Εγκώμιο της ανθρώπινης καλοσύνης (για τον Θανάση Βέγγο)
«Ο Έλληνας που ζωγράφιζε ο Θανάσης Βέγγος δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει η καλοσύνη, η ψυχική ευγένεια, το φιλότιμο, η αυτοθυσία, το χιούμορ, η φιλία».
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ο θάνατος του Θανάση Βέγγου –του Ντίνου Ηλιόπουλου πριν από είκοσι δύο χρόνια, του Μίμη Φωτόπουλου πριν από τριάντα εφτά (κιόλας…)– διατάραξε το ισοζύγιο της ανθρώπινης καλοσύνης στη μικρή μας χώρα. Είναι βέβαιο ότι καινούργιοι αξιαγάπητοι άνθρωποι γεννιούνται και μεγαλώνουν: άνθρωποι χαρισματικοί και γενναιόδωροι που κάνουν τον κόσμο λίγο καλύτερο. Ωστόσο, για πολλούς από μας που μεγαλώσαμε με τον ελληνικό κινηματογράφο –τον οποίο είδαμε και εκτιμήσαμε post mortem στην τηλεόραση– θάνατοι σαν αυτούς είναι κάτι περισσότερο από φυσικά γεγονότα, από αφορμές πένθους. Ο θάνατος του Θανάση Βέγγου άφησε, όπως συνηθίζουμε να λέμε, ένα κενό: μόνο που αυτή τη φορά είναι κοινωνικό κενό· ο Έλληνας που ζωγράφιζε ο Θανάσης Βέγγος δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει η καλοσύνη, η ψυχική ευγένεια, το φιλότιμο, η αυτοθυσία, το χιούμορ, η φιλία. Όπως λέει, ανεπίγνωστα, το τραγουδάκι του Διονύση Σαββόπουλου «είπα γεια χαρά σου στον Αντύπα κι άφησα ξωπίσω μου μια τρύπα», ο Θανάσης Βέγγος άφησε ξωπίσω του μια τρύπα: την ανυπαρξία των αρετών οι οποίες, για μια στιγμή του χρόνου –για μια στιγμή μονάχα– φαίνονταν ότι θα έκτιζαν τη μοντέρνα Ελλάδα. Μεγάλωσα απότομα μέσα σ’ αυτή τη στιγμή όπου άνθιζε το όνειρο της δημοκρατίας· η αριστερά ήταν δημοκρατική (το ΚΚΕ ήταν παράνομο) και στον κινηματογράφο πίναμε ταμ-ταμ, ένα φτωχό υποκατάστατο της Κόκα Κόλα. Δεν υπάρχει τίποτα να νοσταλγήσει κανείς εκτός από μια χούφτα προτροπές: αγάπα τον πλησίον σου, μην προδίδεις τους φίλους σου, μην προδίδεις καν τους εχθρούς σου… Αγάπα τα ζώα και τα δέντρα, τη γειτονιά σου, την πόλη σου… Βγες απ’ τον δρόμο σου για να βοηθήσεις τους άλλους… Κι από μια χούφτα αξίες που καταλήγουν σε μία και μοναδική: στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Έχουν μείνει λιγοστοί από εκείνο τον κύκλο των ανθρώπων που είχαν αυτές τις αξίες, που τις διατηρούν ακόμα, που θα τις διατηρούν μέχρι το τέλος. Τι κρίμα που τα παίρνουμε όλα τόσο ελαφρά, που χασκογελάμε, που ανοητεύουμε, που γκρινιάζουμε, που γερνάμε μοχθηροί και άφρονες: οι ταινίες του Θανάση Βέγγου θα μπορούσαν να μας δώσουν τα απαραίτητα μαθήματα ζωής – είμαστε όμως ανεπίδεκτοι. Και παρότι ο Βέγγος δεν έχασε ποτέ τη δημοτικότητά του, δεν φαίνεται να μάθαμε τίποτα από τη φιλοσοφία και τα ηθικά του γνωρίσματα.
