Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο, Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής, εκδ. Θεωρία, Αθήνα, 1982. Η μετάφραση είναι του Φώντα Κονδύλη.
Εισαγωγή.
Εκατόν είκοσι εκατομμύρια παιδιά στο κέντρο της καταιγίδας
Η παγκόσμια κατανομή της εργασίας έχει ως αποτέλεσμα το διαμοιρασμό των χωρών σ’ αυτές που κερδίζουν και σ’ αυτές που χάνουν. Η δική μας περιοχή της γης, που σήμερα ονομάζεται λατινική Αμερική, είχε το θλιβερό προνόμιο να χάνει ευθύς εξαρχής, απ’ τις παλιές εκείνες εποχές όπου οι Ευρωπαίοι και η Αναγέννηση ρίχτηκαν στη θάλασσα για να μπήξουν τα δόντια τους στο λαιμό της.
Οι αιώνες πέρασαν και η λατινική Αμερική τελειοποίησε το ρόλο της. Δεν είναι πια το βασίλειο των θαυμάτων, όπου η φαντασία ωχριούσε μπροστά στα τρόπαια της κατάκτησης, στα ορυχεία χρυσού και στα βουνά από ασήμι. Διατήρησε όμως την υπηρετική της σύσταση. Παραμένει στην υπηρεσία των ξένων αναγκών, όντας η πηγή και αποθήκευση πετρελαίου και σίδερου, χαλκού και κρέατος, καφέ και φρούτων, πρώτων υλών και ειδών διατροφής γι’ αυτές τις πλούσιες χώρες οι οποίες, καταναλίσκοντας όλα τούτα, κερδίζουν πολύ περισσότερα απ’ όσα κερδίζει παράγοντάς τα η λατινική Αμερική. Οι φόροι που εισπράττουν οι αγοραστές είναι πολύ πιο υψηλοί απ’ τα ποσά που καταβάλλονται στους πωλητές. Και, στο κάτω της γραφής, όπως δήλωσε τον Ιούλιο του 1968 ο Covey Τ. Oliver, συντονιστής του Συνδέσμου για την Πρόοδο, «το να μιλάμε σήμερα για δικαιοσύνη τιμών, αυτό είναι μεσαιωνική αντίληψη. Ζούμε στην εποχή της εμπορικής ελευθερίας…» Μα όσο πιο πολύ δεχόμαστε την ελευθερία στις εμπορικές μας υποθέσεις, τόσο πιο πολύ πρέπει να χτίζουμε φυλακές γι’ αυτούς που δεν ευνοούνται απ’ τις υποθέσεις αυτές. Τα συστήματά μας, σε ανακριτές και δήμιους, λειτουργούν όχι μόνο σε όφελος της εξωτερικής καπιταλιστικής αγοράς, μα προστατεύουν και σημαντικές εισοδηματικές πηγές που προέρχονται από τα δάνεια και τις ξένες επενδύσεις μέσα στις ελεγχόμενες εσωτερικές αγορές. «Ακούσαμε να μιλούν για προνομιακές παραχωρήσεις που έκανε η Αμερική στο ξένο κεφάλαιο, μα όχι και για τις παραχωρήσεις που έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο κεφάλαιο άλλων χωρών… Είναι που δεν κάνουμε παραχωρήσεις», υπογράμμιζε στα 1913 ο πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον. Διαβεβαίωνε ακόμα ότι «μια χώρα καταπιέζεται και κυριαρχείται από το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στη χώρα αυτή». Είχε δίκιο. Με το πέρασμα του χρόνου, χάσαμε ως και το δικαίωμα να λεγόμαστε Αμερικανοί, παρόλο που οι Αϊτινοί και οι Κουβανοί εμφανίζονται στην Ιστορία ως καινούργιοι λαοί έναν αιώνα προτού οι μετανάστες του Mayflower πατήσουν το πόδι τους στις ακτές του Πλύμουθ. Σήμερα, για ολόκληρο τον κόσμο, Αμερική σημαίνει: Ηνωμένες Πολιτείες. Εμείς όλοι, το πολύ πολύ, κατοικούμε σε μιαν υπο-Αμερική, μιαν Αμερική δεύτερης διαλογής και απροσδιόριστης ταυτότητας.
