14 Φεβρουαρίου 2015 at 00:44

Η συνεισφορά της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης στο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη

από

Η συνεισφορά της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης στο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη

Περιοδικό Θέσεις. Τεύχος 120, περίοδος: Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2012*

Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

του Νικολάου Τσίρου

1. Εισαγωγή

Ο Παναγιώτης Κονδύλης γνώριζε πάντοτε στο πλαίσιο της εκτεταμένης επιστημονικής του δραστηριότητας να αποφεύγει τις κοντόθωρες περιχαρακώσεις των «πεδίων». Η προσωπική του εμβάθυνση σε ένα ευρύ φάσμα ιστορικών, πολιτικών, φιλοσοφικών, θεολογικών και κοινωνικών κειμένων ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτο να τον οδηγήσει στη γνωσιοθεωρητικά νηφάλια επιλογή της εκ του μακρόθεν παρατήρησης των ανθρώπινων πραγμάτων. Θα πρέπει εξ αρχής να συγκρατήσουμε την αυτοσυνείδητη αυτή επιλογή, της ως «third person» προσέγγισης του υλικού του. Ο Κονδύλης πίστευε ότι μονάχα ως εξ αποστάσεως αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε συγκεκριμένες καταστάσεις θα μπορούσε κανείς να μελετήσει τις βασικές δομές της ανθρώπινης πράξης.1 Η θέση αυτή καταμαρτυρά, αν μη τι άλλο, την προσωπική και επιστημονική εντιμότητα της επιλογής του: αν και η πράξη της απόφασης αφορμάται στο έργο του μόνον από το μεμονωμένο άνθρωπο και από την προοπτική της στοιχειακής ύπαρξης, εντούτοις η πράξη αυτή συλλαμβάνεται ανυποχώρητα στο πλαίσιο της συνεπούς αποκοπής της από κάθε ηθικοκανονιστική σκέψη.

Ο Κονδύλης αναζήτησε την αλήθεια μιας θεώρησης της απόφασης στον εσωτερικό, ανθρωπολογικό μηχανισμό που την καθιστά sine qua non στοιχείο της κοινωνικο-ιστορικής πράξης και όχι στο περιεχόμενο των ποικιλώνυμων ηθικοκανονιστικών αξιώσεων ισχύος. Έτσι φαίνεται ότι αν και κατεξοχήν στοχαστής της υποκειμενικότητας, επέλεξε το δύσβατο μεθοδολογικά μονοπάτι της αξιολογικά ελεύθερης έρευνας για τη θεμελίωση μιας αποσυμφυρμένης από κάθε μορφής Δέοντος θεωρίας της απόφασης.

Η περιγραφική θεωρία της απόφασης αναπτύσσεται στο εμβληματικό έργο του Κονδύλη υπό τον τίτλο: Ισχύς και Απόφαση: Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών. Η αξιοσημείωτη, παντελής απουσία παραπομπών, η διαυγής αλλά και πυκνή διατύπωση των επιχειρημάτων, καθώς και το ενίοτε γλαφυρά αποδεικτικό ύφος του κειμένου υποδηλώνουν την αγωνιστική προδιάθεση και ένταση του συγγραφέα του. Εκ προοιμίου θα διαπιστώσει ο αναγνώστης το αγεφύρωτο υπαρξιακό χάσμα μεταξύ μιας νέας μορφολογίας σκέψης που αποπειράται να προσεγγίσει μη ενδιάθετα και όσο γίνεται πιο αποστασιοποιημένα το πραγματολογικό συμβάν της απόφασης και ενός αγέρωχου προσωπικού στυλ γραφής που δεν αποφεύγει ή ακόμη εμφανίζεται και να αναμετράται με τις βιωματικές προσδέσεις και αμφιθυμίες του. Έτσι, διατυπώσεις του τύπου «το τίμημα της αξιολογικά ελεύθερης γνώσης είναι η ζωή, γι’ αυτό είναι μηδαμινές οι πιθανότητες να γίνει μια τέτοια γνώση κοινωνικά αποδεκτή»2 ή «η περιγραφική θεωρία της απόφασης θα πρέπει να χαρακτηρισθεί ως πλήρης μηδενισμός. Αυτός ο χαρακτηρισμός ανταποκρίνεται στα πράγματα, αν λέγοντας “μηδενισμός” εννοούμε τη θέση ότι ο κόσμος και ο άνθρωπος δεν έχουν ούτε αντικειμενικό νόημα ούτε αντικειμενική αξία»3 μπορούν εύκολα να παρερμηνευτούν, αν αποσπαστούν από το ευρύτερο κειμενικό συμφραζόμενο και από την ορισμένη γνωσιοθεωρητική προσέγγιση του Κονδύλη και ληφθούν μεμονωμένα υπόψιν, στην κυριολεκτική, ονομαστική τους αξία.

Για την όσο γίνεται πιο συνεκτική και άρτια παρουσίαση της περί απόφασης θέσης του Κονδύλη θα προσμετρηθούν ως ενιαίο όλο τόσο οι βασικότερες κριτικές που ασκήθηκαν στην περιγραφική θεωρία της απόφασης όσο και οι ανταπαντήσεις του ίδιου του Κονδύλη στις κριτικές αυτές.4 Κατά τον τρόπο αυτό θα διαυγαστούν οι τυχόν ερμηνευτικές στρεβλώσεις ή και παρεξηγήσεις αμφότερων των πλευρών. Από τη δική μας πλευρά θα καταβληθεί προσπάθεια να εξηγηθούν οι λόγοι και τα αίτια που οδήγησαν στη σχετική διαμάχη, καθώς και να εξετασθεί η δυνατότητα εφαρμογής της κονδυλικής θεωρίας στον κανονιστικά φορτισμένο χώρο του δικαίου.

Ο Κονδύλης αναζήτησε την αλήθεια μιας θεώρησης της απόφασης στον εσωτερικό, ανθρωπολογικό μηχανισμό που την καθιστά sine qua non στοιχείο της κοινωνικο-ιστορικής πράξης και όχι στο περιεχόμενο των ποικιλώνυμων ηθικοκανονιστικών αξιώσεων ισχύος.
Ο Κονδύλης αναζήτησε την αλήθεια μιας θεώρησης της απόφασης στον εσωτερικό, ανθρωπολογικό μηχανισμό που την καθιστά sine qua non στοιχείο της κοινωνικο-ιστορικής πράξης και όχι στο περιεχόμενο των ποικιλώνυμων ηθικοκανονιστικών αξιώσεων ισχύος.

2. Η θεμελίωση της απόφασης ως θεμελίωση της υποκειμενικότητας

Στο Ισχύς και Απόφαση ο Κονδύλης ορίζει την απόφαση (de-cisio, Entscheidung) «ως την πράξη ή τη διαδικασία αποκοπής ή αποχωρισμού, από την οποία προκύπτει μια κοσμοεικόνα κατάλληλη να εγγυηθεί την ικανότητα προσανατολισμού την αναγκαία για την αυτοσυντήρηση»5. Η έννοια της αυτοσυντήρησης και η έννοια της ισχύος γίνονται αναγκαστικά και εξ ορισμού τα κλειδιά για την ερμηνευτική κατανόηση της θέσης του Κονδύλη. Η στοιχειακή αξίωση της αυτοσυντήρησης, αν και καταρχήν βιολογικό μέγεθος, μεταμορφώνεται με τη μεσολάβηση του πνεύματος, σχεδόν εκ καταγωγής σε αξίωση ισχύος. Ως πολιτιστικό πλέον μέγεθος η αξίωση της αυτοσυντήρησης συμποσούται σε αξίωση ισχύος.

Περαιτέρω, όπου τίθεται το ζήτημα της αυτοσυντήρησης – και αυτό σημαίνει κατά τον Κονδύλη ανθρωπολογικά και κοινωνικοοντολογικά: το ζήτημα της ταυτότητας – τίθεται και το ζήτημα της εξουσίας, οπότε είναι αναπόφευκτη και η διάκριση μεταξύ φίλου και εχθρού μαζί με τη σχετική επιλογή. Το γενεαλογικό δέντρο της υποκειμενικοποίησης μοιάζει να εκκινεί από την παραπάνω βασική διάκριση και να την αναπαράγει εις το διηνεκές ως ανθρωπολογική σταθερά. Το γεγονός αυτό συνθέτει μια νέα αντίληψη της κοινωνικής πράξης, αφού η αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση της απόφασης θεμελιώνεται στο οντολογικό πρωτείο των συνθηκών της αυτοσυντήρησης, των αξιώσεων ισχύος και της βαθύριζης πολιτικής διάκρισης μεταξύ φίλου-εχθρού. Επί λέξει, ο Κονδύλης συνοψίζει ως εξής την ανθρωπολογική σταθερά της θεωρίας του:

«Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις, άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί, αναγκαστικά, για τη διεύρυνση της ισχύος τους˙ γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι ή ως εχθροί και αλλάζουν τους φίλους και τους εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και τη διεύρυνση της ισχύος τους».6

Σε μια τέτοια θεώρηση της πραγματικότητας, το τρίπτυχο της αυτοσυντήρησης, των αξιώσεων ισχύος και της αρχετυπικής διάκρισης φίλου-εχθρού αποκτά τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά εννοιών βάθους, που κατά βάση θεμελιώνουν τις αντικειμενικές οντολογικές αρχές της θεωρίας.7Το ερώτημα της ηθικής και κανονιστικής πρόσδεσης της απόφασης δεν είναι τόσο πρόβλημα της καθεαυτήν απόφασης, όσο πρόβλημα που αναφύεται από τον πλάγιο λόγο της πίστης ότι υπάρχει πράγματι ένα αντικειμενικό νόημα της ζωής.8 Μονάχα όταν το κοινωνικό σύνολο πειστεί μέσα στον αγώνα του για αυτοσυντήρηση ότι το ίδιο αποτελεί την ύψιστη συντηρητέα αξία, μπορούν τα άτομα ή οι ομάδες να μεταμφιέσουν τις δικές τους αξιώσεις ισχύος σε δεσμευτικές κανονιστικές ή αξιακές αρχές. Επομένως το πρόβλημα των αξιών συναρτάται με την απόφαση που εξαιτίας της ανθρώπινης οχύρωσης πίσω από την πίστη στο νόημα της ζωής, αναζητά την κάθε δυνατή διέξοδο για την όσο γίνεται μεγαλύτερη δυνατή εξαντικειμενίκευσή της. Ο Κονδύλης τονίζει με απερίφραστο τρόπο το σημείο αυτό σημειώνοντας:

