Τὸ Θεοπόντι (1925)
Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Τρία ἡμερόνυχτα σχεδὸν ἔβρεχεν. Εἶχε βρέξει ὅλον τὸν Ὀκτώβριον καὶ τὸν Νοέμβριον, καὶ μέρος τοῦ Δεκεμβρίου. Τὸν Ἰανουάριον εἶχον ἁγιασθῆ τὰ νερά, κ᾿ εἶχον «φωτισθῆ νοτιές», ἐξηκολούθησεν ὅμως αὐτὸς ὁ καιρός, ὑγρὸς καὶ ἄστατος ἐπὶ μῆνας. Μόλις εἶχε πνεύσει 〈βορρᾶς, δύο ἡμέρας, κ᾿ εἶχε πέσει ὀλίγον χιόνι στὰ βουνά. Τέλος τὸν Ἀπρίλιον ἀκόμη ἔβρεχεν, ἔβρεχε. Τὸ… ποὺ εἶναι στὴν ἀθλίαν γειτονιάν μας, ὁ ρυπαρὸς χείμαρρος, ἡ στενὴ καταβόθρα τοῦ χωριοῦ, ὅπου κατασταλάζουν ὅλες οἱ μοῦργες τῶν ἐλαιοτριβείων, κι ὅλα τὰ νερὰ τῶν οἰκιῶν, κι ὅλα τὰ καθάρματα τῶν 〈ποτοκίων〉*, εἶχε πλημμυρήσει δέκα φορὲς ἤδη. Τὰ νερὰ εἶχον ἐκχειλίσει, κ᾿ εἶχον γίνει λίμνη γύρω μας, καὶ ἠπείλουν τὰ θεμέλιά μας. Τὸ κατώγι μας, ὅπως ὅλα τὰ κατώγεια, εἶχε πλημμυρήσει νερόν, κ᾿ εἴχομεν πληρώσει τρεῖς δραχμὰς εἰς τὸν Πακέτον, τὸν βαστάζον τῆς ἀγορᾶς, ὡς προσκολλημένον διαρκῶς εἰς τοῦ Ζιμπλοῦ τὸ μαγαζί, τὸ ἀντικρινό μας, διὰ νὰ τὸ ἀδειάσῃ. Μάταιος κόπος καὶ δαπάνη. Ἀποβραδὺς τὸ ἄδειαζεν ὡς ἔγγιστα, ἕως τὸ πρωὶ ἐγέμιζε πάλιν τρεῖς πιθαμὲς νερόν. Τὰ καυσόξυλα ἔπλεον, δύο εὔκαιρα βαρέλια ἐκολυμβοῦσαν, τὸ πιθάρι τοῦ λαδιοῦ, ἂν καὶ δεμένον καλὰ στὸν τοῖχον καὶ σφραγισμένον καλῶς μὲ τὸ καλυμμά του, εἶχεν ἀρχίσει νὰ κλονίζεται. Θεέ μου, ἦτον φόβος καὶ τρόμος.
Ὅλην τὴν νύκτα δὲν ἠμποροῦσα νὰ κοιμηθῶ. Ἂν ἔκλεια πρὸς στιγμὴν τὰ ὄμματα, ἐξυπνοῦσα ἔμφοβος ἀπὸ ἀστραπὴν ἢ βροντήν, ἢ ἀπὸ σφοδρὰν ἐπίτασιν βροχῆς κι ἀνέμου. Ἀκόμη καὶ σεισμοὺς εἶχε κάμει. Ὡς φοβερὰ ἡ ὀργή σου, Κύριε! Φαντασθῆτε, ἂν ἐτρόμαζον κ᾿ ἐδειλιοῦσαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς σεισμούς, εἰς ποῖον ὕπαιθρον θαλάσσης καὶ ἀβύσσου θὰ κατέφευγον ἀπὸ τὸν φόβον μὴ καταρρεύσουν τὰ σπίτια καὶ τοὺς πλακώσουν. Ὤ, ἁμαρτωλοί, ποῦ φύγωμεν;
Ἔλεγα μέσα μου τὰς δύο Παρακλήσεις, τὴν μεγάλην καὶ τὴν μικράν. Συνήθως ἅμα ἔφθανα εἰς τὸ «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν» παρετήρησα ὅτι ἐκόπαζε πρὸς καιρὸν ἡ βροχή, καὶ τότε ἦτο μία ἄνεσις, ἂν καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐξανάρχιζε πάλιν ραγδαία.