Η λατινική Αμερική είναι η ήπειρος με τις ανοιχτές φλέβες. Από την ανακάλυψη ως τις μέρες μας, όλα σ’ αυτήν μεταμορφώνονταν πάντα σε ευρωπαϊκό κεφάλαιο ή, αργότερα, σε βορειο-αμερικάνικο, και ως τέτοιο συσσωρεύτηκε και συσσωρεύεται στα απομακρυσμένα κέντρα εξουσίας. Όλα: η γη, οι καρποί της και το πλούσιο σε ορυκτά υπέδαφός της, οι άνθρωποι και οι εργασιακές και καταναλωτικές τους ικανότητες, όλοι οι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι. Οι τρόποι παραγωγής και οι κοινωνικές δομές κάθε χώρας αποφασίστηκαν διαδοχικά απ’ το εξωτερικό όσον αφορά στην ενσωμάτωσή τους στο παγκόσμιο γρανάζι του καπιταλισμού. Στην καθεμιά ανατέθηκε κι ένας ρόλος, πάντα προς όφελος της ανάπτυξης που επιζητούσε η ξένη κυρίαρχη μητρόπολη, κι η αλυσίδα των διαδοχικών εξαρτήσεων έγινε ατέλειωτη. Περιλαμβάνει πολύ περισσότερους από δύο κρίκους: ιδιαίτερα, στο εσωτερικό της λατινικής Αμερικής, την καταπίεση των μικρών χωρών απ’ τους ισχυρότερους γείτονές τους, και, μέσα στα πλαίσια των συνόρων της κάθε χώρας, την εκμετάλλευση που ασκούν οι μεγάλες πόλεις και τα λιμάνια στις ντόπιες πηγές επισιτισμού και στα εργατικά χέρια. (Εδώ και τέσσερις αιώνες, είχαν κιόλας θεμελιωθεί οι δεκαέξι από τις είκοσι πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις της λατινικής Αμερικής).
Για όσους αντιλαμβάνονται την Ιστορία ως ανταγωνισμό, η καθυστέρηση και η δυστυχία της λατινικής Αμερικής είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της: εμείς χάσαμε, άλλοι κέρδισαν. Συμβαίνει όμως, επιπλέον, και το εξής: εκείνοι κέρδισαν μόνο και μόνον επειδή εμείς χάσαμε. Η ιστορία της υπανάπτυξης της λατινικής Αμερικής συνδέεται, το είπαμε κιόλας, με την ιστορία της ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η ήττα μας υπήρξε πάντοτε ο απαράβατος όρος της ξένης νίκης. Τα πλούτη μας γέννησαν πάντοτε τη φτώχεια μας για να θρέψουν την ευμάρεια των αυτοκρατοριών και των αυτοχθόνων κέρβερων με το ξεπούλημα τους. Στην αποικιακή και νεο-αποικιακή αλχημεία, το χρυσάφι μεταμορφώνεται σε παλιοσίδερο και τα τρόφιμα σε δηλητήριο. Το Ποτοζί, η Ζακατέκας και το Όουρο Πρέτο έπεσαν απότομα απ’ το εκθαμβωτικό ύψος των πολύτιμων μετάλλων στα βαθιά πηγάδια που άφησαν οι άδειες γαλαρίες- η καταστροφή υπήρξε το κοινό πεπρωμένο της χιλιανής πάμπα [Κόμποι καταπράσινοι γεμάτοι από άγρια φυτά. (Σ.τ.Μ.)] του νίτρου και των δασών από καουτσούκ στον Αμαζόνιο. Οι απέραντες φυτείες ζαχάρεως στη Βορειο-Ανατολική Βραζιλία, τα αργεντίνικα δάση του quebracho [Δέντρο με πολύ σκληρό ξύλο, απ’ όπου βγάζουν την τανίνη. (Σ.τ.Μ.)] ή ορισμένες πετρελαιογενείς ζώνες της λίμνης Μαρακάιμπο, έχουν οδυνηρούς λόγους να πιστεύουν στο πρόσκαιρο του πλούτου που εκχωρεί η φύση και σφετερίζεται ο ιμπεριαλισμός. Η βροχή που ποτίζει τα κέντρα της ιμπεριαλιστικής εξουσίας πνίγει τ’ απέραντα προάστεια του συστήματος. Και, την ίδια στιγμή, η ευημερία των κυρίαρχων τάξεων μας -κυρίαρχων στο εσωτερικό, αλλά κυριαρχούμενων απ’ το εξωτερικό- είναι η κατάρα των λαϊκών μαζών μας, που είναι καταδικασμένες να ζουν σαν υποζύγια.
