24 Ιουνίου 2023 at 01:44

Η «Ρωσική Ορδή» – Η αναθεώρηση της μογγολικής εισβολής

από

Η «Ρωσική Ορδή» – Η αναθεώρηση της μογγολικής εισβολής

Ο Ανατόλι Φομένκο και οι Ρώσοι οπαδοί του της «Εναλλακτικής Ιστορίας»

Ο μαθηματικός Ανατόλι Φομένκο αποτελεί σήμερα την πιο προβεβλημένη μορφή της ρωσικής ψευδοϊστορίας. Έχοντας ήδη ένα πλούσιο και αναγνωρισμένο έργο ως μαθηματικός, που του έδωσε μία θέση στην Ακαδημία της Μόσχας, ο Φομένκο εισήγαγε τη θεωρία της «Νέας Χρονολογίας». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το σύνολο της παγκόσμιας Ιστορίας, μέχρι τον 17ο αιώνα, έχει παραχαραχθεί: στην πραγματικότητα, όλα τα γεγονότα που παρουσιάζονται ως «αρχαία» δεν συνέβησαν παρά λίγους αιώνες πριν τη σημερινή εποχή. Όπως συμβαίνει συνήθως με τους διάφορους ανά τον κόσμο ψευδοϊστορικούς, έτσι και ο Φομένκο ανακαλύπτει παντού την ανάμειξη Ρώσων ή τη δήθεν ρωσική καταγωγή διαφόρων μεγάλων προσωπικοτήτων. Χαρακτηριστική της δημοφιλίας των θεωριών αυτών είναι η στήριξη που έλαβαν από μία σειρά προσωπικοτήτων, όπως ο γνωστός φιλόσοφος Αλεξάντερ Ζινόβιεφ (ο οποίος προλογίζει, μάλιστα, με διθυραμβικά σχόλια, τους τόμους της «Νέας Χρονολογίας» του Φομένκο) ή ο μετρ του σκακιού Γκάρι Κασπάροφ. Οι Κονσταντίν Σέικο και Στέφεν Μπράουν, αναλύουν τις θεωρίες του Φομένκο στο βιβλίο τους «Η Ιστορία σαν θεραπεία: Εναλλακτική Ιστορία και εθνικιστικές φαντασιώσεις στη Ρωσία, 1991-2014» (ibidem-Verlag, Στουτγγάρδη 2014), αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε εδώ σε μετάφραση.

Άρδην

Των Konstantin Sheiko & Stephen Brown – Μετάφραση: Νικόλας Δημητριάδης. 

Ο Φομένκο άρχισε να προβληματίζεται γύρω από τις μεθόδους χρονολόγησης ήδη από τη δεκαετία του 1970. Η αρχική του θέση ήταν ότι το αποδεκτό σήμερα σύστημα χρονολόγησης είναι γεμάτο λάθη και σκόπιμες παραποιήσεις. Η συμβατική χρονολόγηση δεν είναι παρά ένα σύνολο λανθασμένων εικασιών των πρώιμων σύγχρονων μελετητών, οι οποίοι προσέθεσαν χιλιάδες χρόνια στην παγκόσμια ιστορία και τη συμπλήρωσαν με διάφορους μύθους – οι μύθοι αυτοί είναι σήμερα γνωστοί με το όνομα αρχαία και μεσαιωνική ιστορία.

Για τον Φομένκο, η καταγεγραμμένη ιστορία δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο παλιά όσο πιστεύουμε. Η αρχαία ιστορία είναι ένα αντίγραφο της μεσαιωνικής. Οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αξίζουν πολύ λιγότερη προσοχή από όση τους αποδίδεται συνήθως, η δε Παλαιά Διαθήκη γράφτηκε μετά από την Καινή. Η σύγχυση έχει προκύψει επειδή πολλά ιστορικά πρόσωπα είναι αντίγραφα, δηλαδή διπλά και τριπλά αντίγραφα ενός και του ιδίου προσώπου, που έγινε γνωστό με διαφορετικά ονόματα σε διαφορετικές εποχές. Η ρωμαϊκή ιστορία είναι ως επί το πλείστον η ιστορία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία με τη σειρά της είναι η ιστορία της Ρωσίας, προβαλλόμενη προς δυσμάς και προς τα πίσω στον χρόνο. Ο Ιησούς Χριστός ήταν επίσης γνωστός στην ιστορία ως Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ και έζησε στη Ρώμη τον 11ο αιώνα. Μόνο κατά τον 17ο αιώνα αρχίζουν να συμβαδίζουν οι συμβατικές χρονολογήσεις με τις χρονολογήσεις του Φομένκο.

