Ο Τζαίημς Τζόυς, η πραγματικότητα και τα ομηρικά έπη
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το βιβλίο του Τζόυς «Οδυσσέας» πρωτοεκδόθηκε το Φεβρουάριο του 1922. Εξαιρετικά ογκώδες μυθιστόρημα (ο όγκος του αποθαρρύνει τον αναγνώστη) με πυκνό, ποιητικό και σε πολλά σημεία δυσνόητο λόγο έμελε να γίνει λογοτεχνικό σύμβολο του μοντερνισμού. Η υπόθεση αφορά ένα τυπικό εικοσιτετράωρο της ζωής του κυρίου Μπλουμ. Μια καθημερινή μέρα παρακολουθούμε τον κύριο Μπλουμ να ξυπνάει το πρωί, να απολαμβάνει το ιρλανδικό πρωινό του, να καλημερίζει την γυναίκα του, να πηγαίνει πρώτα στην κηδεία ενός φίλου και στη συνέχεια στη δουλειά του, να πηγαίνει για φαγητό το μεσημέρι, για περίπατο το απόγευμα και το βράδυ να γλεντά σε μπιραρίες με φίλους και να καταλήγει σ’ ένα πορνείο με το νεαρό ιδεολόγο Στήβεν, τον οποίο και περιμαζεύει στο σπίτι του τα ξημερώματα. Ο κύριος Μπλουμ είναι ευυπόληπτος πολίτης του Δουβλίνου, εργάζεται σε εφημερίδα, η σύζυγός του είναι καλλιτέχνης, έχει ένα παιδί κι απολαμβάνει τη δική του αναγνωρισιμότητα στο δικό του μικρόκοσμο. Έχει κοινωνικές συναναστροφές, κοινωνικές υποχρεώσεις, ευθύνες, σεβαστές απόψεις, υγιείς αντιπαραθέσεις, αγωνίες για το μέλλον, προσεγμένη εμφάνιση, ανησυχίες για το παιδί του, προβλήματα και προβληματισμούς, με δυο λόγια πληρεί επαρκώς το πορτρέτο του αξιοπρεπή μεσοαστού. Έτσι βρισκόμαστε και πάλι στα γνωστά παιχνίδια του Τζόυς. Ο Μπλουμ δεν είναι τίποτε άλλο από τον δούρειο ίππο του Τζόυς που εισχωρεί ξανά στην αστική νοοτροπία για να την κατασπαράξει. Έτσι ο Μπλουμ συντρίβεται, γελοιοποιείται. Τα όνειρά του είναι της πλάκας, η εργασιακή του προσφορά ξεπερνά το γελοίο, οι απόψεις του φαιδρές, η επαναστατικότητα που κατά διαστήματα προβάλλει κωμική, η οικογενειακή του ζωή διαλυμένη, οι σχέσεις με τη γυναίκα του ανύπαρκτες, οι φόβοι του αστείοι, οι αγωνίες του στείρες, οι φιλοδοξίες του μικρότητες. Ένας υποκριτής παλιάτσος. Από τη μια ηθικός οικογενειάρχης κι από την άλλη θαμώνας πορνείων, από τη μια ιδεολόγος κι από την άλλη άβουλο γρανάζι αστικής εφημερίδας, από τη μια ευπρεπής και αξιότιμος στις κοινωνικές συναναστροφές κι από την άλλη απελπιστικά μόνος, από την μια θέλει να εμφανίζεται ως άνθρωπος κύρους κι από την άλλη φοβάται και μπορεί να καταπιεί κάθε προσβολή. Θέλει να φανεί πατρικός στο νεαρό Στήβεν και να τον συμβουλέψει, πάντα όμως από το ύψος της δικής του ανωτερότητας. Ο Στήβεν όμως, όταν τον περιμαζεύει ο Μπλουμ τα χαράματα, δεν κάθεται σχεδόν καθόλου στο σπίτι του κι αρνείται τα κεράσματα που του προσφέρει. Φεύγει γρήγορα προφανώς διαισθανόμενος το γερασμένο ψυχισμό και την ιδιοτέλεια του μεσήλικα Μπλουμ.