«Δεν υπάρχουν ιδέες. Υπάρχουν μόνον ανθρώπινες υπάρξεις μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις, οι οποίες δρουν και αντιδρούν με τον ειδοποιό τους εκάστοτε τρόπο˙ ένας απ’ αυτούς συνίσταται, σύμφωνα με την τρέχουσα ορολογία, στην παραγωγή ή υιοθέτηση ιδεών. Σε αμοιβαία επαφή δεν έρχονται ιδέες, παρά μόνο ανθρώπινες υπάρξεις, οι οποίες μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες είναι αναγκασμένες να ενεργούν στο όνομα ιδεών˙ οι συνδυασμοί ιδεών αποτελούν έργο ανθρωπίνων υπάρξεων, οι οποίες, όταν επιδίδονται σ’ αυτό το έργο, αφορμώνται από τη δική τους σχέση προς άλλες υπάρξεις˙ και, τέλος, οι ιδέες ούτε νικούν ούτε νικιούνται, παρά η νίκη ή η ήττα τους εκπροσωπεί συμβολικά την επικράτηση ή την καθυπόταξη ορισμένων ανθρώπινων υπάρξεων».9

Στο απόσπασμα αυτό εμπεριέχεται με τον πιο δυναμικό τρόπο ο αντιδεαλιστικός προσανατολισμός της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης. Η αντίληψη μιας εφικτής, αληθούς περιγραφής οφείλει να απαλλαχθεί από την οποιαδήποτε κανονιστική ή αξιολογική προϋπόθεσή της. Το ζήτημα της κατασκευής του θεωρητικού μεταεπιπέδου μιας περιγραφικής θεωρίας της απόφασης επιλύεται στο πλαίσιο μιας δομικής, ανόθευτης σύλληψης του κοινωνικού Είναι. Μονάχα από την προοπτική της εξ αποστάσεως έρευνας των ανθρώπινων πραγμάτων καθίσταται τελικά ερμηνευτικά βάσιμη η σχετικοποίηση των κοσμοεικόνων μέσω της φανέρωσης των ιστορικών τους προσδιορισμών.

Για τον Κονδύλη, κάθε απόφαση που παρουσιάζεται αυτάρεσκα ως επιστέγασμα της ορθολογικής ανθρώπινης βούλησης ενσωματώνει τις ανάλογες αξιώσεις ισχύος, που μέσω αυτής επιζητούν τη νομιμοποίησή τους υπό το μανδύα κανονιστικών ή αξιακών αρχών. Κατ’ ουσίαν οι ανθρώπινες υπάρξεις εξαντικειμενικεύουν τις αποφάσεις τους, δεσμεύοντάς τες εξ ανάγκης ηθικοκανονιστικά: η εξαντικειμενίκευση αυτή συνιστά όρο της συγκρότησης της ταυτότητάς τους, ήτοι της ικανότητάς τους για προσανατολισμό και δράση.10 Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, η κοινωνική επικράτηση των κανονιστικών θεωρήσεων: συλλαμβάνοντας το αξιακό στοιχείο ως πραγματικό συντηρούν το αναγκαίο για τον άνθρωπο ζωτικό ψεύδος, ότι ο κόσμος έχει ένα αντικειμενικό νόημα και αξία. Μολονότι οι αξίες δεν έχουν καθεαυτές αντικειμενικό νόημα, η υπαρξιακή πρόσδεση σε αυτές είναι βιοτικά απαραίτητη για το σχηματισμό της νοηματοδοτούμενης υποκειμενικότητας.

Ο Κονδύλης αντιστρέφει το πρωταρχικό δίλημμα της υποκειμενικότητας και χωρίς να αρνείται ή να αποσιωπά την κοινωνικά ωφέλιμη σημασία της ζωτικής ψευδαίσθησης του Λόγου και της «ορθολογικής» επιλογής, μας καλεί να σκεφτούμε από την αρχή την ύπαρξη ως διακύβευση: μπορείτε και πρέπει να ζείτε με τις θεραπευτικές ικανότητες της αξιολογικής και κανονιστικής σκέψης στο πεδίο της πρακτικής ζωής, που άλλωστε λειτουργεί ανακουφιστικά στη συγκαιρινή επίλυση του τάδε ή του δείνα προβλήματος. Όμως από μιαν άλλη, αυστηρά οντολογική, σκοπιά δεν πρέπει να λησμονείτε το οντολογικό πρωτείο της ύπαρξης έναντι του ορθού Λόγου, που σχετικοποιεί την κάθε αξίωση ισχύος και επομένως την κάθε λογής κανονιστική ή αξιολογική θεώρηση, που συναρτάται με μιαν τέτοια αξίωση ισχύος.

Όποιος επιθυμεί να ισχυριστεί ότι το ορθολογικό στοιχείο προϋπάρχει και επικρατεί της ανθρώπινης ύπαρξης δεν απονέμει το οντολογικό πρωτείο παρά το πολύ ένα οντολογικά αδιάφορο αριστείο στα πρόσκαιρα κατορθώματα και τις επιτυχίες της Λογικής. Χρησιμοποιώντας τα ίδια τα λόγια του Κονδύλη «η πράξη ή διαδικασία της απόφασης κατά μέγα μέρος χάνεται μέσα στην ανεξιχνίαστη βιοψυχική ρίζα της ύπαρξης».11 Αυτό είναι το βαρύ τίμημα της καθεμιάς ξεχωριστής ατομικότητας, που χωρίς καλά καλά να γνωρίζει τα βαθύτερα κίνητρα των αποφάσεών της, είναι όμως πάντοτε σε θέση να αναγνωρίζει μόνο ή κυρίως τις λογικά κατανοητές εκλογικεύσεις τους.

Η περιγραφική θεωρία της απόφασης ενδιαφέρεται πρωτίστως για την τυπική μορφολογία της σκέψης στη συνύφανσή της με την επιδίωξη της αυτοσυντήρησης και των αξιώσεων ισχύος. Συνεκδοχικά αγνοεί το περιεχόμενο της απόφασης, αφού το προσάπτει μονομερώς στη δεσμευμένη αξιολογικά θεώρησή της.12 Η ρευστοποίηση του περιεχόμενου της απόφασης εντός του εσαεί μεταβαλλόμενου ιστορικού δρώμενου αδυνατίζει τα επιχειρήματα των εκπροσώπων της κανονιστικής θεώρησης ως προς τη σταθερή μελέτη των δομών της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η διάσπαση του ενωτικού ζεύγους μορφής-περιεχομένου προς όφελος της μορφής εισάγει ένα νέο θεωρητικό μοντέλο σκέψης, που αφετηριάζει το γεγονός της απόφασης από το ίδιο το γεγονός της ατομικότητας. Η θεμελίωση της απόφασης με και δια της θεμελίωσης της ατομικότητας σκηνοθετεί ένα «αρχιμήδειο» σημείο της περιγραφής του κόσμου, στο οποίο καθίστανται εξαιρετικά δυσδιάκριτα τα αναλυτικά όρια μεταξύ Είναι και Δέοντος, καθώς και τα σημεία όπου τα όρια αυτά αίρονται ή ακόμη και αυτοκαταργούνται. Αρκετά πάντως αμφιλεγόμενα ζητήματα της κονδυλικής θεωρίας αποσαφηνίζονται στη συνέχεια από την ασκηθείσα σε αυτήν κριτική και τις ανταπαντήσεις που ο Κονδύλης παρείχε στο διάλογο με τους επικριτές του.

3. Οι κριτικές παρατηρήσεις στην περιγραφική θεωρία της απόφασης

Από νωρίς η κριτική στην περιγραφική θεωρία της απόφασης εστίασε την προσοχή της στις αιχμηρές αποστροφές του κονδυλικού κειμένου. Έτσι, η ρητή «παραίτηση» του εμπνευστή της από το ρόλο του διαφωτιστή και ηγέτη και η αναγνώριση ότι η θεωρία του θα παραμείνει στο περιθώριο μια και δεν προσδοκά, ούτε άλλωστε μπορεί να κερδίσει την ευρύτερη κοινωνική επιδοκιμασία σχολιάστηκε ως δέσμια ενός «ασκητικού ιδεώδους» και ως ανθρωπολογικά απαισιόδοξη, με λογική κατάληξη την υιοθέτηση ενός αναχωρητισμού σιωπής.13

Απέναντι στην κριτική αυτή ο Κονδύλης πρόταξε το επιχείρημα της ρευστότητας του ανοικτού υποκειμένου, επέκεινα του να συλληφθεί ως αναγκαστικά «καλό» ή «κακό», «αισιόδοξο» ή «απαισιόδοξο». Περαιτέρω, η υπαρξιακή παραίτηση του περιγράφοντος θεωρητικού συλλαμβάνεται ως προϋπόθεση της πρωτοκαθεδρίας του πραγματικού επιπέδου και όχι ως το αντίθετό της. Ό,τι ο Κονδύλης ονομάζει «μηδενισμό» της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης δεν σχετίζεται με κανενός είδους σκεπτικισμό, παρά σημαίνει ότι ο κόσμος και ο άνθρωπος δεν έχουν εξ αντικειμένου νόημα. Στο σημείο αυτό ο Κονδύλης μετήλθε ενός εμπειρικολογικού επιχειρήματος για να τεκμηριώσει την αντικειμενική αλήθεια των οντολογικών αρχών της θεωρίας του: προσκάλεσε τους ηθικούς φιλόσοφους να καταρτίσουν μιαν ηθική θεωρία που να εξηγεί τους λόγους της πρακτικής αποτυχίας των ηθικών θεωριών μέχρι σήμερα, χωρίς όμως ταυτόχρονα να αυτοαναιρείται και η ίδια ως θεωρία.14

Άλλη κριτική επισήμανε το πρόβλημα της αυτοαναφορικής κλειστότητας της περιγραφικής θεωρίας.15 Ο Κονδύλης αντέλεξε ότι η αυτοαναφορικότητα είναι αναπόφευκτη σε κάθε θεωρία, αυτό όμως που ξεχωρίζει την καλή από την κακή θεωρία είναι το ασφαλές κριτήριο της εμπειρικής ή μη επαληθευσιμότητάς της.16 Στη συνέχεια, η ίδια κριτική ενίσταται ότι η κονδυλική θεωρία ανάγει πλήρως το αξιολογικό επίπεδο στο πραγματικό και εφόσον οι πραγματικές συνθήκες απορροφούν πλήρως τις αξίες καταλήγουν να εμφανίζονται και αυτές με αξιολογική χροιά.17

