Ο Αντρέι Ταρκόφσκι και η Σοβιετική Ένωση
Γράφει ο Ευθύμιος Φρεντζαλάς
Το Μαρτυρολόγιο (Ημερολόγια 1970-1986) του μεγάλου Ρώσου, Σοβιετικού κάποτε, σκηνοθέτη Αντρέϊ Ταρκόφσκι αλλά και το μοναδικό βιβλίο που μας άφησε, το Σμιλεύοντας το χρόνο, όπως εξάλλου και οι ίδιες οι ταινίες του κατά κάποιο τρόπο, αναδεικνύουν έναν άνθρωπο, που δεν άντεχε να ζει στην πατρίδα του αν και πολύ θα το ήθελε. Η κριτική που ασκεί στο τότε γραφειοκρατικό καθεστώς και κυρίως στους ασκούντες την πολιτιστική πολιτική του, μπορεί να χαρακτηριστεί ανελέητη. Στις προσωπικές του καταρχάς σημειώσεις δεν λογοκρίνει καθόλου τον εαυτό του, όπως έκανε σε κάποιο βαθμό όταν συζητούσε με κάποιον ή κάποιους εκπροσώπους του καθεστώτος αυτού, για ευνόητους λόγους. Και λέμε για ευνόητους λόγους, επειδή είχε διαλέξει ή μάλλον τον είχε διαλέξει, όπως πίστευε ο ίδιος, ένα επάγγελμα, του οποίου η άσκηση εξαρτιόταν αποκλειστικά από το κράτος, αφού μόνο αυτό διέθετε πολλά χρήματα και αν δεν έδινε αυτό κανείς δεν μπορούσε να γυρίσει ταινία. Το κράτος, λοιπόν, ήθελε να έχει και είχε κατά κάποιο τρόπο τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Αν δεν άρεσε στην αρμόδια Επιτροπή του ένα σχέδιο ταινίας ή ένα σενάριο απαιτούσε αλλαγές, αλλιώς δεν έδινε τα χρήματα ή τα έδινε καθυστερημένα. Με τον τρόπο αυτό έκανε τη ζωή κάθε καλλιτέχνη που πήγαινε κόντρα στο κυρίαρχο καλλιτεχνικό ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δύσκολη έως ανυπόφορη.
Το γραφειοκρατικό καθεστώς ήθελε, όπως ισχυριζόταν, να κάνει όλους τους ανθρώπους σοσιαλιστές. Δεν άντεχε λοιπόν, καθόλου δημιουργούς σαν τον Ταρκόφσκι που τους ενδιέφερε πιο πολύ η λεγόμενη «ουσία» των πραγμάτων παρά ο σταδιακός μετασχηματισμός του σοβιετικού ανθρώπου. Ισχυριζόταν πως τα καλλιτεχνικά τους έργα δεν εξέφραζαν τις ανάγκες και τα πραγματικά ενδιαφέροντα του λαού. Αυτού του είδους τους δημιουργούς τους θεωρούσε ιδεαλιστές και μεταφυσικούς, εκτός σοσιαλιστικής πραγματικότητας δηλαδή. O Ταρκόφσκι είχε καταλάβει τι πραγματικά επιδίωκαν με την συνεχή επανάληψη αυτής της κατηγορίας: « Ποιοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να εκφράσουν τη γνώμη του λαού; Έκανε ποτέ κανείς καμία μελέτη ή την παραμικρή ευσυνείδητη προσπάθεια να ανακαλύψει τα πραγματικά ενδιαφέροντα του λαού, τον τρόπο σκέψης του, τις προσδοκίες, τις ελπίδες ή και τις απογοητεύσεις του; (Σμιλεύοντας τον χρόνο σελ. 236). Και πιο κάτω: «Οι υπεύθυνοι για την πολιτιστική πολιτική θα έπρεπε να ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν κάποιο κλίμα, κάποιο επίπεδο καλλιτεχνικής παραγωγής, αντί να ¨πλασάρουν¨ στο κοινό σκανδαλωδώς κίβδηλο και επίπλαστο εμπόρευμα, διαφθείροντας αμετάκλητα το γούστο του» (σελ. 238).«Η γνήσια τέχνη για τον λαό» δεν ήταν γι’ αυτόν παρά μία μορφή μαζικής κουλτούρας (έτσι την είχαν καταντήσει γιατί στην αρχή δεν ήταν), που στόχο είχε την καταστροφή της πνευματικής άμυνας του λαού, έτσι ώστε να εξασφαλιζόταν ότι αυτός θα παρέμενε ένα πιόνι στα χέρια του καθεστώτος. Αυτή η τέχνη ήταν στην πραγματικότητα αποκομμένη από τον λαό (κι όχι η δική του) γιατί έδινε το προβάδισμα σε ταινίες που απείχαν πολύ από την πραγματικότητα και τα προβλήματα του λαού.
