18 Νοεμβρίου 2016 at 23:06

Παν. Κονδύλης: Ο μαρξισμός, ο κομμουνισμός και η ιστορία του 20ου αιώνα (IΙ)

από

Παν. Κονδύλης: Ο μαρξισμός, ο κομμουνισμός και η ιστορία του 20ου αιώνα (IΙ)

Συνέχεια από το πρώτο μέρος: Παν. Κονδύλης: Ο μαρξισμός, ο κομμουνισμός και η ιστορία του 20ου αιώνα (I)

Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης*

Αν ο μαρξισμός και το κομμουνιστικό κίνημα επέδρασαν στις εκβιομηχανισμένες δυτικές χώρες προ παντός διαδίδοντας την υλική ερμηνεία της φιλελεύθερης ιδέας για την ισότητα και διαποτίζοντας την κοινωνική ατμόσφαιρα του καπιταλισμού με αύξουσα εχθρότητα απέναντι στον τύπο του «καπιταλίστα», στα οικονομικώς υπανάπτυκτα έθνη, όπου κατέλαβαν την εξουσία, ενίσχυσαν με διαφορετικό τρόπο την πλανητική εξελικτική τάση προς τη μαζική δημοκρατία. Εδώ οι υφιστάμενες προκαπιταλιστικές ή ημικαπιταλιστικές κοινωνικές δομείς τσακίστηκαν βίαια, ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε άτομα και συνάμα η μαζικοποίηση των ατόμων προωθήθηκαν όχι μόνο με την κατάλυση της πατριαρχικής οικογένειας και την ένταξη του ατόμου σε μαζικές επαγγελματικές και πολιτικές οργανώσεις, αλλά και με την αστυνόμευση και την τρομοκρατία. Επίσης εκ θεμελίων άλλαξε ο χαρακτήρας της εξουσίας, καθώς η ενίσχυση και η απηνής άσκηση της συμβάδισε με την αποκοπή από τον κοινωνιολογικό τύπο της ταξικής κυριαρχίας και την εγκαθίδρυση μιας αμιγούς κυριαρχίας ελίτ. Ο καθένας δηλαδή μπορούσε κατ’ αρχήν να καταλάβει ανώτερη η ανώτατη θέση στον εξουσιαστικό ή οικονομικό μηχανισμό (και πράγματι, όλα σχεδόν τα μέλη της γραφειοκρατικής νομενκλατούρας άρχισαν τη σταδιοδρομία τους από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια της εκάστοτε Ιεραρχίας), υπό τη μοναδική προϋπόθεση ότι κατείχε την τέχνη της επιβίωσης σε μιά δικτατορία και ήταν σε θέση να εκμεταλλευθεί καλύτερα από τους ανταγωνιστές του τις διαθέσιμες θεσμικές προσβάσεις κοινωνικής ανόδου (και πρώτα-πρώτα τον κομματικό μηχανισμό). Αυτό μπορεί να ονομασθεί δημοκρατικό με την έννοια ότι το άτομο έπρεπε να διαθέτει πνευματικά και πολιτικά προσόντα, όχι όμως και να εκπληρώνει ορισμένες κοινωνικές προϋποθέσεις. Νομικά κατασφαλισμένη κληρονομική ατομική ιδιοκτησία δεν υπήρχε σε κοινωνικά αξιόλογη κλίμακα και οι σημαντικές διαφορές βιοτικού επιπέδου ανάμεσα στα «ίσα» και στα «πιο ίσα» ζώα (για να θυμηθούμε τον Orwell) προέκυπταν κυρίως από την προνομιούχα πρόσβαση της νομενκλατούρας στην απόλαυση καταναλωτικών αγαθών, ακινήτων και υπηρεσιών. 

Κοντολογίς, για να μπορέσει ν’ ασκήσει την ιστορική του επήρεια, ο μαρξισμός έπρεπε να μετατραπεί σε ιδεολογία -είτε παίρνοντας τη μορφή του «διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού» είτε αναγόμενος σε ανθρωπολογικά αξιώματα.
Κοντολογίς, για να μπορέσει ν’ ασκήσει την ιστορική του επήρεια, ο μαρξισμός έπρεπε να μετατραπεί σε ιδεολογία -είτε παίρνοντας τη μορφή του «διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού» είτε αναγόμενος σε ανθρωπολογικά αξιώματα.