*
* *
Εἰς ἓν τοιοῦτον διάλειμμα μεταξὺ τῆς Παρακλήσεως τῆς ἀυπνίας, κ᾿ ἐπάνω στὸ λαγοκοίμημα, ἐκεῖ ὁποὺ ἤρχετο τὸ πλάνον ὄνειρον νὰ μὲ θέλξῃ, διὰ νὰ μὲ παραδώσῃ εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ ὕπνου, ἀκούω, μεταξὺ τῆς βροχῆς καὶ τοῦ ἀνέμου, φωνὴν τραγουδιστοῦ εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ὤ, χαρὰ στὴν γενναιότητα τοῦ ἀνθρώπου! Μέσα εἰς τοιοῦτον κατακλυσμόν, νὰ ἔχῃ τὸ θάρρος νὰ ἐξέρχεται εἰς τὸν δρόμον νὰ κωμάζῃ! Αὐτὸ ἦτον ἓν εἶδος ἡρωισμοῦ. Ἀκουσίως ἐγέλασα, ἔλαβα θάρρος καὶ εἶπα:
― Δὲν θὰ μᾶς χαλάσ᾿ ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ Καλούμπας ἔχει κουράγιο, μὲ τέτοιον καιρόν, νὰ βγαίνῃ πατινάδα στὸν δρόμον.
*
* *
Ὁ ἄνθρωπος ἦτον ναυπηγὸς τὸ ἐπάγγελμα, καὶ κατήγετο ἀπὸ τριῶν γενεῶν ἐξ οἰκογενείας συνισταμένης ἀπὸ ναυπηγοὺς καὶ καλαφάτας. Εἶχε χάσει τὸ μισὸ κεφάλι του, εἰς ἓν βορεινὸν χωρίον τῆς Εὐβοίας, ὅπου ἐδούλευε πρὸ χρόνων εἰς τὸν ταρσανάν, κάτω στὸν αἰγιαλόν. Ἐκεῖ μίαν Κυριακὴν εἶχε πιεῖ παραπολύ, καὶ καθὼς ἐμαζώχθη τὰ μεσάνυχτα στὸν μικρὸν σοφὰν* τοῦ ταρσανᾶ, ὅπου εἷς σύντροφός του ὀλιγώτερον μεθυσμένος εἶχε κατορθώσει νὰ τὸν μαζώξῃ, εἶχεν ἀνάψει φωτιὰν εἰς τὴν ἑστίαν, ἦτο δὲ χειμών. Ὁ Καλούμπας, μὴ δυνάμενος νὰ ἐκδυθῇ, ἢ νὰ στρώσῃ, καὶ νὰ πλαγιάσῃ, ἀπεκοιμήθη ὅπου εὑρέθη, καθιστὸς, δίπλα στὸ φουγοπόδαρον*, καὶ ἀκουμβῶν ἐπὶ τοῦ τοίχου. Τίς οἶδε μετὰ πόσην ὥραν, ἀφοῦ ὁ σύνοικός του εἶχεν ἀποκοιμηθῆ βαθιὰ στὸν πρῶτον ὕπνον, ἐκυλίσθη ἀριστερὰ πρὸς τὸ μέρος τῆς φωτιᾶς, ἔπεσε μέσα στὴν ἑστίαν, καὶ ἀφῆκε κραυγὴν ληρώδους φρίκης. Πλὴν φαίνεται ὅτι δὲν ἴσχυε διὰ νὰ κάμῃ κίνημα ν᾿ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸ πῦρ. Εὐτυχῶς ὁ σύντροφός του, ἢ ἀπὸ τὴν κραυγήν, ἢ ἀπὸ τὸ περίφλεγμα καὶ τὴν κνῖσαν τῶν σαρκῶν καὶ τριχῶν, ἢ πιθανώτερον ἀπὸ θείαν νεῦσιν, ἐξύπνησεν ἐγκαίρως ἀρκετά, ὥστε νὰ προφθάσῃ νὰ τὸν ἀποσύρῃ μὲ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ὁπωσοῦν ἄκαον ἀκόμη ἀπὸ τὸ πῦρ. Τοῦ ἐκένωσε κατὰ κεφαλῆς τὸ κανάτι τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον ἦτο ἐκεῖ διὰ νὰ πίνουν τὴν νύκτα, καὶ σβήνουν τὸ ρευστὸν πῦρ, ὁποὺ εἶχον βάλει μέσα των οἱ δύο ἑορτάσαντες τὴν Κυριακὴν συντεχνῖται, καὶ τοῦ ἔσβησε τὰς τρίχας καὶ τὸ ποκάμισον. Ὁ Καλούμπας εἶχε νοσηλευθῆ ἐπὶ καιρόν, τίς οἶδε ποῦ. Ἄλλοι εἶπον ὅτι εἶχεν ἀποθάνει. Τέλος, μετ᾿ ὀλίγους μῆνας, ὅλοι τὸν εἶδον ἔκπληκτοι, μὲ τὸ κεφάλι δεμένον, μὲ ἓν ὄμμα καὶ μὲ τὸ ἥμισυ τοῦ λαιμοῦ ὅλον ἀποτελοῦν ἓν αὐλάκι καὶ μίαν οὐλήν, νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν νῆσον. Καὶ οἱ βλέποντες ἀκόμη δὲν ἐπίστευον τὰ μάτια των. Ἦτο πολὺ γνωστός, ὡς καταγόμενος ἀπὸ τὸν τόπον καὶ ἔχων πολλοὺς συγγενεῖς, καὶ τοιοῦτοι διάλογοι συνήπτοντο εἰς τὸν δρόμον κ᾿ εἰς τὰ κέντρα τῶν συναντήσεων:
― Εἶδες τὸν Καλούμπα;
―Ὄχι.
― Σήμερα τὸν εἶδα.
― Μὰ πῶς, δὲν ἀπέθανε;
― Σὲ χαιρετάει.
― Μὴ βρυκολάκιασε;
―Ὄχι· ἦλθε μὲ μισὸ κεφάλι.
― Πῶς γίνεται;
― Θὰ τὸν ἰδῇς.
― Νὰ ἰδῶ, καὶ νὰ μὴν πιστεύσω.
*
* *
Ἦτο σχεδὸν ἔρημος στὸν κόσμον, πεντηκοντούτης. Αἱ τρεῖς ἀδελφαί του ἦσαν ὕπανδροι, καὶ ὁ μόνος ἀδελφός, νεώτερός του, εἶχεν ἀποθάνει, ἀφήσας δύο ὀρφανά. Ὁ Καλούμπας δὲν ἐπῆγεν οὔτε νὰ δώσῃ βάρος στοὺς γαμβρούς του, οὔτε τὸν ἤθελον, ἦσαν τέρατα, κατὰ τὴν ἔκφρασίν του, οὔτε στῆς νύμφης του ἐπῆγε, διότι καὶ αὐτὴ ἦτο «τέρατο». Ἐνοικίασε μίαν τρώγλην δωματίου εἰς τὸ παραθαλάσσιον, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Ἀσημίνας τοῦ Πολίτη, κ᾿ ἐκεῖ συνήθως ὅλην τὴν νύκτα ἐτραγουδοῦσε, χωρὶς νὰ τὸν μέλῃ, ἂν ἐνοχλοῦνται ἢ ὄχι οἱ γείτονες. Ἄλλοτε ἐξήρχετο εἰς πατινάδαν ἀνὰ τὴν πόλιν. Ἀνέβαινε στὸν Ἀπάνω Μαχαλάν, ὅπου ἔπνεεν αἰσθηματικὸς ἀὴρ κάπως, ἐσταμάτα εἰς πᾶσαν γωνίαν, κ᾿ ἔλεγε μερακλίδικα τραγούδια. Ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ παράθυρα καὶ τὸν ἔβριζαν.
―Ὣς πότε θὰ γκαρίζῃς ὅλη νύχτα; Δὲν μᾶς ἄφησες νὰ κλείσουμε μάτι.
―Ἐγὼ δὲν ἐννοῶ νὰ σᾶς χαλάσω τὴν ἡσυχία, ἀπήντα εὐγενῶς ὁ Καλούμπας.