Δύο από τα μεγαλύτερα γι’ αυτόν προβλήματα ήταν η έλλειψη πίστης (με την έννοια της ελπίδας) και το ηθικό κενό, ειδικά η έλλειψη αγάπης, με τα οποία και καταπιάστηκε σε όλες τις ταινίες του, προβλήματα ανύπαρκτα, όμως, για το καθεστώς ή δευτερεύοντα. Αυτός, αντιθέτως έβλεπε πως πέρα από τα οικονομικά προβλήματα οι άνθρωποι του καιρού του αντιμετώπιζαν και άλλα, πιο μεγάλα και κρυφά και γι’ αυτό ακριβώς πιο ύπουλα προβλήματα. Έτσι, στον Στάλκερ λόγου χάρη, «το βασικό μοτίβο που έπρεπε να ακουστεί ήταν πολύ γενικά το μοτίβο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του τι είναι αυτή η αξιοπρέπεια και πόσο υποφέρει ένας άνθρωπος χωρίς αυτοσεβασμό» (σελ. 268 Σμιλεύοντας…). Στο Σολάρις ήταν η ανθρώπινη συνείδηση και οι συνέπειες της έλλειψής της στον ψυχικό κόσμο του πάσχοντος από αυτή την έλλειψη ανθρώπου. Στον δε Καθρέφτη «ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να νιώσουν ότι ο Μπαχ, ο Περγκολέζι, το γράμμα του Πούσκιν, το δύσκολο πέρασμα των στρατιωτών από τη λίμνη Σίβας και τα προσωπικά, οικεία γεγονότα έχουν κατά κάποιο τρόπο ίση σημασία σαν ανθρώπινη εμπειρία» (ο.π σελ 265). Δεν ήθελε να βλέπει τους ανθρώπους να κυνηγούν φαντάσματα και να προσκυνούν είδωλα και γι’ αυτό έκανε ταινίες που μοναδικό σκοπό είχαν τον ερεθισμό της σκέψης του κάθε θεατή «πάνω σε ό,τι ουσιαστικά ανθρώπινο και αιώνιο έχει κάθε ατομική ψυχή, πάνω σε πράγματα που ο άνθρωπος, απασχολημένος με το κυνήγι των φαντασμάτων (προϊόντων λ.χ σημ. δ.), συνήθως τα προσπερνά κι ας εξαρτάται από αυτά η μοίρα του γιατί στο τέλος όλα καταλήγουν σε ένα, και μάλιστα απλό στοιχείο, το μόνο στο οποίο μπορεί να υπολογίζει στη ζωή του: την ικανότητα να αγαπάει» (ο. π σελ. 274-275). Αυτό που επιθυμούσε λοιπόν, περισσότερο από καθετί άλλο ήταν το να κάνει τον θεατή να καταλάβει ότι η ομορφιά τον καλούσε κοντά της, να του θυμήσει και να τον κάνει να συνειδητοποιήσει την ανάγκη του να αγαπάει και να αγαπιέται.
Το καθεστώς, όμως, έκανε πως δεν καταλάβαινε.«Εγώ σου δίδαξα την τέχνη που εξασκείς κι εσύ τώρα θες να ανοίξεις τα φτερά σου και να κάνεις το δικό σου και με δικά μου κιόλας χρήματα;» επέμενε. Κάθε «ιδεαλιστής» δημιουργός έπρεπε «να μπει στην θέση του». Και οι περισσότεροι δεν άντεχαν και συμβιβάζονταν. Τους έθετε τόσα πολλά εμπόδια η Επιτροπή, που τελικά «δίπλωναν» πάλι τα φτερά τους και έκαναν ό,τι τους υπαγόρευε αυτή. Μερικοί κατάφεραν να δραπετεύσουν από αυτή τη φυλακή κι άλλοι εξορίστηκαν ή αυτοεξορίστηκαν. Ο Ταρκόφσκι χρειάστηκε να αγωνιστεί πολύ για να γυρίσει τις δύο τελευταίες ταινίες του στην Ιταλία και τη Σουηδία (το 1984 ζήτησε πολιτικό άσυλο στη δυτική Ευρώπη και εγκαταστάθηκε προσωρινά στη Σουηδία).
