Το ζήτημα των μελλοντικών γερμανικών προοπτικών δεν μπορεί να συζητηθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα της λεγόμενης «ιδιαίτερης πορείας» των Γερμανών κατά το παρελθόν. Άλλωστε, οφείλουμε να αποδεχτούμε μια κάποια συνάφεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος άσχετα από το πως ερμηνεύουμε τον όρο «ιδιαίτερη πορεία», έστω δηλ., κι αν δηλώνουμε με αυτόν απλώς και μόνο εκείνον τον ιστορικό δρόμο που ακολούθησαν άπαξ και από το κράτος της ανάγκης οι Γερμανοί και ο οποίος τους οδήγησε στις σημερινές συνθήκες θέτοντας συγχρόνως το πλαίσιο της μελλοντικής τους δράσης. Καθώς σήμερα η έννοια της γερμανικής «ιδιαίτερης πορείας» χρησιμοποιείται κυρίως αρνητικά, το ζήτημα της συνάφειας μεταξύ γερμανικού παρελθόντος και μέλλοντος δεν τίθεται μόνο με ιστορική αλλά και με πολιτική πρόθεση. Έχουμε επομένως να κάνουμε εδώ με μια εργαλειοποίηση της αντίληψης εκείνης που παρουσιάζει τη γερμανική «ιδιαίτερη πορεία» ως αδιέξοδη και παραπλανητική, εργαλειοποίηση που υποκινείται από όσους επιδιώκουν να στρέψουν τις γερμανικές προοπτικές προς συγκεκριμένη κανονιστική κατεύθυνση. Έτσι οι προοπτικές αυτές επηρεάζονται πράγματι από τη γερμανική «ιδιαίτερη πορεία» – όχι όμως από τη γερμανική «ιδιαίτερη πορεία» με την αντικειμενική ιστορική έννοια που εξηγήσαμε παραπάνω, αλλά από τη θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» που αποτελεί πολιτικό όπλο. Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι η θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» θα ήταν δυνατό να έχει διαφορετική επίδραση. Γιατί, όπως δείχνει η αναδρομή στην ιστορία του όρου, όλες οι εκδοχές της είχαν εξ αρχής πολεμικά κίνητρα και γίνονταν αντίστοιχα αντιληπτές. Όμως ως καθαρή πολεμική, η θεωρία αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν μέσω της επιστημολογικής και ιστορικής κριτικής αποκτήσουμε επίγνωση του γεγονότος, ότι οι θεμελιώδεις παραδοχές της είναι αβάσιμες.
Προτού επιχειρήσουμε αυτή την κριτική στα στενά περιθώρια που έχουμε εδώ στη διάθεση μας, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η θέση περί γερμανικής «ιδιαίτερης πορείας» δεν είχε πάντοτε τη σημερινή αρνητική χροιά και ότι η θετική εκδοχή της, όπως και η αρνητική, είχε τις καταβολές της τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Η θετική εκδοχή υπήρξε η αρχική και μπορούμε να την ανιχνεύσουμε ήδη στις αποφάνσεις εξεχόντων Γερμανών στοχαστών του 18ου αι., με τις οποίες ζητούσαν να περιγράψουν την ειδοποιό διαφορά του γερμανικού πνεύματος έναντι της «Δύσης» και να συνεισφέρουν έτσι στη διάπλαση της γερμανικής εθνικής συνείδησης. Μπορούμε να καταρτίσουμε έναν μακρύ κατάλογο ονομαστών συγγραφέων που εγκωμιάζουν σε υψηλότατους τόνους την εν μέρει φιλοσοφική και μεταφυσική, εν μέρει αισθητική και παιδευτική υπεροχή των προϊόντων της γερμανικής σκέψης απέναντι στον «ρηχό» δυτικό Διαφωτισμό. Οι φρικαλεότητες της περιόδου της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση ερμηνεύτηκαν συχνά ως αναγκαίο επακόλουθο του Διαφωτισμού αυτού του είδους και φάνηκε να επιβεβαιώνουν την αυτάρεσκη αντίληψη, ότι η υψηλοτέρου επιπέδου παιδεία τους προστάτευσε τους Γερμανούς από τέτοιες απάνθρωπες πράξεις. Όσοι Γερμανοί μετά το 1750 περίπου εξέφρασαν τέτοιες απόψεις για τη «Δύση», και προ παντών για τους Γάλλους γείτονες, ήταν συνήθως λόγιοι με φιλελεύθερο και ουμανιστικό φρόνημα, που όμως εμπρός στην τότε συγκεχυμένη πολιτική κατάσταση του γερμανικού έθνους δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν μια εθνική ταυτότητα παρά μόνο στο πολιτισμικό πεδίο και με τη σχηματική περιχαράκωση έναντι ενός γείτονα, του οποίου η ακτινοβολία και ο πλούτος τους γεννούσε ανάμικτα συναισθήματα. Για τους λόγους αυτούς, θα ήταν εσφαλμένο και άδικο να δούμε στις δηλώσεις τους εκείνες έναν κακό οιωνό και να παραγνωρίσουμε εντελώς αντιστόρητα τον ψυχολογικό και ιδεολογικό μηχανισμό, μέσα από τον οποίο συντελείται η αποκρυστάλλωση κάθε εθνικής συνείδησης. Καθώς η ξηρά και η θάλασσα ήταν υπό τη κυριαρχία άλλων, παραχωρήθηκε ευχαρίστως στους Γερμανούς, όπως το είχε κατανοήσει ήδη ο μεγάλος ποιητής, η βασιλεία των ουρανών, δηλ., το βασίλειο ενός πολιτισμού χτισμένου πάνω σε ιδέες και ιδεώδη, ενώ τους αναγνωρίστηκε μετ’ επαίνων το προβάδισμα στους μακράν της πολιτικής τομείς. Μάλιστα, την αυτοεκτίμηση των Γερμανών λόγιων και καλλιτεχνών τη συμμερίζονταν ευρεία στρώματα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, και τη γερμανική θετική εκδοχή της θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας» ήρθε από νωρίς να συνδράμει μια άλλη προερχόμενη από το εξωτερικό. Γάλλοι και Άγγλοι θιασώτες των ρομαντικών-αντεπαναστατικών ιδεών εξιδανίκευαν τους Γερμανούς, επειδή τάχα έμειναν αμόλυντοι από την επιρροή του «ρηχού» Διαφωτισμού και την καπιταλιστική μέθη, μένοντας πιστοί στα όσια και τα ιερά. Ο θαυμασμός για τις γερμανικές επιδόσεις στα πεδία των κλασσικών γραμμάτων αλλά και των φυσικών επιστημών ήρθε αργότερα να συνοδεύσει αυτές τις συμπάθειες, και ο λόγος για τον «λαό των Στοχαστών και των Ποιητών» έγινε παροιμιώδης.
