6 Ιανουαρίου 2024 at 10:50

Δημήτριος Βικέλας: Ο αναβιωτής των Ολυμπιακών. Ο εισηγητής της ηθογραφίας στα ελληνικά γράμματα

από

Δημήτριος Βικέλας: Ο αναβιωτής των Ολυμπιακών. Ο εισηγητής της ηθογραφίας στα ελληνικά γράμματα

Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης

 

Α. Δημήτριος Βικέλας

Α1. Ο βίος του

 

      Ο πεζογράφος Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1835, στην Ερμούπολη της Σύρου. Το αρχικό επίθετο της οικογένειας του πατέρα του ήταν «Μπεκέλας» ή «Μπικέλας» ενώ, η καταγωγή της οικογένειας ήταν από την Βέροια. Η τελική μορφή του επιθέτου και, η αντικατάσταση του «Μπ» με το «Β» οφείλεται στον πατέρα του και έναν θείο του. Ο λόγος ήταν ότι, ο συνδυασμός των δύο αυτών συμφώνων εξελήφθη ως στοιχείο βαρβαρισμού[1].

Από την άλλη, το οικογενειακό όνομα της μητέρας του, Σμαραγδής, ήταν «Μελά» και, καταγόταν από την Ήπειρο. Η οικογένεια Μελά, ως γνωστόν, έδωσε στον ελληνικό λαό οικονομικούς παράγοντες, λογοτέχνες και αγωνιστές στους μεγάλους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.

 Ο πεζογράφος Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1835, στην Ερμούπολη της Σύρου.
Ο πεζογράφος Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1835, στην Ερμούπολη της Σύρου.

Σε ηλικία 4 ετών, ο νεαρός βλαστός πηγαίνει με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη, όπου έζησαν μέχρι το 1849. Την χρονιά εκείνη, πήγε στην Οδησσό, όπου έζησε μέχρι το 1850. Το 1850 πραγματοποιήθηκε η επιστροφή της οικογένειας- πλην του πατέρα της οικογένειας- στην Ερμούπολη. Οι μετακινήσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα το ότι ο Βικέλας δεν έλαβε συστηματική μόρφωση, αν και φοίτησε στην γαλλική σχολή του Aillard, στην Κωνσταντινούπολη και, για ένα διάστημα στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη, στην Σύρο[2]. Μάλιστα, υπήρξε συμμαθητής του γνωστού λογοτέχνη Εμμανουήλ Ροΐδη.

Η φοίτηση του Δημητρίου Βικέλα στο Λύκειο του Ευαγγελίδη, το οποίο υπήρξε ένα από τα πρώτα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στην Ελλάδα, με πρωτοφανείς- για την εποχή- καινοτομίες- υπήρξε καταλυτική για την προσωπικότητα και εξέλιξη του πνεύματός του. Τον βοήθησε να ξεπεράσει τα στεγανά, τα οποία- δυστυχώς- ακόμη και σήμερα ταλανίζουν τους πνευματικούς- και όχι μόνο- ορίζοντες του λαού μας.

Το 1852, σε ηλικία 17 ετών, ο Δημήτριος πηγαίνει στο Λονδίνο. Στην αγγλική πρωτεύουσα, εργάστηκε στην επιχείρηση των θείων του, Λέοντα και Βασιλείου Μελά. Ο θείος του, Λέων Μελάς, ήταν ο συγγραφέας του «Γεροστάθη», ενός αναγνώσματος, το οποίο γαλούχησε γενιές νεαρών Ελλήνων[3]. Επίσης, ο νεαρός Δημήτριος έδειξε κλίση και προς τα γράμματα. Σαφέστερα, παρά τις αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις, ήταν επιμελής μαθητής και, σπούδασε Βοτανική στο University College. Επιπροσθέτως, ευρισκόμενος στο Λονδίνο, ο βιογραφούμενός μας γνώρισε τον πρεσβευτή της Ελλάδος, Σπυρίδωνα Τρικούπη και, τον γιο του, Χαρίλαο. Όπως είναι ευρέως γνωστό, αμφότεροι διετέλεσαν Υπουργοί και Πρωθυπουργοί της Ελλάδος[4]. Κλείνοντας, στο Λονδίνο νυμφεύθηκε την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, με την οποία έζησε ως το 1894, χωρίς όμως να αποκτήσει απογόνους[5].

Ο Βικέλας δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο ως το 1876. Έχοντας αποκτήσει μία οικονομική άνεση, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Στην γαλλική πρωτεύουσα, σχετίστηκε με τους εκεί ελληνιστές και, επηρέασε την έρευνα της πρωϊμότερης λογοτεχνίας.  Μάλιστα, για το σημαίνον έργο του, ο Βικέλας ανακηρύχθηκε το 1879 μέλος της εικοσαμελούς επιτροπής του «Συλλόγου προς διάδοσιν ελληνικών σπουδών».