Αν και είχε περάσει πολλές φορές απ’ το μυαλό του η ιδέα του συμβιβασμού τελικά άντεξε ως το τέλος χάρη αποκλειστικά στον αλύγιστο χαρακτήρα του και την ισχυρή αυτοπεποίθησή του, όχι πάντως χωρίς θυσίες. «Μα τι άνθρωποι είναι αυτοί;» αναρωτιέται σε κάποιο σημείο. «Με κρατάνε γερά» μας εκμυστηρεύεται σε ένα άλλο. «Η ηλιθιότητά αυτών των ανθρώπων είναι ασυναγώνιστη» παρατηρεί ∙ ενώ αλλού δείχνει να χαίρεται που «η τέχνη τους αντιστέκεται επειδή είναι ανθρώπινη». «Δεν πάνε να πνιγούνε όλοι τους;» εύχεται.
Οι ταινίες του προχωρούσαν πολύ αργά καθώς σπαταλούσε πολύτιμο χρόνο προσπαθώντας μάταια να πείσει τους υπευθύνους για τις αγνές προθέσεις του. Ο πόλεμος που του είχε κηρύξει το καθεστώς και οι δικές του υψηλές απαιτήσεις, που κατά τον ίδιο πολύ καλά έκανε και τις είχε, ήταν οι μοναδικοί λόγοι που γύρισε τελικά τόσες λίγες ταινίες.
«To ταξικό μίσος για όσους διαθέτουν εξυπνάδα» για το οποίο κατηγορεί σε κάποιο σημείο κάποιον πρώην συνεργάτη του, άνετα θα το καταλόγιζε και στην ιντελιγκέντσια, στη νέα «συντονίστρια τάξη». «Δεν θα ησυχάσουν, γράφει, μέχρι να δολοφονήσουν και το τελευταίο ίχνος ανεξαρτησίας και μέχρι να υποβιβάσουν την ανθρώπινη προσωπικότητα στο επίπεδο του κτήνους». Θα ευχόταν σίγουρα να μπορούσε να τους τα έλεγε όλ’ αυτά και κατ’ ιδίαν. Και μόνο που μετέφερε, βέβαια, τις πιο μύχιες και προσωπικές του σκέψεις στο χαρτί σίγουρα θα του πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση. Στο Μαρτυρολόγιό, όπως και στις ταινίες του, ήταν ο εαυτός του, που κινδύνευε συνεχώς να χάσει στην πάλη του με τους γραφειοκράτες της εξουσίας.
Το πόσο πολύ υπέφερε φαίνεται κι από το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως το θέμα αυτό καταλαμβάνει πάρα πολύ χώρο στα ημερολόγιά του. Ένιωθε σίγουρα υπεράριθμος, σαν να μην τον χρειαζόταν η πατρίδα του ∙ κι όχι μόνο αυτό αλλά και σαν να ήθελε να απαλλαγεί κιόλας απ’ αυτόν. Τους θεωρούσε άχρηστους, κι αυτοί επίσης αυτόν. Και πώς να μην τους θεωρούσε, όταν λόγου χάρη το πολιτιστικό τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής, του είχε ζητήσει για την ταινία του Σολάρις, στα πλαίσια των συνήθων υποδείξεών της, να καταστήσει σαφές το πώς θα είναι ο μελλοντικός κόσμος γιατί δεν γινόταν φανερό στην ταινία ή να αφαιρέσει τη σκηνή, όπου ένας από τους ήρωες, ο Σνόουτ, μιλούσε για το μάταιο της εξερεύνησης του διαστήματος και άλλα πολλά.