Η ζημιά εξαπλώνεται. Γύρω στα 1850, το επίπεδο ζωής των πλούσιων χωρών στον κόσμο ξεπερνούσε το πενήντα τα εκατό του επιπέδου ζωής των φτωχών χωρών. Η ανάπτυξη τόνισε ακόμα πιο πολύ την ανισότητα. Ο Ρίτσαρντ Νίξον, στην ομιλία του ενώπιον του Σώματος, τον Απρίλη του 1969, αποκάλυψε πως ως το τέλος του 20ου αιώνα, το εισόδημα per capita στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα ήταν δεκαπέντε φορές ανώτερο απ’ ό,τι στη λατινική Αμερική. Η παγκόσμια δύναμη του ιμπεριαλιστικού συστήματος έγκειται στην αναγκαία ανισότητα των συστατικών του στοιχείων, κι αυτή η ανισότητα φτάνει σε αναλογίες καθημερινά και πιο δραματικές. Μέσ’ από τη δυναμική μιας αύξουσας δυσαναλογίας, οι καταπιεστικές χώρες γίνονται διαρκώς πιο πλούσιες με την απόλυτη έννοια, και πολύ περισσότερο πλούσιες με σχετική έννοια. Ο καπιταλισμός του κέντρου μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του την πολυτέλεια να δημιουργεί τους δικούς του μύθους της αφθονίας και να πιστεύει σ’ αυτούς, αλλά δεν τρέφεται με μύθους, και οι φτωχές χώρες, που αποτελούν τον τεράστιο καπιταλισμό της περιφέρειας, το ξέρουν καλά. Το μέσο εισόδημα ενός Βορειο-Αμερικανού είναι εφτά φορές πιο υψηλό απ’ το εισόδημα ενός Λατινο-Αμερικάνου και αυξάνεται μ’ ένα ρυθμό δέκα φορές πιο γρήγορο. Κι οι μέσοι όροι αποκαλύπτονται κίβδηλοι, αν λάβει υπόψη-του κανείς την απέραντη άβυσσο που χωρίζει, στα νότια του Ρίο Μπράβο, τους αναρίθμητους φτωχούς απ’ τους ελάχιστους πλούσιους. Πράγματι, σύμφωνα με τις στατιστικές των Ηνωμένων Εθνών, έξι εκατομμύρια Λατινο-Αμερικάνοι, στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ιδιοποιούνται ένα εισόδημα ίσο με το εισόδημα εκατόν σαράντα εκατομβών εργατών που συνωστίζονται στη βάση. Υπάρχουν εξήντα εκατομμύρια χωρικών, που όλο κι όλο το εισόδημά τους ανέρχεται στο ένα τέταρτο του δολλαρίου ημερησίως, ενώ στο άλλο άκρο οι πρόξενοι της δυστυχίας απολαμβάνουν την πολυτέλεια να σωρεύουν πέντε δισεκατομμύρια δολάρια στους ιδιωτικούς λογαριασμούς τους στην Ελβετία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες και σπαταλούν επιδεικτικά, με στείρα μεγαλοπρέπεια -πρόκληση και προσβολή- και σε τοποθετήσεις μη παραγωγικές, που αποτελούν το ήμισυ των επενδύσεων, τα κεφάλαια που η λατινική Αμερική θα μπορούσε να διαθέσει για ανανέωση, για ανάπτυξη και για τη δημιουργία πόρων παραγωγής και εργασίας. Οι άρχουσες τάξεις μας, ενσωματωμένες από πάντα στον αστερισμό της ιμπεριαλιστικής δύναμης, δεν ενδιαφέρονται καθόλου να εξακριβώσουν αν ο πατριωτισμός θα μπορούσε να είναι πιο κερδοφόρος απ’ την προδοσία, ή αν η επαιτεία είναι η μόνη δυνατή μορφή της διεθνούς πολιτικής. Υποθηκεύουν την εξουσία επειδή «δεν υπάρχει άλλη διέξοδος». Τα άλλοθι της ολιγαρχίας μπερδεύουν μ’ έναν ενδιαφέροντα τρόπο την ανικανότητα μιας κοινωνικής τάξης και την a priori μοιρολατρεία μιας απουσίας εθνικού πεπρωμένου.