Ο μαθηματικός Ανατόλι Φομένκο αποτελεί σήμερα την πιο προβεβλημένη μορφή της ρωσικής ψευδοϊστορίας.
Ο μαθηματικός Ανατόλι Φομένκο αποτελεί σήμερα την πιο προβεβλημένη μορφή της ρωσικής ψευδοϊστορίας.

Οι αρχικές επιθέσεις του Φομένκο απέναντι στη Σοβιετική Ιστορική Ακαδημία προκάλεσαν απλώς τη χλεύη των άλλων ιστορικών, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί να σκέφτονται με όρους «κομματικής σκέψης» (partiinost), ταξικής πάλης και σοβιετικού πατριωτισμού. Οι εικασίες του, που βασίζονταν σε αστρονομικά δεδομένα, ήταν συχνά δυσνόητες για τον μη εξειδικευμένο αναγνώστη, αν και προκαλούσαν τουλάχιστον κάποιο ενδιαφέρον στους συναδέλφους του μαθηματικούς[1]. Όσον αφορά, όμως, στην ιστορία της Βίβλου, η εκδοχή του Φομένκο δέχθηκε τα πυρά της ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας.

Έχοντας χαρακτηριστεί ως «αντίχριστος», στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Φομένκο μετατράπηκε σύντομα σε έναν διάσημο ακαδημαϊκό που απασχολούσε τις λαϊκιστικές εφημερίδες και τους παραγωγούς τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ. Ο Φομένκο άρχισε να διατρέχει την ιστορία της Ευρασίας, του Βυζαντίου και της Ρώμης για να καταδείξει ότι οι ιστορικοί σε όλο τον κόσμο οικειοποιούνταν τα επιτεύγματα των Ρώσων για να ενισχύσουν το κύρος της δικής τους εθνικής ιστορίας. Αναμφισβήτητα, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Φομένκο είναι η επινόηση μιας σλαβοτουρκικής αυτοκρατορίας που υποτίθεται ότι κυριάρχησε στο πρώτο μισό της –κατά Φομένκο– παγκόσμιας ιστορίας, δηλαδή στην περίοδο από τον 9ο έως τον 17ο αιώνα μ.Χ. Αυτή η «Ρωσική Ορδή», όπως την ονόμασε ο ίδιος, καταλάμβανε την περιοχή που είχε καταλάβει στην πραγματικότητα η «Χρυσή Ορδή»[2], το βασίλειο που ιδρύθηκε από τους Μογγόλους χαγάνους τον 13ο αιώνα. […]

Η Χρυσή Ορδή το 1389. Με πιο ανοικτό χρώμα απεικονίζεται η Μοσχοβία.
Η Χρυσή Ορδή το 1389. Με πιο ανοικτό χρώμα απεικονίζεται η Μοσχοβία.

Ξαναγράφοντας την ιστορία της μογγολικής εισβολής

Για τους οπαδούς της Εναλλακτικής Ιστορίας, η συμβατική ιστορία των Ρως του Κιέβου, όπως και τόσα άλλα πράγματα στη ρωσική ιστορία, είναι βαθιά αλλοιωμένη από διάφορους μύθους. Το ίδιο ισχύει και για την περίοδο της μογγολικής κατάκτησης. Για όσους πιστεύουν ότι το παρελθόν είναι ένα είδος οδηγού για το μέλλον, οι Ρως του Κιέβου ήταν ζωτικής σημασίας για την αίσθηση ταυτότητας της Ρωσίας. Οι Ρως, όποιοι κι αν ήταν, έδωσαν στη Ρωσία όχι μόνο το όνομά της αλλά και το πρώτο της κράτος και την ορθόδοξη πίστη της.

