Ελλάδα, ένα «αποτυχημένο κράτος»
του Γιώργου Ρακκά
Η εκατόμβη των Τεμπών ήρθε να μας υπενθυμίσει με τον πιο τραγικό τρόπο, ότι σε ορισμένες όψεις της η Ελληνική Πολιτεία παραμένει ένα Failed State –αποτυχημένο κράτος.
Η κυβέρνηση εκτίθεται ανεπανόρθωτα καθώς το ατύχημα των Τεμπών την εντάσσει στο κάδρο εκείνων που καταγγέλλει. Αν μη τι άλλο, η κατάσταση που αποκαλύφθηκε έπειτα από την τραγωδία στον ΟΣΕ διαψεύδει πρωτίστως την δική της μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική υπόσχεση που δεν συμβαδίζει ούτε με τις πράξεις και τις παραλείψεις που οδήγησαν στο τραγικό ατύχημα. Ούτε και με το προφίλ και την πολιτεία του παραιτηθέντος υπουργού –που ίσως είναι από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ‘παλαιοπολιτικής’, από πολιτικό ‘τζάκι’, με σημαντικότερο asset το επίθετό του, ένας ρολίστας που περιφέρεται σε θέσεις εξουσίας και απευθύνεται στο κοινό με ύφος «υποχρεούστε να σας κυβερνήσω».
Όταν όμως οι κρίσιμες για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων συμβάσεις εγκατάστασης του συστήματος σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης ξεκινούν επί της ουσίας την περίοδο 2007-2014 για να μην τελειώσουν ποτέ μέχρι το 2023, η αποτυχία ξεπερνάει τις ευθύνες της εκάστοτε κυβέρνησης.
Γίνεται αποτυχία της Πολιτείας εν γένει και σύσσωμου του πολιτικού συστήματος. Στην καθημερινότητα των υπουργείων οι συμβάσεις που αστοχούν ή που χρονίζουν, συνιστούν κανονικότητα. Αν ανατρέξει κανείς στο χρονικό της πολύπαθης σύμβασης 717 θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μια διάσταση μοιρολατρίας ακόμα και στις κοινοβουλευτικές επερωτήσεις: καταγγέλλοντες και υπερασπιζόμενοι του κυβερνητικού έργου επί των σιδηροδρόμων βαθιά μέσα τους έχουν πάθει μιθριδατισμό με τις εκφάνσεις ενός άχρηστου κράτους. Το οποίο δεν είχε αναλάβει να στείλει επανδρωμένη αποστολή στον Άρη, μια –σχετικά μικρή και όχι βαριά– εργολαβία είχε την υποχρέωση να ολοκληρώσει με κύριο αντικείμενο το ηλεκτρομηχανολογικό.
Η αποτυχία του κράτους στους σιδηροδρόμους συντελείται σε ευρύτερο φόντο. Οι ιδιωτικοποιήσεις και οι αναδιαρθρώσεις πραγματοποιούνται συνήθως υπό την επίκληση της εξυγίανσης και του εκσυγχρονισμού. Εκείνη της ΤΡΑΙΝΟΣΕ συνδέεται το αντίθετό της. Αποτέλεσε αντικείμενο των μνημονιακών δεσμεύσεων, οι κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου, και Α. Σαμαρά την εκτιμούσαν περί τα 300 εκ. περίπου στην περίοδο 2010-2013, κατέληξε να εκποιηθεί έναντι 45 εκ. από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2017. Κακήν κακώς, με μια άθλια σύμβαση, που δεν προέβλεπε καμία υποχρέωση επενδύσεων από τον ανάδοχο και καμιά σημαντική ωφέλεια για το ελληνικό δημόσιο.
