[Περί της επιβίωσης του ελληνισμού και της βαλκανικής κοινοπολιτείας]
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απάντηση του Π.Κ στο ερώτημα του Σπύρου Κουτρούλη: «-Πώς θα πρέπει να προασπίσει αποτελεσματικά την ύπαρξή του ο ελλαδικός και κυπριακός ελληνισμός; Θεωρείτε χρήσιμη και εφικτή τη δημιουργία βαλκανικής κοινοπολιτείας, καθώς και την υποκατάσταση του συγκεντρωτικού κράτους με τον πολιτισμό των κοινοτήτων;» Δημοσιεύτηκε το 1998.
Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης*
Θεωρώ ανέφικτη τόσο τη δημιουργία βαλκανικής κοινοπολιτείας όσο και την υποκατάσταση του συγκεντρωτικού κράτους με τον πολιτισμό των κοινοτήτων. Η ίδρυση μας βαλκανικής κοινοπολιτείας θα απαιτούσε, ως προϋπόθεση και αφετηρία της, μια κατάσταση ισορροπίας μεταξύ ώριμων και κατασταλαγμένων βαλκανικών κρατών, τα οποία επιπλέον θα συμμερίζονταν την αίσθηση ότι με τη συνένωση τους θα διαμόρφωναν έναν παράγοντα υπολογίσιμο στις διεθνείς εξελίξεις, ούτως ώστε να προτιμήσει καθένα τους να στραφεί προς τα υπόλοιπα παρά να ζητήσει τη συμμαχία ή την προστασία ενός εξωβαλκανικού κέντρου. Στο προβλεπτό μέλλον δεν θα συντρέξει καμμιά από αυτές τις προϋποθέσεις. Απεναντίας, θα πρέπει περισσότερο να αναμένεται μια αναδιαμόρφωση του χάρτη τής Βαλκανικής, η οποία ίσως συνοδευθεί από αιματηρές συγκρούσεις. Η Σερβία βρίσκεται σε μια διαδικασία συρρίκνωσης, από την οποία θα επωφεληθούν όχι μόνον η Κροατία και ενδεχομένως η Ουγγαρία, αλλά και οι χωριστικές τάσεις στο Μαυροβούνιο. Προ παντός όμως θα επωφεληθούν οι αλβανικοί πληθυσμοί, οι όποιοι σήμερα αριθμούν περίπου 6.000.000 στην κυρίως Αλβανία (περ. 3.400.000), στο Κοσσυφοπέδιο και στο Σαντζάκ (περ. 2.000.000) και στο κράτος των Σκοπίων (περ. 500.000). Σε 20-30 χρόνια οι πληθυσμοί αυτοί θα φτάσουν ή θα ξεπεράσουν τα 10.000.000 – και αυτή δεν θα είναι η μόνη δύναμη, η οποία πιθανότατα θα οδηγήσει στη συγκρότηση μιας Μείζονος Αλβανίας· τη συγκρότηση αυτή έχουν λόγους να την ευνοούν δύο άλλες έντονα αντισερβικές Δυνάμεις, δηλαδή η Ιταλία και η Τουρκία. Μια Μείζων Αλβανία, σε συμμαχία με τους Μουσουλμάνους της Βοσνίας, θα ανέτρεπε τους σημερινούς συσχετισμούς δυνάμεων στη Βαλκανική, και καθ’ εαυτήν, αλλά και γιατί θα ενίσχυε την επιρροή άλλων κρατών, που χρειάζονται προγεφυρώματα στην περιοχή. Και μόνο η προοπτική που διαγράφω εδώ δείχνει πόσο πολύ απέχει η Βαλκανική από μιαν ομοσπονδία. Αλλά ούτε και η ηγεμονία ενός βαλκανικού κράτους πάνω στα υπόλοιπα φαίνεται πιθανή (εδώ δεν συμπεριλαμβάνω την Τουρκία στα βαλκανικά κράτη). Έτσι, τα βαλκανικά κράτη μάλλον θα συνεχίσουν, καθένα για λογαριασμό του, να αναζητούν εξωβαλκανικά στηρίγματα.
Αν ο Ελληνισμός θέλει να επιβιώσει ως διακεκριμένη ταυτότητα, το πρώτο που θα έπρεπε να κάμει θα ήταν να παράγει όσα τρώει. Δεν εννοώ διόλου κάποιαν οικονομική «αυτάρκεια» με την παλαιά έννοια, αλλά την απαλλαγή από την πολιτική και την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ένα βιώσιμο συλλογικό υποκείμενο οφείλει να εξάγει τουλάχιστον τόσα, όσα εισάγει σ’ έναν ανοικτότερο κόσμο.