Μετά το 1991, η ιστορική καρδιά της Ρωσίας του Κιέβου δεν ανήκε πλέον στη ρωσική ή σοβιετική επικράτεια, αλλά περιελήφθη στο έδαφος των ανεξάρτητων κρατών της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας. Για πολλούς Ρώσους, η εξέλιξη αυτή έφερε στο επίκεντρο την περίοδο της ρωσικής ιστορίας που ακολούθησε εκείνη των Ρως του Κιέβου: την περίοδο των Μογγόλων. Χωρίς την Ουκρανία, οι Μογγόλοι και οι άλλοι ανατολικοί λαοί της στέπας άρχισαν να φαίνονται πολύ πιο σημαντικοί για την ιστορία των εδαφών που σήμερα αποτελούν τη Ρωσική Ομοσπονδία. Τόσο η Ιστορία όσο και η ψευδοϊστορία επιδόθηκαν σε μια απόπειρα επανεκτίμησής τους.

Έτσι, η στάση απέναντι στους Μογγόλους έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Παλαιότερες αφηγήσεις έτειναν να υιοθετούν μια εχθρική στάση απέναντί τους. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ένας Δυτικός συγγραφέας, η μογγολική εισβολή «μπορεί πραγματικά να περιγραφεί ως μια από τις πιο τρομερές συμφορές που έπληξαν ποτέ το ανθρώπινο γένος»[3]. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν ο ίδιος ο σοβιετικός ολοκληρωτισμός αποδόθηκε συχνά στο γεγονός ότι η Ρωσία βρισκόταν πολύ μακριά στην Ανατολή. Ο Χάρισον Σάλσμπερι, για παράδειγμα, έγραψε για τον αγώνα της Ρωσίας να ξεπεράσει «την κληρονομιά της καθυστέρησης, της απάτης, της υποταγής και του ψεύδους που επέβαλαν οι Μογγόλοι»[4].

Πιο πρόσφατες μελέτες εξακολουθούν να βλέπουν στη Ρωσία μια ιστορία καθυστέρησης και ψεύδους, αλλά τείνουν λιγότερο να κατηγορούν γι’ αυτό τους Μογγόλους. Αντί για βίαιοι βάρβαροι, που κληροδότησαν ελάχιστα στην ιστορία εκτός από την τακτική του ανελέητου τρόμου, οι Μογγόλοι αναγνωρίζονται πλέον όλο και περισσότερο ως θεμελιωτές κρατικών δομών, ως έμποροι και ως ένας κρίσιμος αγωγός μεταξύ της πολιτισμένης Ανατολής και της απολίτιστης μεσαιωνικής Δύσης[5]. Ο Ντέιβιντ Κρίστιαν, για παράδειγμα, περιέγραψε τους Μογγόλους ως την κορυφαία στιγμή της κτηνοτροφίας στο εσωτερικό της Ευρασίας, ένας κρίκος που συγκρατούσε το διεθνές σύστημα κατά τον δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο αιώνα[6]. Οι μελέτες του τοποθετούσαν τη Ρωσία ακριβώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ιστορίας της Ευρασίας. Στη δε Ρωσία, η αναθεωρητική ιστοριογραφία του Γκουμιλιόφ[7] συνέβαλε στο να βελτιωθεί η εικόνα των Μογγόλων, ένα έργο που είχε αρχίσει ήδη νωρίτερα ο ευρασιανιστής Τρουμπετσκόι[8]. […]

