Αλέξανδρος ο Μακεδών: Η άνοδος
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Ο Αλέξανδρος ως ιστορική προσωπικότητα έχει παρουσιαστεί με πολλούς τρόπους από τους ιστορικούς των νεώτερων χρόνων. Φιλόσοφος βασιλιάς, τυχοδιώκτης στρατιωτικός, αδίστακτος τύραννος, μισοπολιτισμένος Μακεδόνας. Απόψεις διαμετρικά αντίθετες οι οποίες όμως διαμορφώθηκαν από ένα απλό γεγονός. Η παλαιότερη γραπτή ιστορία που διαθέτουμε για τον Αλέξανδρο γράφτηκε περίπου 300 χρόνια μετά τον θάνατο του… Θα ήταν σαν να μαθαίναμε για το Ναπολέοντα περίπου τον 22ο αιώνα μ.Χ….! Τη φήμη του Αλέξανδρου μετέφεραν ως εμάς τέσσερις ιστορικοί της αρχαιότητας. Η αρτιότερη είναι η «Ανάβασις» του Αρριανού (95-185μ.Χ.) ο οποίος ως κυβερνήτης της ρωμαϊκής επαρχίας της Καππαδοκίας το 2ο αι. μ.Χ γράφει έχοντας ως κύριες πηγές του τον Πτολεμαίο και τον Αριστόβουλο. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (80-20 π.Χ.) αφιέρωσε ένα βιβλίο στον Αλέξανδρο αντλώντας από τον προγενέστερο του Κλείταρχο που έγραψε προς τα τέλη της Ελληνιστικής περιόδου μια μυθιστορηματική ιστορία για τον Αλέξανδρο, η οποία όμως δεν σώθηκε. Τον 1ο μ.Χ. αιώνα γράφει και ο Ρωμαίος Quintus Curtius Rufus ο οποίος διασώζει μεγάλο μέρος από την εχθρική προς τον Αλέξανδρο παράδοση. Τέλος ο «Αλέξανδρος» του Πλουτάρχου (45-120 μ.Χ.) αποτελεί ένα καθαρά βιογραφικό και όχι ιστορικό έργο.
Οι Μακεδόνες αν και είχαν αφομοιώσει τον ελληνικό πολιτισμό έδιναν στους υπόλοιπους Έλληνες την εντύπωση βαρβάρων και πολλοί τους θεωρούσαν παρείσακτους. Διατήρησαν για αιώνες τους παλιούς και αρχικά αποδεκτούς από όλους τους Έλληνες θεσμούς εμπλουτίζοντας τους με στοιχεία που παρέλαβαν από τους γειτονικούς ημιβάρβαρους λαούς του βορρά, όπως τους Ιλλυριούς, τους Θράκες, τους Παίονες και πολλούς άλλους. Κύριο θεμέλιο του καθεστώτος αποτελούσε η πατριαρχική βασιλεία της ομηρικής περιόδου με τον βασιλιά αρχηγό του στρατού, δικαστή και ιερέα. Οι μεγαλογαιοκτήμονες ευγενείς ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως ιππείς και ακόλουθοι του βασιλιά διατηρώντας την ομηρική ονομασία των «εταίρων». Η συνέλευση πάντως του στρατού διατηρούσε το προνόμιο να εγκρίνει ή όχι τη διαδοχή του βασιλιά και είχε το δικαίωμα να αποδίδει βαριές κατηγορίες. Ο χαρακτήρας της εξουσίας των βασιλέων ήταν διπλός αφού από τις Αιγές και αργότερα την Πέλλα κυβερνούσαν άμεσα τους Έλληνες Μακεδόνες στις παράκτιες περιοχές, ενώ συνεχώς βρισκόντουσαν σε προστριβές με τους βόρειους ημιβάρβαρους Ορέστες, Λυγκηστές κ.α. προσπαθώντας να υποτάξουν τις ατίθασες αυτές ορεσίβιες φυλές.
