Πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Κατάλυσις οριστική του Ελληνικού κράτους.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.».
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Η επί του Ιωάννου Η’ και του Μουράτ Β’ αμφίβολος μεταξύ των δύο κρατών κατάστασις έλαβεν οριστικήν εξέλιξιν και το μοιραίον αυτής τέλος επί των διαδόχων αυτών, του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΒ’ και του Σουλτάνου Μωάμεθ Β’. Ο νέος Σουλτάνος, καίπερ νεαρώτατος την ηλικίαν, οξύς ών την φύσιν και ιταμός τον χαρακτήρα ενεφορείτο ακαθέκτου ορμής προς ενέργειαν και επιτυχίαν, κατεχόμενος ιδίως υπό φλογεράς επιθυμίας και πόθου να καταλάβη την Κωνσταντινούπολιν, προ ουδενός δ’ υποχωρών άλλοθεν παρεμβαλλομένου κωλύματος ή αντιπερισπασμού. Εξ άλλου ο Κωνσταντίνος έχων βαθείαν και τελείαν συνείδησιν της θέσεως εαυτού και του κράτους, ων αξιοπρεπής τον χαρακτήρα, ηρωικός το φρόνημα, γενναίος την ψυχήν και την καρδίαν, ευσεβής προς τον Θεόν και μεγάθυμος προς τους υπηκόους, υπερέχων εν πάσι τούτοις πάντων των εκ του οίκου των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων, ευθύς εξ αρχής της βασιλείας αυτού προς ένα μόνον απέβλεπε σκοπόν, να βασιλεύση εντίμως και αξιοπρεπώς, μη κατορθών δε τούτο να πέση εντίμως και ενδόξως, ουχί δε να παρατείνη διά ταπεινώσεων διηνεκών αρχήν και κράτος άδοξον και ταπεινόν. Εννοείται ότι μεταξύ ηγεμόνων τοιούτων, ών ο μεν εφαίνετο φύσει πεποιημένος ίνα καταστρέφη, ο δε εκ φύσεως και εκ του ήθους του χαρακτήρος αυτού προωρισμένος να πέση και καταστραφή ενδόξως, δεν ηδύνατο να υπάρχη μακρά ειρήνη και συνεννόησις. Και ο μεν Σουλτάνος μεθ’ όλην την ειρηνικότητα και διαλλακτικότητα, ήν κατά τας πρώτας ημέρας της βασιλείας αυτού έδειξεν, εδράξατο της πρώτης αφορμής ίνα φανή απηνής πολέμιος, ο δε αυτοκράτωρ ευθύς εξ αρχής έδειξε προς τον νέον Σουλτάνον, ότι εις ουδέν ηδύνατο να υποχωρήση αυτώ άπαδον προς την τιμήν, την αξιοπρέπειαν και το καθήκον.
Και ο μεν Σουλτάνος από της αρχής της βασιλείας αυτού εφρόντιζε διηνεκώς περί της αναγκαίας προς κατάληψιν της Κωνσταντινουπόλεως παντοίας παρασκευής· ο δε βασιλεύς Κωνσταντίνος ενδελεχώς εφρόντιζε και ούτος περί παρασκευής αμύνης κρατεράς επισκευάζων τα τείχη και τα οχυρώματα, περί προμηθείας σίτου επαρκούς εν καιρώ της πολιορκίας, πέμπων τα πλοία εις το Αιγαίον προς προμήθειαν τροφών, ενισχύων τον μικρόν αυτού στόλον εκ των ενόντων, διαπραγματευόμενοι δε και προς τον Πάπαν και προς τους ευρωπαίους ηγεμόνας περί αποστολής βοηθείας και προσελκύων διά των ιδίων ενεργειών φιλέλληνας εθελοντάς μαχητάς εκ διαφόρων χωρών της Ευρώπης.