Ο εκρωσισμός των Μογγόλων

Παρ’ όλο που είχε σαφή επίγνωση των σχετικών συζητήσεων μεταξύ των ιστορικών, ο Φομένκο και πολλοί από τους αναγνώστες του ήταν πεπεισμένοι ότι η συμβατική ιστοριογραφία, μετά από χρόνια ψεύδους, αποσιωπήσεων και κενών στις επίσημες αφηγήσεις, στερούνταν κάθε αξιοπιστίας στο θέμα των Μογγόλων. Αν και τα συμπεράσματά του παρέμεναν στο επίπεδο των εικασιών, η άποψή του ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη ρωσική ιστορία βρήκε ευήκοα ώτα στη ρωσική κοινή γνώμη. Για τον Φομένκο, η εισβολή των Μογγόλων/Τατάρων ήταν μια σκόπιμα διαστρεβλωμένη φαντασίωση των ιστορικών της περιόδου των Ρομανόφ. Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα δεν ήταν μία εισβολή, αλλά μία σειρά εμφύλιων πολέμων που ξέσπαγαν κατά καιρούς στο εσωτερικό της «Ρωσικής Ορδής», αυτής της μεγάλης σλαβοτουρκικής αυτοκρατορίας.[…]

Ο Φομένκο και οι ομοϊδεάτες του ακολουθούν ένα συνηθισμένο μοτίβο επιχειρηματολογίας, επισημαίνοντας την ανεπάρκεια αξιόπιστων πηγών από τη μεσαιωνική περίοδο, τις παραποιήσεις και πλαστογραφίες που αφθονούν στις υπάρχουσες πηγές, τη συνωμοσία της Εκκλησίας και των Ρομανόφ με στόχο την εξάλειψη κάθε ίχνους ρωσικής συμμαχίας με Τούρκους ή μουσουλμάνους και τις περίεργες ομοιότητες μεταξύ προσώπων που αναφέρονται στις πηγές της περιόδου. Η «Εναλλακτική Ιστορία» παραθέτει αδιακρίτως τα έργα Ρώσων και Δυτικών ιστορικών για να αναδείξει τα προβλήματα της συμβατικής αφήγησης. Στη συνέχεια, προσφέρει τις δικές της αναπαραστάσεις, σαν να είναι εξίσου αληθοφανείς με οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει η ελλιπής συμβατική επιστήμη.

Όπως συμβαίνει πάντα, βέβαια, οι πηγές αποτελούν όντως μια πρόκληση για τον ιστορικό. Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς επέλεξαν να παρουσιάσουν το πρώτο ρωσικό κράτος ως μια χρυσή εποχή ή έναν παράδεισο που έπεσε θύμα της υπερηφάνειας του και στη συνέχεια τιμωρήθηκε από δαιμονικούς εισβολείς με τη μορφή των Μογγόλων. Η ορθόδοξη Εκκλησία, οι Ρομανόφ και οι σλαβόφιλοι είχαν όλους τους λόγους να εξυμνούν την ιστορία των ανατολικοσλαβικών επιτυχιών και τη μεσαιωνική δύναμη της Ρωσίας του Κιέβου. Οι Ρώσοι ιστορικοί εξιδανίκευαν τη Ρωσία του Κιέβου ως κέντρο του χριστιανισμού, ως έναν πολιτισμένο τόπο όπου το εμπόριο και οι λαϊκοί θεσμοί ήκμαζαν, μόνο και μόνο για να καταστραφούν από τους πολεμοχαρείς και αντιχριστιανούς Μογγόλους. Το πρόβλημα είναι ότι τα στοιχεία για τον ταταρικό ζυγό δεν είναι τόσο ισχυρά όσο πίστευαν οι παλαιότεροι αναγνώστες. Σύμφωνα με τον Χάλπεριν, οι εκκλησιαστικοί χρονογράφοι ήταν τόσο έκπληκτοι από την κακή τύχη της Ρωσίας, που υιοθέτησαν μία «ιδεολογία της σιωπής», σαν να προσποιούνται ότι η κατάκτηση δεν είχε λάβει χώρα[9]. Για τον Φομένκο, η σιωπή αυτή δεν ερμηνεύεται ως σχήμα λόγου, αλλά κυριολεκτικά: Η κατάκτηση όντως δεν συνέβη ποτέ. […]

