οι ερινύες και το δίκ(α)ιο το μητρικό
Γράφει η Titania Matina
λέμε ερινύες και ο νους μας πάει στις τύψεις
γιατί αυτές, όπως ο μύθος έλεγε, χτύπησαν τον Ορέστη, μετά από εκείνη τη διαβόητη την πράξη την αιματηρή, το έργο της μητροκτονίας του, που ίσως συμβολικά να σήμαινε οριστική διάρρηξη ομφάλιου λώρου κι ενηλικίωση για ένα αγόρι, σύμφωνα με κανόνες που όριζε μια κοινωνία πατριαρχική
όμως οι ερινύες αρχικά σημαίναν το μητρικό το δίκ(α)ιο το ίδιο, μια ιστορικά ηττημένη υπόθεση που έπρεπε, ωστόσο, να τακτοποιηθεί, να βρει μια θέση –υποτεταγμένου έστω λόγου– στους ανεξάντλητους τους πίνακες της μνήμης και της μυθικής αφήγησης
κι έχει ενδιαφέρον ότι, ενώ ποικίλες άλλες σκοτεινές κι ανεξιχνίαστες δυνάμεις (σαν τον τρόμο τον ιερό ή το κακό το μάτι) έβρισκαν εν τέλει μιαν αναγνωρίσιμη αποτύπωση στους κώδικες των παραστατικών τεχνών, οι ερινύες δεν αναπαρίσταντο ποτέ, ούτε στη γλυπτική ούτε στην αγγειογραφία
μέχρι που ο Αισχύλος τις παρέστησε μες στην ενσάρκωσή τους, τους έδωσε μορφή κι οστά, τις δραματοποίησε, τις έκανε Χορό στην τελευταία τραγωδία της μεγάλης τριλογίας του, για να τις υποτάξει, αλίμονο, κι αυτός στο τέλος και να τις κάνει ευμενίδες (ευνοϊκές) στον λόγο του πατέρα, μ’ εκείνην την περίφημη ψήφο της Αθηνάς του Αρεοπαγίτικου Δικαστηρίου: “Γιατί μάνα δεν είναι που μ’ έχει γεννήσει,/ κι ολόψυχα εγώ τον άντρα επαινώ/ σε όλα –μόνο σε γάμο εμένανε να μη μου τύχει– / κι ολότελα είμαι του πατέρα”
“κάρτα δ’ εἰμὶ τοῦ πατρός” ήταν η ετυμηγορία, λόγος του κλήρου (δικαστικού κι ιδιοκτησιακού), λόγος της οικογένειας που έμελλε μες στους αιώνες να καθαγιαστεί με φωτοστέφανα και με τρισάγια κληρικών και μ’ άλλα λόγια σήμαινε: Το παιδί είναι του πατέρα –μίλησε το Μεγάλο Άλφα, όπως θα το ‘λεγε ο Λακάν, και μίλησε Οριστικά…
όμως, προτού δικονομικά δοθεί ετούτη η λύση η θεατρική, οι ερινύες του μητρικού του δίκ(α)ιου είχαν τουλάχιστον προλάβει να φανερώσουν τις δυνάμεις τους σε κυκλικό χορό, σε όρχηση που έδενε με ξόρκια μαγικά κι οδήγαγε στην τρέλα, στην πιο εντυπωσιακή speech act δραματοποίησης, που, όταν την εκτέλεσε ο κορυφαίος μέσα στο θέατρο το διονυσιακό, δεκάδες λιποθύμησαν απ’ την τρομάρα τους –κι η βία αυτής της μνήμης τόσο διατηρήθηκε μέσα στον χρόνο που την κατέγραψε στο τέλος βυζαντινός σχολιαστής– κι έμενε η μνήμη ως ὕμνος δέσμιος που άρχιζε έτσι: “έλα μπρος, τον χορό μας να δέσουμε,/ αφού τώρ’ αποφασίσαμε να ψάλλουμε το φριχτό μας τραγούδι,/ και να πούμε το πώς/ ο όμιλός μας αυτός/ κυβερνά των ανθρώπων τη μοίρα…”
και τώρα μας μένει ο ύμνος ο δέσμιος για να γεννάει ενοχές;
ποιος αμφιβάλλει για το μικρό το άλφα;
*