β´
Η ίδρυση του γερμανικού κράτους σήμανε σε μεγάλο βαθμό το τέλος της προθυμίας των ξένων να συμμερίζονται την αυτοκατανόηση των Γερμανών. Γιατί αυτή αποκτούσε πλέον μια επιπρόσθετη διάσταση που, καθώς φάνταζε επικίνδυνη στις άλλες (ευρωπαϊκές) χώρες, δεν άργησε να προκαλέσει την απάντηση τους. Αυτή ήταν η σταδιακή μορφοποίηση εκείνης της αρνητικής εκδοχής της θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας» που είναι σήμερα κρατούσα. Οι νίκες του πρωσσικού στρατού και η πολιτική και οικονομική ισχύς της νεαρής Γερμανικής Αυτοκρατορίας συντέλεσαν ώστε η έως τότε κυρίαρχη πολιτισμική πλευρά της γερμανικής (ιδεολογικής) αυτοκατανόησης να συνδυαστεί με μια άλλη, τουλάχιστον ισάξια, στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν η ιδέα της πολεμικής αρετής και της ισχύος. Συναρμολογημένο από ετερογενή και κούφια ή εύθραυστα υλικά, το συνονθύλευμα αυτό αποτέλεσε το θεμέλιο της εθνικιστικής μυθολογίας των λογίων και των καθηγητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και υιοθετήθηκε κατόπιν κατά το μέγιστο μέρος του από την εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα. Η «γερμανική ιδέα» πρόβαλλε εδώ ως εκείνη η ιδεώδης συνένωση του πολεμιστή και του στοχαστή που αντιστρατεύεται τα δυτικά «ιδεώδη των εμπόρων» και είναι κατά πολύ ανώτερη τους. Σύμφωνα με αυτήν, η γερμανική «ιδιαίτερη πορεία» παρέκαμπτε τόσο τους εν λόγω «εμπόρους» όσο και σύνολο τον «ρηχό» δυτικό Διαφωτισμό, του οποίου η στενόμυαλη ορθολογικότητα υποβάσταζε τάχα την κοσμοθεώρηση του «εμπόρου».
Θα πρέπει κανείς να πιστεύει στη χυδαία μαρξιστική θεώρηση των ιδεών ως αντικατοπτρισμού της πραγματικότητας, για να θέλει να μετρήσει την πραγματική ιστορική απόσταση της Γερμανίας από τη μοντέρνα εποχή με αυτά τα μυθολογήματα. Ωστόσο οι ιδέες, ιδίως όσες έχουν κανονιστική φόρτιση, δεν αποτελούν αντικατοπτρισμούς αλλά όπλα, και το περιεχόμενο τους καθορίζεται αρνητικά από την εικαζόμενη πίστη του εκάστοτε εχθρού. Όπως ακριβώς από τις ομολογίες πίστεως των Άγγλων και Γάλλων ιδεολόγων προς τον ουμανιστικό «Διαφωτισμό» δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να συμπεράνουμε ότι η διαγωγή αυτών των εθνών υπήρξε αυστηρά ηθική, έτσι πρέπει να δούμε ότι η πολεμική των ιδεολόγων της θετικής εκδοχής της γερμανικής «ιδιαίτερης πορείας» ενάντια στην αναποδογυρισμένη γελοιογραφία του ίδιου εκείνου «Διαφωτισμού» και γενικά «της Δύσης» είχε σκοπό να πλήξει έναν εχθρό που για λόγους παράδοσης κατείχε το ιδεολογικό έδαφος του «Διαφωτισμού». Οι ιδεολογικές τοποθετήσεις θα μπορούσαν υπό άλλες ιστορικές συνθήκες να έχουν τελείως διαφορετική όψη, αφού τόσο ο «Διαφωτισμός» είχε πλούσια εκπροσώπηση στο γερμανικό πνευματικό Πάνθεον όσο και η «Αντίδραση» σε εκείνο της «Δύσης». Μάλιστα είναι νόστιμο να διαπιστώνουμε ότι πολλοί «προοδευτικοί» θιασώτες της θεωρίας της γερμανικής «ιδιαίτερης πορείας» τεκμηρίωναν τη θέση τους αυτή επικαλούμενοι τις «αντιδραστικές» τοποθετήσεις των ιδεολόγων της ίδιας αυτής «ιδιαίτερης πορείας», σαν να ήταν εκείνοι οι πλέον αξιόπιστοι ερμηνευτές της ιστορικής κίνησης. Όμως το να συνάγουμε από την αυτοκατανόηση των πρωταγωνιστών της ιστορίας, που την υπαγορεύουν πολεμικές ανάγκες, την πραγματική σχέση τους προς την ιστορική εξέλιξη αποτελεί αφελέστατη μεθοδολογική αρχή. Και πάντως, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την κατάσταση των πραγμάτων είναι άκρως παραπλανητικό να συγχέουμε τη θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» με την «ιδιαίτερη πορεία» ως ιστορικό γεγονός.
II
α´
Τη διευρυμένη θετική γερμανική εκδοχή της γερμανικής «ιδιαίτερης πορείας», ήρθε να αντικρούσει μια αρνητική «δυτική» εκδοχή. Όπως ακριβώς το γερμανικό ιδεολογικό συνονθύλευμα, έτσι κι αυτή σχηματίστηκε με βάση ανομοιόμορφα και νεφελώδη υλικά και εξυπηρέτησε αρχικά τις κατανοητές ψυχολογικές και προπαγανδιστικές ανάγκες των Γάλλων, που ως αντίδραση στην ήττα του 1870 διψούσαν για revanche, καθώς και εκείνες των Άγγλων που ανησυχούσαν για τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό του δυναμικού γερμανικού κράτους. Η αρνητική αποτίμηση της γερμανικής «ιδιαίτερης πορείας» εμφανίστηκε στην αγγλοσαξωνική και γαλλική πολεμική προπαγάνδα μετά το 1914 με την αξίωση να ερμηνεύσει τις βαναυσουργίες των Γερμανών ανατρέχοντας γι’ αυτόν τον σκοπό στο απώτατο παρελθόν τους’ μετά το 1933 θα συγκροτηθεί σε κανονική συστηματική κατασκευή που ο σκοπός της ήταν να κάνει κατανοητή τη μοιραία, υποτίθεται, πορεία της γερμανικής ιστορίας από τον Λούθηρο ως τον Hitler μέσω του Φρειδερίκου του Μεγάλου και του Bismarck. Δεν είναι ασφαλώς σύμπτωση, ότι η μακρά και πλούσια ιστορία των ιδεών αυτής της κατασκευής δεν έγινε έως σήμερα αντικείμενο διεξοδικής έρευνας, μολονότι το θέμα είναι άκρως επίκαιρο και δελεαστικό: η επιστημονική κατανόηση των πραγματικών συνθηκών υπό τις οποίες η κατασκευή αποκρυσταλλώθηκε ή του πολεμικού-ιδεολογικού χαρακτήρα της -για να μη μιλήσουμε για την πολλαπλή χαιρεκακία που εκφράζει- δίχως άλλο θα παρενοχλούσε τη μεταπολεμική «αναδιαπαιδαγώγηση» των Γερμανών, της οποίας το περιεχόμενο εδράζεται όχι λίγο σ’ αυτή την κατασκευή.
Όσο είναι δυνατό να προοικονομήσουμε τα πορίσματα μιας τέτοιας έρευνας, μπορούμε να διακρίνουμε grosso modo μεταξύ δύο παραλλαγών αυτής της εκπορευόμενης από το εξωτερικό αρνητικής θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας». Η πρώτη εκδοχή επιχειρηματολογούσε με σχεδόν ρατσιστικούς όρους. Ήθελε να βλέπει στον Γερμανό το τευτονικό ξανθό κτήνος ή ακόμη τον «Ούννο» που έθεσε τα μέσα της σύγχρονης τεχνικής στην υπηρεσία του ηδονικού ορμέμφυτου της βάρβαρης καταστροφής, ορμέμφυτο το οποίο προσιδίαζε τάχα ανέκαθεν στη φύση του και ήταν επόμενο να τον οδηγήσει σε διαρκή σύγκρουση με την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Η δεύτερη εκδοχή, που βέβαια αναμίχτηκε συχνά με την πρώτη, στην καθαρή τουλάχιστον μορφή της επικαλείται αποκλειστικώς κοινωνικοιστορικά επιχειρήματα και αναζητεί τα αίτια της γερμανικής «ιδιαίτερης πορείας» στην υποπλασία του γερμανικού αστισμού και στην αδυναμία του αστικού-φιλελεύθερου πνεύματος’ η τελευταία συνοδεύτηκε από την αντιστρόφως ανάλογη δύναμη των αντιδραστικών-στρατοκρατικών ιδεών ως επακόλουθο της κοινωνικής ηγεμονίας ημιφεουδαρχικών στρωμάτων. Όμως αυτή η κοινωνικοιστορική παραλλαγή της αρνητικής θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας» είχε διατυπωθεί ήδη προγενέστερα στην ίδια τη Γερμανία, και συγκεκριμένα την περίοδο που προηγήθηκε της Μαρτιανής Επανάστασης του 1848. Θυμίζουμε εδώ τη γνωστή φράση του Karl Marx, ότι οι Γερμανοί γνώρισαν τις Παλινορθώσεις των σύγχρονων λαών, δίχως όμως να γνωρίσουν και τις Επαναστάσεις τους. Πρωτουργός και πρώτος επίσημος υποστηρικτής μιας τέτοιας παραλλαγής της θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας» ήταν μια νεοεγελειανή, αλλά και εμπνεόμενη από φιλελεύθερες με την ευρεία έννοια του όρου ιδέες, ομάδα διανοούμενων εξαιρετικά δραστήρια και πνευματικά αξιόλογη, που οικειοποιήθηκε την ιδέα της Προόδου για να τη μετατρέψει αμέσως σε οξύ όπλο κατά του καθεστώτος: η «μοναρχική-φεουδαλική» ή «αστική-φιλισταική» τάξη όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τα αιτήματα του ιστορικού μέλλοντος, αλλά υστερούσε ακόμη και σε σχέση με το κοινωνικό επίπεδο του ευρωπαϊκού παρόντος, άρα βρισκόταν σε μια ξεπερασμένη εξελικτική βαθμίδα και στιγμάτιζε το έθνος με τη σφραγίδα της καθυστέρησης.
β´
Η αρχική ιστορική και λογική διασταύρωση της αρνητικής θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας» με την ιδέα της Προόδου και με την ιδέα της ανοδικά κλιμακούμενης ιστορικής εξέλιξης καταδεικνύει ήδη τη θεμελιώδη επιστημολογική αναξιοπιστία του όλου σχήματος. Διότι δεν έχει νόημα να κάνουμε λόγο για «ιδιαίτερη πορεία», αν δεν έχουμε αποδεχτεί κατ’ αρχήν ένα ορισμένο, τελολογικό κατά βάση σχήμα για την ενιαία εξέλιξη της ιστορίας, που να μπορεί να τεκμηριωθεί εμπειρικά. Με άλλα λόγια: προτού αποκτήσουμε το δικαίωμα να μιλάμε για «ιδιαίτερες πορείες» κατά τρόπο επιστημονικά και επιστημολογικά αξιόπιστο, πρέπει να έχουμε λύσει πειστικά και τελεσίδικα το δύσκολο πρόβλημα της ιστορικής εξέλιξης. Γνωρίζω τη μακρά διαμάχη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, όμως δεν έχω ακούσει τίποτε για μια τέτοια λύση. Η πορεία της διαμάχης έως σήμερα, έχει μάλλον επιβεβαιώσει την εντύπωση, ότι αυτό καθαυτό το πρόβλημα δεν υφίσταται και ότι αναφύεται μόνο στην προοπτική των φιλοσόφων της ιστορίας του 18ου και 19ου αι. που πίστευαν στην Πρόοδο. Αν όμως «η» εξέλιξη όπως την εννοούν αυτές οι φιλοσοφίες της ιστορίας είναι απλώς κατασκεύασμα, τότε ό,τι γνωρίζουμε από πραγματολογικής-περιγραφικής πλευράς ως «ιστορική εξέλιξη» δεν μπορεί παρά να αποτελείται αποκλειστικά από «ιδιαίτερες πορείες» – οπότε η γερμανική «ιδιαίτερη πορεία» δεν είναι σε καμμία περίπτωση ψεγάδι ή έγκλημα.
Σ’ αυτή τη βασική και αθεράπευτη επιστημολογική αδυναμία της αρνητικής θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας», που εδράζεται σε μια θεώρηση της γερμανικής κοινωνικής ιστορίας, αντιστοιχεί αναγκαία ο μεθοδολογικά άκρως αμφίβολος τρόπος εργασίας των υποστηρικτών της. Διότι για να αποδεχτούμε ως εύλογη μια γερμανική «ιδιαίτερη πορεία», δεν αρκεί να παραβάλουμε τη γερμανική εξέλιξη με ένα γενικό και επιπροσθέτως εξιδανικευμένο σχήμα του φιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού, το οποίο σε τελευταία ανάλυση έχει αποσταχθεί από αυτή την τελολογική αντίληψη για την ιδεώδη ιστορική εξέλιξη και όχι από την ιστορική πραγματικότητα του κοινοβουλευτισμού. Ούτε αρκεί να συγκρίνουμε τη γερμανική εξέλιξη με εκείνην ενός άλλου έθνους. Εκτός αυτού θα πρέπει να συγκρίνουμε επί πλέον την εξέλιξη όλων των σημαντικών εθνών πέραν της Γερμανίας, ώστε να διακριβώσουμε τον γενικής ισχύος τύπο από τον οποίο υποτίθεται ότι η Γερμανία παρεξέκλινε με μοιραίες συνέπειες. Όμως τέτοιες συγκλίσεις θα καταδείκνυαν ότι είναι αδύνατο να καταλήξουμε σε έναν ενιαίο τύπο. Οι πορείες της Αγγλίας και της Γαλλίας προς τον κοινοβουλευτισμό λ.χ., ήταν μεταξύ τους ολότελα διαφορετικές, και άλλωστε μια προσεκτική έρευνα δείχνει ότι η επικράτηση του κοινοβουλευτισμού δεν συμπίπτει κατά κανένα τρόπο με την κοινωνική επικράτηση της φιλελεύθερης-βιομηχανικής αστικής τάξης. Στην Αγγλία, η αποκρυστάλλωση του κοινοβουλευτικού συστήματος προηγήθηκε της κοινωνικής ανόδου της αστικής τάξης’ αντίθετα, στην αστοκρατούμενη Γαλλία του 19ου αι. ως το 1870, ο -σημειωτέον αυστηρά ολιγαρχικός- κοινοβουλευτισμός πέτυχε να επιβληθεί μόνο στη διάρκεια των λίγων ετών της Ιουλιανής Μοναρχίας, και η κατάσταση δεν άλλαξε λόγω της αντίστασης της γαλλικής αστικής τάξης αλλά από τα πρωσσικά όπλα.
