Δημοκρατία και κατανάλωση
«Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»
λαϊκή παροιμία
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Ζούμε σε μαζικές καταναλωτικές δημοκρατίες. Αυτό σημαίνει τουλάχιστον τρία πράγματα: μαζικό δικαίωμα ψήφου, μαζική παραγωγή και μαζική κατανάλωση. (1) Οι τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής μας είναι τεράστιες. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η «σπάνη των αγαθών» που μάστιζε τις παλαιότερες κοινωνίες έχει ξεπεραστεί. (1) Πλέον, το πρόβλημα είναι η κατανομή των αγαθών, όχι το πώς θα παραχθούν: όλο και λιγότεροι άνθρωποι, λίγο ή πολύ ειδικευμένοι, μπορούν να παράγουν για όλο και περισσότερους. Τα παραδείγματα είναι απλά: το 1900, ένας εργατικότατος αγρότης – ζευγάς μπορούσε να οργώσει μερικές δεκάδες στρέμματα· σήμερα, ο ίδιος αγρότης, μπορεί να θερίσει έναν ολόκληρο κάμπο με σιτάρι· ανάλογα ισχύουν σε κάθε είδους βιομηχανίες και πλήθος άλλες δραστηριότητες που παράγουν «πλούτο», δηλαδή απτά υλικά αγαθά. Ανάλογα ισχύουν και στους τομείς των λεγόμενων «υπηρεσιών». Επομένως, η πείνα και η έλλειψη βασικών αγαθών είναι, σε τελική ανάλυση, ζήτημα συγκέντρωσης του πραγματικού πλούτου στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων. Πιο συγκεριμένα: Το 0,7% των ενηλίκων του πλανήτη ελέγχει το 41,0% του παγκόσμιου πλούτου. Αυτά τα στοιχεία δημοσιοποίησε η τράπεζα Credit Suisse για το έτος 2013. Το 0,7% αντιστοιχεί σε 32 εκατομμύρια άτομα, που διαθέτουν πλούτο άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Οι «πληβείοι» ενήλικοι του πλανήτη, δηλαδή το 3.207 εκατ. με πλούτο κάτω των 10 χιλιάδων δολαρίων, κατέχουν μόνο το 3% του παγκόσμιου πλούτου. (3) Εκτός των άλλων, η παραγωγικότητα της εργασίας σημαίνει και μαζική ανεργία, καθώς οι μηχανές αντικαθιστούν ολοένα και περισσότερο την ανθρώπινη εργατική δύναμη, ενώ χιλιάδες επαγγέλματα «χάνονται». Τι δουλειά θα κάνουν τα εκατομμύρια των ανέργων; Η απλή απάντηση «να δουλεύουμε όλοι και να δουλεύουμε λιγότερο» δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Ωστόσο, αξίζει να επισημάνουμε ότι η έννοια της «παραγωγικότητας» δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την κλασική «τεμπελιά», τη «λούφα» ή τον κάθε είδους παρασιτισμό: σε πολύ γενικές γραμμές, ένας εργαζόμενος που χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να καταβάλει υποπολλαπλάσιο κόπο και να έχει πολλαπλάσια αποτελέσματα σε σχέση με κάποιον που εργάζεται με παραδοσιακές μεθόδους.