Ο Στήβεν είναι το γνωστό λογοτεχνικό πρότυπο του Τζόυς από το πρώτο του βιβλίο «Στήβεν ο ήρωας». Είναι δηλαδή ο νεαρός ασυμβίβαστος – εκκολαπτόμενος καλλιτέχνης που βιώνει την αδιάκοπη σύγκρουση. Είναι η νεανική αθωότητα που αντιστέκεται απελπισμένα σε κάθε νοθευμένη αστική αξία, που διαισθάνεται τη μέγγενη της κοινωνικής προσαρμογής – υποταγής και παλεύει με λύσσα να την αποφύγει και μοιραία ξεπέφτει στη γραφικότητα. Είναι ο ίδιος ο Τζόυς των φοιτητικών χρόνων που ασφυκτιούσε στα αποστειρωτικά ιδεολογικά πλαίσια του αστικού Δουβλίνου και βίωνε τον αποκλεισμό και την αγανάκτηση. Ο Μπλουμ δεν είναι τίποτε άλλο από το μεσήλικα Τζόυς που διαβρώθηκε σιγά – σιγά, που έμαθε να ελίσσεται στις τρέχουσες αξίες, που τελικά ενσωματώθηκε χωρίς όμως να το καταλάβει, που διατηρεί μια ψεύτικη, διαστρεβλωμένη, κακόμοιρη και κακομούτσουνη επαναστατικότητα μουσειακού είδους, η οποία λειτουργεί περισσότερο σαν μαξιλάρι για τον ύπνο παρά σαν ζωντανή, αφυπνιστική διάθεση αντίστασης. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στα δυο πρόσωπα του Τζόυς, ανάμεσα στον ύστερο και τον πρώιμο Τζόυς και παρακολουθούμε τη σύγκρουσή τους, την αξιολύπητη δασκαλίστικη διάθεση του πρώτου και την οριστική αποχώρηση του δεύτερου. Η αδυσώπητη κατακραυγή του αστισμού γίνεται οδυνηρή αυτοκριτική και αυτοχλευασμός.
Ο «Οδυσσέας» δεν αφορά απλώς την πραγματικότητα, αφορά την ασφυκτική πραγματικότητα. Οι έννοιες ρεαλισμός και νατουραλισμός δεν είναι αρκετές για να το εκφράσουν. Εδώ μιλάμε για ένα νέο λογοτεχνικό είδος, για τον κατά Τζόυς ρεαλισμό, για τον μετανατουραλισμό, αν μπορεί να σταθεί αυτός ο όρος. Δεν υπάρχει δραστηριότητα που να μην απασχόλησε τον Τζόυς, δεν υπάρχει σκέψη που να πέρασε απαρατήρητη. Η λεπτομερής περιγραφή της πρωινής επίσκεψης του Μπλουμ στην τουαλέτα, με την ανάγνωση εφημερίδας και το τελικό σκούπισμα μ’ αυτήν τα λέει όλα. Ο Τζόυς παραθέτει ένα έπος της καθημερινότητας, έναν καθρέφτη και μεγεθυντικό φακό ταυτόχρονα. Ο καθρέφτης είναι οι πράξεις και οι διάλογοι των ηρώων που αντικατοπτρίζουν την αστική νοοτροπία. Ο μεγεθυντικός φακός είναι οι σκέψεις του Μπλουμ που παραθέτουν το μεγαλείο μιας θλιβερής ζωής. Οι φόβοι του Μπλουμ, οι λαχτάρες του Μπλουμ και η απουσία της ελπίδας συνθέτουν τη διαδρομή της ήττας που είναι πρώτα ψυχική και μετά κοινωνική. Πρώτα μπαίνει ο Μπλουμ στο μικροσκόπιο, για να κατανοήσουμε βαθειά τον αρρωστημένο ψυχισμό της παραίτησης που σηματοδοτεί την ατομική ήττα και μετά διαφαίνεται η αντανάκλαση – καθρέφτης στην κοινωνία που σηματοδοτεί τη συλλογική ήττα. Το φροϋδικό ντελίριο του κεφαλαίου «Κίρκη», που βγάζει, με ονειρικό – συνειρμικό τρόπο, στην επιφάνεια το ανεξέλεγκτο υποσυνείδητο του Μπλουμ που από τη μια διψά για μεγαλεία κι αποθέωση κι από την άλλη σπαράσσεται από το φόβο και την ματαίωση της κοινωνικής κατακραυγής, είναι η πεμπτουσία της ψυχρής παρατήρησης που διεισδύει σε απύθμενα βάθη με ψυχαναλυτικούς όρους. Και δεν είναι μόνο η ψυχανάλυση που ενσωματώνεται μέσα στο έργο αλλά θα λέγαμε ότι όλη η εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης κάνει παρέλαση αφού σε κάθε κεφάλαιο εναλλάσσονται τα λογοτεχνικά είδη και περνάμε από την αφήγηση στο διάλογο, από την παραδοξολογία και το συνειρμικό σουρεαλιστικό μοντέλο στον επιστημονικό λόγο, από τη φιλοσοφία στην πρόζα, από το θεατρικό στην ολοκάθαρη ποίηση. Φτάνει να αναφερθεί ότι το κεφάλαιο «Ιθάκη» είναι γραμμένο εξολοκλήρου με ερωτήσεις κι απαντήσεις που αντικατοπτρίζουν τη στιβαρότητα της επιστημονικής προσέγγισης ή ότι το κεφάλαιο «Πηνελόπη» είναι γραμμένο χωρίς καμία τελεία (περίπου 50 σελίδες) για να καταλάβουμε το μεγαλείο του λογοτεχνικού πειραματισμού που τον κατατάσσει ασφαλώς στους εκπροσώπους του μοντερνισμού. Σχεδόν 90 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του ο «Οδυσσέας» ανήκει ακόμα στην πρώτη γραμμή της λογοτεχνικής πρωτοπορίας.