Η δικτατορία του κόμματος ασκούνταν στο όνομα της ουτοπίας, δηλαδή με τον κεκηρυγμένο σκοπό πραγμάτωσης του ουτοπικού σχεδίου κοινωνικής οργάνωσης. Νομιμοποιούνταν με το επιχείρημα ότι μιά πολιτική πράξη που έχει μεν ως στόχο της την εγκαθίδρυση της ουτοπίας, αλλά επιτελείται υπό συνθήκες όπου η εγκαθίδρυση αυτή είναι αδύνατη hie et nunc, απαιτεί τη λήψη εξαιρετικών μέτρων. Η κυριαρχία του κόμματος γινόταν έτσι κατάδηλη, μεταξύ άλλων, και στην αρμοδιότητα του να ορίζει δεσμευτικά πότε πρέπει να θεωρηθούν οι συνθήκες ώριμες για την πραγμάτωση της ουτοπίας και επί πλέον να αναβάλει την πραγμάτωση της ουτοπίας στο όνομα ακριβώς αυτής της πραγμάτωσης. Είναι προφανές ότι το παραπάνω επιχείρημα ήταν ιδεολογικό, δηλαδή έδινε στο κόμμα τη δυνατότητα να κάμει κάτι άλλο από αυτό που θα όφειλε να κάμει με βάση τη στενή ερμηνεία του ίδιου επιχειρήματος στο φως τού ουτοπικού σκοπού. Λέγοντας «κάτι άλλο» εννοούμε βέβαια τις πράξεις, τις όποιες υπαγόρευε όχι η ουτοπική στάση, αλλά η στάθμιση των πραγμάτων από τη σκοπιά της πολιτικής της ισχύος, και οι οποίες υπηρετούσαν εν μέρει την εδραίωση νέων ιεραρχιών κι εν μέρει την επιδίωξη εθνικών σκοπών. Ώστε οι κριτικοί της ουτοπίας κάνουν ένα σοβαρό λογικό και ιστορικό σφάλμα όταν αποδίδουν τον βίαιο χαρακτήρα της κομμουνιστικής κυριαρχίας απ’ ευθείας στην επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ουτοπίας: τούτο συνεπάγεται μιά σύγχυση ανάμεσα στην ουτοπιστική ιδεολογία και νομιμοποίηση της κομμουνιστικής κυριαρχίας και στην πραγματικότητα της, όπως την καθόριζε η πολιτική της ισχύος. Όμως η βία εμφανίζεται στο προσκήνιο παντού όπου η απόσταση ανάμεσα στην υφιστάμενη και στην επιδιωκόμενη κατάσταση πραγμάτων φαίνεται τόσο μεγάλη, ώστε μονάχα με το κόψιμο του γόρδιου δεσμού μπορεί να γεφυρωθεί· με άλλα λόγια, βία γεννούν όχι μόνον ουτοπικά εγχειρήματα, όσα δηλαδή αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση μιας τέλειας κοινωνίας, αλλά και όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδια, εφ’ όσον βρίσκονται αντιμέτωπα με σημαντικά πραγματικά εμπόδια και με αντίμαχες δυνάμεις, όντας έτσι ίσως εξ αρχής απραγματοποίητα. Το «ουτοπικό» με