Ο Josue de Castro διακηρύττει: «Πήρα ένα διεθνές βραβείο της ειρήνης, μα συλλογίζομαι πως δεν υπάρχει δυστυχώς άλλη λύση απ’ τη βία για τη λατινική Αμερική». Εκατόν είκοσι εκατομμύρια παιδιά παλεύουν μες στην καρδιά αυτής της λαίλαπας. Ο πληθυσμός της λατινικής Αμερικής αυξάνεται όσο κανένας άλλος. Μέσα σε πενήντα χρόνια έχει υπερτριπλασιαστεί. Κάθε λεπτό, κάποιο παιδί πεθαίνει από αρρώστια ή πείνα, και όμως, το έτος 2.000 θα υπάρχουν εξακόσια πενήντα εκατομμύρια Λατινο¬Αμερικάνοι και οι μισοί απ’ αυτούς θα έχουν ηλικία μικρότερη των δεκαπέντε χρονών: μια βόμβα των καιρών. Αυτή τη στιγμή, σε διακόσια ογδόντα εκατομμύρια Λατινο¬Αμερικάνων, υπάρχουν πενήντα εκατομμύρια άνεργοι, ή υποαπασχολούμενοι, και κάπου εκατό εκατομμύρια αναλφάβητοι. Οι μισοί Λατινο-Αμερικάνοι ζουν στριμωγμένοι μέσα σε τρώγλες. Οι τρεις μεγαλύτερες αγορές της λατινικής Αμερικής – Αργεντινή, Βραζιλία και Μεξικό – δε φτάνουν όλες μαζί για να ισοφαρίσουν την καταναλωτική ικανότητα της Γαλλίας ή της δυτικής Γερμανίας, μολονότι στο σύνολό του ο πληθυσμός των τριών μας μεγάλων ξεπερνά κατά πολύ τον πληθυσμό οποιοσδήποτε ευρωπαϊκής χώρας. Σε σχέση με τον πληθυσμό της, η λατινική Αμερική παράγει λιγότερα σήμερα απ’ όσο πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι εξαγωγές της ανά κάτοικο μειώθηκαν στα δύο τρίτα, χωρίς να προηγηθούν διακυμάνσεις, σε σχέση μ’ αυτές που ήταν τις παραμονές της οικονομικής κρίσης του 1929. Το σύστημα είναι πολύ λογικό όσον αφορά στους ξένους πάτρωνες και στην ντόπια μπουρζουαζία μας των εντολοδόχων, που έχουν πουλήσει την ψυχή τους στο Διάβολο σε μια τιμή που θα έκανε τον Φάουστ να κοκκινίζει. Μα είναι τόσο παράλογο για όλους τους άλλους ώστε, όσο περισσότερο αναπτύσσεται τόσο και περισσότερο οξύνει τις ανισορροπίες-του, τις εντάσεις του και τις βίαιες αντιθέσεις του. Η ίδια η εκβιομηχάνιση, εξαρτημένη και όψιμη, που συνυπάρχει επωφελώς με το λατιφόύντιο [Τεράστια αγροκτήματα που τα καλλιεργούν αγρότες (Σ.τ.Μ.)] και με τις δομές της ανισότητας, συμβάλλει στην εξάπλωση της ανεργίας αντί να λύσει το πρόβλημά της. Η φτώχεια διογκώνεται και ο πλούτος συγκεντρώνεται σ’ αυτή την περιοχή του κόσμου που αριθμεί ατέλειωτες στρατιές άχρηστων χεριών, σακατεμένων οριστικά. Καινούργια εργοστάσια δημιουργούνται στα προνομιούχα κέντρα ανάπτυξης – Σάο Πάολο, Μπουένος Άιρες, Μεξικό – μα όλο και λιγότερο έχουν ανάγκη τα εργατικά χέρια. Το σύστημα δεν έχει προβλέψει την εξής δυσχέρεια: εδώ, οι άνθρωποι είναι αυτοί που πλεονάζουν. Και οι άνθρωποι αναπαράγονται. Πλαγιάζουν και συνουσιάζονται γελώντας και χωρίς προφυλάξεις. Ο αριθμός όλων αυτών που ετοιμάζονται να γίνουν εμπόδιο, μεγαλώνει αδιάκοπα: χωρίς δουλειά στην ύπαιθρο, όπου βασιλεύει το λατιφούντιο με τις απέραντες ακαλλιέργητες εκτάσεις του, χωρίς δουλειά στην πόλη, όπου βασιλεύουν οι μηχανές. Το σύστημα ξερνά τους ανθρώπους. Οι βορειοαμερικανικές αποστολές στειροποιούν μαζικά τις γυναίκες και μοιράζουν απλόχερα χάπια, διαφράγματα, ταμπόν, προφυλαχτικά κ.λ.π., και όμως τα παιδιά αυξάνονται και πληθύνονται. Τα παιδιά της λατινικής Αμερικής εξακολουθούν πεισματικά να γεννιώνται και να διεκδικούν το φυσικό τους δικαίωμα για μια θέση στον ήλιο σ’ αυτά τα υπέροχα μέρη που θα μπορούσαν να προσφέρουν σε όλους αυτό που σε όλους σχεδόν το αρνούνται.