γ´
Δεν υπάρχει επομένως κάποια γενικής ισχύος ιστορική συνταγή ούτε μια υποχρεωτική σύνθεση των κοινωνικών δυνάμεων που να οδηγεί στην επικράτηση του κοινοβουλευτισμού. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η κοινωνική δομή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας είναι η αιτία για τη ματαίωση του εκκοινοβουλευτισμού, ήτοι της επικράτησης του κυρίαρχου κοινοβουλίου – για να παραβλέψουμε τελείως το γεγονός ότι ένα κυρίαρχο κοινοβούλιο δεν θα ήταν eo ipso περισσότερο «φιλελευθερο» ή «προοδευτικό» από άλλες μορφές διακυβέρνησης. Αν πάλι αναζητήσουμε τα αίτια αυτής της ιδιαίτερης εξέλιξης της Γερμανίας όχι στην κοινωνική δομή της γερμανικής κοινωνίας εκείνης της περιόδου, αλλά στην ως έναν βαθμό τυραννική πολιτική ηγεμονία μιας προκεφαλαιοκρατικής και αντιφιλελεύθερης μειονότητας, τότε πρέπει αφ’ ενός μεν να εξηγήσουμε γιατί ο φιλελεύθερος αστισμός δεν εξεγέρθηκε εναντίον αυτής της μειονότητας, αφ’ ετέρου δε να αναλογιστούμε ποιες ήταν οι μακροπρόθεσμες τάσεις της πολιτικής εξέλιξης. Σε ότι αφορά το πρώτο σημείο, η προθυμία της γερμανικής αστικής τάξης να προβεί σε πολιτικούς συμβιβασμούς ή η αδιαφορία της δεν ήταν αποτέλεσμα της αδυναμίας της, αλλά -αντίθετα- είχε να κάνει με το γεγονός, ότι οι Γερμανοί αστοί κατόρθωσαν έτσι κι αλλιώς να εκδιπλωθούν ραγδαία στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο και να αναλάβουν την αδιαμφισβήτητη ηγεσία του’ αυτή η ηγεσία ενδιέφερε πρωτίστως τη γερμανική αστική τάξη ως ιστορικά συγκεκριμένη τάξη, και όχι λ.χ. τα κανονιστικά μελήματα με τα οποία οι «προοδευτικοί» ιστορικοί την έχουν εκ των υστέρων επιφορτίσει. Και η νομιμοποίηση της δεν είχε αποδέκτη βέβαια την «Αντίδραση» γενικά και αφηρημένα, αλλά ένα Στέμμα που παρ’ όλα τα αναχρονιστικά, παράδοξα ή και ευτράπελα χαρακτηριστικά του στάθηκε φίλα προσκείμενο στους φορείς της βιομηχανικής προόδου και στους πεπαιδευμένους αστούς. Η από κοινωνικής πλευράς καθ’ όλα φυσική συμμαχία αστών και ευγενών γαιοκτημόνων ως τάξεων ιδιοκτητών ενάντια στο ισχυρότερο και διεκδικητικότερο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα της Ευρώπης δεν οικοδομήθηκε -και αυτό είναι το κρίσιμο στοιχείο- σε ημιφεουδαλικά λ.χ. θεμέλια, αλλά στο έδαφος του σύγχρονου καπιταλισμού, και από την πλευρά τους οι μεγαλογαιοκτήμονες είχαν εγκλιματιστεί πλέον στη νέα κατάσταση.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο κοινοβουλευτισμός πράγματι καθυστέρησε, αλλά μόνο επειδή οι αστοί υποστηρικτές του δεν είχαν επείγοντα κοινωνικοοικονομικό λόγο να τον εκβιάσουν με ακραία μέσα. Όπως όμως διαφαίνεται από τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η οριστική επιβολή του πλήρους κοινοβουλευτισμού θα ήταν πρακτικά αναπόφευκτη ακόμη και στην περίπτωση γερμανικής νίκης. Αλλά ακόμη και η ατυχής σύνδεση του με το γεγονός της ήττας δεν θα είχε αποδειχτεί μοιραία για εκείνον, αν η εξωτερική πολιτική κατάσταση μετά το 1918 ήταν διαφορετική. Η μεγάλη οικονομική κρίση δεν θα μπορούσε να δρομολογήσει στη Γερμανία τη γνωστή πολιτική στροφή δίχως τον εθνικιστικό εκριζοσπαστισμό της αστικής τάξης και ευρέων λαϊκών στρωμάτων που ήρθε ως αντίδραση στους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, την κατοχή της περιοχής του Ρουρ και την άρνηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης για όλους τους Γερμανούς. Μετά το 1945 πάντως ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνει ανοιχτά και απροκατάληπτα λόγος στη Γερμανία για αυτά τα ζητήματα και να εκτιμηθούν αντικειμενικά οι ψυχολογικές και ιδεολογικές τους επιπτώσεις. Όμως οι μελλοντικοί ιστορικοί δεν μπορεί παρά να καταλήξουν στο συμπέρασμα, ότι ο εθνικοσοσιαλισμός δεν ήταν η έκβαση κάποιων αναντίστρεπτων ρευμάτων της γερμανικής ιστορίας, αλλά προϊόν ενός συνδυασμού συγκεκριμένων και μοναδικών ιστορικών συνθηκών. Βεβαίως, ως προϊόν ειδικά γερμανικών συνθηκών έφερε και εκείνος γερμανικά κατ’ ανάγκην χαρακτηριστικά, μέσα δε στην κοσμοθεωρητική του αλαζονεία ήταν μάλιστα επόμενο να διεκδικεί για λογαριασμό του όλη τη γερμανική ιστορία. Από το γεγονός αυτό και μόνο δεν μπορούμε να συμπεράνουμε μια ιστορική αναγκαιότητα.