Ο Σουλτάνος ήρξατο τω 1452 αποτόμως να μετέρχηται εχθρικήν και προκλητικήν πολιτικήν κτίζων φρούρια επί της ευρωπαϊκής όχθης του Βοσπόρου εν τω στενωτάτω μέρει του πορθμού τούτου (το νυν έτι καλούμενον Ρούμελη-χισσάρ = Ευρωπαϊκόν φρούριον απέναντι του υπό του Βαγιαζίτ Α’ επί της Ασιατικής όχθης εκτισμένου φρουρίου, του καλουμένου έτι νυν Ανατολού-χισσάρ = Ανατολικόν φρούριον), ίνα στερήση την Κωνσταντινούπολιν πάσης προς τον Εύξεινον συγκοινωνίας και της εκείθεν επισιτίσεως, πέμπων συγχρόνως τον στρατηγόν αυτού Τουραχάν (το δεύτερον νυν) εις Πελοπόννησον, ίνα κωλύση πάσαν εκείθεν βοήθειαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Τα περί τον Βόσπορον υπό των Τούρκων γενόμενα, προκαλέσαντα την διαμαρτυρίαν του βασιλέως ως παραβιάζοντα τα δικαιώματα αυτού, και τα άλλα μετά της πράξεως εκείνης συνδεόμενα εναντίον των εν τοις περιχώροις της πόλεως Ελλήνων αδικήματα αυτών επήνεγκον την διακοπήν των σχέσεων. Τέλος δε ο αυτοκράτωρ κηρύξας τω Σουλτάνω αξιοπρεπώς ότι ανέθετε την τύχην της πόλεως εις τας χείρας του Θεού, διέταξε να κλεισθώσιν αι πύλαι (1452), ο δε Σουλτάνος άνευ επισήμου κηρύγματος πολέμου επήλθε μετά μεγάλου στρατού (240-260 χιλ. ανδρών) πεζικού και ιππικού και μετά πυροβολικού ισχυρού ως προς τους τότε χρόνους και στόλου μεγίστου εναντίον της πόλεως (1453). Η πολιορκία ήρξατο τη Παρασκευή της εβδομάδος της Διακαινησίμου (7 Απριλίου) και διήρκεσε μέχρι της μετά την Κυριακήν των Αγίων Πάντων Τρίτης (29 Μαΐου), ήτοι ημέρας 52. Κατά ταύτην ο πεζικός στρατός των Τούρκων κατέλαβε πάσαν την γραμμήν των χερσαίων τειχών από της Προποντίδος μέχρι του Κερατίου κόλπου και τα ύπερθεν του κόλπου τούτου απέναντι της πόλεως υψώματα του Πέραν (ο Γαλατάς κατείχετο έτι υπό Γενουαίων ως ιδιαιτέρα αυτοτελής αποικία και πολιτεία τούτων). Κατά την γραμμήν δε ταύτην απέναντι των πυλών ιδρύθησαν και τα πυροβολεία. Ο δε από 400 και επέκεινα μεγάλων και μικρών πλοίων συγκείμενος Οθωμανικός στόλος κατέλαβε το στόμιον του Κερατίου κόλπου μη δυνάμενος να εισέλθη εις αυτόν ένεκα της φραττούσης την είσοδον σιδηράς αλύσεως. Απέναντι των κολοσσιαίων τούτων κατά γην και κατά θάλασσαν επιθετικών δυνάμεων του Σουλτάνου, αι αμυντικαί δυνάμεις των πολιορκουμένων ανήρχοντο κατά γην εις 7 περίπου χιλιάδας μαχητών (τούτων 4,969 ήσαν Έλληνες, οι λοιποί 2,000 διάφοροι Ευρωπαίοι, το μεν πλείστον Ιταλοί (300-500 Γενουαίοι), ολίγοι δε Γερμανοί και