την κοινωνιολογικά ειδοποιό σημασία του όρου και το «απραγματοποίητο» διόλου δεν ταυτίζονται εννοιολογικά, ακόμα κι αν κανείς θεωρεί την ουτοπία απραγματοποίητη. Την ιστορική απόδειξη γι’ αυτό δεν χρειάζεται να την αναζητήσουμε πολύ: ή πολιτική πράξη στο όνομα της ουτοπίας δεν γέννησε νεοφανείς, αποκλειστικά δικές της και ως τέτοιες ευαναγνώριστες μορφές βίας, δεν γέννησε δηλαδή καμμιά μορφή βίας πού να μην είχε ασκηθεί και προηγουμένως κατά την επιδίωξη θρησκευτικών, εθνικών, κοινωνικών, φυλετικών κ.τ.λ. σκοπών. Οι μεγαλύτερες συλλογικές πράξεις βίας αυτού του αιώνα, δηλαδή οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, δεν είχαν καμμιά σχέση με ουτοπικές επιδιώξεις, μολονότι συνέπεσαν χρονικά με την πλανητική εκδίπλωση τού κομμουνιστικού κινήματος. Και αντίστροφα: μπορεί να αποδειχθεί ότι οι οδυνηρότεροι παροξυσμοί της κομμουνιστικής βίας οφείλονται σε εμπράγματα πολιτικά αίτια. Η βίαιη κολεκτιβοποίηση και η ραγδαία εκβιομηχάνιση στη Σοβιετική Ένωση εγκαινιάσθηκαν με τη δικαιολογημένη προσδοκία ενός μεγάλου πολέμου, στον όποιο ή διεθνώς απομονωμένη γιγαντιαία αυτή χώρα θα δοκίμαζε ακόμα μιά φορά την πικρή μοίρα του 1853, του 1914 και του 1917/18 –και ίσως και χειρότερα-, αν καθόταν να περιμείνει την μακρά και ήσυχη ανέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Μόνο χάρη στα πεντάχρονα σχέδια μπόρεσε η Σοβιετική Ένωση να παρατάξει εγκαίρως τον σύγχρονο εκτεχνικευμένο στρατό μιας βιομηχανικής Δύναμης και να κερδίσει τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών και τον πόλεμο εναντίον της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Έτσι άλλαξε στην κυριολεξία ο ρους της ιστορίας στον 20ό αι. Αυτό ίσως να μη θέλει να το δει κανείς, κινούμενος από αντικομμουνιστικό πάθος, όμως η μετατροπή της διαπίστωσης τούτης σε ταμπού αποτελεί ιδεολογία και προπαγάνδα, όχι ιστορική επιστήμη. Η σταλινική Σοβιετική Ένωση νίκησε τον εθνικοσοσιαλισμό, όχι η φιλελεύθερη Γαλλία και η κοινοβουλευτική Αγγλία. Και οι προϋποθέσεις για την επιτυχή στρατιωτική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Δυτική Ευρώπη το 1944 δημιουργήθηκαν και αυτές στο Σταλινγκραντ.