Εντούτοις, εκτός από το πρόβλημα της κατανομής, προκύπτει και το πρόβλημα της κατανάλωσης: τι θα συμβεί αν δισεκατομμύρια άνθρωποι στην Κίνα, την Αφρική ή την Ασία θελήσουν να καταναλώνουν όπως οι «δυτικοί»; Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως οι βιομηχανικά αναπτυσσόμενες χώρες θα συμμορφωθούν με τις υποκριτικές υποδείξεις των καλομαθημένων δυτικών για μέτρα «προστασίας» του περιβάλλοντος. Είναι πολύ πιθανό, σε συνδυασμό με τις τρέχουσες παγκόσμιες δημογραφικές εξελίξεις, να οδηγηθούμε σε οικολογική κατάρρευση ολόκληρου του πλανήτη. (Αυτό δεν σημαίνει γενικώς την «καταστροφή της Γης», όπως λέγεται συχνά, αλλά καταστροφή του περιβάλλοντος όπως το γνωρίσαμε – η «φύση» αδιαφορεί για τις προτιμήσεις μας και η Γη θα συνεχίσει να περιστρέφεται κανονικά…) Επιπλέον, βασικά «αγαθά» που δεν μπορούν τόσο εύκολα να παραχθούν, λόγου χάρη το πόσιμο νερό, θα οδηγήσουν σε νέες σφοδρότατες συγκρούσεις πλανητικής έκτασης. Παρά τα θρυλούμενα για την αξία της «γνώσης» και της «πληροφορίας», τα ισχυρότερα κράτη του πλανήτη συνεχίζουν να διατηρούν πολυδάπανους στρατούς και συχνά διεξάγουν αιματηρότατους πολέμους για να εξασφαλίσουν απτά υλικά αγαθά, όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, ορυκτές πρώτες ύλες κλπ. Η σχεδόν «άυλη» «ψηφιακή» τεχνολογία είναι δυνατή μόνον επειδή υπάρχουν συγκεκριμένες και υλικότατες προϋποθέσεις. Κι ενώ η ποικιλόμορφη εξέλιξη της τεχνικής δημιουργεί τέτοιας φύσεως προβλήματα, καλείται η ίδια να τα επιλύσει: η καταπολέμηση λόγου χάρη φονικότατων ασθενειών αυξάνει τον πληθυσμό και η σύγχρονη γεωπονία έρχεται να λύσει το πρόβλημα της διατροφής (υδροπονία, βιοτεχνολογία, γενετική, νανοτεχνολογία κλπ.). Από μία άποψη, το σύνθημα για «λιγότερη κατανάλωση» έρχεται σε αντίθεση με το ίδιο τον ιδεολογικό πυρήνα της μαζικής δημοκρατίας: αν καταναλώνουμε λιγότερο, τι θα γίνουν τόσα προϊόντα που παράγονται σε τεράστιες ποσότητες, με σχετικά χαμηλό κόστος;
Η ερήμωση ολόκληρων περιοχών, και φυσικά οι πόλεμοι κάθε είδους, θα δημιουργήσουν νέα κύματα πληθυσμιακών μετακινήσεων, επίσης χωρίς προηγούμενο στην ιστορία· όπως δείχνουν τα στοιχεία, μόνο το 2013, 22 εκατομ. άνθρωποι εκτοπίστηκαν λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων. (2) Σε μια έκθεση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Έθνών (UNEP) οι «περιβαλλοντικοί πρόσφυγες» ορίζονται ως άνθρωποι «που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή τους κατοικία, προσωρινά ή μόνιμα, εξαιτίας μιας σημειούμενης περιβαλλοντικής διατάραξης (φυσικής ή/και προκαλούμενης από τον άνθρωπο), η οποία θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξή τους ή/και έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους.» Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε τι θα σημαίνει ένας όλο και πιο πυκνοκατοικημένος πλανήτης, μια οικουμένη με πληθυσμό 8 ή 9 δισεκατομμυρίων ανθρώπων· ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: είναι σε θέση οι καπιταλιστικές μητροπόλεις της Ευρώπης να ενσωματώσουν, χωρίς προβλήματα συνοχής, 30 ή 40 εκατομμύρια μουσουλμάνους πρόσφυγες ή μετανάστες από χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου; Το πιθανότερο είναι να εμφανιστούν εκτεταμένα φαινόμενα ανομίας και σκληρή καταστολή από τη μεριά των κρατικών συλλογικών υποκειμένων, με οποιοδήποτε ιδεολογικό πρόσημο. Όπως συνέβη πολύ συχνά στην ιστορία, πρακτικές, λειτουργικές ανάγκες επιβάλλουν συγκεκριμένες «πολιτικές λύσεις» και η «ιδεολογία», εκ των προτέρων, ταυτόχρονα ή εκ των υστέρων, έρχεται να νομιμοποιήσει αυτές τις επιλογές. Φυσικά, μια σειρά αστικά δικαιώματα, εκ των πραγμάτων, θα πάνε περίπατο και πιθανότατα η σημερινή κατάσταση των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών θα φαντάζει μακρινή και ανέμελη.