Ο Κονδύλης διαφώνησε ότι αγνοεί τις αξίες ως συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης κατάστασης. Επέμεινε στον αναλυτικό διαχωρισμό του αξιολογικού από το πραγματικό στοιχείο κατά τρόπο μεθοδολογικά ομοούσιο, ώστε το δεύτερο να μην καθοδηγείται ή να συμπαρασύρεται από τις όποιες δεσμεύσεις του πρώτου.18 Στο συναφές επιχείρημα μιας άλλης κριτικής ότι η περιγραφική θεωρία της απόφασης μπορεί να ανασκευασθεί εμπειρικά καθόσον η ίδια δεν είναι αξιολογικά ελεύθερη, ο Κονδύλης διατείνεται ότι οι κανονιστικές θεωρίες δομούνται όπως ακριβώς περιγράφει η θεωρία του και ότι ο ίδιος δεν προσδοκά να περιέχει η θεωρία του κάποια αξίωση ισχύος.19

Όμως η πιο σοβαρή ένσταση στην περιγραφική θεωρία της απόφασης σχετίζεται με το ζήτημα της γενίκευσης της πολιτικής σχέσης εχθρού-φίλου. Η κριτική επισήμανε ότι η κοινωνική οντολογία του Κονδύλη είναι στην πραγματικότητα πολιτική θεωρία και κατά τούτο στενεμένη γνωσιοθεωρητικά.20 Πράγματι, όσο και εάν ο Κονδύλης επιχειρεί να ανασκευάσει την αρχετυπική σύγκρουση «εχθρός-φίλος» στο έργο του Carl Schmitt κατατάσσοντάς την και αυτή στις στρατευμένες-κανονιστικές θεωρίες της απόφασης, γεγονός παραμείνει ότι η επιρροή του Γερμανού στοχαστή είναι αναμφισβήτητη τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενο του έργου τουΙσχύς και Απόφαση. Αν και η περιγραφική θεωρία της απόφασης θεμελιώνεται στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, πολιτικών και ιδιωτικών, σε αντίθεση με την αθεμελίωτη και σποραδική αποφασιοκρατία του Schmitt που ταυτίζει το στοιχείο της έχθρας και της φιλίας με τον ορισμό του πολιτικού στοιχείου, δεν παύει και αυτή να εγγράφεται σε ένα αποφασιοκρατικό σύστημα σκέψης.21

Εύλογα η περιγραφική θεωρία της απόφασης θεωρήθηκε ως διεύρυνση της σμιτιανής αποφασιοκρατίας, η οποία επεκτείνει, όχι οπωσδήποτε πειστικά, την έννοια της απόφασης πέραν του πολιτικού πεδίου, στο σύνολο του κοινωνικού φάσματος, προκαλώντας όμως έτσι εννοιολογική σύγχυση περί την ταυτότητα του Πολιτικού.22 Ενώ στον Carl Schmitt υπάρχει μια αντιφιλελεύθερη και αντιδραστική, πλην σαφής, εννοιολόγηση του Πολιτικού που φιλοτεχνείται σταθερά μέσω της αντίθεσης «εχθρού-φίλου», στην κονδυλική περιγραφική θεωρία της απόφασης ο θεμέλιος λίθος παραμένει εξ αρχής ανεξακρίβωτος. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ισχύς και Απόφασητηρεί σιγή ασυρμάτου σχετικά με το εάν οι ανάγκες του Πολιτικού γεννούν την αντίστοιχη ανάγκη της θεωρητικής κατασκευής της απόφασης. Τούτο, γιατί σε καταφατική απάντηση η περιγραφική θεωρία της απόφασης θα διολίσθαινε αυτομάτως στην κανονιστική και όχι στην τυπική προσέγγισή της. Εάν πάλι η θεωρία περιχαρακωνόταν ρητά σε μη πολιτικές, τετριμμένες ιδιωτικές αποφάσεις, τότε θα έχανε κάθε στήριγμα για το αναγκαίο ως προς τη θεμελίωσή της ανθρωπολογικό βάθος.

Κατά τη γνώμη μας, το σημαντικότερο πρόβλημα της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης έγκειται στο ότι αναζητά την επιβεβαίωση της λογικής δομής ισχύος της, χωρίς προηγούμενα να υποστηρίζεται από ένα γενικότερα επεξεργασμένο ανθρωπολογικό πλαίσιο αναφοράς. Η προσπάθεια σύνδεσής της με μιαν ευρύτερη κοινωνική οντολογία παραμένει, τουλάχιστον στοΙσχύς και Απόφαση, ατελής, αφού δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια οι οντικές πτυχές μιας τέτοιας οντολογίας.

Με τον τρόπο αυτό η θεωρία μετεωρίζεται στο μεταίχμιο του ατομικού και του κοινωνικού, χωρίς να αποσαφηνίζει τον τρόπο που το Πολιτικό επιδρά στο σύνολο των κοινωνικών διαδράσεων και τελικώς στις καθεαυτές αποφάσεις. Η γενεαλογία της υποκειμενικότητας εγγράφεται μόνον έμμεσα και υπαινικτικά στο σχηματισμό του Πολιτικού και πάντως προεξοφλητικά περιγραφικά, υποτιμώντας την όποια δύναμη αλήθειας εγκιβωτίζεται στο περιεχόμενο των κανονιστικών ή αξιακών δεσμεύσεων.

Υπό όρους αυστηρά αναλυτικούς επιχειρείται η θεωρητική θεμελίωση της απόφασης, χωρίς να έχει προηγηθεί η θεμελίωση της κοινωνικής οντολογίας με κριτήρια γένους, ώστε να ενσωματωθεί ομαλά σε αυτήν το θεωρητικό μεταεπίπεδο της περιγραφικής θεωρίας. Με άλλα λόγια, ο κοινωνικο-οντολογικός ορίζοντας της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης παραμένει αδιευκρίνιστος, όταν π.χ. δεν εξηγείται ακριβώς τι είναι αυτό που προσανατολίζει τους ανθρώπους σε αυτήν την ιδιαίτερη διαντίδραση που την ονομάζουμε Πολιτικό. Η θεμελίωση της περιγραφικής θεωρίας με κοινωνικο-οντολογικά κριτήρια είναι μετάβασις εις άλλον γένος, εφόσον το Πολιτικό ως βασική παράμετρος του Κοινωνικού εμφορείται ιδιοσυστασιακά από κανόνες και αξίες.

Φαίνεται ότι ο Κονδύλης διαισθάνθηκε το θεωρητικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η έλλειψη επεξεργασίας της κοινωνικής οντολογίας για την κατασκευή μιας θεωρίας περί απόφασης. Έτσι, αρκετά χρόνια μετά, επιχείρησε στο ακροτελεύτιο έργο του Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Βασικά στοιχεία της κοινωνικής οντολογίας το μεγαλεπήβολο σχεδιασμό μιας κοινωνικής οντολογίας, που θα στόχευε στην ενδελεχή ανάλυση του τρόπου λειτουργίας και της κατανόησης της κοινωνικής σχέσης. Η φασματική προσέγγιση της κοινωνικής οντολογίας του περιέχει τρεις οντικές πτυχές, που συγκροτούν και το θεωρητικό τρίπτυχό της: την κοινωνική σχέση, το πολιτικό και τον άνθρωπο.23 Ο Κονδύλης ξεκαθάρισε πλέον τη θεωρητική σχέση του με το Πολιτικό. Η κοινωνία δεν αποκτά τη συνοχή και την τάξη της από τα έξω αλλά υφίσταται πρωταρχικά ως πολιτική. Υπό το πρίσμα μιας προσίδιας αντίληψης για τον κοινωνικοοντολογικό χαρακτήρα του πολιτικού στοιχείου, η κοινωνία ορίζεται στο έργο του ως εξής:

«Η κοινωνία είναι μια ορισμένη αλληλεπίδραση ατόμων η οποία αποκτά μία τέτοια έκταση και πυκνότητα που μέσα της το ζήτημα της συνοχής και της τάξης λαμβάνει τη μορφή του κατ’ εξοχήν πολιτικού ερωτήματος σχετικά με το κοινό καλό, ενώ το με αυτόν τον τρόπο οριοθετούμενο πεδίο εντάσεων του πολιτικού τίθεται σε κίνηση όταν πρόκειται να ορισθεί δεσμευτικά το κοινό καλό, δηλαδή το πολιτικό, με την επίκληση της ειδικής σκοπιάς του να τεθεί στην υπηρεσία μιας συγκεκριμένης πολιτικής (σε αντίθεση προς μία άλλη)».24

Βέβαια ο Κονδύλης εξήγησε ότι το καταρχήν άμορφο και αιωρούμενο Πολιτικό μετατρέπεται σε «μερικό» σύστημα από υποκείμενα που εγείρουν αξιώσεις ισχύος για μια δεσμευτική ερμηνεία του κοινού καλού. Ότι περαιτέρω, ο κοινωνικο-οντολογικά προσανατολισμένος αναλυτής δεν συνηγορεί υπέρ ενός μεθοδολογικού ατομικισμού φορτισμένου με κανονιστικές ιδέες και προθέσεις πολεμικές, ενώ δεν λαμβάνει υπόψιν «τον άνθρωπο», αλλά το άπειρο πλήθος των ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων ως αφετηρία για την έρευνά του.25 Έτσι κι αλλιώς εγγράφεται στον ορισμό του πολιτικού συμβάντος η αδιαχώριστη συνύπαρξή του με την ιστορικά μεταβαλλόμενη έννοια του κοινού καλού.

Ο Κονδύλης δεν συνάρτησε στο τελευταίο έργο του τον ορισμό του Πολιτικού με την προηγηθείσα περιγραφική θεωρία της απόφασης. Η κοινωνικο-οντολογικά υποστασιοποιημένη έννοια περί «κοινού καλού» καταδεικνύει όμως τη δύναμη μιας δεσμεύουσας αλήθειας που φορτίζει τον ίδιο τον ορισμό του Πολιτικού στην αναζήτηση συλλογικά αποδεκτών λύσεων και επομένως στην αναζήτηση μιας έντιμης και δίκαιης πολιτικής σχέσης. Αλλιώς, η εμμονή σε μια αξιολογικά ελεύθερη περιγραφική θεωρία της απόφασης θα έπρεπε προηγούμενα να σχετικοποιήσει και την ίδια την έννοια του κοινού καλού για τη συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας.

