ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας -Γ-
Ο Δημήτρης (Τάκης) Τζήκας γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1971 στη Ζυρίχη της Ελβετίας, από γονείς μετανάστες Έλληνες εργάτες. Μέχρι την τετάρτη δημοτικού έζησε στο Λιβαδερό Κοζάνης, ενώ αργότερα ολοκλήρωσε το Λύκειο στην ίδια πόλη. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Ιωαννίνων, στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης «Δημήτρης Γληνός» του Α.Π.Θ. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, βρέθηκε στην Κομοτηνή για 15 περίπου μήνες. Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου στον σύλλογο φοιτητών του Π.Τ.Δ.Ε. Ιωαννίνων (1992-1995), ενώ συμμετείχε στο Δ.Σ. του συλλόγου Μετεκπαιδευομένων δασκάλωνκαι στην επιτροπή προγράμματος σπουδών, ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος. Από το 1999 μέχρι σήμερα, εργάστηκε σε δημοτικά σχολεία της Φολεγάνδρου, της Κέρκυρας και στο 1ο Πρότυπο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης. Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα «Ερανιστής», όπου και δημοσιεύει τακτικά κείμενα για τη γλώσσα, τη φιλοσοφία και την ιστορία. Ζει στη Θεσσαλονίκη και ψωμίζεται ως δάσκαλος στη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Το Λεξικό, 504 σελίδες 17 χ 24, διατίθεται με αντικαταβολή μέσω ταχυδρομείου.
Ηλεκτρονική διεύθυνση επικοινωνίας: [email protected]
Γ
γαβρί το & γάβρος ο: είδος φυλλοβόλου δέντρου της περιοχής (Carpinus betulus). Δημ.: …μόν᾿ καρτερώ την άνοιξη, τ᾿ όμορφο καλοκαίρι, / ν᾿ ανοίξει ο γαύρος κι η οξυά, να σκιώσουν τα λημέρια, / να βγουν οι βλάχοι ᾿ς τα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες. Στα αρχ. ελλ. γαύρος σημαίνει καυχώμενος, αυτός που περηφανεύεται και περιφρονεί τους άλλους, αγέρωχος, αλαζόνας.
γαζέπι το: οργή, θεομηνία, Βροχή, δυνατή καταιγίδα. Περρ.: …ακόμη σας λέγω, πως κατά την κοβέντα, οπού εκάμαμεν, αν σας το άλλαξεν, ο Θεός να σας δώσει δίκαιον, ει δε, ο Θεός, από το γαζέπι μου να μη γλυτώσετε, μονάχα σας γελάει ο νους σας, οπού εβάλατε δυό πανιά (τας Ρωσσοθωμανικάς δηλαδή σημαίας)· και λέτε να γλιτώσετε, πήρατε πράξη από τους γειτόνους σας (Επτανησίους). Γκοτζ.: Και τότε ανέβαινε η Βάβω με τα γεράματα της, άμ’ αρχινούσαν οι βροχές, κι έπιανε μια μια κάτου απ’ το γαζέπι τις σταλαματιές | < τουρκ. gazap ή gazep.
γαϊδουριάρης ο: αυτός που κατέχει, επαγγελματίας που εργάζεται με γαιδούρια (ως αγωγιάτης). Παρ.: «Άλλα σκαμπάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης» | < μσν. γάιδαρος (Πβ. μσν. γάδαρος, γαϊδάριον) < αραβ. gadar, gaidar.
γαϊδουρολάτης ο: γαϊδουριάρης, αυτός που οδηγεί, μεταχειρίζεται γάιδαρο. Παρ.: «Άλλα σκαμπάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουρολάτης» | < γάιδαρος + αρχ. ελλ. ελαύνω: προχωρώ, βλ. γαϊδουριάρης.
γαϊτάνι το: λεπτό, συνήθ. μεταξωτό, κορδόνι που σε παλαιότερες εποχές στόλιζε τα τελειώματα των ρούχων. Δημ.: Που θα ᾿βρω τέτοια λυγερή, ξανθή και μαυρομάτα. Έχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι, το δόλιο το ματόφρυδο σαν κρόσσι απ᾿ το μαντήλι. Κι αυτή τότε τους έδωκε τ᾿ ολόχρυσο γαϊτάνι. / «Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο.» Χρυσό γαϊτάνι περιβάλλει όλα τα ανοίγματα και τον ποδόγυρο. Γκοτζ.: Αυτά καθόμουν και κοίταζα από την Τζουμούλα, συνεπαρμένος απ’ αυτό το ζωντανό γαϊτάνι, την έμψυχη λουρίδα που σερνόταν στο ντερβένι, γεμίζοντας την ψυχή μου σχήματα και ήχους. Πβ. Βαμβ.: Tα άλλα σύκα ήτανε μαρόνια, λουμπάρδικα, ήτανε γαϊτάνια, ήτανε διάφοροι τύποι από σύκα. Tα μαρόνια άσπρα, τα λουμπάρδικα και τα γαϊτάνια μαύρα | μσν. γαϊτάνιν υποκορ. του ελνστ. γαϊταν(όν) -ι(ο)ν (Πβ. ελνστ. γαϊετανόν, ίσως παρετυμ. προς την πόλη Caieta, Gaeta) < αραβ. hītan (Πβ. τουρκ. gaytan).
γαϊτανόφρυδο το: φρύδι λεπτό και καλοσχεδιασμένο, σαν γαϊτάνι | < Bλ. & γαϊτάνι το.
γαϊτανοφρυδούσσα η: με φρύδια όμορφα, γραμμένα σαν γαϊτάνι. Παραδοσ.: Ποια είν᾿ η άσπρη ποια είν᾿ η ρούσα, / ποια είν᾿ η γαϊτανοφρυδούσα | < Βλ. & γαϊτάνι το.
γαλαζιάζω & γαλανίζω: βάφω κάτι γαλανό, γαλάζιο· παθήτ. γίνομαι γαλανός, γαλάζιος, μπλε, μελανιάζω, μπλαβιάζω. Ρίτσ.: Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες / Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι.
γαλανή η: άγρια ποικιλία κορομηλιάς.
γαλάρα η: προβατίνα, γίδα που παράγει γάλα. Παπαδ.: Ἀλλ᾽ ὀργὴ Θεοῦ εἶχε πέσει τὸ ἔτος ἐκεῖνο εἰς τὰ βοσκήματα. Τὰ πράματα τὰ μισὰ τοῦ εἶχαν ψοφήσει· ὀλίγες μόνον γαλάρες τοῦ ἔμειναν· ὅλο καὶ στέρφες. Δὲν ἔκαμεν ὁ Θεὸς καλὸν καιρὸ νὰ βγάλῃ χορταράκι, νὰ βοσκήσουν τὰ πράματα. Τι να σε κάμουν τὰ καημένα τὰ πράματα.
γαλάρι το: γιδοπρόβατο ή άλλο ζώο που κατεβάζει, παράγει γάλα. Παπαευαγγ.: Ο Γκουντής πήρε το ταλαγάνι και έκανε τον κατήφορο να ακολουθήσει τα γαλάρια. – Τα σφαχτά τα είχαν στου Γιλαδόσταλο κι, τα βουσκούσει τα γαλάρια η Αντώντς κι τα στείρα η Βαγγέλτς, που ήταν κι μκρότιρους. Παρ.: «Τον ξερό Φλεβάρη, σου παίρνει ο διάβολος το γαλάρι.» | < αρχ. ελλ. γάλα.
γαλαρολίβαδο το: λιβάδι για γαλάρια, ζώα που παράγουν γάλα. Βλ. & γαλάρι το.
γαλαρομάντρι το: μαντρί, χώρος ξεχωριστός για τα γαλάρια, τα γαλακτοπαραγωγά ζώα.
γαλατόπιτα η: γλυκιά πίτα με γάλα, αυγά, ρύζι και ζάχαρη. Φτιάχνεται συνήθως για να μοιραστεί στην εκκλησία τα ψυχοσάββατα.
γαλατσιάνα η: το καλαμπόκι που δεν στέγνωσε, ο αψώμωτος, γαλακτώδης καρπός του καλαμποκιού, μτφ. η γυναίκα με άσπρο δέρμα, ασπριδερή, ασπρουλιάρα·
γαλατσιάνικος -η -ο: στο χρώμα του γάλακτος, ασπρουλιάρης, πολύ άσπρος, λευκός, που δεν τον έχει δει ο ήλιος. Παπαευαγγ.: Αφού τα όρθουσαν στου μαντρί.. έδουσαν κι τα σκλιά τα πιτιράδια.. κι ήρθαν στου χουριό..! Ανοιγ᾿ν τ΄πόρτα κι γκουρλών᾿ τα μάτια μόλις βλέπ᾿ν ένα κουρίτσι άσπρου άσπρου.. γαλατσιάνκου..!
γαλατσίδα η: άγριο φυτό του γένους Euphorbia. Το όνομα προήλθε από τον γαλακτώδη χυμό που εκκρίνουν οι βλαστοί και τα φύλλα.
γαλέτα η: είδος ψωμιού, ειδικά ψημένου για να διατηρείται πολύν καιρό, που χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό. Δημ.: -Πάρτονε, κόρη μου, κι έχει γολέτα / θα σε ταΐζει ξερή γαλέτα / – Δεν τόνε θέλω, δεν τόνε παίρνω / καλόγρια γίνομαι, στα ράσα βαίνω | < βενέτ. galeta.
γαλιάντρα η: ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα· μτφ. φλύαρη γυναίκα. H γαλιάντρα η κοινή, είναι ένα εδαφόβιο στρουθιόμορφο πουλί που ανήκει στην οικογένεια των κορυδαλλών, η οποία περιλαμβάνει γύρω στα 20 είδη που έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Παρ.: «Κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά γαλιάντρα στο κλουβί.» | < αντδ. < μσν. καλιάντρα < λατ. calandra, caliandra < ελνστ. κάλανδρος, καλάνδρα.
γαλίκα η & γαλίκι το: είδος μεγάλου καλαθιού, φτιαγμένο από καλάμια, με το οποίο μετέφεραν σταφύλια, φρούτα ή εμπορεύματα. Όταν είχαμε τρύγο, έφερναν τα σταφύλια στο σπίτι, μέσα σε γαλίκια, κρεμασμένα σε μουλάρια.
γαλίφης ο & γαλίφισσα η: που προσπαθεί να πετύχει αυτό που θέλει με γαλιφιές, με γλυκόλογα και καλοπιάσματα | < μσν. γαλίφ(ος) μεταπλ. -ης < ιταλ. gaglioffo. Βλ. & γαλιφιά η.
γαλιφιά η: ο τρόπος, συμπεριφορά του γαλίφη, το καλόπιασμα. Τσιφ.: Αλλά, όπως γίνεται, που πάντα στους δυνατούς πέφτουνε οι ρουφιάνοι και κείνοι οι τσανακογλείφτες και διαβάλουνε και κάνουνε ατιμίες και δεν αφήνουνε κανέναν άξιο να προκόψει, αλλά με τη γαλιφιά και την ατιμία τα καταφέρνουνε, τον τουμπάρουνε τον αυτοκράτορα. Βλ. & γαλίφης ο.
γάλος ο & γαλί το: η γαλοπούλα. Παρ.: «Καλύτερα θέλω τον γάλο παρά τον μπακαλιάρο.» βλ. κούρκος | < γάλ(ος) -οπούλα· ιταλ. gallo (d΄India)] κόκορας της Ινδίας.
γαλομέτρος ο: διαδικασία κατά την οποία μετρούσαν την απόδοση κάθε κοπαδιού σε γάλα.
γαλονάς ο: που έχει γαλόνια, αξιωματικός, βαθμοφόρος. Καζαντζάκ: Βασιλιάδες, πολιτικάντηδες, γαλονάδες, δεσποτάδες, κοτζαμπάσηδες, καπετάνιοι του βουνού, καπετάνιοι του κάμπου, όλοι, όλοι έχουν λυσσιάξει. Οι γαλονάδες δικαιούνται να ομιλούν. Χειροπέδες σε τρεις… «γαλονάδες» που έκλεβαν καύσιμα. Οι «γαλονάδες» της Πολιτικής Προστασίας. Βλ. & γαλόνι το.
γαλόνι το: μέτρο χωρητικότητας, κυρίως για υγρά, που ισοδυναμεί περίπου με 4,543 κιλά· 21.000 γαλόνια πετρελαίου) ενδεχομένως να διέρρευσαν στη θαλάσσια. Παπαδ.: -Α! τραγούδα τώρα, γλέντα, μπεκρολόγα, μεθοκόπα, ξενύχτα, ξερνοβόλα, γκάριζε! Αχ! βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, στέρνα, καρούτα, μαστέλα, κρασοκανάτα! Που να σκάσεις! | < ιταλ. gallon(e) -ι < γαλλ. gallon < αγγλ. Gallon.
γαλόνι το: διακριτικό του βαθμού στρατιωτικών, αστυνομικών και άλλων βαθμοφόρων· είχε πλάκα τα γαλόνια· ξηλώνουν τα γαλόνια· ιερατικά γαλόνια. Κρίμα στα γαλόνια σου | < γαλλ. gallon -ι ή μέσω του ιταλ. gallon(e) -ι.
γαλοτύρι το: γάλα με τριμμένο τυρί, είδος τυριού. Καρκ.: Tις άλλες όμως ημέρες έχουν για προσφάγι τα σκορδοκρέμμυδα και τα οσπριοφάσουλα, το τυρί, το γαλοτύρι, το μπλιγούρι, τον τραχανά και κάποτε τις επίσημες ημέρες τη μαμαλίγκα. Γκοτζ.: Τα βλαχόπουλα όμως, οι κοπέλες του Θύμιου, έτρωγαν και τυρί και βούτυρο και γαλοτύρι, γι’ αυτό είχαν τα μάγουλά τους κόκκινα σαν τριαντάφυλλα ανοιχτά.
γαλόχορτο το & γαλατόχορτο το: η γαλατσίδα, ευφόρβιον το ηλιοσκόπιον. Λιούφ.: …διό και νυν οι γυναίκες αυτόσε ερχόμεναι μετά των χειρών επί την ράχιν κύπτωσιν, ως αι αίγες, και εις ευφορίαν γάλακτος βόσκουσιν το λεγόμενον γαλόχορτον.
γάμα το: η γωνία που σχηματίζουν τα δοκάρια στο τέρμα, στα δίχτυα εκεί όπου ενώνονται το οριζόντιο με το κάθετο δοκάρι, ακριβώς δηλαδή στο «Γ» της εστίας.· μτφ. Κερδίζουμε που λες ένα φάουλ, στήνει τη μπάλα έξω από τη μεγάλη περιοχή και το στέλνει εκεί που γαμιούνται οι αράχνες.
γαμπάλι το: ξύλινο καλούπι της γάμπας, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή παπουτσιών (στιβάνια κ.α). Το γαμπάλι είναι το ξύλινο «καλούπι» της γάμπας που θα φορέσει το στιβάνι. Αποτελείται από δύο βασικά εξωτερικά ξύλα που σχηματοποιούν το δέρμα και τα εσωτερικά ξύλα – τρία διαφορετικά σε φάρδος ζευγάρια τις «στέκες» και τις «σφήνες» – που προστίθενται ή αφαιρούνται για να φέρουν το καλούπι σε μέγεθος αντίστοιχο της γάμπας | < γάμπα < αντδ. < ιταλ. gamba < υστ. λατ. camba, gamba: οπλή ζώου < αρχ. ελλ. καμπή· δωρ. διάλ. καμπά: κλείδωση.
γαμπρίζω: ψάχνω γαμπρό, αναζητώ γυναίκες, φλερτάρω. Τσιφ.: Γάμπριζε ο Ζεύς με τη Θέμιδα του Νηρέα την κόρη και την έφερνε γυροβολιά για το «πονηρόν.»
γαμπρουλιάς ο: χαϊδευτικά ο γαμπρός. Ο γαμπρουλιάς μας άφησε στα κρύα του λουτρού. Πβ. Καζαντζάκ: Και στο Άργος πίσω το πολύκαρπο σα γύρουμε, γαμπρός του / να γίνεις, και τιμή περίτρανη θα σου ᾿χει, σαν του Ορέστη (εἰ δέ κεν Ἄργος ἱκοίμεθ᾽ Ἀχαιϊκὸν οὖθαρ ἀρούρης / γαμβρός κέν οἱ ἔοις· τίσει δέ σε ἶσον Ὀρέστῃ).
γανουτάς ο: γανωτής, γανωματής, αυτός που γανώνει, επαλείφει με κασσίτερο (καλάι) χάλκινα σκεύη | < Βλ. & γανώνω.
γάνα η: σκουριά, αιθάλη που σχηματίζεται στα αγάνωτα χάλκινα σκεύη, καπνιά που δημιουργείται εξωτερικά στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά, μουτζούρα. Παρ.: «Άντρας ψηλός και άγγελος, κοντός πομπή και γάνα, ψηλή γυναίκα άχαρη, κοντή χαραμαντάνα..». Η λέξη σημαίνει μτφ. την «ντροπή», («γάνα σ᾿ κι γάνα μ᾿»: ντροπή σου και ντροπή μου) επειδή οι μασκαράδες της Αποκριάς, τα καρναβάλια, έβαφαν το πρόσωπό τους με γάνα του τηγανιού, η οποία έφευγε πολύ δύσκολα, μετά από καλό νίψιμο με νερό και σαπούνι. Βλ. & γανιάζω.
γανιάζω: γανώνω, αγανακτώ, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι. Με γανιάζει αυτό το παιδί, μέχρι να τα γράψει όλα. Γάνιασε χθες ο δήμαρχος από τις φωνές και τα συνθήματα. Απλώς βαρέθηκα, κουράστηκα, γάνιασε η ψυχή μου. Τρία χρόνια άρρωστη! Γάνιασε η γλώσσα της. Βλ. & γάνα η.
γάνωμα το: η γάνωσις, εσωτερική επικάλυψη των χάλκινων σκευών με κασσίτερο για να αποφευχθούν οι οξειδώσεις του χαλκού. Το γάνωμα γινόταν μια φορά το χρόνο και ο γανωτής ή γανωματζής ή γανωματής περνούσε από όλα τα χωριά, πιο παλιά με το γάιδαρο, αργότερα με το τρίκυκλο, για να παραλάβει τα είδη προς επισκευή και να τα γανώσει ή επί τόπου ή στο εργαστήριο του μεταγενέστερα. Πβ. Κρυστ.: Τιμωρίαι μας τότε ήσαν εις χρήσιν η φυλάκισις και η γάνωσις, καθ᾿ ην ο τιμωρούμενος εγανώνετο εις το πρόσωπον ποικιλοτρόπως, υπό τινός των συμμαθητών του ή υπό του διδασκάλου διά μελάνης, και εις το τέλος του μαθήματος διερχόμενοι εμπροσθέν του οι μαθηταί όλοι έπτυον αυτόν. Βλ. & γανωτής ο, γανώνω.
γανώνω: επαλείφω, επικαλύπτω εσωτερικά με κασσίτερο χάλκινα σκεύη για να αποφευχθούν οι οξειδώσεις του χαλκού. ΦΡ. μτφ. Του γάνωσε το κεφάλι: τον ζάλισε, του έκανε «το μυαλό κουρκούτι.» Πάλλ.: …φέρανε κιόλας τα εφτά τριπόδια πούχε τάξει, / τα δώδεδα άτια, κι είκοσι λεβέτια γανωμένα, / κι εφτά γυναίκες βγάλανε -λαμπρές, ψιλοδουλέφτρες- | μσν. γανώνω < ελνστ. γαν(ώ) -ώνω, αρχ. σημ.: στιλβώνω, γυαλίζω, κάνω κάτι να λάμπει. Βλ. & γάνωμα το, σαγάνι το.
γανωτής ο: αυτός που έχει ως επάγγελμα το γάνωμα των χάλκινων σκευών· γανωματής. Περρ.: …γανωτής τις, καταγόμενος από των Κατζανοχωρίων των Ιωαννίνων, όστις απήρχετο κατ᾿ έτος εις το Σούλιον και εγάνωνε τα χάλκινα αγγεία | < ελνστ. γανωτής. Βλ. & γάνωμα το.
γαργαλέτσι το: μικρό, στρόγγυλο κουδουνάκι (Γέρμας Καστοριάς) Σιδ.: Απ’ τα βαριά κουδούνια και τα δίγλωσσα κυπριά, απ’ τα πλακατάρια, τα τσιουκάνια και τα γαργαλέτσια ακόμα, έφταναν ζυγιαστοί και ταιριασμένοι ήχοι απ’ τα κοπάδια που λέρωναν αλλάτορα στις κοντινές πλαγιές, εκείνο το πρωινό του μυρωδάτου Μάη.
γαργάρα η: πλύση του στόματος και του λάρυγγα που γίνεται για θεραπευτικούς σκοπούς με φάρμακο, αφέψημα ή ειδικό διάλυμα· κάτι που είναι γαργαρισμένο, πολύ καθαρό· ως επίρρ.: Το σεντόνια, το δωμάτιο, ήταν γαργάρα | < ελνστ. γαργάρα (Πβ. ελνστ. γαργαριστέον: πρέπει να γίνει γαργάρα, μσν. γάργαρος: η σταφυλή της υπερώας) ηχομιμ.
γαργαρίζω: πλένω και καθαρίζω καλά κάτι, το κάνω να λάμπει από καθαριότητα. Σολωμός: Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει / Κάθε λάρυγγας εχθρού / Και το ρεύμα γαργαρίζει / Τες βλασφήμιες του θυμού. (Εθνικός ύμνος). Παρ.: «Κουφού καμπάνα κι αν λαλείς, νεκρόν κι αν γαργαρίζεις, και μεθυσμένον αν κερνάς, όλα χαμένα τα ᾿χεις.» Αίν.: «Το ψάρι τρώει τη θάλασσα κι η θάλασσα το ψάρι κι εις του ψαριού την κεφαλή ο ήλιος γαργαρίζει» (το λυχνάρι – Χίος) | μσν. γάργαρος < γαργαρίζω.
γάργαρος -η -ο & γαργαρός o: για τρεχούμενο νερό, το καθαρό, το διαυγές.
γαρδέλι το: η καρδερίνα, γραμματίκι. Τα πουλιά που ήταν στη λίστα ήταν αρκετά. Γαρδέλια (έχουν κόκκινο στο κεφάλι ενώ, το καλύτερο γαρδέλι, ο «κερασίτης» είναι πιο κόκκινο το χρώμα του στο κεφάλι κι εκεί που τελειώνει το κόκκινο κι αρχίζει το μαύρο έχει κανά δυο βούλες κόκκινο). Το χρώμα του γαρδελιού, βασικά, είναι καφετί με λίγο κίτρινο στα φτερά. Όλη η περιμετρική πιτσιρικάδικη ζώνη της πόλης «ψάρευε» από γαρδέλια και φανέτα μέχρι σκαρθιά, λούγαρους και φλώρους! Ηπίτ.: καρδερίνα η: το γαρδέλι, αστραγαλίνος, ακανθίς ή ακανθυλλίς, μικρόν πτηνόν όπερ κελαηδεί.
γαρμπής ο & γιαρμπής ο: νότιος άνεμος, νοτιοδυτικός άνεμος, λίβας. Πβ.: Βόρειος (Β): Βόρειος ή Τραμουντάνα, Βορειοανατολικός (ΒΑ): Μέσης ή Γρέγος, Ανατολικός (Α): Απηλιώτης ή Λεβάντες, Νοτιοανατολικός (ΝΑ): Εύρος ή Σορόκος, Νότιος (Ν): Νότιος ή Όστρια, Νοτιοδυτικός (ΝΔ): Λίβας ή Γαρμπής, Δυτικός (Δ): Ζέφυρος ή Πουνέντες, Βορειοδυτικός (ΒΔ): Σκύρων ή Μαΐστρος. Καββ.: Έβραζε το κύμα του γαρμπή / είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη / γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη / σ᾿ άλλους παραλλήλους θα `χεις μπει. Παρ.: «Ο χαλαζιάς κι ο γιαρμπής δεν εχουν μπέσα για μπέσα.» | < μσν. γαρμπής < αραβ. garbī: δυτικός, μέσω του βενέτ. garbin ή μέσω του τουρκ. garbi -ς.
γάρος ο: νερό με αλάτι που βάζανε στις κάσες τη φέτα για να συντηρείται, άλμη. Χωρίς γάρο θα χαλάσει το τυρί | < αρχ. ελλ. γάρος. Βλ. & ματινίτσα η.