Το 1895, ο Βικέλας επιστρέφει στην Ελλάδα και, εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά. Στο λεκανοπέδιο, ο κοσμοπολίτης βιογραφούμενός μας επρόκειτο να ζήσει ως το τέλος της πλούσιας ζωής του. Μάλιστα, χαρακτήρισε τον λαό της Αθήνας ως τον καλύτερο- σε ήθος- της Ευρώπης[6]. Στην Αθήνα, ο Βικέλας ανέπτυξε πολυποίκιλη δράση. Μην λησμονούμε ότι υπήρξε ο άνθρωπος, που, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, δημιουργήθηκαν ξανά οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Το 1899, ίδρυσε τον «Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων», του οποίου υπήρξε και ο πρώτος- χρονολογικά- πρόεδρος. Ακόμη, γενικός γραμματέας του Συλλόγου ορίστηκε ο Γεώργιος Δροσίνης[7]. Στα πλαίσια του συλλόγου, ιδρύθηκε το Σχολικό Μουσείο, η Σχολική Βιβλιοθήκη ενώ, το 1907, κυκλοφόρησε το περιοδικό «Μελέτη». Το 1904, χάρη σε πρωτοβουλία της προσωπικότητας, υπό το όνομα Δημήτριος Βικέλας, διοργανώθηκε στην Αθήνα το «Α΄ Εκπαιδευτικόν Συνέδριον», στο οποίο συμμετείχαν εκπαιδευτικοί και ιδρύματα από την Ελλάδα και από το εξωτερικό. Το τελευταίο έργο κοινής ωφέλειας του Βικέλα ήταν η τοποθέτηση του θεμελίου λίθου στην Σεβαστοπούλειο Εργατική Σχολή, το έτος 1908[8].

Λουκής Λάρας / Δημητρίου Βικέλα, Εν Αθήναις: Εκδότης Γεώργιος Κασδόνης, 1892.
Λουκής Λάρας / Δημητρίου Βικέλα, Εν Αθήναις: Εκδότης Γεώργιος Κασδόνης, 1892.

Εκτός από την δημιουργία έργων κοινής ωφελείας, σημαντική ήταν και η πατριωτική του δράση. Κατά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, μίσθωσε ένα πλωτό νοσοκομείο, για να μεταφερθούν τραυματίες από το μέτωπο της Ηπείρου. Ακόμη, υπήρξε, μαζί με άλλους ανθρώπους των γραμμάτων, ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στην οργάνωση «Εθνική Εταιρεία». Τα μέλη της «Εθνικής Εταιρείας», ανάμεσα στα οποία περίοπτη θέση κατείχε ένας συγγενής του βιογραφουμένου μας, ο Παύλος Μελάς, ανησυχούσαν για την κατάσταση, η οποία επικρατούσε στην Μακεδονία. Συγκεκριμένα, οι Βούλγαροι είχαν αρχίσει ένοπλη τρομοκρατία με ένοπλα σώματα, για να προετοιμάσουν πιθανή μελλοντική τους εισβολή. Τέλος, την ίδια ανησυχία εξέφραζαν και πολλοί από τους πολιτικούς και διανοουμένους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο βιογραφούμενός μας.[9] Εκτός από την ανησυχία του για την τύχη των αλύτρωτων περιοχών του βορρά, ο Βικέλας τάχθηκε, μέσω σειράς από άρθρα, υπέρ του αιτήματος των κατοίκων της Κρήτης για την ένωσή τους με το ελληνικό βασίλειο.

Μία ακόμη πτυχή της πατριωτικής του δράσης εντοπίζεται μέσω της αρθρογραφίας του στην εφημερίδα «Μαγχεστριανός φύλαξ». Τα αίτια της αρθρογραφίας του εντοπίζονται στο ότι, από το 1878, η Κύπρος εκχωρήθηκε από την Υψηλή Πύλη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Την περίοδο εκείνη, το νησί αποτελούσε σταθμό της βρετανικής οδού προς της Ινδίες, μέσω της Αιγύπτου[10]. Ο Βικέλας κατήγγειλε ότι οι Βρετανοί προβαίνουν σε αρπαγές επαρχιών από την Κύπρο. Οι καταγγελίες του Βικέλα επαναλήφθησαν και στους “Times”  του Λονδίνου.

Επιπρόσθετα, ο Βικέλας είχε, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αλληλογραφία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Διαβάζοντας την αλληλογραφία του, παρατηρούμε ότι πρωτοστατούσε σε εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα την έκδοση της Αγίας Γραφής σε χίλια αντίτυπα.

Τον Ιούλιο του 1908, το άστρο του Δημητρίου Βικέλα σβήνει στην Κηφισιά, στα βόρεια της Αθήνας. Ήταν 73 ετών. Ο Βικέλας άφησε πίσω του μία αξιοπρόσεκτη συλλογή έργων τέχνης και, μία πλούσια ιδιωτική βιβλιοθήκη. Η απήχηση του θανάτου του Βικέλα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, σε μία εφημερίδα της εποχής διαβάζουμε ότι «οφείλει τόσα πράγματα η νεωτέρα κοινωνική ζωή μας εις την ευγένειαν και τα φώτα του Βικέλα, ώστε δικαίως η απώλειά του θεωρείται εθνική».

Τέλος, η περιουσία του Βικέλα υπήρξε ο θεμέλιος λίθος για την δημιουργία της «Βικελαίας» Βιβλιοθήκης, η οποία βρίσκεται στο Ηράκλειο της Κρήτης[11]. Ακόμη, το αρχείο και η αλληλογραφία του βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, φυλασσόμενα σε 190 φακέλους.

Λουκής Λάρας / Δημητρίου Βικέλα, Εν Αθήναις: Εκδότης Γεώργιος Κασδόνης, 1892.
Λουκής Λάρας / Δημητρίου Βικέλα, Εν Αθήναις: Εκδότης Γεώργιος Κασδόνης, 1892.