Τελικά τα γνωσιοθεωρητικά όρια της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης ανιχνεύονται στον κονδυλικό ορισμό περί του Πολιτικού. Έστω και υπόρρητα, το Πολιτικό δεν μπορεί να διαφύγει της υπαρξιακής πρόσδεσής του με την κανονιστική ανάγκη της κοινωνικής συνοχής και της τάξης. Ο άνθρωπος ίσως δεν έχει, αλλά αποκτά αντικειμενικό νόημα ως κοινωνικοοντολογικά ιδωμένο φαινόμενο, ενόσω συγκροτείται πολιτικά με όρους αναπαραγωγικούς και όχι ολοσχερούς καταστροφής του είδους. Με τα ίδια τα λόγια του Κονδύλη θα περιγράφαμε το ζήτημα ως εξής:

«Καμιά αισιοδοξία δεν είναι νοητή χωρίς ρητή ή σιωπηρή αναφορά σε μια καλύτερη πραγματικότητα, που κάποτε υπήρξε ή θα έπρεπε να υπάρξει˙ και καμιά αισιοδοξία δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη, αν δεν αναφέρεται στην υπερνίκηση των υφιστάμενων κακώς κειμένων».26

4. Η περιγραφική θεωρία της απόφασης ως φιλοσοφική ερμηνευτική

του δικαίου και του σχηματισμού δικαστικής απόφασης

Ο Κονδύλης δεν ανέδειξε στο έργο του Ισχύς και Απόφαση τη δομική συνάφεια της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης με το είδος νομικής σκέψης που εδράζεται περισσότερο στην απόφαση παρά στον κανόνα για την υπέρβαση μιας αντιπαράθεσης ή μιας σύγκρουσης συμφερόντων. Η έλλειψη αυτή αποκαθίσταται έως ένα βαθμό λίγα χρόνια μετά, όταν με αφορμή τη μετάφρασή του στο έργο Πολιτική Θεολογία του Carl Schmitt επισκόπησε με κριτικό βλέμμα την περί κυριαρχίας διδασκαλία του Γερμανού στοχαστή και αναφέρθηκε ειδικότερα στο κανονιστικό περιεχόμενο της νομικής επιστήμης.

Όπως θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε στα επόμενα, ο Κονδύλης ανασκεύασε συστηματικά, αλλά πάντως όχι πλήρως, την αποφασιοκρατική προσέγγιση του Schmitt για την πολιτική κυριαρχία ως πρόβλημα του νομικού τύπου και ως πρόβλημα της δικαστικής απόφασης. Η θέση μας είναι ότι ο Κονδύλης κινείται μεθοδολογικά και υφολογικά στον ίδιο αποφασιοκρατικό προσανατολισμό για την ερμηνεία του δικαίου, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις του με το λεγόμενο «νεοθετικισμό της ισχύος» του Carl Schmitt. Το επιχείρημά μας ενισχύεται και από τον τρόπο που ο Κονδύλης προσέγγισε το κεφαλαιώδες θέμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εάν θεωρήσουμε τη σύλληψη της έννοιας του δικαιώματος ως την ιδρυτική στιγμή της νεωτερικότητας.

Στη μελέτη του για τα τρία είδη της νομικής σκέψης ο Schmitt αναζήτησε στη σκέψη μιας συγκεκριμένης κρατικής τάξης τη θετικότητα με νομικοπολιτική ισχύ χωρίς τυχαίες, ανάλογα με τη στιγμή, αποφάσεις. Ο Schmitt ήταν θετικιστής της απόφασης και του υπάρχοντος, παρά το γεγονός ότι απέρριπτε το νομοκρατικό θετικισμό.27 Το κυρίαρχο ζητούμενο στη σκέψη του είναι η εύρεση ενός τρόπου εναρμόνισης της συγκεκριμένης τάξης με την απόλυτη βούληση του αρχηγού. Για τη ζωή του δικαίου είναι αναγκαία μια απόφαση, που μάλιστα ενέχει πάντοτε ένα στοιχείο αδιαφορίας απέναντι στο περιεχόμενό της, αφού ουδέποτε πραγματώνεται στην καθαρότητά της και εντελώς η ιδέα του δικαίου μέσω των νομικών αποφάσεων. Επειδή το νομικό συμπέρασμα δεν δύναται να αντληθεί ολοσχερώς από τις προκείμενές του, η απόφαση παραμένει για τον Schmitt ο αυτοτελής, καθοριστικός παράγοντας της νομικής ζωής:

«Η απόφαση ανεξαρτητοποιείται ακαριαία από την επιχειρηματολογική της θεμελίωση και λαμβάνει αυτοτελή αξία (…) Αν δούμε τα πράγματα με αφετηρία το περιεχόμενο του υποκείμενου κανόνα, τότε κάθε συστατικό, ειδοποιό στοιχείο της απόφασης είναι κάτι νέο και ξένο. Αν τη δούμε κανονιστικά, η απόφαση γεννήθηκε από ένα τίποτε. Η νομική ισχύς της απόφασης είναι κάτι διαφορετικό από το αποτέλεσμα της αιτιολόγησης. Ο καταλογισμός δεν γίνεται με τη βοήθεια ενός κανόνα παρά το αντίθετο: με αφετηρία ένα σημείο καταλογισμού ορίζεται τι είναι κανόνας και τι κανονιστική ορθότητα. Με αφετηρία τον κανόνα δεν προκύπτει σημείο καταλογισμού, παρά μόνο το ποιόν ενός περιεχομένου».28

Ως συνεπής εκπρόσωπος του αποφασιοκρατικού μοντέλου προσέγγισης της νομικής απόφασης, ο Schmitt παραχώρησε τα πρωτεία στο πολιτικό στοιχείο για τη δημιουργία του νόμου: Auctoritas, non veritas facit legem (Η εξουσία, όχι η αλήθεια, κάνει τον νόμο).29 Το υπαρξιακό πλαίσιο σύλληψης του πολιτικού στοιχείου στο έργο του Schmitt θέτει το Πολιτικό πριν από το κράτος, μέσω της γενίκευσης της έννοιας της εχθρότητας ως καθεαυτήν πολιτική σχέση. Έχοντας προσδέσει την έννοια του Πολιτικού στο μη αναγώγιμο άρμα της σύγκρουσης/εχθρότητας, ο Schmitt δεν δίστασε να ορίσει ως κυρίαρχο όποιον τελικά αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.30 Η εξαίρεση με την απόφαση στην οποία καλεί είναι το πρωτογενές, νομικό αλλά και κοινωνιολογικό, γεγονός για τη σύσταση της κυριαρχίας. Ο κυρίαρχος συγκροτεί ένα ενιαίο και συμπαγές σύνολο με υπερβατικό χαρακτήρα που αντλεί την ισχύ του όχι από την κανονικότητα, αλλά από τη θεμελιώνουσα απόφαση της εξαίρεσης. Με μια λέξη: ο κυρίαρχος αντλεί την ισχύ του μέσω της απόφασης.

Ο ριζοσπαστικός τρόπος με τον οποίο ο Schmitt έθεσε το ζήτημα της κυριαρχίας λειτούργησε αναμφίβολα επιδραστικά στον τρόπο που και ο Κονδύλης προσέγγισε τη νομική σκέψη και επιστήμη. Όπως και ο Schmitt έτσι και ο Κονδύλης προσήγαγε ως επιχείρημα εναντίον του κανονιστικού χαρακτήρα της νομικής επιστήμης, ότι ανάμεσα στο γενικό κανόνα δικαίου και τη συγκεκριμένη δικαστική απόφαση μεσολαβεί πάντοτε μια απόφαση και συνεπώς η ζωή του δικαίου διαμορφώνεται πολύ περισσότερο από την απόφαση παρά από τον κανόνα.

Περαιτέρω, ο Κονδύλης σημειώνει ότι η νομική επιστήμη δεν δύναται να δαμάσει νοητικά το χάσμα ανάμεσα στον κανόνα και στην απόφαση, γιατί δεν είναι σε θέση να αποκρυσταλλώσει εννοιολογικά τις άπειρες περιπτώσεις της εφαρμογής του κανόνα μέσω των δικαστικών αποφάσεων.31 Η νομική επιστήμη είναι κανονιστική εξ ανάγκης, γιατί εν γνώσει των ορίων της κινείται στο επίπεδο του κανόνα ως Δέοντος το οποίο οφείλει να διέπει τη συμπεριφορά των υποκειμένων, αδιάφορο αν πράγματι τη διέπει. Το Πραγματικό, το κατά Lacan «τερατώδες πράγμα» που ουδέποτε μπορεί να συλληφθεί από τη νομική επιστήμη στην ολότητά του, είναι το πρόσωπο της εξουσίας, μια και ο νομικός, αν και επιστήμονας, δεν καθίσταται ουδέποτε ο ίδιος πολιτικά κυρίαρχος.32

Πάντως ο Κονδύλης επισήμανε ότι σε επιστημολογικό επίπεδο είναι αναγκαία η αφηρημένη γενικότητα του Δέοντος ώστε να καταγράφεται η εμπειρική πολυμορφία του Δικαίου, χωρίς να ακρωτηριάζεται επιλεκτικά, σύμφωνα με τις πολιτικές προτιμήσεις του νομικού επιστήμονα. Όπως στην έννοια της κυριαρχίας, έτσι και στην έννοια της απόφασης θεωρεί κρίσιμο το ερώτημα του βεληνεκούς: σε ποια έκταση λαμβάνονται οι αποφάσεις πάνω σε μηδενική βάση, χωρίς να θεωρείται κάτι αυτονόητο ή προαποφασισμένο;33

Ο Κονδύλης πιστεύει ότι ο Schmitt σφάλλει όταν ισχυρίζεται ότι η απόφαση γεννιέται μέσα από το κανονιστικό μηδέν με τη νομική και κοσμοθεωρητική έννοια, ωσάν δηλαδή τα πάντα να έπρεπε να αποφασιστούν σε μηδενική βάση. Μια τέτοια στρατευμένη θεωρία της απόφασης ταυτίζει την απόφαση με τη «γνήσια» απόφαση και χωρίζει τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα ανάμεσα σε όσα λαμβάνουν αποφάσεις και σε όσα αρνούνται να λάβουν.34 Αντίθετα, η περιγραφική έννοια της απόφασης δεν υποδεικνύει στο υποκείμενο μια «ορθή» απόφαση ως «ορθή» επιλογή.