Η δικτατορία του κόμματος ασκούνταν στο όνομα της ουτοπίας, δηλαδή με τον κεκηρυγμένο σκοπό πραγμάτωσης του ουτοπικού σχεδίου κοινωνικής οργάνωσης. Νομιμοποιούνταν με το επιχείρημα ότι μιά πολιτική πράξη που έχει μεν ως στόχο της την εγκαθίδρυση της ουτοπίας, αλλά επιτελείται υπό συνθήκες όπου η εγκαθίδρυση αυτή είναι αδύνατη hie et nunc, απαιτεί τη λήψη εξαιρετικών μέτρων. Η κυριαρχία τού κόμματος γινόταν έτσι κατάδηλη, μεταξύ άλλων, και στην αρμοδιότητα του να ορίζει δεσμευτικά πότε πρέπει να θεωρηθούν οι συνθήκες ώριμες για την πραγμάτωση της ουτοπίας και επί πλέον να αναβάλει την πραγμάτωση της ουτοπίας στο όνομα ακριβώς αυτής της πραγμάτωσης.

Ενώ τώρα οι «δεξιοί» κριτικοί της ουτοπίας πάσχιζαν να αποδείξουν ότι ο αρχικός μαρξισμός και ο σοβιετικός κομμουνισμός συνυφαίνονται κατά την ίδια έννοια όπως η ουτοπία με τη βία, στην «αριστερή» πλευρά τού ιδεολογικού φάσματος πολλοί και μεγαλόσχημοι διανοούμενοι βάλθηκαν να υποστηρίξουν το αντίθετο. Κατά την άποψη τους, το έργο του Marx περιέχει έναν ακατάλυτο ανθρωπιστικό πυρήνα και μιάν αντίληψη για την ουσία του ανθρώπου που δεν εξαντλούνται σε «μηχανιστικά» σχήματα για την εξέλιξη της ιστορίας και πού πρέπει να λυτρωθούν από τον εναγκαλισμό του οικονομιστικού σοβιετικού μαρξισμού-λενινισμού για να χρησιμεύσουν ως θεωρητική βάση μιας κοινωνικής κριτικής νέου τύπου και μιας αντίστοιχης ανανέωσης του σοσιαλιστικοί κινήματος. Εξ αιτίας των ηθικών τους προκαταλήψεων και των καταβολών τους στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμικό περιβάλλον οι διανοούμενοι αυτοί, βέβαια, ποτέ δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τις εθνικές και πλανητικές αναγκαιότητες πού καθοδηγούσαν τις πολιτικές ενέργειες της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας· έτσι, συνεχώς ταλαντεύονταν ανάμεσα στην αφέλεια του συνοδοιπόρου, ο οποίος πολλά παραβλέπει, εξωραΐζει ή απλώς καταπίνει, και στην αγανάκτηση του απογοητευόμενου, ο οποίος στη συνέχεια καταφεύγει στη δαιμονολογία ως μέθοδο εξήγησης των πραγμάτων. Εν πάση περιπτώσει είχαν την εντύπωση ότι η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα ήσαν οιονεί υποχρεωμένες να πραγματοποιήσουν τα πολιτικά προγράμματα δυτικών διανοουμένων μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούσαν την κόκκινη σημαία και τη συναφή ρητορική. Ως διανοούμενοι, των όποιων η αξίωση ισχύος έγκειται στην πλήρη, άμεση και δεσμευτική εφαρμογή ορισμένων ιδεών και άξιων (των δικών τους) στην κοινωνική πράξη, δεν ήθελαν ούτε μπορούσαν να κατανοήσουν ότι οι ιδέες και οι αξίες επιδρούν σε ευρύτερη κλίμακα μόνον εφ’ όσον «διαστρεβλώνονται» και «παραποιούνται», εφ’ όσον δηλαδή γίνονται αντικείμενα επεξεργασίας από μέρους των ενδιαφερομένων ερμηνευτών. Άλλωστε αυτή ήταν και η μοίρα της «ανθρωπιστικής» παρερμηνείας του αρχικού μαρξισμού. Τα θεωρήματα της «αλλοτρίωσης» έγιναν δημοφιλέστατα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και στο πλαίσιο της τοτινής «πολιτισμικής επανάστασης», επειδή κατανοήθηκαν στο φως ενός συνθήματος, το όποιο απέκτησε λειτουργία-κλειδί εξ αιτίας του ηδονιστικού βασικού προσανατολισμού της μαζικής δημοκρατίας ως κοινωνικού σχηματισμού κυριαρχούμενου από τη μαζική παραγωγή, τη μαζική κατανάλωση και την ηθική ανεκτικότητα: εννοούμε βέβαια το ηλεκτριστικό σύνθημα της ατομικής «αυτοπραγμάτωσης».