γαρούφαλο το: γαρίφαλο. Δημ.: Σ᾿ είχα γαρούφαλο στ᾿ αυτί, και τώρα σ᾿ έχω αγκάθι. Παρ.: «Η κασίδα στην κορφή και γαρούφαλο στ᾿ αυτί.» | < αντδ. < μσν. γαρόφαλο, γαρίφαλο < βενέτ. garofolo (και για το άνθος) < μσν. καρυόφυλλον: μοσχοκάρφι (ελνστ. καρυόφυλλον).
γαρώνω: βάζω σε γάρο, αλατίζω, αρμυρίζω.
γάστρα η: πήλινο ή μεταλλικό θολωτό σκεύος με το οποίο, αφού πρώτα το θερμάνουν καλά, σκεπάζουν το ταψί για να ψηθεί από πάνω το φαγητό που είναι μέσα, βαθύ μαγειρικό σκεύος με καπάκι· το σάτσι. Η παραδοσιακή γάστρα ήταν σιδερένια, στρογγυλή, με διάμετρο περίπου 60 – 70 εκ. και ύψος περίπου 15 εκ. Κατσικάκι στη γάστρα. Είχαν πολλά σκεύη για την καθημερινή του ζωή που τώρα δεν χρησιμοποιούνται όπως: Αργαλειός, τσικρίκι, κτένι, αδράχτι, (λισκιτόρου: ανεμώνη) για το μάζεμα του μαλλιού. Σοφράς, σίνι (μεγάλο ταψί με σχέδια), μαγκάλι ιδιόρρυθμο, σίδερο με κάρβουνα, λεκάνη με μπρίκι, πιθάρια, μύλος για καφέ, μπουτίνου για το ξινόγαλο, ειδική σανίδα με χωρίσματα, φτυάρι φουρνίσματος, πέτρινο πιθάρι και λοστός για στούμπισμα του σιταριού, ξύλινος κόπανος για το κτύπημα κουβερτών, μαλλιού ειδική ξύλινη σκάφη για το ζύμωμα, γάστρα (γάστουρ) για ψήσιμο πίτας. Παπαδ.: Είχε κεντήσει η ίδια τον ήλιον και το φεγγάρι εις τα μανίκια του μεταξωτού άλικου υποκαμίσου της. Εις την σκούφιαν της πάλιν είχε κεντήσει μεγάλην γάστραν με λουλούδια και με κλαδιά | < αρχ. ελλ. γάστρα: δοχείο με φουσκωτή κοιλιά. Βλ. & κριθαράκι το.
γαστρώνομαι: στρώνομαι, κάθομαι κάπου, χωρίς να έχω σκοπό να φύγω ή να σηκωθώ σύντομα. Λ.χ. Γαστρώθηκε απ᾿ το πρωί και δε λέει να φύγει.
᾿γγισμένος ο: μαλωμένος, παρεξηγημένος. Μακρυγ Ἤμουν ῾γγισμένος μὲ τὸν Μεταξᾶ – ἴσως αὐτὸς ὁ διάβολος τώρα ὁποῦ γέρασε γένῃ ἄνθρωπος.
γατόνι το: μτφ. πολύ έξυπνος, ικανός, τετραπέρατος άνθρωπος, «γάτος». Τερματοφύλακες γατόνια. Γατόνια οι Δήμαρχοι: Δίνουμε τα ταμειακά διαθέσιμα και τους μισθούς μας, αν η κυβέρνηση δηλώσει ότι η χώρα έχει πρόβλημα. Εδώ οι γάτες γίνονται γατόνια. Τα γατόνια του αστυνομικού ρεπορτάζ. Μάνατζερς γατόνια ψάχνουν για κορόιδα!
γδικιέμαι: εκδικούμαι. Πάλλ.: …έτσι ο Μενέλας χάρηκε σαν είδε το λεβέντη / Αλέξαντρο -τι είπε στο νου «θα γδικιωθώ τον κλέφτη!» / -και χάμου αμέσως πήδηξε με τ᾿ άρματα οχ τ᾿ αμάξι. Βλ. και ξόδι το.
γδικιωμός ο: η εκδίκηση. Πάλλ.: Γιατί νικάει ο άρχοντας μ᾿ αδύναμο αν μαλώσει, / και το θυμό του αν καταπιεί εκείνη εκεί την ώρα, / όμως φυλάει μες στην καρδιά το πάθος του, ως να πάρει / στερνά μιά μέρα γδικιωμό. Μόν τήρα αν θα με σώσεις. (Ιλιάδα).
γδόμαλλο το: γιδόμαλλο, μαλλί γίδας.
γδύμια η: γύμνια. Βαμβ.: Ξυπόλητος, νηστικός, πεινασμένος, γδύμια, και με λυπότανε ο πατέρας | < γδύνω.
γειά η: υγεία. Παρ.: «Η γειά με κάνει και χαίρομαι, η γειά και καμαρώνω.», «Ο ύπνος τρέφει το παιδί κι η γειά το μεγαλώνει.»
γειτόνεμα το: η γειτνίαση, η σχέση που δηλώνει το ρήμα γειτονεύω. Ελύτ.: Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά / στα ηφαίστεια κλήματα σειρά / και τα σπίτια πιο λευκά / στου γλαυκού το γειτόνεμα! | < ελνστ. γειτόνευμα (Πβ. αρχ. ελλ. γειτόνημα).
γελαδαριά η: στάβλος αγελάδων | < αγελάδα < μσν. αγελάδα (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ή μσν. ἀγελάς, αιτ. -άδα (ενν. βοῦς ἡ) θηλυκό ζωντανό που ζει σε αγέλη και όχι σε στάβλο.
γελαδίτσα η: αγελαδίτσα, γελαδούλα· αλλιώς το τριζόνι.
γελαδοκρέατο το: το κρέας της αγελάδας, το βοδινό.
γέλασμα το: ξεγέλασμα, εξαπάτηση. Πάλλ.: …ο Δίας μ᾿ έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη, / ο έρμος ! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι, / πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τριά θα την κουρσέψω, / και τώρα γέλασμα κακό βουλήθηκε στο νου του.
γελαντζής ο: αυτός που γελάει, ξεγελάει τους άλλους, δεν κρατάει δηλαδή το λόγο του. Δημ.: Στο Σερβιώτικο τον κάμπο περπατεί μια περιστέρα / μεταξιά με τα γαλάζια, με τον φερεντζέ στον ώμο. / Να ᾿μουν κλέφτης να την κλέψω γελαντζής να τη γελάσω. Πβ. Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τ᾿ αηδόνια / με γέλασαν και μου ᾿πανε, ο χάρος δε με παίρνει.
γελέκι το: κοντό ρούχο χωρίς μανίκια που φτάνει ως τη μέση, κουμπώνει μπροστά και φοριέται πάνω από το πουκάμισο (και κάτω από το σακάκι). Δημ.: Και μιαν αυγή, μια Κυριακή, μια επίσημην ημέρα / βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίξουν το λιθάρι / το ρίχνει η Χάιδω μια φορά, τα παλληκάρια δέκα / κι η κόρη από τη σφίξη της κι από την εντροπή της / εκόπη το γελέκι της κι εφάνη το βυζί της / άλλος το λέει μάλαμα, άλλος το λέει ασήμι· / κι ένα μικρό κλεφτόπουλο, εκείνο τη γνωρίζει | < τουρκ. yelek -ο.
γεμενί το: είδος μαντηλιού για το κεφάλι, τσεμπέρι, φακιόλι· ελαφρύ δερμάτινο παπούτσι ή παντόφλα. Στο εξής οι μη Μουσουλμάνοι ραγιάδες απαγορεύεται να φορούν κόκκινα και λευκά φέσια, σαρίκια καθώς και κόκκινα γεμενιά. Δημ.: Μαύρο γεμενί με λένε / σα με χάσεις γύρευέ με. Στίχ.: Οι ζεϊμπέκηδες χορεύουν στου Ντελή-Θρακιά / Πίνουνε ρακί, τρώνε παστουρμά, έι / και χτυπάνε τα ποδάρια με τα γεμενιά (Πυθαγόρας) | < τούρκ. yemeni < αραβ. yamanī ή πιθ. < Υεμένη, επειδή κατασκευάζονταν εκεί.
γεμιτζής ο: ναύτης, βαρκάρης. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Εκεί σύχναζαν γεμιτζήδες και μαουνιέρηδες με ψηλές ναυτικές μπότες γυρισμένες ως κάτω στο γόνατο. Παρ.: «Σαράντα χρόνια γεμιτζής και πάλι τέρα μόλα.» Βλ. & ντερτιλής ο, παπαφίγκος ο.
Γενάρης ο: Ιανουάριος. Παρ.: «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζεις.», «Να ‘μουν γάτος τον Γενάρη κι ας μην είχα άλλη χάρη.» | < μσν. Γεννάριος (ορθογρ. απλοπ.) < μσν. λατ. Iennarius (< Ianuarius) -ιος > -ης. Βλ. & κρούσταλλο το, μεροκαματιάρης.
γενάτος ο: αυτός που έχει γένι, μούσι, μουσάτος. Παρ.: «Οι γενάτοι τρων τα ψάρια.»
γεννοβόλι το: το παιδί. Βλ. & πάθια τα.
γεννοβολώ: γεννώ πολλά παιδιά (ή ζώα), έχω αλλεπάλληλους τοκετούς. Παρ.: «Η μάνα που γεννοβολά καταπονεί το χάρο.»
γένομαι: γίνομαι. Παπαδαμάντ.: Ἄχ! κεφάλι, κεφάλι, ποὺ θέλεις χτύπημα στὸν τοῖχο αὐτὸν τὸν ραγισμένο, στὸ ντουβάρι, αὐτὸ τὸ μουχλιασμένο, τὸ βρώμικο… Πότε θὰ βάλῃς γνώση;… Ἔπρεπε νὰ ζῇ διακόσια, πεντακόσια χρόνια ἕνας ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ καλὰ τὸν κόσμο… Σὰν ξαναγένω νύφη, ξέρω καὶ καμαρώνω… Δημ.: Γενήκαν τα γεννήματα και μπήκα να θερίσω, μαύρα μάτια να πατήσω / παίρνω το δραπανάκι μου, ωχ και μπαίνω μες το θέρο, με τα νάζια να σε φέρω. / Παίρνω τον όργο σαν πλατύ, σαν φαρδύ το μονοπάτι, βάσανα πούχει η αγάπη. Παρ.: «Όπου φτύνουν πολλοί γένεται και ποτάμι.», «Τώρα τώρα φαίνεται ο χορός που γένεται.» Βλ. & σκουτί το.
γεντέκι το: άλογο, βάρκα ή άνθρωπος που τραβιέται με σκοινί, έλκεται, σκοινί με το οποίο τραβάει κάποιος ένα ζώο ή ρυμουλκείται ένα πλοίο. Κουκ.: γεντέκι το: πρόσθετος ίππος εις άμαξαν, παν διπλούν πράγμα δια να χρησιμεύσει εν ώρα ανάγκης, υποστήριγμα σαχνιστού, λωρίον δια του οποίου σύρεται πλοιάροιον ή λέμβος από ξηράς ή ίππο. Μακρ.: Ὅτι ὁ Γκούρας τὸν Καρατάσσιον καὶ Γάτζο τοὺς ἄφησε πεζοὺς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὡς τὸν Ἁγιώργη κι᾿ αὐτὸς εἶχε ἄλογα ἄδεια καὶ τὰ τράβαγε γεντέκια. Παπαδ.: Για καμμιά τσομπανοφλοέρα μ᾿ επήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σου τραβήξω γιουντέκι ή ν᾿ αρμενίσουμε κουσέρβα; | < τουρκ. yedek: εφεδρικός, βοηθητικός ιμάντας ρυμούλκησης.
γέννημα το: ό,τι γεννιέται, το σιτάρι ή το κριθάρι, τα δημητριακά. Βυζαντ. Παρ.: «Όταν έκλεψεν ο Θεός το γέννημα, ο διάβολος έκλεψε το σακίν.», «Όλη μέρα στο χωράφι, την Κυριακή για γέννημα.», «Όταν σε τάξουν γέννημα, τρέχε με το σακί σου.» Καρκ.: Τίποτε δεν ήταν γι᾿ αυτούς ένα κονάκι και πέντε-δέκα χιλιάδες οκάδες γέννημα που εχανόταν | < αρχ. ελλ. γέννημα.
γεννησιάρικος -η -ο: νεογέννητος, λίγο μετά τη γέννηση, νεοσσός, λέγεται για μωρά παιδιά ή ζώα | < γέννηση.
γεννητούρια τα: η γέννηση. Εφτ.: Και σαν άρχισε να φαίνεται η πόλη καθώς δηγούνται πως την ονειρεύτηκε τον καιρό που τηνέ χάραζε ο Κωσταντίνος, από γριά δηλαδή μεταμορφωμένη σε πεντάμορφη παρθένα, γιορτάστηκαν τα γεννητούρια της με βασιλική λαμπρότητα τις 11 του Μάη 330.
γεράζω: γερνώ. Παρ.: «Τον ανόητο και τον χωριάτη, ξένες έγνοιες τον γεράζουν.»
γέρατα τα: γεράματα, γηρατειά, η γεροντική, προχωρημένη ηλικία του ανθρώπου. Παραδοσ.: Δε με γεράσαν γέρατα δε με γεράσαν ξένα, / Με γέρασεν η φυλακή, της Πύλου τα μπουντρούμια. Παρ.: «Γάμος στα γέρατα ή σταυρός ή κέρατα.» Συναφές και το γέρας: ηλικία, προνόμιο ηλικίας, δώρο τιμής, έπαθλο, προνόμιο. Γέρας θανόντων: η τελευταία τιμή που απονέμεται στους νεκρούς· ιων. γέρεα, πληθ. γέρατα. Επίσης γεραίρω: επιβραβεύω, συγχαίρω | < αρχ. ελλ. γῆρας.
γερεύω: αναρρώνω από ασθένεια, ανακτώ δυνάμεις, γίνομαι καλά, γερός, θεραπεύομαι. Γκοτζ.: Μα όταν πλακώσει οργή πολέμου και κατάρα, κι η ανέχεια ακολουθάει ζαβή παρακοντά, κι έρχεται η στρίξη με τη γκρίνια συντροφιά της, κι ανοίγουν οι λαβωματιές που δεν εγέρεψαν, και το σουβλί της ανημπόριας σ᾿ αγκυλώνει, πώς να συχάσεις από της καρδιάς σου το δαρμό κι απ᾿ το σαράκι που σε τρώει; | < ελνστ. επιθ. γερός < υγηρός < αρχ. ὑγιηρός.
γέρμα το: ηλιοβασίλεμα. Σεφ.: Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου, / ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου / στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου… | < γέρ(νω) -μα.
γερομπαμπαλής ο: λέγεται μειωτικά για γέρο σε προχωρημένη ηλικία, υπερήλικο. Αυτοί οι γερομπαμπαλήδες γκρίνιαζαν για το πόσο καλύτερα ήταν τα παλιά προγράμματα της τηλεόρασης. Ναι, οι νεάζοντες γερομπαμπαλήδες ευδοκιμουν τα τελευταία χρόνια. Για να συμμαζευτούυν οι γερομπαμπαλήδες. Γκοτζ.: Κι ήταν ένα μυστήριο πώς κατάφερνε και παρακολουθούσε τη συντρόφισσα του με τόσα πολύπλοκα ζητήματα που την απασχολούσαν (ποτέ δεν έβρισκε ησυχία το κεφάλι της), αυτός ο θεόκουφος γερομπαμπαλής | < γερο- + μπαμπαλής < ίσως αρχ. ελλ. παμπάλαιον: πολύ παλιό > πάμπαλ(ον) -ής.
γεροντάκλα η: γέρος που στέκεται καλά, παρά την προχωρημένη ηλικία του. Τσιφ.: Ο γέρο Λεονάρντο ντε Βερόλι, καγκελάριος Αχαΐας και ο Πιερ ντε Βω, γεροντάκλα κι αυτή, ο φρόνιμος.
γεροντάματα τα: γεράματα. Τώρα στα γεροντάματα που η ψυχή μου στέλνει βουρκώματα στα μάτια και η σκέψη πάντα ανακατεύεται με ονόματα, θρύλους άλλων εποχών. Σεφ.: …διαβάζω Κάλβο, ποὺ τύπωσε στὰ ῾26 καὶ τὸν γνωρίσαμε στὰ ῾88· / καὶ ποὺ ἔμεινε ἀξομολόγητος στὰ γεροντάματα, σὰν ἕνα «ραγισμένο βάζο», / στὰ χέρια μιᾶς γριᾶς Ἐγγλέζας δασκάλας.
γερόντια τα: οι γέροντες. Δύο γερόντια περνάνε κάτω από το μπαλκόνι μου. Τον ένα, τον κυρ-Βασίλη, τον γνωρίζω. 88 χρονών, με το χαμόγελο πάντα στη μασέλα. Παπαγ.: Οι ηλικιωμένοι που ζουν μονάχοι –γερόντια, υπέργηρες κυρίες, συνταξιούχοι χωρίς παιδιά, φτωχόκοσμος με μικρή μοίρα στον ήλιο- δέχονται επιθέσεις, τρώνε άγριο ξύλο, χάνουν τα ελάχιστα μπικικίνια που διαθέτουν και μένουν με την απορία.
γεροντοκόρη η: ανύπαντρη, άγαμη γυναίκα προχωρημένη ηλικίας, μεγαλοκοπέλα. Εμείς οι γεροντοκόρες στολίζουμε το ράφι. Βλέπεις στην κοινωνία και στα social media νέους ανθρώπους να συμπεριφέρονται σαν γεροντοκόρες. Χρονικά γεροντοκόρης και γεροντόπαιδος. Γιατί γέμισε γεροντοκόρες η Σαουδική Αραβία; Βλ. & σταφιδιάζω, αμέτι μουχαμέτι.
γεροντομπασμένος -η -ο: μπασμένος στα γηρατειά, γέρος, γεροντοπαλίκαρο, ηλικιωμένος. Εκείνη τη στιγμή, πρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας ένας γεροντομπασμένος χωριάτης. Τον Jack, παρότι γεροντομπασμένος, εξακολουθώ να τον βρίσκω sexy. Καρκ.: Γεροντομπασμένος, ὁ βασιλιᾶς τοῦ Λιβόρνου δὲν ἔχει ὅρεξη γιὰ τιμές, δὲν ἔχει χέρι γιὰ σκῆπτρο. Σάρακας τὰ χρόνια τὸν ρίξανε στὰ γηρατειά.
γεροντοπαλίκαρο το: ανύμφευτος άνδρας, άγαμος, προχωρημένης ηλικίας. Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλίκαρα. Γεροντοπαλίκαρο που παριστάνει τον νεαρό, ο Μ. Ρ. δεν μπορεί ακόμα να δεχτεί ότι έχει περάσει τα 60 και βρίσκεται στην έβδομη δεκαετία της ζωής του.
γεροντόπιασμα το: παιδί γεννημένο από γονέα σχετικά μεγάλης ηλικίας. Παρ.: «Γεροντοπιάσματα, παιδιά της ορφάνιας.»
γήτεμα το: η γητειά, η απαλλαγή από μάτι ή βασκανία. Βρες εδώ το βιβλίο Γητέματα για μοντέρνες γυναίκες. Πάνω από 50 συνταγές για αφροδισιακά, ερωτικά φίλτρα, αρώματα, γητέματα και ξόρκια που θα σας βοηθήσουν να ξελογιάσετε και να σαγηνεύσετε τον έρωτα των ονείρων σας. Γκοτζ.: Tο αμπόδεμα και το λύμα του· το αβάσκαμα και το γήτεμά του.
γητειά η: γητεία, η πρόκληση ή η αποτροπή ενός κακού, που προέρχεται συνήθ. από βασκανία, με μαγικά μέσα. Οι γητειές και τα ξόρκια είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στα χωριά, από την αρχαιότητα ακόμα. Υπάρχουν χιλιάδες γητειές και ξόρκια που δεν καταγράφηκαν ποτέ σε χαρτί. Γιατροσόφια και γητειές της Κρήτης. Στίχ.: Κλείνω τα φώτα και κοιτάζω τις σκιές / χίλια βουνά και θάλασσες βαθιές / σπηλιές και ξέφωτα νεράιδες και γητειές (Σ. Μάλαμ.) | < μσν. γητειά < γητεία.
γητεύω: κάνω γητειές· προκαλώ ή αποτρέπω ένα κακό με μαγικά μέσα. γοητεύω, μαγεύω. Παπαδ.: Πώς τα καταφέρνει! -Σαν να τον γνωρίζουν. -Λες και τα έχει γητεμένα! | < μσν. γητεύω < αρχ. ελλ. γοητεύω: μαγεύω. γοητεία: μαγεία. γόης: μάγος. Πβ. Καβ.: «Ποιό απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα / γητεύματος», είπ᾿ ένας αισθητής, / «ποιό απόσταγμα κατά τες συνταγές / αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο. Στον Πλατωνικό διάλογο Μένων 80a, η μαιευτική μέθοδος του Σωκράτη παρομοιάζεται με την άσκηση γοητείας: [Μιλάει ο Μένων] «Ὦ Σώκρατες, ἤκουον μὲν ἔγωγε πρὶν καὶ συγγενέσθαί σοι, ὅτι σὺ οὐδὲν ἄλλο ἢ αὐτός τε ἀπορεῖς καὶ τοὺς ἄλλους ποιεῖς ἀπορεῖν. καὶ νῦν, ὥς γέ μοι δοκεῖς, γοητεύεις με καὶ φαρμάττεις καὶ ἀτεχνῶς κατεπᾴδεις, ὥστε μεστὸν ἀπορίας γεγονέναι. καὶ δοκεῖς μοι παντελῶς, εἰ δεῖ τι καὶ σκῶψαι, ὁμοιότατος εἶναι τό τε εἶδος καὶ τἆλλα ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ. καὶ γὰρ αὕτη τὸν ἀεὶ πλησιάζοντα καὶ ἁπτόμενον ναρκᾶν ποιεῖ. καὶ σὺ δοκεῖς μοι νῦν ἐμὲ τοιοῦτόν τι πεποιηκέναι, ναρκᾶν. ἀληθῶς γὰρ ἔγωγε καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, καὶ οὐκ ἔχω ὅ,τι ἀποκρίνωμαί σοι.» (Σωκράτη, εγώ τουλάχιστον, πριν σε γνωρίσω, άκουγα ότι τίποτε άλλο δεν κάνεις παρά να απορείς εσύ ο ίδιος και να κάνεις και τους άλλους να απορούν. Και τώρα, όπως μου φαίνεσαι, ασκείς πάνω μου γοητεία και φαρμακεία και, με λίγα λόγια, κάθε είδους μάγια, ώστε να απομείνω γεμάτος απορία. Και για να το διακωμωδήσω λίγο το πράγμα, θα έλεγα ότι είσαι ολόιδιος και στο είδος και σε όλα τα άλλα με το σαλάχι. Γιατί κι αυτό ναρκώνει όποιον το πλησιάζει και το αγγίζει. Κι εσύ λοιπόν μου φαίνεται ότι κάτι τέτοιο μου έχεις κάνει, με ναρκώνεις. Γιατί ειλικρινά εγώ νιώθω ναρκωμένος και στην ψυχή και στο στόμα μου και δεν έχω τι να σου απαντήσω). Βλ. & μανόγαλο το.
γιαβάς γιαβάς: σιγά σιγά. Στίχ.: Γκελ γκελ Καϊξή, γιαβάς γιαβάς / Μεσ᾿της Πόλης τ᾿ ακρογιάλι, μέσ᾿ τη σιγαλιά / μεσ᾿ του Χαρεμιού τη Λίμνη, γκέλ γκέλ Καϊξή (Γ. Φωτίδας) | < yavas yavas.
γιαβάσικος -η -ο: αργόσυρτος, με άνεση χρόνου, ήπιος, πράος, ελαφρύς, γλυκός, ήρεμος. Μουσικός, γιαβάσικος καφενές. Βαμβ.: Να φουμάρουνε ναργιλέ γιαβάσικο, δηλαδή ήσυχα, ωραία, όμορφα, όχι άψε σβήσε | < τουρκ. yavas.
γιαβρί το: νεογνό ζώου ή πτηνού, μτφ. (για ανθρώπους), αγαπημένος, τρυφερός, χαριτωμένος. Γιαβρούμ!: αγαπητέ μου! | < τουρκ. yavru.