Α2. Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων

Τον Ιούνιο του 1894, ο Δημήτριος Βικέλας, έλαβε μέρος στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο των Παρισίων, το οποίο διεξήχθη χάρη στην επιμονή του Γάλλου φιλέλληνα και παιδαγωγού, Pierre de Couberdin. Στο συνέδριο αυτό, ο Βικέλας συμμετείχε ως εκπρόσωπος της Ελλάδος και, εξελέγη πρόεδρος μίας επιτροπής, η οποία είναι γνωστή ως τις μέρες μας, με την ονομασία «Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή» (ΔΟΕ)[12]. Από την πλευρά του, ο de Couberdin ορίστηκε γενικός γραμματέας της ΔΟΕ.

Στις 23 Ιουνίου 1894, συμφωνήθηκε να αναβιώσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, επιλέγοντας την Ελλάδα, ως κοιτίδα και λίκνο του Ολυμπισμού. Στο ελληνικό έδαφος, ο de Couberdin, ευρισκόμενος υπό την προστασία του διαδόχου Κωνσταντίνου, εντόπισε ανθρώπους, οι οποίοι εργάστηκαν με πρωτοφανή ζήλο για την προετοιμασία του μεγάλου αυτού γεγονότος. Σύντομα, συγκροτήθηκε η Ελληνική Επιτροπή, με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο και, αντιπρόεδρο τον Ιωάννη Φωκιανό, ο οποίος αναδείχθηκε σε κορυφαίο παράγοντα του αθλητισμού στην Ελλάδα.

Οι αγώνες θα πραγματοποιούνταν από τις 6 ως τις 15 Απριλίου 1896. Όμως, την εποχή αυτή, τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια. Ο Βικέλας, τότε, απευθύνθηκε στους Έλληνες κεφαλαιοκράτες.  Στο κάλεσμά του, ανταποκρίθηκε ο Αβέρωφ, ο οποίος προσέφερε τα έξοδα για την αναστήλωση του Παναθηναϊκού σταδίου. Το στάδιο αυτό, γνωστό και ως «Καλλιμάρμαρο», κλήθηκε να αναβιώσει, σε διεθνή κλίμακα, το ιδεώδες της αδελφοσύνης. Βέβαια, η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, έχοντας πείρα από τοπικούς αγώνες, όπως για παράδειγμα τα «Ολύμπια» μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κατασκεύασε- μεταξύ άλλων- ποδηλατοδρόμιο στο Φάληρο και σκοπευτήριο στην Καλλιθέα. Εκτός από την κατασκευή σταδίων, διορίστηκαν «Ελλανοδίκες» ως κριτές ενώ, συγχρόνως, τυπώθηκαν πολύγλωσσα προγράμματα, προκηρύξεις και, εν τέλει, κυκλοφόρησε μία αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων[13].

Η τελετή έναρξης των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων έγινε  στις 5 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα, με μία λαμπρή τελετή. Ο Ολυμπιακός ύμνος, μελοποιημένος από τον Σπυρίδωνα Σαμάρα και γραμμένος από τον Κωστή Παλαμά, ακούστηκε για πρώτη φορά την ημέρα εκείνη[14].

Με προτροπή του Γάλλου Breal, δημιουργήθηκε το εντυπωσιακότερο αγώνισμα του κλασσικού αθλητισμού, ο μαραθώνιος δρόμος. Μάλιστα, ο Breal πρότεινε να δίνεται έπαθλο στο νικητή, μία πρόταση η οποία έγινε δεκτή. Η θέσπιση του μαραθωνίου έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιηθεί το θαύμα, το οποίο όλοι οι Έλληνες προσδοκούσαν. Το προσδοκώμενο θαύμα μετουσιώθηκε σε απτή πραγματικότητα, επειδή πρώτος μπήκε στο στάδιο ένας Έλληνας, φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Το όνομά του ήταν Σπύρος Λούης[15]. Ολοκληρώνοντας, στην εποχή μας, το όνομα του Λούη έχει καταστεί ως ταυτόσημη έννοια με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.

Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων μετά από μία μακραίωνη σιωπή, δεν υπήρξε το επιστέγασμα των προσπαθειών των Βικέλα και de Couberdin. Υπήρξε επίσης ένας σηματωρός για την πορεία του μικρού ελληνικού βασιλείου, το οποίο, από τα τέλη του 1893, βίωνε, λόγω της οικονομικής πολιτικής του Τρικούπη, μία οξεία οικονομική κρίση[16]. Τέλος, πολύτιμη υπήρξε και η συμβολή του Βικέλα στην διοργάνωση της Μεσοολυμπιάδας του 1906, στην Αθήνα[17].