Η μαζικοδημοκρατική μεθερμηνεία του μαρξικού ανθρωπισμού, η οποία συμπορευόταν αρμονικά με την υλική ερμηνεία του δικαιώματος της ισότητας, ήταν απαραίτητη για έναν λόγο ίσως παράδοξο από πρώτη όψη. Το μαρξικό ιδεώδες του ανθρώπου, ή ο ιδεώδης άνθρωπος του Marx, ως προς τα βασικά του γνωρίσματα προερχόταν από το αστικό παιδευτικό ιδεώδες, μέσα στο όποιο αναμιγνύονταν κλασικιστικές αντιλήψεις περί αρμονίας με την ανθρωπολογική ουτοπία του homo universalis- η αταξική κοινωνία, όπου ο καθένας θα μπορούσε να αναπτύξει ανεμπόδιστα τις δυνάμεις του, μάλλον θα έβριθε από μεγάλους και μικρούς Shakespeare και Goethe παρά από περίβλεπτους αστέρες της pop, τουρίστες σε αναζήτηση «βιωμάτων» και διανοουμένους του jet-set. Η ουσιαστική πολιτισμική οφειλή του μαρξισμού στο αστικό παιδευτικό ιδεώδες και, γενικότερα, σε αστικές λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές μορφές φάνηκε κατά τη διάρκεια του 20ου αι. στην από μέρους του προγραμματική απόρριψη της λογοτεχνικής-καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και του μοντερνισμού, παρά τις σποραδικές και ανεπιτυχείς συμφιλιωτικές προσπάθειες. Στη Δύση η απόρριψη αυτή συχνά θεωρήθηκε ως ένδειξη μικροαστικής στενοκεφαλιάς και επαρχιωτισμού, όμως η εντύπωση αυτή δημιουργήθηκε μόνο και μόνο επειδή η ίδια ή Δύση, μέσω της «αλλαγής παραδείγματος» στις δεκαετίες γύρω στο 1900, είχε στο μεταξύ στρέψει τα νώτα στον αστικό πολιτισμό. Έτσι, οι μαρξιστές επικαλούνταν τώρα τις μεγάλες ρεαλιστικές παραδόσεις της αστικής τέχνης, τις όποιες θα συνέχιζε ό σοσιαλιστικός ρεαλισμός, προκείμενου να ερμηνεύσουν την αποκοπή απ’ αυτές, όπως την πραγματοποίησε η πρωτοπορία και ο μοντερνισμός, ως ιδεολογική έκφραση της προϊούσας αστικής παρακμής· επειδή θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τον μόνο ιστορικά δυνατό κληρονόμο της αστικής κοινωνίας, δεν ήσαν σε θέση να αντιληφθούν ότι, μετά την αστική εποχή, στη Δύση ήταν δυνατό, εκτός από τον κομμουνισμό, και κάτι άλλο, ιδεολογική προβολή του οπαίου ήταν ακριβώς τα αντιαστικά ρεύματα του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας. Τελευταίοι κράτησαν οι μαρξιστές ψηλά τη σημαία των αστικών παραδόσεων και σχημάτων σκέψης και στον τομέα της θεωρίας της ιστορίας, όπου επέμειναν στην υποστασιοποίηση της Ιστορίας και στην αντίληψη της σταδιακής προόδου. Ο ολόπλευρος Άνθρωπος και η προοδεύουσα Ιστορία ήσαν ακριβώς οι οντότητες ή ουσίες, μέσω των οποίων η αστική-φιλελεύθερη κοσμοθεώρηση παραμέρισε τη θεολογική. Όταν ο μαζικοδημοκρατικός πολιτισμός του 20ου αι. διέλυσε τις ουσίες αυτές μετατρέποντας τες σε εναλλασσόμενες και ελεύθερα συνδυαζόμενες λειτουργίες, ο αστικός κόσμος των ιδεών τρώθηκε καίρια. Η κατάρρευση του ανθρωπολογικά και φιλοσοφικοϊστορικά προσανατολισμένου μαρξισμού σφραγίζει λοιπόν το τέλος του αστικού πολιτισμού. Φυσικά, στην προοπτική των ιδεολογικά εμπνευσμένων ερμηνειών και περιοδολογήσεων της ιστορίας τού 20ου αι. η διαπίστωση τούτη φαίνεται ως το παράδοξο των παραδόξων.

Η βίαιη κολεκτιβοποίηση και η ραγδαία εκβιομηχάνιση στη Σοβιετική Ένωση εγκαινιάσθηκαν με τη δικαιολογημένη προσδοκία ενός μεγάλου πολέμου, στον όποιο ή διεθνώς απομονωμένη γιγαντιαία αυτή χώρα θα δοκίμαζε ακόμα μιά φορά την πικρή μοίρα του 1853, του 1914 και του 1917/18 –και ίσως και χειρότερα-, αν καθόταν να περιμείνει την μακρά και ήσυχη ανέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Μόνο χάρη στα πεντάχρονα σχέδια μπόρεσε η Σοβιετική Ένωση να παρατάξει εγκαίρως τον σύγχρονο εκτεχνικευμένο στρατό μιας βιομηχανικής Δύναμης και να κερδίσει τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών και τον πόλεμο εναντίον της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας.