III
Σε τελευταία ανάλυση, η προσανατολισμένη στην κοινωνική ιστορία αρνητική θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» αποδίδει τις γερμανικές καταστροφές του 1918 και του 1945 στην κοινωνική οπισθοδρομικότητα ή «καθυστέρηση» του γερμανικού έθνους, δηλ. εξαρτά την εξωτερική από την εσωτερική πολιτική. Στα επιστημολογικά άλματα και στις πραγματικές αστοχίες της πρέπει επομένως να προστεθεί και η αμφίβολη (μονόπλευρη, στην καλύτερη περίπτωση) αντίληψη για το «πρωτείο της εσωτερικής πολιτικής»’ αντίληψη που συνδέεται άλλωστε με μια πολιτική ομολογία πίστεως κανονιστικού χαρακτήρα. Η βασική παραδοχή αυτής της τελευταίας έχει ως εξής: φιλελευθερισμός και κοινοβουλευτισμός είναι φύσει ανεκτικοί και ανθρώπινοι’ ως εκ τούτου μια φιλελεύθερη κυβέρνηση που λογοδοτεί στο κοινοβούλιο δεν θα ασκούσε ποτέ επιθετική και επεκτατική πολιτική. Τούτο το εγκώμιο του φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτισμού δεν αφορά, αναχρονιστικά ασφαλώς, την ολιγαρχική μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης του 19ου αι., αλλά ένα ιστορικά πολύ πρόσφατο δημοκρατικό ιδεώδες. Όμως ακόμα κι αν παραβλέπαμε αυτό το γεγονός, παραμένει αινιγματικό γιατί η άνθηση του αγγλικού και γαλλικού φιλελευθερισμού συνέπεσε με το ζενίθ της ιμπεριαλιστικής επέκτασης αυτών των εθνών. Και πρέπει επίσης να εξηγηθεί γιατί από γερμανικής πλευράς η ναυπήγηση στόλου (την οποία απαίτησε η γερμανική αστική τάξη ήδη από το 1848!) αποτέλεσε επιθυμίας της εθνικοφιλελεύθερης παράταξης και γιατί μάλιστα το αίτημα του εκκοινοβουλευτισμού, ακόμη και στη βεμπεριανή του εκδοχή, ξεπήδησε από τη ρητή επιθυμία να ξεπεραστεί επί τέλους, η ανικανότητα των επαρχιωτών μεγαλογαιοκτημόνων να ασκήσουν ιμπεριαλιστική πολιτική, ώστε οι Γερμανοί να πάρουν επιτέλους θέση ως «έθνος κυρίων» δίπλα στα υπόλοιπα «έθνη κυρίων». Συνεπώς μια φιλελεύθερη και κοινοβουλευτική Γερμανία θα ήταν πιθανότατα εκτεθειμένη στους ίδιους γεωπολιτικούς και εξωτερικούς πολιτικούς πειρασμούς και δυσκολίες όπως μια «ημιφεουδαρχική» ή «στρατοκρατική». Επιπλέον, ιδέες εκπορευόμενες από τον κοινωνικό δαρβινισμό, τον ρατσισμό και παρόμοια ρεύματα άνηκαν σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο σκέψης των φιλελεύθερων πριν από το 1914. Μόνο βαριά άγνοια της αγγλικής και γαλλικής ιστορίας των ιδεών επιτρέπει το συμπέρασμα, ότι οι ιδέες αυτές γεννήθηκαν στη Γερμανία ή ότι ευδοκίμησαν περισσότερο επί γερμανικού εδάφους. Βεβαίως στη Γερμανία συνδέθηκαν τελικά με τη διάπραξη μιας γενοκτονίας’ όμως αυτή υπήρξε αποτέλεσμα συγκεκριμένων αποφάσεων συγκεκριμένων ανθρώπων και όχι απόρροια μιας αδήριτης ιστορικής αναγκαιότητας με αυτό το ιδεολογικό ένδυμα.
Η κυρίαρχη σήμερα αρνητική θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» με το δόγμα της για το «καθυστερημένο έθνος» επικράτησε στη Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι όμως ως συνέπεια της βαθμιαίας αποδοχής και διάδοσης των απόψεων Γερμανών αριστερών ή φιλελεύθερων διανοουμένων, αλλά αρχικά ως επακόλουθο της αναπόφευκτης ηγεμονίας της γνώμης που είχαν σχηματίσει οι νικητές για το ποιόν και την ιστορία των ηττημένων. Ακόμη και στο υπό κομμουνιστική διακυβέρνηση τμήμα της Γερμανίας, αυτή η θεώρηση απέκτησε το πάνω χέρι μέσα από τις ερμηνείες που εισήγαγαν οι σοβιετικές δυνάμεις κατοχής. Θα ήταν όμως εσφαλμένο να κατανοήσουμε την επιβολή της ως φόρο βίας στην ιδεολογική βούληση των νικητών και ως συνοδό φαινόμενο της πολιτικής που εκείνοι υπαγόρευσαν. Απεναντίας πρόκειται για μια πολυπλοκότατη κοινωνική και ψυχολογική διεργασία που επικράτησε όσο τα οικονομικά και θεσμικά θεμέλια της παλαιάς Δυτικής Γερμανίας παγιώνονταν και εμπεδώνονταν. Με άλλα λόγια: η νέα συνείδηση των Γερμανών περί επιτυχίας δεν ήρθε καθόλου σε σύγκρουση με την αντίληψη του «καθυστερημένου έθνους» και την αρνητική εικόνα της Γερμανίας, αλλά τις επιβεβαίωνε και τις δύο.
Αυτό το φαινομενικά παράδοξο πρέπει να εξηγηθεί. Αν αντιστρέφαμε τη σχέση αυτή, θα έπρεπε να συμπεράνουμε ότι στην περίπτωση που η εξαθλίωση και τα κοινωνικά αδιέξοδα της μεταπολεμικής Γερμανίας διαρκούσαν περισσότερο, θα είχαν ως αποτέλεσμα μια πολύ πιο σκεπτικιστική ή και εχθρική στάση των Γερμανών απέναντι στην αρνητική θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας», πόσο μάλλον που αυτή υπήρξε κατά βάση προϊόν εισαγωγής. Όμως κάτω από τις συνθήκες του μεταπολεμικού γερμανικού «οικονομικού θαύματος» και της αυξανόμενης ευημερίας, η θεωρία αυτή όχι μόνο μετατράπηκε σε ευρέως διαδεδομένο άρθρο πίστεως, αλλά επιπλέον ζευγάρωσε με μια ομολογία ενοχής για εκείνα τα εγκλήματα που υποτίθεται ότι απέρρευσαν αναγκαία από την «ιδιαίτερη πορεία» που ακολούθησαν οι Γερμανοί στην παλαιότερη ιστορία τους. Με αυτή τη διπλή μορφή, αφ’ ενός ως κοινωνικοιστορική κατασκευή και αφ’ ετέρου ως ομολογία ενοχής, η θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» έγινε μόνιμο στοιχείο του γερμανικού εθνικού βίου και η τοποθέτηση απέναντι της έφτασε από μόνη της να δηλώνει τη θέση των ιδεοπολιτικών παρατάξεων και την εκάστοτε χάραξη των μετώπων.