Τον Ιούνιο του 1894, ο Δημήτριος Βικέλας, έλαβε μέρος στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο των Παρισίων, το οποίο διεξήχθη χάρη στην επιμονή του Γάλλου φιλέλληνα και παιδαγωγού, Pierre de Couberdin. Στο συνέδριο αυτό, ο Βικέλας συμμετείχε ως εκπρόσωπος της Ελλάδος και, εξελέγη πρόεδρος μίας επιτροπής, η οποία είναι γνωστή ως τις μέρες μας, με την ονομασία «Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή» (ΔΟΕ)
Τον Ιούνιο του 1894, ο Δημήτριος Βικέλας, έλαβε μέρος στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο των Παρισίων, το οποίο διεξήχθη χάρη στην επιμονή του Γάλλου φιλέλληνα και παιδαγωγού, Pierre de Couberdin. Στο συνέδριο αυτό, ο Βικέλας συμμετείχε ως εκπρόσωπος της Ελλάδος και, εξελέγη πρόεδρος μίας επιτροπής, η οποία είναι γνωστή ως τις μέρες μας, με την ονομασία «Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή» (ΔΟΕ)

Β. Ο «Λουκής Λάρας» του Βικέλα

Β1. Το ηθογραφικό διήγημα

Με την έλευση της δεκαετίας του 1880, ο νατουραλισμός αποτελεί την νέα πραγματικότητα στην Αθήνα. Ο δρόμος προς το διήγημα είναι ανοιχτός. Ο Νικόλαος Πολίτης είναι ο πρωτοπόρος για την στροφή, η οποία παρατηρείται στην λογοτεχνία. Πιο αναλυτικά, το 1883 προκηρύσσεται, χάρη σε ενέργειες του «πατέρα» της λαογραφίας, στο περιοδικό «Εστία» διαγωνισμός διηγήματος[18]. Στον διαγωνισμό αυτό, βραβεύθηκε το «χαριέστατον αγροτικόν ειδύλλιον» του Γ. Δροσίνη, υπό τον τίτλο «Χρυσούλα».

Το ηθογραφικό διήγημα ακολούθησε δύο θεμελιώδεις κατευθύνσεις. Η πρώτη υπήρξε η ειδυλλιακή ωραιοποίηση της καθημερινής ζωής. Η δεύτερη- και τελευταία- υπήρξε η απεικόνιση των σκληρών πλευρών της καθημερινής ζωής[19]. Στην διχοτόμηση αυτή περιλαμβάνονται ηθογραφικά στοιχεία, τα οποία έχουν αξιοποιήσει οι συγγραφείς. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται οι γενικευμένες συμπεριφορές, οι λαϊκές παραδόσεις και, τα έθιμα. Φυσικά, σε ορισμένες περιπτώσεις, ευδιάκριτες είναι οι επιρροές, τις οποίες δέχτηκαν από τον ρομαντισμό[20].

Πολλοί υπήρξαν οι εκπρόσωποι του ηθογραφικού διηγήματος και, όλοι έγραψαν για την ύπαιθρο. Επίσης, όλοι άντλησαν την θεματολογία τους από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Από αυτούς, οι Βιζυηνός, Καρκαβίτσας και Παπαδιαμάντης υπήρξαν οι τρεις κορυφαίοι εκπρόσωποι του ηθογραφικού διηγήματος. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία κάποιων ηθογραφικών διηγημάτων, τα οποία δεν φέρουν την υπογραφή κάποιου εκ των τριών προαναφερθέντων.

Οι δύο τελευταίοι, προικισμένοι με προσόντα, προβαίνουν σε μία υπέρβαση ως προς την απλοϊκή αναπόληση της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Η γλώσσα στα διηγήματά τους είναι μικτή. Σαφέστερα, στα αφηγηματικά μέρη, χρησιμοποιούν καθαρεύουσα. Στα τμήματα, όμως, στα οποία συνομιλούν τα πρόσωπα, η γλώσσα είναι δημοτική, εμποτισμένη με πολλούς ιδιωματισμούς[21].

Β3. Το έργο

 

       Η λογοτεχνική παραγωγή του Δημητρίου Βικέλα ξεκινά από την εφηβεία του, όταν εξέδιδε εφημερίδα μαζί με τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Σαφέστερα, στα απομνημονεύματά του γράφει: «Ήμουν κατά δύο έτη πρεσβύτερος του Ροΐδη, αλλ’ η διαφορά της ηλικίας δεν τον εμπόδιζε να ζηλεύει το τρόπαιόν μου, καθώς προ ετών μου ομολόγησε {…} Φύσει κριτικός και ρέπων στο να βρίσκει τα ψεκτά, μπορούσε εύκολα να εκτιμήσει το άτεχνον των στίχων μου και να παρηγορηθεί έτσι για την δήθεν υπεροχή μου…»

Συγχρόνως, έφηβος ήταν όταν μετέφρασε την «Εσθήρ» του Γάλλου δραματουργού Racine. Στο ελληνικό κοινό, ο Βικέλας συστήθηκε μέσα από ποιήματα, τα οποία είχε δημοσιεύσει σε νεαρή ηλικία. Ωστόσο, τα ποιήματά του, τα οποία δημοσιεύθηκαν στην «Πανδώρα», αλλά και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, δεν γνώρισαν ιδιαίτερη επιτυχία[22]. Επίσης, ο Βικέλας μετέφρασε παραμύθια του Andersen και έργα του Shakespeare. Οι μεταφράσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επιτυχημένες, αλλά μέσα από τις μεταφράσεις αυτές, το θεατρόφιλο αθηναϊκό κοινό γνώρισε τον κορυφαίο Βρετανό δραματουργό.