Δεν άντεχε την καλλιτεχνική μιζέρια που είχε επιβληθεί απ’ άκρου εις άκρον της χώρας, αφού μόνο το ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού «φυσούσε». «Το κράτος αυτό που μας ποδοπατά και μας έχει πετάξει μέσα σε ακαθαρσίες» γράφει με μία έντονη τάση για εμετό. Ενώ ο ίδιος ένιωθε πως του είχε ανατεθεί μία αποστολή από την φύση , που έπρεπε πάση θυσία να φέρει εις πέρας, το κράτος ήθελε να του αναθέσει μια άλλη αποστολή, τελείως ασύμβατη με την ιδιοσυγκρασία του, να μεταφέρει δηλαδή για χάρη της τον προπαγανδιστικό της λόγο (του είχε προτείνει λόγου χάρη μια ταινία για τον Λένιν). Με τις συνεχείς ενστάσεις και υποδείξεις τους του θύμιζαν την παρουσία τους και τον άφηναν κάπου-κάπου μόνο μάλλον επειδή διαφήμιζε με τις ταινίες του τη χώρα του στο εξωτερικό. Ενώ αυτόν τον ενδιέφεραν μόνο οι ταινίες που αποτελούσαν ευκαιρίες για βαθιές εσωτερικές εμπειρίες και «όλη η εργασία του επικεντρώνονταν στη συγκινησιακή λειτουργία του έργου», αφού αυτός πίστευε πως ήταν ο σκοπός, η αποστολή της τέχνης.
«Ο αγώνας ενάντια στους γραφειοκράτες με τις υπαλληλικές ψυχές είναι εξουθενωτικός. Τι συμβαίνει με σας; Σας πηγαίνει παραπέρα ή σας εμποδίζει να προχωρήσετε;» του έγραψε ένας θεατής μετά την προβολή μιας ταινίας του. Δεν γνωρίζουμε την απάντησή του στην πολύ εύστοχη αυτή ερώτηση αλλά μπορούμε να την φανταστούμε:« Και με εμποδίζει και με πηγαίνει παραπέρα. Νιώθω εξαντλημένος ώρες-ώρες αλλά δεν το βάζω κάτω. Έχω δίκιο και θα νικήσω, κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει γιατί υπηρετώ την αλήθεια και κάνω απλά αυτό που πρέπει. Ενώ αυτοί τι κάνουν; Έχουν αποκοπεί τελείως απ’ το λαό και τον κοροϊδεύουν ότι τον υπηρετούν. Εγώ είμαι κομμάτι αυτού του λαού στην μόρφωση του οποίου θέλω να συμβάλλω με τις ταινίες μου, ενώ αυτοί τον προτιμούν αμόρφωτο για να τον κάνουν ό,τι θέλουν».
Και πραγματικά ποτέ δεν σταύρωσε τα χέρια του αλλά πέρασε όλη τη ζωή του παλεύοντας με αυτές τις ψυχές και βγήκε τελικά νικητής. Μπορεί να γύρισε λίγες ταινίες, όμως, οι διθυραμβικές κριτικές και τα βραβεία που αυτές απέσπασαν, η αναγνώριση της μεγαλοφυϊας του από πολλούς καταξιωμένους επίσης, Ευρωπαίους κυρίως, σκηνοθέτες και το ότι θεωρείται ακόμη και σήμερα από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων ο καλύτερος σκηνοθέτης, μαρτυρούν πως όχι μόνο βγήκε νικητής αλλά και πόσο πολύ άξιζε τον κόπο ο διαρκής αγώνας του. «Σας ευχαριστώ που υπάρχετε ΕΣΕΙΣ και οι ΤΑΙΝΙΕΣ σας» έγραφε στο σημείωμα που του άφησε μετά από μια προβολή ένας άλλος θεατής. Κι ένας άλλος: «Μακάρι να γίνεται εκατό χρονών!». Θα του έδινε κουράγιο και δύναμη η σιγουριά του ότι ποτέ και κανένας κρετίνος με υπαλληλική ψυχή δεν θα μπορούσε να γίνει αποδέκτης μιας τόσο μεγάλης ευγνωμοσύνης και αγάπης σαν αυτή που του εξέφραζαν κάθε τόσο ανώνυμοι και εκστασιασμένοι λάτρεις των ταινιών του. Διότι «υπάρχει μόνο ένας Ταρκόφσκι ενώ με τους διάφορους Γκερασίμοφ θα μπορούσες να σχηματίσεις ολόκληρη λεγεώνα». Ο Γκερασίμοφ μπορεί να ήταν ένας ατάλαντος σκηνοθέτης, εξού και η επίθεση του Ταρκόφσκι εναντίον του, αλλά θα μπορούσε άνετα να ήταν κι αυτός ένας γραφειοκράτης με υπαλληλική ψυχή.