Με λίγα λόγια, ο Κονδύλης κατέγραψε σημαντικές γνωσιοθεωρητικές και επιστημολογικές ανεπάρκειες της σκέψης του Schmitt. Η νομική πραγμάτευση του προβλήματος της κυριαρχίας με κριτήριο την κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι π.χ. μονομερής, ενόσω ο νομικός είναι ανήμπορος να προβλέψει το πώς, το πότε και το πού θα αποφασιστεί η εξαιρετική αυτή κατάσταση.35

Παρόμοια ανεπιτυχές είναι το αίτημα σύμμιξης της νομικής επιστήμης με κοινωνιολογικές και πολιτικές θεωρήσεις σε ό,τι αφορά την έννοια της απόφασης στο έργο του Schmitt. Ο Κονδύλης επισήμανε εύστοχα ότι ο Schmitt συρρικνώνει την απόφαση στο πεδίο του κράτους, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται αντίστοιχα και η πολιτική δραστηριότητα στις δομές και στις λειτουργίες των κρατικών θεσμών. Το κράτος, ως απόφαση, υπηρετεί τελικά μια στρατευμένη και πολιτική αντίληψη της απόφασης, που στοχεύει στο αλάθητο της κυριαρχίας μέσω της ισχύος της εσαεί ανέκκλητης «γνήσιας» απόφασης. Τουναντίον ο Κονδύλης παραθέτει μια μη στρατευμένη και μη πολεμική, επομένως περιγραφικά νηφάλια κατανόηση της απόφασης. Σε αντιδιαστολή προς τον Schmitt ενέταξε το ζήτημα της απόφασης σε ένα βαθύτερο οντολογικό επίπεδο, ήτοι στον τρόπο της εξ αρχής συγκρότησης μιας κοσμοθεωρίας και μιας ταυτότητας μέσω της απόφασης. Κατά συνέπεια ο Κονδύλης δεν ακύρωσε τη δυνατότητα της ορθής στάθμισης και επιλογής μεταξύ ήδη διαμορφωμένων εναλλακτικών λύσεων πάνω στη βάση μιας κανονιστικά στοχοπροσανατολισμένης επιστήμης, όπως είναι η νομική. Επισήμανε όμως ότι μια τέτοια κανονιστική-στρατευμένη θεώρηση της απόφασης εξαρτάται σε υπερβολικό βαθμό από τη συγκυρία των ιστορικών συνθηκών με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ανθρωπολογικά ενιαία και τυπικά αναγκαία διερεύνησή της.

Αυτή η προσέγγιση του δικαίου από τον Κονδύλη γίνεται στο πεδίο μιας φιλοσοφικής ερμηνευτικής που εμφανίζεται γνωσιοθεωρητικά ασύμπτωτη γύρω από ερωτήματα που συνδέονται με την ίδια την ερμηνεία και την εφαρμογή του κανόνα δικαίου. Ο προεξοφλημένος περιγραφικός ντεσιζιονισμός του Κονδύλη δεν διέκρινε μεθοδολογικά μεταξύ ερμηνείας και εφαρμογής του κανόνα δικαίου, αφού το σημασιολογικό βάρος πέφτει, έτσι κι αλλιώς, στον αυτοτελή και δεσπόζοντα παράγοντα της απόφασης για τη ζωή του δικαίου. Η κατασκευή της απόφασης συντελείται ερήμην ενός δημοκρατικού προϋφισταμένου τόπου, που πρωτογενώς θέτει σε κίνηση την ίδια τη διαδικασία της παραγωγής αποφάσεων.

Στην αντιδραστική αποφασιοκρατία του Schmitt ο τόπος αυτός συμπυκνώνεται συμβολικά γύρω από τον ορισμό του περί του Πολιτικού και την απολυτοποίηση της εχθρότητας ως το κατεξοχήν πολιτικό στοιχείο για την αποδέσμευση από τις δεοντολογικού τύπου αξιολογίες.36 Μια τέτοια ανεπίτρεπτη συρρίκνωση του Πολιτικού προοιωνίζεται την παρείσακτη εισβολή του αυταρχικού πολιτικού συμβάντος στο νομικό λόγο, που διαγράφει κάθε δυνατότητα του δικαστή να αποκλίνει με την απόφασή του «από τους νόμους του καθεστώτος». Κατά τον Schmitt, οι δικαστικές αποφάσεις δεν παράγονται από οριστικές κρίσεις νομικής «υπαγωγής», αλλά στηρίζονται σε «αναστοχαστικές κρίσεις» του αποφασίζοντος προσώπου. Η πολιτική απόφαση είναι η πραγματική ενεργός δύναμη πέραν του θετού νόμου, ο δε δικαστής οφείλει στην πιο ακραία και αποτρόπαιη εκδοχή της αποδόμησης του φιλελεύθερου νόμου να αντιπαρέρχεται ακόμη και το γράμμα του (ναζιστικού) νόμου χάριν «της αληθούς βουλήσεως του αρχηγού».37

Ο δύσμορφος αυτός τόπος της σμιτιανής σκέψης ελέχθηκε από τον Κονδύλη ως γνωστικό όριο της ίδιας της νομικής επιστήμης. Η συρρίκνωση του Πολιτικού στο ακαλαίσθητο σχήμα φίλου-εχθρού συνδέεται με την υπαρξιακή φιλοσοφία του Μεσοπολέμου και την πολεμική της εναντίον του φιλελεύθερου-καντιανού ηθικισμού. Από την άλλη όμως πλευρά, η έλλειψη ενός συγκεκριμένου πολιτικού τόπου στην περιγραφική θεωρία της απόφασης καθιστά εκ των ενόντων αδύνατη την ενδοσυστημική θεμελίωσή της εντός του δικαίου. Πώς είναι π.χ. εφικτό να εκκινήσει η ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου από τις προκαταλήψεις του δικαστή, χωρίς την αναδρομή σε πρότερες της ερμηνείας αξιολογήσεις, χωρίς επομένως την αποδοχή μιας τοπικής μεθόδου που θα συνδέει την ερμηνεία του δικαίου με την ορθολογικότητα της αποδεικτικής επιχειρηματολογίας; Πώς είναι επίσης δυνατόν να συνδεθεί η λειτουργία του νόμου στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, όταν η περιγραφική θεωρία της απόφασης σχετικοποιεί τη σημασία της δημοκρατικής διαδικασίας όχι μόνον ως τόπου αλλά και ως τρόπου θεμελίωσης των δικαστικών αποφάσεων; Μια δικαστική απόφαση που δεν ενσωματώνει μονάχα αρχές και αξίες του δικαιικού συστήματος, αλλά ενίοτε προσφεύγει και σε αξιολογήσεις με προσυστηματικά κριτήρια θα ήταν εκ προοιμίου άδικη, εάν δεν διακατεχόταν από την υπερκείμενη ιδέα του δικαίου και της πολιτικής ως συστήματα που στοχεύουν στο κοινό καλό της κοινωνίας.

Απέναντι στην αυταρχική θεώρηση του Πολιτικού στη σκέψη του Schmitt, ο Κονδύλης δεν πρόβαλε ένα θεμελιωτικό σχήμα σκέψης που θα καθιστούσε in toto ευκρινείς τις διαφοροποιήσεις του απέναντι στην αποφασιοκρατική μέθοδο. Η επιχειρηματολογία του εξαντλήθηκε σε μια κατά βάση γνωσιοθεωρητική σκιαμαχία γύρω από τον ορισμό του Schmitt για το Πολιτικό, ενώ το ζητούμενο θα ήταν η από τον ίδιο επανοηματοδότηση της έννοιας του Πολιτικού στο ρευστό πεδίο του κοινωνικού γίγνεσθαι.38 Η κριτική του Κονδύλη απέναντι στον Schmitt έλαβε χώρα, χωρίς προηγούμενα η περιγραφική θεωρία της απόφασης να έχει πλαισιωθεί από το ανθρωπολογικό βάθος μιας θεωρητικά επεξεργασμένης κοινωνικής οντολογίας.

Οι ενστάσεις μας για την πρόσληψη του δικαίου στο έργο του Κονδύλη επιβεβαιώνουν το σημαντικότερο πρόβλημα της περιγραφικής θεωρίας της απόφασης: εφόσον η πραγματολογία της καθαρής περιγραφής παραμένει ασυνόδευτη από την ευκρινή κοινωνικοοντολογική υπαγωγή της, παραμένει αδύνατη και η όποια δυνατότητα εμπειρικής επαληθευσιμότητάς της απέναντι σε κοινωνικά συστήματα που στηρίχτηκαν στη διαδικασία ενσωμάτωσης αυτής ακριβώς της υπαγωγής. Υπό όρους καθαρής περιγραφής, η νομική ερμηνευτική και η παραγωγή της δικαστικής απόφασης είναι δύο εντελώς ασύμπτωτα μεγέθη στη σχέση τους με την κονδυλική θεωρία, που αρνείται πεισματικά να υποδείξει στο υποκείμενο μιαν «ορθή» απόφαση ως την «ορθή» επιλογή μεταξύ πολλαπλών εναλλακτικών λύσεων. Υπό όρους πάλι μιας κανονιστικά προσανατολισμένης επιστήμης, όπως της νομικής, μια τέτοια, αμιγώς περιγραφική, «ανόθευτη» θεωρία της απόφασης είναι όχι μόνο κοινωνικά ανώφελη, αλλά και πρακτικά αδιάφορη, ενόσω αρνείται να ιδιοποιηθεί τη νομική παράδοση ως πηγή της «προ-καταλήψεως» του ερμηνευτή του δικαίου.

.

5. Η πραγμάτευση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο έργο του Κονδύλη

Ίσως η πιο εύγλωττη εμπλοκή της κονδυλικής θεωρίας με τα γνωσιοθεωρητικά γρανάζια της αποφασιοκρατίας δηλώνεται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την έννοια των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο Κονδύλης απαξίωσε συλλήβδην στο κείμενό του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τα ηθικά επιχρίσματα της φιλελεύθερης ουτοπίας»39 την εννοιολογική καθαρότητα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Θεώρησε ότι στην ουσία του δικαιώματος ανήκει εξ ορισμού η δυνατότητα να απαιτείται και να επιβάλλεται. Ως ανθρώπινο δικαίωμα θα μπορούσε να καλείται μονάχα ένα δικαίωμα το οποίο απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι αδιαφόριστα, μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι και χωρίς τη διαμεσολάβηση οποιωνδήποτε εξουσιαστικών αρχών. Επομένως και κατά κυριολεξία δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα, αφού αυτά απονέμονται ή ασκούνται πάντοτε επιλεκτικά σε συγκεκριμένους πολίτες και υπό την άγρυπνη επιφύλαξη των (εθνικών, «ευρωπαϊκών» κ.τ.λ.) κυριαρχικών δικαιωμάτων.40