Ο Γκουμιλιόφ και η στέπα

Για τον Φομένκο και τους ομοϊδεάτες του, υπήρχε ήδη μία πολύ βολική και έτοιμη γέφυρα για να διασχίσουν το θολό τοπίο της εθνικής ιστοριογραφίας του σοβιετικού και μετασοβιετικού κόσμου. Μεταξύ των σύγχρονων εκφραστών αυτής της νέας έκρηξης πατριωτικής ιστοριογραφίας στη Ρωσία, ο Λεβ Γκουμιλιόφ είναι ίσως ο πιο διάσημος και σίγουρα ο πιο σημαντικός[10]. Μέχρι τον θάνατό του, το 1992, ο Γκουμιλιόφ κατάφερνε να πατάει και στις δύο βάρκες: η φήμη του απλωνόταν και στους συμβατικούς ιστορικούς αλλά και στους οπαδούς της «Εναλλακτικής Ιστορίας».

Ο Γκουμιλιόφ απέρριπτε τις συμβατικές αφηγήσεις της ρωσικής ιστορίας. Γι’ αυτόν, η Ρωσία του Κιέβου ήταν παρεξηγημένη και οι Μογγόλοι είχαν –κακώς– δαιμονοποιηθεί. Η Ρωσία δεν ήταν ένα υποπροϊόν της ευρωπαϊκής Δύσης, αλλά μία συμβίωση πολλών λαών που απολάμβαναν μια ιδιαίτερη σχέση με τη ρωσική γη, που εκτεινόταν στην τεράστια περιοχή της Ευρασίας. Η αρχαία Ρωσία δεν ήταν μια υπηρέτρια του Βυζαντίου, αλλά αναπτύχθηκε παράλληλα μαζί με την πιο διάσημη δίδυμη αδελφή της. Ο χρονικογράφος Νέστορας[11], που έγραψε για τους Βίκινγκ ηγεμόνες της Ρωσίας του Κιέβου, έκανε ξεκάθαρα λάθος. Η δυτικότροπη παράδοση μεταξύ των Ρώσων ιστορικών, τροφοδοτούμενη από έναν φανατικό χριστιανισμό και μία εχθρότητα προς τον μη χριστιανικό κόσμο, κατέπνιξε την αρχαία και ένδοξη ιστορία του ρωσικού χαγανάτου, του πρώτου κράτους στα ρωσικά εδάφη και προδρόμου της Ρωσίας του Κιέβου, της Μοσχοβίας, της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Σοβιετικής Ένωσης.

Για πολλούς Ρώσους αναγνώστες, ο Γκουμιλιόφ αντιπροσώπευε μια ανανεωτική πνοή απέναντι στη θεώρηση του παρελθόντος, που είχε επιβληθεί κατά τη σοβιετική εποχή και την εποχή των Ρομανόφ. Ο Γκουμιλιόφ κινήθηκε στο όριο μεταξύ ιστορίας και ψευδοϊστορίας, κάνοντας αστήρικτες εικασίες, προσπαθώντας, όμως παράλληλα, να θεμελιώνει το έργο του σε αποδεκτές πηγές και να δίνει μεγάλη προσοχή στο έργο άλλων ειδικών. Ο Φομένκο, από την άλλη, δεν έχει τέτοιους περιορισμούς. Αν ο Γκουμιλιόφ ισχυριζόταν ότι Μογγόλοι, Πολωνοί, Σλάβοι και Τούρκοι συνυπήρχαν και αναμείχθηκαν επί αιώνες πριν και μετά το 1223, για τον Φομένκο δεν είναι και τόσο ακραίο να ισχυρίζεται ότι η Ρωσία δεν είχε επηρεαστεί παρά ελάχιστα από την υποτιθέμενα καταστροφική και πρωτοφανή μογγολική εισβολή. […]

* * *

Για τους συγγραφείς της Εναλλακτικής Ιστορίας, η μογγολική κυριαρχία που επέβαλε μία ανάμεικτη ορδή στην Ασία δεν ήταν παρά μια αντανάκλαση της Ρωσίας όπως ήταν την εποχή των Ρως του Κιέβου, τότε που οι Σλάβοι είχαν ελεύθερες σχέσεις με τα γειτονικά χανάτα. Επρόκειτο για μια στρατιωτική κοινωνία, όπου την ένταξη δεν την εξασφάλιζε η καταγωγή ή η ιθαγένεια, αλλά η πίστη στην ορδή, στον αρχηγό ή στο κράτος. Το σύγχρονο απομεινάρι της είναι το κοζάκικο μοντέλο μιας στρατιωτικής κοινωνίας, μόνιμα προσανατολισμένης στον πόλεμο, η οποία δέχεται πολεμιστές από οποιαδήποτε περιοχή ή εθνικότητα, αρκεί να είναι έτοιμοι να υπηρετήσουν τον Αταμάνο, τον εκλεγμένο αρχηγό της ορδής.

