνει έλλειψη πνευματικής ισορροπίας, ωριμότητας· ιδιόρρυθμος Παρ.: «Ο ζουρλός λουλούδια θέλει», «Ο ζουρλός τα παρδαλά χαίρεται», «Ο ζουρλός τον λαβωμένο σαν τα μάτια του τον έχει.», «Ο ζουρλός παραμερίζει, όταν βλέπει μεθυσμένο.», «Ο ζουρλός δεν έχει κέρατα.», «Σε ζουρλό και μεθυσμένο, μόνο ο λάκκος ό,τι κάμει», «Ηύραμεν ζουρλόν παπάν, και ολημέρα ψάλλωμεν.», «Τον ζουρλό και τον χωριάτη ξένοι πόνοι τον γεράζουν.» | < μσν. ζουρλός < βενέτ. zurlo, zurlo(n) -ς: άστατος, ελαφρόμυαλος, ρ. zurlar: παραληρώ, κάνω παλαβομάρες. Βλ. & γνωστικός ο, παραγκώμι το, γύρα η, ματαπάω, λιθάρι το.

ζουρλαμάρα η & ζούρλια η: τρέλα, μούρλα, παλαβομάρα, ιδιότητα του ζουρλού. Παρ.: «Αν είχε η ζούρλια κέρατα, θα φαίνονταν εις όλους.» | < Βλ. & ζουρλός ο.

ζουρλατεμένος ο: ζαλισμένος από κάτι, μπερδεμένος | < Βλ. & ζουρλός ο.

ζουρνάς ο: είδος πνευστού λαϊκού οργάνου., μτφ. η μύτη, η μούρη του γουρουνιού & το πέος. Αίν.: «Δυο τρυπίδια, δυο φεγγίδια κι ο ζουρνάς κι η τακταβέλα.» (Μάτια, αυτιά, μύτη και στόμα – Καρυά Κορινθίας). Πβ.: «Ποιοί τον έκαμαν Κυβέρνηση; Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειας των; Ιδού ποιοί τον υπέγραψαν: Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά.» (:με γλέντια, εύκολα). Καραϊσκάκης» | < τουρκ. zurna. Βλ. & κομπογιαννίτης ο.

ζουφός -ή -ό: μικροκαμωμένος, μικρόσωμος, αδύναμος. Ο Αραβαντ. αναφέρει ζούφος και ζούφιο: το κενόν, το και κούφιο, ριζ. κούφον. Ζούφος το λέγεται ενίοτε και το σκότος και ζοφή: ημέρα ζοφώδης | < ίσως από το αρχ. ελλ. ζόφος: το σκοτάδι του Άδη, μτφ. κατάσταση τρόμου.

ζοχάδα η: η αιμορροΐδα· κακή ψυχική διάθεση, που εκδηλώνεται με δυστροπία, με νευρική υπερδιέγερση, στενοχώρια. Τσιφ.: Τώρα αυτός ο κάποιος ήτουνε ο Αραποβλάσταρος ο σκληρός, είχε κάτι ζοχάδες κι είχε και κάτι προηγούμενα λόγω γκομενιλίκι με τον Φάνη τον Κάρδα. Ζοχαδιάστηκε πούφαγε την πατησιά, σηκώνεται και του σφίγγει μια σφαλιάρα του Σπόρου | < ζοχάδες < σοχάδες < ελνστ. πληθ. ἐσοχάδες (< ἐσοχή). Βλ. & λεβήθρες οι.

ζοχάδας ο: άνθρωπος εξαιρετικά ιδιότροπος, καυγατζής και νευρικός, που έχει ζοχάδες. Βλ. & ζοχάδα.

ζοχαδιάζομαι: έχω ζοχάδες, είμαι νευρικός, κακόκεφος, έτοιμος για καυγά, για μάλωμα. Τσιφ.: Ζωχαδιαστήκανε οι Βυζαντινοί, τους βάζουνε χέρι, μαλώνουνε πολύ, γίνεται μαχαίρωμα και τέτοια, τους καθαρίζουνε. Ξυπνάς ζοχαδιασμένος με ξινίλες και θες να βρίσεις; Υποψήφια νύφη ζοχαδιασμένη. Μια παρουσία αεράκι δίπλα του αλλά ζοχαδιασμένος δεν έδωσε σημασία. Σπάζομαι ατελείωτα και τελικά καταλήγω να το κλείνω ζοχαδιασμένος και να βρίζω. Βλ. & ζοχάδα η.