Η νομική εξίσωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων με τα ποικίλα αστικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα είναι εννοιολογικά αμφίλογη γιατί αποκρύπτει την πολιτική εκμετάλλευσή τους από τα σύγχρονα μαζικά καθεστώτα. Η χρήση τους ως μέσο πίεσης και επέμβασης από τους ισχυρότερους φανερώνει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα γίνονται πολιτικό εργαλείο μέσα σε μια πλανητική κατάσταση, η πυκνότητα της οποίας χρειάζεται οικουμενιστικού τύπου ιδεολογίες, όπως όμως αυτές ερμηνεύονται δεσμευτικά από τα συμφέροντα των ισχυρότερων εθνών. Ο Κονδύλης συμπεραίνει ότι ακόμη και στην υποθετική περίπτωση εγκαθίδρυσης ενός παγκόσμιου μελλοντικά κράτους, η καθιέρωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν θα γινόταν οπωσδήποτε αβίαστα και χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι σύγχρονες δυτικές αντιλήψεις. Επομένως τίποτε δεν είναι βέβαιο ότι θα διασφάλιζε την αυτόματη εναρμόνιση ανάμεσα στην ηθική-κανονιστική και στη νομική έννοια των ανθρώπινων δικαιωμάτων.41

Συνδέοντας την έννοια των ανθρώπινων δικαιωμάτων με την επικράτηση των συμφερόντων του ισχυρότερου, ο Κονδύλης κατέφυγε σε μια θουκυδίδεια ανάγνωση των ηθικών και κανονιστικών αιτημάτων, η οποία αντιπαρατάσσεται απέναντι σε κάθε προσπάθεια έγερσης μιας οικουμενικής ηθικής. Αυτό βέβαια και στο βαθμό που υπολαμβάνει μια βαθύτερη ανθρωπολογική γνώση του τρόπου λειτουργίας των κοινωνικών σχέσεων, φαίνεται να περιγράφει μια κατάσταση όπου και τα ηθικά παραπτώματα είναι αναπόδραστα, αλλά και τα ανθρώπινα δικαιώματα μεσιτεύονται από την ψυχρή εκμεταλλευτική λογική της πολιτικής ισχύος.

Εν προκειμένω ο Κονδύλης αναπαράγει το τετριμμένο μοντέλο των πραγματιστικά μεταμφιεσμένων πολιτικών θεωριών που κυριαρχούνται από την ανομολόγητη έλξη τους απέναντι σε κάθε μορφή αυτόγνωμης πολιτικής αυθεντίας. Οι θεωρίες αυτές πραγματεύονται το υλικό τους με το βλέμμα στραμμένο σε μιαν αντίληψη περί Πολιτικού που παραμένει ασυμφιλίωτη απέναντι σε ηθικές ή κανονιστικές δεσμεύσεις. Άλλωστε, όπως ο Κονδύλης, έτσι και ο Carl Schmitt υποτιμά το ρόλο του διεθνούς δικαίου και της οικουμενικής ποινικής δικαιοσύνης. Η δυτικόμορφη ταύτιση του ηθικού νόμου με τα ιδιαίτερα οικονομικά συμφέροντα καταδικάζεται από τον Schmitt με το επιχείρημα ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα πηγάζουν από έναν ορισμένο ηθικό «ιμπεριαλισμό» που ταυτίζει τον ανθρωπισμό με την ορθολογική εκλογίκευση του δικαίου και της εξουσιαστικής πρακτικής του ισχυρότερου.42 Παρατηρούμε έτσι για πολλοστή φορά το γνωσιοθεωρητικά θανάσιμο εναγκαλισμό της κονδυλικής ερμηνευτικής με την αντιδραστική αποφασιοκρατική προσέγγιση του Γερμανού προκατόχου του.

Σημειωτέον ότι η κονδυλική ανάγνωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων συνδυάζεται και με ένα λειτουργικό τρόπο προσέγγισης του κοινοβουλευτικού συστήματος οργάνωσης της εξουσίας. Ο Κονδύλης εκτιμά ότι η μακρόχρονη εμπειρία του κοινοβουλευτισμού δεν συναρτήθηκε ποτέ με την επίτευξη συμφωνιών μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών ομάδων. Ως σύστημα εξουσίας και διακυβέρνησης, ο κοινοβουλευτισμός εξαρτήθηκε περισσότερο από τη λειτουργική αναγκαιότητα της παραγωγής και λήψης των πολιτικών αποφάσεων παρά από τις εξιδανικευμένες προοπτικές ή τις απόπειρες επίτευξης αειφόρων συμφωνιών.43 Έτσι ο Κονδύλης τοποθετήθηκε τόσο στο ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων όσο και στο ζήτημα του κοινοβουλευτισμού κατά τρόπο αντιφιλελεύθερο και αντιδραστικό. Η σκέψη του κυριαρχείται από το αξιωματικό επιχείρημα του Schmitt περί της απόστασης μεταξύ της επιχειρηματικής θεμελίωσης και της καθεαυτήν λήψης απόφασης. Η «επιτελεστική» στιγμή της απόφασης, ήτοι η στιγμή που η απόφαση ανεξαρτητοποιείται από την αιτιολόγησή της, υποτίθεται ότι αποκαλύπτει την αυταπάτη της ορθολογικά αναγκαίας μετατροπής των γενικών δικαιικών προτάσεων σε αποφάσεις.44 Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι παραμένει ατελέσφορη η κάθε αναγωγή των εξουσιαστικών σχέσεων σε διαλογικές σχέσεις στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Άθελά του ο Κονδύλης διολίσθησε σε μια «καταφατική» θεμελίωση της απόφασης που ουδέποτε απελευθερώθηκε πλήρως από τις εξουσιαστικές σχέσεις. Επανεμφανίζεται διαρκώς η ανυπόμονη προσμονή της απόφασης που δεν μπορεί να αναμένει την κανονιστική συναίνεση για να παραχθεί. Όμως έτσι, ο Κονδύλης προσφέρει ορισμένα επιχειρήματα στους αντίπαλους της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που μέσω μιας καθαρά περιγραφικής θεωρίας της δικαστικής απόφασης μπορούν εύκολα να στοχεύσουν στο δεσμευτικό χαρακτήρα της, έξω και πέραν ενός ήδη προϋπάρχοντος και θεσμοποιημένου πυρήνα βασικών δικαιωμάτων του πολίτη. Πράγματι, ο Κονδύλης αρνήθηκε να δεχθεί την άποψη ότι η θεσμοποίηση και πραγμάτωση των βασικών δικαιωμάτων του πολίτη μπορεί να κριθεί μόνον εντός του δημοκρατικού διαλόγου στη νομοθετική διαδικασία και στην απονομή της δικαιοσύνης. Η αναγνώριση των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι γι’ αυτό η προϋπόθεση όσο και το αποτέλεσμα της δημοκρατικής ερμηνείας των νεωτερικών δημοκρατικών συνταγμάτων.45 Χωρίς αμφιβολία, η οικουμενικότητα των ανθρώπινων δικαιωμάτων έχει περιορισμένη εμβέλεια και δεν μπορεί να ισχύσει δεσμευτικά για όλους τους ανθρώπους, δηλαδή σε πλανητικό επίπεδο.46 Όμως όπου τα δικαιώματα αυτά θεμελιώνονται ως σύστημα δικαίου στο δυτικό κόσμο, συνυφαίνονται άρρηκτα με τη δημιουργία και τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου.

Τελικά η περιγραφική θεωρία της απόφασης δραματοποιεί την «επιτελεστική» στιγμή της απόφασης, ακριβώς επειδή δεν εγγυάται την πραγματική χρήση της σε περιβάλλον τυπικών όρων δημοκρατίας. Ο Κονδύλης θεώρησε ότι έτσι αποφεύγει το κανονιστικό στένωμα και τις αξιολογικές δουλείες των στρατευμένων θεωριών, ενώ στην πράξη και σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του δικαίου μέσω αποφάσεων κατορθώνει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: η εστίαση στην «επιτελεστική» στιγμή της απόφασης απέχει ελάχιστα μόνο βήματα από την απασφάλιση του ανορθολογικού κριτηρίου, της ερμηνευτικής αυθαιρεσίας ή και της επιβολής ωμής βίας κατά τη διάρκεια της λήψης της ή και μετά από αυτήν.

Μονάχα όταν η «επιτελεστική» στιγμή της απόφασης χωροθετηθεί στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον του δημοκρατικού διαλόγου και του κράτους δικαίου είναι δυνατή η αποδραματοποίηση της απόφασης από το συμβάν που τη γεννά. Άλλωστε έχουμε ήδη αφομοιώσει από πολύ καιρό γνωστικά, ότι στις νεωτερικές κοινωνίες της Δύσης είναι σχετικά περιορισμένος ο χώρος των λεγόμενων «έσχατων» αποφάσεων. Όλες οι αποφάσεις είναι κατ’ αρχήν αναθεωρήσιμες, εφόσον λαμβάνονται υπό συνθήκες ανεπτυγμένων δημοκρατικά κοινωνικών ηθών. Έτσι ρευστοποιείται και η ίδια η έννοια και σημασία της «επιτελεστικής» στιγμής της απόφασης, ενόσω η δικαστική απόφαση είναι μονάχα το μέρος μιας συμμετοχικά ελεύθερης διαδικασίας.

Η δικαστική απόφαση του δημοκρατικού κράτους δικαίου δίνει ένα προσωρινό τέλος στο διάλογο και είναι στην πράξη η «συνθήκη μιας δυνατότητας» για τη συγκεκριμενοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας και της κατοχύρωσης των βασικών δικαιωμάτων του πολίτη.47 Εκτός από την «επιτελεστική» στιγμή της, η απόφαση του δημοκρατικού ερμηνευτή του νόμου εμπεριέχει και μια καθοριστική στιγμή υπόσχεσης, ότι μέσω αυτής θα διατρανωθεί σε πρακτικό επίπεδο και η ιδέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια δίνει μιαν ορισμένη απάντηση σχετικά με το ποιος θα πρέπει να θεωρηθεί πραγματικά ως άνθρωπος με την τυπική και νομική έννοια των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

6. Τελικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα

Η περιγραφική θεωρία της απόφασης κινείται αναμφίβολα στο πεδίο μιας περίτεχνης φιλοσοφικής ερμηνευτικής, που με αφετηρία την αποφασιοκρατική μέθοδο και ερμηνεία επιχειρεί να συλλάβει την απόφαση στην καθαρότερη, μη αναγώγιμη εκδοχή της. Στα προηγουμένως λεχθέντα αναλύσαμε τη διαδρομή της θεωρίας και καταδείξαμε τα πλείστα όσα μεθοδολογικά και γνωσιακά αδιέξοδά της. Ιδιαίτερα η μη ύπαρξη ενός επεξεργασμένου κοινωνικοοντολογικού υποβάθρου και η εμφανής έλλειψη ανάλυσης του Πολιτικού ως συστατικού μεγέθους της απόφασης εκλαμβάνονται ως μεθοδολογικές αδυναμίες της θεμελίωσής της.

