Ένα κριτήριο για το δημοψήφισμα
Γράφει ο Ευθύμης Τσιλικίδης
Έχει καταστεί πλέον σαφές ότι οι «θεσμοί» θέλουν να απομακρύνουν με κάθε τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ήττα της προηγούμενης συγκυβέρνησης τους έβγαλε από μια μακάρια ραθυμία, τους επανέφερε πιεστικά στα πολιτικά-επαγγελματικά τους καθήκοντα, σε μια στιγμή που πίστεψαν ότι έχουν χαλαρώσει. Τους αποσυντόνισε, εφόσον είχαν επαναπαυτεί στη συντηρητική λογική του “ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει”, πάγια τακτική του κεφαλαίου, γνωστή εδώ και πολλά χρόνια.
Εντούτοις, αυτό που δεν χωνεύεται με τίποτα -γιατί είναι δύσκολο να εξηγηθεί χωρίς υποτιμητικούς όρους για τον Έλληνα πολίτη- είναι αυτή η τεράστια έκπτωση στις αξίες της ανθρώπινης ύπαρξης που –μερικοί όπως εγώ ως «ωραίες ψυχές» ή ό,τι άλλο- παρατηρούμε να συνεχίζεται στις μέρες μας, και, πιο συγκεκριμένα, σε τρεις κατευθύνσεις:
α) Αυτή της απλής ανθρωπιστικής αλληλεγγύης, όπου ως πολίτες βλέπουμε το 50% της κοινωνίας δίπλα μας να πεθαίνει, να ματώνει, να μεταναστεύει και εμείς επι”Μένουμε Ευρώπη”, οδηγούμενοι από/σε έναν –κατά τη γνώμη μου- παραλογισμό, λες και δεν είναι όλα τα παραπάνω αποτέλεσμα των πολιτικών της ή ζούμε απλά ένα σύντομο μεταβατικό στάδιο (για το οποίο ακόμη και ο ίδιος ο προγραμματισμός των Ευρωπαίων-ΔΝΤ δεν δίνει καμία μα καμία απολύτως εγγύηση ότι θα είναι μεταβατικό), όπου οι πρόσκαιρες απώλειες των ατομικών και κοινωνικών πόρων θα αντισταθμιστούν από μια δυσδιάκριτη και διαρκώς αναβαλλόμενη «ανάπτυξη».
β) Αυτού του χαμερπούς “ρεαλισμού” που φυσικοποιεί την ολοκληρωτική κυριαρχία του κεφαλαίου και της ΕΕ, την “αιώνια” ήττα των αδύναμων, προσπερνά αθωωτικά με απίστευτη ευκολία τις ευθύνες των προηγούμενων γαλαζοπράσινων κυβερνήσεων και, επιπλέον, μασκαρεύεται πίσω από δήθεν “ορθολογικά” επιχειρήματα που δεν κρύβουν μόνο απίστευτο ατομικισμό αλλά ραγιαδισμό και εθελοδουλία, την ανικανότητα πολλών ανθρώπων να παραδεχτούν τα αυτονόητα και να συγκροτηθούν ατομικά και συλλογικά με άξονα μια κριτική-μαχητική στάση πολιτικής αξιοπρέπειας, δημιουργικότητας, καινοτομίας.
γ) Η αδυναμία να αναγνωρίσουμε (αδυναμία με τη μορφή της έλλειψης της συναισθηματικής δεξιότητας, εφόσον οι ενδεχόμενες -αλλά τελικά αναπόφευκτες- συγκρούσεις με τις εξουσιαστικές ιεραρχίες δημιουργούν άγχος που είναι δυσβάσταχτο, ανεπιθύμητο και οι περισσότεροι δεν έχουμε συνηθίσει να το αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά) ότι όσο υπάρχει σφοδρή εκμετάλλευση, καταπίεση, αδικία, δεν έχει κανένα νόημα να μιλούμε γι’ αυτή την παραμυθένια “ενότητα” που σκόπιμα μας υπόσχονται και προσπαθούν να επιβάλλουν οι εθνικιστικές -και άλλες- αφηγήσεις εδώ και τόσα χρόνια. Ο στοιχειώδης πολιτικός αλφαβητισμός προϋποθέτει ότι έχουμε αντιληφθεί πως οι ταξικές κοινωνίες είναι κατεξοχήν συγκρουσιακές (ΚΑΙ οι αταξικές, μήπως τότε δεν θα υπάρχουν θέματα και θα σταματήσουμε να διαφωνούμε;) ακριβώς εξαιτίας της ταξικότητάς τους.
Ως άνθρωπος της εκπαιδευτικής πράξης γνωρίζω καλά ότι όλα αυτά όχι μόνον δεν έχουν διδαχθεί, αλλά, απεναντίας, στην ουσία έχουν υποβαθμιστεί συστηματικά από το σύγχρονο σχολείο. Ασφαλώς τα αίτια αυτής της ατελούς πολιτικής διαπαιδαγώγησης μπορούμε να εντοπιστούν και αλλού. Στους πολιτικούς θεσμούς: αντιπροσωπευτικούς, προσωποπαγείς και τόσο συγκεντρωτικούς, ώστε να μην ανοίγουν δρόμους ευθύνης και συλλογικής χειραφέτησης, τις πολλές αναχρονιστικές πτυχές μιας παράδοσης αυτοαναφορικής που δεν συγκοινωνεί και δεν αναδεικνύει τα προβλήματα και τις ανάγκες των ανθρώπων της εποχής μας, τη διείσδυση της καπιταλιστικής νοοτροπίας στην καθημερινότητα, που οδηγεί στην περιχαράκωση στην απολιτική ιδιωτική σφαίρα και, ταυτόχρονα, στους κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Ωστόσο, ό,τι και να πούμε, δεν είναι καθόλου εύκολο να χωνέψει κανείς αυτό που συμβαίνει: εν έτει 2015, η ανθρώπινη διάνοια να έχει προχωρήσει τόσο πολύ στη φιλοσοφική αντιμετώπιση των ανθρώπινων προβλημάτων, να υπάρχει τόσο μεγάλη ευχέρεια στην πρόσβαση στην πληροφορία για την πλειονότητα των πολιτών, αλλά η ανθρώπινη κοινωνία να συνεχίζει να διατηρεί τα υποτιμητικά, προσβλητικά χαρακτηριστικά του Μεσαίωνα.
Άραγε ποιος εργάζεται για να διατηρείται αυτή η άθλια δυσαναλογία; Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να διαλέξει κανείς μια για πάντα πολιτικό στρατόπεδο.