γιαβουκλούς ο & γιαβουκλού η: αγαπητικός, αγαπητικιά, αρραβωνιαστικός | < τουρκ. yavu – klu.
γιαγκίνι το: η πυρκαγιά, η φωτιά. Της Σμύρνης το γιαγκίνι. Δημ.: Έλα κοντά μου, κάτσε, μελαχρινούλα μου / να σβήσεις το γιαγκίνι πο᾿ χει η καρδούλα μου.
γιάγλα η: το βοσκοτόπι· ανάπαυση, ξεκούραση στο χορτάρι | < τούρκ. yayla.
γιαίνω: υγιαίνω, γιατρεύομαι, θεραπεύομαι. Ερωτ.: Εύκολον είναι το κακόν, κι όποιος βαλθεί το κάνει, / κι όποια επληγώθη στην τιμή, δεν είδαμε να γιάνει. Φίλε, εβάλθηκα τραγούδι και λαγούτο / γλήγορα να με γιάνουσι στο λογισμόν ετούτο. Παρ.: «Η τσεκουριά έγιανε, ο κακός λόγος δε γιαίνει.» Βλ. & γιάτρεμα το.
γιαλαντζής ο: ψεύτης, ψεύτικος· επίρρ. γιαλαντζί. Γιαλαντζί ντολμάς: ντολμάς χωρίς κιμά | < τουρκ. yalanci.
γιαλέλι το: τραγούδι, επωδός άσματος | < αραβ. yal – el.
γιαμάκι το: χάλκινο μικροδοχείο, σ᾿ αυτό έβαζαν τροφές για τα βρέφη (Γρεβενά).
γιάντα: γιατί. Παρ.: «Όποιος εξόδευεν εκατόν κι εσόδευε σαράντα / ποτέ δεν του περίσσεψαν να βάλει και στην μπάντα, / διαβόλοι τον τραβούσανε και δεν ήξερε γιάντα.» (Ιδιαιτέρως στην κρητική διάλεκτο, ίσως ετυμολογείται από το για + ίντα: τι).
Γιάννω η: Ιωάννα. Θεία Γιάννω.
γιαπράκι το: λαχανοντολμάς με ρύζι και κιμά ή τσιατσιαλισμένο, στουμπισμένο κρέας, «κουκουλωμένο.» Στην Κοζάνη παρασκευάζονται αρμυρά. Αραδιάζουμε τα γιαπράκια σε σειρές σε μια κατσαρόλα. Στον πάτο της κατσαρόλας βάζουμε το σκληρό μέρος απ το λάχανο, για να μην κολλήσουν. Για να γίνουν τα γιαπράκια, ετσι τα έλεγε, νόστιμα, η γέμιση πρέπει να πρασινίζει. Χριστουγεννιάτικο γιαπράκι | < τουρκ. yaprak: φύλλο.
γιαπί το: οικοδομή, κτίσμα, οίκημα ή άλλη κατασκευή που βρίσκεται στο αρχικό στάδιο του σκελετού, στα καλούπια· πρόχειρο κτίσμα. Μία δυσάρεστη έκπληξη έρχεται για χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων που είναι ακόμα γιαπιά, ημιτελή και διατηρούν εργοταξιακό ή άλλο ρεύμα. Καρκ.: Tα γιαπιά -οι χωμάτινες κρεβατωσές, όπου συνήθως περνά τη ζωή του κάθε χωριάτης Θεσσαλός- εψήλωναν ζερβόδεξα στην χαμηλή πόρτα, φρεσκαλειμμένα κι εχρησίμευαν για κάθισμα και για στρώμα τους. Βάρν.: Προτίμησα να κοιμηθώ με το Στέφανο στο γιαπί, απάνω στα σκληρά σανίδια του μεγάλου πάγκου, όπου δουλεύανε οι μαραγκοί του γιαπιού. Εκεί κοιμόντανε και όλοι οι εργάτες | < τουρκ. yapι: κτίριο.
Γιαραμπής ο: ο Aλλάχ, ο Θεός. Τσιφ.: Να δίνεις στους φτωχούς, διότι φτωχός είναι κείνος που δεν έχει το θάρρος να κλέψει και πάει χαμένος, όποιος δε κλέβει τονε κλέβουνε. Αυτά είναι κι άντε δι᾿ ευχών των αγίων πατέρων ημών, ο Γιαραμπής να δώσει να κάνεις προκοπή παιδί μου | < τουρκ. ya Rabbi: ω Θεέ μου (επίκληση σε προσευχή) (από τα περσ.).
γιαράς ο: τραύμα, (πυώδης) πληγή. Παρ.: «Ο Οβραίος ο λωβός, τον Χριστόν ελόχεψε, μήδε αιμάτωσε, μηδ᾿ εκάτωσε, μηδέ γιαράς εγίνη.» Επών.: Γιάρας | < τουρκ. yara. Βλ. & διαβάτρα η.
γιαρές ο: γιαράς, ψυχικός πόνος, περιπαθές ανατολίτικο τραγούδι | < τουρκ. yara.
γιαρμάς ο: τροφή για ζώα, χοντροαλεσμένα δημητριακά· παραδοσιακή μεγαλόκαρπη ποικιλία ροδάκινων. Μαρμελάδα με γιαρμάδες, ροδάκινα και τσάι. Αγοράζουμε γιαρμάδες μεγάλους όχι σκληρούς, αλλά ούτε και μαλακούς. Τους χωρίζετε στη μέση, αφαιρείτε το κουκούτσι, καθαρίζετε με ένα κουταλάκι καλά την καρδιά να γίνει μια λακουβίτσα. Κουκ.: γιαρμάς ο: σχιστόν ξύλο διά οικοδομάς· είδος ροδακίνου· κτηνοτροφή από πεπιεσμένα όσπρια· εις τα τουρκικά λεξικά αναφέρεται μόνο η πρώτη έννοια | < τουρκ. yarma: σχίσιμο, τομή, ράγισμα, ρ. yarmak: σχίζω.
γιασαξής ο: ένοπλος ακόλουθος. Έστειλε μήνυμα και φώναξε τους τούρκους ζαπτιέδες, τους γιασαξήδες. Βλ. & καβάσης ο.
γιασμάκι το & γιασμάς ο: πέπλο, γυναικείο κάλυμμα κεφαλής, το οποίο δεν καλύπτει τα μάτια και τη μύτη. Γυναίκα από την Τουρκία με γιασμάκι. Η Μαρίκα η πολίτισα, με φερετζέ και γιασμάκι. Ελύτ.: Στα τρεμάμενα τα σκουλαρίκια / κομματάκια θάλασσας / Η Κιλικία η μακρινή / μελαχρινή χωρίς γιασμάκι | < τουρκ. yasmak.
γιαστράβομαι & γιαστρέβομαι: καταστρέφομαι, με βαράει αστραπή, κεραυνός. Μτχ. γιαστραμμένος: μτφ. ο αστραποβαρεμένος. Παπαευαγγ.: -Τ΄άφκα στ΄ Νάτσινα τα λυκουφαγώματα. Ύστρα πόσα θαρρείς μι απόμκαν, καμμιά εκατουστί απο εξακόσια, τ᾿ ακούς, τ᾿ ακούου να λές. Γιαστράφκα ρα σι λέου. Το διαδεδομένο ρήμα «γιαστρέβομαι» και τα παράγωγα πιθανόν προέρχονται από παραφθορά του ρήματος διαστρέφομαι. Η συχνή λαϊκή χρήση έδωσε πολλές μεταφορικές σημασίες.
γιαστραμάρα η: συνηθ, στη ΦΡ. Γιαστραμάρα κακιά: είναι αποτρεπτική και λέγεται όταν κάποιος παθαίνει κάτι ή συμβαίνει μια καταστροφή. Αναλόγως λέγεται σκονταμάρα κακιά, γκαβομάρα κακιά. κλπ.
γιαταγάνι το: πλατύ και καμπυλωτό σπαθί που το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Άραβες και οι Tούρκοι. Απόψε θα βγουν τα… γιαταγάνια. Το γιαταγάνι ήταν είδος σπαθιού. Συγκεκριμένα ήταν το πλατύ και κυρτό σπαθί των Οθωμανών. Παπαδ.: Οὗτος δέ, ὡσεὶ περιέμενε τὴν πρόκλησιν ταύτην, προέταξε τὸ στῆθος καὶ ἤρχισε πρῶτος διὰ τοῦ ξίφους τὴν πάλην. Ὁ δὲ ἄγνωστος ἔφερε μέγα καὶ βαρὺ γιαταγάνι, ὅπερ ἔπαλλεν ὡς ἄθυρμα [σ.σ.:παιχνίδι], καὶ τὸν ἀντέκρουσεν | < τουρκ. yatağan -ι. Βλ. & κιοτής ο.
γιατάκι το: το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται κάποιος, το καταφύγιο. Μακρ.: Τότε τὸ παίρνω, πάγω εἰς τὸν Κυβερνήτη, τοῦ λέγω· «Οἱ διοικηταί σου εἶναι γιατάκι τῶν κλεφτῶν κι᾿ οἱ ἀρχηγοί· κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ κάνουν τὸν κλέφτη εἶναι ἐδῶ, εἰς τ᾿ Ἀνάπλι κι᾿ Ἄργος, καὶ θὰ τοὺς πιάσω (τότε δίνω τὸ γράμμα) Δημ.: …νὰ πάρω δίπλα τὰ βουνὰ νὰ περπατήσω λόγγους, / νὰ βρῶ λημέρια τῶν κλεφτῶν, γιατάκια καπετάνιων. Πβ. Κολ.: Ο Κεχαγιάς άρχισε να παλουκώνει τους Χριστιανούς (γιατάκηδες) δια να δώσει φόβον εις τον κόσμον | τουρκ. yatak.
γιάτρεμα το: η γιατρειά. Δημ.: –Τάχα, πουλιά, θα γιατρευτώ, τάχα, πουλιά, θα γιάνω; / -Πλιάσκα μ᾿ αν θέλεις γιάτρεμα, να γιάνουν οι πληγές σου / έβγα ψηλά στον Όλυμπο, στον εύμορφο τον τόπο.
γιατρεμός ο: γιατρειά, το γιάτρεμα. Δημ.: Το αίμα του σαν βρύση χύνονταν στη γης, / και γιατρεμό δεν είχεν η βαθειά πληγή. Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί, και γιατρεμό δε βρίσκουν, / κι εμπαινοβγαίνει η μάνα της με τα μαλλιά λυμένα.
γιατρέσσα η & γιάτρισσα η / γιατρίνα η: γυναίκα που ασκεί το επάγγελμα του γιατρού. Βλ. & μαντζούνι το.
γιατρικό το: ό,τι γιατρεύει, καταπραΰνει, ανακουφίζει, φάρμακο, αντίδοτο. Παρ.: «Στον άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος.»
γιατροπορεύω: επιβιώνω, ζω, με γιατρούς, με φάρμακα, με ιατρική φροντίδα· παρέχω ιατρικές υπηρεσίες. Θα σε πιάσει πάλι γαστρίτιδα και θα βογκάς. Αλλά εγώ δεν έχω καμιά διάθεση να σε γιατροπορεύω. Γέρασα πια, δεν αντέχω. Κι εγώ έχω δίπλα μου τον γάτο και τον γιατροπορεύω. Να βγάλω κάνα φράγκο να τον γιατροπορεύω στα γεράματα. Βλ. & πορεύω.
γιατροσόφι το: εμπειρική θεραπευτική μέθοδος, ιλιάτσι. Αντιμετωπίστε τον πονόλαιμο με τα γιατροσόφια της γιαγιάς! Χατζ.: Της έλεγε για ένα σφάχτη στην πλάτη που τον βασάνισε όλη τη νύχτα. Η θεια μας η Αγγελική ήξερε όλα τα φάρμακα και τα γιατροσόφια.
γιαχνί το: τρόπος μαγειρέματος, κυρίως των λαχανικών, με τσιγαριστό κρεμμύδι και ντομάτα. Αν υπάρχει ένα φαγητό που να μου θυμίζει έντονα τη γιαγιά μου, αυτό είναι οι πατάτες γιαχνί. Σφακιανό γιαχνί (αρνί ή κατσίκι τσιγαριστό). Παρ.: «Όπου γιαχνί και συ πιπέρι.», «Tο ένα μάτι στο γιαχνί και τ᾿ άλλο στο πιλάφι.» Κουκ.: γιαχνί το: φαγητόν με τσιγαριστά κρομμύδια | < τουρκ. yahni.
γιαχνίζω: φτάχνω γιαχνί, φαγητό με τσιγαριστά κρεμμύδια και ντομάτα, τσιγαρίζω. Το πλένω καλά και το γιαχνίζω με τα νερά του μαζί με το κρεμμύδι περίπου 5 λεπτά ανακατεύοντας συνέχεια. Γιαχνίζω τις αχιβάδες με σκεπαστό καπάκι για 5 λεπτά κουνώντας την κατσαρόλα | < τουρκ.yahni.
γιβάρι το / διβάρι το / βιβάρι το: ιχθυοτροφείο, εγκαταστάσεις ιχθυοκαλλιέργειας. Μάλιστα η παραθαλάσσια περιοχή ονομάζεται «Γιβάρι», παράφραση όπως φαίνεται του λατινικού «vivarium» που σημαίνει ιχθυοτροφείο, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι και κατά τα Βυζαντινά χρόνια υπήρχε εκεί ιχθυοτροφείο. Καρκ.: Aλλ᾿ ο Πέτρος ούτε από συμβουλή ούτε από φοβερισμούς έπαιρνε. Mία ημέρα έσχισε τα βιβλία του, επήδησε στο πατρικό προιάρι κι επέρασε στο γιβάρι του Kαλαμωτού να γίνει ψαράς. – …αυτός, που ο πατέρας του εδιεύθυνε πενήντα κι εκατόν εργάτες στο γιβάρι, να δουλεύη τώρα εργάτης απλός και να κάθεται να φτιάνη αλάτι! – Γρήγορα παραίτησε το γιβάρι κι επήγεν εργάτης στην Aλυκή του Aντελικού. Καββ.: Και σ᾿ έριξα σ᾿ ένα βιβάρι σκοτεινό / που στέγνωσε κι εξανεμίστηκε το αλάτι / μα εσύ προσμένεις απ᾿ το δίκαιον ουρανό / το στεργιανό το γητευτή τον απελάτη | < λατ. vivarium: ιχθυοτροφείο.
γίδα η & γίδι το: η αίγα, η κατσίκα· μτφ. ο βλάκας, ο αγροίκος. Παρ.: «Ο διάβολος πουλεί τυρί, χωρίς να έχει γίδια.» Βλ. & γρέκι το, κατάμερο το.
γιδάρης ο: αυτός που βόσκει γίδια, τσομπάνης σε κατσίκες, αιπόλος. Γκοτζ.: Όταν λοιπόν οι μεγάλοι έβλεπαν πως προτιμούσαν και τα ίδια να λείψουν από το βάσανο του σχολειού, τα ᾿κοβαν από κει μια ώρα αρχύτερα, για να γίνουν γιδάρηδες ή τεχνίτες ή σκαφτιάδες, σαν τους πατεράδες τους. Δημ.: Εκεί, γιδάρης πέρασε και την καλημεράει / -Βλαχούλα μ᾿, δεν παντρεύεσαι, γιδάρ᾿ άντρα δεν παίρνεις; / – Εγώ είμαι κόρη αρχόντισσα, τσιομπάνος δε μου πρέπει· / εγώ ᾿χω χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια.
Γιδάς ο: η σημερινή Αλεξάνδρεια Ημαθίας | < βλ. γίδα η.
γίδιος -ια -ο: γίδινος, γιδίσιος, κατσικίσιος, που προέρχεται από γίδα, λ.χ. τυρί, γάλα γίδιο. Πβ. Καζαντζακ.: Αν σου ᾿καψα παχιά μεριά ποτέ μου, / γιδίσια για ταυρίσια, επάκουσε, και δώσε να πλερώσουν / οι Δαναοί με τις σαγίτες σου τα δάκρυα που ᾿χω χύσει! | < μσν. γίδα.
γιδομάντρι το: το μαντρί για τις γίδες. Πβ. στειρομάντρι. Γκοτζ.: Από τη μια πόρτα του σπιτιού μας είχαμε, σε μια μικρή απόσταση, το γιδομάντρι κι από την άλλη, κολλητά, το γελαδοκάλυβο. Δημ.: Πέθανε ο βλάχος πέθανε μέσα στο γιδομάντρι, / τα πρόβατα ρημάξανε και τα χωριά στενάξαν, / κι εγώ η μαύρη ορφανή, πώς θα περάσω μοναχή.
γινατώνω: βάζω γινάτι, θυμώνω, πεισμώνω. Παρ.: «Γινάτωσε (ή θύμωσε) ο καλόγερος κι έκαψε τα γένια του.» | < Βλ. &. ινάτι το, γινάτι το.
γίνηκε: έγινε, συνέβη. Βλ. & αγουρίδα η.
«γίνομαι ξίγκι»: φεύγω, εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι.
γινωμένος -η -ο: αυτός που έχει γίνει, ώριμος, φτασμένος, έτοιμος. ΦΡ. Πίτα γινωμένη: πίτα που η ζύμη της έχει φουσκώσει, πριν μπει στο φούρνο. Δημ.: Σα μήλο που ᾿ναι στη μηλιά, το παραγινωμένο / έτσι είναι και τα᾿ ανύπαντρο σαν έρχεται ο καιρός του. Μακιαβ.: Κι αχαριστίες γινωμένες για τέτοιους λόγους γράφουνε τα βιβλία πολλές (Κονδύλ.).
γιόκο & γιοκ: άρνηση πιο έντονη και αμετάκλητη από το όχι, συνήθ. με τόνο αστεϊσμού. Αυτοδυναμία γιοκ… στην Τουρκία. Το κυβερνών κόμμα δε φαίνεται να συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία. Παρ.: «Ραπανάκια για την όρεξη και φαΐ γιοκ.» | < τουρκ. yok.
γιόκας ο: (χαϊδεμένος, λατρεμένος) γιος. Ρίτσ.: Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ᾿ αστέρια και τα πλάτια, / τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια. Τσιφ.: Μόλις πέθανε. λοιπόν, ο Ιάκωβος ο Σκότος, νά σου ο γιόκας του ο Κάρολος, αυτός που ήτανε να πάρει τη Σπανιόλα πάνω στο θρόνο. Παρ.: «Σε παντρεύω, γιόκα μου, κρίμα στα κουφέτα.», «Όταν κοιμάται ο γιόκας μας, ψωμί δε μας γυρεύει.», πβ. «Πόθεν είσαι, γιέκα μου; όθε κι η γυναίκα μου.»
γιόμα το: το μεσημέρι, την ώρα που ο ήλιος είναι στα γεμάτα. Μακρυγιάννης: Πήγε ο Γώγος, ο Κατζικογιάννης, ο Δράκος, οι Τζαβελαίγοι και άλλοι αξιωματικοί και άρχισε ο πόλεμος από την αυγή ως το γιόμα πολλά πεισματώδης και γενναίος.- Το γιόμα έρχεται εκεί εις το πόρτο ο Βλασσόπουλος και άλλα καϊκια με φαμιλιές. «Αδελφέ καπετάν Νικόλα, είδα όσα μου γράφεις περί της εισβολής των κερατάδων. Στείλε τους το εσώκλειστον, ετοίμασε τους συντρόφους σου και το γιόμα θα είμαι αυτού. Καραισκάκης.» Παρ.: «Ο Μάρτης ως το γιόμα ψοφάει βόδι κι ως το βράδυ το βρωμάει.» | μσν. γιόμα: μεσημεριανό φαγητό < μσν. γέμα < αρχ. ελλ. γεῦμα: γεύση, τροφή.
γιοματίζω & γιοματώ: τρώω μεσημεριανό φαγητό. Παρ.: «Ο άνεργος κι ο γρήγορος αντάμα γιοματούνε.», «Αναστενάζει και δειπνάει, κλαίει και γιοματίζει.», «Όποιος με ψέματα γιοματάει, αν πει κι αλήθεια, δε θα δειπνήσει.»
γιομάτος ο -η -ο: γεμάτος, πλήρης· λερωμένος. Νύχτες γιομάτες θαύματα κάτω από τον έναστρο θόλο της Αξιοθέας. Κοντούλες και γιομάτες. Καββαδίας: Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη / με λογής παράξενα φυτά, / ένας γέρος ήλιος μας κοιτά / και μας κλείνει που και που το μάτι.
γιομώζω & γιομίζω: γεμίζω, πληρώ, λερώνω, λερώνομαι, λεκιάζομαι. Μακρ.: Οἱ Ρουμελιῶτες ἔβλεπαν τὸν χαμὸ τῆς Ρούμελης κι᾿ ὅλο γιόμωζε νέους Τούρκους. Θα γιομώσεις τα ρούχα σου, πρόσεχε. Παρ.: «Το λούσμα και το χτένισμα αδράχτι δε γιομίζουν.» | < αρχ. ελλ. γεμίζω: φορτώνω.
γιορντάνι το: περιδέραιο, κολιέ από χρυσά ή ασημένια φλουριά· κεντητό στολίδι. Πάνω από την πουκαμίσα φοριόταν ένα γιλέκο μάλλινο από τσιπούνι άσπρο (παλιά) ή μαύρο. Στο γιλέκο φορούσαν και τα ασημικά (γιορντάνια). Λουντ.: Τον είχε ο λόγγος σταυραϊτό, τα τρίκορφα γιορντάνι. / Τον είχε η λεύκα ψυχογιό, τα διάσελα καπλάνι. Στίχ.: Βλάχα με το γιορντάνι | < τουρκ. gerdan: λαιμός. Βλ. & τφάνι το.
γιορτάδες οι: (μεγάλες) γιορτές. Παπαδ.: Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δουλειὰ μοιρασμένη ἴσα στὶς καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες, καὶ ὕστερα χασομεροῦμε βδομάδες καὶ μῆνες τὶς καθημερινές. Καζαντζ.: Κι όταν έφταναν οι τρανές γιορτάδες, τα Χριστούγεννα, οι Απόκριες, η Λαμπρή, κι έτρωγαν οι κακόμοιροι οι άνθρωποι λίγο πιο πολύ, έπιναν λίγο πιο πολύ.
γιορτάσι το: η γιορτή. Το γιορτάσι της Παναγίας.
γιορτάσιμο το: η ονομαστική εορτή, το ύψωμα.
γιουβέτσι το & γκιουβέτσι το: φαγητό από κρέας και ζυμαρικά που ψήνεται στο φούρνο, συνήθ. σε ειδικό πήλινο πλατύ και χαμηλό σκεύος. Μοσχάρι γιουβέτσι με κριθαράκι στο φούρνο. Παπαδ.: Τρεῖς ἄνθρωποι, τρία θρησκεύματα, τρεῖς φυλαί. Ὡς κοινὸν γνώρισμα εἶχον μεγάλην κλίσιν εἰς τὰ γιουβέτσια, τὰ ὁποῖα παρήγγελλον εἰς ὅλους τοὺς γειτονικοὺς φούρνους, μὲ μακαρόνια πολὺ χονδρά, ραβδωτά, τὰ ὁποῖα τινὲς ὀνομάζουν, δὲν ἠξεύρω διατί, σέλινα | < γκιου-: τουρκ. güveç -ι. Βλ. & ευκαιρώ, μαγιά η.
γιούκος ο & γιούκο το: στοίβα, σωρός από πράγματα, κλινοσκεπάσματα, χαλιά κλπ· εσοχή τοίχου, όπου τοποθετείται ο γιούκος. Κουκ.: γιούκος ο: ερμάριον εντοιχισμένο δια τοποθέτησιν χονδρών οικιακών πραγμάτων (στρωμάτων, εφαπλωμάτων, ταπήτων) ή στοίβα από τα ως άνω πράγματα. Ο γιούκος χρησιμοποιείται κυρίως εις τα χωρικά σπίτια. Δι᾿ αυτό ειρωνικώς λέγεται εις τα πόλεις: Γιούκο έκανες, καλέ; Όταν αρραβωνιαστείς πρέπει να έχεις έτοιμο τον γιούκο σου | < τουρκ. yuk: φορτίο βάρος & oyuk: κούφιος, κοίλος, βαθούλωμα, κόγχη.