 

        Στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παλαιότερη λογοτεχνική παραγωγή και την ηθογραφία του 1880 βρίσκεται ο «Λουκής Λάρας», το αριστούργημα  του Δημητρίου Βικέλα. Το υπό εξέταση μυθιστόρημα χρονολογείται το 1879. Ο Βικέλας, όντας μεγαλύτερος στην ηλικία από τους προαναφερθέντες εκπροσώπους της ηθογραφίας, αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα στο παλαιό και το καινούργιο.  Στην εποχή μας, ένα απόσπασμα του μυθιστορήματος αυτού εντοπίζεται στο σχολικό εγχειρίδιο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για την Β΄ Λυκείου.

Ο «Λουκής Λάρας» είναι ένα πρόσωπο φανταστικό, το οποίο, ωστόσο, έχει ως πηγή του ένα πρόσωπο υπαρκτό[23]. Ακόμη, γίνεται σαφές ότι, στο πρόσωπο αυτό, ο Βικέλας είχε πλήρη εμπιστοσύνη.  Ο πρωταγωνιστής του ομώνυμου μυθιστορήματος, Λουκής Λάρας, είναι ένας έμπορος, ο οποίος βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία. Απολαμβάνει τους καρπούς της εργασίας του και, πιστεύει πολύ στην Θεία Πρόνοια. Η διήγηση αρχίζει στην Σμύρνη το 1821 και, επόμενος σταθμός του ήρωα είναι η Χίος, όπου τον βρίσκει η σφαγή του 1822[24]. Εν συνεχεία, καταφεύγει στην Τήνο, όπου ασκεί με ιδιαίτερη επιτυχία το εμπόριο. Η απήχηση από τα γεγονότα του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα είναι μακρινή.

Στο υπό εξέταση έργο, ο Βικέλας εκμεταλλεύθηκε με τον καλύτερο τρόπο τις ευκαιρίες, οι οποίες προσφέρθηκαν. Αρχικά, προσάρμοσε τα περιστατικά στην φανταστική προσωπικότητα του Λουκή Λάρα και, προσέδωσε σε αυτήν και την νοημοσύνη της την σημασία, την οποία έχουν τα πράγματα. Ο ίδιος ο ήρωας εμφορείται από την σοφία του κοινού νου και, γενικότερα, είναι γεμάτος αγαθότητα και καλοσύνη. Για τον κεντρικό χαρακτήρα του διηγήματος, ο ηρωϊσμός συναπαρτίζεται από την σύνεση, την προνοητικότητα και την υπομονή.

Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και όχι σε τρίτο. Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν ομοδιηγητικό αφηγητή, ο οποίος είναι και ο πρωταγωνιστής. Συνεπώς, η αφήγηση γίνεται με εσωτερική εστίαση[25]. Άρα, ως θεατές, γνωρίζουμε όσα και το πρόσωπο, που αφηγείται.

Το έργο «Λουκής Λάρας» χαρακτηρίστηκε ως «το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα» και, κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Εστία» και, σε συνέχειες. Στην ολοκληρωμένη έκδοση του 1879, την εικονογράφηση έκανε ο Θεόδωρος Ράλλης και, η τιμή του ήταν 10 δραχμές. Συνεπώς, επρόκειτο για ένα ευπώλητο έργο. Επίσης, ως το 1908, το έργο γνώρισε πέντε νέες εκδόσεις. Ωστόσο, η κριτική των αρχών του 20ού αιώνα ήταν αρνητική ως προς τα πρωτεία, τα οποία πρόβαλε ο Βικέλας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η κριτική του Γιάννη Καμπύση, το 1906. Ο Καμπύσης αναφέρει ότι ο «Λουκής Λάρας» δεν μπορεί να αποτελεί το πρώτο- χρονολογικά- μυθιστόρημα, επειδή υπάρχει και ο «Θάνος Βλέκας» του Παύλου Καλλιγά[26]. Βέβαια, και η γενικότερη κριτική του έργου υπήρξε αρνητική, διότι, αναφερόταν ότι το έργο ακολουθούσε αγγλικά υποδείγματα[27].   Παρά την αρνητική κριτική από τους συγχρόνους του Βικέλα, η επιτυχία του «Λουκή Λάρα» ήταν μεγάλη, με αποτέλεσμα να μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.

Γ. Αποτίμηση

Αρχικά, παρατηρούμε ότι, στον «Λουκή Λάρα», ο Βικέλας γράφει σε καθαρεύουσα. Ενδεικτικά, διαβάζουμε ότι ακόμη και ένας Τούρκος στρατιώτης μιλά σε ελληνική καθαρεύουσα. Αν και ο Βικέλας ανήκει στους πεζογράφους, οι οποίοι έμειναν πιστοί στην καθαρεύουσα, αποφεύγει τους έντονους αρχαϊσμούς, οι οποίοι εντοπίζονται στους Αλέξανδρο Ρίζο- Ραγκαβή και Παύλο Καλλιγά[28]. Για την ακρίβεια, ο Βικέλας ξεκινά από την τυπική καθαρεύουσα και, βαθμιαία, προσεγγίζει την καθομιλουμένη της εποχής.