Είναι άξιο απορίας το πώς του επέτρεψαν να γυρίσει έστω κι αυτές τις λίγες ταινίες που γύρισε στην πατρίδα του αλλά και στο εξωτερικό γιατί κι εκεί πίσω του τους είχε. Μήπως πίστευαν πως θα συμβιβαζόταν κι αυτός κάποια στιγμή, οπότε τον «άφηναν»; Μήπως τον θεωρούσαν ακίνδυνο, επειδή λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν τις απαιτητικές, «ελιτίστικες» ταινίες του και τον άφηναν ,όσο τον άφηναν, ήσυχο επειδή μόνο και μόνο διαφήμιζε την Σοβιετική Ένωση στη Δύση; Ας μην ξεχνάμε βέβαια πως όταν ο Ταρκόφσκι ξεκινούσε την καριέρα του (1960), ο Στάλιν δεν ήταν πλέον στη ζωή και τα ηνία της αχανούς χώρας είχαν αναλάβει άνθρωποι του κόμματος, με υπαλληλικές πάλι ψυχές αλλά λιγότερο τουλάχιστον αυταρχικοί. Αλλά γνώριζε ο Ταρκόφσκι πως οι δυτικοευρωπαίοι συνάδερφοί του ζούσαν σε περιβάλλοντα πολύ πιο ευνοϊκά γι’ αυτούς, αφού εργάζονταν χωρίς την παρουσία κάποιου ηλίθιου γραφειοκράτη πάνω από τα κεφάλια τους. Διάλεγαν οι ίδιοι τους συνεργάτες και τους συντελεστές λόγου χάρη των ταινιών τους. Δεν θεωρούσε την Δύση έναν επίγειο παράδεισο αλλά δεν μπορούσε να χωνέψει πως ενώ ο ίδιος ένιωθε πως έκανε ταινίες για καθαρά προσωπική του ευχαρίστηση, οι δυτικοευρωπαίοι συνάδερφοί του ένιωθαν επιπλέον χρήσιμοι.
Δικαιούμαστε άραγε να τον χαρακτηρίσουμε φιλελεύθερο; Μήπως ήταν απλά ένας ακόμη αστός ή ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης που έβαζε πάνω από την ισότητα την ελευθερία και γι’ αυτό δυσκολευόταν αφάνταστα να προσαρμοστεί στην νέα σοσιαλιστική πραγματικότητα που είχε επιβληθεί στην Σοβιετική Ένωση, η οποία ήθελε και είχε καταφέρει να κάνει όλους τους ανθρώπους ίσους; Φαίνεται πως το πρόβλημά του ήταν ακριβώς ότι το σύστημα που είχε οικοδομηθεί στην Σοβιετική Ένωση ήταν μόνο κατ’ όνομα σοσιαλιστικό γιατί κατά βάθος ήταν τόσο ή και περισσότερο εκμεταλλευτικό από το καπιταλιστικό. «Σε μία σοσιαλιστική κοινωνία, γράφει, ο βιομηχανικός εργάτης ή ο αγρότης, που ευθύνη τους είναι να κάνουν πράγματα πολύτιμα από υλική άποψη, θεωρούν τον εαυτό τους (τους έχουν πείσει άλλοι γι’ αυτό-σημείωση δική μου) αφέντη της ζωής τους. Κι αυτοί οι άνθρωποι πληρώνουν λεφτά για να έχουν λίγη «ψυχαγωγία» από «υποχρεωτικούς» καλλιτέχνες. Αυτή η υποχρεωτικότητα, βέβαια, βασίζεται στην αδιαφορία, γιατί οι καλλιτέχνες (άρα και το καθεστώς που τους στηρίζει-σημείωση δική μου) εκμεταλλεύονται κυνικότατα τον ελεύθερο χρόνο των τίμιων ανθρώπων του μόχθου, επωφελούμενοι από την αφέλεια, την άγνοιά τους και την έλλειψη αισθητικής αγωγής για να τους καταστρέψουν κάθε πνευματική άμυνα και μ’ αυτόν τον τρόπο να βγάλουν λεφτά. Τις δραστηριότητες ενός τέτοιου καλλιτέχνη (άρα και του καθεστώτος σ.