Αυτό το φαινόμενο μπόρεσε να εκταθεί σε ευρεία κοινωνική βάση, επειδή έγινε δυνατή η δημιουργία μιας βαθύτερης συνάφειας μεταξύ της ομολογίας της συλλογικής ενοχής και της συλλογικής ευημερίας. Άλλωστε, τα «παλαιά εγκλήματα» κολάστηκαν κατά τρόπο στ’ αλήθεια μοναδικό: ο λαός των εγκληματιών έλαβε την άδεια να εξάγει, να παράγει και να ταξιδεύει όλο και περισσότερο, όμως δεν είχε το δικαίωμα να κατέχει ατομικά όπλα ή να αναλαμβάνει ευθύνες στη σφαίρα της παγκόσμιας πολιτικής. Ώστε δίπλα στην υλική ευημερία, του εξασφαλίστηκε λίγο-πολύ και η πολιτική αμεριμνησία. Όσο πιο μεγαλόφωνα διατράνωνε κανείς την ευθύνη του για τα συλλογικά εγκλήματα τόσο πιο βέβαιος ήταν ότι ο ίδιος δεν θα χρειαστεί να διακινδυνεύσει κάτι και ότι θα αφεθεί να απολαμβάνει την ευημερία του κατά κάποιον τρόπο εκείθεν της ιστορίας. Με τα παραπάνω δεν θέλω καθόλου να υποβαθμίσω την καθαρά ηθική όψη του προβλήματος, μολονότι πρέπει να παρατηρηθεί ότι για παρά πολλούς όλη αυτή η ηθική ιεροτελεστία ήταν μάλλον μια υποχρεωτική άσκηση ή μια πράξη κοινωνικού κομφορμισμού που δεν απαιτούσε θυσίες, αλλά αντίθετα εξασφάλιζε χρήσιμη κοινωνική αναγνώριση. Σε κάθε περίπτωση, η ακραιφνώς ηθική πλευρά του ζητήματος δεν αρκεί ως γνωστόν για να φέρει και να κρατήσει στη ζωή ιδεολογήματα ικανά να στηρίξουν ένα επίσημο κράτος. Για κάτι τέτοιο απαιτούνται επί πλέον και προ παντός κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες, με τις οποίες να μπορεί να ευθυγραμμιστεί η συλλογική ηθική. Αυτό ακριβώς επιτεύχθηκε με τη σύνδεση της ομολογίας της συλλογικής ενοχής και της συλλογικής ευημερίας. Όσοι εκπροσωπούν αυτόν τον μηχανισμό, είναι ασφαλώς υποχρεωμένοι να αρνούνται την ύπαρξη του, αφού τέτοιοι μηχανισμοί λειτουργούν μόνον όταν η δράση τους επιβεβαιώνει ακριβώς την ιδεατή αυτοκατανόηση των δρώντων. Όμως ακόμη και ένας αφελής παρατηρητής θα έπρεπε να εικάσει ότι η αρνητική θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» στη συνάφεια της με την ομολογία της συλλογικής ενοχής θα είχε πολύ διαφορετικό αντίκτυπο στη γερμανική εθνική ζωή, αν η Γερμανία δεν ήταν η πρώτη αλλά η τεσσαρακοστή εξαγωγός χώρα του κόσμου. Και ο ίδιος θα έπρεπε να περιμένει ότι αν η ευημερία των Γερμανών έβαινε μειούμενη, θα μειωνόταν μαζί της και η προθυμία τους να ομολογήσουν την ενοχή τους. Ευκολότερα αισθάνεται κανείς ενοχές παραθερίζοντας στην Τοσκάνη ή την Αλσατία, παρά όταν κρέμεται για την επιβίωση του από επιδόματα αρωγής.
Αυτή η ηθικά αιτιολογημένη ή εξωραϊσμένη συνταγή της κοινωνικής ευδαιμονίας έγινε παρεμπιπτόντως αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας από κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες που υποστήριξαν τη θέση, ότι πολιτική και οικονομία αποτελούν ως εκ του χαρακτήρος τους διαφορετικές δραστηριότητες. Όποιος λοιπόν μετά πολιτικής ταπεινότητος αφιερώνεται αποκλειστικά στο οικονομείν, βρίσκεται στον καλύτερο δρόμο για να αποφύγει τον κυκεώνα και τα εγκλήματα της πολιτικής. Η ανέμελη διχοτομία πολιτικής και οικονομίας οδηγούσε επομένως άμεσα ή έμμεσα στη σύζευξη του οικονομικού με το ηθικό στοιχείο. Και εδώ επίσης έκανε αισθητή την παρουσία της η σύνδεση ηθικής και ευημερίας που αναφέραμε. Διότι η κατά αποκλειστικότητα ή κατά προτίμηση ενασχόληση με την οικονομία φαίνεται να εγγυάται και τα δύο: και την ηθική αλλαγή ζωής πέραν των ανομημάτων της πολιτικής της ισχύος και την ευημερία. Έτσι διατυπώθηκε μια επιταγή που συγκεφαλαίωσε τα πρακτικά διδάγματα από τη σκοπιά της θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας». Κατ’ αυτήν ο ριζικός εκδημοκρατισμός ή εξηθικισμός της πολιτικής και της κοινωνίας πάνω στη βάση μιας ανθούσας οικονομίας θα ολοκλήρωνε στο εξής τον εκδυτικισμό, θα παγίωνε την πρόσδεση της Γερμανίας στη Δύση και θα καταστούσε a limine αδύνατη κάθε «ιδιαίτερη πορεία»’ είναι χαρακτηριστικό, ότι η κεντρική σημασία της οικονομικής βάσης δεν αμφισβητήθηκε έως σήμερα ούτε καν από εκείνους τους εμπνευσμένους ηθικοφιλόσοφους που ειδ’ άλλως προσπερνούν ακατάδεχτοι τέτοια ζητήματα.