Τις πρώτες μέρες του Νοέμβρη του 1968, ο Ρίτσαρντ Νίξον βεβαίωνε με στεντόρεια φωνή ότι ο Σύνδεσμος για την Πρόοδο, έπειτα από επτά χρόνων ζωή, δεν είχε μειώσει τα προβλήματα του υποσιτισμού και της έλλειψης εδώδιμων προϊόντων στη λατινική Αμερική αλλά, αντίθετα, τα είχε επιτείνει. Μερικούς μήνες πρωτύτερα, τον Απρίλη, ο Τζόρτζ Μπολ έγραφε στο Life: «Η δυσφορία των φτωχότερων λαών δε θ’ αποτελέσει για τον κόσμο μια απειλή καταστροφής, τουλάχιστον μέσα στις προσεχείς δεκαετίες. Όσο κι αν μας κάνει να ντρεπόμαστε, ο κόσμος έζησε, γενεές ολόκληρες, με δύο τρίτα φτωχούς και ένα τρίτο πλούσιους. Όσο άδικο κι αν φαίνεται αυτό, η δύναμη των φτωχών χωρών είναι περιορισμένη.» Ο Μπολ ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας των Ηνωμένων Πολιτειών στην πρώτη σύνοδο του Εμπορίου και της Ανάπτυξης που συνήλθε στη Γενεύη και είχε ψηφίσει κατά σε εννέα απ’ τις δώδεκα βασικές αρχές που επικύρωσε η σύνοδος, προκειμένου να περιοριστούν τα μειονεκτήματα των υπανάπτυκτων χωρών μέσα στο διεθνές εμπόριο. Ο αφανισμός που προκαλεί η εξαθλίωση στη λατινική Αμερική παραμένει μυστικός. Κάθε χρόνο, σκάνε σιωπηρά τρεις βόμβες όμοιες μ’ αυτές της Χιροσίμα πάνω απ’ αυτούς τους λαούς, που έχουν αποκτήσει τη συνήθεια να υποφέρουν σφίγγοντας τα δόντια. Η συστηματική τούτη βία, κρυφή μα εντελώς πραγματική, δεν παύει να μεγαλώνει: τα εγκλήματά της δεν αναφέρονται πουθενά μέσα στα επίσημα χρονικά, μα φιγουράρουν πρώτα πρώτα μες στις στατιστικές του F.A.O. Ο Μπολ είπε, πως η ατιμωρησία παραμένει δυνατή -μιας κι οι φτωχοί δεν μπορούν να κηρύξουν τον παγκόσμιο πόλεμο-, κι ο ιμπεριαλισμός έχει τις δικές του ιδέες: ανίκανος να πολλαπλασιάσει τα καρβέλια στο τραπέζι, κάνει ό,τι μπορεί να καταργήσει τους συνδαιτημόνες. Καταπολεμήστε τη φτώχεια: σκοτώστε ένα ζητιάνο! έγραφε άτσαλα σ’ έναν τοίχο του Λα Πας, στη Βολιβία, κάποιος δάσκαλος του μαύρου χιούμορ. Τι προτείνουν άραγε να γίνει οι κληρονόμοι του Μάλθους; Απλούστατα, να ξεπαστρέψουμε μέχρις ενός όλους τους μελλοντικούς ζητιάνους πριν ακόμη γεννηθούν! Ο Ρόμπερτ Μακ Ναμάρα, λοιπόν, πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, πρώην πρόεδρος της Φορντ και τέως γραμματέας του Υπουργείου Άμυνας, βεβαιώνει ότι η δημογραφική έκρηξη αποτελεί το βασικό εμπόδιο στην πρόοδο της λατινικής Αμερικής και εξαγγέλλει ότι η Παγκόσμια Τράπεζα θα δώσει προτεραιότητα, σ’ ό,τι αφορά στα δάνειά της, στις χώρες εκείνες που θα εφαρμόσουν προγράμματα για τον έλεγχο των γεννήσεων. Ο Μακ Ναμάρα διαπιστώνει με θλίψη πως το μυαλό των φτωχών λειτουργεί μόνο κατά τα τρία τέταρτα σε σχέση μ’ ένα φυσιολογικό μυαλό, κι οι τεχνοκράτες της Παγκόσμιας Τράπεζας (που, αυτοί βέβαια, έχουν κιόλας γεννηθεί) πέφτουν με τα μούτρα πάνω στις υπολογιστικές τους μηχανές και