Δεν μπορώ καν να φαντασθώ τι θα μπορούσε να σημαίνει υπό τις σημερινές συνθήκες μια επανασύστασή του «πολιτισμού των κοινοτήτων», εφ’ όσον μ’ αυτόν δεν εννοούμε απλώς την πράγματι υπαρκτή ανάγκη αποκέντρωσης ορισμένων εξουσιών στο πλαίσιο ενός σύγχρονου πολιτικού οργανισμού, είτε εθνικό κράτος είναι αυτός είτε ενδεχομένως πάρει άλλη μορφή. Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι διαφορισμένες και περίπλοκες με την έννοια ότι στηρίζονται σ’ έναν πολύκλαδο καταμερισμό τής εργασίας, όμως η εντύπωση της αυτονομίας των τοπικών κέντρων, που δημιουργείται έτσι, είναι απατηλή. Τα νευραλγικά -π.χ. ενεργειακά και τηλεπικοινωνιακά- κέντρα είναι μάλλον ολιγάριθμα και η εξάρτηση απ’ αυτά κατ’ ουσίαν απόλυτη. Όπου άνθησαν «κοινότητες», αυτό έγινε πάντοτε στο πλαίσιο ενός λίγο-πολύ ισχυρού πολιτικού οργανισμού. Αν στην Ευρώπη ανθήσουν ποτέ οι λεγόμενες «περιφέρειες», αυτό θα συμβεί μονάχα αν υπάρξει μια ισχυρή συγκεντρωτική ευρωπαϊκή εξουσία, η οποία θα αναλάβει τα βασικά καθήκοντα τού σημερινού εθνικού κράτους και, παραμερίζοντας το, θα αφήσει, στο πλαίσιο ενός πολύ ευρύχωρου κράτους, ευρύ χώρο ανάπτυξης σε επί μέρους περιφέρειες. Η ύπαρξη κοινοτήτων στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία προϋπέθετε επίσης την εγγυήτρια παρουσία μιάς αυτοκρατορικής εξουσίας, και μάλιστα εκπλήρωνε κατ’ ανάθεση της τελευταίας συγκεκριμένες και ζωτικές λειτουργίες. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η τουρκική κεντρική εξουσία ανέχθηκε, αλλά και ενίσχυσε, τους κοινοτικούς θεσμούς, προκειμένου να χρησιμεύουν πρωταρχικά ως φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί. Θα ήταν μεγάλο σφάλμα η νοσταλγική εξιδανίκευση τέτοιων θεσμών, πολύ περισσότερο γιατί, εκτός από τη λειτουργία τους προς τα έξω, η εσωτερική τους δομή πολύ απείχε από τις σημερινές αντιλήψεις για ισότιμη και συνυπεύθυνη συνδιαχείριση όλων των υποθέσεων από μέρους όλων των κατοίκων. Επικρατούσαν, απεναντίας, σχέσεις πατριαρχικές – και σε πολλές περιπτώσεις οι κοινότητες υπήρξαν προπύργια του χειρότερου κοτζαμπασιδισμού. Αντιλαμβάνομαι τις ψυχικές ανάγκες όσων δημιουργούν ιστορικά ειδύλλια και μυθολογίες στην προσπάθεια τους να βρουν ιδεολογικά ερείσματα σε μιαν εποχή όπου δοκιμάζεται ο Ελληνισμός. Αλλά δεν είναι δική μου δουλειά να ικανοποιήσω αυτές τις ανάγκες.

Αν ο Ελληνισμός θέλει να επιβιώσει ως διακεκριμένη ταυτότητα, το πρώτο που θα έπρεπε να κάμει θα ήταν να παράγει όσα τρώει. Δεν εννοώ διόλου κάποιαν οικονομική «αυτάρκεια» με την παλαιά έννοια, αλλά την απαλλαγή από την πολιτική και την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ένα βιώσιμο συλλογικό υποκείμενο οφείλει να εξάγει τουλάχιστον τόσα, όσα εισάγει σ’ έναν ανοικτότερο κόσμο. Ειδάλλως είναι αναπόφευκτη η πτώση στα κατώτερα σκαλιά του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, η καταχρέωση και η πολιτικοστρατιωτική εξάρτηση. Τις τελευταίες δεκαετίες ο Ελληνισμός προχώρησε γρήγορα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η αναστροφή της απαιτεί γενναία παραγωγική προσπάθεια, προηγμένη τεχνογνωσία και ριζική θεσμική εξυγίανση, καθώς και ένα εκπαιδευτικό σύστημα εντελώς διαφορετικού επιπέδου. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική. Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί με άλλα σε ό,τι -καλώς ή κακώς- θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους.

Πηγή: Παναγιώτης Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα, σελ. 121, εκδ. Νεφέλη, 1998. https://www.facebook.com/ARKAS-The-Original-Page-352589524877216/