Με γνώμονα μια θεωρία, όπως του Κονδύλη, που αξιώνει την καθολική ερμηνεία των τυπικών δομών της ανθρώπινης δράσης, διαπιστώσαμε ότι η αξίωση αυτή παραμένει ατελέσφορη για την ερμηνεία του δικαίου, αλλά και για τον εσωτερικό μηχανισμό κατανόησης της δικαστικής απόφασης. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί, ότι το αίτημα αυτό δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με τις αποκλειστικές μεθόδους της νομικής ερμηνευτικής. Η τελευταία δεν μπορεί να παραβλέψει ότι κάθε ερμηνεία υποχρεώνεται να συμπεριλάβει οπωσδήποτε υπόψιν της την κοινωνιολογική και πολιτειολογική συνιστώσα, προκειμένου να ερμηνεύσει το δίκαιο ως πεδίο ανοικτής και διαρκώς μεταβαλλόμενης κοινωνικής διάδρασης.48

Προς την κατεύθυνση αυτή, η περιγραφική θεωρία της απόφασης διατηρεί στο ακέραιο την αξία της. Εφόσον δεχτεί κανείς ότι η αφετηρία για την ερμηνεία του κανόνα δικαίου και για το σχηματισμό της δικαστικής απόφασης δεν είναι ένα περίκλειστο και άμεσα προσιτό μονάχα στον ερμηνευτή νόημα, αλλά και η πολύμορφη προκατάληψή του γι’ αυτόν τον κανόνα, τότε ανοίγεται αυτόματα η πόρτα για τη φιλοσοφική ερμηνευτική του δικαίου.

Ο εντοπισμός της ορθολογικότητας μιας δικαστικής απόφασης στο επίπεδο της επιχειρηματολογίας της θα μπορούσε π.χ. να έχει ως κέντρο βάρους όχι απλώς την άψογη, ενδοσυστημική τεκμηρίωσή της, αλλά να αντλεί περαιτέρω το ερμηνευτικό βάθος της και από την αδιατάρακτη σύνδεσή της με το δημοκρατικό κράτος δικαίου και τα δημοκρατικά κοινωνικά ήθη.49 Όμως η βασική επιχειρηματολογία του Κονδύλη θέτει ως στόχο τη διαυγή περιγραφή της εκάστοτε περίπτωσης, χωρίς ο ίδιος να αισθάνεται ότι υποχρεούται να συναποφασίσει πολιτικά για το ένα ή το άλλο σημείο. Η απορία που μας αφήνει το έργο του είναι ότι έτσι καθίσταται εξ ορισμού δύσκολο να εξαχθούν, διαμέσου μορφολογικά τυπικών κατηγοριοποιήσεων, συγκεκριμένες και οριστικές αποφάσεις.50

Από πού θα μπορούσε κανείς να μοχλεύσει ένα ύστατο κριτήριο αλήθειας της κονδυλικής θεωρίας, προκειμένου να διασώσει την όποια πρακτική ωφελιμότητά της για την ερμηνεία του κανόνα δικαίου από τον αποφασίζοντα δικαστή; Νομίζουμε ότι η απάντηση βρίσκεται σε μια διαδοχή γνωσιοθεωρητικών διευθετήσεων, που προσπορίζουν επιστημονική ειλικρίνεια και εντιμότητα στο ίδιο το πρόσωπο του Έλληνα στοχαστή. Η λογική απόληξη αυτών των διευθετήσεων συνυπογράφει τον κονδυλικό ορισμό του Πολιτικού με μια δεσμευτική ερμηνεία γύρω από την έννοια του κοινού καλού. Ακριβέστερα γίνεται σταδιακά αδιανόητη η κονδυλική διαπραγμάτευση του Πολιτικού, χωρίς τον σε τελική ανάλυση υπεριστορικό προσδιορισμό της από την αναγκαιότητα της εύτακτης κοινωνικής συμβίωσης.

Υπό μιαν ειδικότερη πάντως σημασία, η ανένδοτη καταπολέμηση της νομικής τυποκρατίας στο έργο των οπαδών της αποφασιοκρατίας – άρα και του Κονδύλη – υπερκαλύπτεται από το δίκαιο του πολιτικά ισχυρού, του κυρίαρχου σε μιαν ορισμένη ιστορική στιγμή. Το θέμα είναι κατά πόσο η περιγραφική θεωρία της απόφασης δύναται να παρουσιαστεί, έστω και ελάχιστα, ως γνωσιακά ασυνεπής με τους πραγματολογικούς όρους θεμελίωσής της. Μια τέτοια, τακτικού επιπέδου διάρρηξη του αποφασιοκρατικού πυρήνα της θεωρίας είναι πιστεύουμε απαραίτητη ώστε να αποκτήσει το εσωτερικό κριτήριο της αλήθειας της, ήτοι τον ηθελημένο δημοκρατικό προσανατολισμό που θα της επιτρέψει να λειτουργήσει προς όφελος της κοινωνίας και των κανονιστικών προσδιορισμών της.51

Το άνοιγμα στο δημοκρατικό κόσμο της συμμετοχικής διαδικασίας είναι επομένως άμεσα εφικτό, μονάχα όταν η περιγραφική θεωρία της απόφασης «ξεχάσει» ένα μεγάλο μέρος από τις ανόθευτες διεκδικήσεις της περί καθολικής και εξ αποστάσεως κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αποστολοπούλου, Γεωργία (2001), «Ο Κονδύλης και το ζήτημα της κοσμοεικόνας», σεΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τομέας Φιλοσοφίας, Παναγιώτης Κονδύλης. Για την «Κοινωνική Οντολογία», Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 119-132.

Βιρβιδάκης, Στέλιος (1995), «Σχόλια στο έργο Ισχύς και Απόφαση του Παναγιώτη Κονδύλη»,Λεβιάθαν, τεύχος 15: 91-102.

Γεωργίου, Θεόδωρος (1995), «Κριτική της περιγραφικής θεωρίας του Παναγιώτη Κονδύλη»,Λεβιάθαν, τεύχος 15: 85-90.

Gerhardt, Volker (2002), «Σκέψη και Απόφαση», στο Κονδύλη Παναγιώτη, Μελαγχολία και Πολεμική. Δοκίμια και Μελετήματα, Αθήνα: Θεμέλιο, 217-236.

Habermas, Jürgen (1996), Το πραγματικό και το ισχύον. Συμβολή στη Διαλογική Θεωρία του Δικαίου και του Δημοκρατικού Κράτους Δικαίου, Αθήνα: Νέα Σύνορα.

Κονδύλης, Παναγιώτης (1991), Ισχύς και Απόφαση. Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών, Αθήνα: Στιγμή.

Κονδύλης, Παναγιώτης (1992), Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, Αθήνα: Θεμέλιο.

Κονδύλης, Παναγιώτης (1994), «Επιλεγόμενα», στο Schmitt Carl, Πολιτική Θεολογία. Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, Αθήνα: Λεβιάθαν, 125-178.

Κονδύλης, Παναγιώτης (1998α), Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης. Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα, Αθήνα: Νεφέλη.

Κονδύλης, Παναγιώτης (1998β), Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Αθήνα: Θεμέλιο.

Κονδύλης, Παναγιώτης (2002), Μελαγχολία και Πολεμική. Δοκίμια και Μελετήματα, Αθήνα: Θεμέλιο.

Κονδύλης, Παναγιώτης (2007), Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος: Βασικά στοιχεία της κοινωνικής οντολογίας, τόμοι Ια και Ιβ, Αθήνα: Θεμέλιο.

Koselleck, Reinhart (2002), «Παναγιώτης Κονδύλης», στο Κονδύλη Παναγιώτη, Μελαγχολία και Πολεμική. Δοκίμια και Μελετήματα, Αθήνα: Θεμέλιο, 13-22.

Νούτσος, Παναγιώτης (2001), «Στις ρίζες της Κοινωνικής Οντολογίας: Μέθοδοι και Πολιτική στη σκέψη του Π. Κονδύλη», σε Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τομέας Φιλοσοφίας, Παναγιώτης Κονδύλης. Για την «Κοινωνική Οντολογία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 101-118.

Παπαχαραλάμπους, Χάρης (2009), «Εισαγωγή. Ο Θεός, ο Νόμος και ο Κυρίαρχος: η επάνοδος του Carl Schmitt», στο Schmitt Carl, Σχετικά με τα τρία είδη της νομικής σκέψης, Αθήνα: Παπαζήσης, 9-130.

Παραράς, Πέτρος (2004), «Η νομική φύση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», Δικαιώματα του Ανθρώπου (τόμος εκτός σειράς, ΙΙ), Αθήνα: Α. Ν. Σάκκουλας.

Παραράς, Πέτρος (2011), Συνταγματικός Πολιτισμός και Δικαιώματα του Ανθρώπου, Αθήνα: Α. Ν. Σάκκουλας.

Σμιττ, Καρλ (1988), Η έννοια του Πολιτικού, Αθήνα: Κριτική.

Schmitt, Carl (1994), Πολιτική Θεολογία. Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, Αθήνα: Λεβιάθαν.

Schmitt, Carl (2009), Σχετικά με τα τρία είδη της νομικής σκέψης, Αθήνα: Παπαζήσης.

Σούρλας, Παύλος (1978), «Δικαϊκό σύστημα και τελολογική μέθοδος. Σκέψεις γύρω από το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου του Κ. Τσάτσου», Νομικό Βήμα, Τεύχος 26: 1172-1182.

Τσίρος, Νικόλαος (2003), «Η κριτική του Παναγιώτη Κονδύλη στη θεωρία του επικοινωνιακού πράττειν του Jürgen Habermas», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 21: 5-27.

Wellmer, Albrecht (2001), Η ελευθερία στο νεωτερικό κόσμο: για μια ερμηνευτική του δημοκρατικού πολιτισμού, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

 

1 Σχετικά με το πώς ο Κονδύλης χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως επιστήμονα, βλ. Π. Κονδύλη, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης. Απαντήσεις σε 28 ερωτήματα, Νεφέλη, Αθήνα 1998, σ. 9-13.

 

2 Βλ. Π. Κονδύλη, Ισχύς και Απόφαση: Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών, Στιγμή, Αθήνα 1991, σ. 19.

 

3 Ό.π., σ. 223.

 

4 Ο σχετικός διάλογος μεταξύ των κριτικών παρατηρήσεων στην περιγραφική θεωρία της απόφασης και των ανταπαντήσεων σε αυτές από τον Κονδύλη βρίσκεται συγκεντρωμένος στο περιοδικό Λεβιάθαν, 15, 1994.

 

5 Π. Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση, σ. 22.

 

6 Ό. π., σ. 213.