IV
Η τραγωδία των Γερμανών ήταν συχνά ότι οι θεωρητικές συλλήψεις και συνταγές τους υπερείχαν τόσο πολύ της πραγματικότητας, ώστε ήταν επόμενο να σκοντάφτουν με τη βαθυστόχαστη τελειότητα τους πάνω στη συγκεχυμένη ατέλεια της πραγματικής ζωής. Η θεωρητική εξιδανίκευση της πολιτικά χλιαρής ευημερίας μέσω της διχοτομίας μεταξύ οικονομίας και πολιτικής αποτελεί μια εξίσου αιθεροβάμονα κατασκευή που λίγο έχει να κάνει με τις κακοτοπίες της ζωής των εθνών. Όχι επειδή η πολιτική πρέπει πρώτα να φτάσει το επίπεδο της οικονομίας -όπως πιστεύουν όσοι ρομαντικοί θεωρητικοί της απόφασης ενστερνίζονται τη διχοτομία αυτή με αντεστραμμένα πρόσημα-, αλλά επειδή η οικονομία δεν είναι λιγότερο πολιτική από την ίδια την πολιτική, ήτοι αποτελεί όπως ακριβώς και η πολιτική (με την τρέχουσα στενή σημασία της λέξης) πρόβλημα συγκεκριμένων σχέσεων και συσχετισμών ισχύος μεταξύ συγκεκριμένων ανθρώπων. Ακόμη κι αν όλοι οι Ευρωπαίοι ή όλοι οι άνθρωποι αποφάσιζαν κάποτε να διαλύσουν τα κράτη και τα έθνη τους και να ιδρύσουν στη θέση τους μια γιγαντιαία ανώνυμη εταιρεία, ακόμη και τότε θα ανέκυπτε πάλι το ερώτημα ποιός θα κατέχει το πακέτο των μετοχών. Καθώς οι Γερμανοί γενικά έχουν εσωτερικεύσει τη διχοτομία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας κατά τρόπο ώστε να συμπίπτει με τις παραστάσεις τους περί ευτυχίας και ηθικής, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα προσαρμοστούν απρόσκοπτα στη μεταψυχροπολεμική πλανητική κατάσταση. Έτσι ζητούν να συλλάβουν το ζήτημα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης κατ’ αρχήν επιστρατεύοντας οικονομικές ή πολιτικοοικονομικές κατηγορίες και αντιστέκονται όσο μπορούν στην ανησυχητική και οδυνηρή αλλά βαθμηδόν όλο και πιεστικότερη επίγνωση, ότι μετά τη γερμανική επανένωση και έκλειψη της αμερικάνικης προστασίας, μαζί με κάθε κεντρικό οικονομικό πρόβλημα, όπως είναι λ.χ. το πρόβλημα της νομισματικής ένωσης, ανακύπτει συγχρόνως και αναγκαία στον ορίζοντα το ζήτημα της πολιτικής ηγεμονίας. Έτσι συγχέουν την αναντίρρητα υπαρκτή σήμερα καλή τους θέληση με τη δυναμική της ιστορικής κατάστασης, και με τρόπο γνήσια ηθικολογικό συνδέουν ευθέως την υποκειμενική τους πρόθεση με την αντικειμενική έκβαση των γεγονότων.
Σε αυτό το σημείο Γάλλοι και Άγγλοι είναι πολύ περισσότερο ρεαλιστές και έχουν απόλυτα δίκαιο όταν αρνούνται να προοικονομήσουν την πορεία της ιστορίας από τις διαβεβαιώσεις του εκάστοτε κυρίου Kinkel. Διότι από τη πλευρά τους βλέπουν ό,τι οι Γερμανοί δεν μπορούν να αντιληφθούν: ότι οι διαβεβαιώσεις αυτές παραχωρούνται σήμερα τόσο ειλικρινά και γενναιόδωρα ακριβώς επειδή εκφέρονται από τη θέση του αντικειμενικά ισχυρότερου – του ισχυρότερου κατά το παρόν και του πιθανώς ακόμη ισχυρότερου στο μέλλον. Οι ανησυχίες τους έχουν να κάνουν με τη διαμόρφωση της μελλοντικής ισορροπίας δυνάμεων στο πλαίσιο του απαράκαμπτου ζητήματος της ηγεμονίας, και δεν αφορούν τις «ιδιαίτερες πορείες» του παρελθόντος – μολονότι διακριτικοί ή αδιάκριτοι υπαινιγμοί για το παρελθόν καρυκεύουν ως εκ των πραγμάτων κάθε ευρωπαϊκή συζήτηση. Στην πραγματικότητα, το παρελθόν θα είχε από καιρό ξεθωριάσει, αν η σημερινή Γερμανία ήταν μια μετρίως εκμηχανισμένη αγροτική χώρα. Ώστε δεν βοηθά να μεγαλοποιούμε τη διαφορά μεταξύ γερμανικού παρελθόντος και μέλλοντος επικαλούμενοι την ηθική και τις πολιτικές προθέσεις, όταν το ζήτημα της ισορροπίας ισχύος αφυπνίζει στους άλλους μια δυσπιστία καθ’ όλα κατανοητή: είναι εκείνη η δυσπιστία που θα αισθάνονταν 55 εκατομμύρια Γερμανοί απέναντι σε 80 εκατομμύρια παραγωγικότερους Γάλλους με ένα τεράστιο πεδίο εκδίπλωσης στην Ανατολή. Για Γάλλους και Άγγλους επομένως το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι τόσο αυτονόητα ζήτημα ηγεμονίας και ζήτημα «δέσμευσης» της Γερμανίας, επειδή είναι παλαιοί ιμπεριαλιστικοί λαοί με κατά πολύ μακροβιότερες παραδόσεις στο πεδίο της παγκόσμιας πολιτικής και αντίστοιχα πλουσιότερες εμπειρίες καθώς και πιο εκλεπτυσμένο διπλωματικό αισθητήριο από τους Γερμανούς. Αντίθετα στους Γερμανούς είναι ενδεχόμενο ότι η αδέξια πολιτική ισχύος του παρελθόντος θα δώσει τώρα τη θέση της σε μια αδέξια ηθικολογία, που εξ ανάγκης θα οδηγήσει εξίσου σε αδιέξοδο. Ιδιότητες ικανές να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη δεν συγκαταλέγονται μάλλον στα προτερήματα του γερμανικού εθνικού χαρακτήρα. Οι Γερμανοί διαθέτουν μεν αποδεδειγμένα τις αρετές του πληβείου (φιλοπονία, φειδώ, ηθική σοβαρότητα, δράση σύμφωνα με προδιαγραφές και σχέδιο), όμως σε γενικές γραμμές στερούνται τις αρετές του αριστοκράτη: την ειρωνεία και την αυτοειρωνεία του κυρίαρχου, την αταραξία κατά τις περιστάσεις όπου οι προδιαγραφές ναυαγούν, την αποστασιοποιημένη ανωτερότητα απέναντι στους κάθε λογής κανόνες.