γιουμπρούκι το: βασιλικός τελωνειακός φόρος επί οθωμανικής αυτόκρατορίας, τελώνιο. Περρ.: …εις ταις σκάλαις όπου πηγαίνουν οι πραματευταί Παργινοί να μην έχουν να δίνουν έξω από το βασιλικόν γιουμπρούκι (Τελώνιον) τρία τα εκατό μόνον, και όχι άλλο τίποτες περισσότερον, και να κάμουν το αλησβερίσι τους (δοσοληψίαν) ανενόχλητα και σερπέσκικα (ανεμπόδιστα).
γιουρούσι το: σφοδρή, ορμητική επίθεση, γενική έφοδος, επίθεση με γυμνά σπαθιά. Δημ.: Το γιαταγάνι τράβηξε κ᾿ ένα γιουρούσι κάνει / Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι / Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις. – Και κάμνει έναν πόλεμον ολημερίς στον κάμπο / σκοτώνει τους Αγαρηνούς, πεζούρα και καβάλα / και το βραδύ γιουρούστησαν με τα σπαθιά στα χέρια. Κολ.: Ὅταν ἔκαμαν τὸ γιουρούσι, ἔπιασαν τὰ βουνὰ οἱ Τοῦρκοι διὰ νυκτός· ἐβασίλευσε τὸ φεγγάρι εἰς τὴν μέσην νύκτα, καὶ βασιλεύοντας τὸ φεγγάρι ἐβγῆκαν. – Τὴν ἡμέραν τῶν Βαΐων ἔκαμαν γιουρούσι στὸ Μισολόγγι οἱ ἥρωες τοῦ Μισολογγιοῦ, σὲ τόσες χιλιάδες ἀσκέρι, σὲ τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλλαριά· ἐγλύτωσαν 2.000 καὶ τὸ γυναικόπαιδο ἔγινε θύμα. Πάλλ.: ...απ᾿ άκρη ως άκρη, κι᾿ είτανε παλούκια απάνου απάνου / αραδιασμένα μυτερά, που στήσανε οι Αργίτες / -πυκνά μεγάλα- διαφεντιά από οχτρικά γιουρούσια | < τουρκ. yürüyüş: επίθεση.
γιουχάρισμα το & γιούχα η: διαπόμπευση. έντονη αποδοκιμασία με κραυγές, που γίνεται σε δημόσιο χώρο, κράξιμο. Τα κορίτσια φαίνεται ότι οργίστηκαν με το γιουχάρισμα των νεαρών που περνούσαν με το αμάξι τους. Καρκ.: Aλλά μόλις έφθασεν απ᾿ έξω και τον εδέχθηκαν οι συντοπίτες του με γιουχαΐσματα. O πατέρας του, παίζοντας φοβερό κοντόξυλο στο χέρι, του εφώναξεν από μακράν: – Kερατόσπορε, μου ντρόπιασες το σπίτι! Φεύγ᾿ από δω· παιδί μου δεν είσαι! | < τουρκ. yuha. Βλ. & καλμάρω.
γιουχάρω & γιουχαΐζω: αποδοκιμάζω με γιουχαΐσματα. Όπου πάει τον γιουχάρουν. Οι Νιου Γιορκ Ρ. Μ. αποφάσισαν να πληρώσουν με 500 δολάρια κάθε έναν από τους οργανωμένους οπαδούς τους, για να μη γιουχάρουν τους παίκτες. Βλ. & γιουχάρισμα το.
Γιώρης ο: Γιώργος. Βλ. & Γκόγκος ο.
γιωτάς ο: λέγεται για στρατιώτη του ελληνικού στρατού που χαρακτηρίζεται με βαθμό ικανότητας («Ι») από Ι2 μέχρι Ι5 (το λεγόμενο «τρελόχαρτο») μτφ. λέγεται επικριτικά για κάποιον που δεν τα καταφέρνει σε κάτι. Δεν είναι μυστικό ότι στο στρατό οι φαντάροι χωρίζονται συνήθως σε δυο κατηγορίες, τους ένοπλους και τους «γιωτάδες». Δεν αποτελεί επίσης μυστικό το γεγονός πως η συντριπτική πλειονότητα των γιωτάδων παριστάνει τους γιωτάδες για να αποφύγει τις κουραστικές ασκήσεις. Αυτοί είναι που παίρνουν στο λαιμό τους και τους αυθεντικούς γιωτάδες, οι οποίοι συνήθως είναι και οι πιο συμπαθητικές φιγούρες του στρατοπέδου. Ο γιωτάς στο στρατό έφαγε το λιγότερο κρύο και έριξε το λιγότερο ξενύχτι από όλους τους υπόλοιπους φαντάρους. Και το επόμενο πρωί γκρίνιαζε επειδή είχε αργά θαλαμοφυλίκι και τελείωσε νωρίς η μπαταρία στο κινητό του. Υπάρχουν γιωτάδες από επιλογή και γιωτάδες από ανάγκη. Οι δεύτεροι είναι φίλοι μας. Υπάρχουν οι κανονικοί Γιωτάδες, οι μούφα κι εκείνοι που προσπάθησαν να βγουν γιωτάδες αλλά δεν τα κατάφεραν.
γκαβάδι το: ο τυφλός, στραβός· το μάτι· νεοσύλεκτος στο στρατό, νέος φαντάρος. Όταν μάθουμε ν᾿ ανοίγουμε τα γκαβάδια μας. – Βρε γκαβάδια, τόσο χώρο έχει και πήγατε να παρκάρετε στους ανάπηρους; Βλ. γκαβός ο.
γκάβακας ο: αυτός που δεν βλέπει. Βλ. γκαβός ο.
γκαβίζω: βλέπω σαν γκαβός, δε βλέπω καθαρά, στραβοβλέπω. Σκαρ.: Η επανάσταση στραβομουτσούνιζε και γκάβιζε, σαν εκείνο που πριν είπαμε του Ντόριαν Γκρέυ το πορτραίτο.
γκαβομάρα η & γκαβαμάρα η: η τύφλα, η τυφλαμάρα. Ή δεν νοιάστηκε κανείς ή έχουν «γκαβομάρα» στο τι συμβαίνει γύρω τους. Βλ. & γκαβός ο.
γκαβός -η -ο: επιθ. τυφλός,-η-ο, αυτός που δεν βλέπει, αλλήθωρος. Κατεβαίνει να πουλήσει τα γάλατά του στα Γιάννινα και ρίχνει τα έξοδα του σε όλη την στάνη. Συμφωνάει με τους εμπόρους, πουλάει και λέει όσα θέλει στους τσοπαναραίους. Σε ποιόν δίνει λογαριασμό! Γκαβός κόσμος! Συνθ. γκαβοπούλι. Τσιφ.: Σκεπάζανε το ένα μάτι τους μ᾿ ένα κόκκινο πανί και συνεδριάζανε. Τώρα, γιατί το σκεπάζανε το γκαβό τους δεν ξέρουμε. ΦΡ. Τα γκαβά τα πλιά τα χτίζει ο θεός φωλιά· πήγε σαν τον γκαβό στον όχτο. Παπαγιωργ.: Παρ.: «Ποιός γκαβός δε θέλει τα μάτια του;», «Στους γκαβούς, ο μονόφθαλμος βασιλεύει.», «Να λυπάσαι πιο πολύ τον κακό, παρά τον γκαβό.», «Η τύχη είναι γκαβή.» Ο Αραβαντ. γράφει γκαϊδός ο: αλλοίθωρος. Και ρήμα γκαϊδίζω | < βλάχ. gav(ŭ): τυφλός ή < λατιν. Cavus. Απίθανη η παραγωγή από το αρχ. ελλ. σκαμβός: αλλήθωρος. Βλ. & διαγούμισμα το.
γκαβούλιακας ο: γκαβός, τυφλός, που δε βλέπει καλά. Παπαδ.: Η στερημέν΄ η Φράγκισσα, η θυγατέρα μ΄, κι ο αδελφός σ΄, ο γκαβούλιακας, ο Παναγής, πφου! στάχτ΄ κι κορνιαχτός!… | < Βλ. & διαγούμισμα το.
γκαγκάνης ο: γκαντέμης, άτυχος.
γκαγκαράτζα η: το σφαιροειδές περίττωμα της κατσίκας το αποπάτημα γιδιών ή προβάτων, μικρά σκουρόχρωμα σφαιροειδή κόπρανα, σαν μπαλίτσες, αλλού λέγεται και κακαρέντζα. «Ίδια τα βγάζει μόνο ο κώλος της κατσίκας»: η φράση έχει το νόημα «κάθε πράγμα είναι αναμενόμενο να διαφέρει από κάποιο άλλο, δυό πράγματα είναι απίθανο να είναι εντελώς όμοια. Προφανώς προέρχεται από το γεγονός ότι τα περιττώματα της γίδας, οι γκαγκαράτζες, είναι εντυπωσιακά ίδιες μεταξύ τους. Γκοτζ.: Κόβαμε κλωνάρια κουφοξυλιάς που τους αδειάζαμε την ψίχα και γίνονταν «σ᾿τουκανάρες» ή «σ᾿φέκες», όπλα βροντερά, με κακαράντζες αντίς για σφαίρες Αραβαντ.: γιδοκακαράντζες οι: της αιγός ο κόπρος | < πιθ. από το ιταλ. cacara (caco: αποπατώ, κάνω «κακά» < ελλ. κακά) με ιταλ. κατάληξη enza. Στα βλάχικα λέγεται găgărĕatsă.
γκαγκτζιά η: είδος άγριας τριανταφυλλιάς.
γκάγκτζο το: ο καρπός της γκαγκτζιάς, της άγριας τριανταφυλλιάς.
γκάζι το: υγραέριο· συσκευή που δουλεύει με υγραέριο· πετρέλαιο. Πβ. Σν αράδα οι τινικέδις μι του λάδ΄ (μι κριμασμένα τα κατουστάρια για του ζύιασμα), παραμέσα οι τινικέδις μι του γκάζ΄, λίγου μακρύτιρα, να μήν ανακατώνουντι κι βρουμούν γκαζές. Βλ. & γκαζόλαμπα η.
γκαζόλαμπα η: λάμπα γκαζιού, πετρελαίου. Ετοιμαστείτε για επιστροφή στις γκαζόλαμπες! Η γερμανική μου γκαζόλαμπα. Στον τοίχο του υπογείου, µόνιµα κρεµασµένη σε καρφί µια γκαζόλαµπα µε καθρεφτάκι για να φέγγει τη νοικοκυρά την ώρα που ζύµωνε. Κονσέρβες, βαζάκια, μπαχαρικά, γκαζόλαμπες και λαδόκολλα αντί πιάτου σκηνογραφούν το πιο πειστικό μπακάλικο-μεζεδοπωλείο που έχω δει | < γκάζ(ι) -ο- + λάμπα· γκάζι < αντδ. < γαλλ. gaz -ι < ολλανδ. gaz < λατ. chaos: συγκεχυμένη μάζα από όπου δημιουργήθηκε το σύμπαν < αρχ. χάος: η πρώτη κατάσταση του σύμπαντος· λάμπα η < αντδ. < γαλλ. lamp(e) -α < λατ. lampada < αρχ. λαμπάς: πυρσός, φως.
γκαζοτενεκές ο: τενεκές για τη μεταφορά και αποθήκευση γκαζιού, πετρελαίου. Άκουγες πρίν από χρόνια για τους γκαζοτενεκέδες με τις λίρες που βρίσκανε παραχωμένες. Απ’ ό,τι μου ‘λεγε η μάνα μου βάλανε γκαζοτενεκέδες και τάβλες να κάνουνε οι άνθρωποι κρεβάτι μες στο αντίσκηνο. Καζαντζάκ.: Και θέλω τώρα να του πέψω έναν γκαζοτενεκέ σπανακόρυζο που τ’ αγαπάει κι έναν γκαζοτενεκέ κάρβουνα για το ναργιλέ του. Πετρ.: Και μόνο τότε το σφάζουν, οπότε το αίμα τρέχει κρουνηδόν μέσα σε γκαζοτενεκέδες – το αίμα το μαζεύουν για ορισμένες χρήσεις, π.χ. λουκάνικα. Χατζ.: Εκατό γκαζοντενεκέδες με λάδι μέσα στα κασόνια τους -η προίκα του κοριτσιού! | < τουρκ. teneke -ς. Βλ. & γκαζόλαμπα η.
γκαϊλές ο: ο καημός, θλίψη, στενοχώρια, φροντίδα, βασανιστικός πόθος, μέριμνα. ΦΡ. Γκαϊλές τρανός: μεγάλος καημός, σκοτούρα. Τέτοιος γκαϊλές είναι φόρτωμα για μια ζωή. Σας πέρασε ο γκαϊλές για τον Θανάση; Από απλή γκρίνια ως μέγας καημός, για να μην πω γκαϊλές που λένε και στη Θεσσαλονίκη. Τα φράγκα είναι όλος ο γκαϊλές. Πολύ μεγάλος γκαϊλές σας έπιασε με τη δήλωση του Μ. για το Σύνταγμα. Ο γκαϊλές της Βουλής «για τους Έλληνες» | < τουρκ. gaile: φροντίδα, στενοχώρια.
γκαμπούρης ο: καμπούρης, που έχει καμπούρα, που πάσχει από κύφωση, κυφός, κυρτός, υβός. Παρ.: «Δε σε είπαμε καμπούρη και μας ξίνισες τη μούρη»· ρ. γκαμπουριάζω, επιθ. γκαμπουριαστός o | < μσν. καμπούρης < τουρκ. kambur -ης.
γκάιντα η & γκάιδα η: λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο· άσκαυλος. Η γκάιντα μαζί με την τσαμπούνα και το ποντιακό τουλούμι ή άσκαυλο, είναι ένα από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα. Ο παίκτης της γκάιντας λέγεται γκαϊντιέρης, γκαϊδιέρης, γκαϊδάρης, γκάιντατζης και κάιντατζης. Για το ασκί, που λέγεται συνήθως τουλούμι, τομάρι, δερμάτι ή κόζα, ισχύουν ότι και στην τσαμπούνα σχετικά με το είδος του δέρματος, την κατεργασία, το δέσιμο, τη συντήρηση και την επιδιόρθωση. Συνήθως, δηλαδή χρησιμοποιείται δέρμα κατσίκας ή ριφιού και σπάνια προβάτου. Το δέρμα πρέπει να είναι ολόκληρο και όχι σχισμένο στο λαιμό ή άλλο μέρος. Το δέρμα δέχεται ειδική κατεργασία για να μη σαπίσει και να είναι μαλακό και άσπρο όταν ξεραθεί. Μεταπολεμικά χρησιμοποιούσαν, όταν το έβρισκαν, και δέρμα γαϊδουριού, για το μέγεθος και την αντοχή του. Η γκάιντα είναι γενικά μεγαλύτερη σε σύγκριση με τη νησιώτικη τσαμπούνα. Βαμβ.: Αγαπούσα τον πατέρα μου και τον ακολουθούσα στους κόπους του σαν το σκυλάκι. Ίσως μας συνέδεσε τόσο στενά η γκάιντα του. Ο πατέρας δεν ξέρω από ποιόν έμαθε τη γκάιντα. Ξέρω όμως ότι ήτανε τρία αδέλφια και οι τρεις παίζανε τη γκάιντα. Παπαδ.: –Ὤμορφα, ὤμορφα Γιάννη· κύτταξε μὴ σκάσῃ ἡ γκάϊδα καὶ τότε τί θὰ γίνουμε! | < τουρκ. gayda: γκάιντα.
γκαϊντατζής ο: αυτός που παίζει γκάιντα | < τουρκ. gaydacı: παίχτης γκάιντας. Βλ. & γκάιντα η.
γκάλια η: μαύρο πουλί, καρακάξα.
γκάλιος ο: μαύρος. Επωνυμ. Γκάλιος.
γκαλιγκότσι(α) & γκαλιγκούτσια: λέγεται όταν κάποιος μεταφέρει έναν άλλο στον ώμο. Γκοτζ: – Είν᾿ αλάργα, θ᾿ αποστάσω, της προφασιζόμουν. – Θα σε πάρω γκαλγκόσ᾿ καλό μου, με καλόπιανε κι έτσι την ακολουθούσα, πιασμένος απ᾿ τις πλάτες της, καβάλα. Ο Αραβαντ. γράφει: γκότσι: επιρ. επί ώμου φέρειν τινά.
γκαλιούρας ο: μτφ. ο ήλιος.
γκαλιουρίζω: αλληθωρίζω, γυαλίζει το μάτι μου, κοιτώ παράξενα, δεν βλέπω καλά. Παρ.: «Θα το βρει η κτσιά (κουτσή) τ᾿ αρνί κι η γκαλιόρα το δικό της.»
γκαλιούρης ο: ο αλλήθωρος, αυτός που κοιτάζει λοξά, στραβά, ύποπτα, που γκαλιουρίζει το μάτι του· συνθ. γκαλιουρομάτης ο.
γκαλιούρισμα το: το αλληθώρισμα, το παίξιμο των ματιών, πονηρή, ύποπτη, υστερόβουλη ματιά.
γκάμα η: ποικιλία ειδών· κλίμακα· φάσμα δυνατοτήτων. Παρουσίασε μια μεγάλη γκάμα «έξυπνων» ρολογιών. Ποιοτική εξυπηρέτηση και μεγάλη γκάμα προϊόντων. Ο χρόνιος πόνος περιλαμβάνει μια πολύ μεγάλη γκάμα ασθενειών που, εάν δεν αντιμετωπιστούν σωστά, ίσως να μην έχουν καλή εξέλιξη. Σχεδόν από όλη τη μουσική γκάμα. Ο σωστός καλλιτέχνης πρέπει να έχει μεγάλη γκάμα και ν᾿ ανταποκρίνεται σε όλα εξίσου καλά | < αντδ. < ιταλ. gamma (παλαιότ. η πρώτη νότα της κλίμακας αντί για το σημερ. ντο και συνεκδ. ολόκληρη η κλίμακα) < αρχ. γάμμα (τρίτο γράμμα του αλφαβήτου).
γκαμήλα η: καμήλα· σκωπτ. η ψηλή, κακοφτιαγμένη γυναίκα. Εκεί ακριβώς στη κούρβα αυτή υπήρχε «καμηλαρκό», δηλαδή μια μάντρα ή χάνι, με γκαμήλες. Η περιφορά της Γκαμήλας στους δρόμους της παλιάς Αθήνας.Τσιφ.: Είναι μια γκαμήλα η Μελανία μου. Αντί να ανακατεύει τις ομοιοκαταληξίες, προτιμούσα να ανακατεύει τα κρομμυδάκια. Παρ.: «Αν δε γονάτιζε η γκαμήλα, δε την εφόρτωναν.», «Η γκαμήλα για ένα άσπρο και δε βγαίνει αγοραστής.», «Η γκαμήλα μετά σαράντα χρόνια βρήκε το δίκιο της.», «Η γκαμήλα πήγε να της βάλουν κέρατα και της έκοψαν τ’ αυτιά.»
γκαλμπινάρα η: λέγεται κιτρινωπή γυαλιστερή πέτρα με λεία, βοτσαλοειδή επιφάνεια.
γκαμπάδικος -η -ο: επιθ. (προφ. γκαμπάθκος) χοντροκομμένος, χοντροκαμωμένος, χοντροφτιαγμένος, χωρίς φινέτσα. Γκαμπάδικο ύφασμα | < τουρκ. kaba: χοντρός.
γκαμπζιούλα η & γκαμπζιούνα η: άγρια ποικιλία φράουλας.
γκαμπράνι το: μεταλλικό δοχείο μικρής ή κι ευτελούς αξίας. Υποκορ. γκαμπρανούλι το. Το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν τα αποφάγια, την τροφή των γουρουνιών κ.α. Καρκ.: Στ᾿ άλλα χαμόσπιτα εμπαινόβγαιναν οι γυναίκες με τον κεφαλόδεσμο -το βαρύ τους γκαμπράνι– τυλιγμένον, με την φτωχικήν αλατζένια φορεσιά και τη μάλλινη φουστανοποδιά τους, ξυπόλητες, ξεβραχιονισμένες και ξετραχηλισμένες.
γκανταλ(ν)ώ: καταπίνω· σημαίνει και γαργαλάω. Ὕστιρα τοὺ πιρπατοῦσαν, τοὺ πχιαλοῦσαν, τοὺ γκανταλοῦσαν, τὄσκιαζαν, γιὰ νὰ δοῦν σὰν τὶ λουῆς πιρπατσιὰ εἶχι ἢ μὴν ἦταν κάνα σκουνταμένου, κάνα ἰσκιουμένου, κάνα ἰρισιάρκου, κάνα δαγκουγόμαρου, κάνα ἀλαφρουίσκιουτου, ἢ ὅ,τ᾿ ἄλλου. Παπαευαγγ.: Ανεβαίνει κι αυτός στα καπούλια κι γκανταλιούντα η Μήτρους, κι καρκαρίζουντας η Βάγγιου έφτασαν στ᾿ βάθεια τ᾿ κόκα, απχάτ απ᾿ του Βούτσια, στουν Αγιώρη. –Τάγκεσεν..! λέει η Άντζυ. Τάγκιασι του ξυνόγαλου, αλλά γλέπου του γκαντάλτσεις..! Αραβαντ.: γκουντουλώ: γαργαλίζω, υποκνίζω | < πιθ. αλβ. gudulis: γαργαλάω.
γκανταλιέμαι: γαργαλιέμαι. Γκανταλιέται στις πατούνες.
γκαντεμιά η: ατυχία, κακοτυχία, γρουσουζιά. Γκαντεμιές που δεν τις εύχεσαι ούτε στον εχθρό σου. Mερικοί άνθρωποι μοιάζουν να έχουν γεννηθεί τυχεροί, ενώ κάποιοι άλλοι μια ολόκληρη ζωή νιώθουν να καταδιώκονται από την γκαντεμιά. Μία 10ετία γεμάτη γκαντεμιές Βλ. & γκαντέμης ο.
γκαντέμης ο: άτυχος, κακότυχος, γρουσούζης. Όταν έχεις ένα απόλυτο σερί άστοχων προβλέψεων, τότε είτε είσαι αντικειμενικά γκαντέμης. Μόνο στα όνειρα συμβαίνουν αυτά – Μερικοί άνθρωποι απλά γεννηθήκανε γκαντέμηδες! Νιώθεις γύρω σου τη γλωσσοφαγιά; Έτσι θα προφυλαχθείς από τους… γκαντέμηδες! | < τουρκ. kadem (από τα αραβ.): καλή τύχη (ειρωνικά) -ης. Βλ. & γρουσουζεύω.
γκαουνίζω & γκαουνώ: γαβγίζω, τσιρίζω, φωνάζω δυνατά και ενοχλητικά | πιθ. < ηχομιμ.
γκαραβέλι το: είδος μαύρου, κατάμαυρου πουλιού· το μαύρο πρόβατο, οτιδήποτε κατάμαυρο, πολύ μελανό, πολύ σκούρο. Έγινε σαν γκαραβέλι απ᾿ τον ήλιο.
γκαργκούλα η: υφασμάτινη μπαλίτσα προσαρμοσμένη στο μαντίλι.
γκαρμπολάχανο το: το λάχανο, η κράμβη. Πβ. Αίν.: «Καμπρί μου πενηντάφυλλο, μ᾿ εφτά καρδιές τρουγύρω, και μες τη μέση το χρυσό πουλί.» (Σαρακοστή και Πάσχα). Ο Αραβαντ. αναφέρει κομπρολάχανον το: η κράμβη. Ανθοκράμβη η: το κουνουπίδι. Γκοτζ.: Φυτεύαμε καμπρολάχανα στην άκρη απ᾿ το χωράφι και το χειμώνα που έπεφτε η πάγρα γίνονταν νόστιμα, είτε σαλάτα – «ακέρια» τα λέγαν – είτε αλευρωμένα | < αρχ. ελλ. κράμβη: το αγριολάχανο.
γκαμπινίτσα η: μάλλινο παλτό με κουκούλα, σχεδόν αδιάβροχο, κατασκευασμένο από γίδινο μαλλί.
γκαργκούλι το: υφασμάτινη μπάλα, ραμμένη στην κορυφή του κεφαλομάντιλου.
γκάτζιος ο: γάιδαρος, το γομάρι (Άκρη Ελασσόνας).
γκατζιούρα η: καλύβα, το σκεπαστό μέρος. Μαρία Γκατζιούρα.