Ισπανοί), κατά θάλασσαν δε συνέκειντο εκ δεκάδος πλοίων ελληνικών και Ιταλικών, ών τινα μάλιστα (4 αυτοκρατορικά) έλειπον έτι εν τω Αιγαίω, καθ’ όν χρόνον ήρξατο η πολιορκία. Και πυροβόλα είχον επί των τειχών οι πολιορκούμενοι, αλλά ταύτα πολύ ολίγην φθοράν επέφερον τοις πολεμίοις, ήσσονα της υπό του πυροβολικού τούτων επιφερομένης εις τα τείχη. Καθόλου δε το πυροβολικόν δεν ήσκησε σημαντικήν ροπήν επί τας τύχας του πολέμου. Γενικός αρχηγός της αμύνης μετά τον αυτοκράτορα διωρίσθη ο των Γενουαίων εθελοντών αρχηγός ο εξ ευγενούς οίκου της πατρίδος αυτού καταγόμενος Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιανός (De Giustiniani), υπ’ αυτόν δε ήσαν τεταγμένοι και οι άλλοι αρχηγοί, το πλείστον Ευρωπαίοι, εν οίς ο Γερμανός Ιωάννης Γράουτ αμυνόμενος εν τη πύλη της Καλιγαρίας εποιείτο χρήσιν του (το ύστατον νυν εν τη ιστορία αναφερομένου) υγρού πυρός. Ο Σουλτάνος αποφεύγων εν αρχή πάσαν κατά των τειχών έφοδον ηρκείτο εις τακτικήν πολιορκίαν. Αλλ’ αύτη κατά θάλασσαν ήτο πάντοτε ατελής, του οθωμανικού στόλου μη εισερχομένου εις τον λιμένα (τον Κεράτιον κόλπον). Αλλά γεγονός τι κατά θάλασσαν, καταστρεπτικόν άμα δε και επαισχυντότατον αποβάν εις τον Οθωμανικόν στόλον ενέπνευσεν εις τον Σουλτάνον βουλήν τολμηράν επενεγκούσαν τον στενόν από του λιμένος αποκλεισμόν της πολιορκουμένης πόλεως. Τη 15 Απριλίου, ενώ ο από 400 πλοίων συγκείμενος Οθωμανικός στόλος εστάθμευεν εν μεγάλη γραμμή προ της εισόδου του Κερατίου κόλπου, εφάνησαν πέντε πλοία χριστιανικά (ων τα τέσσαρα Γενουαία και το πέμπτον αυτοκρατορικόν, υπό την διοίκησιν του γενναίου πλοιάρχου Φλαντανελλά, εκ των πεμφθέντων εις το Αιγαίον προς προμήθειαν τροφών). Μάτην ο εκατονταπλάσιος σχεδόν Οθωμανικός στόλος επειράθη να κωλύση την εις τον λιμένα είσοδον των πέντε πλοίων. Εν τη συγκροτηθείση τότε ναυμαχία (ενώπιον του από της παραλίας του Γαλατά εκ μικράς αποστάσεως θεωμένου Σουλτάνου) ο Οθωμανικός στόλος έπαθεν ήτταν αισχίστην, αποβαλών ουκ ολίγα πλοία βυθισθέντα υπό των εκ των χριστιανικών πλοίων ριπτομένων λίθων ή καέντα υπό των εκ των αυτών πλοίων ριπτομένων ευφλέκτων υλών. Ο Έλλην πλοίαρχος Φλαντανελλάς και οι Γεννουαίοι Κατάνεος, Νοβάρρας και Βαλανιέρος ετέλεσαν εκείνην την ημέραν θαύματα ανδρείας και τα πλοία αυτών βοηθούμενα υπό του ανέμου εισήλθον εις τον λιμένα αρθείσης της αλύσεως και πάλιν τεθείσης προς αίσχος του ηττημένου και υποχωρήσαντος τουρκικού στόλου.