Την ίδια στιγμή το υπόλοιπο των θυγατρικών του οργανισμού (ΓΑΙΟΣΕ, ΟΣΕ κ.λπ.) ήταν σαν να δέχθηκαν τον ακρωτηριασμό του πιο κερδοφόρου εμπορικά τμήματος, προκειμένου τα υπόλοιπα να μείνουν ίδια και απαράλλακτα. Φθίνοντας διαρκώς από την άποψη των επενδύσεων, της ποιότητας των υποδομών, και της κατάστασης του εργατικού δυναμικού.
Έτσι φτάσαμε να έχουμε ‘Ασημένια Βέλη’ και πίεση εκ μέρους των Ιταλών ώστε να μειώνονται διαρκώς οι χρόνοι των δρομολογίων από την μία, με τους κλειδούχους, τα τηλεγραφήματα, και τα μπλοκάκια του σταθμαρχείου από την άλλη.
Υπουργοί και διευθύνοντες σύμβουλοι πανηγύριζαν στις συνεντεύξεις τύπου για τις «3 και κάτι» ώρες του Αθήνα-Θεσσαλονίκη (στην πραγματικότητα κοντά στις 4, διάρκεια που τα δρομολόγια του ΟΣΕ πρόσφεραν και το 2000), κρύβοντας κάτω από το χαλί την άθλια κατάσταση του οργανισμού. Σταύρωναν τα χέρια τους μήπως και οι συμβάσεις ολοκληρωθούν επιτέλους το 2023-2024, όπως υποσχόταν οι τελευταίες αναθεωρήσεις, και σκεφτόταν ότι αφού δεν συνέβη «κάτι» μέχρι τώρα, δεν θα συμβεί και από εδώ και πέρα.
Η τραγωδία έχει αφήσει ένα κενό στο βλέμμα των περισσότερων Ελλήνων. Συγκινητική είναι η διαθεσιμότητα στην αιμοδοσία, μεν, αλλά δεν μπορεί να καλύψει την κόπωση που αισθάνεται η κοινωνία, την ματαίωση, και την αηδία για τις δολοφονίες που διαπράττει το αποτυχημένο κράτος.
Από την τελευταία δεν γλυτώνει καμία χαρακτηριστική φιγούρα της τραγικής επικαιρότητας: Ούτε ο τύπος του δημοσίου υπαλλήλου και των συνηθισμένων πρακτικών που συμβολίζει ο σταθμάρχης (ένας 59χρονος που για άγνωστους μέχρι στιγμής λόγους κατέληξε πρόσφατα να καταλάβει μια θέση που προκηρύχθηκε με ανώτατο όριο ηλικίας τα 42 χρόνια), ούτε εκείνος του πολιτικού που εκφράζει ο παραιτημένος Υπουργός, ούτε η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και της ευρύτερης Αριστεράς που εργαλειοποιούν μια τραγωδία για να κερδίσουν καμία μονάδα ενόψει των εκλογών, ή εν είδει ιδεολογικής αυτοδικαίωσης.
Θα ήταν εξ άλλου εξίσου τραγικό, το μαρτύριο των ανθρώπων και των οικογενειών τους να εκτονωθεί σ΄ έναν κούφιο αντικυβερνητισμό· θα ήταν σαν να ρίχνουμε νερό στο μύλο του «αποτυχημένου κράτους», ή να επιστρέφαμε στο «Μάτι» ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τα «Τέμπη».
Για να μην πάνε τόσες ζωές, και τόσος πόνος χαμένος η αλλαγή θα πρέπει να είναι βαθύτερη, πέραν της πολιτικής, των προσώπων, των κομμάτων. Να διαπεράσει το πολιτικό σύστημα και να φτάσει στα έγκατα του κράτους, στην νοοτροπία διοίκησης και διακυβέρνησης. Δεν είναι απλό.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε βέβαια «άπλετο φως», και ο νέος Υπουργός, Γιώργος Γεραπετρίτης εξήγγειλε τη σύσταση υπερκομματικής επιτροπής, αποτυγχάνοντας μάλλον να συγκροτήσει διακομματική επιτροπή, καθώς το πολιτικό προσωπικό επιμένει να συνεχίζει στο πλαίσιο της δικής του ‘κανονικότητας’, σαν να μην χάθηκαν τόσοι άνθρωποι σε αυτήν την τραγωδία.