γκαφάλι το: ανυπόληπτος άνθρωπος, «χαμένο κορμί», βλάκας, αμόρφωτος, αγροίκος, βλαμμένος. Πρέπει να είστε μεγάλα γκαφάλια και δεν καταλαβαίνετε τι κακό κάνετε. Γκαφάλια, ε γκαφάλια, που λένε και στην Καρδίτσα | πιθ. < τουρκ. kafa < αραβική قفاء (ḳafā) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) glēb(h).
γκαχιλώνα η & αχιλώνα η: χελώνα, μτφ. προστατευτικό κουτί για το μετρητή ρεύματος της ΔΕΗ, υποκορ. γκαχιλουνούλι, γκαχιλωνίτσα. Παρ.: «Το καλό το γκόρτσο το τρώει η γκαχιλώνα.» | < μσν. χελώνα < αρχ. χελών(η).
γκέκας ο: Γκέκης, μτφ. πολύ ζωηρός, ατίθασος άνθρωπος, ανάγωγο παιδί· είδος σουγιά· ράτσα κυνηγόσκυλων, τσομπανόσκυλων. Γκέκας, κουτάβια, από το καλύτερο λαγόσκυλο στο κόσμο. Χαρίζεται κυνηγόσκυλο ράτσας Γκέκας, οκτώ μηνών, εμβολιασμένο. Παπαδ.: …κρατών μακράν βέργαν την οποίαν αρτίως είχε κόψει από έν δένδρον και την είχε πελεκήσει με τον γκέκαν, τον κυρτόν σουγιάν του | < Βλ. & Γκέκης o.
Γκέγκης ο: αυτός που ανήκει στην αλβανική φυλή των Γκέκηδων· μισθοφόρος Αλβανός. Παπαδ.: Τριάντα Γκέκηδες εἶχεν ἐργάτας δι᾿ ὅλον τὸν χειμῶνα καὶ τὴν ἄνοιξιν, ὁποῖοι ἤρχοντο τότε πολλοὶ διὰ νὰ θητεύσουν εἰς τὰ βόρεια τῆς Ἑλλάδος (ἀναμὶξ Μουσουλμᾶνοι καὶ Χριστιανοί) Μεχμέτηδες καὶ Χρῖστοι. Λιούφ.: Πράγματι, περί τα μέσα Αυγούστου 1896, 400 περίπου Γκέγκηδες εκ Πρίσρενης επί το πλείστον κατέλαβαν την πόλη και εσκήνωσαν εν οχυρά τοποθεσία ΒΑ. Αυτής, ονομαζόμενη Αμυγδαλαί. Πολύς κόσμος παραβρέθηκε στον παραδοσιακό εορτασμό της νέας χρονιάς στο Εμπόριο, Τοπική Κοινότητα του δήμου Εορδαίας, όπου έλαβε χώρα το πατροπαράδοτο έθιμο «Κοκόνες και Γκέκηδες.»
γκέλα η: το αναπήδημα της μπάλας, η παρεκτροπή από μια καθορισμένη πορεία, μικρή αλλαγή κατεύθυνσης, μτφ. το παραστράτημα· αποτυχημένη, μη επιθυμητή ζαριά. Οι γκέλες του Ολυμπιακού μετά την κατάκτηση του τίτλου. Η ΑΕΚ επικράτησε με 1-0 του Αλίμου στο τελευταίο ματς του πρώτου γύρου και απέφυγε τη γκέλα. Γκέλες κάνουν και οι κορυφαίοι. Στο τάβλι λέμε κάνω γκέλα, όταν δεν φέρνω την κατάλληλη ζαριά ώστε να προχωρήσει το πούλι | < πιθ. τουρκ. gele & gelmek: έρχομαι, φτάνω.
γκερέκ – γκερέκ: τόσο – όσο. Περρ.: …όσοι ακολουθήσουν τον Φώτον Τζαβέλλαν, ότι τους έδωκα την άδειαν δια να εύγουν ελεύθερα και να είναι απείρακτοι από το ασκέρι μου (στράτευμά μου), και από κάθε ένα, Γκερέκ (τόσον) στο εύγα τους, Γκερέκ (όσον) σε κάθε τόπον εδικόν μας όπου ορίζωμεν και καθίσουν να είναι απείρακτοι.
γκέσος -α -ο: γκρι, σταχτής. Γκέσα λέγεται και. η γίδα που είναι μαύρη ή καφέ γύρω από τα μάτια, με δύο ή τρεις αποχρώσεις· γκέσο το: μαύρο μπλάρι. Υποκ. γκεσούλι τo. Ηρθε και ο καψο-Νίκος, ο Γριβέλας, σέρνοντας απ᾿ τα καπίστρια τα δυο του τα μουλάρια. Την Γκέσα του και τον Πετράκο του. Χρηστοβ: Τ᾿ όνομα του Γκεσούλη έχουν όλα τα σκυλιά που ᾿ναι στο κορμί μαύρα και άσπρα στο λαιμό και στην κοιλιά. Αυτό το είδος του χρωματισμού των σκυλιών έχει λευκώματα και στα ποδάρια, πότε στα τέσσερα και πότε σε λιγότερα, και κάτι καστανές γραμμές κάτω από τα μάτια. Τώρα γιατί τα σκυλιά πόχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν μπορώ να σας το ειπώ, γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας.
γκέτα η: κομμάτι στολής από χοντρό ύφασμα ή δέρμα, που καλύπτει το κάτω μέρος του ποδιού, εκεί που τελειώνει το παπούτσι, ή την κνήμη από τον αστράγαλο ως το γόνατο. Τσιφ.: Θα προτιμούσα να φορούσε άσπρες γκέτες και ν᾿ αφήνει να του κρέμεται ένα τζαμιλίκι (σ.σ. κόσμημα, στολίδι από γυαλί). Μαλ.: Στα πουτούρια πάνω έδεναν τις γκέτες με φούντες. Ως υπόδυσιν είχον παπούτσια ή τσαρούχια ή γουρνουτσάρουχα. (Σέρβια Κοζάνης) | < βενέτ. gheta (ιταλ. ghetta). Βλ. & και πουτούρι το, σαλβάρι το.
γκεφύρι το / γκιοφύρι το & γκέφυρα η: γεφύρι, γέφυρα.
γκιαούρης ο & γκιαούρισσα η: μη μουσουλμάνος, ο άπιστος, ως χαρακτηρισμός των χριστιανών από τους Tούρκους. Περρ.: …και δεν είναι ντροπή, μια φούκτα γιδοκλέπται, και γκιαούρηδες να μας καταστήσουν να μη τολμώμεν να έβγωμεν έξω από τα σπίτια μας; | < τουρκ. gâvur < περσ. gäbr: πυρολάτρης.
γκίζα η: παραδοσιακό άπαχο τυρί κατώτερης ποιότητας. Επίσης τους αχαΐρευτους και τους ακαμάτηδες τους αποκαλούσαν Γκιζοφάηδες επειδή δεν ήταν άξιοι να φτιάξουν καλό τυρί και τρώνε το δευτερότερο την άπαχη γκίζα.
γκιζερώ & γκιζιρώ: κάνω άσκοπες βόλτες, γυρίζω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι. Ουσ. γκιζέρημα / γκιζέρι. Δημ.: Πέντε χρόνια γκιζιρούσα το γιαλό γιαλό για να βρω καλή γυναίκα, να την παντρευτώ. Όλη μέρα γκιζιράει. ΦΡ. Γκιζιρώ το λύκο: Η φράση πιθανόν προέρχεται από την παλαιά συνήθεια των κυνηγών να περιφέρουν τα θηράματά τους προς επίδειξη. Μακρ.: «[..] και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο, και όλο το κράτος το ᾿φεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μάς έχουν μπλόκον, οπού ᾿ναι περίτου από τρεις μήνες, και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ᾿χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα.
γκιζές ο: είδος παραδοσιακής ζωοτροφής, το τριφύλλι.
γκιλές ο: ο κάλυκας, η σφαίρα, οβίδα. Δημ.: Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή, γκιουλέδες σαν χαλάζι, / κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν τη βροχή του Μάη.
γκιλπίρι το: εργαλείο για να μαζεύουν τα κάρβουνα από τον φούρνο για να ρίχνουν τα καρβέλια, ξυθάλι (Γρεβενά.)
γκίνια η: κακοτυχία, γκαντεμιά, ατυχία, γκαντεμιά. Έσπασε η γκίνια που είχε το προηγούμενο διάστημα και κατάφερε να σκοράρει | < ιταλ. ghigna.
γκιόλα η: φυσική κοιλότητα που κρατάει νερά της βροχής ή τρεχούμενα, μπάρα.
γκιόνης ο: νυκτόβιο πουλί που ανήκει στην ίδια οικογένεια με την κουκουβάγια και που ονομάζεται έτσι από το χαρακτηριστικό ήχο της φωνής του. Παπαδ.: …ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθεί προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.- Ηκούετο μεμακρυσμένος ο μορμυρισμός του ρύακος και από καιρού εις καιρόν ο μονότονος μινυρισμός του γκιώνη, θρηνούντος τον αδελφόν του, κατά τον δημώδη μύθον. Γκάτσ.: Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων / Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων / Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας / Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη. Παρ.: «Γκιόνης δέρνει, γκιόνης σκούζει, γκιόνης τρέχει κι αγκαλνάει» | αλβ. gjion -ης.
γκιόσα η: μαύρη γίδα με καστανές ρίγες, γέρικη κατσίκα. Πβ. Είχαν φαί που τρώγανε, είχαν μια γκιόσα γίδα. Όρκο σας κάνω βρε παιδιά, στα μάτια δεν την είδα· παραδοσιακό Δημοτικό «Καραμπεριά» (Ήπειρος). Τσιφ.: Μη φωνάζετε, ρε ευγενέστατες γκιόσες. Εν τάξει, θα τα δώσω τα κάστρα. Άντε μωρή γκιόσα, που μου κουβαλήθηκε κι εσύ με τους ευγενείς και δεν ξέρουμε τι πλύστρα ήταν η μάνα σου | < πιθ. ρουμάν. Ghes.
γκιουλέκας ο: ψευτοπαλικαράς, νταής, μάγκας, μαγκίτης, καυγατζής. Τσιφ.: Αψήλωσε που λένε κι έκανε το γκιουλέκα. Αυλή μεγαλειώδης, ρεβερέντζες, απαγόρευση να του μιλάς στον ενικό, πρωτόκολλο, όλα μαζί. Ρεμπέτ.: Άντε, τον Μποχόρη τον εμπλέξαν / στα στενά και του τις βρέξαν / και του κάναν τον γκιουλέκα, / άντε, και του πήραν άλλα δέκα.
γκιούλι το: παιχνίδι στο τάβλι | < ίσως από το τουρκ. gul: το ρόδο.
γκιούμι το: το μεταλλικό δοχείο με λαβές και στενό λαιμό για τη μεταφορά του γάλατος· μτφ. ο αδαής, ο βλάκας, αυτός που δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει από κόσμο, ο τενεκές. Υποκορ. γκιμούλι, γκιουμάκι. Γκιούμια αλουμινίου. Κανάτες – Δράμια – Γκιούμια – Μπακράτσια. Δημ.: Πάρε τα γκιούμια σ᾿ κι έλα να τα γεμίσουμε / κι έβγα στη γειτονιά μου να τα μιλήσουμε. Το καλοκαίρι το πηγάδι χρησίµευε και για ψυγείο, αφού εκεί κατέβαζαν κρέατα και φαγητά, για να συντηρηθούν και εκεί µέσα στον κουβά τοποθετούσαν κάποιο καρπουζάκι, για να φαγωθεί δροσερό τις καλοκαιρινές µέρες και γκιουµάκι µε νερό. «Σβαρνίζω τα γκιούμια»: σέρνω τα πόδια μου, παραπατώ (από κούραση, γεράματα, μέθη κλπ.) | < τουρκ. güğüm. Βλ. & σαλεπιτζής ο, σινί το.
γκιρίζι το: βόθρος, υπόνομος, αγωγός υδάτων· μτφ. ο ανήθικος, ανυπόληπτος άνθρωπος, κάθαρμα, τομάρι. Σωστά είπε ότι κάποτες θα πεθάνουμε, τι περιμένετε ρε γκιρίζια θα ζήσετε αιώνια; | < τουρκ. geriz: καταφύγιο, υπόνομος, οχετός.
γκιρικάτος ο & γκιρικάτο το: ο γκρούσκλας, ο λάρυγγας, το καρύκι.
γκιρμές ο: ο σωρός
γκισέμι το & γκεσέμι το: ο τράγος ή κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι, το ποίμνιο. Κι αυτή τραβούσε μπροστά απ᾿ όλο το κοπάδι, πιο μπρος κι απ᾿ τα γκεσέμια, που σέρνανε τους κύπρους τους οκάρικους. Δημ.: Μες το χωράφι ανέμποδα τα πρόβατά μου μπήκαν, / και μ᾿ αποκόψαν τη ζημιά, μού πήραν τη φλογέρα / μού πήραν και το λάιο αρνί και το καλό γκισέμι, / πούχε ασημένιο κέρατο | < τουρκ. gosem. Βλ. & ασμπούριστος ο.
γκλάβα η: το κεφάλι, το μυαλό, η φρονιμάδα, η σύνεση. ΦΡ. μτφ. Βάλε νουν και γκλάβα: γίνε φρόνιμος. ΦΡ. Ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του: ό,τι του έρθει στο μυαλό· κάνω, γεμίζω τη γκλάβα: μεθώ, μαστουριάζω, «φτιάχνομαι». Στίχ. Γεια σας πότες της στρογγυλής τραπέζης / που τα σαρκία σας η μέθη κυβερνά. / Ας είναι μια φορά τίποτα να μην πούμε / τον ψίθυρο των άστρων έπιασε η γκλάβα μου. / Α, αρμονία και χάος! / Πάλι στα ίδια γυρνώ. (Θανάσης Παπακωνσταντίνου) | < σλαβ. glava.
γκλαβανή η & κλαβανή η: ξύλινη καταπακτή στο εσωτερικό του σπιτιού. Συχνά ήταν κρυμμένη και οδηγούσε σε υπόγειο με δεύτερη έξοδο. Στο ταβάνι του υπόγειου που ήταν σαν γέφυρα υπήρχε γκλαβανή μια πλάκα που έμπαιναν και έβγαιναν οι υπηρέτες οι έμπιστοι· αυτή την πλάκα, που δεν μπορούσες να τη δεις από πάνω, μόνο τα αφεντικά τους την γνώριζαν. Παπαδ.: -Ευχαρίστως, αγάδες μου, έκραξεν ο Νάσκας, πλήρης χαράς, διότι έβλεπεν ευοδούμενον το σχέδιόν του. -Γυναικαδέλφη, έκραξεν αποτεινόμενος προς την Κώσταιναν, άνοιξε την κλαβανή – Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη ελαφρός κρότος εις το πάτωμα, τριγμός, ως ν᾿ ανέβαινέ τις εσωτερικήν κλίμακα, ως να εκλείετο κλαβανή τις. Αραβαντ.: γκλαβανή η: ο καταρράκτης της θύρας του υπογείου | < σλαβ. glava.
γκλακατώ: τρώω με μεγάλες μπουκιές, καταπίνω γρήγορα και λαίμαργα. Τα γκλακάτησες κιόλας τα κεφτεδάκια; | < ίσως από το επιφ. γκλακ.
γκλαμπάτσα η: κλαπάτσα, αρρώστια των ζώων. Σκαρίμπ: …στα παρεθύρια της Μπαρούτενας (της μάνας της περιπόθητης Αννίκας) της ξεβασκάστρας, της ξορκίστρας, πούχε σώσει κόσμο και κοσμάκι, ζωντανά κι ανθρώπους, ξορκίζοντας το μάτι, το λαιμό, τ᾿ ανεμοπύρωμα, τις μαγουλήθρες, τη λούγκα και τη σπλήνα· τη χρυσή, τη μυρμηρία, την πεντέρουγα, την τρογυρίστρα, την κλαπάτσα, τ᾿ ακονάκι, τ᾿ ανεμογγάστρι και την κόρυζα.
γκλέτσιος ο & κλέτσιος ο: ξύλινη χοντρή κοντή βέργα, το ειδικό ξύλο με το οποίο έστριβαν τα δεματικά, τα χορτόσκοινα για να δέσουν δεμάτια δημητριακών. Ο Αραβαντ. αναφέρει κλείτσιος ο: σιδηρούν κρεμαστάρι, η αγκύλη. Βλ. & κλούτσα η, δεματικό το.
γκλιάγκουρας ο: ο μαντράχαλος. Κοτζάμ γκλιάγκουρας δεν ντρέπεσια να τριγυρνάς στα σοκάκια;
Γκλίκοβο το: παλιά ονομασία του Σαραντάπορου. Πέρασαν του πουτάμ΄ στουν πόρου τς Κισαριάς κι μιά ώρα πρίν να φέξ΄ ήταν στου Γκλίγκουβου κι σταμάτσαν στ᾿ Βίγλα, να πάρν μιά ανάσα, να ξιαπουστάσν. Σύμφωνα με τον ονοματολόγο Ι. Α. Θωμόπουλο το τοπονύμιο Γκλίγκοβο είναι υβρίδιο, δηλαδή δίγλωσσο. Αποτελείται από το βυζαντινό Απλίκι και την σλάβικη κατάληξη -οβο. Οι Βυζαντινοί στους μεγάλους εμπορικούς και στρατιωτικούς δρόμους ίδρυαν στρατιωτικούς σταθμούς με προσωρινή ή μόνιμη φρούρηση. Αυτά τα έλεγαν Απλίκια. Έτσι στην αρχή το χωριό ονομάστηκε, από σλάβους κτηνοτρόφους κυρίως, Απλίκοβο, δηλαδή χωριό κοντά σε Απλίκι. Το Απλίκοβο με πτώση του αρχικού Α και τροπή του Π σε Κ έγινε Κλίκοβο και αργότερα Γκλίκοβο.
γκογκορότζι το: σφαιροειδής μικρός καρπός.
Γκόγκος ο: ο Γεώργιος, Γιώρης, Γιωρίκας, Γούλας, Τζιώρτζης.
γκόλιαβος -η –ο & γκόλιος: επιθ. γυμνός, τσίτσαρος, χωρίς ρούχα, πολύ ελαφρά ντυμένος, φαλακρός. Σιδ.: …άτια περήφανα που είχαν κόκκινες, γαλάζιες και άλικες βελεντζούλες πάνω στις γκόλιες ράχες και στα καπούλια τους. Αραβαντ.: γκόλιος ο: ο άπτερος. περί πτηνών και ο φαλακρός.
γκόλφι το: φυλαχτό, εγκόλπιο, μικρό πλακίδιο με διακοσμητική, συμβολική, αναμνηστική παράσταση, που κρεμιέται από το λαιμό στο στήθος με αλυσίδα. Παρ.: «Την έχει γκόλφι και σταυρό.» Από μέσα φορούσα το γκόλφι, όπου είχαν σκόρδο κι αλάτι κι άλλα ξόρκια του διαβόλου. Σολωμός: …που μ᾿ έκραξαν μ᾿ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα, γκόλφι να τα ᾿χω στο πλευρό και να τα βγάλω περας. γκοργκόλι το: πράγμα με σφαιροειδή μορφή, βώλος, στρογγυλεμένη πέτρα. Δημ.: – Θε να σου στείλω, χρυσοφέ, (:χρυσοχόε) ένα δραμάκι ασήμι / να κάμεις γκόλφι και σταυρό, καθάριο δαχτυλίδι / κι αν απομείνει τίποτα, κάμε το γιουρντανάκι / το γιουρντανάκι το μικρό, σαρανταπέντε δράμια. Δημ.: Μαλαματένιε μου σταυρέ και γκόλφι του δεσπότη, / εσύ είσαι η αγάπη μου, παντοτινή και πρώτη. Πολίτης: Γκόλφι είναι το εγκόλπιον, όπερ έχει ως και παρά τοις βυζαντινοίς, την σημασίαν του περίαπτου ή φυλακτηρίου. Εκ τούτου και το γυνακείο όνομα Γκόλφω | < μσν. εγκόλπιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐγκόλπιος του στήθους.
γκομενιλίκι το: το ν᾿ ασχολείται κάποιος με γκόμενους ή γκόμενες, ερωτοτροπία, επιδίωξη σύναψης ερωτικών σχέσεων. Τα γκομενιλίκια του τα πλήρωσε ακριβά. Δεν έχουμε γκομενιλικία με άλλα άτομα, είμαστε μονογαμικοί, αγαπιόμαστε. Τσιφ.: ….καθόλου δεν είχε ανάμιξη σ᾿ αυτή την ιστορία, τι δουλειά έχει ο Κύριος στα γκομενιλίκια του Αρτέμη και της Γαγγρηνής; | < γκόμενα η, γκόμενος ο: ερωμένος < βεν. gomena: σκοινί της άγκυρας, παλαμάρι (αραβ. guml), ειρωνικά, από την εικόνα πως κάποιος τραβάει κάτι πίσω του.
Γκόμπλιτσα η: το σημερινό χωριό Κρόκος Κοζάνης, το Γκομπλίτσι. Λιούφ.: …για 15 μέρες εισέπρατταν και τις προσόδους του μύλου στη Γκόβλιτσα. -..εχρημάτισεν επανειλημμένως έφορος, δημογέρων και μέλος επιτροπειών κοινοτικών, επεμελήθη της πατρικής ουσίας και του κτήματος (εν Γκοβλίτση) – Ομάδα δηλαδή νέων, οι οποίοι επέστρεφαν από το πανηγύρι της Γκόμπλιτσας -τη γιορτή της Αγίας Τριάδας- ενώ βρισκόταν σε ευθυμία, δεν υπάκουσαν στις συστάσεις του μουδίρη Χατζή αγά να περιστείλουν τις ζωηρότητες, και στις παρατηρήσεις του διοικητή οι νέοι όχι μόνο αντέταξαν αυθάδη γλώσσα αλλά επιτέθηκαν και έδειραν ανοικτιρμόνως τον διοικητή.
Γκομπλιτσιώτης ο Γκομπλιτσιώτισσα η: από την Γκόμπλιτσα, το σημερινό χωριό Κρόκος.
γκόρμπιτας ο: γύφτος, τσιγγάνος, αυτός που είναι στο γκουρμπέτι, πληθ. γκορμπιτέοι. ΦΡ. «Δεν έχει χαμπάρι που ξεφορτώνουν οι γκουρμπιτέοι.»: λέγεται για κάποιον που δεν ξέρει και πολλά πράγματα, κι ας θέλει να περνιέται για ξύπνιος και κοσμογυρισμένος. Πβ.: Κα᾿ τοὺ 1960, κι μόλις ἁλώντζαμι, ἔρχουνταν στοὺ χουργιό μας μαζουμέν᾿ τσιγγάν᾿, π᾿ τς ἴλιγάμι γκουρμπιταί, τς γναῖκις τς γκουρμπέτσις ἢ μαστόρσις κι τὰ πιδγιά τς τσιγγανούλια ἢ γκουρμπιτούλια. (Μικρόβαλτο Κοζάνης). Νικολ.: κορμπέτης, (βλαχ.) κουρμπέτου: επαίτης, αλήτης. Εκ του τουρκ. gurbet: αποδημία, αλβ. kurbet: ο οδοιπόρος.
γκόρμπος -α -ο: μαύρος, λ.χ γκόρμπα γίδα. Γκοτζ.: -Μου φαίνεσται κάπου την είδα, σ’ ένα μαντρί, πέρα στο Με’ αμπέλι. Μια γκόρμπα δεν ήταν; –Γκόρμπα με το ’να κέρατο τσακισμένο στην άκρη. Νικολ.: (βλαχ.) κόρμπου: κόρακας, μετφ. μέλας, ελεεινός, άθλιος. Τίθεται και εκ παραλλήλου μετά του λάιου: μέλας, ήτοι: κόρμπου σ᾿ λάιου: ελεεινός και άθλιος < ρουμ. corb.
γκορτσιά η: άγρια αχλαδιά, αγριαπιδιά· ημερογκορτσιά, γκρεγκορτσιά: άγρια γκορτσιά. Ελάτε να μπολιάσουμε τις γκορτσιές (άγριες αχλαδιές) του χωριού μας, να φυτέψουμε παλιές και νέες ποικιλίες, να ημερέψουμε τον τόπο μας. Οι γκορτσιές άνθισαν στούς πρόποδες του Μπέλες. Παρ.: «Κάλλια μια γκορτσιά στον κήπο, παρά μια μηλιά στο δάσος.» | < αλβ. Goritse ή βουλ. gornic: άγρια αχλαδιά.