 

     Με τον «Λουκή Λάρα» βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο. Το στάδιο αυτό ξεκινά με τα μυθιστορήματα «Πάπισσα Ιωάννα», του Εμμανουήλ Ροΐδη. Στο στάδιο αυτό, παρατηρούμε μία εξέλιξη της πεζογραφίας, η οποία σηματοδοτείται με την παρουσία του απομνημονεύματος και του ρεαλιστικού στοιχείου. Επιπλέον, η εμπειρία παίρνει το προβάδισμα ενώ, παράλληλα, η φαντασία παραχωρεί την θέση της στην παρατήρηση. Τέλος, η μετακίνηση του ρομαντικού σκηνικού επιβραδύνεται και, φτάνει ως την ακινησία, την οποία απαιτεί ο νατουραλισμός. Όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η καταγραφή της υπαίθρου αντικαθιστά την ιστοριογραφία. Συνολικά, η γενική αυτή αντιρομαντική διάθεση καθιστά το βιβλίο ένα ξεχωριστό έργο.

Το έργο αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως λογοτεχνία, αλλά και ως ιστορική αφήγηση. Το έργο θίγει σημαντικές πτυχές του ελληνισμού από την Μικρά Ασία ως τις εσχατιές του ηπειρωτικού κορμού και, ιδιαίτερα, την νησιωτική χώρα. Επίσης, παρουσιάζει ποικίλες πραγματικότητες και, θέτει επί τάπητος τα ζητήματα της Διασποράς. Εν τέλει, ο Βικέλας μας παραδίδει μία ανθρωπογεωγραφία των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και των Κυκλάδων[29]. Σε γενικές γραμμές, ο επιδιωκόμενος στόχος του Βικέλα, ο οποίος ήταν να δοθεί στον ελληνικό λαό ένα διττό έργο, λόγω του ότι επρόκειτο αφενός για λογοτεχνικό ανάγνωσμα και, αφετέρου, για ιστορική αφήγηση, επετεύχθη πλήρως.

Επιπρόσθετα, επηρέασε αποφασιστικά πολλούς μεταγενέστερους πεζογράφους. Ιδιαίτερα, επηρεάστηκε ο Βιζυηνός, ο οποίος, αμέσως μετά τον Βικέλα, θα εισάγει στην πεζογραφία μας το ηθογραφικό και ψυχογραφικό διήγημα[30]. Αλλά και ο ίδιος ο Βικέλας επηρεάστηκε από τον «Λουκή Λάρα», γράφοντας ηθογραφικά διηγήματα, στα οποία, οι κεντρικοί χαρακτήρες παρουσιάζουν, στα βασικά τους χαρακτηριστικά, ομοιότητες με του ηλικιωμένου εμπόρου. Ανάμεσα στα διηγήματα αυτά, περίοπτη θέση κατέχει ο «Παπα- Νάρκισσος», το οποίο ανθολογείται στο σχολικό εγχειρίδιο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου. Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού ιερέα, ο οποίος καλείται να υπερνικήσει το φόβο του, τον οποίο προκαλούσε η θέα ενός ανθρώπου, ο οποίος ήταν ετοιμοθάνατος. Ο ιερέας νίκησε τον φόβο αυτό και, εξήλθε άλλος άνθρωπος από την δοκιμασία.

Συν τοις άλλοις, η επιρροή του Βικέλα ασκήθηκε και στον Εμμανουήλ Ροΐδη. Ο τελευταίος, αν και αρχικά υπήρξε εχθρός της ηθογραφίας, μας παρέδωσε, λίγο πριν το 1900, ορισμένες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας από την Σύρο. Τέλος, ο Βικέλας και ο Βιζυηνός επηρέασαν και πεζογράφους, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την απεικόνιση της ελληνικής υπαίθρου μέσω μεγαλύτερων συνθέσεων, των μυθιστορημάτων. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.

 

Πηγές και Βιβλιογραφία

Α. Πηγές 

  1. Αυτοτελή έργα 

Ανυπόγραφο άρθρο (2021) «Δημήτριος Βικέλας» στην Εφημερίδα Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας, διαθέσιμο στο https://www.dsb.gr

Βικέλα, Δ. Η ζωή μου, Αθήνα χ.χ. 

Μουλλά, Π. (1978a) «Η λογοτεχνία 1830-1880» στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 395-402 

Πολίτη, Λ. (1983) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Σκιαδά, Ε.Γ. (2012) «Ο κοσμοπολίτης Δημήτριος Βικέλας, που συνέβαλε στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων» στην εφημερίδα Μικρός Ρωμηός, αρ.φ. 67, σελ. 13-14.

Χιονίδη, Γ. (2005) «Η αρχοντική οικογένεια της Βέροιας των Βικέλα- Μπικέλλα» στο περιοδικό Μακεδονικά, τ. 34, σελ. 70-89

 

  1. Εγκυκλοπαίδειες 

Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας 

Νέα Δομή 

Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 

Πάπυρος- Λαρούς Britannica 

  • Εφημερίδες και περιοδικά 

Έθνος της Κυριακής 

Εφημερίδα Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας 

Μακεδονικά 

Μικρός Ρωμηός 

Νουμάς (περιοδικό) 

Φιλολογική (περιοδικό) 

  1. Ιστοσελίδες

https://www.dsb.gr/

https://syrosstories.wixsite.com/

Β. Βιβλιογραφία

Αρώνη- Τσίχλη, Κ. (2005) Αγροτικό ζήτημα και αγροτικό κίνημα. Θεσσαλία 1881-1923, Αθήνα: Παπαζήσης.