δ) μπορούμε ανεπιφύλακτα να τις χαρακτηρίσουμε «βρώμικες». Ένας καλλιτέχνης δικαιώνεται μόνο όταν η δουλειά του κρίνει και τον τρόπο ζωής του και δεν αποτελεί πάρεργο παρά μοναδική μορφή ύπαρξης του δημιουργικού του εγώ» (Σμιλεύοντας σελ.260). Είναι ελάχιστα, γενικά, τα αποσπάσματα στα οποία καταπιάνεται με την πολιτική, ειδικά την τρέχουσα. Σε ένα από αυτά αναφέρεται στην ιδιοκτησία: « Να απαρνηθείς την ιδιοκτησία…. Να την απαρνηθείς, σημαίνει να περιφρονήσεις ό,τι υπάρχει. Αλήθεια , έχω γνωρίσει ποτέ αυτό που λέγεται ατομική ιδιοκτησία; Πώς να παραιτηθώ από κάτι που ποτέ μου δεν κατείχα και ουδέποτε πρόκειται να αποκτήσω; Αυτή είναι μία από τις πηγές της μεγάλης ιδεολογικής πλάνης». Σε ένα άλλο πάλι αναφέρεται στην ακρίβεια κάποιων προϊόντων και αλλού στις στατιστικές και στην μετατροπή τους σε ιδεολογικό όπλο. Θα βρούμε ανάμεσα στα άλλα κι ένα απόσπασμα όπου ειρωνεύεται «την σοσιαλιστική μας χώρα του προοδευτικού σοσιαλισμού» επειδή του είχαν ζητήσει να αφαιρέσει από μία ταινία του την φράση «Ετούτους εδώ δεν μπορεί να τους βοηθήσει κανείς» («κάτι τέτοιο, γράφει, είναι αδιανόητο για την σοσιαλιστική μας χώρα».) Ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε και το σημείο, όπου αναφερόμενος κυρίως στον Ντοστογιέφσκι που λάτρευε, θρηνεί για το ότι «οι παραδόσεις της ρωσικής παιδείας….. είναι εντελώς ασυμβίβαστες με τον υλισμό» (σελ 265 Σμιλεύοντας το χρόνο). Έτσι ώστε «ούτε συντηρητικός δεν μπορούσε να είναι τότε κάποιος επειδή δεν υπήρχε κάτι για να διαφυλάξει.» Πιστεύουμε, γενικά πως δεν μπορούμε να τον κατατάξουμε κάπου ιδεολογικά ούτε είναι αυτός ο σκοπός μας. Μπορούμε μόνο να πούμε πως ήταν ταγμένος αποκλειστικά στην τέχνη. Γι’ αυτό και φερόταν στην πολιτική όπως η πολιτική φερόταν απέναντι στην τέχνη. Και έλεγε αυτά που έβλεπε, όπως λέμε. Για ισότητα μιλούσαν οι ιθύνοντες μα ισότητα δεν έβλεπε. Ο λαός κατά την άποψή του υπέφερε. Η νομενκλατούρα, όμως, περνούσε καλά. Και αυτό το κατάφερνε κυνηγώντας όλους αυτούς που προσπαθούσαν με την τέχνη τους όχι μόνο να εκφραστούν ελεύθερα αλλά και να ξυπνήσουν τον κοιμισμένο και παραπλανημένο λαό που απλά περίμενε τις καλύτερες μέρες που θα έρχονταν. Κατά την γνώμη του καθεστώτος όλοι αυτοί, οι παρεκκλίνοντες δηλαδή από την επίσημη γραμμή, δεν υπήρχαν καν, δεν αποτελούσαν παρά ένα αξιοθρήνητο τίποτα, μια σκοτεινή κηλίδα, ένα ξένο σώμα. Η σκέψη αυτή τον ταλαιπωρούσε καθημερινά σχεδόν, τόσο, ώστε έφτασε στο σημείο να γράψει μια μέρα, με αφορμή τον αποκλεισμό και την σιωπή που είχε επιβληθεί από τα άνω γύρω από την ταινία του «Καθρέφτης», πως «θα επιτρέψω στον εαυτό μου να υποθέσει πως η σοβιετική κουλτούρα και κοινωνία και οι αρχές τους με θεωρούν περιττό και ανεπιθύμητο και τότε θ’ αναγκαστώ να πάρω την πρωτοβουλία ν’ αποκαταστήσω το καλό μου όνομα με άλλα μέσα».