γκόρτσο το: άγριο αχλάδι. Όταν γινόταν τα γκόρτσα ήταν το πιο νόστιμο φρούτο που έφαγα ποτέ. Ακόμα νοιώθω τη γεύση στο στόμα μου. Σκέφτηκε τότε, ότι τη νύχτα έρχεται το αγριογούρουνο και τρώγει γκόρτσα. Πβ. Γκοτζ.: Αν γράφω στίχους σήμερα και λέγομαι ποιητής, στο σπίτι μου έτρωγα μικρός τρίψα με γκορτσοζούμι. Γκορτσά Χριστίνα. Παρ.: «Θέλει ο μούτσος καφέ κι ο Γιάννης γκόρτσα.»
γκουβάτα η: μικρό ξύλινο δοχείο | πιθ. κουβάς ο < μσν. κουβάς < τουρκ. kova -ς.
γκουβουτσώνω: κάνω μούτρα, δείχνω δυσαρεστημένος, κλαίω, βουρκώνω, δακρύζω. ΦΡ. Τα γκουβούτσωσε: δάκρυσε, βούρκωσε.
γκουβούτσω η: μτφ. η βαριά, τεμπέλα γυναίκα, η καλομαθημένη. Νύφη γκουβούτσω.
γκουγκούνι το: κοροϊδευτικά ο χωριάτης, επαρχιώτης. Εμείς τα γκουγκούνια οι Βοϊάτες είμαστε διαφορετικοί. Καθρέφτιζε τη γνώμη των αστών της Κοζάνης για τους χωρικούς, τα «γκουγκούνια» όπως ανεπίσημα ή φανερά τους λοιδορούσαν. Ευτυχώς που δεν σας είπε γκουγκούνια. Μεγεθ.: γκουγκούναρος ο.
γκούι το: λακκούβα μικρή και κυκλική, σκαμμένη περιστροφικά με τακούνι παπουτσιού. «Γκούι» ήταν και παιχνίδι με βόλια, γνωστό αλλού και ως «λακουβίτσα.» Ούτε γκούι ούτε γραμμή.
γκουλιαρίδα η: γυμνή αντρική γάμπα (Κοζάνη).
γκουλιαρός -η -ο: γυμνός, τσίτσιδος, γκόλιαβος.
γκουμλίτσα η & γκουμπλίτσι το: παγίδα για κουνάβια.
γκουμούτσα η: λέγεται για μεγάλο, χοντρό, ογκώδες, χοντροκομένο ή και άχαρο αντικείμενο. Βιβλίο γκουμούτσα. Ροζ θήκη smartphone κι ένα μονόπετρο γκουμούτσα. Δεν θέλει να χτιστεί τόσο ψηλή γκουμούτσα. Ειναι γκουμούτσα δεν ειναι μηχανάκι. Μια πολύ καλή βεβαίως και φιρμάτη φωτογραφική μηχανή, γκουμούτσα όμως. Αυτή η γκουμούτσα στην δεξιά πλευρά του κινητήρα τι είναι; Τα παπούτσια γκουμούτσες της Παπαδοπούλου. Την εποχή που οι υπολογιστές ήταν δύσχρηστες και πανάκριβες γκουμούτσες.
γκούμπζα η: ξύλινη χειροποίητη γαβάθα, το γουδί. Το γουδοχέρι λεγόταν στούμπος. Στίχ.: Όσα σπυριά `χει ο πλαλτός (: τραχανάς) / όπου χωράει στη γκούμπζα / τόσο στο μάτσεμα εύκολος / πέρασα δεν ακούμπ᾿ σα. (Το ματσιφτάρι, Θανάσης Παπακωνσταντίνου).
γκουμπζιαλνώ: φαγουρίζω, λ.χ. κάτι με γκουμπζαλνάει στο λαιμό: νιώθω ενοχλητικό, δυσάρεστο ερεθισμό στο δέρμα.
Γκουντής ο: ο Κωνσταντίνος, Κώτσιος, Γκούντας, Κωσταντής.
Γκουντίνινα η & Γκουντίναινα η: σύζυγος, Γκουντή, Γκούντα, Κωσταντή.
γκουρμπετόπιασμα το: γυφτόπιασμα, βλ.λ.
γκουρμπάσια η: μονοκόμματη ξύλινη πόρτα σε καλύβα ή άλλη κατασκευή.
γκουρμπέτισσα η: η γύφτισσα, η τσιγγάνα.
γκουρμπιτούλι το: το γυφτούλι, τσιγκανάκι, βλ. γκόρμπιτας.
γκουσβός -ια -ο: παλαβός, τρελός. Είσαι γκουσβός και άξιος της τύχης σου. Γκουζιαβάρας ο: τελείως παλαβός. (Β. Χαλκιδική).
Γκουντούλας ο: Κωστάκης· Γκουντούλω & Γκουντούλινα: η Κωνσταντινιά, σύζυγος Γκουντούλα, Κωνσταντίνου.
γκουντρουγκυλάρι το: ρόδα μεταλλική, συνήθως από παλιό ποδήλατο, παιδικό χειροποίητο παιχνίδι που έμοιαζε με αμαξάκι, το τσέρκι. Στη Σφηκιά Βεροίας λέγεται γκύλαντρας.
γκουντρουγκυλώ: κατρακυλώ | Βλ. & γκουντρουγκυλάρι το.
γκουντρουγκύλα η: κατρακύλα, μεγάλη κατηφόρα, κατωφέρεια.
γκουντρουγκυλάρι το: παιδικό παιχνίδι, αυτοσχέδια κατασκευή με ρόδες και τιμόνι, φτιαγμένο συνήθως από σύρμα ή παλιά σίδερα, το τσέρκι.
γκουντρουγκυλώ: κατρακυλώ
γκούρλωμα το: πνίξιμο, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γκουρλώνω. Εκτός αυτού, τη θεωρώ υπερβολική στις γκριμάτσες της και το γκούρλωμα των ματιών. Σήμερα το πρωί μόλις ξεκίνησα το αυτοκίνητο, ενώ ακόμα λειτουργούσε με βενζίνη, πατώντας το γκάζι μου έκανε ένα γκούρλωμα, κάτι σαν διακοπή. Τοπικοί δήμοι είναι έκθετοι σε κάθε είδους καταγγελίες για «γκούρλωμα» χρημάτων όπως λένε χαρακτηριστικά οι κάτοικοι.
γκουρλώνομαι: πνίγομαι, ειδικά όταν κάποιος ή κάτι με πιέζει στο λαιμό και εμποδίζει την αναπνοή μου. Μτχ. γκουρλωμένος. Ο Καραγιώργος γκουρλώθηκε, καθώς μόλις είχε πάει να πιεί μια γουλιά καφέ. Γκουρλώθηκε ρε παιδιά. Αποκλείεται να πήγε απο καρδιά. Γκουρλώθηκε ο άνθρωπος με αυτά που διαβάζει!
γκουρλώνω: πνίγω κάποιον, γουρλώνω (τα μάτια)· «πνίγω», τρώω, κρύβω, καταχρώμαι λεφτά. Τα …γκούρλωσε τα σκουπίδια ο Αντιδήμαρχος. Τα γκούρλωσε: πέθανε. Κοίτα το μάτι του τύπου στο τελευταίο σκίτσο… γκούρλωσε θα του πεταχτεί σαν λουκουμάς! Ο Τσέλιος γκούρλωσε τα μάτια του. Αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν περίμενε να ακούσει. Παρ.: «Δύναμαι δεν δύναμαι, τα μάτια τα γκουρλώνω.» | < γουρλώνω < μσν. γουρλώνω < γρυλώνω < ελνστ. γρύλλ(ος): κωμική ζωγραφική φιγούρα -ώνω. Στον Πλούταρχο γρῦλος ή γρύλλος, ὁ: γουρούνι, χοίρος, θρεφτάρι.
γκουτσιούνι το: γουρούνι, χοίρος· γκουτσιούνα η: γουρούνα, σκρόφα. Υποκορ. γκουτσιουνούλι το. ΦΡ. μτφ. γκουτσιουνίσιος θάνατος: μαρτυρικός, επώδυνος θάνατος. Παπαευαγγ.: Μάθι Γιώργου πως αγορασάμι ένα γκουτσιούνι απού τουν Κουματζιουμήτσιου για Χριστού. Θα σι κρατήσου τ᾿ φούσκα. Παρ.: «Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι αγόραζε γκουτσιούνια.» | < πιθ. ηχομιμητική λέξη.
γκούργκουλας ο: ο λαιμός, το καρύδι του λαιμού. Παπαευαγγ.: Η μπάρμπας η Χρήσους κρατούσι του φόρτουμα που τόφκιασι θλειά, του πέρασι στου ζουρνά κι όλ΄ μαζί του λατάντζαν μεχρι που τ΄ανασκίλουσαν, κι η Μπαρμπαθουμάς μι του μαχαίρ΄ του κόβ΄του γκούργκουλα!
γκουργκουλιάνα η: η πέτρα με λεία σφαιροειδή επιφάνεια, βότσαλο.
γκουρλίτσα η: το τενεκεδάκι στο παιχνίδι γουρνάρης.
γκουρμπάσια η: χοντροκομμένη ξύλινη πόρτα σε κουμάσι ή περιφραγμένο χώρο, αμπουριά στο μαντρί· δεξιά κι αριστερά έβαζαν παλούκια.
γκουρμπάτσι το: μαστίγιο.
γκουρμπέτι το: η πιάτσα, ο κόσμος, η περιπλάνηση, η εξορία. Έχει χρόνια στο γκουρμπέτι | < Βλ. & γκόρμπιτας ο.
γκουρμπέτικος -η -ο: τσιγγάνικος, γύφτικος, μτφ. προχειροκαμωμένος, φτιαγμένος με ευτελή υλικά. Γκουρμπέτικη καλύβα.
γκουρμπέτης ο & γκουρμπέτισσα η: γκουρμπέτισσα, η γύφτισσα, η τσιγγάνα.
«γκούρτου γκούρτου»: επιφών. που δηλώνει ενοχλητικό και διαρκή θόρυβο, γκρίνια, ανησυχία. Λέγεται για κάποιον που σκαλίζει, ενοχλεί, θορυβεί συνεχώς. Λ.χ. Όλη νύχτα γκούρτου γκούρτου, δεν μας άφησε να κοιμηθούμε ή όλη την ώρα γκούρτου γκούρτου.
γκούσια η & γκούσιας ο: ο πρόλοβος των πουλιών, το σακουλάκι, η διόγκωση του οισοφάγου στα πουλιά, όπου αποθηκεύεται και υγραίνεται η τροφή πριν την πέψη. Γκούσιας Μπάμπης | < λατιν. geusiae. Βλ. & λεβήθρες οι.
γκουσταρίτσα η & γκουστέρα η: γουστερίτσα, μικρή γκρίζα σαύρα. Σκαρ.: Γουστερίτσα και φαλάγγι / πιάσανε τον αϋφαντάκο / και τον πήγαν στο ρουμάνι / κει που ο ήλιος δεν τον φτάνει. Γκοτζ: Οι Ιταλοί, μας είπε με ύφος πολύξερου, κοσμογυρισμένου (είχε φτάσει με τις μετακινήσεις του στρατού ως τη Μακεδονία), οι Ιταλοί -μακριά από δω- τρώνε και φίδια και γκουστέρες και μπακακάκια | < σλαβ. gusteritsa.
γκούστιαρας ο: πράσινη μεγάλη σαύρα δέντρων. Μτφ. πρασινογκούστιαρας λεγόταν το παλιό πράσινο χαρτονόμισμα των 500 δρχ., το πεντακοσιάρικο | < σλαβ. gusteritsa.
γκράβαρο το: βραχώδες μέρος. Με την ονομασία Κράβαρα ή Γκράβαρα φέρονταν παλαιότερα τοποθεσία της επαρχίας Ναυπακτίας, στο Νομό της Αιτωλοακαρνανίας, που περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα 10 χωριά: Αβώρανη (Λιβαδάκι), Αράχωβα, Κλεπά, Νεοχώριο και Σίνιστα ή Σινίστα, (σημερινή Περδικόβρυση) του τ. δήμου Κλεπαΐδας, Αρτοτίνα και Πλάτανος, του τ. δήμου Προσχίου καθώς και τα χωριά Ζήλιστα, Σίτιστα και Στρώμιανη, του τ. δήμου Οφιονείας. Όλα τα παραπάνω χωριά βρίσκονται νότια του όρους Οξιά ή Κράβαρα.
γκρας ο: είδος παλαιού οπισθογεμούς τουφεκιού. Σκαρ.: …δεν είναι μόνο αριστουργήματα, είναι και κανόνια και ξιφολόγχες και γκράδες | < γαλλ. Gras (απ᾿ το όνομα του κατασκευαστή).
γκρέγκορτσο το: άγριο γκόρτσο, καρός της γκρεγκορτσιάς, της άγριας γκορτσιάς. Μαζέψα μια ποδιά γκρέγκορτσα, όλο ζιούκες.
γκρέμουρας ο: ο μεγάλος γκρεμός, βαθύ και απόκρημνο χάσμα στο έδαφος, βάραθρο· αγριολούλουδο που μοιάζει με κυκλάμινο | μσν. γκρεμός (Πβ. εγκρεμός) < γκρεμνός < αρχ. ελλ. κρημνός.
γκρεμούρι το: ο (μικρός) γκρεμός, η απότομη κλίση του εδάφους, βάραθρο. Σκίρκα: τόπους όλου πέτρα. Κακουτράχαλα γκριμούρια, χουρίς σπυρί χώμα. (Κοζάνη).
γκριζιάλα η: γκρίνια, η ενοχλητική μουρμούρα, η κλάψα. γκρίνια, εκδήλωση δυσφορίας που προέρχεται συνήθ. από μια, χωρίς σοβαρό λόγο, εριστική διάθεση, μουρμούρα, μεμψιμοιρία. Αραβαντ.: γρύτζαλος ο: το αλλαχού γρυνιάρης, μεμψίμοιρος. Παπαευαγγ.: Απουλήθκα απ΄ του στρατό. Δεν πρόκανα κι γώ να χαρώ καμιά παρδαλιά τότε με τα μίνια κι η μάνα μ΄ μ᾿ εφαγι απού τ΄ γκριζιάλα, να πάρου καμιά νύφη, να σμαζιφτώ, θάρρου μ᾿ γλέπ΄ κι αυτή απού μένα κανα αγκόνι.
γκριζιαλιούμαι & γκριζιαλιέμαι: γκρινιάζω, δυσφορώ, διαμαρτύρομαι συνεχώς, κλαψουρίζω, ψευτοκλαίω, μουτσοκλαίω. Το κούτσκο γκριζιαλιέται γιατί πείνασε.
γκρο μπιτό το: το μείγμα του τσιμέντου στις οικοδομικές εργασίες, το χαμούρι.
γκουσιάδι το: ευνουχισμένος τράγος.
γκρούσκλας ο: ο λάρυγγας, αναπνευστικό και φωνητικό όργανο στο επάνω μέρος του αναπνευστικού σωλήνα, οισοφάγος των ζώων.
γκτζιούπα η & γκτζιούπι το: μεγάλο κομμάτι από κορμό δέντρου. γκτζιούπι το: μτφ. αυτός που δεν καταλαβαίνει, «ξύλο απελέκητο..» Γκοτζ.: Οι μέλισσες έβοσκαν στο γούπατο απάνω απ᾿ το σπίτι τους, βύζαιναν τα μυρωμένα βοτάνια που φύτρωναν ανάμεσα στις δάφνες και γέμιζαν δυο φορές το χρόνο τις στρόγγυλες γκουτσιούπες, τις κυψέλες, καμωμένες από κομμάτια κορμών και στημένες στ᾿ απόγωνο, να μην τις πιάνει ο αέρας. Αινιγμ.: «Χίλιοι μύριοι καλογέροι, σ᾿ ένα κ᾿τσιούμπ᾿ σ᾿ μαδιακό.» (μυρμηγκοφωλιά – Β. Εύβοια). Παρ.: «Κόψε ξύλο, φτιάξε Πύλιο, κι από κουτσουπιά Θανάση, αν ρωτάς και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει.» | κουτσιούπι < αρχ. ελλ. κόσσυμβος.
γκυλώ & γκυλιέμαι: κυλώ, κυλιέμαι. Βηλ.: Και γκυλιέται τεντωμένο, / στο χορτάρι τ᾿ ανθισμένο, / αφορμή ας μην το κεντάει | < ελνστ. κυλ(ίομαι) μεταπλ. -ιέμαι. Βλ. & σφοντύλι το.
γλέπω: βλέπω. Αίν.: «Από τα παραθύρια σου, όλον τον κόσμο γλέπω» (Τα μάτια – Χουλιαράδες Ηπείρου) Γκοτζ.: – Ψωμί αγοραστό, που φέρνει τώρα καμιά βολά ο πατέρας σου απ᾿ το παζάρι, τότε δεν το ᾿γλεπαν στα μάτια τους ποτέ. Παπαευαγγ.: Καλά Σιακούλι.. Καλά που μας έστειλι αυτός… τουν γλέπ᾿ς; αυτός που είνι στ᾿ κουρνίζα που μας έφκιασι η μπάρμπα Λίας..! Πάλλ.: Θάγλεπες τότε συφορά, δουλειές που θ᾿ απορούσες, / και φεύγοντας οι Δαναοί θα τρύπωναν στα πλοία.
γλίνα η: λιπαρή ουσία που παράγεται από ζωικά λίπη μετά το βράσιμο του κρέατος. Παπαγ.: Οι λατίνοι έλεγαν ότι γεννιόμαστε μέσα στα ούρα και στα σκατά. Όσοι είδαν νεογέννητο το ξέρουν. Παρόμοια είναι και η γέννηση των σκέψεων, γι᾿ αυτό καταγινόμαστε να τις απαλλάξουμε από τις γλίνες που τις έθρεψαν | < μσν. ή ελνστ. γλίνα < ελνστ. γλίν(η).
γλίστρα η: το γλίστρημα, το γλιστερό έδαφος, κατωφέρεια με πατημένο ή παγωμένο χιόνι που χρησίμευε ως φυσική τσουλήθρα | < μσν. γλίστρα < γλιστρ(ώ) -α < εκλιστρώ < αρχ. ἐκ + λίστρ(ον): εργαλείο για γυάλισμα.
γλιτσιάζω: γίνομαι λιπαρός, γλιστερός | < Βλ. & γλίνη η.
γλυκάδι το: μτφ. οι όρχεις, νεφρά, συκώτια σφάγιων ζώων που τρώγονται (συνήθως) ως μεζές. Είχε κρεμμυδάκια, είχε ντομάτες κι η θάλασσα κοντά στο Πεξινάρι, ψαράκια, τα σφαγεία κοντά, γλυκάδια, συκώτια, τα καλύτερα και πήγαινε ο κόσμος και την έβρισκε με τα παϊτόνια (άμαξες). Παρ.: «Καρτερώντας η αλεπού να πέσουν τα γλυκάδια του κριαριού, εψόφησ᾿ απ᾿ την πείνα.»
γλυκαντζούρα η: η έντονα γλυκιά γεύση, υπερβολική γλύκα που λιγώνει.
γλυκαντζούρικος -η -ο: υπερβολικά γλυκός. Γλυκαντζούρικη πάστα, τουλούμπα | < μσν. γλυκός < αρχ. ελλ. γλυκ(ύς).
γλυκοφρυδούσα η: με γλυκά, ωραία, καλοσχηματισμένα φρύδια. Δημ.: Είναι μια κόρη όμορφη και μια γλυκοφρυδούσα.
Γλύκω η: Γλυκερία.
γλωσσοκοπάνα η: η γλωσσού, φλύαρη, κουτσομπόλα γυναίκα, που λέει πολλά λόγια, μιλάει ακατάπαυστα. Η μικρή κοινωνία δεν άντεχε τη μανία μιας γλωσσοκοπάνας. Γι᾿ αυτό κι η γιαγιά είχε πάντα έτοιμο λικέρ και ρακί. Οι γλωσσοκοπάνες τα κοπανούσανε κιόλας. Παλαμ.: Μουρλή, γλωσσοκοπάνα πολιτεία, / κοιμάται κι ονειρεύεται τον Περικλή. Μα ο Χασεκής [σ.σ. Τούρκος διοικητής] της πρέπει!
γλωσσού η: αυτή που μιλάει πολύ, φλύαρη, πολυλογού, γλωσσοκοπάνα. Χριστόπ.: Πλανήτρα φήμη φθονερή, / φιδογλωσσού φαρμακερή, / μηνύτρα τέτοιων τρόμων! / δεν έσκανες στον δρόμον;
γλωσσοτρώω: μτφ. μιλάω συνέχεια για κάποιον, επομένως μπορεί να τον ματιάσω, να τον «γρουσουζέψω», να τον γκαντεμιάσω. Το γλωσσόφαγαν το παιδί. Βλ. & γκαντέμης ο.
γνέθω: μετατρέπω σε νήμα το μαλλί ή το βαμβάκι με απλό χειροκίνητο εργαλείο· κλώθω. Δημ.: Μωρή που πας απάνω, τη ρόκα γνέθοντας / περίμενε και μένα, να πάμε παίζοντας. – Και με το πόδι σ’ κούνα με και με τα χέρια γνέσε / και με το μελανόχειλο πες μας γλυκά τραγούδια. Θα μιλήσω όπως ξέρω, κι ας έρθουν άλλοι να ψιλογνέσουν τα λόγια μου. Παρ.: «Η καλή νέστρα και με το κουτάλι γνέθει.» | < αρχ. ελλ. νέω & νήθω. Βλ. & αδράχτι το, διαφορίζω, τσικρίκι το.
γνέμα το: το γνέσιμο, το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος γνέθω, νήμα, κλωστή. Σιδ.: Κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό, τα λανάρια, τα τσιουκρίκια, τις ρόκες και ό,τι χρειαζόταν για να γίνει το μαλλί γνέμα. Βλ. & γνέθω.
γνουμκός -ιά -ό & γνωμικός ο: συνετός, σώφρων, μυαλωμένος, που ενεργεί πάντοτε ύστερα από ώριμη σκέψη, που δεν παρασύρεται από συναισθηματικές παρορμήσεις. Βηλ.: Ε της λέει, αγαπημένη, / πώχεις τη νορά κομμένη, / κι είσαι τόσο γνωμική | < αρχ. ελλ. γνώμη.
γνώρος ο: η γνωριμία, γνωριμιά, γνώρισμα, σύσταση, το σημείο, σημάδι αναγνώρισης. Έδωσε γνώρο: συστήθηκε, είπε ποιός είναι. -Ανταμώθηκαν και έδωσαν γνώρο. Πβ. Πάλλ.: …θα πεις κι αν θεϊκιά από οργή το κάστρο αν δεν κουρσεύεις / ή κι από δείλια των αντρών κι αγνωροσύνη μάχης.
γνωστικός ο: συνετός, σώφρων, μυαλωμένος. Παρ.: «Κάλλια δέκα γνωστικοί εχθροί, παρά ένα κακός φίλος.», «Όσο να σκεφτεί ο γνωστικός πέρασε ο ζουρλός το ποτάμι.»
Γόλης ο: Γρηγόρης, Γληγόρης.
γονικά τα: οι γονείς, «οι γονήδες.» Ι. Πολυλ.: Ατρείδη, να γυρίσουμε, θαρρώ, θ᾿ αναγκασθούμε / στα γονικά μας άπρακτοι, αν δεν πεθάνουμ᾿ όλοι, / αφού μας φθέρνει λοιμική και πόλεμος αντάμα. Πβ. Χρον. Μορέως: νὰ μείνῃ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν τους, / κι ὁ ἄλλος νὰ ἀπέλθῃ εἰς Ρωμανίαν διὰ νὰ κερδίσῃ τόπον. Παρ.: «Τα γονικά τρωγόντουσαν, τ᾿ αδέλφια εσκοτωθήκαν.», «Αν κλωτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ᾿ τα παιδιά σου.»
Γούλας ο: Γεώργιος, Γκόγκος, Γιώρης, Γούλης. Βλ. & φαμπλιά η.