Βακαλόπουλου, Α. (1988) Νέα ελληνική ιστορία 1204-1985, Θεσσαλονίκη: Βάνιας

Βακαλόπουλου, Κ. (2004) Ιστορία της Ελλάδος. Επίτομη- Συνθετική, Θεσσαλονίκη: Σταμούλης

Δήτσα, Μ. (1996) «Δημήτριος Βικέλας» στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας 1830-1880, τ. Ε΄, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 400

Καμπύση, Ι. (1906) «Κριτική περί του Λουκή Λάρα» στο περιοδικό Νουμάς, τ. 187, Φεβρουάριος 1906, σελ. 9-10.

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου, Αθήνα: ΟΕΔΒ

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου, Αθήνα: ΟΕΔΒ

Κιτρομηλίδη, Π. (1978) «Κύπρος» στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 388- 394

Κόκκορη, Δ. (2009) Τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως φιλολογικό- διδακτικό υλικό, Θεσσαλονίκη: Ζυγός

Λινάρδου, Π. (2003) Δημήτριος Βικέλας: Από το όραμα στην πράξη, Αθήνα: Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή

Μακρυδημήτρη, Α. (2000) Οι υπουργοί εξωτερικών της Ελλάδος 1829-2000, Αθήνα: Καστανιώτης.

Μουλλά, Π. (1978b) «Η λογοτεχνία από το 1880 ως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 412-425.

Μυλωνάκου- Σαϊτάκη, Γ. (2001) Προσεγγίσεις στη θεωρία της λογοτεχνίας, Αθήνα: Φυτράκης

Παπακώστα, Ι. (1982) Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Αθήνα: Εκπαιδευτήρια Κωστέα- Γείτονα

Πικρού, Ι. (1978) «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896» στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 93

Πολίτου- Μαρμαρινού, Ε. (1999) «Ηθογραφία» στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς Britannica, τ. 11, Αθήνα: Πάπυρος, σελ. 61

Σαχίνη, Α. (1973) Παλαιότεροι πεζογράφοι, Αθήνα: Γαλαξίας

Συντακτική ομάδα (1996) «Βικέλας, Δημήτριος» στην εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, τ. 7, Αθήνα: Τεγόπουλος- Μανιατέας, σελ. 114

 

Συντακτική ομάδα (1996) «Ψυχάρης, Γιάννης» στην εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, τ. 35, Αθήνα: Τεγόπουλος- Μανιατέας, σελ. 285

Συντακτική ομάδα (2000) «Προσεγγίζοντας διδακτικά την ηθογραφική πεζογραφία» στο περιοδικό Φιλολογική, τ. 71, Νοέμβριος 2000, Αθήνα: Φ.Σ. Παρνασσός, σελ. 64- 66

Τσατσάνη, Γ. (2018) «Η καταστροφή της Χίου από τον Βικέλα στο Λουκή Λάρα» στο Έθνος της Κυριακής, αρ.φ. 1977, 18-3-2018, σελ. 22-23.

Φλεριανού, Α. (1998) Χαρίλαος Τρικούπης. Η ζωή και το έργο του, τ. Β΄, Αθήνα: Βιβλιοθήκη της Βουλής

Φουριώτη, Α. (1979) «Βικέλας, Δημήτριος» στην Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τ. Γ΄, Αθήνα: Χάρη Πάτση, σελ. 82-83

Χατζηγεωργίου- Χασιώτη, Β. (1987) «Δημήτριος Βικέλας» στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 2, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 112

Χιονίδη, Γ. (2005) «Η αρχοντική οικογένεια της Βέροιας των Βικέλα- Μπικέλλα» στο περιοδικό Μακεδονικά, τ. 34, σελ. 70-89

Χρήστου, Θ. (2006) «1881-1910: Αιτήματα, μεταρρυθμίσεις και ελλείμματα» στην Ιστορία των Ελλήνων, τ. 11, σελ. 494-520.

Beaton, R. (1993) “Realism and folklore in Nineteenth Century Greek Fiction” in Byzantine and Modern Greek Studies, τ. 8, σελ. 104-114.

Vitti, M. (1980) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας

[1]) Βλ και Βικέλα, Δ. Η ζωή μου, Αθήνα, σελ. 18

[2]) Βλ και Κουτρουμπή, Κ. (2018) «Δημήτριος Βικέλας: Ο Συριανός οραματιστής και λόγιος, που αναβίωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες» διαθέσιμο στο https://syrosstories.wixsite.com/

[3]) Βλ και Μουλλά, Π. (1978a) «Η λογοτεχνία 1830-1880» στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 396

[4]) Βλ και Μακρυδημήτρη, Α. (2000) Οι υπουργοί εξωτερικών της Ελλάδος 1829-2000, Αθήνα: Καστανιώτης.

[5]) Βλ και Χιονίδη, Γ. (2005) «Η αρχοντική οικογένεια της Βέροιας των Βικέλα- Μπικέλλα» στο περιοδικό Μακεδονικά, τ. 34, σελ. 78.