ζυάζω & ζυγιάζω: ζυγιάζω, ζυγίζω· μτφ. χτυπώ. Μακρ.: Να βαστάη η γυναίκα σου τα χρήματα και τον λογαριασμόν, ξέρει γράμματα, και να μου δίνη να της ψωνίζω, να ζυάζη όταν φέρνω το ψώνιο και ό,τι κάνει να πλερώνη. Γκοτζ.: Ύστερα τι το βαστάς αυτό το ξύλο που πας κάθε μέρα στο δάσκαλο για τη φωτιά; Άμα σ’ αλκοτήσει κανένας, ζύγιασέ το κι εσύ στο σταυρό. Σν αράδα οι τινικέδις μι του λάδ΄ (μι κριμασμένα τα κατουστάρια για του ζύιασμα), παραμέσα οι τινικέδις μι του γκάζ΄, λίγου μακρύτιρα, να μήν ανακατώνουντι κι βρουμούν γκαζές (Κοζάνη). Παρ.: «Ο τεμπέλης, δουλειά δεν είχε, και ζύαζε τα αρχίδια τ᾿.»

ζύγι το: κομμάτι μετάλλου με συγκεκριμένο βάρος, που χρησιμοποιούσαν σε παλιές παλάντζες· η ζυγαριά. Παρ.: «Όσο θέλεις φούσκωνέ τα, με το ζύγι θα τα δώσεις.» Βλ. & ζυγός ο.

ζυγός ο: κατασκευή (συνήθ. ξύλινη) την οποία προσαρμόζουν στον τράχηλο ζώων (βοδιών κτλ.) για να τα ζεύξουν (στο άροτρο)· μτφ. η τυρρανία, σκλαβιά, κατάσταση καταπιεστικής εξάρτησης, υποταγής· ζυγαριά, βεζινές, καντάρι· ζώδιο Ζυγός· ζυγός του βουνού: τα ψηλά σημεία του βουνού, κορυφογραμμή, κορυφή. Απόστασα, λες και τραβούσα τον ζυγό. Γκοτζ.: Εδώ είν᾿ η άκρη του ζυγού του μακρουλού, που χαμηλώνει σα ζυγός αλόγου πο᾿σκυψε να πιει σε ξέχειλο χαντάκι. Μακρ.: φο εδε ατά, πρε κοντ ς δυ χιλιάδες νθρώπους κα ρθε κ᾿ πιασε τ Τζερατζίνι Καραϊσκάκης. Εναι κ᾿ να μετόχι πλησίον, π πάνου τν ζυγνταν Τορκοι π κε ς τν κρη ες τ Καμίνια, πο σώνεται ράχη. Κολ.: …και τότε ειμπορούν οι Βασιλείς να βοηθήσουν τον Τούρκο και να λάβωμε ζυγόν βαρύτερον από εκείνον οπού είχαμε· – Κα προστάζει κα τος βάνουν ες τν ζυγόν, ες τν τυραγνίαν. Τότε φο εδαν ατος ες τν ζυγν να μέρος πρε τ βουνά. Καζαντζ.: Μα πού να στριμωχτώ εγώ στο σχολειό, πού να μπω στο ζυγό! Παπαδ.: Την ημέραν εκείνην το πρωϊνόν μάθημα παρετάθη έως την δωδεκάτην ακριβώς. Οι παίδες ησθάνθησαν τον ζυγόν, και από της δεκάτης ώρας επείνων ήδη φοβερά, όσοι δεν είχαν προβλέψει το πρωί να κλέψωσι άρτου από της πατρικής οικίας. – Άιντι, ρα Λιόλιου: στάσ᾿ πρώτα να φτάσουμι στ᾿ Λάρσα, να σι βάλουμι στου ζ΄γό κι τότι τα ιδούμι πόσου τα σ΄ αρέσ΄ η Θισσαλία! (Κοζάνη). Πάλλ.: Σηκώστε το ζυγό μου απάνου σας, και μάθετε από μένα, γιατί ήμερος είμαι και με ταπεινή καρδιά, και θα βρει ξεκούρασμα η ψυχή σας. Τι ο ζυγός μου ᾿ναι καλός κι αλαφρύ το φόρτωμά μου.» Σκαρ.: Μεταξύ δουλείας και δουλείας δεν υπάρχει καμμιά διαφορά. Με το να κάμεις μιαν επανάσταση κι αποτινάξεις τo ζυγό, δεν έκαμες τίποτα. Το ᾿21 αυτό έκαμε. Το να μην ξαναεμπέσεις σε ζυγό – αυτό είναι επανάσταση | < αρχ. ελλ. ζυγός. Βλ. & αποσταίνω.