Η περίοδος της σχετικής απομόνωσης της Μακεδονίας σταματάει τον 4ο αι. μ.Χ. όταν υπό την βασιλεία του Φιλίππου (382-336 π.Χ.) εδραιώνεται ως η κυρίαρχη δύναμη στον ελληνικό κόσμο. Αν κάποιος πρέπει να μελετήσει τον Αλέξανδρο είναι υποχρεωμένος να ξεκινήσει από τον πατέρα του αφού η δική του στρατηγική και πολεμική τακτική είναι αυτή που επέτρεψε στον Αλέξανδρο αμέσως μετά να μεγαλουργήσει στα πεδία των μαχών. Ο Φίλιππος είχε την «τύχη» να αιχμαλωτιστεί από τους Θηβαίους και να μελετήσει την τέχνη του πολέμου δίπλα στον Επαμεινώνδα και στον Πελοπίδα. Στα 24 χρόνια του ο Φίλιππός επιστρέφει στην Μακεδονία και αφού αναρριχάται στον θρόνο το 356 π.Χ. βασιλεύει ως Φίλιππός Β΄. Αναδιοργάνωσε τον μακεδονικό στρατό στα πρότυπα του θηβαϊκού με μια σημαντική βελτίωση στα δόρατα των οπλιτών. Η «σάρισα», ένα πολύ μακρύ δόρυ γύρω στα 7 μέτρα αποτέλεσε μια σημαντική καινοτομία στην φάλαγγα και μαζί με την υιοθέτηση της «πέλτης», της μικρής στρογγυλής ασπίδας, η μακεδονική φάλαγγα έγινε έτσι το αρτιότερο όπλο της εποχής εκείνης. Ουσιαστικά έμοιαζε με έναν μεγάλο κινούμενο σκαντζόχοιρο. Παράλληλα εξέλιξε ακόμη καλύτερα την «λοξή φάλαγγα» του Επαμεινώνδα αξιοποιώντας όμως καλύτερα το ιππικό αναθέτοντας του τις επιθετικές κινήσεις του βραδυκίνητου πεζικού. Η αξιοποίηση του ιππικού από τον Φίλιππο αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν συνυπολογίσει κανείς ότι την εποχή εκείνη δεν είχαν εφευρεθεί οι αναβολείς και η ευστάθεια στη ράχη του αλόγου ήταν ζητούμενο. Παράλληλα αξιοποίησε την μηχανική της εποχής του για να κατασκευάσει μεγάλες πολιορκητικές μηχανές, όπως η «ελέπολις» που χρησιμοποιήθηκε στην πολιορκία της Περίνθου και του Βυζαντίου. Σταθμό στην τέχνη του πολέμου αποτελεί και η εφαρμογή από μεριάς Φιλίππου και της στρατηγικής της πλήρους υποταγής ή εξοντώσεως του εχθρού, στρατηγικής που επέτρεψε στον Αλέξανδρο την κατάκτηση ολόκληρης της περσικής αυτοκρατορίας. Με αυτήν την πολεμική μηχανή να αποκτά πολεμική εμπειρία σταδιακά ο Φίλιππός υποτάσσει τους Παίονες και τους Ιλλυριούς το 358 π.Χ. με τη συμβολή του σπουδαιότερου στρατηγού του, και μετέπειτα και του Αλεξάνδρου, του Παρμενίωνα. Τα οικονομικά μέσα για την οργάνωση του στρατού τα απέκτησε ο Φίλιππος με την κατάληψη των χρυσωρυχείων του Παγγαίου. Με τον ισχυρό στρατό του υπέταξε όλες τις ορεινές φυλές και τις ενέταξε στο μακεδονικό βασίλειο και παράλληλα στις τάξεις των φαλαγγιτών δημιουργώντας έναν σκληροτράχηλο στράτευμα.