― Τράβα τώρα. Κι ἂν τρομοκοτήσῃς* νὰ ξαναρθῇς, νὰ τὸ ξέρῃς, θὰ σὲ λούσω.
― Τί περιμένει κανεὶς ἀπὸ τέτοια τέρατα! ἔφευγε ρίπτων τὸ Πάρθιον βέλος του ὁ νυκτόβιος τραγουδιστής.
Ἄλλοτε ἔκαμνε συντροφιὰν μὲ τὸν Νικολὸν τὸν Ἁγιώτην, κ᾿ ἐνίοτε μὲ τὸν Τσούλην Πατσούλην. Εἰς τὸ τέλος τῆς συναναστροφῆς ἐγίνοντο ἀπὸ δυὸ χωριὰ μὲ τὸν Νικόλαν, καὶ ὡς τελευταῖον ἀποχαιρετισμὸν τοῦ ἔκραζε:
― Σώπα, βρὲ τέρατο.
Μὲ τὸν Τσούλην Πατσούλην εἶχον βγάλει μαχαίρια μίαν φοράν. Ἐκεῖνος τοῦ εἶχε δώσει δύο γρόνθους, κι ὁ Καλούμπας τὸν ἐτραυμάτισεν ἐλαφρῶς εἰς τὸ πλευρὸν μ᾿ ἓν μαχαιρίδιον.
Ἄλλοτε, ὅταν ἐτύγχανε νὰ συναντηθῇ μὲ δύο ἢ τρεῖς εἰς τὸ ἴδιον τραπεζάκι τοῦ καπηλείου, ἐσηκώνετο ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πότου, ἐπλησίαζε πρὸς τὸ ἀντικρινὸν τραπέζι, ἔκυπτεν εἰς τὸ οὖς τοῦ ἑνὸς ἐκ τῆς συντροφιᾶς, καὶ τοῦ ἔλεγε:
― Κοίταξε μὲ τί τέρατα ἔμπλεξα ἀπόψε!
Καὶ πάλιν ἐπανήρχετο εἰς τὴν παρέαν του.
*
* *
Εἶχε συχνὰ ἐργασίαν εἰς τὸν μικρὸν ταρσανάν. Τὴν Κυριακὴν ἔπινε δι᾿ ὅλης τῆς ἡμέρας, κ᾿ ἐν τῷ μεταξὺ ἐκάπνιζε ναργιλὲ εἰς τὸ καφενεῖον. Τὴν Δευτέραν ἦτο «ἀποκαὴς»* καὶ δὲν ἐπάτει εἰς τὸ καπηλεῖον. Τὴν Τρίτην μόλις ἤρχιζε νὰ ξεζαλίζεται· τέλος, τὴν Τετάρτην ἐπέστρεφεν εἰς τὸ ναυπηγεῖον.
Ἐκείνην τὴν νύκτα τῆς κατακλυσμώδους βροχῆς, ὁ Καλούμπας δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ ἐξέλθῃ τις εἰς τὸ παράθυρον, νὰ τὸν ἀπειλήσῃ ὅτι θὰ τὸν λούσῃ. Τὸν ἔλουε πλουσίως ὁ Θεός. Φαίνεται ὅτι εἶχε βαρεθῆ τὴν μονοτονίαν τοῦ ἐρημικοῦ δωματίου, κ᾿ ἐξῆλθε διὰ νὰ κωμάσῃ πρὸς τὴν βροχήν. Ἤκουσα καλὰ τὰς λέξεις τοῦ ᾄσματός του. Ἔλεγε γνωστὸν παλαιὸν ἦχον:
Ἂς πᾶν νὰ ἰδοῦν τὰ μάτια μου
Πῶς τὰ περνᾷ ἡ ἀγάπη μου.
Μοῦ ᾽παν ἀλλοῦ κι ἀγάπησε
Κ᾿ ἐμένα μ᾿ ἀπαράτησε.
