H ρωσική επιρροή στην Ελλάδα και τα όριά της
Του Γιάννη Ξένου
Έχουν συμπληρωθεί οκτώ μήνες από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και, ενώ η στρατιωτική σύγκρουση περιορίζεται στα εδάφη της Ουκρανίας, ο πόλεμος της προπαγάνδας έχει εμπλέξει σχεδόν ολόκληρο τον πλανήτη. Η γενναία ουκρανική αντίσταση αποδεικνύει τις αδυναμίες της Ρωσίας, που μοιάζει πια με μια «χάρτινη τίγρη» και όχι με την πελώρια αρκούδα που τρόμαζε την Ευρώπη και θεωρούνταν από την Κίνα στρατιωτικός βραχίονάς της στην αντιπαράθεσή της με τις ΗΠΑ. Αν όμως στο στρατιωτικό πεδίο η Ρωσία ηττάται, στο επίπεδο της προπαγάνδας τα πηγαίνει κάπως καλύτερα, γιατί, τουλάχιστον από τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, οι μηχανισμοί προπαγάνδας της Ρωσίας είναι πιο επιδέξιοι και πιο έμπειροι.
Όμως αυτοί οι μηχανισμοί, που έχουν διεισδύσει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη και συντηρούσαν σε μεγάλο βαθμό τον ηγεμονικό ρόλο της Ρωσίας, έχουν αρχίσει να βρίσκονται σε αποδρομή εξαιτίας των επιλογών του Πούτιν.
Στην Ελλάδα, ήδη από τη Μεταπολίτευση, η Ρωσία μεθοδικά έχτισε δίκτυα επιρροής που έφτασαν στο απόγειό τους την προηγούμενη δεκαετία. Το γεγονός ότι οι Αμερικανοί στήριξαν τη χούντα και επέτρεψαν στους Τούρκους να εισβάλουν στην Κύπρο το 1974, προκειμένου με αυτό τον ωμό τρόπο να λυθεί, κατά την αντίληψη του Κίσινγκερ, το ελληνοτουρκικό πρόβλημα στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια να μειωθεί η επιρροή των ΗΠΑ στη Μεταπολίτευση. Η Σοβιετική Ένωση, παρότι είχε και αυτή λερωμένη τη φωλιά της, σχετικά με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αφού και αυτή έδωσε το πράσινο φως στους Τούρκους, κατάφερε να μείνει στο απυρόβλητο. Η σοβιετική πολιτική διευκολύνθηκε στον βασικό στόχο της, την έξοδο στις θερμές θάλασσες της Μεσογείου, με τη μη ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και τη μόνιμη ανακατωσούρα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, χωρίς να υποστεί η ίδια καμιά συνέπεια, ενώ ο βασικός ανταγωνιστής στραπατσαρίστηκε.
Οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις ξεπάγωσαν τις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση ως αντιστάθμισμα στη φιλοτουρκική στάση των ΗΠΑ. Ήδη από τη δεκαετία του 1980, η Σοβιετική Ένωση ισχυροποιεί την παρουσία της στην Ελλάδα, μέσω επιχειρηματιών που συνδέονταν με το ΚΚΕ, αλλά και με την αριστερή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, ενώ δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (π.χ. κατασκευαστές), αλλά και στον Τύπο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, μετά το αρχικό μούδιασμα της κατάρρευσης της Σ.Ε., η Ρωσία άρχισε να ανασυστήνει τα παλαιά της δίκτυα ενώ δημιούργησε και νέα. Η σύνδεσή της με ανθρώπους από τον κύκλο του Τσοχατζόπουλου, όπου οι μίζες δεκάδων εκατομμυρίων, από την αγορά οπλικών συστημάτων όπως τα TOR M1[1], βοήθησε να ριζώσει στο πολιτικό-οικονομικό-στρατιωτικό σύμπλεγμα.
Μάλιστα, κατά τη δεκαετία του 2000, η ρωσική επιρροή δεν περιορίστηκε στους προερχόμενους από το ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ και την άκρα Αριστερά, αλλά επεκτάθηκε τόσο στην παραδοσιακή Δεξιά όσο και στον εκκλησιαστικό χώρο. Ο ίδιος ο Κώστας Καραμανλής, εφαρμόζοντας με τον τρόπο του το δόγμα του θείου του για πολύπλευρη ελληνική εξωτερική πολιτική, ενίσχυσε τους δεσμούς με τη Ρωσία. Σκάνδαλα όπως αυτό του Βατοπεδίου ή των υποκλοπών σήμερα ίσως θα μπορούσαν να φωτιστούν καλύτερα, μετά από όσα γνωρίζουμε για την επιρροή της Ρωσίας στην Ελλάδα.