σκαρφίζονται διάφορες «περιδιαγραμμάτου» θεωρίες για το πόσο πλεονεκτικό είναι να μη γεννιέσαι: «Αν μια υπό ανάπτυξιν χώρα, μ’ ένα μέσο ετήσιο εισόδημα από 150 ως 200 δολάρια κατά κεφαλήν, κατορθώσει να μειώσει τη γονιμότητά της κατά πενήντα τοις εκατό σε εικοσιπέντε χρόνια, σε τριάντα χρόνια το κατά κεφαλήν εισόδημά της θα είναι ανώτερο κατά σαράντα τοις εκατό απ’ το επίπεδο όπου θα είχε φτάσει στην αντίθετη περίπτωση, και δυο φορές ανώτερο σε εξήντα χρόνια», βεβαιώνει κάποιο έγγραφο αυτού του οργανισμού. Περιβόητη έχει μείνει και η φράση του Λύντον Τζόνσον: «Πέντε δολάρια επενδυόμενα κατά της αυξήσεως του πληθυσμού, είναι πολύ πιο παραγωγικά από εκατό δολάρια επενδυόμενα υπέρ της οικονομικής αναπτύξεως.» Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ έκανε, κι αυτός, την πρόγνωση πως, αν οι κάτοικοι της γης εξακολουθούσαν να πολλαπλασιάζονται με τον ίδιο ρυθμό, όχι μόνο θα μεγάλωνε ο κίνδυνος της επανάστασης, μα, επιπλέον, θα γινόμασταν μάρτυρες «ενός εκφυλισμού του επιπέδου ζωής όλων των λαών, περιλαμβανομένου και του δικού μας.»
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πάσχουν, στο εσωτερικό των συνόρων τους, απ’ το πρόβλημα της έκρηξης των γεννήσεων, μα νοιάζονται περισσότερο από κάθε άλλη χώρα να διαδώσουν και να επιβάλουν στα τέσσερα σημεία του κόσμου τον οικογενειακό προγραμματισμό.
Η κυβέρνηση, ο Ροκφέλλερ και το Ίδρυμα Φορντ βλέπουν, μέσα στους εφιάλτες-τους, εκατομμύρια παιδιά να προχωρούν σαν σμήνη ακρίδων απ’ τους ορίζοντες του Τρίτου Κόσμου. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης έσκυψαν πάνω στο πρόβλημα πριν απ’ τον Μάλθους και τον Μακ Ναμάρα. Ωστόσο, στην εποχή μας, τούτη η παγκόσμια επίθεση επιτελεί μια λειτουργία αυστηρά καθορισμένη: προτάσσεται για να δικαιώσει την τελείως άνιση κατανομή των εισοδημάτων ανάμεσα στις χώρες και τις κοινωνικές τάξεις και να πείσει τους φτωχούς ότι η φτώχεια είναι αποτέλεσμα των πολυάριθμων γεννήσεων. Επιδιώκει να συγκρατήσει τη μανία των μαζών που κινητοποιούνται και ξεσηκώνονται. Τα ενδομήτρια αντισυλληπτικά συναγωνίζονται με τις βόμβες και τα πολυβόλα, στη νοτιοανατολική Ασία, για να σταματήσουν το Βιετνάμ να γεννάει παιδιά. Στη λατινική Αμερική είναι πιο υγιεινό και πιο αποτελεσματικό να σκοτώνουν τους αντάρτες μέσα στις μήτρες των μανάδων τους, παρά μέσα στις σιέρρα ή μες στους δρόμους. Ποικιλώνυμες βορειοαμερικάνικες αποστολές εφάρμοσαν τη στείρωση σε χιλιάδες γυναίκες του Αμαζόνιου, παρά το γεγονός πως η περιοχή αυτή είναι η πιο αραιοκατοικημένη ζώνη του πλανήτη. Στις πιο πολλές περιοχές των χωρών της λατινικής Αμερικής, ο πληθυσμός δεν πλεονάζει. Αντίθετα, είναι λειψός. Η Βραζιλία έχει τριάντα οχτώ φορές λιγότερους κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο απ’ ό,τι το Βέλγιο. Η Παραγουάη, σαράντα εννέα φορές λιγότερους απ’ ό,τι η Αγγλία. Το Περού, τριάντα δύο φορές λιγότερους απ’ ό,τι η Ιαπωνία. Η Αϊτή και το Σαλβαδόρ, ανθρώπινες μυρμηγκοφωλιές της λατινικής Αμερικής, έχουν πυκνότητα κατώτερη απ’ αυτήν της Ιταλίας. Τα προσχήματα που επικαλείται ο διεθνής ιμπεριαλισμός προσβάλλουν τη νοημοσύνη. Οι πραγματικές-του προθέσεις διεγείρουν την αγανάκτηση. Οριστικά, το ήμισυ των εδαφών της Βολιβίας, της Βραζιλίας, της Χιλής, του Ισημερινού, της Παραγουάης και της Βενεζουέλας είναι ακατοίκητα. Κανένας πληθυσμός της λατινικής Αμερικής δεν αυξάνεται λιγότερο απ’ αυτόν της Ουρουγουάης, μιας χώρας γέρων, κι ωστόσο κανένα έθνος δε δοκιμάστηκε τόσο πολύ, τα τελευταία χρόνια, από μια κρίση που φαίνεται να την παρασέρνει στον τελευταίο κύκλο της κόλασης. Η Ουρουγουάη είναι άδεια κι οι εύφορες πεδιάδες της θα μπορούσαν να θρέψουν έναν πληθυσμό πολύ πιο πολυάριθμο απ’ αυτόν που, σήμερα, υποφέρει εκεί κάτω από τόσες ελλείψεις.
Πριν από έναν αιώνα, και περισσότερο, ένας υπουργός της Γουατεμάλας είχε προφητικά διακηρύξει: «Θα ήταν περίεργο από τους ίδιους τους κόλπους των Ηνωμένων Πολιτειών, που είναι η πηγή του κακού, να μας ερχόταν και το φάρμακο.» Μετά το θάνατο και το θάψιμο του Συνδέσμου για την Πρόοδο, η αυτοκρατορία προτείνει, με πανικό πιο πολύ παρά με γενναιοδωρία, να λύσει τα προβλήματα της λατινικής Αμερικής εξαλείφοντας προκαταβολικά τους Λατινο-Αμερικάνους. Στην Ουάσιγκτον έχουν λόγους κιόλας να υποθέτουν πως οι φτωχοί λαοί δεν έχουν πια καμιά διάθεση να είναι φτωχοί: όσοι αρνούνται την απελευθέρωση της λατινικής Αμερικής αρνούνται και τη μόνη δυνατή ανόρθωση μας. Οι νέοι πολλαπλασιάζονται, δίνουν το παρόν, ακούνε: τι τους προσφέρει η φωνή του συστήματος; Το σύστημα μιλάει μια γλώσσα σουρρεαλιστική: προτείνει ν’ αποφεύγουμε τις γεννήσεις σ’ αυτές ακριβώς τις περιοχές που έμειναν δίχως ανθρώπους. Κρίνει ότι τα κεφάλαια λείπουν σε χώρες όπου πλεονάζουν, μα κατασπαταλιώνται. Ονομάζει βοήθεια την παραμορφωτική ορθοπεδική των δανείων που εφαρμόζει, και την αποζημίωση του πλούτου που προκαλούν οι ξένες επενδύσεις. Καλεί τους λατιφουντίστες να πραγματοποιήσουν την αγροτική μεταρρύθμιση και την ολιγαρχία να εφαρμόσει την κοινωνική δικαιοσύνη. Η πάλη των τάξεων δεν υπάρχει, αποφαίνονται, παρά μονάχα από τα λάθη των ξένων πρακτόρων που την προκαλούν. Αντί αυτού, οι κοινωνικές τάξεις υπάρχουν και η ζωή στη δύση βασίζεται στην καταπίεση των μεν από τους δε. Οι εγκληματίες κομάντος των στόλων έχουν για σκοπό ν’ αποκαθιστούν την τάξη και την κοινωνική γαλήνη, και οι δικτατορίες που εξυφαίνονται στην Ουάσιγκτον έχουν για κώδικά τους τις φυλακές, απαγορεύουν τις απεργίες και διαλύουν τα συνδικάτα για να προστατέψουν την ελευθερία της εργασίας.