Κοντολογίς, για να μπορέσει ν’ ασκήσει την ιστορική του επήρεια, ο μαρξισμός έπρεπε να μετατραπεί σε ιδεολογία -είτε παίρνοντας τη μορφή του «διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού» είτε αναγόμενος σε ανθρωπολογικά αξιώματα. Μ’ αυτήν την έννοια, ο μαρξισμός συγχωνεύεται εντελώς με τα κομμουνιστικά ή «αριστερά» πολιτικά κινήματα της Ανατολής και της Δύσης, δηλαδή δεν έχει υπόσταση έξω από την εκάστοτε ιδεολογική έκφραση αυτών των κινημάτων και δεν υπάρχει σε χημικά καθαρή μορφή. Ωστόσο, θα ήταν άδικο απέναντι στον μεγάλο επιστήμονα πού ήταν, μεταξύ άλλων, ο Marx, και επίσης θα ήταν σημαντική απώλεια για την ίδια την κοινωνική επιστήμη, αν δεν προσθέταμε ότι ορισμένες κεντρικές του ιδέες έχουν μόνιμη αξία και καθ’ εαυτές δεν επιδέχονται ιδεολογική χρήση – απεναντίας μάλιστα, δίνουν το κλειδί για την κατανόηση της υφής και των τεχνασμάτων της ιδεολογικής σκέψης. Ποτέ, πιστεύω, δεν ήσαν τόσο επίκαιρες και τόσο αληθινές όσο στην αρχόμενη τώρα φάση της πλανητικής ιστορίας ορισμένες βασικές θέσεις της μαρξιστικής θεώρησης της ιστορίας, ότι δηλαδή το επίπεδο και ο χαρακτήρας της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο ως φυσικό όν και στην υπόλοιπη φύση επιδρά καθοριστικά πάνω στον τρόπο συγκρότησης και στη διάρθρωση της ανθρώπινης κοινωνίας· ότι οι ανθρώπινες σχέσεις, οι όποιες κρυσταλλώνονται στην κοινωνική διάρθρωση, συλλαμβάνονται και εδραιώνονται ή τροποποιούνται από την πλευρά των δρώντων υποκείμενων μέσω ιδεολογιών, ήτοι απηχούνται μέσα σε μιάν «ψευδή συνείδηση», η οποία ικανοποιεί ταυτόχρονα ηθικές-κανονιστικές και πολεμικές ανάγκες· ότι η διάσταση μεταξύ ψευδούς συνείδησης και πραγματικών εξελίξεων όχι μόνο δεν παραλύει το ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά απεναντίας το προωθεί, και ότι η ετερογονία των σκοπών αποτελεί τον φυσικό μηχανισμό για την ανάπτυξη των διαδικασιών της longue duree. Αν ερμηνευθούν χωρίς δογματισμούς, οι θέσεις αυτές ισχύουν ανεξάρτητα από κοινωνιολογικές προτιμήσεις ως προς την προτεραιότητα αυτού ή εκείνου του υλικού και ιδεατού παράγοντα και μπορούν να συνδεθούν γόνιμα με μεθοδολογικές, ανθρωπολογικές και κοινωνικοθεωρητικές απόψεις λίγο ή πολύ διαφορετικές από τις αντίστοιχες μαρξικές. Όμως αυτό ακριβώς αποδείχνει ότι το επιστημονικό έργο του Marx, έστω κι αν γίνει αντιληπτά ως απλό ευρετήριο θεμελιωδών προβλημάτων, ανήκει στην πάγια παρακαταθήκη της σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης. Κανένας νεώτερος διανοητής δεν έδειξε τόσο βαθιά και παραστατικά όσο ο Marx ότι η ιστορία, η οικονομία, η πολιτική, η φιλοσοφία και η ανθρωπολογία κατά βάση αποτελούν μία και μόνο επιστήμη αδιάφορο με ποιά πρόσημα προσπάθησε να πραγματώσει ο ίδιος την ενότητα τους. Αν η μάζα των κοντόθωρων «ειδικών», που κατακλύζει τη μαζικοδημοκρατική σκηνή της γνώσης, δεν μπορεί πιά να σταθεί στο ύψος αυτού του επιτεύγματος και η το ειρωνεύεται ή προσπαθεί να το μιμηθεί με αναιμικές κατασκευές φτιαγμένες με υλικά από δεύτερο και τρίτο χέρι, για τούτο σίγουρα δεν φταίει ο μεγάλος εκείνος στοχαστής.

