20 Μαρτίου 2014 at 00:45

Φεγγάρι στην Κέρκυρα

από

Φεγγάρι στην Κέρκυρα

 Αποτροπαϊκή Γοργώ (δυτικό αέτωμα ναού Αρτέμιδος - Κέρκυρα)
Αποτροπαϊκή Γοργώ (δυτικό αέτωμα ναού Αρτέμιδος – Κέρκυρα)

Γράφει η Titania Matina

(στην Όλγα Σου.)

Είχα περάσει ένα φεγγάρι στην Κέρκυρα. Φοιτήτρια. Δούλευα στο Αρχαιολογικό Μουσείο, αρχειοθετώντας κεραμεική. Όστρακα από πανομοιότυπες σχεδόν ληκύθους, αναθηματικές στον αρχαϊκό ναό της Άρτεμης. Αυτές που εικονίζουν τη θεά να κρατάει ζωάκια. Προϊόντα κερκυραϊκού εργαστηρίου ή ίσως κορινθιακού; Η έφορος επειγόταν να καταλήξει σε συμπεράσματα. Πανομοιότυπες ήταν οι λήκυθοι. Τόσο βαρετές. Φτιαγμένες απ’ το ίδιο καλούπι. Προορισμένες για μαζική κατανάλωση. Μπορούσα να το φανταστώ. Μπουλούκια οι πιστοί να προμηθεύονται φτωχικές ληκύθους για τάματα. Αυτά σκεφτόμουνα τότε εγώ. Όχι την αγωνία του καθενός τους. Αγωνία πιθανά για τη ζωή και το θάνατο… Εγώ είχα άλλη αγωνία. Όλη τη μέρα στο υγρό σκοτάδι του υπογείου, αναζητούσα κιβώτια με υλικό. Πληροφορίες θα μου έδινε ένας κύριος Σπύρος, και δεκάδες κύριοι Σπύροι κυκλοφορούσαν στον στενό μου ορίζοντα, αλλά κανείς δεν ήξερε. Εκείνοι αγωνία δεν έδειχναν να έχουν. Η έφορος είχε. Ετοιμαζόταν για δημοσίευση.

Έμενα σ’ ένα δωμάτιο που μου είχαν παραχωρήσει στον δεύτερο όροφο κτηρίου, που ήταν κάποτε το σπίτι του Άγγλου Αρμοστή Ιονίων Νήσων. Στο ισόγειο ήτανε το Ασιατικό Μουσείο. Το δωμάτιο είχε όλες τις ανέσεις: ράντζο και μικρό κομοδίνο. Και από εκεί μπορούσες να περάσεις σ’ ένα άλλο, μέσα από δίφυλλη πόρτα, ξεκλείδωτη. Δεν έμπαινα ποτέ. Φοβόμουνα. Σκεφτόμουν ότι, εκεί, μια αγγλίδα με μακριές πλεξούδες ψυχορραγούσε.

Μια νύχτα ξύπνησα ξαφνικά. Ένιωθα να με τυφλώνει φως. Έπεφτε η πανσέληνος πάνω στο πρόσωπό μου. Ολόκληρη. Σαν προβολέας ανάκρισης. Ο άνεμος είχε ανοίξει τα παντζούρια βίαια, διάπλατα. Το ένα φύλλο είχε πέσει ξεχαρβαλωμένο. Προσπαθούσα να το βάλω στη θέση του, με το σώμα μου να κρέμεται σχεδόν το μισό έξω από το παράθυρο. Η βροχή χτύπαγε το πρόσωπό μου, το φεγγάρι ήταν ανελέητο, τα σύννεφα έτρεχαν μπροστά του, κι από κάτω μου τα κύματα έσπαγαν στα βράχια. Ήτανε σαν πίνακας ρομαντικού ζωγράφου. Ήταν ανώφελο. Τα παράτησα. Και τότε μπήκα στο δωμάτιο, το απαγορευμένο, που μισοφωτιζόταν απ’ το φεγγάρι. Στο κέντρο ήταν ένα διπλό κρεβάτι με κουνουπιέρα σκονισμένη, που στηριζόταν σε τέσσερις πόλους με περιελισσόμενα φίδια σκαλισμένα σε ξύλο. Ήμουνα σίγουρη. Την είδα. Ήταν εκεί η Αγγλίδα, ξανθιά, χλωμή, πολύ όμορφη με άσπρο δαντελωτό φόρεμα. Βικτωριανή ήταν και πέθαινε. Τρόμαξα. Έκλεισα πίσω μου τη δίφυλλη πόρτα. Πριν ξαναξαπλώσω, άκουσα ένα τραγούδι. Ανόητο ήταν. Και το τραγούδι και το όλο πράγμα. Α-νόητο… Και το Α ήτανε τόσο Κεφαλαίο…

(Εμφανιστηκε 1,435 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.