Αν κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, η φύση των καθεστώτων της Ευρώπης στο μεσοπρόθεσμο μέλλον θα εξαρτηθεί καθοριστικά από πιεστικές πρακτικές και πολιτικές ανάγκες. Ο περιβόητος πολυπολιτισμός, ως βιωμένη πραγματικότητα, αρχίζει να στρέφεται εναντίον των εμπνευστών του: τα ισχυρά δυτικά κράτη, ειδικά όσα εξήγαγαν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγικής τους δραστηριότητας σε τρίτες χώρες, βλέπουν σιγά σιγά τις αγορές τους να κατακλύζονται από «φτηνά» προϊόντα και τα εκατομμύρια των ανέργων ν’ αυξάνονται. Από την άλλη, ο «εφεδρικός στρατός εργασίας», στις δεδομένες συνθήκες, ρίχνει τα μεροκάματα και συχνά μετατρέπει σε γκέτο ολόκληρες περιοχές, ακόμα και στις μητροπόλεις του δυτικού καπιταλισμού. (Το παράδειγμα της Γαλλίας, με τις συχνές εξεγέρσεις στα προάστια του Παρισιού είναι χαρακτηριστικό.) Οι μεγάλες χρηματιστηριακές εταιρίες «αποεθνικοποιούνται» όλο και περισσότερο, ενώ οι κυβερνήσεις δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τις ελέγξουν: η λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας στηρίζεται όλο και περισσότερο σε θεσμούς που λίγη σχέση έχουν με το κράτος και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπως τη γνωρίσαμε μέχρι πρόσφατα. Για παράδειγμα, οι μεγάλοι «οίκοι αξιολόγησης» αν και ουσιαστικά είναι ιδιωτικές ενώσεις του διεθνούς κεφαλαίου, επηρεάζουν σημαντικά τις κρατικές πολιτικές σε ολόκληρο τον πλανήτη. Έτσι, ειδικά για την τύχη των «υπερχρεωμένων» χωρών, αποφασίζουν όλο και λιγότερο οι εκλεγμένες κυβερνήσεις τους. Επιπλέον, όσο το κράτος αδυνατεί να εκπληρώσει στοιχειώδεις συνταγματικές υποχρεώσεις, όπως το δικαίωμα στην εργασία, στην υγεία και στην ασφάλεια, τόσο ενισχύονται οι οπαδοί ενός ολοκληρωτικού κράτους και πυκνώνουν οι ποικιλώνυμες κραυγές κατά της «αστικής δημοκρατίας». Η ανάδυση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη συνδέεται ιστορικά με φαινόμενα ακραίας φτώχειας και διαδεδομένης παραβατικότητας.
Για την περίπτωση της Ελλάδας χρειάζεται ίσως χωριστό σημείωμα· τα πράγματα, μέχρι ενός σημείου, εξελίχθηκαν όπως τα περιέγραφε ο Εμμανουήλ Ροίδης: «…δανειζόμεθα ακαταπαύστως, και ίσως μετ’ ου πολύ να παραστήσωμεν το πρωτοφανές εν τη ιστορία θέαμα έθνους χρεωκοπούντος άνευ παρασκευών, άνευ πολέμου, άνευ επαναστάσεως ή άλλης τινός εκ των μέχρι τούδε γνωστών προφάσεων χρεωκοπίας.»
Πηγές και παραπομπές
- (1) Περισσότερα και αναλυτικότερα για την μετάβαση από τον κλασικό φιλελευθερισμό στις μαζικές καταναλωτικές δημοκρατίες μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998.
- (2) http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26515&subid=2&pubid=113445764
- (3) http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=540784
- https://el.wikipedia.org/wiki/