 

7 Το κύριο ζητούμενο για τον Κονδύλη είναι η ανάλυση του μόνιμου, ανθρώπινου και κοινωνικού, υποστρώματος που θα αποτελέσει το αντικείμενο της κοινωνικής οντολογίας και την εγγύηση της γνώσης των ανθρώπινων πραγμάτων. Βλ. Π. Κονδύλη, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, σ. 100-101.

 

8 Π. Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση, σ. 91-92.

 

9 Ό. π., σ. 153-154.

 

10 Τούτο, γιατί μονάχα εξαντικειμενικευμένες (δηλαδή κανονιστικά δεσμευμένες) αποφάσεις μπορούν να λειτουργήσουν επιτυχώς ως αξιώσεις ισχύος στο πλαίσιο της οργανωμένης κοινωνίας. Βλ. Π. Κονδύλη, ό. π., σ. 96.

 

11 Ό. π., σ. 81.

 

12 Ό. π., σ. 220-221.

 

13 Βλ. Σ. Βιρβιδάκη, «Σχόλια στο έργο Ισχύς και Απόφαση του Παναγιώτη Κονδύλη», Λεβιάθαν, 15, 1994, σ. 101-102.

 

14 Π. Κονδύλης, «Οφειλόμενες απαντήσεις», Λεβιάθαν, 15, 1994, σ. 124.

 

15 Θ. Γεωργίου, «Κριτική της περιγραφικής θεωρίας του Παναγιώτη Κονδύλη», Λεβιάθαν, 15, 1994, σ. 88, 90.

 

16 Π. Κονδύλης, ό. π., σ. 104-107.

 

17 Θ. Γεωργίου, ό. π., σ. 89.

 

18 Π. Κονδύλης, ό. π., σ. 114-115.

 

19 Βλ. Σ. Βιρβιδάκη, ό.π., σ. 100-101 και την ανταπάντηση του Π. Κονδύλη, ό. π., σ. 121-122.

 

20 Θ. Γεωργίου, ό. π., σ. 87. Πρβλ. την ανταπάντηση του Π. Κονδύλη, ό. π., σ. 108-109.

 

21 Χ. Παπαχαραλάμπους, «Εισαγωγή. Ο Θεός, ο Νόμος και ο Κυρίαρχος: η επάνοδος του Carl Schmitt», στο Carl Schmitt, Σχετικά με τα τρία είδη της νομικής σκέψης, Παπαζήσης, Αθήνα 2009, σ. 104.

 

22 Γ. Αποστολοπούλου, «Ο Κονδύλης και το ζήτημα της κοσμοεικόνας», στο: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. ΤομέαςΦιλοσοφίας, Παναγιώτης Κονδύλης, Για την Κοινωνική Οντολογία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σ. 130-131 και Π. Νούτσος, «Επιλογισμός», στο ίδιο, σ. 108-109.

 

23 Επ’ αυτού, βλ. Ν. Τσίρο, «Η κριτική του Παναγιώτη Κονδύλη στη θεωρία του επικοινωνιακού πράττειν του Jürgen Habermas», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 21, 2003, σ. 8.

 

24 Π. Κονδύλης, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Βασικά στοιχεία της κοινωνικής οντολογίας. Τόμος Ια, Θεμέλιο, Αθήνα 2007, σ. 283.

 

25 Ό. π., σ. 284, 288.

 

26 Βλ. Π. Κονδύλη, «Μελαγχολία και Πολεμική», στο ομότιτλο του ιδίου, Θεμέλιο, Αθήνα 2002, σ. 180.

 

27 Βλ. C. Schmitt, Σχετικά με τα τρία είδη της νομικής σκέψης, Παπαζήσης, Αθήνα 2009, σ. 131 κ.ε. Στην τυπική αποστροφή του G. Jellinek περί της «κανονιστικής δύναμης του πραγματικού» ο Schmitt αντιπροτείνει τη θετικιστικά οξύτερη λογική της «αποφασιοκρατικής δύναμης του πραγματικού», ό. π., σ. 165.

 

28 Βλ. C. Schmitt, «Το πρόβλημα της κυριαρχίας ως πρόβλημα του νομικού τύπου και ως πρόβλημα της απόφασης», στου ιδίου, Πολιτική Θεολογία. Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, Λεβιάθαν, Αθήνα 1994, σ. 56-57.

 

29 Ό. π., σ. 59.

 

30 Βλ. C. Schmitt, «Ορισμός της κυριαρχίας», στου ιδίου, Πολιτική Θεολογία, ό. π., σ. 18.

 

31 Έτσι, Π. Κονδύλη, «Επιλεγόμενα», στο C. Schmitt, Πολιτική Θεολογία, σ. 146-147.

 

32 Πρβλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, ό. π., σ. 80.

 

33 Π. Κονδύλη, ό. π., σ. 174.

 

34 Ό. π., σ. 175-176.

 

35 Ό. π., σ. 136.

 

36 Για τη διαβόητη διάκριση μεταξύ φίλου-εχθρού, βλ. C. Schmitt, Η έννοια του Πολιτικού, Κριτική, Αθήνα 1988, σ. 45 κ. ε.

 

37 Πρβλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, ό. π., σ. 73.

 

38 Σημειωτέον ότι η «στροφή» προς την πολιτική ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη εγκαινιάζεται με τις αναλύσεις του περί της πλανητικής πολιτικής που δημοσίευσε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στο έργο του Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, Θεμέλιο, Αθήνα 1992, ο Κονδύλης εξετάζει την πλανητική πολιτική του μέλλοντος υπό το πρίσμα ενός ανελέητου αγώνα για την κατανομή των πρώτων υλών και του πλούτου του κόσμου. Αυτή η βιολογικού τύπου κονδυλική προσέγγιση της πολιτικής επισημαίνει την αποϊδεολογικοποίησή της και τη συγχώνευσή της με την οικονομία. Στο εξής, οι αγώνες θα διεξάγονται κατά τον Κονδύλη, λόγω της σπάνης για χειροπιαστά υλικά αγαθά, χωρίς αξιόλογες ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις.

 

39 Βλ. Π. Κονδύλης, «Τα ηθικά επιχρίσματα της φιλελεύθερης ουτοπίας», στου ιδίου, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σ. 61-67. Σε αρκετά σημεία του πλούσιου έργου του, ο Κονδύλης επισήμανε την οικειοποίηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από πλευράς των πολιτικά κυρίαρχων και ιδιαίτερα από πλευράς της πλούσιας Δύσης. Βλ. π.χ. Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, σ. 124-132 καιΤο αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, σ. 116-121.

 

40 Π. Κονδύλης, «Τα ηθικά επιχρίσματα της φιλελεύθερης ουτοπίας», ό.π., σ. 64.

 

41 Ό. π., σ. 62.

 

42 Επ’ αυτού, βλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, ό.π., σ. 58-59.

 

43 Βλ. Π. Κονδύλη, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Βασικά στοιχεία της κοινωνικής οντολογίας, Τόμος Ιβ, Θεμέλιο, Αθήνα 2007, σ. 556-557. Ο Κονδύλης λέγει σαρκαστικά (σ. 556): «Στο τέλος μιας συζήτησης πρέπει να υπάρχει μια απόφαση, όχι συναίνεση. Αυτή είναι η αρχή του κοινοβουλευτισμού και της λαϊκής κυριαρχίας που συντηρεί τη ζωή». Πρβλ. για τον τρόπο που ο Κονδύλης δεξιώνεται τον κοινοβουλευτισμό και Ν. Τσίρο, «Η κριτική του Π. Κονδύλη στη θεωρία του Jürgen Habermas», ό.π., σ. 21-22.

 

44 Για το ζήτημα της «επιτελεστικής» στιγμής της απόφασης, βλ. Α.Wellmer, «Ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατία», στου ιδίου, Η ελευθερία στο νεωτερικό κόσμο. Για μια ερμηνευτική του δημοκρατικού πολιτισμού,Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001, σ. 140 κ. ε.

 

45 Ό. π., σ. 137. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο J. Habermas, Το πραγματικό και το ισχύον. Συμβολή στη διαλογική θεωρία του δικαίου και του δημοκρατικού δικαίου, Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 1996, σ. 152 κ. ε., ο οποίος σημειώνει ότι τα θεμελιωμένα στην ηθική αυτονομία του ατόμου ανθρώπινα δικαιώματα αποκτούν μια θετική μορφή μόνο δια της πολιτικής αυτονομίας των υπηκόων του δημοκρατικού κράτους.

 

46 Πρβλ. Π. Παραρά, «Η νομική φύση της οικουμενικής διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου», Δικαιώματα του Ανθρώπου, τόμος εκτός σειράς ΙΙ, 2004, σ. 285-288, του ιδίου, Συνταγματικός Πολιτισμός και Δικαιώματα του Ανθρώπου, Α.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2011, σ. 30 κ.ε.

 

47 Όπως εύστοχα τονίζει ο A. Wellmer, ό.π., σ. 143, τέτοιου είδους αποφάσεις στοχεύουν στη δικαιοσύνη, στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην πραγμάτωση των βασικών, δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

 

48 Σχετικά με το ζήτημα της φιλοσοφικής ερμηνευτικής του δικαίου, βλ. Π. Σούρλα, «Δικαϊκό σύστημα και τελολογική μέθοδος. Σκέψεις γύρω από το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου του Κ. Τσάτσου», Νομικό Βήμα, 26, 1978, σ. 1177-1180.

 

49 Για το ζήτημα των «δημοκρατικών κοινωνικών ηθών» που αποτελεί μια καταρχήν αντιφορμαλιστική προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης του φιλελεύθερου πολιτισμού και κατά τούτο ανακατασκευάζει την τυποκρατική προσέγγιση της χαμπερμασιανής επικοινωνιακής θεωρίας των δικαιωμάτων, βλ. Α. Wellmer, «Μοντέλα ελευθερίας στο νεωτερικό κόσμο», στου ιδίου, ό.π., σ. 60 – 69.

 

50 Βλ. R. Koselleck, «Παναγιώτης Κονδύλης», στο Π. Κονδύλης, Μελαγχολία και Πολεμική, ό.π., σ. 31.

 

 

51 Ο V. Gerhardt, «Σκέψη και Απόφαση», στο Π. Κονδύλης, Μελαγχολία και Πολιτική, ό.π., σ. 235, επισημαίνει ότι ο Κονδύλης υποτιμά τη δύναμη της δεσμεύουσας αλήθειας, στην οποία με την αξιολογικά ελεύθερη περιγραφική θεωρία της απόφασης είχε στην πραγματικότητα και εκείνος αφιερωθεί.

*Πηγή: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1198&Itemid=29

 

(Εμφανιστηκε 1,254 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.