Όλα, λοιπόν, μας είναι απαγορευμένα, εκτός απ’ το να σταυρώνουμε τα χέρια; Η φτώχεια δεν είναι κάτι γραμμένο στα άστρα. Η υπανάπτυξη δεν είναι καρπός ενός υποχθόνιου σχεδίου του Θεού. Υπάρχουν χρόνια επαναστατικά, εποχές απολύτρωσης. Οι άρχουσες τάξεις κρατούν τα ηνία εξαγγέλλοντας την κόλαση για όλους. Κατά κάποιον τρόπο, η δεξιά έχει δίκιο όταν ταυτίζεται με την ησυχία και την τάξη: η τάξη αυτή ταπεινώνει καθημερινά τους πιο πολλούς, μα είναι τάξη μολαταύτα. Κι αυτή η ησυχία φροντίζει ώστε η αδικία να εξακολουθήσει να είναι άδικη και η πείνα πειναλέα. Αν το μέλλον μεταμορφωθεί σε ασκί του Αιόλου, ο συντηρητικός κραυγάζει, και δικαίως: «Με πρόδωσαν». Και οι ιδεολόγοι της ανημπόριας, οι σκλάβοι που κοιτάζονται με τα μάτια του κυρίου, δεν αργούν να βγάλουν γοερές κραυγές. Ο ορειχάλκινος αετός του Maine, που γκρεμίστηκε την ημέρα του θριάμβου της κουβανικής επανάστασης, κείτεται τώρα ξεχασμένος, με σπασμένα τα φτερά, κάτω από μια στοά στην παλιά συνοικία της Αβάνας. Από την Κούβα και μετά, δοκίμασαν κι άλλες χώρες από διάφορους δρόμους και με διάφορους τρόπους την εμπειρία της αλλαγής: το να διαιωνίζεται η παρούσα τάξη πραγμάτων σημαίνει ότι διαιωνίζεται το έγκλημα. Το ν’ ανακτήσουμε τους πόρους που μας σφετερίστηκαν από πάντα, ισοδυναμεί με το ν’ ανακτήσουμε το πεπρωμένο μας.
Τα φαντάσματα όλων των επαναστάσεων που στραγγαλίστηκαν ή προδόθηκαν στο διάβα της βασανισμένης ιστορίας της λατινικής Αμερικής, ξαναπαρουσιάζονται μες στις καινούργιες δοκιμασίες, όσο οι καιροί που ζούμε υπήρξαν προαίσθηση και γέννημα των αντιθέσεων του παρελθόντος. Η ιστορία είναι ένας προφήτης με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω: απ’ αυτό που υπήρξε και σε αντίθεση μ’ ό,τι υπήρξε, προαναγγέλλει ό,τι μέλλει να συμβεί. Να γιατί στο βιβλίο αυτό, που επιδιώκει να παρουσιάσει μια ιστορία της λεηλασίας και διαρπαγής μιας ηπείρου και ταυτόχρονα να δείξει πώς λειτουργούν στην εποχή μας οι μηχανισμοί της στέρησης, οι κονκισταδόρες πάνω στις καραβέλλες τους γειτονεύουν με τους τεχνοκράτες των τζετ, ο Ερμάν Κορτές με τους βορειοαμερικανικούς στόλους, οι κορεγιδόρες του βασιλείου με τις αποστολές του διεθνούς νομισματικού Ταμείου, τα μερίσματα όσων εκμεταλλεύονταν αισχροκερδώς τους σκλάβους, με τα κέρδη της Τζένεραλ Μότορς. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι νικημένοι ήρωες με τις σημερινές επαναστάσεις, οι ατιμώσεις με τις νεκρές και αναστημένες προσδοκίες, τις γόνιμες θυσίες. Όταν ο Αλέξανδρος του Χούμπολντ άρχισε τις έρευνές του πάνω στα έθιμα των αρχαίων ιθαγενών κατοίκων του οροπεδίου της Μπογκοτά, έμαθε πως οι Ινδιάνοι ονόμαζαν quihica τα θύματα των τελετουργικών εορτών. Quihica σήμαινε πόρτα: ο νεκρός κάθε εκλεκτού άνοιγε έναν καινούργιο κύκλο εκατόν ογδόντα πέντε φεγγαριών.
Pingback: Εντουάρντο Γκαλεάνο…Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής… « απέραντο γαλάζιο