Οι αναφορές του Τζόυς στον Όμηρο είναι πασιφανείς. Πέρα από τον τίτλο «Οδυσσέας» υπάρχουν δεκάδες συμβολισμοί που παραπέμπουν στο συγκεκριμένο έπος. Για την ακρίβεια κάθε κεφάλαιο αντικατοπτρίζει και μια ραψωδία. Υπάρχει ο Οδυσσέας (Μπλουμ), ο Τηλέμαχος (Στήβεν), η Πηνελόπη (κυρία Μπλουμ), ο Κύκλωπας (ένας ακραίος εθνικιστής που επιτίθεται στον Μπλουμ), η Ναυσικά (ένα ανάπηρο κοριτσάκι) η Κίρκη και πάει λέγοντας. Θα ήταν εξαντλητικό και μάταιο να προσπαθήσει να εντοπίσει και να αποκρυπτογραφήσει κανείς όλους αυτούς τους συμβολισμούς, αφού σημασία έχει η σκοπιμότητα τους. Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι καταδεικνύουν τη δαιδαλώδη και πολύπλοκη καθημερινότητα που, αν και περνά τόσο γρήγορα, γίνεται Οδύσσεια. Καταδεικνύουν την καθημερινή άβυσσο που κρύβεται πίσω από τις λέξεις ή τις συμπεριφορές, τη χαοτική εσωτερικότητα που ρυθμίζει τα πάντα και δεν φαίνεται πουθενά. Το απύθμενο βάθος κάθε αυτονόητης πράξης. Το υπαρξιακό οδοιπορικό που γίνεται έπος. Όμως ο Τζόυς είναι αδύνατο να συμμεριστεί τον πομπώδη ομηρικό ηρωισμό. Είναι αδύνατο να ταυτιστεί με τη μεγαλειώδη δικαίωση του Οδυσσέα που σηματοδοτεί την οριστική νίκη του καλού. Είναι αδύνατο να λάβει στα σοβαρά τη χοντροκομμένα θριαμβευτική λύση της ομηρικής τραγωδίας. Οι ομηρικοί ήρωες κουβαλούν μεγαλείο. Οι ήρωες του Τζόυς όχι. Ο Όμηρος είναι αισιόδοξος, ο Τζόυς όχι. Στον Όμηρο θριαμβεύει το καλό, στον Τζόυς όχι. Ο Όμηρος προτείνει μια ζωή που αξίζει να ακολουθήσει κανείς, ο Τζόυς όχι. Ο Όμηρος έχει ήρωες – πρότυπα ενώ ο Τζόυς αντιπρότυπα. Ο Όμηρος ασχολείται με το θρύλο ενώ ο Τζόυς με την ασφυκτική καθημερινότητα. Ο Τζόυς είναι ρεαλιστής, ο Όμηρος όχι. Ο Τζόυς πλάθει το δικό του έπος που στηρίζεται στον πεσιμισμό, μοιραίο απόγονο του ρεαλισμού, και το αδιέξοδο. Οι ήρωές του όχι μόνο δεν έχουν Ιθάκη αλλά βιώνουν τον απόλυτο υπαρξιακό διασυρμό. Ο Τζόυς στέκεται απέναντι στον Όμηρο. Απορρίπτει την οπτική του ύψους κι εστιάζει στην οπτική του βάθους. Την οπτική των ενοχών, των φόβων, της μπουρδελότσαρκας και της ξεφτίλας. Δηλαδή της αλήθειας. Ο δικός του Οδυσσέας είναι άτολμος κι αξιοθρήνητος. Η δική του Πηνελόπη είναι μοιχαλίδα που απατά συστηματικά τον Μπλουμ. Και σε κάθε κεφάλαιο κάνει ακριβώς αυτό. Πιάνει μια ραψωδία, τη μεταφέρει στην πραγματικότητα και τη συνθλίβει. Συστηματικά προσαρμόζει τον ομηρικό ηρωισμό στην καθημερινότητα και τον εξευτελίζει. Ο Οδυσσέας είναι η οριστική απόρριψη του αρχαίου κλασικισμού, είναι η «αντιοδύσσεια» της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ένα σχόλιο