Το 356 π.Χ. έρχεται στον κόσμο και ο Αλέξανδρος γόνος του έρωτα του Φιλίππου με την Ολυμπιάδα, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτόλεμου Β΄. Ο γάμος αυτός είχε και έντονο γεωστρατηγικό συμφέρον για τον Φίλιππό αφού έτσι εξασφάλιζε πλήρως τα βόρεια σύνορα του και μπορούσε να επιδοθεί στην κατάκτηση της νοτίου Ελλάδας. Από τους λίγους που κατανοούν τη στρατηγική του Φιλίππου είναι ο Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης ο οποίος με τους «φιλιππικούς» του εκφράζει το κύκνειο άσμα του τοπικισμού της πόλεως-κράτους ενάντια στα ηγεμονικά σχέδια του Φιλίππου για τη δημιουργία ενός ενιαίου βασιλείου. Ο Αλέξανδρος μεγαλώνει στην αυλή του Φιλίππου λαμβάνοντας εκπαίδευση ελληνική με τη συμβολή του Αριστοτέλη που προσελήφθη από τον Φίλιππο ειδικά για την μόρφωση του γιου του. Μυείται στα μυστικά της πολεμικής τέχνης αλλά παράλληλα μελετά τους αρχαίους φιλοσόφους, ιστορικούς και ποιητές και στο πρόσωπο του Αχιλλέα βρίσκει το ηρωικό του πρότυπο. Τη συμβολή και της μητέρας του, που θεωρούσε ότι τον συνέλαβε με τον Δία, ο μικρός Αλέξανδρος γαλουχείται με μια «θεϊκή» αύρα να τον περιβάλει σε κάθε του βήμα. Ο τρόπος που αργότερα θα πολεμήσει ο Αλέξανδρος στα πεδία των μαχών δείχνει σε πολλές περιπτώσεις μια άγνοια κινδύνου που οφειλόταν στην αντίληψη που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του, ότι δηλαδή προστατευόταν από τον ίδιο τον Δία και ως εκ τούτου ήταν άτρωτος. Το βάπτισμα του πυρός ο δεκαοκτάχρονος Αλέξανδρος το λαμβάνει στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. ως επικεφαλής του ιππικού. Με αυτή την μάχη ο Φίλιππος καθίσταται κύριος ολόκληρης της Ελλάδας αφού εξόντωσε τον στρατό των Αθηναίων και των Θηβαίων. Άνοιξε έτσι ουσιαστικά το δρόμο του Αλέξανδρου για την κατάκτηση της Περσίας.
Ο θάνατος τέλος του Φιλίππου ακόμη και σήμερα προβληματίζει τους ιστορικούς για έναν κύριο λόγο. Ο Φίλιππός δολοφονείται το 336 π.Χ. από κάποιον Παυσανία που θεωρούσε εαυτόν αδικημένο από τον βασιλιά αλλά δεν προλαβαίνει να αποκαλύψει τίποτε παραπάνω αφού σκοτώνεται από τους φρουρούς του Φιλίππου επιτόπου. Τον καιρό εκείνο ο Φίλιππός είχε ερωτευτεί την ανιψιά του στρατηγού του Αττάλου Κλεοπάτρα και είχε αποκτήσει μαζί της ένα γιο. Διώχνοντας την Ολυμπιάδα και νυμφευόμενος την Κλεοπάτρα ο Φίλιππός ουσιαστικά νομιμοποιούσε στο θρόνο του τον δεύτερο γιο του εξαιρώντας αυτόματα τον Αλέξανδρο. Αυτό το γεγονός και μόνο είναι αρκετό για να κινηθούν υποψίες προς τον Αλέξανδρο και τη μητέρα του. Ελλείψει άλλων όμως ενοχοποιητικών στοιχείων η ιστορική έρευνα αρκείται σε υποθέσεις εργασίας… Όπως και να έχει όμως το πράγμα η ουσία είναι ότι η ιστορία κέρδισε τον πρώτο της Μέγα…
Σε ηλικία είκοσι ετών ο Αλέξανδρος βρίσκεται επικεφαλής ενός νεοπαγούς βασιλείου στο οποίο οι πόλεις κράτη αντιστέκονται λυσσαλέα. Πολλές πόλεις στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Φιλίππου στασιάζουν και η Αθήνα, όπως κάποτε και η Σπάρτη, δέχεται ευχαρίστως οικονομική βοήθεια από την Περσία για να αντιταχτεί στην επέκταση της Μακεδονίας. Ο μόνος στην Αθήνα που δείχνει να συμμερίζεται τα ενωτικά σχέδια του Φιλίππου και τώρα του Αλεξάνδρου είναι ο Ισοκράτης που εισηγείται παράλληλα και την πανελλήνια ιδέα ως συνεκτική πολιτική ιδεολογία του νέου βασιλείου. Ο Αλέξανδρος χωρίς να διστάσει συντρίβει την αντίσταση, φθάνει μέχρι του σημείου να καταστρέψει συθέμελα την Θήβα, και εδραιώνει την κυριαρχία της Μακεδονίας στον ελληνικό κόσμο. Πλέον θα αφοσιωθεί με όλες του τις δυνάμεις στην προετοιμασία για το κολοσσιαίο εγχείρημα της κατάκτησης της Περσίας. Ουσιαστικά το σχέδιο ήταν να κάνει στους Πέρσες ό,τι είχαν κάνει και εκείνοι στην Ελλάδα. Ως πρώτο βήμα έβλεπε την κατάκτηση της Μικράς Ασίας, δεύτερον την κατάκτηση της Συρίας και της Αιγύπτου και τέλος την προέλαση στην καρδιά της Περσίας. Προτού ξεκινήσει την περιπέτεια του φρόντισε να αφήσει σε καλά και έμπιστα χέρια την διακυβέρνηση του βασιλείου του. Ο Αντίπατρος, στρατηγός του Φιλίππου, ήταν ο ιδανικός άνθρωπος.