Ωστόσο, η ρωσική επιρροή στην Ελλάδα γιγαντώθηκε μάλλον κατά την προηγούμενη δεκαετία, της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων. Δεν περιορίστηκε να επηρεάζει κόμματα της κομμουνιστικής Αριστεράς, ή να έχει ένα μερίδιο επιρροής στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, αλλά θεώρησε την κρίση ευκαιρία για να επηρεάσει απευθείας ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας με διαφορετικά ιδεολογικά πιστεύω. Δημιούργησε σχέσεις τόσο με τη Χρυσή Αυγή, μέσω του Ντούγκιν, αλλά και με τους ΑΝΕΛ και τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην κορύφωσή του, το κύμα ρωσοφιλίας έφτασε να αγγίζει το 1/3 του πληθυσμού· σε δημοσκόπηση για λογαριασμό της Διανέοσις, το 2016, το 33,4% των ερωτηθέντων δήλωναν ότι αντί της Ευρωζώνης θα προτιμούσαν μια συμμαχική σχέση με τη Ρωσία. Σε μέτρηση πάλι για τη Διανέοσις, το 2019, ο Πούτιν εμφανιζόταν να κερδίζει τη θετική γνώμη του 41,3% των ερωτηθέντων.
Στις κρίσιμες στιγμές της προηγούμενης δεκαετίας, η Ρωσία προσπάθησε να επηρεάσει αποφασιστικά σε τρεις ή τέσσερις περιπτώσεις την εξέλιξη των πολιτικών εξελίξεων της Ελλάδας:
-Αρχικά στο δημοψήφισμα του 2015, όταν οι φιλικές σε αυτή δυνάμεις, τουλάχιστον οι πιο αριστερές μαζί με τις πλέον ακροδεξιές, στήριξαν με πάθος το Όχι, σε μια προοπτική εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
-Στη Συμφωνία των Πρεσπών, τάχθηκαν και στις δύο χώρες κατά της συμφωνίας, στα Σκόπια στηρίζοντας το αλυτρωτικό κόμμα του VMRO και στην Ελλάδα στηρίζοντας τις κινητοποιήσεις κατά της συμφωνίας. Μπορεί το VMRO στα Σκόπια και όσοι στην Ελλάδα στρεφόμασταν κατά της συμφωνίας να πιστεύαμε εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα, αλλά για τη νεο-αυτοκρατορική Ρωσία του Πούτιν το αποτέλεσμα μετρούσε, δηλαδή να μην εδραιωθεί η παρουσία του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια.
-Κατά την περίοδο της πανδημίας, ειδικά τους πρώτους μήνες, όταν υπήρχε η αίσθηση ότι αυτή πλήττει περισσότερο τις δυτικές κοινωνίες, τα δίκτυα της Ρωσίας παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα, επιχείρησαν, και σε ένα βαθμό πέτυχαν, να στρέψουν τις δυτικές κοινωνίες κατά των κυβερνήσεών τους. Η Ρωσία, στήνοντας δικά της ΜΜΕ στις δυτικές χώρες, δημιουργώντας πληθώρα ιστοσελίδων, δυναμίτιζε τις καμπάνιες περιορισμού της πανδημίας, είτε της καραντίνας είτε του εμβολιασμού. Συνέβαλε έτσι αποφασιστικά στον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων εξαιτίας της μη εφαρμογής μέτρων προστασίας.
Για τη Ρωσία, όλη την προηγούμενη δεκαετία δεν ήταν αρκετό να έχει πρόσβαση σε συγκεκριμένα κόμματα και παράγοντες, αλλά στόχος της ήταν να επηρεάζει απευθείας ένα μεγάλο ποσοστό της κοινής γνώμης, όπως συνέβαινε π.χ. στον Μεσοπόλεμο, όπου η Κομιντέρν ήλεγχε τα κατά τόπους ΚΚ και επηρέαζε τα μέλη και τους ψηφοφόρους τους. Η προηγούμενη δεκαετία αποτελούσε περίοδο προετοιμασίας για τη στιγμή που θα έκρινε ο Πούτιν ότι έχει έλθει η ώρα μιας νέας αυτοκρατορικής εξόρμησης. Η υλοποίηση των ευρασιανικών οραμάτων του ήταν σίγουρο ότι θα προκαλούσαν την αντίδραση της Δύσης και ως αντίδοτο θεωρούσε ότι θα χρησιμοποιούσε τη δύναμή του να ξεσηκώσει ένα τμήμα των δυτικών κοινωνιών κατά των ηγεσιών τους. Στην ουκρανική εισβολή το επιχείρησε πολλάκις και ακόμα πιστεύει σε αυτό, αλλά ο συνδυασμός της ηρωικής αντίστασης των Ουκρανών, της ρωσικής στρατιωτικής ανικανότητας και της χονδροκομμένης προπαγάνδας έχει αρχίσει να καταφέρνει κατώτερα του αναμενόμενου αποτελέσματα.