V
Οι μέλλουσες κυμάνσεις και προοπτικές της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής ενοποίησης ή άλλων μορφών της πολιτικής συμβίωσης θα καθορίσουν συνεπώς ποιός θα κάνει ποιά χρήση των «επιστημονικών» ή «χυδαίων» εκδοχών της αρνητικής θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας». Η απόληξη των τεκταινόμενων στην Ευρώπη ωστόσο δεν εξαρτάται έτσι απλώς από τη βούληση των συμμετεχόντων, αλλά πολύ περισσότερο από τη γενική πλανητική κατάσταση. Αν η «Ευρώπη» ως μείζων χώρος εκτεθεί στην πίεση άλλων μείζονων χώρων και αυτό εκληφθεί από ευρείες μάζες στα μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη ως απειλή και πρόκληση, τότε δεν θα απομείνει πολύς χώρος για «ιδιαίτερες πορείες» στην πράξη ή την πολεμική. Αν, αντίθετα, όλος ο πλανήτης -με λίγες ίσως εξαιρέσεις- κατευθυνθεί προς μια βαλκανοποίηση, τότε οι φυγόκεντρες δυνάμεις εντός της Ευρώπης θα κερδίσουν σε ένταση και οι εθνικοί δρόμοι θα χαρακτηριστούν εκ νέου από τους εκάστοτε ζημιωμένους ή αποκλεισμένους ως «ιδιαίτερες πορείες» και θα συσχετιστούν αναπόφευκτα με το παρελθόν. Όμως αυτά είναι μόνο δύο ακραία νοητά ενδεχόμενα. Είναι κατά βάση απίθανο, ότι το πρώτο θα συντελεστεί τόσο ραγδαία και δραματικά ώστε να εκπέσει εν τέλει το ζήτημα της ηγεμονίας στην Ευρώπη στα πλαίσια μιας συλλογικής προσπάθειας επιβίωσης. Άρα στο ορατό μέλλον οι διαγκωνισμοί μεταξύ των εθνών θα εξακολουθήσουν – και είναι επίσης πολύ αμφίβολο αν μια γενικευμένη και γνήσια πολιτική ένωση, αν ποτέ προέκυπτε υπό συνθήκες εξωτερικής πίεσης, θα λάμβανε χώρα δια της οδού των προβλεπόμενων διαδικασιών. Σε κάθε περίπτωση, σε ομαλούς καιρούς δεν πρόκειται να συντελεστεί αν ο οικονομικά ισχυρότερος δεν φανεί πρόθυμος να παραχωρήσει σε άλλους το πολιτικοστρατιωτικό προβάδισμα ως αντιστάθμισμα και εγγύηση. Όμως αυτό προϋποθέτει όχι μόνο διαρκή αρμονία συμφερόντων αλλά και εκείνη τη διχοτομία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, της οποίας τον αμφίβολο χαρακτήρα, ιδίως στις σημερινές μαζικοδημοκρατικές σχέσεις, ήδη σχολιάσαμε. Σε ένα υψηλό επίπεδο διαπλοκής «πολιτικής» και «οικονομίας», οι πολιτικοστρατιωτικές αποφάσεις θα έθιγαν άμεσα τα συμφέροντα του οικονομικά ισχυρότερου, ώστε αυτός, προκειμένου να διαφυλάξει το αδιαφιλονίκητο έδαφος του, θα αναγκαζόταν να ζητήσει δικαίωμα συγκαθορισμού της πολιτικής, αίτημα όμως που εν όψει της οικονομικής του επικυριαρχίας αργά ή γρήγορα θα μετατραπεί κατ’ ανάγκην σε πρακτική απαίτηση της ηγεμονικής θέσης. Πρέπει επομένως να αναμένουμε ότι οι Γερμανοί θα ακολουθήσουν μελλοντικά έναν στο έπακρο πολιτικό και ενδεχομένως μεστό σε συγκρούσεις δρόμο από την επιφανειακά μη πολιτική παρακαμπτήριο της προάσπισης της ευημερίας τους. Θα το κάνουν με ελαφρά τη συνείδηση, γιατί κατά τις προηγούμενες δεκαετίες έμαθαν να συνδέουν στενά μεταξύ τους την ευημερία και την οικονομία με την ηθική. Οι λεπταίσθητοι παρατηρητές γνωρίζουν από μακρού πόσο αρέσκεται η ιστορία σε παρόμοια παράδοξα παιχνίδια.
Αν το ίδιο διάστημα η βαλκανοποίηση προχωρήσει σε οικουμενικό πεδίο, πρέπει να αναμένεται ότι θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο τέτοιες εξωτερικές πολιτικές τάσεις και ότι -ιδίως υπό την πίεση παρενεργειών της πληθυσμιακής έκρηξης καθώς και των χρόνιων κοινωνικών κρίσεων που προκαλεί η ακατάσχετη εξάπλωση της «νέας φτώχειας»- θα συνοδευτούν από εσωτερικές πολιτικές κρίσεις με πιθανό αποτέλεσμα μεταβολές στο σημερινό κομματικό τοπίο. Στην περίπτωση αυτή η αρνητική θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας» δεν θα υποστηρίζεται ούτε θα εκπορεύεται μόνο από το εξωτερικό, αλλά θα γίνει και εντός Γερμανίας σημαντικό σημείο ιδεολογικής έριδας – κάτι που όμως θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τον αριθμό των πολέμιων της. Το ότι ήταν και είναι απλώς και μόνο ένα όπλο σε μια μεγάλη πολιτική διαμάχη, πρέπει να είναι σήμερα περισσότερο σαφές παρά ποτέ. Γιατί σήμερα οι κοινωνικές δομές της Γερμανίας χωρίς να είναι βέβαια τέλειες, είναι κατά πάση πιθανότητα οι πλέον προηγμένες (με τη μαζικοδημοκρατική έννοια) στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Ήδη γι’ αυτόν τον λόγο είναι πλέον απαρχαιωμένο και μάλιστα εντελώς άνευ νοήματος να μιλούμε για μια «αντιδραστική» γερμανική «ιδιαίτερη πορεία». Οι θιασώτες της αρνητικής θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας», που θέλουν να είναι συνεπείς στην επιχειρηματολογία τους και με το πρωτείο της εσωτερικής πολιτικής που υποστηρίζουν, πρέπει επομένως να περιμένουν μια «αντιδραστική» εξωτερική πολιτική μάλλον από τη σημερινή Μεγάλη Βρετανία ή την Πορτογαλία παρά από την τωρινή Γερμανία. Όμως το ζητούμενο σε αυτή τη θεωρητική διαμάχη δεν ήταν ποτέ η συνέπεια, και ούτε πρόκειται να είναι. Μόνο αφελείς και εύπιστοι μπορούν να προσδοκούν ότι η επιθετική εργαλειοποίηση της θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας» ανήκει στο παρελθόν εν όψει του πραγματωμένου εκδημοκρατισμού της γερμανικής κοινωνίας και της ευσυνείδητης διαγωγής των Γερμανών. Πάντα θα υπάρχει κάποιος στο εσωτερικό ή το εξωτερικό που θα επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να κρίνει αν και κατά πόσο αυτή η κοινωνία μπορεί να ονομαστεί «αληθινά» φιλελεύθερη ή δημοκρατική, αν και κατά πόσο η διαγωγή των Γερμανών είναι ή όχι «αληθινά» ηθική. Η σκιά της αρνητικής θεωρίας της «ιδιαίτερης πορείας» θα συνοδεύσει επομένως τη Γερμανία και στο ορατό μέλλον. Αν ως αντίδραση σ’ αυτήν προκύψει εκ νέου μια θετική, αυτάρεσκη και μυθολογική θεωρία της «ιδιαίτερης πορείας», δεν είναι τόσο ζήτημα εξορκισμών του κακού και παιδαγωγικών προγραμμάτων, αλλά εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων και δια παντός. Πολλές φορές τα τέρατα του χθες γίνονται οι θεοί του αύριο, τα ανομήματα του χθες, τα πρότυπα του σήμερα.
Χρησιμοποιούμε cookies για την εξατομίκευση περιεχομένου και διαφημίσεων, την παροχή λειτουργιών κοινωνικών μέσων και την ανάλυση της επισκεψιμότητας μας. Εφόσον συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα μας, συναινείτε στη χρήση των cookies μας.
This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may affect your browsing experience.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.