Η Δημοκρατία δεν είναι υποχρεωμένη να ισούται και να εξισούται με αυτές τις παθογένειες. Η κάθαρση εξ άλλου οφείλει έκτακτα και άμεσα μέτρα. Η πρωτοβουλία πρέπει να προκύψει από το ανώτατο πολιτειακό επίπεδο. Όσοι θήτευσαν ως αρμόδιοι Υπουργοί από την θέσπιση των πολύπαθων συμβάσεων κι έπειτα, δεν πρέπει να παραπεμφθούν σε ειδικό δικαστήριο; Συνταγματική πρόβλεψη υπάρχει, όπως και ορισμός της σχετικής διαδικασίας. Και ανεξάρτητα από αυτό βέβαια, μετά από αυτήν την τραγωδία δεν είναι δυνατόν άνθρωποι που με την αβελτηρία τους και την αναβλητικότητά τους έβαλαν το δικό τους λιθαράκι ώστε να φτάσουμε στην τραγωδία αυτήν, να περιλαμβάνονται ακόμη στα ψηφοδέλτια των κομμάτων σα να μην συνέβη τίποτα.
Ο δε ΟΣΕ χρειάζεται μια ριζική επανίδρυση προκειμένου να ανακτήσει την ισοπεδωμένη του εμπιστοσύνη. Ανεξάρτητα από το αν θα παραμείνουν ή όχι οι Ιταλοί έπειτα από ένα ατύχημα που θα κρατήσει για πολύ καιρό μακριά το κοινό από τους συρμούς, και που αφήνει και στίγμα στην δική τους εταιρική σταδιοδρομία. Εξ άλλου στο εξωτερικό θεωρείται το κατ’ εξοχήν πράσινο μέσο μαζικής μετακίνησης, που εξοικονομεί και σε χρήμα και ενέργεια και αποτελεί δείκτη αύξησης της ποιότητας ζωής. Εδώ πάλι, όχι μόνον αποτελεί τη μαύρη τρύπα κάθε εκσυγχρονιστικής προσπάθειας, όχι μόνο ενίοτε γίνεται το «τρενάκι του τρόμου», αλλά δεν έχει καταφέρει καν να εκπληρώνει τον πιο υποτυπώδη ρόλο που διαδραματίζει ο σιδηρόδρομος από τον 19ο αιώνα, δηλαδή, να συνδέεται με τα μεγάλα λιμάνια της χώρας και να υποστηρίζει την διαμετακομιστική της λειτουργία.
Η Τραγωδία των Τεμπών είναι ανείπωτη. Περπατώντας στους δρόμους, καταλαβαίνει κανείς ότι έχει προκαλέσει ένα βαθύ τραύμα στον συλλογικό ψυχισμό της κοινωνίας. Αφού δεν μπορεί να γίνει τίποτα για να το αποκαταστήσουμε, τουλάχιστον, ας το σεβαστούμε. Ας μην το εκτονώσουμε στην παντομίμα της μεταπολίτευσης, και τις θεατρικότητες μιας πολιτικής αντιπαράθεσης σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση.
Ο χαμός όμως ανθρώπων, ως επί το πλείστον νέων, η τραγική συνειδητοποίηση ότι το αποτυχημένο κράτος και οι ταγοί του –από την κορυφή της ιεραρχίας μέχρι την βάση του– δολοφονούν το μέλλον αυτής της χώρας, προκαλεί ένα σοκ ικανό να τραντάξει συνθέμελα την ελληνική κοινωνία. Ας το μεταβάλουμε σε αφετηρία μιας ουσιαστικής αλλαγής, γιατί, μόνον τότε τόσες ζωές δεν θα έχουν χαθεί εντελώς μάταια. Αν μη τι άλλο, το οφείλουμε σε αυτές.
Πηγή: https://ardin-rixi.gr/archives/249364