Η Ρωσία, όλη αυτή την περίοδο, έπαιξε με την Ελλάδα, ενίσχυε μεθοδικά την επιρροή της, αλλά ποτέ δεν θέλησε κάνει ένα βήμα παραπάνω. Το 2015, όταν ο Λαφαζάνης παρακαλούσε τον Αλεξέι Μίλερ, αφεντικό της Γκαζπρόμ, για μερικά δισεκατομμύρια που θα έδιναν στην κυβέρνηση έναν έστω βραχυχρόνιο «διαπραγματευτικό αέρα» έναντι της Μέρκελ και του Σόιμπλε, ο Πούτιν δεν έδωσε την έγκρισή του. Όχι μόνο αυτό, αλλά κάρφωνε στον πρόεδρο Ολάντ τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για αναζήτηση εκτυπωτικής μηχανής χαρτονομισμάτων. Για τον Πούτιν, η Ελλάδα ήταν χρήσιμη ως χώρα εντός του δυτικού στρατοπέδου που είτε θα παρεμποδίζει καταδικαστικές για τη Ρωσία αποφάσεις είτε θα συναινεί σε προγράμματα διασύνδεσης μαζί της, έχοντας ρόλο κομπάρσου. Η απειλή Τσίπρα το 2015, σε επίσκεψή του στην Αγία Πετρούπολη, προς τους Δυτικούς, ότι «ο ελληνικός λαός είναι λαός της θάλασσας, δεν φοβάται και θα φτάσει σε νέα λιμάνια», δεν φόβισε τους Δυτικούς γιατί γνώριζαν ότι η Ρωσία δεν θα την αποδεχόταν, εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον.
Η Ρωσία ως αυτοκρατορική δύναμη (για πόσον καιρό ακόμα άραγε;) κρατάει διαρκώς σε ένα τέτοιο ρόλο την Ελλάδα και τους Έλληνες ήδη από την Επανάσταση του 1821 και τον Κριμαϊκό Πόλεμο· και αυτό είναι το δυστύχημα για τους Έλληνες ρωσόφιλους. Από τη Μ. Αικατερίνη έως τα μέσα του 19ου αιώνα, η Ελλάδα ήταν χρήσιμη για την αποδυνάμωση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι Έλληνες απαραίτητοι για τον εποικισμό της «Νέας Ρωσίας», δηλαδή της νότιας Ουκρανίας, χωρίς όμως να επιθυμούν την «υπερβολική» ενίσχυση της Ελλάδας. Ακόμα και στην Επανάσταση θα παρέμβουν πολύ καθυστερημένα υπέρ της Ελλάδας το 1827, όταν απειλούνταν από τη διείσδυση των Εγγλέζων.
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η Ρωσία στράφηκε στους Σλάβους των Βαλκανίων και έδωσε σε αυτούς τον ρόλο που επεφύλασσε για την Ελλάδα. Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το 1878, παραχώρησαν το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Από την άλλη πλευρά, με την κατάργηση της δουλοπαροικίας, το 1861, οι Ρώσοι χωρικοί δεν ήταν πια δεμένοι στη γη που καλλιεργούσαν και μπορούσαν να μετακινηθούν στις νεοκατακτημένες περιοχές. Οι Έλληνες, σταδιακά, από συνεργάτες μετατρέπονται σε ανταγωνιστές και τους περιορίζουν τα προνόμια τους. Η ακμάζουσα ελληνική παροικία στα ρωσικά εδάφη, που στις αρχές του 20ού αιώνα έφτασε, σύμφωνα με υπολογισμούς, να αριθμεί σχεδόν 600 χιλ., από την Οκτωβριανή Επανάσταση και μετά, διαρκώς συρρικνώνεται. Πολλοί έφυγαν στη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου. Το 1937 είχαν απομείνει περίπου οι μισοί και σε αυτούς ο Στάλιν δεν συγχώρησε την επιλογή των Ελλήνων της Μαριούπολης να πάνε με το μέρος του Μάχνο στη διάρκεια του Εμφυλίου. Σύμφωνα με τον, ελληνικής καταγωγής, ιστορικό, Ιβάν Τζουχά, στις μεγάλες εκκαθαρίσεις του 1937-1938 σχεδόν 15 χιλ. Έλληνες συνελήφθησαν, εκ των οποίων οι 12 χιλ. εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ακόμα, ο Στάλιν, με την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τήρησε τη Συμφωνία της Γιάλτας και, παρότι χρησιμοποίησε το αντάρτικο του ΔΣΕ, δεν έκανε ένα βήμα παραπάνω στηρίζοντάς το έμπρακτα.