Δεν επρόκειτο μόνο για έναν κωμικό ηθοποιό με δραματικούς τόνους – χωρίς ωστόσο κανένα μελοδραματισμό: επρόκειτο για έναν ολόκληρο κόσμο από τόλμη («Ξέρεις από βέσπα; Ξέρεις από βέσπααααα;;!!!»), («Η μητέρα σου πέθανε μόλις σε γέννησε» – «Γιατί, μήπως με δείξατε απότομα;»), αισιοδοξία, ανεξάντλητη ενέργεια –σχεδόν μανιακή: σαν όλους τους μεγάλους του slapstick–, τιμιότητα, παλικαριά· ένας ολόκληρος κόσμος όχι όπως «είναι» αλλά όπως «θα έπρεπε να είναι». Ως ηθοποιός ήταν η συνέχεια του Καραγκιόζη προτού η λέξη αρχίσει να σημαίνει –όχι τυχαία– τον γελοίο, κατάπτυστο Ελληνάρα: ο Βέγγος υπομένει τα πάντα· συμπληρώνει τα σενάρια με σκληρά παθήματα, με τις κακουχίες του φτωχού ανθρώπου που αναζητεί μια αγνή και απλή ευτυχία.
Ο ελληνικός κινηματογράφος της δεκαετίας του ’50 και του ’60 ήταν ένα προνόμιο για μας τους θεατές της πρώιμης τηλεόρασης: στις κωμωδίες γελούσαμε, στα δράματα πάλι γελούσαμε. Υπήρχαν τολμηροί ηθοποιοί και συντηρητικοί ηθοποιοί – όχι ως άτομα, ως κινηματογραφικά πρόσωπα. Υπήρχαν «καλοί» και «κακοί»· γόητες και γόησσες· υπήρχαν κι απολαυστικά κουτορνίθια. Τίποτα όμως δεν έφτανε τον ερωτευμένο Βέγγο, τον ειδικό στα χειροφιλήματα και στα υποκοριστικά· τίποτα δεν έφτανε τον Βέγγο ταλαίπωρο πολίτη, αδιάφθορο, ατυχηματοθηρικό, κατάπληκτο μπροστά στις σπάνιες κι απρόσμενες αναλαμπές της τύχης. Η τύχη, στο τέλος, τον επιβράβευε: κέρδιζε το κορίτσι –που προτιμούσε έναν καλό σύζυγο από έναν λάγνο εραστή– και έκανε με κέφι και φαντασία όλες τις δουλειές (σερβιτόρος, δάσκαλος οδήγησης, θυρωρός, παιδί φαρμακείου, φωτογράφος, κρεοπώλης) κι όλες τις αγγαρείες (όπως, ας πούμε, να θεραπεύει το κρύωμα της δεσποινίδας Κουφοπούλου με βεντούζες!). Ο άνθρωπος που έτρεχε –που του «έβγαινε το λάδι»– μέσα σ’ έναν κόσμο ο οποίος, παρ’ όλ’ αυτά, είχε κάποιο μυστικό και θαυμαστό νόημα. Εμείς, το 2023, διαμαρτυρόμαστε για το «τρέξιμο» και δεν κάνουμε όλες τις δουλειές· κάνουμε μόνον όσες πιστεύουμε ότι ταιριάζουν στα λαμπρά προσόντα μας και στα αβρά μας χέρια. Εξάλλου, έχουμε ξεχάσει ότι το χιούμορ, για να είναι χιούμορ, ξεκινάει αναγκαστικά από τον εαυτό μας: στις σημερινές θεατρικές σκηνές (έτσι κι αλλιώς η κινηματογραφική κωμωδία είναι πια σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα) εμφανίζονται δημαγωγοί που καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα τα οποία τροφοδοτούν και τα οποία καθρεφτίζουν.