[6]) Βλ και Βικέλα, Δ. Η ζωή μου, Αθήνα, σελ. 33

[7]) Βλ και Σκιαδά, Ε.Γ. (2012) «Ο κοσμοπολίτης Δημήτριος Βικέλας, που συνέβαλε στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων» στην εφημερίδα Μικρός Ρωμηός, αρ.φ. 67, σελ. 13

[8]) Βλ και ανυπόγραφο άρθρο (2021) «Δημήτριος Βικέλας» στην Εφημερίδα Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας, διαθέσιμο στο https://www.dsb.gr

[9]) Βλ και Βακαλόπουλου, Α. (1988) Νέα ελληνική ιστορία 1204-1985, Θεσσαλονίκη: Βάνιας

[10]) Βλ και Κιτρομηλίδη, Π. (1978) «Κύπρος» στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 388-389

[11]) Βλ και Σκιαδά, Ε.Γ. (2012) «Ο κοσμοπολίτης Δημήτριος Βικέλας, που συνέβαλε στην αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων» στην εφημερίδα Μικρός Ρωμηός, αρ.φ. 67, σελ. 13-14.

[12]) Βλ και Χατζηγεωργίου- Χασιώτη, Β. (1987) «Δημήτριος Βικέλας» στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 2, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 112.

[13]) Βλ και  Λινάρδου, Π. (2003) Δημήτριος Βικέλας: Από το όραμα στην πράξη, Αθήνα: Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή

[14]) Βλ και Πικρού, Ι. (1978) «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896» στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 93.

[15]) Βλ και Αρώνη- Τσίχλη, Κ. (2005) Αγροτικό ζήτημα και αγροτικό κίνημα. Θεσσαλία 1881-1923, Αθήνα: Παπαζήσης

[16]) Βλ και Φλεριανού, Α. (1998) Χαρίλαος Τρικούπης. Η ζωή και το έργο του, τ. Β΄, Αθήνα: Βιβλιοθήκη της Βουλής, σελ. 170 και Χρήστου, Θ. (2006) «1881-1910: Αιτήματα, μεταρρυθμίσεις και ελλείμματα» στην Ιστορία των Ελλήνων, τ. 11, σελ. 511.

[17]) Βλ και ανυπόγραφο άρθρο (2021) «Δημήτριος Βικέλας» στην Εφημερίδα Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας, διαθέσιμο στο https://www.dsb.gr/

[18]) Βλ και Παπακώστα, Ι. (1982) Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Αθήνα: Εκπαιδευτήρια Κωστέα- Γείτονα και Κόκκορη, Δ. (2009) Τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως φιλολογικό- διδακτικό υλικό, Θεσσαλονίκη: Ζυγός

[19]) Βλ και Beaton, R. (1993) “Realism and folklore in Nineteenth Century Greek Fiction” in Byzantine and Modern Greek Studies, τ. 8, σελ. 108.

[20]) Βλ και  Συντακτική ομάδα (2000) «Προσεγγίζοντας διδακτικά την ηθογραφική πεζογραφία» στο περιοδικό Φιλολογική, τ. 71, Νοέμβριος 2000, Αθήνα: Φ.Σ. Παρνασσός, σελ. 65

[21]) Βλ και Πολίτου- Μαρμαρινού, Ε. (1999) «Ηθογραφία» στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς Britannica, τ. 11, Αθήνα: Πάπυρος, σελ. 61.

[22]) Βλ και Φουριώτη, Α. (1979) «Βικέλας, Δημήτριος» στην Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τ. Γ΄, Αθήνα: Χάρη Πάτση, σελ. 82-83.

[23]) Σημ: Ίσως πρόκειται για τον Λουκά Ζίφο, έμπορο από την Χίο και προσωπικό φίλο του Δημητρίου Βικέλα. Βλ και Τσατσάνη, Γ. (2018) «Η καταστροφή της Χίου από τον Βικέλα στο Λουκή Λάρα» στο Έθνος της Κυριακής, αρ.φ. 1977, 18-3-2018, σελ. 22-23.

[24]) Βλ και  Δήτσα, Μ. (1996) «Δημήτριος Βικέλας» στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας 1830-1880, τ. Ε΄, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 400

[25]) Για τα χαρακτηριστικά της αφήγησης, βλ και Μυλωνάκου- Σαϊτάκη, Γ. (2001) Προσεγγίσεις στη θεωρία της λογοτεχνίας, Αθήνα: Φυτράκης

[26]) Ακόμη, ο Καμπύσης κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «…ο Βικέλας παρέμενε πάντα ο ντιλετάντες των γραμμάτων{…} δεν επόνεσε ποτές για την τέχνη κ’ έτσι παραμένει όξω από την εξαγίασή της» (περιοδικό Νουμάς, τ. 187, σελ. 9-10)

[27]) Βλ και Σαχίνη, Α. (1973) Παλαιότεροι πεζογράφοι, Αθήνα: Γαλαξίας

[28]) Βλ και συντακτική ομάδα (1996) «Βικέλας, Δημήτριος» στην εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, τ. 7, Αθήνα: Τεγόπουλος- Μανιατέας, σελ. 114.

[29]) Βλ και Τσατσάνη, Γ. (2018) «Η καταστροφή της Χίου από τον Βικέλα στο Λουκή Λάρα» στο Έθνος της Κυριακής, αρ.φ. 1977, 18-3-2018, σελ. 23

[30]) Βλ και Βακαλόπουλου, Κ. (2004) Ιστορία της Ελλάδος. Επίτομη- Συνθετική, Θεσσαλονίκη: Σταμούλης

(Εμφανιστηκε 153 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Τα σχίλα είναι κλειστά.