Το μοντέλο του Γκουμιλιόφ περιγράφει τα δύο μισά ενός συνόλου: μια εγκατεστημένη, αγροτική Ρωσία που ζούσε παράλληλα με μια ημινομαδική πολυεθνική στέπα, η οποία εκτεινόταν από τον Βόλγα, μέσω του Ντον, μέχρι τον Δνείπερο. Ο Φομένκο πήρε το μοντέλο αυτό και το συγχώνευσε, δημιουργώντας ένα ενιαίο σλαβοτουρκικό έθνος. Γι’ αυτόν, η μογγολική εισβολή συνιστά μια διαδικασία εσωτερικής ενοποίησης, καθώς η σλαβοτουρκική Ρωσία μετασχηματιζόταν, κατά την περίοδο μεταξύ της διάλυσης του κράτους του Κιέβου και της ανόδου της Μόσχας.

Όσο για το πού βρίσκεται σήμερα η συζήτηση για το θέμα αυτό στο εσωτερικό της Ρωσίας, φαίνεται ότι η μογγολική εισβολή ανήκει πια στο παρελθόν. Ο ίδιος ο Πούτιν έχει αναδειχθεί κάτι σαν αυτοδίδακτος ειδικός σε αυτή την πτυχή της ρωσικής ιστορίας. Σχολιάζοντας στη ρωσική τηλεόραση τη νίκη του Ντμίτρι Ντονσκόι επί των Μογγόλων στη μάχη του Κουλίκοβου, το 1380[12], ο Πούτιν σημείωσε ότι οι Ρώσοι κέρδισαν λόγω της ανώτερης τακτικής του ιππικού τους. Στη συνέχεια, εξέπληξε ορισμένους τηλεθεατές, όταν είπε ότι αυτοί οι «Ρώσοι» ιππείς ήταν βαπτισμένοι Τατάροι. Ο Πούτιν σημείωσε:

«Πρέπει να δούμε την πραγματικότητα εκείνων των ημερών με τέτοιον τρόπο που θα μας βοηθήσει στην ανάπτυξή μας στο παρόν και το μέλλον. Το ενδιαφέρον και το περίεργο σε αυτή τη μάχη είναι το ότι υπήρχαν ρωσικά συντάγματα και στις δύο πλευρές, όπως και το ότι το ταταρικό ιππικό υπηρετούσε και στους δύο στρατούς. Οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν το ιππικό των Τατάρων ως την κύρια δύναμη κρούσης τους[13]. Αυτή η μάχη είναι μια περίεργη σελίδα της ιστορίας μας, την οποία μπορούμε πλέον σήμερα να τη δούμε χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις»[14].

Στη νέα ρωσική Ιστορία που πρεσβεύει ο Πούτιν, φαίνεται ότι ο μογγολικός-ταταρικός ζυγός θα εξαφανιστεί εντελώς και οι νέες γενιές των Ρώσων μαθητών θα διδαχθούν τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις της «Ρωσικής Ορδής». Δεν έχουμε φτάσει ακόμη στην οπτική του Φομένκο για τα γεγονότα, αλλά έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.


[1] Για το μαθηματικό έργο του Φομένκο και την υποδοχή του στη Ρωσία, βλ. Florin Diacu, The Lost Millennium: History’s Timetables under Siege (Johns Hopkins University Press, Βαλτιμόρη 2011).

[2] Έτσι ονόμασαν οι Ρώσοι το βασίλειο (χανάτο) του Κιπτσάκ.

[3] Edward Browne, A History of Persian literature under Tartar Dominion, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 1920, σ. 4.