γούπατο το: κοιλότητα του εδάφους, κοίλωμα της γης, γούβα. Τοπων. «ο Μεγάλος Γούπατος» «ο Μικρός Γούπατος.» Μακρ.: Κατὰ τὸ μέρος τὸ δικό μας δὲν τόβλεπε τὸ κανόνι τῆς θαλάσσης· ἦταν μία μάντρα κι᾿ ἄλλα τούρκικα ταμπούρια καὶ ἦταν εἰς τὸ γούπατο, ὁποῦ εἶναι τὸ πηγάδι. Γκοτζ.: Θέλω να γράψω ένα τραγούδι μ᾿ αντοχή, / και συλλογίζομαι ολοένα εσάς, φτωχοί. / Σκυφτοί στο γούπατο για σκόρπιοι στο ριζό, / με τον καημό σας ανασταίνομαι και ζω. / Το πατρογονικό μας ήταν χτισμένο κάτου από ᾿να γούπατο, σε μέρος που να μην το πιάνει ο αγέρας. Καρκ.: Eκοιμήθηκαν στον στάβλο και τον αχερώνα, εμπρός στο κατώφλι της πόρτας και τον νάρθηκα της εκκλησιάς· στου βουνού το διάσελο και στο γούπατο κατακαμπίς | < ίσως συμφυρ. γού(βα) + πάτο(ς). Βλ. & χαμοβούνι το.
γούπος ο: βάζο για γλυκό του κουταλιού (Κοζάνη).
γουρναρούλι το: παιδί που βόσκει, φυλάει γουρούνια.
γουρνοτσάρουχο το: τσαρούχι φτιαγμένο από δέρμα γουρουνιού. Πβ. Καρκ.: ….με τα πόδια τυλιγμένα στα χοντρά μάλλινα προπόδια και ποδεμένα μ᾿ ένα κομμάτι γουρνοπέτσι, αιώνια υγρό.
Γούτσιος ο: Γιώργος (Κοζάνη). Βλ. & Γούλας ο.
γόνα το: γόνατο. ΦΡ. Ένα γόνα χιόνι έριξε: μέχρι το γόνατο· Πβ. Έναν κώλο χιόνι: μέχρι το ύψος της μέσης του ανθρώπου. Την φιλία την έχει στο γόνα: η φιλία του κρατάει λίγο, δεν είναι άξια εμπιστοσύνης, είναι έτοιμος να την αρνηθεί. Πβ.: Πάτσα μνιὰ μέρα, τώρα τοὺ Μάη, κάτ᾿ γαλατσίδγια καταῆς. Αὐτὰ τσακίσκαν ἀποὺ ρίζα κι γίνγκαν ἕνα μὶ τοὺ χῶμα. Πέρασα σὶ καναδγυὸ μέρις ἀποὺ κεῖ κι τὶ νὰ ἰδῶ; Εἶχαν φκιάσ᾿ γόνα. (Μικρόβαλτο Κοζάνης). Παπαδ.: Το χιόνι ήτον, όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ᾿ ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν πιθαμήν κάτω. Σολωμ.: Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι / γιὰ σας ὅλοι εἶναι χαρά, / καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει / στοὺς κινδύνους ἐμπροστά. (Εθνικός ύμνος). Γκοτζ.: Τότε αυτό πήγε με τα αίματα στο μαγαζί και κλάφτηκε στον πατέρα του, νεόφερτον απ᾿ την Αμερική, με ποδήματα, θυμάμαι, ως το γόνα. Καζαντζ.: Στα γόνα βόγγοντας σωριάζεται και τον σκεπάζει ο χάρος. Όμηρος: ἐπεὶ πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ᾿ ἔλυσεν (Καζαντζ.: πολλών κι αντρόκαρδων τα γόνατα έχει λύσει) | < αρχ. ελλ. γόνυ.
γονής ο: γονέας, γονιός. Πληθ. γονήδες οι. Λασκ.: Σε τούτο το καταφύγιο της Αηδίας, ο νιόγαμπρος, και μετέπειτα ο γονής, περνάει όλη του την ημέρα και μέγα μέρος της νύχτας μαζί με όλους τους άλλους. Παρ.: «Ο γονής δεν ελυπήθη τ᾿ αμπέλι και το παιδί ελυπήθη το σταφύλι.» | < αρχ. ελλ. γονεύς.
γοργά: επίρρ. γρήγορα, ταχέως, τα κόσια. Δημ.: Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει. Βλ. & ψωλή η, γοργός ο.
γοργός -η -ο: γρήγορος και συγχρόνως ζωηρός και σβέλτος. Γοργοπόδαρος ο. Δημ.: Έχεις ποδάρια να σταθείς και μάτια ν᾿ αντρανίσείς; / έχεις και γοργοδάχτυλα ν᾿ αλλάξεις δαχτυλίδια, / και χέρια γοργογύριστα να στεφανογυρίσεις; Όμηρος: …κινάει κι αυτός στη μάζωξη, χαλκό φουντώνοντας κοντάρι, όχι μονάχος᾿ δυο γοργόποδα σκυλιά τον ακλουθούσαν. (Καζαντζ. – Καρκιδ.)| μσν. γοργός, ελνστ. σημ.: ζωηρός, αρχ. σημ.: άγριος, βλοσυρός. Βλ. & βρόντος ο, σκούνα η.
γουντσάρι το: το κάτω μέρος του ποδιού, από το γόνατο και κάτω, λέγεται και (η) γουντζαρίδα | πιθ. από το γόνατο < ελνστ. γόνατον < του αρχ. ελλ. γόνυ.
γονώ & γονίζω: γονατίζω, πέφτω στα γόνατα για να κάνω μια δουλειά, καταπιάνομαι δυναμικά και αποφασιστικά. Λ.χ. Γούντσα μια πίτα να την πάρουμε για το δρόμο | αρχ. ελλ. γόνυ.
Γούλας ο & Γούλης ο: ο Γιώργος, Γκόγκος.
γούλι το: το μέρος του τομαριού κοντά στο κεφάλι του ζώου.
γουλί το: το τελείως ξυρισμένο κεφάλι, χωρίς ούτε μία τρίχα, σαν γλόμπος· ο τρυφερός βλαστός του λάχανου. Κουρεύτηκε γουλί. Ο Αιμίλιος κατά καιρούς έχει πειραματιστεί με το μήκος των μαλλιών. Άλλοτε μακριά, άλλοτε πιο κοντά και τώρα…γουλί! | < μσν. γουλίν < αγλίον υποκορ. του αρχ. ελλ. ἡ ἄγλ(ις): σκόρδο -ίον . Βλ. & ξούρα η.
γουλιανός ο: μεγάλο ψάρι του γλυκού νερού. Μαζί, σήμερα, ψάρεψαν δεκάδες γριβάδια, πεταλούδες, αλλά και μερικούς ακόμη μεγάλους και μικρότερους γουλιανούς, σε μια από τις καλύτερες ψαριές των τελευταίων μηνών! | < αρχ. ελλ. γλάνις ή γλανίς.
γομάρι το & γουμάρι το: το γαϊδούρι, όνος· φορτίο· μτφ. δυνατός, σωματώδης, χεροδύναμος άντρας. Μακρ.: …καὶ οἱ ἀφεντάδες μας περπατοῦνε μὲ τἱς καρότζες τους, καὶ οἱ ἀγωνισταὶ δὲν ἔχουν οὔτε γουμάρι· καὶ ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ διακονεύουν εἰς τὰ σοκάκια. Φαίνεται από αυτό ότι τα σαμάρια οπού ᾿χουν φκειασμένα φοβάται ο ένας από τον άλλον να μη σαμαρώση τα γουμάρια ο ένας και χάση ο άλλος, αυτό είναι κι᾿ όχι άλλο. Το κακόν είναι ότι πλήγωσε η ράχη όλων των γουμαριών σαμαρώνοντας αυτείνοι και φορτώνοντας όλο λιθάρια… ΦΡ. Μι τσειρά ξιούντι τα γουμάρια: με τη σειρά ξύνονται τα γαιδούρια. ΦΡ. «Γομάρι ξεκαπίστρωτο»: μτφ. ο ανεξέλεγκτος, α ασυγκράτητος, αυτός που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Η ΦΡ. «Είσαι για το γουμάρι καβάλα» λέγεται μτφ. για κάποιον θεωρείται άτιμος, που αξίζει να διαπομπευθεί· «Θα σε χέσω το γομάρι»: Σύμφωνα με τον Ναστούλη, η φράση κρατάει από το βυζαντινό έθιμο της διαπόμπευσης καβάλα σε γαϊδούρι· οι ακαθαρσίες που πετούσαν παριστάμενοι στο «θύμα» λέρωναν και το άτυχο ζώο. Μακρ.: Ἤθελαν νὰ μᾶς ὁρκίζουν σὰν γομάρια διὰ τὸ κέφι τους καὶ ὕστερα νὰ μᾶς λένε ἐπίορκους. Ἔρκομαι ἂκ τὰ᾿ ἀνάθεμα κι ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος, / ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην· / ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην. Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω / κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα. Καρκ.: Αληθινά ζωντόβολα, τρισχειρότερα κι από τα γελάδια κι από τα γομάρια τους! Πβ. Ερωτ.: Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, μηδέν κακαποδώσεις· γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις. Παρ.: «Ο νοικοκύρης βγάζει το γομάρι απ᾿ τη λάσπη.», «Υγεία έχουν κι τα γουμάρια αλλά μόνο γκαρίζουν.», «Απ’ τ’ αλογο στο γομάρι.», «Και παντρεμένος γάιδαρος κι ανύπαντρος γομάρι.» | μσν. γομάρι(ν) < ελνστ. γομάριον: φορτίο ζώου < υποκορ. του αρχ. ελλ. γόμος: φορτίο.
γόμαρος ο: το μεγάλο γομάρι (μεγεθ.). Βλ. & γομάρι το.
γουδί το: ξύλινο, μεταλλικό ή μαρμάρινο κοίλο σκεύος στο οποίο τρίβουν και κοπανίζουν με το γουδοχέρι διάφορα υλικά, κυρίως καρυκεύματα. Βαμβ..: Είχε ένα μπακιρένιο γουδί, πολύ μεγάλο, και με κάτι γουδοχέρια τεράστια κοπάνιζε τον καφέ, τον έβραζε και τον ήπια. Καββ.: …έτριβε τ᾿ άγια χρώματα σε πέτρινο γουδί | < μσν. γδι(ν) < μσν. ιγδίον < υποκορ. του αρχ. ἡ ἴγδ(ις) -ίον. Βλ. & σκορδάρι το, γουδοχέρι το.
γουδοχέρι το: κυλινδρικό εξάρτημα του γουδιού. Τσιφ.: Του Κάρολου μπορούσες να του βαράς την κεφάλα με το γουδοχέρι της σκορδαλιάς, αυτός εκεί. Κείνο που είπε. Και τα θαλάσσωνε. Παρ.: «Όλοι γουδί κι αυτός γουδοχέρι» | < Βλ. & γουδί το.
γουμαράγκαθο το: η άγρια αγκινάρα (επειδή το τρώνε τα γομάρια), το γαϊδουράγκαθο. Το γαϊδουράγκαθο ή κουφάγκαθο ή αγκάβατος ή ονόπορδο ή αγιάγκαθο ή κνίκος ή καλάγκαθο ή κορδοσέντο ή κορδοσάντο ή καρδισάντο ή άθαφτος ή κορνηλιά ή Silymbum marianum ή Onopordon ή Centaurea benedicta ή Cnicus benedictus. Παρ.: «Η γκαμήλα αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της.»
γουμαριάης ο: λέγεται σκωπτικά για κάποιον που είναι δυνατός, χεροδύναμος, σωματώδης, ογκώδης, χοντροκαμωμένος, γομάρι | Βλ. & γομάρι το.
γουμαρνός -ή -ό: γαϊδουρινός. Γουμαρνή υπομονή | < Βλ. & γομάρι το.
γουμαρουγκυλτστιά η: εμπειρικός τρόπος για να υπολογίζεις το εμβαδόν χωραφιού ή οικοπέδου. Ο χώρος που χρειάζεται για να κυλιστεί ένας γάιδαρος. ΦΡ. Μια γουμαρουγκυλτστιά τόπος: μικρό χωράφι, κομμάτι γης. Πβ. Παπαδ.: Ἡ γρια-Πινάκαινα εἶχε γλιστρήσει, φαίνεται, κι αὐτὴ ὀλίγον τόπον παρακάτω, ὅσον διὰ «νὰ πέσῃ ἕνα γαϊδούρι νὰ κυλισθῇ», ἢ διὰ νὰ δέσῃ τις μίαν αἶγα, περιτρέχουσαν μὲ τὸ σχοινίον της ὡς ἀκτῖνα περὶ ἓν δένδρον. Βλ. & γομάρι το.
Γούμενος ο: Ηγούμενος. Παρ.: «Αλλού με τρίβεις, Γούμενε, κι αλλού έχω τον πόνο.»
γουρλής ο & γουρλού η: αυτός που φέρνει γούρι, καλή τύχη, καλότυχος. Ένας… γουρλής θα βρεθεί την Τρίτη στον δρόμο του Ολυμπιακού και στην προσπάθεια των «ερυθρόλευκων» να φύγουν με την πρόκριση. «Μήπως είμαι γουρλής;» αναρωτιέται ο Κ. Μ. με ανάρτησή του στο Twitter. Ο πατέρας γκαντέμης, ο γιος γουρλής! | < τουρκ. uğur(lu) -λής κατά τη λ. γούρι· γουρλ(ής) -ού. < τουρκ. uğur: καλό σημάδι, καλή τύχη -ι.
γουρλίδικος -η -ο: που φέρνει γούρι, τύχη. Καρκ.: Τέτοια γουρλίδικη κότα θα σφάξεις!
γούρνα η: μικρή φυσική κοιλότητα, βαθούλωμα, συνήθ. σε πέτρα ή σε βράχο, όπου μαζεύεται νερό, λάκκος, λεκάνη. Δημ.: Ροκάνισε το σίδερο, σα σκύλα τη μαγκούρα / και πιε νερό της γούρνας μου, κι ύστερα να σ᾿ ανοίξω. Παπαγ.: Όταν στα νοσοκομεία βλέπουμε τα σωθικά μας στις οθόνες μάς πιάνει σύγκρυο: αντί να δούμε όργανα διατεταγμένα, καθαρά και αναγνωρίσιμα, αντικρίζουμε ένα χάος. Θυμίζουν βυθό της θάλασσας, γούρνα με βρόμικα νερά, θύελλα μαύρης βροχής | < μσν. γούρνα < γόρν(η) < ελνστ. γρώνη: τρύπα, βαθούλωμα. Βλ. & λαγωνικό το, λάντζα η, αλόγατο το.
γουρνάρης ο: αυτός που φροντίζει ή βόσκει γουρούνια, ο χοιροβοσκός, παραδοσιακό παιδικό παιχνίδι. Γκοτζ: Άλλοτε έπαιζαν τη «γ᾿ρούνα» ή τη «γαϊδούρα». Στην πρώτη βαστούσαν από ένα ραβδί γερό και φυλάγοντας ο καθένας την τρύπα του χτυπούσαν παράλληλα ένα κομμάτι ξύλο, κουλορίζι, που πετιόταν από δω κι απο κει, ενώ ο «γ᾿ρουνιάρης» είχε το νου του να πιάσει στό μεταξύ κανέναν ξένο «βώλο» κι έτσι ν᾿ απαλλαγεί απ᾿ το οχληρό αξίωμα του. Βλ. & γρούνι το.
γουρνοκούμασο το: κουμάσι για τα γουρούνια. Βλ. & γρούνι το.
γουρνοτόμαρο το: το τομάρι του χοίρου· Πβ. γιδοτόμαρο, λαγοτόμαρο, γελαδοτόμαρο, κατσικότόμαρο κ.α.
γουρνοχαρά η & γουρουνοχαρά η: το γλέντι, τσιμπούσι που γίνεται κατά τη σφαγή γουρουνιών· μτφ. κατάσταση ευθυμίας, γλέντι, φαγοπότι. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις – τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά, ποιά ημέρα θα έσφαζε η κάθε μια το γουρούνι της. Επειδή η όλη διαδικασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, η ημέρα αυτή καθιερώθηκε και ως «γουρουνοχαρά» ή «γρουνουχαρά». Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν «έλα να σφάξουμε το γουρούνι», αλλά «έλα, έχουμε γουρουνοχαρά». Βλ. & γρούνι το.
γουρνοτσάρουχο το: το τσαρούχι από δέρμα χοίρου. Καρκ.: Aπό το γόνα έως κάτω αγραφιώτικη σκάλτσα, κοντοκομμένη, έπαιρνε μέσα τις κνήμες κι εχώνευε στα χιαστά δεσίματα υγρού γουρνοτσάρουχου. Βλ. & γρούνι το.
γουρλομάτης ο / γουρλομάτα η & γκουρλομάτης: που έχει γουρλωτά μάτια. Δείτε το επεισόδιο «Ο Γουρλομάτης Γάιδαρος» με αγγλικούς υπότιτλους. Μάτα, η γουρλομάτα μαύρη γάτα. Πάλλ.: Κατάκορφά ᾿χε αγριόθωρη Γοργόνα γουρλομάτα / με την Τρομάρα από δεξά, μ᾿ από ζερβά το Φόβο | < μσν. γουρλομάτης < γουρλωνομάτης.
γραβαλνώ: κάνω θόρυβο, σκαλίζω, μαστορεύω. ΦΡ. Τι γραβαλνάς όλη την ώρα; Πβ. Παρ.: «Η κότα γραβαλίζοντας το μάτι της το βγάνει.»
γραβάνης ο: ζωηρός, τεμπέλης, ατίθασος, αυτός που δεν καταλαβαίνει. Ο μικρός βγήκε γραβάνης.
γραδάρω: μετρώ, βρίσκω την πυκνότητα του υγρού με γράδο, με πυκνόμετρο | < ιταλ. graduare.
γράδο το: ο βαθμός πυκνότητας ενός υγρού, η περιεκτικότητα σε αλκοόλη· πυκνόμετρο Στη ΦΡ. Παίρνω τα γράδα: υπολογίζω, σημαδεύω, Ήρθε στα γράδα του, για κάποιον ή για κάτι που έρχεται σε κατάσταση ισορροπίας ή αποκαθίσταται η λειτουργία του. Παπαδ.: Την ιδίαν στιγμήν η νεωτέρα, ωφεληθείσα από την απομάκρυνσιν της μητρός, έλαβε ποτήριον, κι εδοκίμαζε το πρωτόβγαλτο ρακί, την «σούμα», ίσως διά να ιδεί «πόσα γράδα είναι.» Πρέπει και η τηλεόραση να βρει τα γράδα της, αιφνιδιάστηκε και αυτή όπως όλοι μας | < ιταλ. (βενέτ.;) grado.
γραδόμετρο το: όργανο που μετράει τα γράδα, (βλ.λ.) χρησιμοποιείται στην παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών. Ανάλογα έχουμε αλατόμετρο, πεχάμετρο, βινόμετρο, διαθλασίμετρο κ.α.
Γραικία η: η Ελλάδα, η χώρα των Γραικών | < Βλ. & Γραικός ο.
Γραικός ο & Γραικιά η: Έλληνας, Ρωμιός, παλαιότερη ονομασία των Ελλήνων, που είχε επικρατήσει κυρίως στα χρόνια της Tουρκοκρατίας. Καβάφης: …για να παρουσιασθεί στην Pώμη καθώς πρέπει, / σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης. Παπαδ.: – Κατάρα! κεραυνός! κόλασις! ἠκούσθη ὠρυόμενος ὁ ἀρχιπειρατής. Ἰδικοί σας εἴμεθα, Γραικοί! ἔκραξεν ὁ πρῶτος τῶν νεωστὶ ἐλθόντων πρὸς τὸν Μούχραν. Ελύτ.: Φέρνω στη φούχτα μου για σας μέλλουσες μαργαρίτες / Γραικές που εβάλατε κουφέτο του Άδη. Δημ.: Σκυλιά κι αν με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη. / Ας είν᾿ ο Όδυσσεύς καλά κι ο καπετάν Νικήτας, / που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι. Καβ.: …έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε / (κι ας μην τ᾿ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά, / που δεν κατάφερε, μ᾿ όλην την δεξιότητά της, / την Βασιλείαν ν᾿ αποκτήσει· μα την πήρε / σχεδόν μέσ᾿ απ᾿ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης. – Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Aρμένιοι, Μήδοι | < αρχ. ελλ. (διάλεκτ.) εθν. Γραικός (όν. των Ηπειρωτών Δωριέων) & ελνστ. αντδ. Γραικός < λατ. Graecus < αρχ. ελλ. Γραικός. Βλ. & πανωκέφαλα.
γραίνω: ξεχωρίζω, αραιώνω με τα δάχτυλα το μαλλί κατά την επεξεργασία του, το ξεπλέκω, ώστε να γίνει τελικά κλωστή· άγραντος: αυτός που δεν τόν έξαναν, ο άξαστος (για ενδύματα) αυτός που φθείρεται δύσκολα, ο στερεός. Παρ.: «Άγραντα (ή άγνεστα) κι αΰφαντα και στ᾿ ανώι απλωμένα», «Γράνε μαλλί, να φας ψωμί.», «Ήρθα για να ξανασάνω κι εύρηκα μαλλί να γράνω.» Αραβαντ.: γραίνω: διαλύω τα περιπλεγμένα έρια· εκ του ραίνω.
γράμμα το: συνηθ. στον πληθ. γράμματα, οι ζωγραφιές, τα σχέδια, τα στολίδια πάνω σε υφάσματα, κεντήματα ή υφαντά, οι σκουρόχρωμες δερματοστιξίες (συνήθως σταυροί) στο μέτωπο ή στα χέρια, οι οποίες γίνονταν παλιά με βελόνι και στάχτη. Η γιαγιά μου είχε γράμματα στα χέρια και τους καρπούς.
γραμματίκι το: η καρδερίνα.
γραμματικιάης ο: αυτός που πιάνει κι εκτρέφει γραμματίκια, καρδερίνες· Πβ. περιστεριάης ο: που ασχολείται με περιστέρια.
γραμματιζούμενος -η -ο: γραμματισμένος, αυτός που έμαθε γράμματα και λογαριάζεται ως σπουδαγμένος. Χρησιμοποιείται και το γραμματισμένος με την έννοια του μορφωμένου, του πτυχιούχου κτο. Πβ. Γκοτζ.: Ο πατέρας μου, αντίθετα προς όλους σχεδόν τους άλλους χωριανούς, είχε από φυσικού του μεράκι για γράμματα και δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει συντροφιά πρόσωπα ανώτερά του, προπαντός γραμματισμένους. Καζαντζακ.: «Δεν ήταν θάλασσα», διόρθωσε ο παπα-Γιάνναρος, «ήταν λίμνη· η λίμνη της Γενησαρέτ.». «Τι έχει να κάνει;», είπε ο γερο-ψαράς νευριασμένος, «αυτά σας τρώνε εσάς τους γραμματισμένους.»
γραμματικός ο: γραμματέας, γραφέας, αυτός που, τουλάχιστον, ξέρει γραφή και ανάγνωση. Καρκ.: Eίνε δικαστές και εισαγγελείς και πρόεδροι που ακούν και γραμματικοί που στρώνουν στο χαρτί αμέσως ό,τι ξεστομίσεις, σοβαρό είτε αστείο. Βαμβ.: H χριστιανή που μου κάνει το γραμματικό λέει πως οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρος σε όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τούς συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά. Γκοτζ.: «Δε βαριέσαι! Σάματι θα γίνω γω παπάς ή γραμματικός;» Σ’ αυτές τις δύο κατηγορίες ήταν απαραίτητα τα γράμματα, οι άλλοι μπορούσαν να κάμουν και χωρίς αυτά. Αίν.: «Ένα πράγμα ήτο, και τι πράμα που ΄ταν! Κέρατα είχε, βόδι δεν ήτο, σαμάρι εφόρει, γάιδαρος δεν ήτο, έγραφε, γραμματικός δεν ήτο, και τι θάμα που ήταν! (ο σαλίγκαρος – Πελοπόννησος).»