Ο Σουλτάνος εν τη οργή και μανία αυτού επί τη αισχρά αποτυχία συνέλαβε το τολμηρότατον μεγαλουργόν σχέδιον να μετενέγκη τα πλοία κατά γην από του Βοσπόρου εις τον Κεράτιον κατασκευάσας οδόν ξυλίνην διά των ύπερθεν του Διπλοκιονίου και Γαλατά και Πέραν υψωμάτων, αληλιμμένην διά λιπαρών ουσιών. Το μέγα τούτο έργον εκτελέσας (βοηθεία, ως υποτίθεται, των Γενουαίων) εν μια νυκτί μετεβίβασεν εν τω λιμένι 70 πλοία. Μάτην οι πολιορκούμενοι μετά την πρώτην έκπληξιν επειράθησαν δις να καύσωσι τον στόλον τούτον. Αι απόπειραι απέτυχον μετά μεγάλης φθοράς ανθρώπων, ιδίως Ιταλών, και η πόλις επολιορκήθη νυν στενώς και κατά θάλασσαν. Τότε ο Σουλτάνος, αφού παρήλθον ήδη 7 εβδομάδες από της ενάρξεως της πολιορκίας και ρήγματα πολλά εγένοντο εν τω τείχει, απεφάσισε να επιχειρήση την έφοδον. Αλλά προ τούτου έπεμψε κήρυκα προς τον αυτοκράτορα (16 Μαΐου) προτείνων αυτώ την ειρηνικήν παράδοσιν της πόλεως επί τω όρω της ασφαλείας της ζωής και της περιουσίας των κατοίκων, της ασφαλούς εξόδου του αυτοκράτορος μετά της ακολουθίας αυτού και ανταλλαγής της αρχής της Κωνσταντινουπόλεως αντί της Πελοποννήσου, ής έμελλε να αναγνωρίση αυτόν ο Σουλτάνος ανεξάρτητον ηγεμόνα. Αλλ’ εν τω υπό την προεδρίαν του αυτοκράτορος συγκροτηθέντι συμβουλίω υπερίσχυσεν η φωνή της απεγνωσμένης μετά τιμής και δόξης μέχρις εσχάτων αντιστάσεως.
Ο ανώτατος όρος των παραχωρήσεων του αυτοκράτορας ήτο η πληρωμή φόρου, αν ο Σουλτάνος απεχώρει εκών της πόλεως. «Το δε την πόλιν παραδούναι, είπε τω κήρυκι, ούτε εμόν εστιν, ούτ’ άλλον των κατοικούντων ενταύθα· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεθα μη φειδόμενοι της ζωής ημών».
Ο Σουλτάνος τότε ανήγγειλεν εις όλον το στρατόπεδον αυτού την επικειμένην έφοδον, κηρύττων ότι παρέδιδεν, εν περιπτώσει καταλήψεως της πόλεως, πάσας τας εν αυτή κινητάς ουσίας και τους ανθρώπους αυτής εις τον στρατόν, φυλάσσων εαυτώ μόνον τα τείχη και τας οικοδομάς. Συγχρόνως δε αμοιβαί μεγάλαι και τιμάρια επηγγέλλοντο εις τους πρώτους αναβησομένους επί τα τείχη, και τα ηθικά ελατήρια του θρησκευτικού φανατισμού εξηγείροντο υπό των δερβισών, προαγγελλόντων ανά το στρατόπεδον ταγαθά του παραδείσου εις τους μέλλοντας να στεφθώσι διά στεφάνων μαρτύρων. Το κήρυγμα εγένετο τη 26 Μαΐου, και ο στρατός μετά μεγάλου φανατισμού παρεσκευάσθη εις την έφοδον, ήτις ήρξατο τη 29 Μαΐου περί τον όρθρον. Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος αγρυπνήσας καθ’ όλην εκείνην την νύκτα ήκουσε κατανυκτικώς της ιεράς ακολουθίας και της όλης λειτουργίας εν τω ναώ της του Θεού Σοφίας, το ύστατον νυν ηχησάντων εν αυτώ ύμνων και δεήσεων και ωδών ικετευτικών χριστιανικών. Αφού δε μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων παρασκευαζόμενος εις την υπερτάτην υπέρ της πίστεως και της πατρίδος διά βασιλικού θανάτου θυσίαν, απηύθυνε λόγον κατανυκτικώτατον τοις Έλλησι προμάχοις της πόλεως αναθέτων εις την ανδρείαν αυτών του «τεταπεινωμένου σκήπτρου» αυτού την ανόρθωσιν και την άμυναν της κοσμοκρατείρας πόλεως, της χαράς πάντων των Ελλήνων. Εν τέλει εζήτησε συγγνώμην δι’ όσα ως ανθρώπος δυσηρέστησε τινί προσφωνήσας δε και τους φιλέλληνας και αποχαιρετίσας πάντας μεταβαίνοντας εις τον τόπον του καθήκοντος περιήλθεν άπαντα τον περίβολον των τειχών έφιππος επισκοπών τα πάντα και θαρρύνων πάντας εις το καθήκον. Κατά την πρώτην δε του πετεινού κραυγήν προ της ενάρξεως της εφόδου ευρέθη εν τη θέσει αυτού ως πολεμιστού εν τω παρά τη πύλη του Ρωμανού στρατηγείω, ένθα ην ο Ιουστινιανός. Η μετά μεγάλης ορμής αρξαμένη και μετά μεγάλης ανδρείας καθ’ όλην την γραμμήν αποκρουσθείσα έφοδος διήρκεσε τέσσαρας ώρας. Ο αυτοκράτωρ, ο Ιουστινιανός και πάντες Έλληνες τε και φιλέλληνες αρχηγοί και μαχηταί ημύνοντο γενναιότατα. Αλλ’ η ουχί πολύ καιρία πληγή, ήν κατά την κρίσιμον στιγμήν έλαβεν ο Ιουστινιανός και ής ένεκεν ουχί λίαν γενναίως κατέλιπε την θέσιν, και η ανυπόστατος φήμη η διαδοθείσα εν τω στρατηγείω περί της εισόδου των Τούρκων εις την πόλιν αλλαχού των τειχών, εχαλάρωσεν επί στιγμήν την άμυναν. Τούτο δε νοήσας ο Σουλτάνος έτι μάλλον ενέτεινε τας δυνάμεις αυτού. Ο αυτοκράτωρ και οι περί αυτόν ετέλεσαν θαύματα ανδρείας, αλλά κατά μικρόν τα στίφη των Τούρκων κατέκλυσαν τα τείχη, και ο αυτοκράτωρ ιδών πάντας τους περί εαυτόν πίπτοντας ενόησε το επελθόν φοβερόν τέλος και μη θέλων να επιζήση τη καταστροφή εφώνησεν αν υπάρχει χριστιανός να αποκόψη την κεφαλήν αυτού. Και χριστιανός μεν ουδείς ευρίσκετο, δύο δε πολέμιοι ορμήσαντες επλήγωσαν αυτόν θανασίμως χωρίς να γινώσκωσι την ιδιότητα αυτού. Ούτω δε ο νεκρός των τελευταίων Ελλήνων αυτοκρατόρων έκειτο αφανής εν μέσω των πολλών πτωμάτων, εωσού ο Σουλτάνος μετά την εις την πόλιν είσοδον εφρόντισε να εύρη αυτόν. Ευρεθέντος δε του πτώματος και αναγνωρισθέντος υπό του αιχμαλώτου συλληφθέντος μεγάλου ναυάρχου Νοταρά, η μεν κεφαλή αποκοπείσα και βαλσαμωθείσα επέμφθη υπό του Σουλτάνου εις τας μεγάλας μωαμεθανικάς πόλεις ως τρόπαιον, ο δε κορμός ετάφη μετά βασιλικών τιμών.