[4] Harrison Salisbury, War Between Russia and China, Norton, Νέα Υόρκη 1969, σ. 31.

[5] Βλ. ενδεικτικά, Janet L. Abu-Lughod, Before European hegemony: the world system 1250-1350, Oxford University Press, Οξφόρδη 1991, σσ. 3-4.

[6] David Christian, A History of Russia, Central Asia and Mongolia, Blackwell Publishers, 1998, σσ. 426-427.

[7] Λεβ Γκουμιλιόφ (1912-1992): Ρώσος ιστορικός, εθνολόγος και ανθρωπολόγος, θεωρητικός του Ευρασιανισμού. Ήταν γιος της ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα και του ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ. Ο Βλ. Πούτιν έχει επηρεαστεί από τις θεωρίες του, παρέπεμψε δε σε αυτές τον περασμένο Φεβρουάριο, στο μακροσκελές κείμενο/απολογία του, για την εισβολή στην Ουκρανία (σ.τ.μ.).

[8] Νικολάι Σεργκέγεβιτς Τρουμπετσκόι (1890-1938): Ρώσος γλωσσολόγος, αριστοκρατικής καταγωγής, που υπήρξε θεωρητικός και ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του Ευρασιανισμού (σ.τ.μ.).

[9] Charles J. Halperin, Russia and the Golden Horde: the Mongol impact on modern medieval history, Indiana University Press, Μπλούμινγκτον 1985, σ. 8.

[10] Βλ. Lev Gumilev, Drevniaia Rus i velikaia step (Η αρχαία Ρωσία και η Μεγάλη Στέππα – Μόσχα 1992); Poiski vymyshlennogo tsarstva (Αναζητώντας ένα φαντασιακό βασίλειο – Μόσχα 1994); Chernaia legenda (Ο Μαύρος θρύλος: Φίλοι και εχθροί στη Μεγάλη Στέππα, Μόσχα 1994); Ot Rusi k Rossii (Από τους Ρως στη Ρωσσία – Λένινγκραντ 1989); Etnogenez i biosfera zemli (Εθνογένεση και η βιόσφαιρα της Γης – Λένινγκραντ 1989); Geografiia etnosa v istoricheskii period (Η γεωγραφία του Έθνους μέσα από την ιστορία – Λένινγκραντ 1990); Otkrytie Khazarii (Ανακαλύπτοντας τους Χαζάρους – Μόσχα 2000); Chtob svecha ne pogasla (Μόσχα 2001); Tysiacheletie vokrug Kaspia (Η χιλιετία γύρω από την Κασπία – Μόσχα 2002).

[11] Ο Νέστορας ο Χρονικός (1056-1114), μοναχός της Μονής των Σπηλαίων του Κιέβου, θεωρείται ο πρώτος Ρώσος χρονικογράφος, ο οποίος έγραψε για το βασίλειο των Ρως του Κιέβου (σ.τ.μ.).

[12] Στη μάχη αυτή, η «Χρυσή Ορδή» ηττήθηκε από έναν συνασπισμό ρωσικών πριγκιπάτων, υπό την ηγεσία του Πρίγκιπα της Μόσχας. Θεωρείται το σημείο-καμπή για τη μογγολική κυριαρχία στη Ρωσία (σ.τ.μ.).

[13] Εν έτει 2022, το «Ξανθό Γένος» θα εισβάλει στην ομόδοξη Ουκρανία και θα ισοπεδώσει την «πόλη της Παναγίας», τη Μαριούπολη, χρησιμοποιώντας ως αιχμή του δόρατός της τους ισλαμιστές Τσετσένους του Καντίρωφ. Φαίνεται ότι οι παρατηρήσεις αυτές του Πούτιν, για τη χρήση Τατάρων από τους Ρώσους του Μεσαίωνα, δεν είναι ένα απλό σχήμα λόγου (σ.τ.μ.).

[14] www.youtube.com/watch?v=rwfALHO3rW8&list=PL-I_by33m-TRYdGOMjJTvc1osHQkg7rHw

Πηγή: Περιοδικό Άρδην τ. 125

(Εμφανιστηκε 567 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.