Και ενώ η ισότητα δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα, η ελευθερία, δεν ήταν κι αυτή τίποτε άλλο από μία ακόμα ωραία λέξη, που ελάχιστα μάλιστα ακουγόταν, ένα άπιαστο ιδανικό.«Το πολυθρύλητο αυτό αγαθό (της ελευθερίας) απλά δεν υπάρχει εδώ» θρηνεί σε ένα σημείο. Και σ’ ένα άλλο λιγάκι μεθυσμένος ξεσπάει: «Γιατί άραγε να χαρίζει μονάχα το αλκοόλ πραγματική ελευθερία;» Η ελευθερία που τον ενδιέφερε, όμως, κυρίως ήταν η πνευματική. Η ελευθερία του, επίσης, δεν μοιάζει με την ελευθερία του φιλελευθερισμού. Γι’ αυτόν σημαίνει ότι «μαθαίνεις να έχεις απαιτήσεις μόνο από τον εαυτό σου, όχι από τη ζωή ή από τους άλλους, και ξέρεις να δίνεις». Η ελευθερία της Δύσης δε πρέπει να τον τρόμαζε κάπως γιατί γράφει σε ένα σημείο πως οι άνθρωποι, αν ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας, θα έμοιαζαν μάλλον σαν ψάρια που τα είχαν βγάλει στη στεριά, αφού αυτός πίστευε ότι «τα πάντα τα οριοθετεί η αναγκαιότητα» (Σμιλ το χρόνο σελ. 248). Του φαινόταν τόσο πιο περίεργη και παραπλανητική η ελευθερία όσο περισσότερο ζούσε στη Δύση. Εξού και ο προβληματισμός του:« Ελευθερία να παίρνεις ναρκωτικά; Να σκοτώνεις; Να αυτοκτονείς;» Βέβαια, θα τον προτιμούσαμε και θα τον περιμέναμε πιο ευαίσθητο απέναντι στο φαινόμενο της αυτοκτονίας.
Λίγο πριν τον θάνατό του το 1986, έβλεπε πως η κατάσταση στη χώρα του άλλαζε, κατά την άποψή του προς το καλύτερο. Η πραγματική ζωή είχε αρχίσει και πάλι να κυριαρχεί, καθώς υπό την πίεσή της «η συλλογική συνείδηση την οποία επαγγελλόταν η νέα σοσιαλιστική ιδεολογία υποχρεώθηκε να υποχωρήσει στην προσωπική αυτογνωσία. Το παρελθόν έφυγε, ευτυχώς ανεπιστρεπτί· η αυτογνωσία και οι προσωπικές απόψεις για τη ζωή αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη σημασία»
Ζώντας και δημιουργώντας μέσα σ’ αυτό το πνιγηρό περιβάλλον, ο πατέρας Ταρκόφσκι ανησυχούσε και για το μέλλον του γιου του. Ένιωθε πως ό,τι κι αν έκανε ο ίδιος, ό,τι κι αν τον δασκάλευε, πολύ δύσκολα τελικά αυτός θα αποτίναζε τη σκλαβιά μέσα στην οποία είχε γεννηθεί. Και στο εξωτερικό υπέφερε διπλά γιατί δεν τον έπαιρνε μαζί του αφού δεν τον άφηναν.
Ο λαός ήταν βαριά άρρωστος, κατά την άποψή του, γιατί η αμορφωσιά του είχε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Η νομενκλατούρα του είχε επιβάλλει έναν τρόπο ζωής που συνέφερε μόνο την ίδια, που την βοηθούσε να διατηρεί τα προνόμιά της ενώ την ίδια στιγμή διατυμπάνιζε την πίστη της στην αξία της ισότητας. Κανείς λοιπόν δεν δικαιούται να κατηγορήσει τον Ταρκόφσκι ότι δεν προσπάθησε να βοηθήσει τον λαό να ανακτήσει την υγεία του, την σκέψη του δηλαδή και την φαντασία του. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως «η ησυχία είναι μια πολύ επικίνδυνη υπόθεση».
Pingback: Σαν σήμερα, 29 Δεκεμβρίου - Lavart