γραμμένος -η -ο: λέξη με τη γενικώς θετική σημασία καλός, όμορφος ζωγραφιά. Δημoτ. Σήμερα και τα κορίτσια στέκονται σαν κυπαρίσσια. Σήμερα, γραμμένα μ᾿ μάτια. Μέσα σε τούτον το σοφρά, γραμμένα μάτια μ᾿ και παρδαλά, σε τούτο το σουμπέτι / τρεις μαυρομάτες μας κερνούν, γραμμένα μάτια μ᾿ και παρδαλά, κι οι τρεις αράδα αράδα. Σ᾿ ἀφήνω τὴν καλονυχτιὰ / ἀγάπη μου γραμμένη / κι ἐγὼ θὰ πάω στὴ μάνα μου /μὲ τὴν καρδιὰ καημένη. Παλαιός και δυνατός πότης έλεγε συχνά: «Αχ, βρύση μ᾿ γραμμένη, να ᾿βγαζες ρακή αντί για νερό!» ΦΡ. «Γραμμένος, χρυσός.» Ο Αραβαντ. σημειώνει γραμμένο το: γραφτό, περικαλλές. Ο Βλαστός αναφέρει τη λέξη λιογραμένη, ως συνώνυμη της όμορφης γυναίκας, δίνει επίσης μοιρόγραφτος, γραμμένος, προνοιασμένος προαποφασισμένος, ταμένος προαγγελμένος, επαγγελμένος. Στίχ.: Ρίχνει βόλια η ματιά της / η πλεξούδα η ξανθιά της / με τα φρύδια τα γραμμένα / τα κουμπούρια γεμισμένα / ξεχειλά δροσά και νιάτα / η Μαλάμω η χωριάτα / με λαχτάρα την κοιτάζουν / τραγουδούν κι αναστενάζουν (Ευτ. Παπαγιαννοπούλου) | < πιθανότατα σημαίνει ζωγραφιστός, από το γράφω, με τη σημασία του ζωγραφίζω· το «γραψίμι» είναι λέξη με αρνητική σημασία. Βλ. & φαμελίτης ο.
γράνα η: υδραγωγός, χαντάκι στο χώμα για τα νερά της βροχής, αυλάκι. Κολ.: Ἦτον μακριὰ ἕνα μίλι, καὶ τὸ μισὸ ἦτον γράνες ἀμπελιῶν. Τοὺς λέγω: «Νὰ φτιάσομε μία γράνα ἐδῶ».
γραπάτσωμα το: γερό κράτημα, στήριξη, πιάσιμο.
γραπατσώνω & γραπατσώνομαι: αρπάζω, πιάνω καλά, κρατώ. Παθήτ. γραπατσώνομαι: τσακώνομαι, πιάνομαι δυνατά, κρατιέμαι από κάπου να μην πέσω. Μτχ. γραπατσωμένος. Πετρ.: Ο συγγραφέας είναι ένα ασήμαντο ον, που ελάχιστα μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία. Το ελάχιστο είναι, ήδη, μια ελπίδα. Γραπατσώνομαι από το ελάχιστο.
γραψίμι το: άτιμο, ανάξιο εμπιστοσύνης, ανάγωγο. Βλ. & γραμμένος ο.
γρέζι το: ρίνισμα, τρίμμα σιδήρου ή άλλου μετάλλου που βγαίνει κατά την επεξεργασία τους (κοπή, συγκόλληση κτλ.)· μικρή ανωμαλία επίπεδης, ομαλής επιφάνειας, «σπυράκι». Τι γίνεται τελικά όταν αρχίζουμε να βλέπουμε γρέζια στην μαγνητική τάπα κατά την αλλαγή των λαδιών; Μπήκαν γρέζια στο μάτι. Γρέζια σοκολάτας. Γρέζια στο δέρμα γύρω από τα δάχτυλα | < ιταλ. greggio.
γρέκι το: αγρέκι, κρυσφήγετο άγριου ζώου, λημέρι, σπηλιά, καταφύγιο, πρόχειρο περίφραγμα· κατοικία. Δημ.: Το πως αποκοιμήθηκα τρεις χρόνους σ᾿ ένα γρέκι, κι όντα ξυπνώ ο έρημος νε πρόβατα νε γίδια, παίρνω νερό και νίβομαι μαντήλι και σφουγγιώμαι και παίρνω δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια. Αραβαντ.: γρέκι το: η κοίτη του λαγωού, Παρ.: «γένηκε γυαλί το γρέκι.» | < τούρκ. eğrek: αυλάκι. Βλ. & γρεκιάζω.
γρεκιάζω: πιάνω γρέκι. Σιδ.: Στη Μελανή, δεξιά απ’ το Κεράσοβο κατά τη δύση πήγαν και γρέκιασαν άλλοι τόσοι Έλληνες με τα κοπάδια τους. Βλ. & γρέκι το.
γρέντα η & γρέντωμα το: η ξάπλα, το αραλίκι, οριζοντίωση· μτφ. η τεμπελιά, η απραξία. Μάσα, ποτό και γρέντωμα | < Βλ. & γριντιά η.
γρεντωμένος -η -ο: ξαπλωμένος σε ευθεία θέση, οριζοντιωμένος, αραχτός. Όλη μέρα γρεντωμένος, δουλειά ντιπ.
γρεντώνομαι: μτφ. ξαπλώνω ξαπλώνω με την άνεση μου, απλώνομαι, οριζόντια. Σιδ.: Ήταν τόσο ξεμέτοχος και λοζιωμένος με τις σκέψεις του, που λίγο ακόμα δεν γρεντώθηκε στο χώμα. Παπαευαγγ.: Αφού τουν έλουσι του Φώτ΄ η Φώτινα, γριντώθκαν στου μαντζάτου στου ξυλουκρέβατου – Η Ντιόντιους έρχιτει μέσα κι γριντώνιτει σ΄ν άκρια. Τίπουτα ιγώ… Άστουν να δούμει τι χαλεύει να φκιάσει | < Βλ. & γριντιά η.
γρηπίδα η: κρηπίδα, πέτρινη πλάκα, μήκους 10 με 15 εκατοστά, τοποθετημένη πριν τη σκεπή. Οι γρηπίδες προεξείχαν και προστάτευαν το σπίτι από τα νερά της βροχής. Από πάνω έφτιαχναν τα ζνάρια, τις γριντιές και τη στέγη με σκίζες και πέτρες που μετέφεραν από τα βουνά της περιοχής. Γρηπίδα λέγονταν και το θεμέλιο του κτίσματος. Κρηπίδα ονομάζεται ακόμη η βάση με κλίμακες στους αρχαίους ελληνικούς ναούς. Είχε συνήθως τρία σκαλοπάτια, ενώ στο τελευταίο στηρίζονταν οι κίονες και όλος ο ναός. Σε περίπτερους ναούς με κίονες λεγόταν στυλοβάτης ενώ σε ναούς χωρίς περιμετρικές κολώνες καταγράφεται ως τοιχοβάτης. «Σιμφόνζαν όπους η παρέα του μι χτίσι του σπίτι μου. κάτου μαντζάτου, χαϊάτι κι σάλα κι πάνου 2 νοντάδες κι σάλα. Ι τιμί ίνι η ιξίς: 13 δραχμές τουν πίχι μι ψουμί, 9 δραχμές τουν πίχι η γριπίδα μι πιτρόπλακα κι νζιάκι μι λάκου κι μπουχάρι. Θα δόσου 500 δραχμές καπάρου, 500 στα σχουλάσματα κι τα ηπόλιπα μι σφαχτά, σιμφουνιμένα προς 170 δραχμές του σφαχτό. Υπογράφουν το αφεντικό Τσίμπλης ζίσις και η μάστουρας Καψάλης Φώτης.1957.» Ο τεκτονικός πήχης ήταν 0,75 μέτρα (75 εκατοστά) | < αρχ. ελλ. κρηπίς: το κρηπίδωμα, στην αρχαία αρχιτεκτονική.
γρίβας ο: σταχτύ, ψαρί, γκρίζο άλογο. Δημ.: Δεν μπορώ καημένε γρίβα, γιατί μ΄ έχουν λαβωμένο, στη καρδιά πετυχημένο. Σύρε σκάψε με τα νύχια, με τ’ αργυροπέταλά σου, τράβηξέ με, με τα δόντια, ρίξε με μέσα στο χώμα. -Για βάλτε και το γρίβα μ᾿, να τραβάει κι αυτός. -Κώστα, τραβάει κι ο γρίβας και δε σκώνεσαι | < ίσως < γοτθικό grêwa: γκρίζος –ς.
γριβάδι το: είδος μεγάλου ψαριού των γλυκών νερών. Μια καταπληκτική και πεντανόστιμη συνταγή είναι γριβάδι πλακί, δηλαδή μαγειρεμένο στο φούρνο σε ταψί | < μσν. γριβάδι < πιθ. γρίβο, εξαιτίας του γκρίζου χρώματος. Βλ. & γουλιανός ο, τσιρόνι το.
γρίβος -α -ο: σταχτής, γκρίζος, ψαρός, λ.χ. γρίβα γένια, γρίβο άλογο κλπ. Αίν.: «Σαράντα γρίβα άλογα σε μια σπηλιά δεμένα.» (στόμα και δόντια). Πβ. Καζαντζ.: …για με τον πόλεμο τον κυρ φονιά, το γριβοκαβαλάρη! Βλ. & δρένιος ο.
γρικώ: καταλαβαίνω, ωριμάζω, φρονιμεύω, μιλώ. Ερωτ.: Εγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ᾿ εγρικήθη / πως για να το ᾿χου θάμασμα στον Κόσμον εγεννήθη. – Η γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα, / πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα. Βλ. & αγρικώ.
γριντιά η & γρεντιά η: δοκός, μεγάλο δοκάρι για το ταβάνι και την σκεπή. Από τις γρεντιές σε καρφιά κρέµονταν οι πλεξίδες µε τα κρεµµύδια και σκόρδα της χρονιάς. Σύμφωνα με την παράδοση των μαστόρων, η γριντιά έπρεπε να κοπεί νύχτα χωρίς φεγγάρι, με τη σελήνη στη χάση της, αλλιώς την έτρωγε το σαράκι· η συνήθεια τηρείται ακόμη. Ανάλογες φροντίδες υπήρχαν και αλλού, για την ξυλεία των πλεούμενων. Σε συμφωνητικό εποχής διαβάζουμε για «χωρίσματα δωματίων μετά Γρεντέδων.» (Η γενική παραπέμπει είτε σε τύπο ο γρεντές είτε σε θυλυκό ή γρεντέδα, που είναι και το πιθανότερο. Η ρουτίνα της εργασίας τους ήταν η μεταφορά ξυλείας, (γριντιές, καυσόξυλα και ξυλοκάρβουνα) από το βουνό στον κάμπο. Γκοτζ.: Μα και τ’ άλλα ντουβάρια κι οι γρεντιές ψηλά κι οι πλάκες αποπάνου, όλα ήταν καπνισμένα: έβρισκες εκεί όλες τις αποχρώσεις του μαύρου, από τη βαθιά του βερνικιού, ίσαμε τις ανοιχτές του κεχριμπαριού. Παρ.: «Κάνει τη γρεντιά μάνταλο.»
γρόμπος ο: σβώλος, εξόγκωμα, καρούμπαλο, σφαιροειδές κομμάτι. Γκοτζ: – Να, ψυχούλα μου, έχεις! και της έδειχνε τη μούστα που βάσταγε, ψωμί τριμμένο με λάδι, καμωμένο γρομπούλι. – Πίσω όμως πέφτει η Παναΐα, το Γκρίμπαβο, άλλα χειμαδιά με μπιστικούς και τσελιγκάδες, βλαχουριά απ᾿ το Ξεροβούνι, που μυρίζουνε τυρόγαλο ή τραγίλα, μα η καρδιά τους είν᾿ ένα γρομπούλι μάλαμα.
γρόσι το: νόμισμα, το 1/100 της τουρκικής ή της αιγυπτιακής λίρας· τα γρόσια: τα χρήματα, η περιουσία. Δημ.: Μαύρα μάτια στο ποτήρι, / γαλανά στο παραθύρι. Δώσ᾿ μου τα, καλέ κοντούλα, / δώσ᾿ μου τα να τ᾿ αγοράσω. / Δώσ᾿ μου τα να τ᾿ αγοράσω / κι ό,τι έχω ας το χάσω. / Δεν πουλιό, μωρέ λεβέντη, / δεν πουλιόνται αυτά με γρόσια / Δεν πουλιόνται αυτά με γρόσια, / μ᾿ εκατό και με διακόσα. Κολοκοτρ.: Εις τον καιρό μου, το εμπόριο ήτον πολλά μικρό, τα χρήματα ήσαν σπάνια, το τάλληρο το επρόφθασα τρία γρόσια, και όποιος είχε 1000 γρόσια, ήτον πράγμα μεγάλο, και έκαμνε κανείς δουλειαίς, όσαις τώρα δεν έκαμνε με χίλια βενέτικα. Παραδοσ.: -Γιατί δεν τρως αφέντη και δε χαίρεσαι; / τα σπίτια κι αν μας κάψουν, άλλα φτιάνουμε, / αν μας γυρέψουν γρόσια, φλωριά δίνουμε, / τα πρόβατα αν μας πάρουν, άλλα παίρνουμε, / ας είν᾿ καλά οι Βλάχοι στ᾿ Ασπροπόταμο. – Οι νιοί θέλουνε χάιδεμα κι οι Τούρκοι θέλουν γρόσια / και τα πρωτοπαλίκαρα λουφέ να τ᾿ αυγατίσεις. Πβ. Παρ.: «Κάλλιο πετσού νοικοκυρά παρά γροσού μουρμούρα.» «Γρόσια γύρευε ο φτωχός, παιδιά του ᾿δινε ο Θεός», «Στα εικοσι πέντε η γνώση και στα τριάντα το γρόσι.» | < μσν. γρόσι(ν) < ιταλ. αρσ. grosso, πληθ. grossi. Βλ. & βεζιροπούλα η.
γρούνι το: γουρούνι, γκουτσιούνι, χοιράδι. Παρ.: «Το γρούνι μανάρι δε γίνεται.» < αρχ. ελλ. γρώνα: θηλυκός χοίρος. Βλ. & γουρνάρης ο.
γρουσουζεύω: φέρνω γρουσουζιά, κακοτυχία, γκαντεμιά. Δεν ξέρω ποιός ρουφιάνος με γρουσούζεψε και σήμερα φυσούσε δαιμονισμένα. Σε γρουσούζεψε ο αρχιγκαντέμης. Ό,τι πιάνει στο στόμα του το γρουσουζεύει. Βλ. & γρουσουζιά η.
γρουσούζης ο & γρουσούζα η: που φέρνει γρουσουζιά, ατυχία, γκαντέμης· το αντίθετο του γουρλή. Παρασκευή και…13 – Γιατί η μέρα θεωρείται…. γρουσούζα. Είμαι γρουσούζα τελικά… Έβρεξε! Μόλ.: Το γρουσούζη, μωρέ, μη μου τον μελετάς, Χατζατζάρη. Μόλις με δει, νομίζει πως βλέπει το χάρο του | < γουρ-: τουρκ. uğursuz –ης= κακοσήμαδος.
γρουτσιάδι το: ο επιβήτορας τράγος.
γκουτσιούνι το: γουρούνι, χοίρος. Υποκορ. γκουτσιουνούλι το. ΦΡ. μτφ. γκουτσιουνίσιος θάνατος: μαρτυρικός, επώδυνος, σκληρός θάνατος | < πιθ. ηχομιμητική λέξη.
γυαλαμπούκας ο: κοροϊδευτικά αυτός που φοράει γυαλιά, «τζαμαρίες», διοπτροφόρος.
γυαλένιος -ια -ο: γυάλινος. Δημοτ: Απόψε τα μεσάνυχτα, τρεις ώρες να ᾿βγουν τ᾿ άστρα / μού κλέψαν το βασιλικό απ᾿ τη γυαλένια γλάστρα.
γυαλί το: μτφ. το μπουκάλι, το ποτήρι, το ζευγάρι γυαλιά για τα μάτια. Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι. Χτύπησες καινούριο γυαλί;
γυαλοκοπώ: λάμπω σαν γυαλί, λαμποκοπώ, αναλάμπω, αστράφτω, στίλβω. Καζαντζ.: …λιγνή, μια σαρανταριά χρονών, με χείλια πορτοκαλιά, γιατί τά ᾿χε τρίψει με καρυδόφυλλο, και τα κορακάτα μαλλιά της γυαλοκοπούσαν αλειμμένα με δαφνόλαδο. Πιάτα στα χρώματα του σχολείου και κρυστάλλινα ποτήρια γυαλοκοπούσαν μπροστά σε κάθε θέση. Βλ. & ρεντιγκότα η.
γυαλόπετρα η: ο χαλαζίας.
γυναικίσιος -ια -ιο: γυναικείο, που ταιριάζει, συνηθίζεται σε γυναίκες. Εφτ.: Όσο για τα γυναικίσια τα φορέματα, δε μου φάνηκαν και πολύ διαφορετικά απ᾿ αυτά που βλέπουμε σε κοντινότερά μας χωριά.
γυναικολόι το: πολλές, πλήθος γυναίκες, γυναικομάνι. Πάλλ.: …και το γυναικολόγι τους ας το χορτάσουν άλλοι.
γυναικωτός ο: επιθ. λέγεται για κάποιον που κάνει «γυνακείες» δουλειές· θηλυπρεπής.
γυνί το: υνί. Παρ.: «Τα μακριά εκόντεψαν, τα ψηλά εχιόνισαν, τι έχεις έρμο γυνί και δεν δουλεύεις;»
γύρα η: η περιστροφή, βόλτα, περίπατος, σεργιάνι, ολοκλήρωση ενός κύκλου σε παιχνίδι με χαρτιά· μεταλλική στεφάνη. Γκοτζ.: Καμιά φορά ο ζουρλός αυτός έφερνε γύρες τα σπίτια, είδος διακονιά, πότε με τη μάνα του και πότε μοναχός του. – Τα λιγοστά χωράφια θα ’ταν άχρηστα στο χωριάτη δίχως το ζευγάρι κι ούτε μπορεί πάλι να τα φέρει γύρα δίχως γάλα και μαλλί. Μπακιρένια γύρα. Βλ. & χρεία η.
γυροβολιά η: περιστροφή γύρω από κάτι, περιστροφή κατ᾿ άξονα, γύρα, πλήρης περιστροφή του σώματος, βόλτα· περιστροφική, κυκλική φιγούρα στο χορό. Μακρ.: Τὸν δεχτήκαμεν· πῆγε εἰς τὴν ἐκκλησία κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ εἰς τὸ Σαράγι. Στάθηκε εἰς τὸν θρόνον· γυροβολιὰ εἰς τὸ δεξιόν του ὁ Ἀρμασμπέρης καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν οἱ ἄλλοι, τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὅλοι οἱ σημαντικοὶ Ἕλληνες. Μόλ.: Α! ωρέ σκουφιολόι [σ.σ. επειδή φοράει σκούφο], μωρέ πώς τα φέρν’ς γυροβουλιά. Μωρέ δεν πας κατά καπνού, συ και κειος, που θα μου πεις πως είν’ τίμνιος. Όσο τίμνια είν’ κι η αλ’πού | < μσν. γυροβολ(ώ): γυρίζω σε κύκλο (< γυρο- + -βολώ) -ιά. Βλ. & γαμπρίζω.
γυρολόγος ο: πλανόδιος έμπορος, που γυρίζει στο δρόμο. Παπαδ.: Η κυρα-Σταυρούλα δεν τας άφηνε ποτέ να εξέρχονται εις την αυλήν. Κι η ιδία δεν εξήρχετο ποτέ να κάμει τρία βήματα ως την αυλόπορταν, διά να ψωνίσει τίποτε από κανένα γυρολόγον ή μανάβην, χωρίς να κλειδώσει καλά την θύραν, και να βάλει το κλειδί εις την τσέπην της. Κ. Καραστάθ.: Κι όταν τις Τετάρτες έφτανε στον τόπο τους ο γυρολόγος και περιφερότανε στις γειτονιές, διαλαλώντας, ανάμεσα στ᾿ άλλα, και τις πήλινες πίπιζες, ο Φώτης εκλιπαρούσε τη μητέρα του για μία μονάχα απ᾿ αυτές, την πιο φτηνή.
γυρεύω: ψάχνω, προσπαθώ να βρώ κάτι, αναζητώ, θέλω, επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να πετύχω, χαλεύω. Τι γύρευαν στον Ευαγγελισμό 7 βουλευτές;. Τι γύρευαν οι οπαδοί της Άντερλεχτ στο Λέστερ; Τρέχα γύρευε. Τι γύρευαν οι φουσκωτοί στο συμβούλιο; Παρ.: «Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε.», «Ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει.», «Ακόμα δε βάλαμε την κότα και γυρεύει τα πουλιά.», «Όποιος κάθεται καλά και πέλαγο γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει.», «Ο ξένος και ο ποταμός τον τόπο του γυρεύει.», «Παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις.», πβ. «Άλλο είναι το δανεικό κι άλλο είναι το γυρευτό.», «Πολυγυρεμένη κόρη, κακά στραβά παντερεύεται.» | < μσν. γυρεύω: ψάχνω < ελνστ. γυρεύω (γῦρ(ος) -εύω): τρέχω σε κύκλο, περιπλανιέμαι. Βλ. & έμορφος ο, μαραζιάρης ο, κάλλια.
γυφταριό το: σπίτι, κατοικία, εργαστήρι, κονάκι γύφτου· ακατάστατο σπίτι, δωμάτιο· οι γύφτοι. Παπαδ.: Οἱ τρεῖς φίλοι, ἀναγκασθέντες ἐκ τῶν ἐνόντων ν᾿ ἀγοράσουν ψωμὶ καὶ κρασί, διηυθύνθησαν εἰς τὸ γυφταριὸ τοῦ Νικόλα.
γυφτίζω: συμπεριφέρομαι σαν γύφτος, μτφ. τσιγκουνεύομαι. Για τα ενοίκια έχω ακούσει ότι μερικοί το γυφτίζουν, αλλά όχι τίποτα κραγμένες περιπτώσεις, ότι γίνεται παντού πάνω κάτω.
γυφτοκόνισμα το: περιπαιχτικά ο πολύ μελαχρινός, με σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Παπαδ.: …όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία.
γυφτόπιασμα το: λέγεται με προσβλητική διάθεση για κάποιον, γύφτος, με (υποτιθέμενη ή πραγματική) γύφτικη, τσιγγάνικη καταγωγή, γκουρμπετόπιασμα | < μσν. γύφτος < αρχ. ελλ. εθν. Aιγύπτιος.
γυφτοφάσουλο το: είδος (μικρού) φασολιού. Γκοτζ.: Για φαγητό είχανε κουρκούτι και γυφτοφάσουλα. Μα δεν τους άκουγες να μουρμουρίζουν. Πετρ.: Τα κοινά φασόλια ήτανε για το λαό, τα γυφτοφάσουλα τα αγόραζε η φτωχολογιά. – Τα μαυρομάτικα φασόλια δεν είναι παρά τα γυφτοφάσουλα, τα λέγανε έτσι επειδή είχανε ένα σημαδάκι κοντά στο φύτρο τους – Βράζεις γυφτοφάσουλα, τα στραγγίζεις, τα περεχύνεις με λαδόξιδο, όπου προσθέτεις μουστάρδα. Πβ.: Τσιφ.: Tο καλοκαίρι ανθίζουνε τα μοσκοφάσουλα και τα ζουζούνια του νερού τραγουδάνε σερενάτες.
γυφτοχαρατζής ο: οι φοροσυλλέκτες που μάζευαν το χαράτσι, οθωμανικό φόρο. Στον Άγγλο ιστορικό Φίνλεϊ διαβάζουμε: Το χαράτσι ενοικιάζετο πολλάκις εις τα χειρότερα καθάρματα εκ των περιστειχιζόντων έναν πασσάν και στην Ελλάδα κατεχωρείτο πολλάκις εις τους ελαχίστους υπαξιωματικούς των Αλβανών μισθοφόρων. Οι μισητοί ούτοι φοροσυλλέκται εκαλούντο υβριστικώς γυφτοχαρατζήδες. Το παρωνύμιον τούτον έλαβεν αρχήν εκ της λαϊκής γνώμης ότι οι Γύφτοι υπέκειντο εις την πληρωμήν διπλού χαρατσίου, και εσήμαινεν ότι οι Αλβανοί προσεπάθουν να μεταχειρίζονται ως Γύφτον πάντα άνθρωπον υποκείμενον εις το χαράτσι. Π.Π. Γερμανός: Συγχρόνως άλλοι Καλαβρυτινοί εφόνευσαν δυο σπαχήδες Τριπολιτζιώτες εις τα χωριά του Λιβαρτζιού και πάλιν άλλοι εις τον Φενεόν τους γυφτοχαρατζήδες | < γύφτος + χαράτσι.
Pingback: ΛΕΞΙΚΟ &La...