Οι Τούρκοι εισελάσαντες εις την πόλιν ολιγίστους έσφαξαν και τούτους αντιστάντας ενόπλως. Πάσαι νυν αι οικίαι κατελήφθησαν υπό των αγρίων πορθητών και ελεηλατήθησαν, οι δε ενοικούντες εξηνδραποδίσθησαν. Το πολύ του πλήθους ανδρών τε και γυναικών και παίδων κατέφυγεν εν τη απογνώσει αυτού εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας ως εις ασφαλή τόπον. Αλλά μετ’ ολίγον αι πύλαι του ναού ηνοίχθησαν διά των πελέκεων των γιανιτσάρων και πάντες οι εν αυτώ εξηνδραποδίσθησαν. Αυτός δε ο ναός, «ο παμμέγιστος εκείνος ναός και θειότατος της του Θεού Σοφίας, ο ουρανός ο επίγειος, ο θρόνος της δόξης Θεού, το χερουβικόν όχημα και στερέωμα δεύτερον, η Θεού χειρών ποίησις, το θέαμα και έργον άξιον, το πάσης γης αγαλλίαμα, ο ωραίος και ωραίων ωραιότερος» εγυμνώθη παντός κοσμήματος αυτού, και μετεβλήθη εις τόπον πάσης ακολασίας και βδελυρίας των οργιαζόντων επί τη νίκη πορθητών και βεβηλωθείς την ημέραν εκείνην τοις χριστιανοίς ηγιάσθη τοις μωαμεθανοίς μεταβληθείς υπό του Μωάμεθ Β’, μεταβάντος εις αυτόν απ’ ευθείας μετά την εις την πόλιν είσοδον, εις προσευκτήριον μωαμεθανικόν. Πάντες σχεδόν οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως εξηνδραποδίσθησαν και εξηφανίσθησαν διασκορπισθέντες μέχρι των εσχατιών του Οθωμανικού Κράτους. Μετά τριήμερον λεηλασίαν και εντελή ερήμωσιν της πόλεως, ο Σουλτάνος επέτρεψεν ελευθέραν οίκησιν εις χριστιανούς. Αφού δε κατέστησεν αυτήν πρωτεύουσαν του κράτους αυτού (και κατώκισεν έπειτα διά πολλών κατοίκων εξ άλλων πόλεων βία μετοικιζομένων), επέτρεψε τοις Έλλησι να εκλέξωσι Πατριάρχην μέλλοντα να κυβερνήση την Εκκλησίαν καθ’ όλα τα υπό της μωαμεθανικής θρησκείας παρεχόμενα τοις Χριστιανοίς δικαιώματα. Ούτω το έθνος το πολιτικώς υποδουλωθέν έλαβε δικαίωμα και δύναμιν ανεκτής υπάρξεως και δημιουργίας νέου ιστορικού βίου αποτελούντος την περίοδον της Ελληνικής ιστορίας την καλουμένην Τουρκοκρατίαν. Ο Σουλτάνος κατέλυσε μετ’ ολίγα έτη (1458) και το εν Πελοποννήσω κράτος των Παλαιολόγων δεσποτών Θωμά και Δημητρίου, τω δε 1461 κατέλυσε και το Φραγκικόν κράτος των Αθηνών και την ελληνικήν αυτοκρατορίαν της Τραπεζούντος (1466). Ούτω δε προ του τέλους έτι του 15 αιώνος πάσαι αι Ελληνικαί χώραι, άπας ο Ελληνισμός, πλην των εις το Βενετικόν κράτος υπαγομένων νήσων (των Ιονίων νήσων, της Κρήτης και της Κύπρου) καί τινων πόλεων εν Πελοποννήσω και εκτός αυτής και της Ρόδου, υπετάγη εις το Οθωμανικόν κράτος.