ζυγούρι το: αρνί ηλικίας ενός μέχρι δύο χρόνων. Ζυγούρι βραστό με μακαρόνια και το τριμμένο κατσικίσιο τυρί. Από της ηλικίας των 4 – 6 μηνών μέχρι τη γενετήσια ωριμότητά τους τα μεν αρσενικά λέγονται ζυγούρια, τα δε θηλυκά ζυγούρες. Γκοτζ.: Να, παραμόνευαν σαν αλεπούδες οι χωριάτες, μην ξεκοπεί κάνα ζυγούρι, μην ξωμείνει καμιά παλιοπρατίνα, μη βρουν ευκαιρία στο σουρούπωμα και τραβήξουν μέσ᾿ από ξερότοιχου φυράδα κάνα βετούλι και κάμουν αποβραδίς τσιμπούσι στην υγειά των πιστικών. Αραβαντ.: ζηγούρι το: το νέον πρόβατον, το μόλις απογαλακτισθέν, ο παρ᾿ αρχαίοις πρητήν | < μσν. ζυγούριν < ζυγ(ός).

ζυγώνω: πλησιάζω, σιμώνω, φτάνω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω. Καζαντζ.: Αν δεν ντρέπουμουν, θα τον ζύγωνα και θά του μιλούσα | αρχ. ελλ. ζυγώ: συνδέω υπό τον ίδιο ζυγό, συναρμόζω. Βλ. & κοντοζυγώνω.

ζωντανό το: το ζώο. Καρκ.: Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βόδια και πρόβατα και άλογα μαζί, ένιωθαν κάποια φρίκη να χαμοπετά πάνω τους, σύγκρυο να τα περιγλείφει κι έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσε. Η φάκνα έτριζε κάποτε. Παπαδ.:χι! Ν δώσς τώρα τ λόγο σου! Ν ποφασίσς τί θ κάμς. Δν τος χεις τος νθρώπους σν τ ζωντανά σου, ν ρχωνται κα ν ξαναέρχωνται χίλιες φορές.

ζωντόβολο το: μεγάλο ζώο για δουλειές, ζωντανό. Καρκ.: Πήγαινε να βρης τους άντρες μας, τα ζωντόβολα, να καλοπορέψης – Κα ν συλλογιστ κανες πώς, σν ρθε στν Κατάληψη, δν εχε ροχο ν φορέσ!.. ψιθύρισε σιγ πάρεδρος. – ξοι νθρποι· συμπέρανεν Παπαρρίζος. Μς ηραν λους ζωντόβολα κα μς μάδησαν. – Αληθινά ζωντόβολα, τρισχειρότερα κι από τα γελάδια κι από τα γομάρια τους! Παρ.: «Ζωντόβολο επήγε, γαϊδούρι εγύρισε.» | < μσν. ζωντόβολον από τον πληθ. ζωντόβολα < ζώντ(α) -ο- + -βολα, ουδ. πληθ. του -βολος (θ. συγγ. του αρχ.ελλ. ρ. βάλλω). Βλ. & χασκογελώ.

ζωστήρα η & ζωστήρας ο: αντρική (συνήθ. δερμάτινη) ζώνη, ζωνάρι. Ζωστήρες ξίφους. Η πιο κοινή λοίμωξη του νευρικού συστήματος είναι ο έρπης ζωστήρας. Έχει ονομαστεί έτσι γιατί η πιο συνηθισμένη του μορφή εμφανίζεται με τη μορφή φυσαλιδώδους εξανθήματος που «ζώνει» τη μία πλευρά του σώματος. Καρκιδ.: Μες στο αρμοστό ζωνάρι εχώθηκε βαθιά η πικρή σαγίτα, / κι έτσι που πέρα ως πέρα ετρύπησε το πλουμιστό ζωνάρι, / χιμάει και χώνεται στο θώρακα τον καλοξομπλιασμένο (ν δ πεσε ζωστρι ρηρότι πικρς ϊστός· / δι μν ρ ζωστρος λήλατο δαιδαλέοιο, / κα δι θώρηκος πολυδαιδάλου ρήρειστο) | < ελνστ. ζωστήρ, αιτ. -ῆρα, αρχ. ελλ. σημ.:: ζώνη πολεμιστή.

(Εμφανιστηκε 6,848 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.