Αλλά ακριβώς αν κανείς αποτιμά μ’ αυτόν τον τρόπο την επιστημονική αξία του Marx, θα πρέπει να γνωρίζει ότι η λογική του σπουδαστηρίου και η λογική της κοινωνικής εξέλιξης και των κοινωνικών αγώνων είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το κλειδί για την κατανόηση της δεύτερης δεν μπορεί να είναι ό τρόπος, με τον οποίο τα δρώντα υποκείμενα κατανοούν τον εαυτό τους· ο τρόπος τούτος δεν αποτελεί παρά έναν μόνον από διάφορους ενεργούς παράγοντες. Ο τρόπος, με τον όποιο κατανοεί τον εαυτό του ο ηττημένος, δηλαδή το κομμουνιστικό κίνημα, όπως αυτό εμφανίσθηκε ιστορικά στο όνομα της πραγμάτωσης της ουτοπίας, δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί η ουτοπία δεν πραγματώθηκε. Και ο τρόπος, με τον οποίο κατανοεί τον εαυτό της η νικήτρια Δύση, δεν μπορεί ούτε να ερμηνεύσει την ιστορική επιρροή του κομμουνισμού, ως εχθρού της, πάνω στη διαμόρφωση του σημερινού κόσμου ούτε να φωτίσει επαρκώς τις προοπτικές αυτού του κόσμου, οι οποίες διόλου δεν συνάγονται από την απλή άθροιση των πλεονεκτημάτων της Δύσης μείον τα κακά του κομμουνισμού. Ανεξάρτητα από το τι είναι σήμερα μόδα και κομφορμισμός και ανεξάρτητα από το πόσοι επιστήμονες υποτάσσονται, και πόσο, στην μόδα και στον κομφορμισμό: ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός δεν μπορούν να αποτιμηθούν ιστορικά σαν η ιδεολογία του δυτικού στρατοπέδου να ήταν ακριβής έκφραση και μόνος πιστός ερμηνευτής της ιστορικής κίνησης. Αν αυτό συνέβαινε πράγματι, τότε τούτη η αντιστοιχία συνείδησης και Είναι θα ήταν κάτι το ιστορικά πρωτοφανέρωτο, ήτοι η Δύση θα είχε πραγματοποιήσει ό,τι προσδοκούσε η μαρξιστική μυθολογική διαλεκτική από το προλεταριάτο: να συμπέσει η αυτογνωσία του με τη γνώση της αντικειμενικής πορείας της ιστορίας και να συγκροτηθεί ως αυτογνωσία τούτης της τελευταίας. Βέβαια, ο νικητής πάντοτε θεωρεί δικαίωμα του να πιστεύει πως η νίκη του αποτελεί τη χειροπιαστή απόδειξη της σύμπτωσης του νοήματος της ιστορίας με τον τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος κατανοεί τον εαυτό του. Η Δύση θα επιθυμούσε να παρουσιάσει τη νίκη της αόπλως και μόνο ως νίκη της Ελευθερίας με κεφαλαίο, όμως στην πραγματικότητα έχει να κάμει κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο: πρέπει να φέρει εις πέρας, με τα δικά της πρόσημα και υπό τη δική της αιγίδα, τη συνύφανση τού πλανητικού και του κοινωνικού στοιχείου, την οπαία έθεσε στην ημερήσια διάταξη η ιστορία του 20ου αι. – πρέπει δηλαδή να επιβάλει σε πλανητική κλίμακα το δικό της σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης. Η διάσταση ανάμεσα στον τρόπο, με τον όποιο κατανοεί η ίδια τον εαυτό της, και στην αντικειμενική πορεία της ιστορίας θα εκδηλωθεί στις αντιφάσεις και στις