Τι πήγαινε όμως να αντιμετωπίσει ο Αλέξανδρος στην αφιλόξενη ανατολή; Μια εξασθενημένη και με χαλαρή συνοχή πολυεθνική αυτοκρατορία που την κυβερνούσε ένας ανίσχυρος μονάρχης. Όμως σε καμία περίπτωση δεν ήταν εύκολος αντίπαλος. Το κύριο στρατηγικό πλεονέκτημα της Περσίας έγκειτο στο ότι διέθετε μια σχεδόν ανεξάντλητη δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού από όπου μπορούσε να ανανεώνει το στρατό της, σε αντίθεση με τον στρατό του Αλέξανδρου που έπρεπε να ανανεώνεται από την Μακεδονία ή από μισθοφόρους. Από οικονομικής άποψης ένα μεγάλο μέρος του πλούτου που προέκυψε από την εκμετάλλευση των χρυσοφόρων βουνών της Μακεδονίας είχε ήδη σπαταληθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου για υπεροχή στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα η Περσία διέθετε ναυτικό ικανό να δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στον Αλέξανδρο. Εν συγκρίσει με τους Μακεδόνες όμως του Αλεξάνδρου η πολεμική τέχνη στην Περσία είχε μείνει κάπως πίσω. Δεν είχαν φροντίσει να μελετήσουν τις εξελίξεις στο χώρο του πολέμου και στηρίζονταν στους αριθμούς, την προσωπική γενναιότητα και τα δρεπανηφόρα άρματα τους. Η μόνη εξέλιξη σχετικά με τον πόλεμο σχετιζόταν με την πρόσληψη Ελλήνων μισθοφόρων που είχαν αποδείξει πολλάκις την μαχητική τους ικανότητα από τα χρόνια του Ξενοφώντα και των Μυρίων του. Η δύναμη που διέθετε ο Αλέξανδρος ανερχόταν σε περίπου 40.000 πεζούς και 5-7.000 ιππείς. Οι φάλαγγες με τις «σάρισες» αποτελούσαν το βαρύ πεζικό που πλαισιωνόταν από μονάδες ελαφρού πεζικού των συμμάχων και μισθοφόρων. Τους μισθοφόρους διοικούσε ο Μένανδρος ενώ τους συμμάχους ο Αντίγονος. Παράλληλα την βασιλική φρουρά που αποτελούταν από τους «υπασπιστές» διοικούσε ο Νικάνορας γιος του Παρμενίωνα και το βαρύ ιππικό ο άλλος γιος του Παρμενίωνα ο Φιλώτας. Ελαφρές δυνάμεις πεζικάριων και ιππέων από την Παιονία, τη Θράκη, την Ιλλυρία ήταν ενταγμένες στο στρατό φέροντας παράλληλα και τον τοπικό τους εξοπλισμό. Τέλος υπήρχε και το περίφημο θεσσαλικό ιππικό που διοικούταν από τον Κάλλα. Προτού όμως διαπεραιώσει τον κύριο όγκο του στρατού του ο Αλέξανδρος φροντίζει να στείλει στρατεύματα στην Μικρά Ασία ώστε να δημιουργήσουν προγεφυρώματα, κατακτώντας στρατηγικές πόλεις όπως την Κύζικο το 335 π.Χ. Στρατηγικής σημασίας ήταν η κατοχή του Ελλησπόντου και της Μυσίας αφού εκεί θα αποβιβαζόταν ο μακεδονικός στρατός. Το σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή το 334 π.Χ. και ο κύριος όγκος του στρατού διαπεραιώνεται από την Σηστό στην Άβυδο.
Διαβάστε:
«Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», J.B.Bury &Russwell Meiggs, εκδόσεις Καρδαμίτσα.
« Αλεξάνδρου Ανάβασις», Αρριανού, εκδόσεις Ζήτρος.