Ο δάσκαλος Δ.Ν. Μαρωνίτης
Κείμενο: Παντελής Μπουκάλας*
Γεώργησε με πάθος και γνώση την ελληνική γλώσσα επί πολλές δεκαετίες ο Δ.Ν. Μαρωνίτης. Και σμίλεψε έναν τρόπο γραφής απολύτως δικό του, με αυστηρά ελεγμένη τη συναισθηματική του θέρμη, πυκνό σε σκέψεις αλλά χωρίς φτιασίδια, ευθύ και απερίστροφο. Με το πλούσιο και καίριο λεκτικό του να μην καυχιέται και να μην επιδεικνύεται· η ρητορική χλιδή δεν ήταν του γούστου του. Τα κείμενά του, με το νόημα κάθε λέξης βαθιά κατακτημένο, κατονόμαζαν τον συντάκτη τους ακόμα κι αν τα διάβαζε κάποιος δίχως την υπογραφή τους.
Ονομά του ήταν η γραφή του. Και η γραφή του δεν ήταν παραπλήρωμα του βίου του μα η μέθοδός του να υπάρχει ως πρόσωπο και ως μέλος ανθρώπινων ομάδων και ιδεoλογικών κοινοτήτων, να πολιτεύεται (με την τιμιότερη σημασία της λέξης) και να αντέχει. Την πίστη στο δόγμα «γράφω άρα υπάρχω» τη δήλωσε με οξύτατη σαφήνεια η «Μαύρη γαλήνη» του, γραμμένη το βαρύ 1973 στα κρατητήρια της ΕΣΑ, πάνω σε φθαρμένες χαρτοπετσέτες.
Επίθετα και επιρρήματα, κυρίως αυτά, τριμμένα από τη μακρά χρήση τους, χαίρονταν στα μαστορικά χέρια του Μαρωνίτη την επικύρωση της σημασίας τους. Οι λέξεις, και οι πιο ταπεινές, ξανάβρισκαν τη λάμψη τους και όλα τους τα νοηματικά στρώματα στα γραφτά του – στα δοκίμια, στις μεταφράσεις, στις επιφυλλίδες του στο «Βήμα», στα σπάνια λογοτεχνικά του εγχειρήματα. Τα γραφτά αυτά είχαν την ακριβή αρετή να υπηρετούν με πληρότητα το κυρίως θέμα τους, αναδεικνύοντας συγχρόνως κάμποσα άλλα, σαν μ’ ένα κλείσιμο ματιού. Παρακινούσαν έτσι τον εγρήγορο αναγνώστη τους να αυτενεργήσει, να πολλαπλασιάσει την τέρψη και το όφελός του αναζητώντας στην ήπειρο της λογοτεχνίας, μόνος πια, αλλά καθοδηγημένος, πηγές, συσχετίσεις, παραλληλίες και διασταυρώσεις.
Εκτός από πανεπιστημιακός καθηγητής λοιπόν, ο Δ.Ν. Μαρωνίτης ήταν ένας φιλολογικός και λογοτεχνικός καθοδηγητής που νοιαζόταν να δείξει όχι τι να διαβάσουμε αλλά πώς να το διαβάσουμε. Πώς να διαβάζουμε καταρχάς την αρχαία γραμματεία (άρα και πώς να μεταφράζουμε Όμηρο, Ησίοδο, Ηρόδοτο, Σοφοκλή, με ποια σύγχρονη δημοτική υπόψη μας), δίχως να βαυκαλιζόμαστε και να βαυκαλίζουμε με μύθους για γλωσσικά γονίδια και σκήπτρα διαιώνιας υπεροχής. Μην το ξεχνάμε, ο επιστημονικός πόλεμος του Μαρωνίτη κατά των ανάγωγων και απαίδευτων εμπόρων αρχαιότητας τον έφερε αντιμέτωπο με την υβριστικότερη εκδοχή της ακροδεξιάς ελληνοκαπηλίας. Μας έδειξε επίσης πώς να διαβάζουμε τη νεοελληνική λογοτεχνία, τον αγαπημένο του Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Καβάφη, τον Αναγνωστάκη, τον Σινόπουλο, τον Αλεξάνδρου, τον Πατρίκιο. Οι μαθητές του υπήρξαμε πολύ περισσότεροι απ’ όσους έτυχε να τον έχουν δάσκαλο στο πανεπιστήμιο. Τη μέθοδο της γραφής του είναι ανέφικτο να την αναπαραγάγουμε· μόνο να τη ζηλεύουμε μπορούμε. Μπορούμε όμως να θητεύσουμε στην αναγνωστική μέθοδο που ετοίμασε και μας πρόσφερε η φιλολογική του οξύνοια. Θα τιμούσαμε έτσι πρεπόντως τη μνήμη του.