συγκρούσεις που θα γεννήσει τούτο το εγχείρημα. Καθ’ εαυτήν, η συνύφανση του πλανητικού και τού κοινωνικού στοιχείου, ή οπαία φτάνει στη μεγαλύτερη πυκνότητα της χάρη στην κινητήρια δύναμη της μαζικής δημοκρατίας ως κοινωνικού σχηματισμού στηριζόμενου στη μαζική παραγωγή και στη μαζική κατανάλωση, αποδείχνει ότι οι Νέοι Χρόνοι έφτασαν στο τέλος τους, γιατί αυτοί αποτελούσαν φαινόμενο ειδικά ευρωπαϊκό – και μαζί τους τελείωσε και ο αστικός-φιλελεύθερος πολιτισμός, ο όποιος σφράγισε την εποχή από την Αναγέννηση ίσαμε τον 20ο αι. Παρά τις προπαγανδιστικές ωραιολογίες και τις ιδεολογικές αυταπάτες, η Δύση κατακλύζει σήμερα τον υπόλοιπο κόσμο όχι μ’ αυτόν τον πολιτισμό, αλλά με τον μαζικοδημοκρατικό τεχνικισμό και οικονομισμό, αφ’ ενός, και με την ηδονιστική μαζική κουλτούρα του Kitsch, αφ’ ετέρου. Ακόμα κι αν θα θέλαμε να παραβλέψουμε τους σοβαρούς λόγους πού απειλούν το δυτικό σχήμα κοινωνικής οργάνωσης ακριβώς εξ αιτίας της συνεχούς πλανητικής του επέκτασης – οικολογικοί και δημογραφικοί παράγοντες, παγκόσμια διάδοση της ανομίας, όξυνση των αγώνων κατανομής τόσο μεταξύ των μεγάλων εθνών όσο και εντός των δυτικών εθνών ακριβώς λόγω του εντονότερου ανταγωνισμού εκ των έξω, κατάργηση της σύζευξης μεταξύ ελεύθερης οικονομίας και κοινοβουλευτισμού-, και πάλι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η πιθανότητα ότι οι οικονομικές και πολιτικές αρχές, τις όποιες προασπίζει σήμερα η Δύση, γρήγορα θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον της. Το ελεύθερο εμπόριο θα εμφανισθεί σε διαφορετικό φως όταν η πρώτη εξαγωγική χώρα του κόσμου δεν θα ονομάζεται πια Ηνωμένες Πολιτείες και Γερμανία, αλλά Κίνα· και η ελευθερία της διακίνησης θα προκαλέσει υστερικές και βάρβαρες αντιδράσεις όταν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι περάσουν τα σύνορα των βιομηχανικών χωρών. Ενώ στην αστικοφιλελεύθερη και ιμπεριαλιστική εποχή η νίκη των αρχών της Δύσης σήμαινε eo ipso νίκη της Δύσης, η νίκη των άρχων της σημερινής μαζικο-δημοκρατικής Δύσης σε πλανητικό επίπεδο μπορεί να συνεπιφέρει την κατάρρευση της ίδιας της Δύσης. Αυτό μπορεί να συμβεί αργά-αργά, όμως μπορεί και να γίνει γρήγορα. Η ταχύτατη αποσύνθεση της κομμουνιστικής αυτοκρατορίας δεν δείχνει απλώς και μόνον ότι ο κομμουνισμός ήταν γίγαντας με πήλινα πόδια, όπως πιστεύει η κοινή γνώμη της Δύσης. Το δίδαγμα είναι πολύ γενικότερο και έχει ως εξής: τα κράτη και τα καθεστώτα, αδιάφορο πως λέγονται, είναι εκ φύσεως εύθραυστες συναρμογές και μπορούν να διαλυθούν ακαριαία.

*Πηγή: Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000. σελ. 13 κ.εκ. Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998.

(Εμφανιστηκε 1,810 φορές, 2 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.