Διεκόπη ἐπ᾿ ὀλίγον. ᾘσθάνθην λύπην. Τὸ ᾆσμα μοῦ εἶχε φανῆ ὡς παρηγορία εἰς τὴν θλιβερὰν μονοτονίαν τῆς βροχῆς. Εἶτα μετὰ τρία λεπτά ―φαίνεται ὅτι εἶχε πλησιάσει μᾶλλον πρὸς τὰ ἐδῶ― ἤκουσα εὐκρινέστερον:
Ἂν σ᾿τό εἰπε ὁ ἥλιος νὰ χαθῇ,
Τ᾿ ἄστρι νὰ μὴ φανερωθῇ·
Κι ἂν σ᾿τό εἰπανε στὴν ἐκκλησιά,
Κερὶ νὰ μὴν ἀνάψουν πιά·
Κι ἂν σ᾿τό εἰπε τὸ ρηγόπουλο,
Στὴ Μπαρμπαριὰ σκλαβόπουλο
.
Φωνὴ ὑπόρρινος καὶ βραχνή, ἀλλ᾿ ὅμως περιπαθὴς καὶ ἐγκάρδιος, ἐν μέσῳ τῆς θεσπεσίας ὀρχήστρας τῆς βροχῆς, τοῦ ἀνέμου, τῆς ἀστραπῆς, τῆς βροντῆς, τῆς φοβερᾶς συναυλίας τῶν στοιχείων.
Τέλος κατ᾿ ὀλίγον ὁ ἦχος ἀπεμακρύνετο. Εἶχε τραπῆ τὸν ἐπάνω δρόμον, κ᾿ ἔβαινε νὰ παρηγορήσῃ ὅλον τὸν μαχαλὰν εἰς τὴν ἀγωνίαν καὶ τὸν φόβον τῆς πλημμύρας.
*
* *
Θερινὴν νύκτα εἶχα βραδύνει ὁπωσοῦν νὰ ἐπανέλθω οἴκαδε. Εἶχα καθίσει ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς προκυμαίας, πρὸ τοῦ μικροῦ λιμένος, κ᾿ ἡ Σελήνη τότε ἤρχιζε νὰ ὑποφώσκῃ ὡς στιλπνὸν δρέπανον ἀπὸ τοῦ βουνοῦ. Ἦσαν περασμένα μεσάνυκτα. Καθὼς ἐτράπην τὴν ἀνατολικὴν προκυμαίαν, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ κοιμηθῶ, ἀντικρύ μου ἐπὶ ὑψηλῆς πεζούλας μικροῦ προαυλίου, εἰς τὴν βάσιν τοῦ πετρώδους λόφου, ἐφ᾿ οὗ ἦτο κτισμένη ἡ συνοικία τῶν Κοτρωνιῶν, ἓν κλεπτοφάναρον ἔλαμπεν εἰς τὸ ὕπαιθρον, καὶ φωνὴ ἠκούετο μελαγχολικῶς νὰ τραγουδῇ. Ἦτο ὁ Καλούμπας· πρὸ τῆς θύρας τοῦ κατωγείου του, ἐκχύνων τὸν πόνον του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὰ κύματα καὶ τὴν ἀνατέλλουσαν σελήνην, ἔψαλλεν:
Ἄναψε τὸ φαναράκι, καὶ κατέβα στὸ γιαλό·
Λῦσέ μας τὸ παλαμάρι, κι ἄιντε, κόρη μ᾿, στὸ καλό.
Τὸ ᾆσμα εἶχε τῷ ὅντι κάτι ποιητικόν. Ἀνεκάλει παλαιὰς ἀναμνήσεις τῆς ἀκμῆς τοῦ ναυτικοῦ τῆς μικρᾶς νήσου, κ᾿ ἦτο ὡς ἐκ μέρους ναυβατῶν ἀποπλεόντων ἱκεσία ἀπὸ τοῦ πλοίου ἀπευθυνομένη πρὸς τὴν κόρην τὴν ὀνειρευτήν.
Εἷς γείτων, ὁ Βαγγέλης τοῦ Μορφούλη, ἐβγῆκε στὸ μπαλκόνι, κ᾿ ἔκραξε πρὸς τὸν τραγουδιστήν:
― Λούφαξε, βρὲ Γιάννη· ἄφησέ μας νὰ κοιμηθοῦμε.
Ὁ Καλούμπας ἀπήντησε:
― Σκάσε, βρὲ τέρατο!
Κ᾿ ἐξηκολούθησε τὸ ᾆσμά του.
(1925)