Για τη Ρωσία, τουλάχιστον τα τελευταία 100 χρόνια, η σχέση της με την Τουρκία μετρά πολύ περισσότερο από ό,τι με την Ελλάδα. Οι χωρίς αρχές στήριξη του Κεμάλ από τον Λένιν στα πρώτα βήματα του εγχειρήματός του ήταν αποφασιστικής σημασίας για να μπορέσει ο Κεμάλ να εδραιωθεί και, εν συνεχεία, εξαιτίας και των ελληνικών λαθών, να πετύχει και τη στήριξη και άλλων δυνάμεων (Ιταλία, Γαλλία κ.λπ.). Εκείνη η απόφαση του Λένιν σφράγισε την αντίληψη της Ρωσίας για τη σύγχρονη Τουρκία. Το 2016, το γεγονός ότι ο Πούτιν διέσωσε τον Ερντογάν από το πραξικόπημα εναντίον του, όπως ο Λένιν είχε διασώσει τον Κεμάλ, σηματοδότησε μια νέα φάση στις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Ρωσία και Τουρκία συνεργάστηκαν στη Συρία και τώρα η Τουρκία αποτελεί τον δίαυλο της Ρωσίας στη Δύση. Παροδικά εμφανίζονται σύννεφα στη σχέση τους είτε στη Λιβύη, που στηρίζουν αντιτιθέμενα στρατόπεδα, είτε στον Καύκασο, στη σύγκρουση Αρμενίων-Αζέρων, αλλά αυτά (και πολύ λιγότερο η ελληνοτουρκική σύγκρουση) δεν είναι ικανά για να ανατρέψουν τη ρωσοτουρκική στρατηγική συμμαχία.
Η σταθερή προσήλωση της Ρωσίας προς την Τουρκία που, όσο η Ρωσία βουλιάζει στην Ουκρανία, μετατρέπεται και στο μόνο σταθερό της αποκούμπι, οδηγεί σε κάποια παράδοξα φαινόμενα, εν πρώτοις, στην Ελλάδα. Όσοι παραμένουν υποστηρικτές της Ρωσίας, στην πλειοψηφία τους ανήκουν ή θα ήθελαν να ανήκουν στον πατριωτικό χώρο ή στον εθνικιστικό. Στην προσπάθειά τους να τετραγωνίσουν τον κύκλο, φτάνουν στο σημείο είτε να αντιστρέφουν πλήρως την πραγματικότητα, ισχυριζόμενοι ότι την τουρκική επιθετικότητα την προωθούν οι ΗΠΑ, είτε, επειδή η Ελλάδα δεν έχει τη θέση της Τουρκίας ως στρατηγικός σύμμαχος της Ρωσίας, να οικτίρουν την Ελλάδα και να παρουσιάζουν μια νέα κατηγορία εθνομηδενισμού, αυτήν του φανατικού ρωσόφιλου. Και αυτό είναι το πιο τραγικό, άνθρωποι και συλλογικότητες που εκκινούσαν από πατριωτικά ελατήρια, λόγω του Πούτιν, να ταυτίζονται με τον εθνομηδενισμό.
[1] Χάρης Καρανίκας, «Οι μίζες των Tor M1 και η άγνωστη offshore που συνεχίζει να λειτουργεί», www.tovima.gr. Από το ρεπορτάζ πληροφορούμαστε ότι η μίζα για την αγορά των πυραυλικών συστημάτων ήταν αρκετά εκατ. ευρώ, ενώ με τα αντισταθμιστικά ωφελήματα των 71 εκατ. ευρώ δεν έγινε τίποτα. Επιπλέον, ο συγγραφέας του άρθρου υποστηρίζει ότι οι βασικοί πρωταγωνιστές της υπόθεσης είχαν την ίδια κατάληξη, δολοφονήθηκαν.
Πηγή: Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άρδην (τ. 124 – Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 2022)